ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
(1896-1928)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γεννήθηκε στην Τρίπολη και ήταν γιoς του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη, από τη Συκιά Κορινθίας και της Αικατερίνης Σκάγιαννη, από την Τρίπολη. Ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας. Είχε μια αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, που παντρεύτηκε τον δικηγόρο Παναγιώτη Νικολετόπουλο και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος. Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένεια του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Έζησαν στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα και το Αργοστόλι, την Αθήνα (1909-1911) και στα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913. Από νεαρή ηλικία, περίπου δεκαέξι ετών, δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος της Διαπλάσεως των παίδων.
Το 1913, γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας και στα τέλη του 1917 απέκτησε το πτυχίο του. Για ένα διάστημα επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α' στην Νομαρχία Θεσσαλονίκης ενώ μετά την οριστική απαλλαγή του από τον ελληνικό στρατό, τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Στο τέλος για ν' αποφύγει τις μεταθέσεις, απ' τη μια νομαρχία στην άλλη, μεταπήδησε στο Υπουργείο Προνοίας και μάλιστα στην κεντρική του υπηρεσία, στην Αθήνα.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων, δημοσιεύτηκε το 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές. Τον ίδιο χρόνο, εξέδωσε το σατιρικού περιεχομένου περιοδικό Η Γάμπα, του οποίου η δημοσίευση όμως απαγορεύτηκε μετά από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο Νηπενθή, εκδόθηκε το 1921. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, η οποία εργαζόταν μαζί με τον Καρυωτάκη στη Νομαρχία Αττικής. Τον Δεκέμβριο του 1927, εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή, με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες.
Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην πόλη της Πάτρας και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή, αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και την μικρότητα της τοπικής κοινωνίας. Στις 20 Ιουλίου αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα, αφού επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας, λίγες ώρες αργότερα αυτοκτόνησε με περίστροφο κάτω από έναν ευκάλυπτο, έχοντας πάνω του ένα σημείωμα, το οποίο έγραφε:
Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς, τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι, μαζύ με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τ' αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος.
Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι αν επιχειρήσουνε να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης να δέσουν και μια πέτρα στο λαιμό τους. Ολη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Κ.Γ.Κ.
Ένας λόγος που φαίνεται να ώθησε τον Καρυωτάκη στην αυτοκτονία είναι και η σύφιλη από την οποία πιθανολογείται ότι έπασχε. Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος διέθετε το μεγαλύτερο αρχείο για τους Νεοέλληνες Λογοτέχνες, ερχόμενος σε επαφή με τους φίλους και συγγενείς του ποιητή αποκάλυψε ότι ο Καρυωτάκης ήταν συφιλιδικός, και, μάλιστα, ο αδερφός του, Θανάσης Καρυωτάκης, θεωρούσε ότι η ασθένεια συνιστούσε προσβολή για την οικογένεια). Ο Γιώργος Μακρίδης, στη μελέτη του για τον Καρυωτάκη, διατυπώνει την άποψη ότι ο ποιητής αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα, όχι πιεζόμενος από τη μετάθεσή του εκεί, αλλά φοβούμενος να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με όλους τους συφιλιδικούς στο τελικό στάδιο της νόσου την περίοδο εκείνη. Θέλοντας, μάλιστα, να ισχυροποιήσει το επιχείρημά του, τονίζει ότι δεν είναι δυνατόν ένας βαριά καταθλιπτικός ασθενής να αστειεύεται στο επιθανάτιο γράμμα του.[1]
Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ έδωσε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών, όπως του Φρανσουά Βιγιόν.
ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΡΤ
ΣΕΙΡΑ ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
"ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ"
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ποιήματα
Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων (1919)
Νηπενθή (1921)
Ελεγεία και Σάτιρες (1927)
Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία, Όταν κατέβουμε τη σκάλα..., Πρέβεζα]
Ανέκδοτα ποιήματα
Μεταφράσεις
Πεζά
Το καύκαλο
Η τελευταία
Ο κήπος της αχαριστίας
Ονειροπόλος
Τρεις μεγάλες χάρες
Φυγή
Το εγκώμιο της θαλάσσης
Κάθαρσις
Η ζωή του
ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗς ΕΡΤ
ΣΕΙΡΑ: ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
"ΠΡΕΒΕΖΑ - Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ"
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
"Είσαι, ψυχή μου"
Είσαι, ψυχή μου, η κόρη που τη σβήνει
ολοένα κάποιος έρωτας πικρός
που λησμονήθηκε κοιτώντας προς
τα περασμένα κι έτσι θ`απομείνει.
Κατάμονη σε μι` άκρη,όπως εκείνη,
σε παρατούν ο κόσμος,ο καιρός.
Ένας ακόμη θά 'σουνα νεκρός
αν οι νεκροί δεν είχαν τη γαλήνη.
Σαν αδελφούλα η κόρη αυτή σου μοιάζει
που γέρνει,συλλογίζεται κι αργεί
χαμένη ευτυχία να νοσταλγεί.
Δικό σου λέω,ψυχή μου,είναι μαράζι
όσα το βράδυ δάκρυα,την αυγή
στα ρόδα κατεβαίνει και μοιράζει.
"Είσαι, ψυχή μου"
"Κ. Γ. Καρυωτάκης"
[Μουσική: Βασίλης Δημητρίου, &
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης]
"Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες"
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες
ο άνεμος όταν περνάει,
στίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες
υψώνονται σα δάχτυλα στα καϊ
στην κορυφή τους το άπειρο αντιχάει
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε
στα όνειρά μας μπερδεύεται όλη η φύσις
στο σώμα στην ενθύμηση,πονούμε
κι η ποίηση είναι το καταφύγιο που φορούμε.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις.
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες,
κάτι απίστευτες αντένες,
κάτι διάχυτες αισθήσεις
στο σώμα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες.
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
"Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες"
"Κ. Γ. Καρυωτάκης" (2009)
[Μουσική: Βασίλης Δημητρίου &
Ερμηνεία: Χρήστος Θηβαίος]
"Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων"
Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια κι αργυρή.
Οι Ουγκό με "Τιμωρίες" την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.
Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
"Ποιος άδοξος ποιητής" θέλω να πούνε
"την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;"
"Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων"
"Καρυωτάκης" (1984)
[Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης &
Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου]
"Πρέβεζα"
Θάνατος είναι οι κάργιες
που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας πίσω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ελλειπή μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις φρουρά εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία
"Υπάρχω" λες κι ύστερα "Δεν υπάρχεις".
Φτάνει το πλοίο υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος νομάρχης.
[Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
ένας πέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία]
"Πρέβεζα"
"Φοβάμαι" (1982)
[Μουσική: Γιάννης Γλέζος &
Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου]
"Πρέβεζα"
"Τετραλογία" (1975)
[Μουσική: Δήμος Μούτσης,
Ερμηνεία: Χρήστος Λεττονός]
"Ιδανικοί Αυτόχειρες"
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.
Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.
Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..
"Ιδανικοί Αυτόχειρες"
"Τετραλογία" (1975)
[Μουσική: Δήμος Μούτσης &
Ερμηνεία: Χρήστος Λεττονός]
"Ιδανικοί Αυτόχειρες"
[Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης]
"Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ"
Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ
στο έρμο νησί στο χείλος του κόσμου,
δώθε απ' το όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκε ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.
Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε το άρρωστο κορμί που εβάρυνε σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε.
Κι είμαστε νέοι, πολύ νέοι και μας άφησε εδώ μια νύχτα
σ' ένα βράχο, το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε τι να 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμε έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
"Καρυωτάκης" (1984)
"Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ"
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
"Ανδρείκελα"
Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη.
Σαν να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
άνθρωποι στων άλλων τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα στης μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα, κοιτώντας παθητικά τ' αστέρια.
Μακρινή τώρα είναι για μας η κάθε χαρά.
Η ελπίδα και η νιότη έννοια αφηρημένη.
άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε
παρά ο όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός
κι άμα δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα
κι άμα δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός πόνος μας
να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα.
"Ανδρείκελα"
"Ο μάγος κοιτάζει την πόλη" (1994/2004)
[Μουσική & Ερμηνεία: Υπόγεια Ρεύματα]
"Δικαίωσις"
Τότε λοιπόν αδέσποτο θ' αφήσω
να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου
Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου
το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο.
Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου
«Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου»
θα πω στον τελευταίο που θ' αντικρύσω.
Όταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,
η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει
-- πρώτη φορά -- σε τέσσερων τον ώμο.
Ύστερα, και του βίου μου την προσπάθεια
αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει
ωραία ωραία με χώμα και με αγκάθια.
"Δικαίωσις"
"Αγώνες Κέρκυρας '82" (1982)
[Μουσική & Ερμηνεία: Ηδύλη Τσαλίκη]
"Το βράδυ"
Τα παιδάκια που παίζουν στ' ανοιξιάτικο δείλι
- μια ιαχή μακρυσμένη-,
τ' αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη
ψιθυρίζει και μένει,
τ' ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα,
η αδειανή κάμαρά μου,
ένα τρένο που θα 'ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου,
οι καμπάνες που σβήνουν,και το βράδυ που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ' ουρανού τον καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη...
"Το βράδυ"
"Καρυωτάκης - 13 τραγούδια" (1982)
"Ατελείωτος δρόμος" (1983)
[Μουσική: Λένα Πλάτωνος &
Ερμηνεία: Σαββίνα Γιαννάτου]
"Μόνο"
Αχ, όλα έπρεπε να 'ρθούνε καθώς ήρθαν!
Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.
Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,
να φύγουνε, να σβήσουν.
Έτσι, όπως εχωρίζαμε τα βράδια,
για πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοι.
Τον τόπο που μεγάλωνα παιδάκι
ν' αφήσω κάποιο δείλι.
Αχ, όλα έπρεπε να 'ρθούνε καθώς ήρθαν!
Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.
Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,
να φύγουνε, να σβήσουν.
Όλα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα
δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να 'ναι,
να παίζουνε τ' αστέρια εκεί σαν μάτια
και σαν να μου γελάνε.
"Μόνο"
"Καρυωτάκης 13 τραγούδια" (1982)
[Μουσική: Λ¨ενα Πλάτωνος &
Ερμηνεία: Σαββίνα Γιαννάτου]
"Σα δέσμη από τριαντάφυλλα"
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιον ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.
"Σα δέσμη από τριαντάφυλλα"
[Μουσική: Λένα Πλάτωνος,
Ερμηνεία: Σαββίνα Γιαννάτου]
"Τα γράμματά σου"
[Μουσική: Λένα Πλάτωνος,
Ερμηνεία: Σαββίνα Γιαννάτου]
"Χαμόγελο"
Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι
απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει.
Δεν βρέχει πια.Κι η κόρη αποσταμένη
στο μουσκεμένο ξάπλωσε τριφύλλι.
Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη
κι έτσι βαθιά,γιομάτα ως ανασαίνει,
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ' Απρίλη.
Ξεφεύγουνε απ'το σύννεφον αχτίδες
και κρύβονται στα μάτια της.Τη βρέχει
μια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες
που στάθηκαν στο μάγουλο διαμάντια
και που θαρρείς το δάκρυ της πως τρέχει
καθώς χαμογελάει στον ήλιο αγνάντια.
"Χαμόγελο"
[Μουσική: Λένα Πλάτωνος &
Ερμηνεία: Σαββίνα Γιαννάτου]
"Χαμόγελο"
[Μουσική: Λένα Πλάτωνος &
Ερμηνεία: Σαββίνα Γιαννάτου]
"Φίλε"
[Σαββίνα Γιαννάτου]
"Νοσταλγία"
[Ελένη Καραΐνδρου]
Τηλεοπτική σειρά: "Καρυωτάκης"
[Τραγούδι τίτλων]
"Μόνο γιατί μ' αγάπησες"
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
σε περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σεναν άρεσε
γι' αυτό έμειν' ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Μόνο γιατί σε σεναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μαρία Πολυδούρη
"Μόνο γιατί μ' αγάπησες"
[Ελευθερία Αρβανιτάκη]
Μαρία Πολυδούρη
"Μόνο γιατί μ' αγάπησες"
[Ελευθερία Αρβανιτάκη]
Μαρία Πολυδούρη
"Μόνο γιατί μ' αγάπησες"
[Ερμηνεία: Πόπη Αστεριάδη]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου