Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Τοξικοί άνθρωποι: βγάλτε τους από τη ζωή σας




Παντού γύρω μας υπάρχουν άνθρωποι που ρουφάνε όλη τη θετική μας ενέργεια, προκειμένου να τροφοδοτήσουν την ακόρεστη πείνα τους για απαισιοδοξία, αρνητισμό και καταστροφή.
Το αποτέλεσμα είναι να νιώθουμε μονίμως συναισθηματικά εξαντλημένοι.

Αυτά τα «ψυχολογικά βαμπίρ» χαρακτηρίζονται συχνά από διαταραχές και έχουν την τάση να είναι:
- Άτομα αδιάκριτα, χωρίς όρια
- Άτομα με τάσεις υπερβολής που παρουσιάζουν κάτι ασήμαντο ως τραγικό
- Άτομα επικριτικά που βρίσκουν ελαττώματα στους πάντες και τα πάντα
- Άτομα που γκρινιάζουν συνεχώς που δεν ικανοποιούνται με τίποτα
- Άτομα αδιάλλακτα που δε συμφωνούν ποτέ με τους άλλους
- Άτομα απαιτητικά και επίμονα
- Άτομα αρνητικά και απαισιόδοξα
- Άτομα που δεν αποδέχονται τις ευθύνες τους και κατηγορούν πάντα τους άλλους για τις πράξεις και τα προβλήματά τους
Δείτε τρεις χρήσιμες στρατηγικές που θα σας βοηθήσουν να αντιμετωπίσετε ένα τέτοιο άτομο που υπάρχει στη ζωή σας.

1. Αναγνωρίστε τα σημάδια νωρίς
Η αρνητική φύση αυτών των ανθρώπων δεν είναι πάντοτε προφανής εκ πρώτης όψεως.
Οι ιδιοτροπίες τους μοιάζουν αρχικά ασήμαντες, οι ιστορίες τους μοιάζουν ενδιαφέρουσες και ο δραματικός τόνος στη φωνή τους μοιάζει θεατρικός. Σιγά-σιγά όμως αποκαλύπτεται το πραγματικό τους πρόσωπο και εσείς δεν πρέπει να αγνοήσετε τις ανησυχητικές ενδείξεις.

2. Περιορίστε τις επαφές
Από τη στιγμή που θα εντοπίσετε το «βαμπίρ», προσπαθήστε να περιορίσετε το χρόνο που περνάτε μαζί.
Εάν πρόκειται για ένα άτομο που βλέπετε συχνά, βάλτε τα όριά σας. Επειδή τα άτομα αυτά χώνουν τη μύτη τους παντού και παίρνουν την πρωτοβουλία να ανοίγουν συζήτηση, μην ξεχνάτε να τονίζετε ότι βιάζεστε τρομερά ή ότι έχετε πολλή δουλειά και πολλές υποχρεώσεις.

3. Μην πέσετε στην παγίδα τους
Όσο κι αν θέλετε να πιστέψετε ότι μπορείτε να βοηθήσετε αυτά τα άτομα, το πιο πιθανό είναι ότι δεν μπορείτε.
Οι χρόνια αρνητικοί άνθρωποι είτε αντιστέκονται στην εξωτερική βοήθεια, είτε «δημιουργούν» μονίμως νέα προβλήματα στη ζωή τους. Η λύση στο πρόβλημά τους είναι θέμα ειδικού κι έτσι πρέπει να κάνετε το παν για να προστατεύσετε τον εαυτό σας.

Η ενέργεια –και συγκεκριμένα η θετική ενέργεια– αποτελεί πολυτέλεια τη σύγχρονη εποχή.
Μην τη σπαταλάτε λοιπόν σε άτομα που δεν θα την εκτιμήσουν και αφιερώστε το χρόνο σας σε θετικούς ανθρώπους που θα σας γεμίσουν χαρά και ζωντάνια.

Συγκατοίκηση: ο εχθρός του εγωισμού και της ανωριμότητας




Οι λέξεις συγκατοίκηση και συμβίωση, τρομοκρατούν πολλούς, ειδικά τους άντρες.
Γιατί όμως; Γιατί η πιο απλή και τρυφερή ανθρώπινη ανάγκη, να φοβίζει;

 

Συγκατοίκηση και συμβίωση

Οι έρευνες δείχνουν ότι τα ζευγάρια που αποφασίζουν να δοκιμάσουν τη συμβίωση και τη συγκατοίκηση, έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να δουν τη σχέση τους να ευοδώνει, συγκριτικά με τα ζευγάρια που μένουν χώρια.
Η εξήγηση είναι απλή: οι άνθρωποι που μένουν μαζί μοιράζονται περισσότερα πράγματα, έρχονται πιο κοντά και δεσμεύονται περισσότερο.
Βρίσκουν έναν κοινό τόπο για την αγάπη και τον έρωτα, μπορούν να οργανώσουν το χώρο τους όπως θέλουν, να μην αναγκάζονται να εφευρίσκουν διάφορους τρόπους για να είναι μαζί συνέχεια.

Η συμβίωση δίνει τη δυνατότητα για γνώση και αναγνώριση.
Μπορείς να μάθεις πάρα πολλά για το πώς να μοιράζεσαι, να διεκδικείς αλλά και να υποχωρείς όταν πρέπει, να αναγνωρίζεις τα λάθη σου και τα λάθη του άλλου, καθώς επίσης και τα ελαττώματα σου.
Και το πιο βασικό από όλα, είναι ότι μέσα σε μια σχέση καταλήγεις να καταλάβεις τι έχει αξία στη ζωή σου και ποια πράγματα θέλεις και χρειάζεται να έχει ο σύντροφος σου.
Η συγκατοίκηση μπορεί να σε βοηθήσει να τα καταλάβεις όλα αυτα ουσιαστικά και όχι επιφανειακά, γιατί μια σχέση που βιώνει συγκατοίκηση κολυμπά σε νερά βαθιά, που απαιτούν καλούς κολυμβητές, με αντοχή αλλά και πείσμα για το καλό αποτέλεσμα.

Προβλήματα στη συγκατοίκηση

Πολλές φορές ζευγάρια που αποφασίζουν να δοκιμάσουν τη συγκατοίκηση, δεν αντέχουν και χωρίζουν.
Αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους, ωστόσο η εμπειρία δείχνει ότι 2 είναι οι βασικοί λόγοι:

-Πρώτα από όλα, η έλλειψη δέσμευσης και αποφασιστικότητας.
Κάποιοι άνθρωποι βλέπουν τις σχέσεις κάπως επιφανειακά, αρνούνται να επενδύσουν στη σχέση, και τη βλέπουν σαν κάτι το ευκαιριακό που αν ευοδώσει, ευόδωσε…αν όχι, δεν πειράζει πάμε παρακάτω.

Αυτή η λογική δείχνει συνήθως ανθρώπους που έχουν ελλειματική συναισθηματική πλευρά, δεν μπορούν δηλαδή να βιώσουν συναισθήματα σε βάθος και ουσία, γιατί φοβούνται ότι αν το κάνουν θα παγιδευτούν.
Δεν υπάρχει βέβαια κάτι πιο λάθος απο αυτό, καθώς αυτή και μόνο η λογική είναι η παγίδα που έχουν οι ίδιοι στήσει στον εαυτό τους.
Δε δίνουν την ευκαιρία στον άλλο άνθρωπο να δείξει ότι αξίζει και δε δίνουν και στον εαυτό τους την ευκαιρία να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό, κάτι δυνατό και έντονο.

-Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα της συγκατοίκησης είναι ο εγωισμός.
Αυτό φυσικά είναι ένα γενικότερο πρόβλημα στις σχέσεις σήμερα, καθώς πολλά ζευγάρια προτάσσουν το εγώ τους σε κάθε πρόβλημα και δεν σκύβουν πάνω από αυτό για να δούν πώς θα το λύσουν από κοινού.
Και φυσικά, όταν δυο άνθρωποι μένουν μαζί και το πρόβλημα διογκώνεται, τότε δεν μπορεί να υπάρξει λύση αν δεν αποφασίσουν να αλλάξουν στάση και να δουν το πρόβλημα ως σχέση και ως ζευγάρι και όχι ο καθένας ατομικά.

Μυστικά επιτυχίας για επιτυχημένη συγκατοίκηση και αρμονική συμβίωση

Ο σεβασμός του προσωπικού χώρου, η δυνατότητα να μπορεί κάποιος να ηρεμήσει μέσα στο σπίτι διαβάζοντας ένα βιβλίο, παίζοντας ένα παιχνίδι, βλέποντας μια ταινία, ασχολούμενος με τα ενδιαφέροντά του γενικότερα, είναι αναγκαία συστατικά μιας πετυχημένης συμβίωσης και συγκατοίκησης.

Κανείς δεν μπορεί να μιλά 24 ώρες το 24ωρο, κανείς δεν μπορεί να έχει πάντα την τέλεια διάθεση.
Κι όμως οι σχέσεις που βασίζονται στην αγάπη, τον έρωτα και το σεβασμό κερδίζουν, γιατί ακόμα και στις στιγμές της αναπόφευκτης γκρίνιας μπορούν να βρούν πεδίο συνεννόησης, ακόμα και αν χρειάζεται λίγη σιωπή, λίγη απομόνωση και λίγη ηρεμία.

Το μυστικό στην επιτυχημένη συγκατοίκηση είναι η συνεχής διεκδίκηση του ανθρώπου μας, έτσι ώστε να κρατήσουμε τον έρωτα ζωντανό και ακμαίο.
Η συνήθεια είναι κάτι ύπουλο και μπορεί να χτυπήσει την πόρτα μας οποιαδήποτε στιγμή.
Είναι όμως στο χέρι μας το να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τις παγίδες, να δείξουμε στον άνθρωπο μας πόσο τον αγαπάμε.

Εξάλλου, υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να ξυπνάς στο πλευρό του ανθρώπου που αγαπάς;
Αυτό, μόνο η συγκατοίκηση και η αρμονική συμβίωση μπορούν να μας το προσφέρουν.

Πώς αγαπά κανείς στα σοβαρά 16/11/2014




Ας εξετάσουμε εκείνες τις ιδιότητες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την τέχνη, για την ικανότητα, της αγάπης.

Σύμφωνα με τη φύση της αγάπης, η κύρια προϋπόθεση για να φτάσουμε στην αγάπη, είναι το ξεπέρασμα του ναρκισσισμού μας.
Στη ναρκισσιστική κατάσταση πιστεύει κανείς σαν πραγματικό, μόνο αυτό που νιώθει μέσα του, ενώ τα φαινόμενα του έξω κόσμου τα νιώθει μόνο από την άποψη αν είναι ωφέλιμα ή επιζήμια σ’ αυτόν.

Ο αντίθετος από το ναρκισσισμό πόλος, είναι η αντικειμενικότητα.
Η ικανότητα δηλαδή να βλέπεις τους ανθρώπους και τα πράγματα όπως είναι, αντικειμενικά, και να είσαι σε θέση να ξεχωρίζεις αυτή την αντικειμενική εικόνα, από την εικόνα που σχηματίζεται σύμφωνα με τις επιθυμίες και τους φόβους σου. 

Όλες οι μορφές της ψύχωσης δείχνουν τη σε υπερβολικό βαθμό ανικανότητα, τού να είναι κανείς αντικειμενικός.
Για το παράφρον άτομο, η μόνη πραγματικότητα που υπάρχει, είναι αυτή που έχει μέσα του, η πραγματικότητα των επιθυμιών και των φόβων του.
Βλέπει τον εξωτερικό κόσμο σαν σύμβολο του εσωτερικού του κόσμου, σαν δημιούργημά του.

Το ίδιο κάνουμε όταν ονειρευόμαστε.
Στα όνειρά μας φτιάχνουμε γεγονότα, σκηνοθετούμε δράματα, που είναι η έκφραση των επιθυμιών και φόβων μας (καθώς και της κρίσης και της διαίσθησής μας καμιά φορά) και όσο κοιμόμαστε είμαστε βέβαιοι ότι αυτά είναι πραγματικά, σαν την πραγματικότητα που βλέπουμε ξύπνιοι.

Ο παράφρονας ή ο ονειροπόλος αποτυχαίνει τέλεια στο να έχει αντικειμενική εικόνα του εξωτερικού κόσμου.
Ωστόσο, όλοι μας είμαστε λίγο ή πολύ παράφρονες, λίγο ή πολύ ονειροπόλοι.
Ο καθένας μας έχει μια μη αντικειμενική αντίληψη του κόσμου, μία άποψη παραμορφωμένη από το ναρκισσισμό του.

Παραδείγματα πολλά μπορεί να βρει ο καθένας παρατηρώντας τον εαυτό του, τους διπλανούς του, ακόμα και διαβάζοντας τις εφημερίδες.
Ποικίλλουν βέβαια στο βαθμό της ναρκισσιστικής παραμόρφωσης της πραγματικότητας.
Μία γυναίκα π.χ. τηλεφωνεί στο γιατρό της για να του πει ότι θέλει να τον επισκεφτεί στο γραφείο του, το ίδιο απόγευμα.
Ο γιατρός απαντά ότι δεν είναι ελεύθερος το απόγευμα, αλλά θα μπορέσει να τη δεχτεί την επομένη.
Αυτή επιμένει: "γιατρέ μου, το σπίτι μου είναι μόνο πέντε λεπτά από το γραφείο σας".
Δε μπορεί να καταλάβει ότι το γεγονός πως μένει δίπλα, δεν προσθέτει τίποτε στο χρόνο του γιατρού.
Αντιλαμβάνεται την όλη κατάσταση ναρκισσιστικά: εφόσον αυτή γλιτώνει χρόνο, θα πει ότι κι ο άλλος γλιτώνει χρόνο.
Η μόνη πραγματικότητα γι’ αυτήν, είναι ο εαυτός της.

Λιγότερο υπερβολικές -ή ίσως μόνο λιγότερο φανερές- αυτές οι παραμορφώσεις της πραγματικότητας, παρουσιάζονται στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Πόσοι γονείς δεν αντιλαμβάνονται τις αντιδράσεις του παιδιού τους με μέτρο την υπακοή του, την ευχαρίστηση που τους προκαλεί, την πίστωση που αντιπροσωπεύει γι’ αυτούς κλπ. αντί να διερευνούν ή έστω να ενδιαφέρονται προσωπικά για το τι νιώθει το παιδί μέσα στον εαυτό του και για τον εαυτό του;
Πόσοι σύζυγοι δεν πιστεύουν για τον άντρα τους ότι είναι άχρηστος και βλάκας, γιατί εκείνος δεν ανταποκρίνεται στη φανταστική εικόνα ενός λαμπρού ιππότη, που είχαν φτιάξει στα παιδικά τους όνειρα;

H ίδια έλλειψη αντικειμενικότητας παρατηρείται και στις σχέσεις ανάμεσα στα έθνη.
Θεωρούμε ότι το έθνος μας αντιπροσωπεύει ό,τι καλό και ευγενικό, και το ξένο μπορεί σε μια μέρα μέσα να αποδειχτεί ότι είναι εχθρικό και διεφθαρμένο.
Με άλλο μέτρο κρίνουμε τις δικές μας ενέργειες, με άλλο τις ενέργειες του ξένου έθνους.
Ακόμα κι οι καλές πράξεις του εχθρού κρίνονται σαν δείγμα ιδιαίτερης διαβολικότητας, που έχουν σκοπό να εξαπατήσουν κι εμάς και τον κόσμο, ενώ οι δικές μας κακές πράξεις είναι αναγκαίες και δικαιώνονται από τους ευγενικούς σκοπούς που υπηρετούν.
Το συμπέρασμα είναι ότι τόσο στις σχέσεις ανάμεσα στα έθνη όσο και ανάμεσα στα άτομα, η αντικειμενικότητα είναι η εξαίρεση, και κανόνας είναι η ναρκισσιστική παραμόρφωση της πραγματικότητας.

Το όργανο της αντικειμενικής σκέψης, είναι η λογική.
Η ψυχική στάση που παρακολουθεί τη λογική, είναι η ταπεινοφροσύνη.
Το να είσαι αντικειμενικός, να χρησιμοποιείς τη λογική σου, είναι δυνατό μόνο αν έχεις φτάσει σε μία στάση ταπεινοφροσύνης, αν έχεις απελευθερωθεί από τα όνειρα της παντογνωσίας και παντοδυναμίας, που έχεις όταν είσαι παιδί.
Στο δικό μας θέμα αυτό σημαίνει ότι η αγάπη εξαρτιέται από τη σχετική έλλειψη ναρκισσισμού και απαιτεί την ανάπτυξη της ταπεινοφροσύνης, της αντικειμενικότητας και του λογικού.

Όλη μας η ζωή πρέπει να αφιερωθεί σε αυτό το σκοπό.
Ταπεινοφροσύνη και αντικειμενικότητα είναι αξεχώριστα, ακριβώς όπως και η αγάπη.
Δε μπορώ να είμαι αληθινά αντικειμενικός προς την οικογένειά μου, αν δε μπορώ να είμαι αντικειμενικός προς τον ξένο, και αντίστροφα.
Αν θέλω να μάθω την τέχνη της αγάπης, πρέπει να επιδιώξω την αντικειμενικότητα σε κάθε κατάσταση και να γίνω ευαίσθητος στις καταστάσεις που δεν είμαι αντικειμενικός.
Πρέπει να προσπαθήσω να δω τη διαφορά ανάμεσα στην εικόνα που έχω για ένα πρόσωπο και τη συμπεριφορά του, καθώς είναι ναρκισσιστικά αλλοιωμένη, και στην πραγματικότητα του προσώπου, όπως αυτή υπάρχει ανεξάρτητα από τα δικά μου συμφέροντα, ανάγκες και φόβους.

Το να κατακτήσεις την ικανότητα για αντικειμενικότητα και λογική, είναι ο μισός δρόμος για να κατακτήσεις την τέχνη της αγάπης, αλλά πρέπει να κατακτηθεί αυτή η αντικειμενικότητα, σε σχέση με όλους εκείνους με τους οποίους έρχεσαι σε επαφή.
Αν θελήσεις να κρατήσεις την αντικειμενικότητα μόνο για το αγαπημένο σου πρόσωπο και νομίζεις ότι δε σου χρειάζεται αυτή στις σχέσεις σου με τον υπόλοιπο κόσμο, σύντομα θα ανακαλύψεις ότι αποτυχαίνεις και στο ένα και στο άλλο πεδίο.




Erich Fromm, Η Τέχνης της Αγάπης, εκδόσεις Μπουκουμάνης

Αυτό που είμαστε, όχι αυτό που πρέπει να είμαστε




Ποιός από μας δεν έχει γνωρίσει κάποιον άνθρωπο (ίσως τον ίδιο μας τον εαυτό) που να είναι τόσο στραμμένος προς τα έξω, τόσο απορροφημένος στη συσσώρευση αγαθών ή στο τι σκέφτονται οι άλλοι, ώστε να χάνει κάθε αίσθηση του εαυτού του;

Ένας τέτοιος άνθρωπος, όταν του τίθεται κάποιο ερώτημα, αναζητεί την απάντηση προς τα έξω κι όχι προς τα μέσα.
Διατρέχει δηλαδή τα πρόσωπα των άλλων, για να μαντέψει ποιά απάντηση επιθυμούν ή περιμένουν.

Για έναν τέτοιον άνθρωπο θεωρώ χρήσιμο να συνοψίσω μια τριάδα δοκιμίων που έγραψε ο Σοπενάουερ προς το τέλος της ζωής του
(Για όποιον έχει φιλοσοφικές τάσεις είναι γραμμένα σε γλώσσα σαφή και προσβάσιμη στον μη ειδικό).
Βασικά, τα δοκίμια τονίζουν ότι το μόνο που μετράει είναι αυτό που το άτομο είναι.

Ούτε ο πλούτος ούτε τα υλικά αγαθά ούτε η κοινωνική θέση ούτε η καλή φήμη φέρνουν την ευτυχία.
Αν και οι σκέψεις αυτές δεν αφορούν συγκεκριμένα τα υπαρξιακά θέματα, παρ’ όλ’ αυτά μας βοηθούν να μετακινηθούμε από ένα επιφανειακό επίπεδο προς βαθύτερα ζητήματα.

1. Αυτό που κατέχουμε. 
Τα υλικά αγαθά είνα απατηλά. Ο Σοπενάουερ υποστηρίζει πολύ κομψά ότι η συσσώρευση πλούτου και αγαθών είναι ατελείωτη και δεν προσφέρει ικανοποίηση. Όσο περισσότερα κατέχουμε, τόσο πολλαπλασιάζονται οι απαιτήσεις μας.
Ο πλούτος είναι σαν το νερό της θάλασσας: όσο περισσότερο πίνουμε, τόσο πιο πολύ διψάμε. Στο τέλος δεν κατέχουμε εμείς τα αγαθά μας –μας κατέχουν εκείνα.

2. Αυτό που αντιπροσωπεύουμε στα μάτια των άλλων. 
Η φήμη είναι το ίδιο εφήμερη όσο και τα υλικά πλούτη.
Ο Σοπενάουερ γράφει: “Οι μισές μας ανησυχίες και αγωνίες έχουν προέλθει από την έγνοια μας για τις γνώμες των άλλων…πρέπει να βγάλουμε αυτό το αγκάθι απ’ τη σάρκα μας”.
Είναι τόσο ισχυρή η παρόρμηση να κάνουμε μια καλή εμφάνιση, ώστε για μερικούς φυλακισμένους, την ώρα που βαδίζουν προς τον τόπο της εκτέλεσής τους, αυτό που κυρίως απασχολεί τη σκέψη τους είναι το ντύσιμο και οι τελευταίες τους χειρονομίες.
Η γνώμη των άλλων είναι ένα φάντασμα που μπορεί ανά πάσα στιγμή ν’ αλλάξει όψη.
Οι γνώμες κρέμονται από μια κλωστή και μας υποδουλώνουν στο τι νομίζουν οι άλλοι ή, ακόμα χειρότερα, στο τι φαίνεται να νομίζουν – γιατί ποτέ δεν μπορούμε να μάθουμε τι σκέφτονται πραγματικά.

3. Αυτό που είμαστε. 
Μόνο αυτό που είμαστε έχει πραγματική αξία. Μια καλή συνείδηση, λέει ο Σοπενάουερ, αξίζει περισσότερο από μια καλή φήμη.
Ο μεγαλύτερος στόχος μας θα έπρεπε να είναι η καλή υγεία κι ο πνευματικός πλούτος, ο οποίος οδηγεί σε ανεξάντλητα αποθέματα ιδεών, στην ανεξαρτησία και σε μια ηθική ζωή.
Η ψυχική μας γαλήνη πηγάζει από τη γνώση ότι αυτό που μας αναστατώνει δεν είναι τα πράγματα, αλλά η ερμηνεία μας για τα πράγματα.

Αυτή η τελευταία σκέψη – ότι η ποιότητα της ζωής μας προσδιορίζεται από το πώς ερμηνεύουμε τις εμπειρίες μας, όχι από τις ίδιες τις εμπειρίες – είναι ένα σημαντικό θεραπευτικό δόγμα που ανάγεται στην αρχαιότητα.
Κεντρικό αξίωμα στη σχολή του στωικισμού, πέρασε από τον Ζήνωνα, τον Σενέκα, τον Μάρκο Αυρήλιο, τον Σπινόζα, τον Σοπενάουερ και τον Νίτσε κι έφτασε να γίνει θεμελιώδης έννοια τόσο στην ψυχοδυναμική, όσο και στη γνωστική-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία.


Από το βιβλίο του Irvin Yalom, Στον κήπο του Επίκουρου: αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου, εκδόσεις Άγρα.
O Irvin D. Yalom (1931-) είναι επίτιμος καθηγητής ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ των ΗΠΑ.
Μαθητής και συνεργάτης του Rollo May, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους, εν ζωή, εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική και είναι συγγραφέας του εγκυρότερου και πληρέστερου εγχειρίδιου υπαρξιακής ψυχοθεραπείας ("Existential Psychotherapy").

Συναισθηματικός εκβιασμός: 8 τρόποι να τον αντιμετωπίσετε




Ο όρος συναισθηματικός εκβιασμός αναφέρεται σε μία μορφή ψυχολογικής χειραγώγησης, που συμβαίνει μέσα στα πλαίσια στενών προσωπικών σχέσεων: μπορεί να είναι η σχέση ανάμεσα σε μία μητέρα και το παιδί της, η σχέση μεταξύ συζύγων, αδελφών, ακόμη και μεταξύ πολύ στενών φίλων.
Σε αυτές τις σχέσεις, το ένα μέλος χρησιμοποιεί ψυχολογική πίεση προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του, ενώ το άλλο μέλος υποχωρεί μπροστά στο φόβο των συνεπειών.

Ο συναισθηματικός εκβιασμός είναι μία μορφή ψυχολογικής κακοποίησης, με πολύ δυσάρεστες συνέπειες.
Παρακάτω σας παρουσιάζουμε κάποια χαρακτηριστικά αυτών των ανθρώπων, καθώς και τρόπους αντιμετώπισης.
Για να μη δαιμονοποιούμε ωστόσο τίποτα, έχετε υπόψη ότι όλοι μας λίγο πολύ χειραγωγούμε και χειραγωγούμαστε συναισθηματικά ως έναν βαθμό. Οπότε, δεν θα προτιμούσαμε τον χαρακτηρισμό "κατηγορία" ανθρώπου, αλλά "πλευρά" του ανθρώπου.
Τα παρακάτω παραδείγματα λοιπόν, που αφορούν κυρίως τις συντροφικές σχέσεις, δίνουν μια ευκαιρία για να εξετάσετε και τους άλλους αλλά και τον εαυτό σας.

1. Κάθε διάλογος γυρνά υπέρ του
Εσείς ξεκινάτε να του λέτε κάτι, αλλά αυτό πάντα θα το γυρνά υπέρ του.
Για παράδειγμα λέτε εσείς: «Στενοχωρήθηκα που ξέχασες τα γενέθλιά μου». Και σας απαντά: «Λυπάμαι που νομίζεις ότι ξέχασα τα γενέθλιά σου, είμαι πολύ αγχωμένος αυτό το διάστημα αλλά δεν ήθελα να στο πω για να μην σε επιβαρύνω. Έχεις δίκιο πάντως, έπρεπε να είχα παραμερίσει τα προβλήματά μου (μπορεί ακόμα και να  δείτε δάκρυα σε αυτό το σημείο) και να σου ευχηθώ για τα γενέθλιά σου. Πάντως, σου ζητώ συγγνώμη».

Ακόμη και τη στιγμή που ακούτε αυτές τις λέξεις, έχετε την περίεργη αίσθηση ότι πραγματικά δεν λυπάται καθόλου, αλλά δεδομένου ότι το ισχυρίστηκε, δεν θεωρείτε ότι έχετε κάτι άλλο να πείτε.
Είναι επίσης πολύ πιθανό να βρεθείτε ξαφνικά να τον παρηγορείτε κι από πάνω!
Σε κάθε περίπτωση, αν αισθάνεστε ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, μην υποχωρήσετε και μη δεχτείτε μια συγγνώμη που φαίνεται εντελώς ανόητη. Αν φαίνεται ανόητη, πιθανότατα είναι κιόλας.
Ο πρώτος κανόνας όταν έχετε να αντιμετωπίσετε έναν συναισθηματικό εκβιαστή είναι να εμπιστεύεστε το ένστικτό σας. Μόλις αυτό το άτομο ανακαλύψει μια αποτελεσματική στρατηγική, είναι σίγουρο ότι θα τη χρησιμοποιεί εις βάρος σας πολύ συχνά.

2. Φαίνεται πάντα παρών…αλλά δεν είναι
Το άτομο που χειραγωγεί τους άλλους συναισθηματικά, παρουσιάζει την εικόνα ενός ανθρώπου πρόθυμου να σας προσφέρει τη βοήθειά του. Αν του ζητήσετε να κάνει κάτι, σχεδόν πάντα θα συμφωνήσει, αν φυσικά δεν έχει πρωτύτερα προσφερθεί να το κάνει εθελοντικά.
Στη συνέχεια, όταν το ευχαριστήσετε, αρχίζει να σας δείχνει ένα σωρό εμφανή ή άλλα μη λεκτικά σημάδια για να καταλάβετε ότι δεν θέλει πραγματικά να κάνει αυτό που είπε.
Όταν εσείς του πείτε ότι φαίνεται σαν να μη θέλει να κάνει αυτό που του ζητήσατε, θα το αντιστρέψει και θα προσπαθήσει να σας πείσει ότι φυσικά και θέλει, αλλά αυτά που του λέτε είναι μάλλον παράλογα. Αυτή είναι μια μέθοδος που αποσκοπεί να σας κάνει να νομίζετε ότι είστε παρανοϊκοί – κάτι για το οποίο αυτά τα άτομα έχουν ιδιαίτερη ικανότητα.

Κανόνας νούμερο δύο: αν ένα άτομο που ασκεί συναισθηματική χειραγώγηση σας έχει υποσχεθεί κάτι, πρέπει να το κάνετε να νιώθει υπόλογο γι’ αυτό. Μην υποκύπτετε στα διάφορα τεχνάσματά του – αν δεν θέλει να κάνει αυτό που υποσχέθηκε, αναγκάστε το να σας το πει ευθέως ή απλώς απομακρυνθείτε.

3. Διαστρεβλώνει τα πάντα
Τη μια στιγμή σας λέει κάτι και την επόμενη σας διαβεβαιώνει ότι δεν το είπε ποτέ, κάνοντάς σας να αμφιβάλλετε για το αν έχετε σώας τας φρένας.
Αν αντιληφθείτε ότι βρίσκεστε σε μια σχέση όπου θα πρέπει να αρχίσετε να κρατάτε ημερολόγιο για να καταγράφετε τι έχει ειπωθεί κάθε φορά, είναι πολύ πιθανό ότι βιώνετε συναισθηματική χειραγώγηση.

Το άτομο που χειραγωγεί τους άλλους συναισθηματικά είναι ειδικό στο να αλλάζει τα πάντα, να τα δικαιολογεί και να τα εξηγεί όπως το βολεύει. Μπορεί να μετατρέψει στην κυριολεξία το άσπρο σε μαύρο και να το υποστηρίξει τόσο πειστικά, ώστε να αρχίσετε να αμφιβάλλετε ακόμα και για τα ίδια σας τα μάτια.
Ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, αυτή η συμπεριφορά μπορεί να αλλάξει κυριολεκτικά την αίσθηση που έχετε για την πραγματικότητα.
Ένα τέτοιο άτομο θα νιώσει πολύ άβολα αν αρχίσετε να κρατάτε σημειώσεις κατά τη διάρκεια των συνομιλιών σας. Πείτε του ότι τελευταία νιώθετε ότι «ξεχνάτε» και αυτός είναι ο λόγος που θέλετε να καταγράψετε τα λόγια του.

Το χειρότερο πράγμα σε αυτή την περίπτωση είναι ότι αν χρειάζεται να δράσετε με αυτό τον τρόπο, σημαίνει ότι πρέπει να σκεφτείτε σοβαρά να διακόψετε τη σχέση. Αν πρέπει να κρατάτε σημειώσεις για να προφυλάξετε τον εαυτό σας, τα πράγματα έχουν όντως ξεφύγει από τον έλεγχο!

4. Δημιουργία ενοχών
Το άτομο που χειραγωγεί τους άλλους συναισθηματικά, γνωρίζει πολύ καλά τον τρόπο να προκαλεί ενοχές στους γύρω του. Μπορεί να σας κάνει να νιώθετε ένοχοι, είτε μιλάτε είτε όχι, είτε εκφράζετε τα συναισθήματά σας, είτε όχι, είτε του δείχνετε φροντίδα κι ενδιαφέρον, είτε όχι. Το κάθε τι μπορεί να γίνει αφορμή για πρόκληση ενοχών.
Τέτοιου είδους άτομα σπάνια εκφράζουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους ανοιχτά, συνήθως παίρνουν αυτό που θέλουν μέσα από τη συναισθηματική χειραγώγηση.
Η πρόκληση ενοχών δεν είναι η μόνη μέθοδος για να το καταφέρουν, αλλά είναι μια από τις πιο αποτελεσματικές. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αρκετά πρόθυμοι να κάνουν υποχωρήσεις προκειμένου να μειώσουν τα συναισθήματα ενοχής τους.

Ένα άλλο ισχυρό συναίσθημα που χρησιμοποιούν συχνά, είναι η πρόκληση συμπάθειας παριστάνοντας συνεχώς το θύμα.
Έτσι, δημιουργούν στους άλλους μια έντονη αίσθηση ανάγκης για φροντίδα και υποστήριξη. Σπάνια δίνουν οι ίδιοι τις δικές τους μάχες ή βγάζουν το φίδι από την τρύπα.
Το παράλογο είναι ότι όταν το κάνετε εσείς γι’ αυτούς (κάτι που ποτέ δεν θα ζητήσουν ευθέως) θα γυρίσουν και θα σας πουν ότι δεν ήθελαν ή δεν περίμεναν από εσάς να κάνετε τίποτα!

Προσπαθήστε να μην αγωνίζεστε εσείς για πράγματα που αφορούν άλλους ανθρώπους ή να βγάζετε το φίδι από την τρύπα για χάρη τους. Μια στρατηγική που μπορείτε να ακολουθήσετε είναι να τους πείτε ότι έχετε απόλυτη εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους κι ότι μπορούν να τα καταφέρουν μόνοι τους και στη συνέχεια να δείτε αντιδράσεις.

5. Είναι πάντα έμμεσος
Το άτομο που χειραγωγεί τους άλλους συναισθηματικά, παίζει βρώμικο παιχνίδι. Δεν αντιμετωπίζει τις καταστάσεις άμεσα. Μιλά σε άλλους πίσω από την πλάτη σας και τελικά τους βάζει να σας πουν εκείνοι ό,τι δεν κατάφερε ο ίδιος να σας πει.
Έχει παθητική επιθετική συμπεριφορά, δηλαδή βρίσκει ήπιους τρόπους για να σας πληροφορήσει ότι δεν είναι ευχαριστημένος. Θα σας πει αυτό που θέλετε να ακούσετε και στη συνέχεια θα κάνει τα πάντα για να το υπονομεύσει.
Παράδειγμα, μπορεί να παρουσιάζει μια συγκεκριμένη εικόνα στους φίλους ή ακόμα και στους γονείς σας, που θα τους κάνει (και θα πιστεύουν πραγματικά ότι είναι δική τους πρωτοβουλία) να έρθουν και να σας συμβουλεύσουν για τη σχέση σας.

Μπορείτε να μιλήσετε στο σύντροφό σας, λέγοντας για παράδειγμα: "Οι φίλοι μου με συμβούλευσαν για αυτά τα θέματα και επειδή εγώ δεν έχω δώσει μια τέτοια εικόνα για τη σχέση μας, θέλω να σε ρωτήσω ευθέως αν υπάρχει κάτι που θέλεις να μου πεις αλλά δεν το έχεις κάνει".
Το πιο πιθανό είναι ότι θα σας απαντήσει αρνητικά, αλλά με αυτόν τον τρόπο θα του καταστήστε σαφές πως καταλαβαίνετε τι συμβαίνει και το πιο πιθανό είναι ότι θα το κάνει ολοένα και λιγότερο.

6. Είναι πάντα το επίκεντρο
Έχετε εσείς πονοκέφαλο; Αυτός που ασκεί συναισθηματική χειραγώγηση στους άλλους έχει ημικρανία! Ασχέτως σε ποιά κατάσταση βρίσκεστε, το άτομο αυτό πιθανότατα έχει επίσης βρεθεί ή βρίσκεται τώρα εκεί –αλλά είναι 10 φορές χειρότερα από εσάς.
Είναι δύσκολο μετά από ένα χρονικό διάστημα να νιώθετε συναισθηματικά δεμένοι μαζί του, διότι έχει έναν τρόπο να παρεκτρέπεται και να βάζει και πάλι στο επίκεντρο τον εαυτό του.

Αν του κάνετε παρατήρηση για αυτή τη συμπεριφορά, κατά πάσα πιθανότητα θα πληγωθεί βαθιά ή θα θυμώσει και θα σας πει ότι φέρεστε εγωιστικά ή ακόμα θα ισχυριστεί ότι εσείς βρίσκεστε πάντα στο προσκήνιο. Το θέμα είναι ότι ακόμη και αν γνωρίζετε ότι αυτό δεν ισχύει, δεν μπορείτε να το αποδείξετε.
Μην κάνετε τον κόπο να λογομαχήσετε. Θα είστε σίγουρα οι χαμένοι…και οι ενοχοποιημένοι!

7. Δημιουργεί την ανάγκη στους άλλους να εκπληρώνουν τις δικές του ανάγκες
Το άτομο που χειραγωγεί τους άλλους συναισθηματικά, έχει κατά κάποιο τρόπο την ικανότητα να επηρεάζει την ατμόσφαιρα γύρω του. Όταν είναι λυπημένο ή θυμωμένο, οι υπόλοιποι με μια ενστικτώδη αντίδραση επιθυμούν να βρουν κάποιον τρόπο για να εξισορροπηθεί η ατμόσφαιρα.
Η συντομότερη μέθοδος είναι να τον κάνουν να αισθανθεί καλύτερα, λύνοντας οι ίδιοι τα προβλήματά του.

Αν συναναστραφείτε μαζί του για πολύ καιρό, θα αρχίσετε να βασανίζεστε κι εσείς και είναι πολύ πιθανό να ξεχάσετε ακόμα και τις δικές σας ανάγκες ανεξαρτήτως από το γεγονός ότι έχετε ακριβώς το ίδιο δικαίωμα να ικανοποιήσετε και τις δικές σας ανάγκες.

8. Δεν αναλαμβάνει ποτέ την ευθύνη
Το άτομο που χειραγωγεί τους άλλους συναισθηματικά δεν νιώθει καμία ανάγκη να λογοδοτήσει για οτιδήποτε. Δεν φέρει καμία ευθύνη για τον εαυτό του ή τη συμπεριφορά του – το πρόβλημα βρίσκεται πάντα σε αυτά που όλοι οι άλλοι «του έχουν κάνει».

Ένας από τους ευκολότερους τρόπους για να εντοπίσετε ανθρώπους με τέτοια νοοτροπία, είναι ότι συνήθως επιχειρούν να δημιουργήσουν οικειότητα με τους άλλους πολύ γρήγορα, αποκαλύπτοντας ιδιαίτερα προσωπικές πληροφορίες με σκοπό να τους κάνουν να νιώσουν συμπόνια.
Αρχικά μπορεί να θεωρήσετε ότι πρόκειται για ένα πολύ ευαίσθητο άτομο, συναισθηματικά ανοιχτό και ευάλωτο.

Τα περισσότερα από αυτά που διαβάσατε παραπάνω, συμβαίνουν ασυνείδητα και καθοδηγούνται από περίπλοκους μηχανισμούς.
Ο συναισθηματικός εκβιαστής δεν είναι ένας "κακός" άνθρωπος. Είναι ένας άνθρωπος που οδηγήθηκε να πιστεύει ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος επιβίωσης στην οικογένεια ή στην κοινωνία στην οποία μεγάλωσε.

Εάν φροντίσετε να ζείτε με επίγνωση και με αυτογνωσία, τότε θα εμβαθύνετε στις αιτίες που προκαλούν αυτές τις συμπεριφορές σε εσάς, στο σύντροφό σας, στους γονείς σας ή σε οποιονδήποτε άλλον, και θα μπορέσετε να τις θεραπεύσετε.
Γιατί στο τέλος, όλοι επιζητούμε το ίδιο πράγμα με διαφορετικούς τρόπους: Την αποδοχή και την αγάπη, πρωτίστως από τον εαυτό μας και έπειτα από τους άλλους.

Σημάδια ότι η σχέση σου οδηγείται σε χωρισμό




Η Χαρίκλεια Μανουσάκη, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας και Επικοινωνίας, απαντά σε ερωτήσεις για τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις


Ποιες είναι οι προσδοκίες των συντρόφων κατά την εκκίνηση του στενού διαπροσωπικού δεσμού;
Στο στενό διαπροσωπικό δεσμό, ο κάθε σύντροφος επιθυμεί να βιώσει μία συναισθηματική εμπειρία που θα ξεκινήσει με την ερωτική έλξη και με την πάροδο του χρόνου θα αποτελέσει πηγή παρηγοριάς, στήριξης και στοργικότητας.
Σε έναν ασφαλή συναισθηματικό δεσμό, οι ανάγκες κάθε συντρόφου εκφράζονται και ικανοποιούνται, ώστε μέσα από το συναισθηματικό μοίρασμα, οι σύντροφοι συγκροτούν ένα θετικά επενδεδυμένο «εμείς».
Η καλή επικοινωνία κι η αμοιβαία κατανόηση διευρύνουν το πεδίο συνάντησης των συντρόφων κι έτσι η έννοια της οικειότητας αποκτά ένα πρόσθετο νόημα όσον αφορά την αγάπη και τον έρωτα, ως μια διαδικασία ανάπτυξης ασφαλούς συναισθηματικού δεσμού μεταξύ των συντρόφων.

Ποιοι παράγοντες οδηγούν στον κλονισμό ενός ερωτικού δεσμού;
Είναι δύσκολο να δοθεί μία ολοκληρωμένη και πλήρης απάντηση, λόγω της ποικιλίας των συναισθημάτων που βιώνουν οι σύντροφοι στον ερωτικό δεσμό.
Οι παράγοντες που οδηγούν στον κλονισμό μίας σχέσης έχουν, πρωτίστως, να κάνουν με την έλλειψη ή τη δυσκολία στην επικοινωνία (π.χ. απών, αμέτοχος, επικριτικός σύντροφος κ.α.).
Από μόνη της η μειωμένη επικοινωνία οδηγεί στη συναισθηματική απομάκρυνση των συντρόφων και καθώς δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες τους, ξεκινούν να επιρρίπτουν ευθύνες και να αποδοκιμάζουν ο ένας στον άλλον.
Αυτό, συνεπάγεται την εστίαση στα αρνητικά σημεία των συντρόφων, εγκλωβίζοντας τη σχέση σε επαναλαμβανόμενους αρνητικούς κύκλους, που εάν χρονίσουν, θα μειώσουν την ικανοποίηση και το νόημα της ερωτικής σχέσης.

Μπορεί να ανατραπεί το αρνητικό κλίμα σε μία σχέση;
Τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς που χρειάζονται να διαπνέουν τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, είναι η αμοιβαία κατανόηση, η ευαισθησία, η ανταπόκριση, η διαπραγματευτική ικανότητα στην ανάγκη για ατομικότητα, χαρακτηριστικά παρόμοια με εκείνα που δημιουργούν έναν ασφαλή συναισθηματικό δεσμό.
Αυτού του είδους η συμπεριφορά, βρίσκεται στον κύκλο της καλής διαπροσωπικής επικοινωνίας, ενώ η έλλειψη της μπορεί να οδηγήσει σε ανικανοποίητες ανάγκες για εγγύτητα κι ασφάλεια.
Ο δεσμός που είναι οργανωμένος με σταθερό, προβλέψιμο, κατανοητό και στοργικό συναισθηματικό τόνο, έχει θετικό αντίκτυπο στο ζευγάρι, καθώς προάγει και καλύπτει τις συναισθηματικές ανάγκες των συντρόφων.
Θα ήταν καλό κάθε σύντροφος να επενδύει θετικά στη σχέση, εκφράζοντας τρυφερά την φροντίδα, την προσοχή και το ενδιαφέρον του, επικοινωνώντας σωματικά τη στοργή του και υποστηρίζοντας κοινωνικά τον σύντροφο του.

Πού έχει τις ρίζες της η αρνητική συμπεριφορά ανάμεσα σε δύο συντρόφους;
Κυρίως στην βρεφική ηλικία: όταν ο συναισθηματικός δεσμός παιδιού και του προσώπου φροντίδας (συνήθως της μητέρας) είναι ασφαλής, αυτό έχει θετικές επιδράσεις στη γενικότερη συναισθηματική και κοινωνική του πορεία κι ανάπτυξη.
Τα παιδιά με ασφαλή δεσμό διαθέτουν συναισθήματα εσωτερικής ασφάλειας, έχουν περισσότερες κοινωνικές δεξιότητες και ικανότητα προσέγγισης άλλων προσώπων.
Αντίθετα, όταν ο συναισθηματικός δεσμός βρέφους και προσώπου φροντίδας είναι ανασφαλής, αυτό αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, ενώ στις διαπροσωπικές του σχέσεις έχει δυσκολίες, λόγω των τάσεων εκδήλωσης θυμού ή/και φόβου απέναντι σε άλλους ανθρώπους.
Επιπλέον, οι πρώιμες εμπειρίες ενός παιδιού, δημιουργούν και διαμορφώνουν τα νευρωνικά κυκλώματα που ρυθμίζουν τη συγκίνηση, τη συμπεριφορά, τη διαπροσωπική σύνδεση, τη μνήμη και τη μάθηση.
Οι επαναλαμβανόμενες, συνεπώς, εμπειρίες ενός βρέφους επιδρούν στην ανάπτυξη περιοχών και δομών του εγκεφάλου, σημαντικών για τη ρύθμιση της διάθεσης και της συμπεριφοράς.
Ο εγκέφαλος, με τις ρυθμιστικές του λειτουργίες, εμπλέκεται σε ένα σύστημα κοινωνικής συναλλαγής με το περιβάλλον.
Οι αλληλεπιδράσεις των πρώτων χρόνων ζωής προδιαγράφουν την ικανότητα του βρέφους να ρυθμίζει τον εαυτό του σε περίπτωση αναστάτωσης (αυτορρύθμιση), ενορχηστρώνοντας τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις του στα διάφορα ερεθίσματα.

Συμπερασματικά, οι επαναλαμβανόμενες θετικές κι αρνητικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, διαμορφώνουν τις νοητικές εκείνες αναπαραστάσεις που αργότερα αποτελούν τη βάση της ενδογενούς μνήμης, διαμορφώνουν την αντίληψη του εαυτού και καλλιεργούν αξίες και ιδανικά, καθώς και τον τρόπο που συνδεόμαστε με το περιβάλλον και τους άλλους ανθρώπους.

Πώς, λοιπόν, επηρεάζεται θετικά η επίγνωση του εαυτού, ώστε να στηριχθεί η βιωσιμότητα μίας σχέσης;
Με το να ζούμε στο παρόν, χωρίς εναγκαλισμούς με το παρελθόν και χωρίς ανάγκη για πρόγνωση του μέλλοντος.
Με το να παρατηρούμε ήρεμα κι αντικειμενικά την εμπειρία του «εδώ και τώρα», με το να είμαστε σε επαφή με την πραγματικότητα και με το να μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στις εσωτερικές μας διεργασίες, σκέψεις, αναμνήσεις, καθώς και τις πληροφορίες που προέρχονται από το περιβάλλον μας.
Η ήρεμη παρατήρηση, μας βοηθά στη διαδικασία ανάγνωσης και ενεργητικής συμμετοχής στην εμπειρία των σχέσεών μας, επιτρέποντας τη συνειδητότητα και την ενσυναίσθηση.
Ακόμα κι όταν τραυματικές εμπειρίες εμποδίζουν την έμφυτη προδιάθεση μας για ολοκλήρωση του εαυτού μας, μπορούμε, εστιάζοντας στο παρόν να ανακαλύψουμε τα ψυχικά εκείνα μονοπάτια που θα μας επιτρέψουν τη θετική ανάπτυξη κι εξέλιξη του εαυτού και του συντρόφου μας.

Το κλειδί για υγιείς στενές διαπροσωπικές σχέσεις, είναι η διατήρηση και βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των συντρόφων, ώστε να εντοπιστεί ο αρνητικός, φαύλος, κύκλος που ανατροφοδοτεί το πρόβλημα, ώστε το ζευγάρι, απελευθερωμένο από αυτόν θα οδηγηθεί στη θετική συνύπαρξη.
Όταν η συμμαχία ενός ζεύγους είναι εδραιωμένη, μπορούν να διερευνηθούν εις βάθος, οι δυναμικές της σχέσης, η εξέλιξη της στο χρόνο, η οπτική με την οποία οπτική βιώνουν την καθημερινή πραγματικότητα κι οι εξωγενείς παράγοντες που τείνουν να δημιουργούν συγκρούσεις.

Η καλή επικοινωνία, βοηθά στην εδραίωση ενός κλίματος εμπιστοσύνης που καλλιεργεί τη συναισθηματική ανθεκτικότητα εκάστοτε συντρόφου, με σκοπό να παραμείνει κοινωνός στη διεργασία της συζήτησης και στην εξερεύνηση ζητημάτων και προβλημάτων που τυχόν υφίστανται στο πλαίσιο της σχέσης.
Ο διάλογος, γύρω από καθημερινές φροντίδες, μπορεί να αποτελέσει πηγή οικειότητας κι επαφής, βοηθώντας το ζευγάρι να αντιμετωπίσει από κοινού εμπόδια με θετικό τρόπο, θρέφοντας τη σχέση, την προσιτότητα, την κατανόηση και την ανταπόκριση.

Η σχέση σε νέα θεμέλια, γίνεται ασφαλές καταφύγιο, αλλά και αφετηρία για τη διαχείριση προβλημάτων και για μία ευτυχισμένη κοινή πορεία στο μέλλον.

7 πράγματα που μου έμαθε ο Καβάφης για τη ζωή 06/10/2014




Γράφει η Λουκία Μητσάκου.


Αν σήμερα θεωρούμε την ποιητική αξία του Κωνσταντίνου Καβάφη κάτι το δεδομένο, αυτό δεν ίσχυε πάντα.
Τον κατέκριναν, τον χλεύασαν σε μεγάλο βαθμό, τον παρώδησαν και πολλοί προσπάθησαν να αποδείξουν πως όσα έγραφε «δεν συνιστούσαν ποίηση». Και αυτό συνέβαινε όχι μόνο όσο ζούσε, αλλά και μετά το θάνατό του.

Δεν έχει υπάρξει και ελπίζω να μην υπάρξει πιο «κακοποιημένος» ποιητής από τους αναγνώστες και κάποιους εκπαιδευτικούς - εξεταστές, από τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
Είναι ο ποιητής που έχει διαβαστεί αποσπασματικά όσο κανένας άλλος, που έχει αναλυθεί κατά λέξη όσο κανένας άλλος- σε τέτοιο βαθμό που χάνεται ολότελα το νόημά του, σε τέτοιο βαθμό που οτιδήποτε ζωντανό μέσα του ασφυκτιά και πεθαίνει.
Είναι αυτός που όλοι έχουμε διαβάσει δίστιχά του χωρίς να γνωρίζουμε το συγκείμενο (το context) και –όπως είναι μαθηματικά λογικό και αναμενόμενο- βγάλαμε βεβιασμένα συμπεράσματα.
Το «τι θέλει να πει ο ποιητής», κυρίες και κύριοι, δεν είναι ποτέ ο αυτοσκοπός και –ευτυχώς- δεν υπάρχει σωστή απάντηση.

Πρώτον, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θέλει να πει ο ποιητής γιατί δεν τον έχεις μπροστά σου να τον ρωτήσεις και να σου απαντήσει. Το να μαντεύει ο καθένας τι μπορεί να είχε στο μυαλό του ο Καβάφης και να θέτει την εικασία του ως δεδομένο και απαράβατο κανόνα, είναι ακριβώς το αντίθετο από τον ίδιο το σκοπό της Ποίησης.
Το να ζητείται από τον κάθε μαθητή- σπουδαστή- φοιτητή να μάθει απ’ έξω την προσωπική θεωρία του οποιουδήποτε -κατά τ’άλλα πολυδιαβασμένου και μορφωμένου ερευνητή- και να είναι σε θέση να την αναπαράγει κατά λέξη, είναι για μένα, έγκλημα.

Επίσης, ένα ποίημα είναι –ευτυχώς και πάλι- κάτι πολύ προσωπικό και εξατομικευμένο και λέει άλλα πράγματα στον καθένα ανάλογα με την ηλικία του, το χαρακτήρα του, τα βιώματά του, τα όνειρά του, τους εφιάλτες του, τις εμμονές του, το βλέμμα του, τον τρόπο που αγγίζει, τον τρόπο που μυρίζει.
Ένα ποίημα μού λέει άλλα πράγματα από αυτά που λέει σε σένα και λέει άλλα πράγματα σε μένα στα 20 και άλλα στα 30 μου.
Ακριβώς εκεί έγκειται και η ομορφιά του.
Ας μάθουμε επιτέλους στους ανθρώπους να σκέφτονται και όχι τι να σκέφτονται.


7 πράγματα που μου έμαθε ο Καβάφης για τη ζωή


1. Το φόβο σου μόνο εσύ μπορείς να τον θρέψεις και μόνο εσύ μπορείς να τον καταστρέψεις.
Τα τέρατα ζουν μέσα σου και στο χέρι σου είναι μόνο αν θα τα αφήσεις να μεγαλώσουν ή όχι. Ή, όπως λέει και ο Καβάφης, «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου».

2. Οι άνθρωποι που έχεις δίπλα σου να είναι λίγοι και καλοί.
Μην αναλώνεσαι με ανθρώπους που σε κάνουν να νιώθεις άσχημα, που σε μειώνουν, που δεν θέλουν το καλό σου, που δεν ξέρουν να δίνουν. Μην εξαντλείσαι «μέσα στην πολλή συνάφεια του κόσμου».

3. Αυτά που δεν λες, αυτά που δεν ζεις, αυτά που δεν θες να παραδεχθείς ούτε στον εαυτό σου, τα απωθημένα και τα καταπιεσμένα σου ένστικτα είναι αυτά που θα έρθουν μια μέρα και θα σε εκδικηθούν, θα σε πνίξουν.
Μην καταπιέζεις τον εαυτό σου, μη δημιουργείς αδιέξοδα εκεί που δεν υπάρχουν. Ζήσε.

4. Πόθος. Έρωτας. Σεξ. Αγάπη. Οι μεγαλύτερες κινητήριες δυνάμεις. Απόλαυσέ τες.

5. Δεν έχουν σημασία μόνο αυτά που ζήσαμε. Ίσως μεγαλύτερη σημασία έχουν αυτά που δεν ζήσαμε.
Οι έρωτες οι ανεκπλήρωτοι, όλα τα «σ αγαπώ» που τσιγκουνευτήκαμε, όλα τα σώματα που αγγίξαμε μόνο νοητά, όλα τα χείλη που ονειρευτήκαμε αλλά φοβηθήκαμε να φιλήσουμε.
Ίσως τα «όχι» μας μας έκαναν αυτό που είμαστε, όχι τα «ναι» μας. Ίσως.

6. Ό,τι αρχίζει, θα τελειώσει. Ό,τι δεν αρχίσει δεν θα τελειώσει και ποτέ.
Έρωτας δεν είναι μόνο ό,τι εκπληρώθηκε- είναι και ό,τι πόθησες.
Ίσως γι’ αυτό μας τρώνε για πάντα οι ανεκπλήρωτοι έρωτες. Δεν πεθαίνουν γιατί δεν κατάφεραν να γεννηθούν.

7. Το να παραδεχθούμε ότι κάτι πέθανε, ότι έκανε τον κύκλο του, ότι δεν είναι πια ό,τι ήταν, ότι το χάσαμε για πάντα, δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Η μόνη λύση είναι, όμως, να αποχαιρετήσεις αυτό που φεύγει «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος».
Τουλάχιστον «σαν». Μέχρι να γίνεις θαρραλέος.




Τα χαρακτηριστικά του ιδανικού ανθρώπου, κατά τον Αριστοτέλη




Ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός ιδανικού ανθρώπου ή Υπερανθρώπου, κατά τον Αριστοτέλη;
Τα χαρακτηριστικά του Μεγαλόψυχου ανθρώπου όπως τον εννοεί;
Ιδού. Ίσως αναγνωρίσουμε σε κάποια τον εαυτό μας, αλλά οι περισσότεροι στα πιο πολλά, θα απέχουμε.

-Ο ιδανικός άνθρωπος δεν εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο για ασήμαντους λόγους, αφού ελάχιστα είναι τα πράγματα που θεωρεί πολύτιμα.
Όμως θα διακιν­δυνεύσει για έναν σημαντικό σκοπό, και θα είναι έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του, αφού πιστεύει ότι δεν αξίζει τον κόπο να προστατεύει κανείς τη ζωή του με οποιοδήποτε τίμημα.

-Του αρέσει να ευεργετεί, αλλά ντρέπεται να τον ευεργετούν, γιατί το πρώτο είναι ένδειξη ανωτερότητας και το δεύτερο κατωτερότητας.

-Δεν ανταγωνίζεται τους άλλους για τα κοινά αντικείμενα της φιλοδοξίας, ούτε πηγαίνει εκεί όπου άλλοι κατέχουν την πρώτη θέση.

-Πρέπει να εκδηλώνει ανοιχτά και την αγάπη και το μίσος, αφού η απόκρυψη δείχνει δειλία.

-Δεν μπορεί να αφήσει τη ζωή του να στρέφεται γύρω από κάποιον άλλο, εκτός αν είναι ένας φίλος, γιατί μια τέτοια συμπεριφορά θα ήταν δουλική.

-Σπάνια θαυμάζει κάτι, αφού τίποτα δεν είναι σπουδαίο γι’ αυτόν.

-Δεν είναι μνησίκακος, γιατί δεν είναι ένδειξη μεγαλόψυχου ανθρώπου το να θυμάται τις αδικίες που έχει υποστεί, αλλά το να τις παραβλέπει.

-Δεν μιλά για τους ανθρώπους, ούτε για τον εαυτό του, ούτε για τους άλλους, γιατί δεν επιθυμεί ούτε να επαινούν αυτόν ούτε να ψέγουν τους άλλους.
Και ο ίδιος ούτε επαινεί ούτε κακολογεί, ούτε καν τους εχθρούς του, παρά μόνο αν προσβληθεί.

-Για αναπόφευκτα ή ασήμαντα ζητήματα δεν διαμαρτύρεται, ούτε ζητά βοήθεια, αφού μόνο όποιος τα θεωρεί σημαντικά θα το έκανε.

-Η κίνησή του είναι αργή, και τα λόγια του μετρημένα.
Γιατί δεν βιάζεται αυτός που θεωρεί ελάχιστα ζητήματα σοβαρά, ούτε εξάπτεται εκείνος που τίποτα δεν θεωρεί σπουδαίο.
Στη βιασύνη και στην έξαψη οφείλονται η στριγκή φωνή και η βιασύνη.

-Υπομένει κάθε είδους ατυχίες με αξιοπρέπεια, και κάνει πάντα ό,τι καλύτερο μπορεί ανάλογα με τις συνθήκες, όπως ο ικανός στρατηγός χρησιμοποιεί με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τις δυνάμεις που έχει στη διάθεσή του.

-Είναι ο καλύτερος φίλος του εαυτού του και του αρέσει η απομόνωση, καθώς ο άνθρωπος χωρίς αρετή ή ικανότητες, είναι εχθρός του εαυτού του και φοβάται τη μοναξιά.


Ηθικά Νικομάχεια, χ, 7. Και iv3
Απόσπασμα από το βιβλίο του Will Durant "H περιπέτεια της φιλοσοφίας" .

Γιατί Αγαπώ περισσότερο από όσο Αγαπιέμαι;




Γράφει η Βιβή Φατούρου Ψυχολόγος.


Αν δεν αισθάνεστε έκπληξη ή αποτροπιασμό στην ιδέα ενός ανθρώπου, που σκέφτεται στα σοβαρά να αυτοκτονήσει επειδή το τηλεφώνημα που περιμένει δεν έρχεται, τότε, είτε έχετε υπερεμπλεκόμενο στυλ δεσμού, είτε μπορείτε να μπείτε στη θέση κάποιου που σχετίζεται με αυτό τον τρόπο.
 
Με εξαίρεση τους τυχερούς που μεγάλωσαν με ασφάλεια και τα πηγαίνουν μια χαρά στις σχέσεις τους (ασφαλές στυλ δεσμού), όσοι έχουν μεγαλώσει μέσα στην ανασφάλεια, έχουν υιοθετήσει κάποιους παράξενους ή ανορθόδοξους τρόπους να σχετίζονται με τους άλλους.  
 
Κάποιοι αποφεύγουν τις σχέσεις (απορριπτικό στυλ δεσμού), κάποιοι φοβούνται τις σχέσεις (φοβικό στυλ δεσμού) και κάποιοι άλλοι, που σκέφτονται να βλάψουν τον εαυτό τους επειδή εκείνος που αγαπούν δεν παίρνει τηλέφωνο, είναι άνθρωποι που ζουν και αναπνέουν για τις σχέσεις (υπερεμπλεκόμενο στυλ δεσμού).
  
 
Έχω κόλλημα με τις σχέσεις
Μιλάμε για πλήρη απορρόφηση στην ερωτική ζωή.
Ο υπερεμπλεκόμενος τύπος ξοδεύει πολλή ενέργεια σκεπτόμενος τη σχέση του ή, αν δεν έχει σχέση, περνάει πολύ χρόνο νιώθοντας μόνος και επιθυμώντας διακαώς να προσκολληθεί σε κάποιον.
Βιώνει τον έρωτα με έναν τρόπο εμμονικό – με υπερβολική εμπλοκή, μεγάλη επιθυμία ανταπόκρισης και ανεξέλεγκτη κτητικότητα.
Ο ακραίος συναισθηματισμός του φέρνει τους άλλους σε δύσκολη θέση, για παράδειγμα, όταν κλαίει δημοσίως ή όταν αλλάζει ριζικά διάθεση μέσα σε μια στιγμή.
 
 
Όταν γνωρίζει κάποιον, με το καλημέρα σχεδόν, αισθάνεται έτοιμος να δεσμευτεί. Εστιάζει στα κοινά στοιχεία παραβλέποντας πιθανές ασυμβατότητες και στη βιασύνη του να υπογράψει το συμβόλαιο, αποδέχεται εν λευκώ όλους τους όρους, ξεχνώντας να θέσει τους δικούς του.
 
Η σχέση γίνεται το κέντρο του κόσμου και όλα τα υπόλοιπα παύουν να έχουν σημασία.
Η ανάγκη για συνεχή αλληλεπίδραση με τον άλλο (επαφές, τηλεφωνήματα, μηνύματα, email, σήματα καπνού) είναι τόσο επιτακτική που η έλλειψή της τον κατακλύζει με άγχος. 
Όταν δεν είναι μαζί, μετρά τα λεπτά μέχρι την επόμενη συνάντηση, ενώ φροντίζει να υπάρχει πάντα κάτι προγραμματισμένο, γιατί δεν αντέχει να μην ξέρει πότε θα ξαναδεί τον άλλο.
 
Μειώνοντας την απόσταση καταφέρνει κάπως να κατευνάσει την αγωνία του, αλλά η δίψα του για οικειότητα είναι τόσο μεγάλη, που μοιάζει να μην ικανοποιείται ποτέ. Η παραμικρή κίνηση αυτονομίας τον απελπίζει και τον γυρίζει στο μηδέν.
 
Χρειάζομαι αποδείξεις αγάπης
Ποτέ δεν καταφέρνει να αισθανθεί ότι κάποιος τον αγαπά αληθινά.
Δεν μπορεί να το χωρέσει στο μυαλό του, και στην εικόνα που έχει για τον εαυτό του.
Αντίθετα, αισθάνεται ότι ο σύντροφός του δίνει μικρότερη αξία στη σχέση από ό,τι ο ίδιος και ανησυχεί ότι ο γρήγορος ρυθμός με τον οποίο θέλει να προχωρήσουν τα πράγματα, θα τρομάξει και θα διώξει τον άλλο.
 
Ο μεγαλύτερος φόβος του είναι ότι θα τον εγκαταλείψουν, γι’ αυτό ψάχνει με τις υπερευαίσθητες κεραίες του να εντοπίσει κάθε σημάδι δισταγμού ή απομάκρυνσης.
Μια μικρή αργοπορία σημαίνει ότι ο άλλος έφυγε για πάντα ή ότι βρήκε κάποιον άλλο. Μια μικρή αστοχία, για παράδειγμα ο άλλος δεν τηλεφώνησε όταν είπε ότι θα τηλεφωνήσει, ερμηνεύεται ως κοροϊδία και έλλειψη αγάπης.  
 
Κάθε συμπεριφορά, οσοδήποτε ασήμαντη ή άσχετη, είναι εν δυνάμει απειλητική για τη σχέση. Ακόμα και χωρίς στοιχεία, ο«υπερεμπλεκόμενος» τα παίρνει όλα προσωπικά και φέρνει την καταστροφή.
Αν τον βάλεις να διαλέξει ανάμεσα στα πιθανά σενάρια, με κλειστά τα μάτια θα διαλέξει το χειρότερο.
 
Το πρόβλημα πίσω από όλα αυτά είναι ότι έχει πολύ κακή εικόνα για τον εαυτό του και πολύ καλή εικόνα για τους άλλους. 
 
Για να νιώσει καλά, αναζητά απεγνωσμένα την αποδοχή τους, χωρίς όμως να τρέφει ελπίδες ότι θα την πάρει, γιατί πιστεύει ότι εκείνοι, ως καλύτεροι του, θα καταλάβουν πόσο ανάξιος είναι και θα τον απορρίψουν.
Με απλά λόγια, βρίσκεται στο έλεός τους. 
Η αγάπη τους σημαίνει ότι εκείνος αξίζει κάτι, γι’ αυτό κρεμιέται πάνω τους με τόση μανία και απόγνωση.
Γι’ αυτό τους ανεβάζει σε βάθρο, υποτιμώντας τον εαυτό του και τρέμοντας στην ιδέα ότι εκείνοι δεν θα ανταποκριθούν. Επειδή η αξία του εξαρτάται από εκείνους.

Κάνω τα πάντα για να αποτρέψω το τέλος
Πολύ συχνά, θυμίζει κακομαθημένο μωρό.
Ζητά επίμονα διαβεβαιώσεις ότι ο άλλος τον αγαπά κι ότι η σχέση δεν κινδυνεύει και μόλις τις πάρει ηρεμεί και είναι χαρούμενος.
Αν όμως δεν τις πάρει, αντιδρά με δυσφορία, οργή ή απέραντη θλίψη και μεταχειρίζεται κάθε μέσο προκειμένου να τις αποσπάσει, έστω με το ζόρι.
Στην ουσία εξασκεί το ταλέντο που ανέπτυξε μικρός: να βρίσκει χίλιους δυο ευφάνταστους τρόπους προκειμένου να αποσπάσει προσοχή από ανθρώπους που δεν την προσφέρουν απλόχερα.
 
Μπροστά στο σκοπό λοιπόν, που είναι η απόσπαση της προσοχής του άλλου (ακόμα και της αρνητικής), όλα τα μέσα είναι άγια: απόπειρες αποπλάνησης, πρόκληση ενοχών, κατηγορίες, εκβιασμοί και απειλές.
 
Κατά τη γνώμη του, αυτή η συμπεριφορά είναι απολύτως δικαιολογημένη.
Επειδή βάζει τη σχέση ως πρώτη προτεραιότητα και φέρεται ως αφοσιωμένος σύντροφος, θεωρεί ότι του οφείλεται το ίδιο επίπεδο αφοσίωσης.
Ξεχνάει ότι απαιτεί ανταπόκριση επιπέδου μακροχρόνιας σχέσης από έναν άνθρωπο που γνωρίζει μόλις μερικές εβδομάδες ή λίγους μήνες.
 
Σχεδόν πάντοτε εμφανίζεται διαφορά φάσης, επειδή ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να ακολουθήσουν τους ρυθμούς του. 
 Εκείνος απορεί που οι άλλοι δεν έχουν τη δική του ετοιμότητα. Δεν μπορεί να καταλάβει πώς του βάζουν όρια, τη στιγμή που ο ίδιος, όχι απλά δεν χρειάζεται όρια, αλλά το όνειρό του είναι η συγχώνευση. 
 
Θυμώνοντας με την έλλειψη συντονισμού, αρχίζει να κρατάει σκορ, με την ελπίδα να ισοφαρίσει, για παράδειγμα, λέγοντας ότι είναι απασχολημένος ενώ δεν είναι, καθυστερώντας επίτηδες να απαντήσει στα μηνύματα και περιμένοντας ο άλλος να κάνει την πρώτη κίνηση έπειτα από ένα τσακωμό. 
 
Αν με τα καμώματά του η σχέση διαλυθεί, νιώθει τόσο πιεστική την ανάγκη για αποκατάσταση της σύνδεσης, που είναι αδύνατον να μείνει με σταυρωμένα χέρια.  
 
Καταρχάς βάζει κάτω όλα τα στοιχεία και τα αναλύει διεξοδικά. Φέρνει στο μυαλό του την τελευταία ή τις τελευταίες συναντήσεις, τα μηνύματα και τα λόγια που αντηλλάγησαν και προσπαθεί να εντοπίσει το ακριβές σημείο όπου τα πράγματα πήραν το στραβό το δρόμο.
Οπλισμένος με αυτή τη γνώση, αναζητά συμβουλές από φίλους ή ψάχνει στο Internet με τη φράση-κλειδί «με άφησε, τι να κάνω;» και δοκιμάζει κάθε πιθανή στρατηγική χειρισμού επανασύνδεσης:
 
Να στείλω γράμμα λέγοντας ότι τον αγαπάω και ζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία; 
Να παραστήσω τον αδιάφορο, ώστε να νομίσει ότι τον ξεπέρασα;
Να βάλω κάποιον τρίτο να του μιλήσει; 
Να βγω με κάποιον άλλο για να τον κάνω να ζηλέψει; 
Να κόψω κάθε επικοινωνία ώστε να ανησυχήσει ότι με έχασε για πάντα; 
Να βάλω φωτιά στο αυτοκίνητό του; 
 
Εντάξει, το τελευταίο είναι τραβηγμένο, αλλά ένα μικρό ποσοστό «υπερεμπλεκόμενων», μάλλον θα το σκεφτεί και ένα ακόμα μικρότερο θα το κάνει κιόλας…
 
 
 
 
Στο τέλος όλοι με εγκαταλείπουν
Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντέχουν τη συμπεριφορά του και, αργά ή γρήγορα, τον εγκαταλείπουν.
Είναι η στιγμή βέβαια, που οι χειρότεροι φόβοι του επαληθεύονται στο ακέραιο.
 
Από τη μία το παίρνει όλο επάνω του και κατηγορεί τον εαυτό του κι από την άλλη κατηγορεί συλλήβδην το άλλο ή το ίδιο (αναλόγως) φύλο, για αναισθησία. 
Δεν συνειδητοποιεί ότι οι ελεγκτικές τάσεις του τρομάζουν και απωθούν τους ανθρώπους. Αναρωτιέται γιατί όλοι φεύγουν από κοντά του, χωρίς να εξετάσει αν έχουν λόγο να μείνουν. 
Είναι τόσο εγωκεντρικός, που δεν βλέπει τίποτα πέρα από τον εαυτό του. 
 
Αν νιώσει απειλή, αντιδρά σπασμωδικά σε αυτό που νιώθει κι όποιον πάρει ο χάρος. Δεν έχει την αυτοσυγκράτηση και υπομονή να εξετάσει τα δεδομένα πριν ενεργήσει. Ούτε λαμβάνει υπόψη του πού βρίσκεται το μυαλό του άλλου ή ποια είναι η συναισθηματική του κατάσταση - λειτουργεί αποκλειστικά με βάση το δικό του πλαίσιο αναφοράς. 
 
Λέει ότι αγαπάει, αλλά συχνά αυτό που νιώθει είναι συναισθηματική πείνα, όχι γνήσιο ενδιαφέρον. 
Αυτό που ζητά δεν είναι μια αληθινή σχέση με έναν αληθινό άνθρωπο, είναι μια σανίδα σωτηρίας.
 
Ναι, οι άλλοι τρέπονται σε φυγή. Όχι πάντα επειδή δεν αγαπούν, αλλά συχνά επειδή κουράζονται να τους αμφισβητούν και να μην εκτιμούν τα λίγα ή πολλά που προσφέρουν.
Χώρια που κάποιοι νιώθουν εξαπατημένοι.
 
Ο «υπερεμπλεκόμενος», ακολουθώντας τους «5, 10 ή 20 τρόπους να τον κάνετε να σας ερωτευτεί» παρουσιάζει τον εαυτό του με παραπλανητικό τρόπο.
Όταν επιτέλους εμφανίζεται ο πραγματικός του εαυτός, οι άλλοι μένουν να αναρωτιούνται πού πήγε ο ήρεμος και γεμάτος αυτοπεποίθηση άνθρωπος, που γνώρισαν στην αρχή.
 
Η ακόμα μεγαλύτερη ειρωνεία είναι ότι, παριστάνοντας τον άνετο ο «υπερεμπλεκόμενος», θέλοντας και μη, γίνεται πόλος έλξης για τον πιο επικίνδυνο «εχθρό» του: τον γοητευτικό αλλά απόμακρο «απορριπτικό».
 
ΓΙΑΤΙ ΘΕΛΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΘΕΛΕΙ;
Η συνάντηση εκείνου που αποφεύγει την οικειότητα («απορριπτικός») με εκείνον που λαχταρά την οικειότητα («υπερεμπλεκόμενος»), θυμίζει ηλεκτρική εκκένωση. 
Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που τα αντίθετα όντως έλκονται. Πολύ. 
 
Ο «απορριπτικός» το ξέρει το παιχνίδι. Δείχνει στον «υπερεμπλεκόμενο» λίγη προσοχή, ίσα για να τον ιντριγκάρει και μετά, συνεπής στη «φύση» του, αρνείται να παίξει μπάλα.
Ο «υπερεμπλεκόμενος», διψασμένος καθώς είναι για προσοχή, τσιμπάει ευχαρίστως το δόλωμα και, ελλείψει συμπαίκτη, παίζει μπάλα μόνος του. 
 
Μοιάζει παράλογη επιλογή αλλά δεν είναι. 
Όπως όλοι διαλέγουμε για σύντροφο εκείνον που πιστεύουμε ότι μας αξίζει, έτσι και ο «υπερεμπλεκόμενος», πιστεύοντας ότι δεν αξίζει και πολλά, διαλέγει τον «απορριπτικό», για να του επιβεβαιώσει ακριβώς αυτή την εικόνα.
 
Έχετε δει παίκτη να τραβάει με μανία το μοχλό στα φρουτάκια;
Είναι ακριβώς η ίδια εξάρτηση που προκαλεί η μία-ζέστη-μία-κρύο συμπεριφορά του «απορριπτικού» στον «υπερεμπλεκόμενο».
Το μηχάνημα κάποια στιγμή δίνει λεφτά και ο «απορριπτικός» κάποια στιγμή ενδίδει.
Οι εθισμένοι (παίκτης και «υπερεμπλεκόμενος») συνεχίζουν να προσπαθούν μανιωδώς, γιατί ξέρουν ότι αν δεν κάτσει με την πρώτη, πού θα πάει, στη δέκατη ή στην εκατοστή, θα κάτσει.
 
Ο «υπερεμπλεκόμενος» έχει ζήσει πολλές φορές αυτό το σενάριο κι είναι μαθημένος στις απογοητεύσεις.
Ξέρει ότι πρέπει να περιμένει για να πάρει την ανταμοιβή του. Η λαχτάρα να αποκτήσει κάτι, έχει φτάσει να είναι περισσότερο απολαυστική κι από την ίδια την κατάκτηση. 
 
Τι κι αν ο «απορριπτικός» προκειμένου να αποφύγει την οικειότητα τον χτυπάει εκεί που πονάει, κατηγορώντας τον ότι τον πιέζει με τη συμπεριφορά του; 
Ο «υπερεμπλεκόμενος» δεν έχει κανένα λόγο να πάψει να τον κυνηγάει, γιατί μαζί του βρίσκεται στο στοιχείο του: η ζωή έχει ταλαιπωρία μεν, αλλά κυλάει κανονικά, στους «ασφαλείς» και «βολικούς» ρυθμούς της.
 
Κι επίσης, μπορεί να κοιμάται ήσυχος ότι όλα τα αρνητικά που πιστεύει για τον εαυτό του είναι, τελικά, αλήθεια.
 
ΠΩΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΝΑ ΘΕΛΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΜΕ ΘΕΛΕΙ;
Αν αποφάσιζε να δώσει μία ευκαιρία σε εκείνον τον διαθέσιμο αλλά «βαρετό» τύπο που σνομπάρει, ο «υπερεμπλεκόμενος» θα μπορούσε ίσως να «ανέβει» επίπεδο.
Αν καταλάβαινε ότι, η μανία του να καλύψει το κενό που δημιουργεί η απόσταση του «απορριπτικού», δεν είναι ένδειξη αληθινής αγάπης, αλλά η ανασφάλειά του εν δράσει, θα μπορούσε ίσως να δοκιμάσει νέους τρόπους.

Ο «βαρετός» αλλά «ασφαλής» τύπος μπορεί να μην προκαλεί σπίθες, αλλά είναι ο μόνος που μπορεί να πει «μείνε», όταν ο «υπερεμπλεκόμενος» μέσα στον πανικό του απειλεί ψέματα ότι θα φύγει.
Είναι ο μόνος που έχει τη σιγουριά και ίσως την υπομονή, να μη μασήσει με τα παιχνίδια του.
Γιατί φυσικά, ο «υπερεμπλεκόμενος», πιστός στο πρόγραμμά του, θα προσπαθήσει με μεγάλη επιμέλεια και, συχνά, με επιτυχία, να κάνει τον «ασφαλή» τύπο να πάρει απόσταση, δηλαδή να φερθεί ως «απορριπτικός»!

Πάντως για να το κάνω ακόμα πιο δύσκολο, όλα αυτά, αν συμβούν, θα συμβούν κόντρα στις πιθανότητες.
Εκεί έξω, στην «αγορά», το ποσοστό των «απορριπτικών» είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο των «ασφαλών».
Οι «ασφαλείς» κάνουν σχέσεις μεταξύ τους και βγαίνουν γρήγορα εκτός «αγοράς», ενώ οι «απορριπτικοί», με κάποια διαλλείματα «αποτυχημένων» σχέσεων, τον περισσότερο καιρό είναι μόνοι.
Με άλλα λόγια, αφού μιλάμε με τους σκληρούς όρους της αγοράς, τα καλά κομμάτια φεύγουν πρώτα, ενώ τα σκάρτα ή ελαττωματικά μένουν απούλητα ή επιστρέφονται.
   
ΤΕΛΙΚΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΘΩ ΝΑ ΑΓΑΠΑΩ ΛΙΓΟΤΕΡΟ; 
Νομίζω ότι αυτό που «πρέπει» να κάνει ο «υπερεμπλεκόμενος», είναι να μάθει να αγαπάει περισσότερο τον εαυτό του και λιγότερο τους άλλους. Για αρχή τουλάχιστον, μέχρι να βρει μια ισορροπία.
Κι ακόμα, θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο το νόημα της ζωής να βρίσκεται και κάπου αλλού, εκτός από τις προσωπικές σχέσεις.

Αν, τώρα, σχετιζόμαστε με έναν τέτοιο τύπο και νιώθουμε να ασφυκτιούμε μαζί του, καλό θα ήταν να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας το λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε σ’ αυτή τη σχέση. Αν μένουμε και συντηρούμε την εξάρτησή του επειδή έχουμε ανάγκη την ανασφάλειά του για να νιώσουμε ασφαλείς, θα πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά τι σημαίνει αυτό για εμάς.
 
Το θέμα είναι ότι, είτε είμαστε «υπερεμπλεκόμενοι», είτε όχι, είναι λογικό να έχουμε ανάγκες και δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε γι’ αυτές. Όσο κι αν κάποιοι για τους δικούς τους λόγους προτιμούν να πιστεύουμε το αντίθετο, δεν είναι παράλογο να χρειαζόμαστε οικειότητα και ασφάλεια.  
 
Να θυμάστε: Αν κάποιος σας κατηγορήσει ότι τον πιέζετε με τις υπερβολικές αντιδράσεις και απαιτήσεις σας, πριν πέσετε στην παγίδα να τα βάλετε με τον εαυτό σας και το υπερεμπλεκόμενο στυλ δεσμού σας, βεβαιωθείτε πρώτα ότι δεν είναι κόλπο…

Ο εγωισμός που κρύβεται στο «σεβάσου τις επιλογές μου» 13/11/2013 - Αλεξιάννα Τσότσου




Το πρόβλημα με τις σχέσεις στην εποχή μας -θα το πω κι ας ακούγεται κοινότυπο- είναι ο εγωισμός.

Γιατί στην εποχή μας;
Γιατί τώρα είναι που το να θέτεις τον εαυτό σου στο επίκεντρο, έχει αναχθεί σε υπέρτατη αξία, που το άτομο έχει θεοποιηθεί εις βάρος του συλλογικού.
Ως αντίδραση σε παλαιότερες κοινωνικές καταστάσεις, όπου οι ατομικές επιθυμίες όφειλαν να θυσιάζονται για χάρη της ομάδας, της οικογένειας, της κοινωνίας, η εποχή μας έχει θεσπίσει ως απαράβατο κανόνα πως ο καθένας πρέπει να κοιτάζει τον εαυτό του είτε αυτό σημαίνει πως δεν ανακατεύεται με τις ζωές των άλλων είτε -και κατά συνέπεια- πως κανένας δεν έχει το δικαίωμα να του καταστείλει τα "θέλω" του.

Σωστό.
Απλώς όλη αυτή η λογική διαστρεβλώνεται συχνά στο μυαλό μας, με αποτέλεσμα να εισερχόμαστε στις σχέσεις μας με τους υπόλοιπους ανθρώπους, έχοντας τη λογική πως πρέπει πάντα να περνάει το δικό μας, πρέπει τα πράγματα πάντα να γίνονται όπως τα θέλουμε, διαφορετικά καταπιεζόμαστε και τελικά χαραμιζόμαστε.
Η υποχώρηση έχει θεωρηθεί παράλογη αυτοθυσία και η ανιδιοτέλεια επικίνδυνο φλερτάρισμα με τη θυματοποίηση του ατόμου μας.
           
Κάπως έτσι, το ότι μπορεί να είσαι απλά εγωιστής, περνάει απαρατήρητο.
Χάνεται μέσα στη θολή αντίληψη πως πρέπει να παλεύεις για το δίκιο σου, να διεκδικείς τους στόχους σου.
Και σου δίνει μια ωραιότατη δικαιολογία κάθε φορά που παλεύεις, όχι για το δίκιο σου, μα για την άποψή σου, που τυχαίνει να είναι άδικη.
Σου προσφέρει ένα τέλειο άλλοθι κάθε φορά που διεκδικείς, όχι τους στόχους σου, αλλά το δικαίωμά σου να ανάγεις σε μοναδικό στόχο το να επιβάλεις πάντα τη δική σου θέληση.

Μπερδεύεις τον εγωισμό με την καλώς εννοούμενη προσπάθεια να πετύχεις, με την απαίτηση να σε σέβονται και να σε υπολογίζουν. Μα ο εγωισμός δεν είναι ποτέ κάτι καλό.
Μπορεί να έχει ως αφετηρία τα παραπάνω καλά στοιχεία, όμως τα τραβάει ως ένα επικίνδυνο σημείο.
Στο σημείο που γίνεται αυτοσκοπός το να περάσει το δικό σου, όποιο κι αν είναι αυτό, ακόμα κι αν εσύ ο ίδιος ενδόμυχα ξέρεις πως είναι λάθος.
Στο σημείο που γίνεται ύψιστη ανάγκη να περιστρέφονται όλα γύρω σου, ακόμα κι όταν δεν πρέπει, ακόμα κι όταν δεν χρειάζεται.
              
Το πρόβλημα με τον εγωισμό είναι ακριβώς αυτό, πως ποτέ δεν εμφανίζεται με το πραγματικό του πρόσωπο, ως αυτό που είναι, ένα ελάττωμα.
Ελαττώματα όλοι έχουμε, μα ξέρουμε ότι τα έχουμε.
Ο θυμός για παράδειγμα, δεν μπορεί να κρυφτεί.
Αν έχεις νεύρα συνεχώς, καταλαβαίνεις ότι είσαι οξύθυμος κι αποφασίζεις αν θες να κάνεις κάτι για να το καταπολεμήσεις.

Ο εγωισμός κρύβεται πάντα.
Μεταμφιέζεται ως αίτημα κατανόησης, τρυφερότητας, ως αποτέλεσμα της κακής συμπεριφοράς του άλλου.
Ο εγωιστής άνθρωπος νομίζει πως δεν φταίει ποτέ, πως ποτέ δεν ζητάει κάτι παράλογο.
Θα σου πει ότι ζητάει απλώς προσοχή, αγάπη, αποδείξεις για όλα αυτά, συνεχείς, μεγάλες αποδείξεις, που πρέπει να έρχονται πάντα τη στιγμή που το θέλει ο ίδιος.
Διαφορετικά φταίει ο άλλος που δεν του τις δίνει, που δεν τον αγαπάει, που σκέφτεται μόνο τον εαυτό του.

Πιστεύω πως το μεγαλύτερο βήμα για να νικήσουμε αυτό το τέρας -γιατί αν βρεις κάποιον πρόθυμο να σου θρέφει τον εγωισμό, αυτός πράγματι μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι πολύ καταστροφικό- είναι να συνειδητοποιήσουμε πως συμβαίνει και σε μας.
Εκτός από ακραίες περιπτώσεις, δεν νομίζω πως κανείς θέλει να φέρεται έτσι σε έναν άνθρωπο που αγαπάει.
Απλώς δεν έχει καταλάβει ότι αυτή η συμπεριφορά είναι απόρροια ενός δικού του ελαττώματος και όχι κάποιου προβλήματος από την πλευρά του άλλου.

Λεπτή γραμμή χωρίζει τις καταστάσεις που πράγματι έχεις δίκιο και πρέπει να μείνεις ανυποχώρητος από αυτές που το να υποχωρήσεις είναι δείγμα μεγαλοσύνης και αναγνώρισης των λαθών σου.
Στις παλαιότερες κοινωνίες και οικογένειες, έφταιγε πάντα η γυναίκα και τελείωνε η υπόθεση.
Στην εποχή μας, όμως, την πιο δύσκολη ως προς αυτό, μα και την πιο δίκαια και ισότιμη, η αναζήτηση της χρυσής ισορροπίας ξεκινάει πάντα από την αρχή κι είναι μια επίπονη διαδικασία.

Δυστυχώς κάπου σε αυτή την πορεία χάνουμε συνήθως τα βήματά μας.

Ξέρεις να αναγνωρίζεις τους εγωιστές ανθρώπους;

Τι είναι οι εγωιστές; Κάποτε μου είπε κάποιος ότι εγωιστής είναι αυτός που νομίζει ότι τα πάντα κινούνται γύρω από τον εαυτό του…
Απόσπασμα από το σύγγραμμα του ψυχοθεραπευτή, Χόρχε Μπουκάι, από τον Εγωισμό στην Αυτοεκτίμηση
Λάθος. Αυτός είναι ο εγωκεντρικός. Ο εγωιστής είναι εγωκεντρικός. Ο εγωκεντρικός είναι εγωιστής; Αυτό προς το παρόν δεν το ξέρω. Και αυτός που μπορεί να σκέφτεται το σύμπαν μόνο σε σχέση με τον ίδιο, για να είμαστε ακριβείς δεν είναι εγωιστής αλλά σοψονιστής (θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος δεν υπάρχει στην πραγματικότητα  παρά μόνο στη συνείδηση του υποκειμένου). Και αυτός που δεν ξέρει να μοιράζεται είναι τσιγκούνης. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως όλοι αυτοί είναι εγωιστές.
Οι τσιγκούνηδες, οι φιλάργυροι, οι αναίσθητοι, οι αντικοινωνικοί είναι εγωπαθείς. Ίσως ο ορισμός του εγωιστή να είναι εκείνο που αποκαλώ το αντίθετο του αλτρουισμού. Από ετυμολογική άποψη, εγωισμός σημαίνει αγάπη για το εγώ κάτι που κάνει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο να προτιμά τον εαυτό του από άλλους. Αυτό προϋποθέτει αγάπη, ενίοτε πολύ μεγάλη κάποιου προς τον ίδιο αλλά γιατί αυτό πρέπει να είναι κακό; Γιατί άραγε να είναι κακό να αγαπώ πάρα πολύ τον εαυτό μου;
Ορισμένοι πιστεύουν πως αν κάποιος αγαπάει πολύ τον εαυτό του δεν αγαπάει τους άλλους. Πρέπει να πω ότι αυτή η άποψη αν και είναι αρκετά διαδεδομένη δεν παύει να είναι αστεία. Ο λόγος είναι ότι ξεκινά από την υπόθεση πως η ικανότητα να αγαπάει κανείς είναι περιορισμένη σαν να υπήρχε ένας μέσος όρος αγάπης. Δεν υπάρχει αγάπη για τον άλλον που δεν ξεκινάει από την αγάπη για τον εαυτό μας. Όποιος λέει ότι αγαπάει πολύ τους άλλους αλλά όχι τον εαυτό του λέει ψέματα σε ένα από τα δυο: Ή στο ότι ααγαπά πολύ τον υπόλοιπο κόσμο ή στο ότι δεν αγαπά πολύ τον ίδιο.
Εκπλήσσομαι όταν βλέπω πω ο κόσμος θυμώνει με αυτό το θέμα. Όλοι ξέρουν πως είναι σωστό αυτό που λέω αλλά έρχεται σε τόση μεγάλη αντίθεση με αυτά που μάθαμε που μας φαίνεται απαράδεκτο. Αλλά θα πρέπει να δεχτούμε και το ότι υπάρχουν τουλάχιστον δυο είδη εγωισμού: Ένας υγιής εγωισμός που μπορούν να έχουν οι υγιείς άνθρωποι και ένας παθολογικός εγωισμός που χαρακτηρίζει τους σκληρούς αυταρχικούς και μνησίκακους ανθρώπους.
Όταν έχω σχέση με τη γυναίκα μου πραγματικά ένα από τα άτομα που με ενδιαφέρουν περισσότερο στον κόσμο – θα έπρεπε να σιαθάνομαι την υποχρέωση να την αγαπάω πιο πολύ και από εμένα; Για σκέψου! Και πρώτα από όλα, γιατί είμαι μαζί της; Γιατί ζούμε μαζί; Ξέρω καλά τι αντιπροσωπεύει η σχέση μας για μένα αισθάνομαι πόση σημασία έχει να με αγαπάει και νιώθω την τεράστια ενέργεια που εκπηγάζει από την αγάπη μου γι΄αυτήν αλλά δεν είμαι μαζί της για όλα όσα δημιουργούν αυτά στην ίδια. Υποθέτω ότι αυτοί είναι οι δικοί της λόγοι για να είναι μαζί μου. Δεν της κάνω χάρη που είμαι μαζί της. Δεν αισθάνομαι αυτό που αισθάνεται εκείνη. Είμαι μαζί της για εμένα. Όπως και να ‘χει εύχομαι να συμβαίνει και σε εκείνη κάτι ανάλογο. 
AdTech Ad

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Ευχές....


Σε όλους όσους γνώρισα κι αγάπησα μέσα από το διάβασμα, πίσω από μια οθόνη. Που δεν ξέρω το χρώμα των ματιών σας Που δεν έχω ακούσει ποτέ τις φωνές σας. Που δεν ξέρω πόσο κοντά ή μακριά μου μένετε. Που όμως με συντροφεύετε εδώ κι αρκετούς μήνες στις χαρές μου και στις θλίψεις μου. Που είμαι κι εγώ κοντά σας και χαίρομαι να σας καλημερίζω, να σας καληνυχτίζω, να διαβάζω τα όνειρά σας και τις σκέψεις σας. Που γίναμε μια όμορφη παρέα χωρίς ιδιοτελείς σκοπούς. Που έχω λάβει δώρα σας. Που μοιραζόμαστε αγάπη!
Σε όλους εσάς, που δεν ξέρω κι όλων τα ονόματα για να σας γράψω ονομαστικά, αλλά εσείς ξέρετε ποιοι είστε, σε όλους εσάς λοιπόν, τα μπλογκοφιλαράκια μου, σας εύχομαι ολόψυχα χρόνια πολλά, χρόνια καλά, με ποιότητα στις σχέσεις και στις ζωές σας, με χιούμορ στις δύσκολες στιγμές, με δύναμη απέναντι στις αντιξοότητες και κέφι για ακόμα καλύτερες στιγμές ζωής! Μα πάνω απ' όλα υγεία, σωματική, πνευματική και ψυχική!  Ζήστε μαγικά ακόμα και με ελάχιστα!
Καλή σας μέρα! Καλά να περάσετε ό,τι κι αν κάνετε! @ριστέα

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Joseph Frank Η πολεμική του Ντοστογιέφσκι

 Dostoevski-Ypervat_04-UP
Σε κάθε περίπτωση, αφού η ρωσσική κουλτούρα έχει τώρα γίνει κομμάτι του ευρωπαϊκού πολιτισμού συνολικά, είναι φυσικό οι Ρώσσοι συγγραφείς να αντλούν ελεύθερα από τους κοινούς θησαυρούς του «ιστορικού και του παγκοσμίως ανθρώπινου».
Επιπλέον, ένας σύγχρονος συγγραφέας μπορεί να χρησιμοποιήσει το παρελθόν για να εκφράσει τα περισσότερο φλέγοντα ζητήματα του παρόντος – ένα σημείο που ο Ντοστογιέφσκι επεξηγεί με μία εξαιρετική ανάλυση του ποιήματος «Diana», γραμμένο από τον ποιητή Α. Α. Φετ.  Αυτό το λεπτά σμιλεμένο έργο, με αρκετά παρνασσιστική αίσθηση,  περιγράφει μία στιγμή απογοητευτικής προσμονής: ο ποιητής ξαφνικά φαντάζεται ότι ένα άγαλμα της θεάς Αρτέμιδος θα ζωντανέψει και θα κατέβει από το βάθρο για να περπατήσει στους δρόμους της Ρώμης. Αλλά, αλίμονο! «το άψυχο μάρμαρο/ άστραφτε από λευκότητα μπροστά μου με ασύγκριτη ομορφιά».
Ο Ντοστογιέφσκι ερμηνεύει το ποίημα, ειδικά τους δύο τελευταίους στίχους, σαν «μία παθιασμένη έκκληση, μία προσευχή μπροστά στην τελειότητα της παρελθούσης ομορφιάς, και μία κρυμμένη εσωτερική νοσταλγία για την ίδια την τελειότητα που αναζητεί η ψυχή, αλλά που πρέπει να αναζητεί για πολύ καιρό, ενώ συνεχίζει να βασανίζεται με ωδίνες προτού να την βρει». Η «κρυμμένη εσωτερική νοσταλγία» που βλέπει ο Ντοστογιέφσκι σ’ αυτό το κείμενο, είναι σίγουρα μία λαχτάρα για μία νέα θεογονία, μία καινούργια θέαση του ιερού που θα ερχόταν να αντικαταστήσει το όμορφο, αν και άψυχο, παγανιστικό είδωλο· είναι λαχτάρα για την γέννηση του Χριστού, για τον Θεάνθρωπο ο οποίος πράγματι ήταν να περπατήσει στην γη κάποια μέρα και ν’ αντικαταστήσει την ακίνητη και απόμακρη ρωμαϊκή θεά. Και, αφού ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει τα χρόνια του ως «(ενν. χρόνια) μόχθου, αγώνα, αβεβαιότητας και πίστης (επειδή τα χρόνια μας είναι χρόνια πίστης)», ερμηνεύει το ποίημα του Φετ ως ένα (ενν. ποίημα) που εκφράζει το πιο άμεσο των συγχρόνων θεμάτων[9].
Αυτές οι σκέψεις πάνω στην τέχνη καταλήγουν σε μία πρόταση που, όπως πιστεύει ο Ντοστογιέφσκι, επιλύει την αντιπαράθεση μεταξύ των δύο εδραιωμένων παρεξηγήσεων, και την οποία αποτυπώνει σε μία ξεχωριστή παράγραφο με πλάγιους χαρακτήρες: «Η τέχνη είναι πάντοτε πραγματική και αληθινή· δεν έχει ποτέ υπάρξει με άλλη μορφή, και, το πιο σημαντικό, δεν μπορεί να υπάρξει με κάποια άλλη μορφή».  Αυτή η αντίληψη είχε αρχικά εκφραστεί στην ρωσσική (λογοτεχνική) κριτική από τον Β. Μάϊκωφ, τον στενό φίλο του Ντοστογιέφσκι κατά την δεκαετία του 1840· και τώρα την επαναλαμβάνει ως ακρογωνιαίο λίθο της δικής της θεωρίας. Εάν μερικές φορές φαίνεται ότι η τέχνη αποκλίνει από την πραγματικότητα και δεν είναι «χρήσιμη», αυτό συμβαίνει μόνον επειδή δεν γνωρίζουμε ακόμα όλους τους τρόπους με τους οποίους υπηρετεί η τέχνη την ανθρωπότητα και επειδή επικεντρωνόμαστε, ακόμα και για τους πιο αξιέπαινους λόγους, υπερβολικά στενά στο άμεσο και κοινό καλό. Βεβαίως, μερικές φορές και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες παρεκκλίνουν από τον σωστό δρόμο, και σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι προσπάθειες του Ντομπρολιούμποφ και των ομοϊδεατών του να τους επαναφέρουν στην τάξη είναι αρκετά θεμιτές.
Όλες οι προσπάθειες αυτού του είδους να κατευθύνουν την τέχνη είναι σε κάθε περίπτωση προδιαγεγραμμένα μάταιες· κανείς αληθινός καλλιτέχνης δεν θα υπακούσει σ’ αυτές, ενώ η τέχνη θα «ακολουθήσει τον δρόμο της», ανεξάρτητα από κάθε προσπάθεια να χαλιναγωγηθούν τα δημιουργικές τάσεις της. Τέτοιες προσπάθειες βασίζονται στην απόλυτη παρερμηνεία της φύσης της τέχνης, η οποία πάντοτε ανταποκρινόταν, και ποτέ δεν διαχώρισε τον εαυτό της, από τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του ανθρώπου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Ντοστογιέφσκι υπερασπίζεται την ελευθερία της τέχνης, όχι επειδή απορρίπτει το κριτήριο της «χρησιμότητας», αλλά ακριβώς με την βεβαιότητα ότι όσο περισσότερο ελεύθερη θα είναι η τέχνη στην εξέλιξή της, τόσο πιο χρήσιμη θα είναι για τα συμφέροντα της ανθρωπότητας». Για άλλη μία φορά διατυπώνει μία εντελώς πρωτότυπη θέση, επιχειρηματολογώντας υπέρ και της ελευθερίας αλλά και της χρησιμότητας της τέχνης, αλλά – το πιο σημαντικό απ’ όλα – ορίζοντας αυτήν την «χρησιμότητα» ως προς τον αιώνιο αγώνα του ανθρώπου να ενσωματώσει στην ζωή του την έμπνευση ενός υπερφυσικού θρησκευτικού ιδεώδους.
Αυτή η κρίσιμη πτυχή του επιχειρήματος του Ντοστογιέφσκι είναι θεμελιώδους σπουδαιότητας για την κατανόηση της δικής του άποψης περί της ζωής έτσι όπως αυτή εξελισσόταν. Είναι σημαντικό, για παράδειγμα, ότι οι περιπτώσεις συνετής και υγιούς ομορφιάς τις οποίίς αναφέρει – η Ιλιάδα, Ο Απόλλωνας

Σημείωση: το παρόν άρθρο αποτελεί το τέταρτο – και τελευταίο – μέρος κειμένου του Joseph Frank, αφιερωμένου στον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι,  με τίτλο “Η αισθητική του υπερβατικού”, που μετέφρασε και απέδωσε στα ελληνικά ο δρ. Φιλοσοφίας, Δημήτρης Μπαλτάς

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Joseph Frank Ο Ντοστογιέφσκι και οι Ρώσοι κριτικοί του 19ου αιώνα 19 Νοεμβρίου 2014



Fyodor Dostoyevsky
Κατά την διάρκεια των ετών που ο Ντοστογιέφσκι βρισκόταν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, άρχισε να δουλεύει μία σειρά από δοκίμια με τον τίτλο «Γράμματα πάνω στην τέχνη», το θέμα των οποίων θα μπορούσε να ήταν «η σημασία του χριστιανισμού στην τέχνη» και με τα οποία ο μεγάλος ρώσος συγγραφέας κατέστησε φανερό ότι επιθυμούσε να ακουστεί και η δική του φωνή στην δημόσια συζήτηση σχετικά με τον χαρακτήρα της τέχνης και το ρόλο των καλλιτεχνών.
Με μία πρώτη ματιά, το άρθρο του Ντοστογιέφσκι, «Ο κ. Ντομπρολιούμποφ και το ζήτημα της τέχνης», φαίνεται να είναι απλώς μία απάντηση σ’ ένα πρόσφατο άρθρο του Ντομπρολιούμποφ [1836-1861] αφιερωμένο στις ιστορίες της Ουκρανο-Ρωσσίδας συγγραφέως Μαρία Μάρκοβιτς, η οποία έγραφε με το ψευδώνυμο Mάρκο-Βόβτσοκ. Στην πραγματικότητα, όμως, το άρθρο του Ντοστογιέφσκι περιέχει τα αποτελέσματα μακράς περισυλλογής πάνω στο ζήτημα της τέχνης το οποίο εκτείνεται από την αρχή της λογοτεχνικής του καριέρας και ξεπερνά τα χρόνια της Σιβηρίας.
Στο μέσο της δεκαετίας του 1840, ο Ντοστογιέφσκι είχε διαφωνήσει με τον Μπελίνσκι σχετικά με την κοινωνική λειτουργία της τέχνης και είχε υποστηρίξει ότι θα πρέπει στον καλλιτέχνη να δοθεί απόλυτη ελευθερία. Αρκετά χρόνια αργότερα, ακριβώς η ίδια θέση που ο Ντοστογιέφσκι είχε απορρίψει ως νέος συγγραφέας, κωδικοποιήθηκε από τον Τσερνιτσέφσκι [1828-1889] στο έργο του Αισθητικές σχέσεις της τέχνης με την πραγματικότητα, σε μία θεωρία που είχε μεγάλη επιρροή. Οι καλλιτέχνες, επέμενε ο ριζοσπάστης κριτικός, είχαν την υποχρέωση να εξαρτούν την έμπνευσή τους από την «ζωή», και η «ζωή» οριζόταν κατ’  ουσίαν σε σχέση με το άμεσο καθήκον της απόκτησης κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι ιδέες του Τσερνιτσέφσκι προκάλεσαν μεγάλη διαμάχη στην ρωσσική κριτική, η οποία τότε τυποποιήθηκε ως αντιπαλότητα μεταξύ του Γκόγκολ και του Πούσκιν. Ο πρώτος ανυψώθηκε από τους ριζοσπάστες ως υπόδειγμα της λογοτεχνίας όπως θα την ήθελαν να είναι, ένα κατηγορώ και μία παρουσίαση της φαυλότητας της ρωσσικής κοινωνίας· τον δεύτερο τον θαύμασαν πολύ οι αντίπαλοί τους ως εικόνα ενός γαλήνιου Ολύμπιου που έχει αφιερώσει τα θεϊκά του τάλαντα στην «αιώνια» πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων. Και οι δύο επαινέθηκαν και αποδοκιμάστηκαν με την ίδια ζέση και την ίδια έλλειψη διάκρισης, και ο Ντομπρολιούμποφ απόλαυσε ιδιαιτέρως το να απευθύνει πολλά περιφρονητικά σχόλια σχετικά με αυτό που ονόμαζε «αποσπάσματα ανθολογίας» του Πούσκιν»[4].
Όλα αυτά άρχισαν κατά την διάρκεια των ετών που ο Ντοστογιέφσκι βρισκόταν στο στρατόπεδο αιχμαλώτων, αλλά ενημερώθηκε και καταπιάστηκε με αυτή την αντιπαράθεση αμέσως μόλις άρχισε να διαβάζει τα περιοδικά και τις εφημερίδες. Πράγματι, από τότε άρχισε να δουλεύει μία σειρά από δοκίμια με τον τίτλο «Γράμματα πάνω στην τέχνη», το θέμα των οποίων θα μπορούσε να ήταν «η σημασία του χριστιανισμού στην τέχνη», μέσω των οποίων υπάρχει η απόδειξη ότι επιθυμούσε να ακουστεί και η δική του φωνή στην δημόσια συζήτηση που εμαίνετο. Αυτή η εργασία, εάν τελικά έχει γραφεί, δεν σώζεται· αλλά κάποια στοιχεία της μπορούν σίγουρα να βρεθούν στο άρθρο «Ο Ντομπρολιούμποφ και το ζήτημα της τέχνης»[5].
Ευθυγραμμισμένος στην γενική πολιτική της Εποχής, ο Ντοστογιέφσκι προσπαθεί να διαχωρίσει την πολεμική του από κάθε υποδήλωση προσωπικού φθόνου, και επαινεί τον Ντομπρολιούμποφ για το ότι είναι «σχεδόν ο μοναδικός από τους κριτικούς μας που διαβάζεται τώρα». Την ίδια στιγμή, ο Ντοστογιέφσκι προσπαθεί επίσης να καλύψει τα νώτα του μέσω μιας σκληρής λεκτικής επίθεσης απέναντι σ’ ένα προπύργιο του «στρατοπέδου του Πούσκιν», του περιοδικού Πατριωτικές Σημειώσεις, και με την υπεράσπιση της σπουδαιότητας του Μπελίνσκι, απέναντι σε μία αποδοκιμαστική αναφορά για τον κριτικό, ότι δεν έχει δώσει μεγάλη σημασία στην «ιστορική» μελέτη της ρωσσικής λογοτεχνίας. «Σε δύο σελίδες του Μπελίνσκι», ανταπαντά ο Ντοστογιέφσκι, «…περισσότερα λέγονται για την ιστορική πλευρά της ρωσσικής λογοτεχνίας απ’ ο,τι σε όλες τις σελίδες των Πατριωτικών Σημειώσεων από το 1848 μέχρι τώρα». Δεν δείχνει καθόλου έλεος για τον κριτικό αυτής της εφημερίδας, τον S. S. Dudyshkin [1820-1866], ο οποίος θα μπορούσε να συνυπολογισθεί ως ένας από τους συμμάχους του ενάντια στον  Ντομπρολιούμποφ. Έτσι ο Ντοστογιέφσκι ευθυγραμμίζεται δημοσίως με τους ριζοσπάστες, για τους οποίους ο Μπελίνσκι ήταν ανυπέρβλητος δάσκαλος, και θεμελιώνει τα διαπιστευτήριά του ως αμερόληπτος σχολιαστής ο οποίος, ακόμα και αν διαφιλονικεί με τον Ντομπρολοιύμποφ, μόλις και μετά βίας μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στους αντιπάλους του.
Στην αρχή ο Ντοστογιέφσκι αντιπαραθέτει τις δύο ακραίες θέσεις και υποδεικνύει ότι και οι δύο είναι αντιφατικές. Οι υπέρμαχοι της ελευθερίας της τέχνης, οι οποίοι δεν ανέχονται περιορισμούς και κανόνες, την ίδια στιγμή αντιτίθενται στην «κατηγορική» λογοτεχνία και τα θέματά της. Έτσι παραβιάζουν την ίδια την αρχή της ελευθερίας της τέχνης που υποθετικά επιθυμούν να υπερασπιστούν. Οι ριζοσπάστες ωφελιμιστές απαιτούν την χρησιμότητα στην τέχνη, αλλά, αφού είναι αδιάφοροι ως προς την αισθητική μορφή, βρίσκονται και αυτοί σε αντίθεση με την ίδια την δική τους αρχή: «Ένα δημιούργημα χωρίς καλλιτεχνική αξία δεν μπορεί ποτέ και με κανένα τρόπο να επιτύχει τον σκοπό του· επιπλέον, κατ’ αυτόν τον τρόπο κάνει περισσότερο κακό παρά καλό προς  αυτόν τον σκοπό·  ως εκ τούτου, οι ωφελιμιστές, παραμελώντας την αισθητική  αξία, είναι οι πρώτοι που βλάπτουν τον ίδιο τον σκοπό τους».
Παρόλο που και οι δύο πόλοι κατ’ αυτόν τον τρόπο απορρίπτονται, αφού χαρακτηρίζονται από εσωτερική αντίφαση, είναι φανερό ότι ο Ντοστογιέφσκι πιστεύει ότι το λάθος των εκπροσώπων της ελευθερίας της τέχνης είναι μόνο μία συγχωρητέα αμαρτία, ενώ το λάθος των ωφελιμιστών υποδηλώνει μία άρνηση του ίδιου του δικαιώματος της ύπαρξης της τέχνης. Είναι αληθές, αναγνωρίζει ο Ντοστογιέφσκι, ότι ο Ντομπρολιούμποφ δεν φτάνει συγκεκριμένα σ’ αυτό το σημείο, αλλά ο Τσερνιτσέφσκι είχε, ωστόσο, συγκρίνει την τέχνη με τα σχολικά κείμενα των οποίων «σκοπός είναι να προετοιμάσουν τον μαθητή να διαβάζει τις πρωτότυπες πηγές και αργότερα να χρησιμοποιηθούν περιστασιακά ως εγχειρίδια»[6]. Ακόμα κι αν οι ωφελιμιστές δεν απορρίπτουν ανοιχτά την τέχνη, όχι μόνο δεν την έχουν σε εκτίμηση, αλλά φαίνονται να αποδοκιμάζουν την ίδια την αισθητική ποιότητα· εάν δεν είναι έτσι, για ποιόν λόγο «απεχθάνονται τον Πούσκιν και αποκαλούν την έμπνευσή του επιτηδεύσεις, γκριμάτσες, ασυναρτησίες και διακοσμητικές νότες, ενώ τα ποιήματά του θεωρούνται ασήμαντα, που κάνουν μόνο για ανθολογίες;».
Ως απόδειξη της βαθιάς περιφρόνησης των ωφελιμιστών για την τέχνη, ο Ντοστογιέφσκι ξεχωρίζει τον εγκωμιασμό της Mάρκο-Βοβτσόκ από τον Ντομπρολιούμποφ. Ο Ντοστογιέφσκι συγκεντρώνει τα πυρά του σε μία από τις ιστορίες της, την «Mάσα», η οποία απεικονίζει την εσωτερική αντίσταση μιας νέας υποτακτικής στην κατάσταση υποδούλωσης στην οποία βρίσκεται. Για τον Ντομπρολιούμποφ, αυτή η ιστορία απεικονίζει το βάθος της λαχτάρας του ρωσσικού λαού για ελευθερία· αποτελούσε ένα μάθημα για όλους αυτούς που πίστευαν ότι ο Ρώσσος χωρικός ήταν πολύ υπανάπτυκτος ως άτομο για να τρέφει οποιοδήποτε πόθο χειραφέτησης. Με λόγια που αναπάντεχα προβλέπουν αυτά που ο Ντοστογιέφσκι σύντομα θα χρησιμοποιήσει στις Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, γράφει: «Η δύναμη που βρίσκεται μέσα του (στον ρωσσικό λαό), αφού δεν βρίσκει ελεύθερη και κατάλληλη διέξοδο, αναγκάζεται να ξεσπάσει αντισυμβατικά … συχνά με έναν τρόπο που είναι θανάσιμος για την ίδια»[7].
Η ποιότητα της δουλειάς της Μάρκο-Βοβτσόκ, δηλώνει ο Ντοστογιέφσκι, αξίζει μεγάλους επαίνους, «και είμαστε έτοιμοι να χαρούμε με την δραστηριότητά [της]». Υπάρχει όμως διαφορά μεταξύ του να εγκρίνει κανείς τις προθέσεις της και του να παραβλέπει τις κραυγαλέες αισθητικές ελλείψεις των ιστοριών της, οι οποίες, κατά την γνώμη του Ντοστογιέφσκι, καταστρέφουν την οποιαδήποτε δύναμη πειθούς θα μπορούσαν να ασκήσουν οι πολύτιμες ιδέες που ενσαρκώνονται σ’ αυτές. Για να αποδείξει την άποψή του, ο Ντοστογιέφσκι επανατυπώνει απλώς τα αποσπάσματα από την ιστορία που δίνεται από τον ίδιο τον Ντομπρολιούμποφ· δεν θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να επιχειρηματολογήσει με λεπτομέρειες σχετικά με το θέμα, αφήνοντας τα επίπλαστα συναισθήματα και τις τυπικές [αυτές που αναφέρονται σε (σχολικά) εγχειρίδια]  αντιδράσεις να μιλήσουν από μόνα τους. Η Mάσα, σχολιάζει, είναι «μία ηρωΐδα περιοδεύοντος λαϊκού αμερικανικού θεάματος (tent show), ένα πλάσμα που βρίσκεται μόνο σε βιβλία, και όχι [πραγματική] γυναίκα». Και αν ο Ντομπρολιούμποφ νομίζει ότι η ανάγνωση της «Μάσα» θα προκαλέσει την αλλαγή της απόψεων των υποστηρικτών της δουλοπαροικίας, τότε είναι οικτρά γελασμένος. Πως μπορεί μία συγγραφέας να αποδείξει ότι ένα συγκεκριμένο συναίσθημα (του μίσους για την δουλεία, για παράδειγμα) υπάρχει στους Ρώσσους λαϊκιστές, όταν της λείπει η καλλιτεχνική ικανότητα να απεικονίζει χαρακτήρες που μοιάζουν με Ρώσσους; Οι χαρακτήρες της «Mάσα» είναι «ένα είδος κομπάρσων σε ένα μπαλέτο, ντυμένων με ρωσσικά καφτάνια και παραδοσιακά φορέματα· είναι χωρικοί και χωρικές, όχι Ρώσσοι χωρικοί». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, πληροφορεί ο Ντοστογιέφσκι τον Ντομπρολιούμποφ, «η αισθητική μορφή είναι στον ύψιστο βαθμό χρήσιμη, και χρήσιμη ακριβώς από την δική σου οπτική». Διότι η αναλήθεια της «Mάσα» θα πείσει μόνον αυτούς που έχουν ήδη περιφρονητική άποψη για τον Ρώσσο χωρικό του οποίου η εικόνα, αφού καμμία εναλλακτική εικόνα δεν μπορεί πειστικά να προβληθεί, και αφού αντέχει στον χρόνο, πρέπει να είναι και η σωστή.
Εάν ο Ντοστογιέφσκι ήθελε απλώς να κατονομάσει και να καταγγείλει τους παραλογισμούς και των υπέρμαχων της ελευθερίας της τέχνης αλλά και των ριζοσπαστών ωφελιμιστών, και να θεμελιώσει την δική του ανεξάρτητη θέση σ’ αυτήν την λογοτεχνική αντιπαράθεση, τότε θα μπορούσε να τελειώσει το άρθρο του μετά την απόρριψη της Mάρκο- Βοβτσόκ. Αλλά έψαχνε για μεγαλύτερο θήραμα, και στην πραγματικότητα αυτό ήταν η  φοϋερμπαχιανή αισθητική του Τσερνιτσέφσκι, με την υποτίμηση της σε ολόκληρο το βασίλειο του μεταφυσικού και του υπερβατικού και του σκοπού της να εκθέσει την τέχνη ως υποκατάστατο της θρησκείας. Δεν θα μπορούσε να εκφράσει το επιχείρημά του πιο κατηγορηματικά από τον Τσερνιτσέφσκι· αλλά το νόημα των λόγων του είναι αναμφισβήτητο όταν τοποθετείται σε αυτό το γενικό πλαίσιο.
Για τον Τσερνιτσέφσκι, η τέχνη ήταν απλώς μία παραπλανητική αλλαγή της υλικής ικανοποίησης της πραγματικής ζωής και εξυπηρετούσε ως φανταστικό υποκατάστατο, με την προϋπόθεση ότι αυτή η ικανοποίηση συγκρατείται. «Εάν ένας άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να ζήσει στις τούντρες της Σιβηρίας ….», είχε γράψει ο Τσερνιτσέφσκι , «θα μπορούσε να ονειρευτεί μαγικούς κήπους με δέντρα που έχουν κοραλλένια κλαδιά, σμαραγδένια φύλλα, και ρουμπινένια φρούτα, αλλά μεταφέροντας την κατοικία του, ας πούμε, στην επαρχία του Κουρσκ, και εάν είναι ικανός να περιπλανιέται με την καρδιά του σε ένα ταπεινό αλλά ανεκτό δενδρόκηπο με μηλιές, κερασιές και αχλαδιές …. ο ονειροπόλος θα ξεχάσει όχι μόνο τις Χίλιες και Μια Νύχτες αλλά και τους πορτοκαλεώνες της Ισπανίας»[8]. Ο Ντοστογιέφσκι, όμως, απορρίπτει την έννοια ότι η τέχνη υπάρχει μόνον ως φανταστική αναπλήρωση των ελλείψεων των ανθρώπινων υλικών αναγκών.  Ο  άνθρωπος έχει και άλλες ανάγκες, και ο Ντοστογιέφσκι βεβαιώνει πως «η τέχνη είναι για τον άνθρωπο αναγκαία όσο αναγκαία είναι το φαγητό η το ποτό. Η ανάγκη για ομορφιά, και των δημιουργημάτων που την ενσαρκώνουν, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ανθρώπου, και χωρίς αυτήν ο άνθρωπος ίσως να μην είχε την επιθυμία να ζήσει. Ο  άνθρωπος διψά γι’ αυτήν [την ομορφιά]… και ίσως σ’ αυτό βρίσκεται το μεγαλύτερο μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ότι η εικόνα της ομορφιάς που αναδύεται από τα χέρια του αμέσως γίνεται είδωλο χωρίς προϋποθέσεις».
Από την χρήση της λέξης «είδωλο» είναι σαφές ότι ο Ντοστογιέφσκι προσεγγίζει την σχέση της τέχνης και της θρησκείας. Οι εικόνες της τέχνης παραδοσιακά παρέχουν τα αντικείμενα της θρησκευτικής λατρείας, επειδή ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να λατρέψει κάτι που υπερβαίνει πλήρως τα όρια της ανθρώπινης ζωής, έτσι όπως αυτός την γνωρίζει. Ο άνθρωπος πάντοτε επεδείκνυε μία άνευ όρων ανάγκη για την ομορφιά, αδιαχώριστη από την ιστορία του· χωρίς αυτή, όπως υποδηλώνει με οξύτητα ο Ντοστογιέφσκι, δεν θα επιθυμούσε καθόλου να συνεχίσει να ζει. Έτσι τα δημιουργήματα της τέχνης γίνονται «είδωλα», αντικείμενα λατρείας, «επειδή η ανάγκη για ομορφιά αναπτύσσεται πιο έντονα όταν ο άνθρωπος έρχεται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα, σε ασυμφωνία, σε πάλη, δηλαδή όταν ζει στο έπακρο, διότι η στιγμή που ο άνθρωπος ζει στο έπακρο είναι όταν ψάχνει κάτι, … είναι τότε που επιδεικνύει τον πιο φυσικό πόθο για οτιδήποτε είναι αρμονικό και γαλήνιο, και στην ομορφιά υπάρχει αρμονία και γαλήνη». Για τον Ντοστογιέφσκι, όπως και για τον Τσερνιτσέφσκι, αυτή η αναζήτηση είναι το αποτέλεσμα μιας έλλειψης στην πραγματικότητα του ανθρώπινου αγώνα και στέρησης· αλλά δεν υπάρχει καμμία αμφισβήτηση για τον Ντοστογιέφσκι σχετικά με την γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδεατό μόνο μέσω υλικών τρόπων. Αφού ο άνθρωπος «ζει στο έπακρο» μόνον όταν είναι σε σύγκρουση με την πραγματικότητα, στο σύμπαν του Ντοστογιέφσκι, είναι προφανές ότι το όραμα του μυθιστοριογράφου σχετικά με αυτό που είναι τελικά σημαντικό στην ανθρώπινη ζωή διαφέρει εντελώς από το όραμα του Τσερνιτσέφσκι.
Πράγματι, η ιδέα ότι ο άνθρωπος θα μπορούσε κάποτε να επιτύχει την πλήρη ικανοποίηση από την ζωή του στην γη συνδέεται από τον Ντοστογιέφσκι με εικόνες του θανάτου του πνεύματος και της ηθικής παρακμής. «Σε τέτοιες στιγμές», γράφει ο Ντοστογιέφσκι, «η ζωή είναι σαν να επιβραδύνεται, και έχουμε ακόμα δει και παραδείγματα του πως ο άνθρωπος, έχοντας επιτύχει το ιδανικό των στόχων του, επειδή δεν ξέρει για τι να παλέψει πια, ικανοποιημένος πλήρως, πέφτει σε κάποιο είδος μελαγχολίας, ακόμα και προκαλώντας μελαγχολία στον ίδιο του τον εαυτό· πως ψάχνει για ένα άλλο ιδανικό στην ζωή του και, χωρίς μέτρο, όχι μόνον αποτυγχάνει να εκτιμήσει αυτό που είχε, αλλά συνειδητά παρεκκλίνει από το ευθύ δρόμο, προβάλλοντας στον εαυτό του γούστα τα οποία είναι εκκεντρικά, ανθυγιεινά, επίπονα, δυσαρμονικά, μερικές φορές τερατώδη, χάνοντας την αίσθηση, και την αισθητική, της υγιούς ομορφιάς και απαιτώντας αντί γι’ αυτό το ακραίο». Έτσι η αποδοχή, ως ιδανικό για την ανθρωπότητα, του στόχου της πλήρους υλικής ικανοποίησης ισοδυναμεί με την ενθάρρυνση της ηθικής διαστροφής και διαφθοράς. Γι’ αυτόν τον λόγο, η αυθεντική «ομορφιά» που ενσαρκώνει τα «αιώνια ιδανικά» της ανθρωπότητας – ιδανικά της αρμονίας και της γαλήνης, που υπερβαίνουν το βασίλειο του κόσμου- είναι «μία αναπόσπαστη ανάγκη του ανθρώπου». Μόνο τέτοια ιδανικά, τα οποία ο άνθρωπος συνεχώς παλεύει να αποκτήσει, μπορούν να τον αποτρέψουν από το να βυθιστεί στην απάθεια και την απελπισία.
Αυτή η αντίληψη της ομορφιάς ως ενός είδους υπερβατικής έκφρασης των αιώνιων ιδανικών της ανθρωπότητας φέρνει τον Ντοστογιέφσκι σε πλεονεκτική θέση στην μάχη κατά του στενού ορισμού της «χρησιμότητας» στην αισθητική του ωφελιμισμού. Διότι, εάν εμπιστευτούμε στην τέχνη το έργο της έκφρασης των αιώνιων ιδανικών της ανθρωπότητας, τότε το να της αποδώσουμε ένα συγκεκριμένο ρόλο όσον αφορά στην «χρησιμότητα» υποδηλώνει ότι γνωρίζουμε εκ των προτέρων το αποτέλεσμα ολοκλήρου του ιστορικού πεπρωμένου της ανθρώπινης φυλής. Μία τέτοια γνώση, βεβαίως, είναι πέρα από την ανθρώπινη αντίληψη: «Πως, πράγματι, μπορεί κάποιος να καθορίσει καθαρά και ανεξάρτητα τι πρέπει να γίνει για να φθάσουμε στο ιδανικό όλων των στόχων μας, να πετύχουμε όλα όσα η ανθρωπότητα επιθυμεί και λαχταρά;» Από την στιγμή που δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, «πως [μπορούμε εμείς] να καθορίσουμε με πλήρη βεβαιότητα τι είναι βλαβερό και χρήσιμο»· πράγματι, δεν μπορούμε να πούμε ούτε πως ούτε σε ποιόν βαθμό έχει υπάρξει η τέχνη «χρήσιμη» στην ανθρωπότητα στο παρελθόν.
Ποιός θα είχε προβλέψει, για παράδειγμα, ότι τα έργα δύο «γέρων συντηρητικών», όπως του Κορνέϊγ [1606-1684] και του Ρακίνα [1639-1699], θα μπορούσαν να παίξουν  «ένα αποφασιστικό και αναπάντεχο ρόλο στις συνθήκες της ιστορικής ζωής ενός λαού» (δηλαδή, κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης); Οι πολλαπλοί τρόποι με τους οποίους η τέχνη αλληλεπιδρά με την κοινωνία είναι αδύνατο να προβλεφθούν· έργα τα οποία δεν φαίνεται να έχουν καμμία άμεση κοινωνική σχέση μπορεί κάλλιστα, υπό ορισμένες συνθήκες, να ασκήσουν την πιο δυνατή και άμεση επιρροή στην ζωή εκείνης της στιγμής. Αλλά, εάν δεν είμαστε ικανοί να αντιληφθούμε πως ακριβώς προκύπτει αυτό, «είναι πολύ πιθανό ότι ξεγελάμε και τους εαυτούς μας όταν αυστηρά και επιτακτικά επιβάλλουμε τα ενδιαφέροντα της ανθρωπότητας και δείχνουμε στην τέχνη το συνηθισμένο μονοπάτι της χρησιμότητας και της αληθινής αποστολής της». Οι ωφελιμιστές επιθυμούν να περιορίσουν την τέχνη στις κοινωνικές ανάγκες του παρόντος και θεωρούν κάθε ενδιαφέρον για το παρελθόν – όπως τον θαυμασμό για την Ιλιάδα – ως επαίσχυντη φυγή από την πραγματικότητα, ως οπισθοχώρηση στην ιδιοτελή ευχαρίστηση και τον αδρανή ντιλεταντισμό. Ο Ντοστογιέφσκι αναγνωρίζει το ηθικό ενδιαφέρον που ενθαρρύνει μία τέτοια εσφαλμένη θέση και λέγει ότι «γι’ αυτόν τον λόγο αισθανόμαστε τέτοια συμπάθεια γι’ αυτούς [τους ριζοσπάστες] και επιθυμούμε να είναι σεβαστοί».

Σημείωση: το παρόν άρθρο αποτελεί το γ’ μέρος κειμένου του Joseph Frank, αφιερωμένου στον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι,  με τίτλο “Η αισθητική του υπερβατικού”, που μετέφρασε και απέδωσε στα ελληνικά ο δρ. Φιλοσοφίας, Δημήτρης Μπαλτάς