«Γερνάω μπαμπά»
Εισπνοή -
εκπνοή. Για να σκεφτώ, να θυμηθώ, να γράψω κάτι ωραίο, να κρατηθώ στη
ζωή. Σαν σήμερα ξεκίνησαν όλα και πέρασαν ήδη 37 χρόνια σαν αναπνοή. Το
ερώτημα είναι αμείλικτο, σχεδόν καθημερινό, βαθιά οδυνηρό, σαν το σαράκι
που σιγοτρώει το ξύλο: Θα είναι αρκετά τα χρόνια; Θα προλάβω να
χορτάσω ή θα φύγω όπως εσύ, ξαφνικά, αναίτια;
Παλιά δεν
μ' ένοιαζε καθόλου το τέλος. Δεν πίστευα ότι θα έρθει αλλά και δεν είχα
τίποτα να χάσω αν έρθει. Τώρα είναι όλα αλλιώς. Εχω φτιάξει μια ζωή, μια
οικογένεια, πέντε φίλους. Στα δύσκολα δεν φοβάμαι τίποτα. Παθιάζομαι
και πολεμάω. Πηγαίνω παρακάτω, Οταν γλυκαίνουν όμως οι στιγμές νιώθω ένα
κράτημα. Σκοτεινιάζω. Δεν θέλω να χάσω όλα αυτά που έφτιαξα. Ολους
αυτούς που ανέστησα. Και παρακαλάω να κρατήσω λίγο παραπάνω, λίγο
περισσότερο από το αμείλικτο 37. Σιγά να μη θυμόσουν τα γενέθλιά μου
σήμερα. Εδώ τα δικά σου δε θυμήθηκες ποτέ. Ηθελα όμως να είσαι σήμερα
εδώ. Να σε βλέπω στην αυλή να μουρμουράς. Να ψήσουμε ψάρια και ντομάτες.
Να σε κοιτάξω και να σου πω αθόρυβα και με το βλέμμα: «Γερνάω μπαμπά».
«Και μάταια προσπαθώ να το κάνω επιτυχώς».
Γερνάω λοιπόν.
Και το χειρότερο είναι ότι γερνάω ακριβώς όπως εσύ: Μ' έναν τρόπο που
φαίνεται αστείος στους νεότερους. Οπως σ' έβλεπα και γελούσα, έτσι με
βλέπουν και τα παιδιά μου. Τους λέω... «τι κάναμε εμείς στην εποχή μας»
και κοιτούν με απορία. Γκρινιάζω όπως εσύ, φωνάζω με τον ίδιο τρόπο,
βλέπω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη κι έχω ακριβώς τις ίδιες ρυτίδες. Τα
ίδια μικρά σημάδια στα χέρια. Πανικοβάλλομαι και δεν θέλω να το πιστέψω
αλλά είναι αλήθεια: Εδώ και χρόνια είμαι εσύ και είναι εγώ τα παιδιά
μου. Αλλαξε χέρια η σκυτάλη, άλλαξαν οι ρόλοι, το πεδίο της δράσης, το
στάδιο του αγώνα. Τώρα αμύνομαι και περιμένω. Αγωνιώ, ξοδεύομαι,
εξατμίζονται στιγμές και αναπνοές. Ο χρόνος τρέχει με άλλη ταχύτητα κι
όλα γυρίζουν. Σκοτεινιάζω και πάλι, το αισθάνομαι σαν αμαρτία μα το ζω
χωρίς να ντρέπομαι: Ναι, είμαι καλά και χωρίς εσένα. Βλέπεις, τα παιδιά
συνεχίζουν και χωρίς τους γονείς. Ετσι είναι το φυσιολογικό. Τους
ξεχνούν κι ας μην τους ξεπερνούν. Φτιάχνουν δικά τους σπίτια και
μεγαλώνουν. Προετοιμάζουν τον δικό τους υπαρξιακό γολγοθά που έρχεται
συντομότερα κι απ' ότι περιμένουν για να τους εξαφανίσει, να
τους φθείρει, να τους γεράσει.
Μια ανάσα είναι
όλα. Σήμερα 37 κι αύριο 56, όπως εσύ. Κάποτε δεν μ' ένοιαζε αν θα ζήσω.
Τώρα αγωνιώ. Γιατί βλέπω να φεύγουν δικοί μου άνθρωποι. Γιατί έχω
πράγματα που με κρατάνε εδώ. Εχω ανθρώπους που με κρατάνε εδώ. Εχω
ανθρώπινες εκκρεμότητες, λογαριασμούς σχέσεων, ανοιχτές συμβάσεις
συναναστροφών. Εχω υποσχεθεί χάδια και πρέπει να τα καταθέσω. Πήρα
δάνεια συναισθημάτων και οφείλω να τα επιστρέψω. Με κοιτάνε στα μάτια
ψυχές και μου ζητούν θαύματα. Κι είμαι ήδη 37. Απελπιστικά μεγάλος για
να μην δίνω δεκάρα που ορμάνε πάνω μου τα χρόνια αλλά και απελπιστικά
μικρός για να μην θέλω να κρατήσει για πάντα. Ή έστω να κρατήσει ακόμη
19... Ως το 56!
υ.γ.: Σε
όλους αυτούς τους ανθρώπους που βρίσκονται στη ζωή μου κι έχω μαζί τους
τόσες συναισθηματικές εκκρεμότητες εύχομαι να έχουν ψυχή καθαρή και αθώα
όπως τότε που ήμασταν παιδιά. Με ειλικρίνεια και θάρρος, με ενθουσιασμό
και αγνότητα, χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς μικρότητες, οι άνθρωποι προχωρούν
ανάλαφροι και κάνουν θαύματα. Οσο μας είναι γραφτό να ζήσουμε,
οφείλουμε να τα δώσουμε όλα. Και να απαιτήσουμε να μας τα δώσουν όλα.
Ξέρω πως είναι μια τεράστια φάρσα όλο αυτό. Να γεννιόμαστε και να
ξέρουμε από την αρχή πως υπάρχει ένα τέλος. Ας την απολαύσουμε λοιπόν.
Αυτός που σκέφτηκε να μας υποβάλει σε τούτη τη δοκιμασία πρέπει να είχε
μεγάλη έμπνευση. Ας σκεφτούμε κι εμείς κάτι καλό για να τον
εκπλήξουμε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου