«Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι»: Ένα αγιογραφικό επικό παραμύθι, που όμως χωλαίνει...
11 Οκτωβρίου 2012
Στην τελευταία ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, ο γερμανός ηθοποιός Σεμπάστιαν Κοχ υποδύεται τον ψαριανό πειρατή Ιωάννη Βαρβάκη,
ο οποίος έχοντας διαφύγει από την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, κατάφερε με
την εύνοια της Αικατερίνης της Μεγάλης να γίνει τρανός επιχειρηματίας
στη Ρωσία, να κάνει το χαβιάρι διάσημο έδεσμα και στη συνέχεια να αφοσιωθεί στη μεγάλη ιδέα της ελληνικής επανάστασης.
Ο «Θεός αγαπάει το χαβιάρι» που ακολουθεί όλα τα παραπάνω στάδια της ιστορίας του Βαρβάκη, είναι μια ταινία φτιαγμένη με στόχο να γίνει κάτι σαν αγιογραφικό επικό παραμύθι για
όλη την οικογένεια, σκηνοθετημένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο κεντρικός
ήρωάς του να επιβληθεί από την αρχή στη συνείδηση του θεατή ως πρότυπο
του ελληνικού ιδεώδους.
Το πρόβλημα είναι ότι η επιβολή του
«βαρβάκειου ιδεώδους» δεν αναδίδεται μέσα από το σώμα αυτής καθεαυτής
της ταινίας. Αντιθέτως, το νιώθεις από την αρχή ως κάτι το δεδομένο,
όπως περίπου είχε συμβεί με την προηγούμενη ταινία του Σμαραγδή, τον «Ελ Γκρέκο». Είναι εμφανές ότι ο σκηνοθέτης δεν μπορεί (και ίσως και να μη θέλει) να κρύψει τον υπέρτατο θαυμασμό του απέναντι στον Βαρβάκη, όπως άλλωστε δεν τον είχε κρύψει απέναντι στον Ελ Γκρέκο.
Επίσης, το «Χαβιάρι», μια πλούσια, λαμπρή υπερπαραγωγή, πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα, με γυρίσματα στην Ελλάδα και στη Ρωσία αλλά και διεθνές καστ, ενώ αστράφτει στους τεχνικούς τομείς (υποδειγματική π.χ. είναι η φωτογραφία του Αρη Σταύρου), χωλαίνει στο σενάριο.
Ο βίος του Βαρβάκη δείχνει μοιρασμένος σε χοντροκομμένα κεφάλαια των
διαφόρων περιόδων της ζωής του που ποτέ δεν συνδέονται ομαλά μεταξύ
τους. Ο ήρωας δεν κινείται στον χρόνο αλλά μεταφέρεται από τη μια
περίοδο στην άλλη, απότομα και χωρίς ευελιξία.
Σε καμία περίπτωση βεβαίως δεν θα μπορούσες να πεις ότι η προσπάθεια που έχει γίνει δεν διακρίνεται από αξιοπρέπεια και σοβαρότητα.
Εκεί όμως που θα περίμενες να αναπτυχθεί ζωτικά η μόνη πραγματική
ανθρώπινη σύγκρουση στην ταινία, ανάμεσα στον Βαρβάκη και στον πρώην
φίλο και σύμμαχο αλλά αργότερα εχθρό του, τον Λεφεντάριο (Χουάν Ντιέγκο Μπότο), ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει τη σχέση τους επιδερμικά και τον Λεφεντάριο ως κομπάρσο.
Οσο περνά ο καιρός και σκέφτομαι την
ταινία (γιατί είναι μια ταινία που σκέφτεσαι μετά), τόσο περισσότερο
βέβαιος νιώθω ότι οι καλύτερες σκηνές της ταινίας είναι εκείνες ανάμεσα
στον Μπότο και στον πρώην Μόντι Πάιθον Τζον Κλιζ που
υποδύεται τον βρετανό διοικητή της Ζακύνθου (στο Λοιμοκαθαρτήριο της
οποίας ο Βαρβάκης μεταφέρεται). Αυτό οφείλεται κυρίως στους δύο
ηθοποιούς και στη χημεία τους.
Οι περισσότεροι ηθοποιοί των δεύτερων ρόλων είναι αυτό που πάνω-κάτω περιμένεις: οι απαραίτητες διακοσμητικές φιγούρες που προσφέρουν τη δική τους αίγλη στο εγχείρημα. Μια Κατρίν Ντενέβ
δεν χρειάζεται και πολύ για να ξεχωρίσει σε έναν ρόλο όπως της
Αικατερίνης της Μεγάλης αλλά το λίφτινγκ προσώπου, εδώ, έχει πιο έντονη
παρουσία απ' ό,τι το ίδιο το πρόσωπο. Με την εξωφρενική λευκή περούκα
και το μούσι του ο Λάκης Λαζόπουλος στο κάθε άλλο παρά θεϊκό πέρασμα που κάνει, νιώθεις ότι ανταγωνίζεται σε κακό μακιγιάζ τον Τσάρλτον Ιστον ως Μωυσή στις «10 εντολές» του Σεσίλ Ντε Μιλ.
Οσο για τον Σεμπάστιαν Κοχ,
κάνει ό,τι μπορεί για να φανεί αγράμματος και άξεστος όπως όλα δείχνουν
ότι ήταν ο Βαρβάκης αλλά δυστυχώς αν κάτι καταφέρνει είναι να δείχνει σαν χαμένο πριγκιπόπουλο, ένας δανδής που αναζητεί τον πραγματικό εαυτό του. Προσέξτε τη σκηνή όπου ο έκτακτος Ακης Σακελλαρίου,
που παίζει τον δάσκαλο του Βαρβάκη (ενώ βρίσκεται πια στη Ρωσία),
προσπαθεί να τον διορθώσει ευγενικά επειδή κρατά ένα βιβλίο ανάποδα. Ο
τρόπος με τον οποίο ο Κοχ τον κοιτάζει είναι σαν να είναι εκείνος ο
δάσκαλος.
Το χαβιάρι πάντως, το ζήλεψα. Ηθελα να φάω αμέσως μετά την ταινία.
Για περισσότερες πληροφορίες, κριτικές, αίθουσες & ώρες προβολών κάντε κλικ εδώ.Από τον Γιάννη Ζουμπουλάκη, πηγή: To Bήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου