Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ
Γεωργαντά Ευγενία, Psy.D.*
Ορισμός προσωπικότητας
Η προσωπικότητα είναι μια πολυσύνθετη έννοια στην οποία έχουν δοθεί
διαφορετικοί ορισμοί κατά περιόδους. Ο Allport έχει εντοπίσει 45 ορισμούς της
προσωπικότητας που ουσιαστικά εξαρτώνται ως ένα μεγάλο βαθμό από την
θεωρητική τοποθέτηση του κάθε επιστήμονα.
Ένας γενικός ορισμός της προσωπικότητας αναφέρεται σε αυτήν ως το
χαρακτηριστικό τρόπο με τον οποίο το άτομο σκέπτεται, αισθάνεται και
συμπεριφέρεται. Με άλλα λόγια αποτελεί ένα σύνθετο σχήμα συμπεριφοράς που
αναπτύσσει κάθε άτομο συνειδητά και ασυνείδητα σαν στυλ ζωής ή τρόπο
ύπαρξης κατά την διαδικασία προσαρμογής του στο περιβάλλον.
ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
Ιδρυτής της είναι ο Sigmund Freud (1856-1939). Η θεωρία αυτή
προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση όταν διατυπώθηκε και δέχτηκε μια συστηματική
πολεμική διότι ο Φρόιντ αποκάλυπτε τη σημασία και τις επιπτώσεις των
ανθρώπινων σεξουαλικών ορμών τονίζοντας πως ο πολιτισμός οικοδομείται
πάνω στην καταπίεση τους. Αυτές οι ιδέες σε μια εποχή που χαρακτηριζόταν
«βικτοριανή» (δηλαδή σεμνότυφη) προκάλεσαν κοινωνικό σκάνδαλο. Ας δούμε
όμως τις βασικές αρχές που διέπουν την ψυχαναλυτική θεωρία:
Ι. Βασικές Αρχές
A. Η ψυχολογία των συγκρούσεων (Psychology of conflict).
Η ψυχαναλυτική θεωρία βλέπει τη λειτουργία του μυαλού σαν την έκφραση
συγκρουόμενων / αντίπαλων δυνάμεων.
Μερικές από αυτές τις δυνάμεις είναι συνειδητές αλλά οι βασικές είναι
*Δημοσιευμένο στο βιβλίο «Τι Είναι Ψυχοθεραπεία», Εκδόσεις Ασημάκης (2003)
ασυνείδητες. Αυτή η σύγκρουση αντικατοπτρίζει μια αντίφαση που υπάρχει στη
διπλή φύση / υπόσταση του ανθρώπου σαν βιολογικό και σαν κοινωνικό oν.
Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης και κοινωνικοποίησης του το ατόμο είναι
αναπόφευκτο να βιώσει ματαίωση (frustration) , θυμό, απογοήτευση και
σύγκρουση / αντιφατικότητα (conflict).
Β. Αρχή της ηδονής. (Pleasure principle / Homeostatic model). Μια άλλη
βασική αρχή της ψυχαναλυτικής θεωρίας είναι ότι η ανθρώπινη ψυχολογία
κυβερνάται από την τάση του ανθρώπου να αποζητά την ευχαρίστηση και να
αποφεύγει τον πόνο.
Οι πρωταρχικές εμπειρίες ευχαρίστησης και πόνου παίζουν σημαντικό ρόλο στη
διαμόρφωση της δομής της προσωπικότητας του ανθρώπου. Ο Freud ήταν ο
πρώτος σύγχρονος ψυχολόγος που έδωσε σημασία στην παιδική ηλικία. Οι
πηγές των νευρώσεων βρίσκονται πάντα πέρα από την περιοχή του συνειδητού.
Έχουν απωθηθεί έξω από το συνειδητό επειδή έχουν οδυνηρό χαρακτήρα.
Γ. Μια άλλη βασική αρχή της ψυχαναλυτικής θεωρίας της
προσωπικότητας είναι ακριβώς αυτή η τοπογραφική σκοπιά (θεώρηση).
Δηλαδή ότι κάθε διανοητικό στοιχείο (mental element) κρίνεται βάσει του πόσο
προσιτό είναι στο συνειδητό. Το συνειδητό αποτελεί μόνο ένα μικρό κομμάτι του
ψυχικού / πνευματικού δυναμικού που έχουμε.
Συνειδητό
Υποσυνείδητο
Ασυνείδητο
Δ. Μια άλλη βασική αρχή είναι ο ντετερμινισμός. Δηλαδή τα γεγονότα
που συμβαίνουν στο ανθρώπινο μυαλό δεν είναι τυχαία, περιστασιακά ή
ασύνδετα μεταξύ τους. Οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι ορμές που έρχονται στο
συνειδητό είναι μια αλυσίδα από αιτιολογικά συνδεδεμένα φαινόμενα. Συνδέονται
με κάποια προηγούμενη εμπειρία στη ζωή του ατόμου. Πολλές απ’αυτές τις
συνδέσεις είναι ασυνείδητες.
Ε. Ένα άλλο βασικό στοιχείο του πως βλέπει η ψυχαναλυτική θεωρία την
προσωπικότητα είναι η δυναμική άποψη ότι δηλαδή υπάρχουν γενετήσιες
ορμές ένστικτο της ζωής (life oriented libidinal impulses--EROS) και επιθετικές
ορμές ένστικτο του θανάτου (destructive , death, aggressive impulses--
THANATOS) που ερεθίζουν και αναγκάζουν το μυαλό να δουλέψει, να
ενεργήσει, να αλλάξει. Λόγω της βιολογικής τους βάσης αυτές οι δυνάμεις έχουν
ονομαστεί ένστικτα ή ενορμήσεις (drives).
ΣΤ. Τέλος, μια άλλη αρχή της ψυχαναλυτικής θεωρίας της
προσωπικότητας είναι η γενετική άποψη, δηλαδή ότι η γέννηση των αντιθέσεων
/ συγκρούσεων, των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας, των νευρωτικών
συμπτωμάτων και της γενικότερα ψυχολογικής δομής του ανθρώπου μπορεί να
βρεθεί σε σημαντικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας που δημιούργησαν επιθυμίες
και φαντασίες.Οι ρίζες των ψυχολογικών δομών γεννιούνται στις φαντασιώσεις
και τις επιθυμίες της παιδικής ηλικίας.
Ι Ι . Δομή της Ανθρώπινης Ψυχής
Η ανθρώπινη ψυχή αποτελείται από τρεις δομές :
1. Το Εκείνο
2. Το Εγώ
3. Το Υπέρ-εγώ
Το εκείνο είναι το ρεζερβουάρ της ψυχικής ενέργειας – γεννιόμαστε με το αυτό
το οποίο περιλαμβάνει όλα τα βιολογικά ένστικτα της πείνας, της δίψας, της
σεξουαλικής ικανοποίησης, τα οποία δίνουν δύναμη και κατεύθυνση στην
ανθρώπινη συμπεριφορά. Το εκείνο είναι μία ασυνείδητη δύναμη η οποία δεν έχει
καμία σύνδεση με την πραγματικότητα. Αποζητά μόνο ένα πράγμα: την
ικανοποίηση των βασικών αναγκών και την εκτόνωση της έντασης που
συνοδεύει την ικανοποίηση αυτών των σωματικών αναγκών. Γιαυτό λέμε ότι το
εκείνο λειτουργεί βάσει της αρχής της ικανοποίησης / ευχαρίστησης (pleasure
principles). Αρχή της ηδονής
Το εγώ αρχίζει να εξελίσσεται μετά τη γέννηση και εμφανίζεται γύρω στον 6ο
μήνα. Ο ρόλος του εγώ είναι να μεσολαβεί μεταξύ του εκείνο, της
πραγματικότητας, και του υπέρ-εγώ. Γι’αυτό λέμε ότι το εγώ λειτουργεί βάσει της
αρχής της πραγματικότητας (reality principle) και είναι συνειδητό. Με βάσει
προηγούμενες εμπειρίες και αποτελέσματα το εγώ προσπαθεί να ικανοποιήσει
τις απαιτήσεις του εκείνο χωρίς να βλάψει το υπέρ-εγώ.
Το υπέρ-εγώ είναι το κομμάτι/ η δομή της προσωπικότητας που
αντιπροσωπεύει τις ηθικές αρχές της κοινωνίας όπως μεταφέρονται στο άτομο
από τους γονείς του – είναι αυτό που αποκαλούμε συνείδηση (conscience)—και
είναι η πηγή των ενοχών. Εκτός από την συνείδηση το υπέρ-εγώ έχει και ένα
άλλο κομμάτι το ιδανικό εγώ (ego-ideal). Η συνείδηση μας υποδεικνύει τα
πράγματα που δεν πρέπει να κάνουμε και μας τιμωρεί με τις ενοχές όταν δεν
υπακούμε, το ιδανικό-εγώ μας υποδεικνύει τι πρέπει να κάνουμε, πως θα
έπρεπε ιδανικά να είμαστε. Όπως το εκείνο, έτσι και το υπέρ-εγώ δεν βασίζεται
στην πραγματικότητα αλλά συνέχεια απαιτεί το «πνίξιμο» των ενστίκτων, του
σεξουαλικού και επιθετικού, προς χάρη ηθικών σκοπών και της εκπλήρωσης του
ιδανικού-εγώ.
Το εκείνο και το υπέρ-εγώ βρίσκονται σε μια πάλη. Όταν το εγώ δεν μπορεί
να βρει λύση και να συμβιβάσει τις επιθυμίες του εκείνο και του υπέρ-εγώ
δημιουργείται άγχος. Το άγχος είναι ένα προειδοποιητικό μήνυμα ότι το εγώ δεν
τα καταφέρνει στο ρόλο του.
ΙΙ Ι . Μηχανισμοί Άμυνας
Όταν το εγώ δεν αντέχει τις απαιτήσεις του υπέρ-εγώ ή δεν ελέγχει τις
απαιτήσεις που προέρχονται από το εκείνο, κινητοποιεί αυτόματα και ασυνείδητα
ορισμένους αμυντικούς μηχανισμούς για να μετριάσει το άγχος και την ένταση
που βιώνει. Σύμφωνα με τον Φρόιντ ο σκοπός των μηχανισμών αυτών είναι να
παραποιήσουν ή να αρνηθούν την πραγματικότητα. Ουσιαστικά δεν
μεταβάλλουν τις εξωτερικές συνθήκες αλλά μεταβάλλουν τον τρόπο με τον οποίο
το άτομο αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει την πραγματικότητα. Κάθε άτομο
χρησιμοποιεί αμυντικούς μηχανισμούς που θεωρούνται φυσιολογικές αντιδράσεις
στη διαδικασία προσαρμογής του. Όταν όμως καταφεύγει συστηματικά στη
χρήση αμυντικών μηχανισμών που γίνονται ο κυρίαρχος τρόπος αντίδρασης του
ατόμου στα προβλήματα της ζωής, τότε οι συνέπειες είναι παθολογικές.
Η Άννα Φρόιντ περιέγραψε διάφορους μηχανισμούς άμυνας που
αναπτύσσονται για να μπορέσει το εγώ να δώσει κάποια λύση και να μειώσει την
ένταση και το άγχος.
Οι βασικοί μηχανισμοί άμυνας είναι:
α - Απώθηση (Repression)
Αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία το εγώ σπρώχνει στο ασυνείδητο τις μη
αποδεκτές ορμές του που απειλούν την ακεραιότητα του. Δηλαδή η απώθηση
είναι όχι μόνο ένας μηχανισμός άμυνας αλλά και ο στόχος όλων των άλλων
μηχανισμών.
β - Άρνηση (Denial)
Δηλαδή η άρνηση της αναγνώρισης κάποιου κινδύνου. Η άρνηση της
πραγματικότητας χρησιμοποιείται όταν το άτομο απειλείται από έντονα και
επίπονα συναισθήματα.
γ - Παλινδρόμηση (Regression)
Η παλινδρόμηση συμβαίνει όταν το άτομο, αγχωμένο από απειλητικές σκέψεις
και συναισθήματα, συμπεριφέρεται με έναν τρόπο που είναι χαρακτηριστικός
ενός προηγούμενου εξελικτικού σταδίου, πριν την εμφάνιση της παρούσας
σύγκρουσης.
δ - Αντισταθμιστική συμπτωματολογία (Reaction formation)
Η αντιστάθμιση είναι η αντικατάσταση μιας ορμής, μίας σκέψης ή ενός
συναισθήματος που προκαλεί άγχος γιατί δεν είναι αποδεκτό από το υπέρ-εγώ
με το ακριβώς αντίθετο συναίσθημα ή ορμή.
ε - Προβολή (Projection)
Η προβολή συμβαίνει όταν, χωρίς να το συνειδητοποιεί, το άτομο αποδίδει τις
δικές του μη παραδεκτές ορμές σε άλλους.
στ - Μετάθεση (Displacement)
Η μετάθεση μη αποδεκτών συναισθημάτων, σκέψεων ή προθέσεων από τον
πραγματικό τους στόχο σε έναν άλλο, πιο ασφαλή στόχο.
ζ - Μετουσίωση (Sublimation)
Μορφή μετάθεσης όπου όμως οι ανεπίτρεπτες ορμές ανακατευθύνονται προς
ανώτερους στόχους που είναι κοινωνικά παραδεκτοί.
Η – Εκλογίκευση (Rationalization)
Με την εκλογίκευση το άτομο χρησιμοποιεί την λογική για να απωθήσει επίπονα
συναισθήματα, επιθυμίες ή σκέψεις που του προκαλούν έντονο στρες. Με λογικά
επιχειρήματα προσπαθεί να αποδείξει στον εαυτό του και στους άλλους ότι οι
πράξεις , οι επιθυμίες και τα κίνητρα της συμπεριφοράς του είναι ορθά και
συνεπώς παραδεκτά. Ένα άλλο είδος εκλογίκευσης είναι η νοηματοποίηση
(intellectualization) κατά την οποία το άτομο προσπαθεί να απομακρύνει ή να
εξουδετερώσει το συναίσθημα που συνοδεύει μια πράξη που του προκαλεί
αναστάτωση δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην καθαρά νοηματική επεξεργασία της
εμπειρίας που το απειλεί.
Όλοι οι μηχανισμοί άμυνας είναι χρήσιμοι και ωφέλιμοι, ειδικά σε
περιόδους κρίσιμες, για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε το αρχικό σοκ.
IV . Στάδια Εξέλιξης της Προσωπικότητας
Ο Φρόιντ υποστήριζε ότι η προσωπικότητα αναπτύσσεται μέσα από
τέσσερα διαδοχικά ψυχοσεξουαλικά στάδια. Το κάθε στάδιο στη ζωή του παιδιού
συνοδεύεται από μία περιοχή του σώματος όπου συγκεντρώνονται οι ορμές και η
ευχαρίστηση. Το πως θα επιλυθούν οι αντιθέσεις / συγκρούσεις που
δημιουργούνται μεταξύ των σεξουαλικών αυτών ορμών και των απαιτήσεων που
θέτει η κοινωνία είναι καθοριστικά για τον σχηματισμό της προσωπικότητας του
ατόμου. Αποτυχία στην επίλυση μιας τέτοιας σύγκρουσης μπορεί να έχει σαν
αποτέλεσμα την καθήλωση (fixation) του ατόμου σε ένα στάδιο.
Τα Ψυχοσεξουαλικά στάδια εξέλιξης είναι:
1. Στοματικό στάδιο / Oral stage – 1ος χρόνος
Η σεξουαλική ευχαρίστηση του παιδιού συγκεντρώνεται στην περιοχή του
στόματος. Ο θηλασμός έχει σημασία πέρα από την ικανοποίηση του ενστίκτου
της πείνας σαν πηγή ευχαρίστησης. Εάν το μωρό επανειλημμένα βιώνει άγχος
σχετικά με το αν θα του δώσουν φαγητό ή όχι μπορεί να καθηλωθεί σε αυτό το
στάδιο και να μάθει ότι είναι πλήρως εξαρτημένο στους άλλους. Έτσι θα οδηγηθεί
σε μια παθητική και εξαρτημένη στάση ζωής.
2. Πρωκτικό στάδιο /Anal stage – 2ος χρόνος
Το στάδιο αυτό αρχίζει όταν το παιδί αναπτύξει την ικανότητα ελέγχου του
σφιγκτήρα. Σαν αποτέλεσμα βλέπουμε να παίρνει μεγάλη ικανοποίηση από το να
κρατάει ή να αφήνει τα κακά του. Παράλληλα αρχίζει η εκπαίδευση από τους
γονείς και έχουμε τις πρώτες σοβαρές απαιτήσεις. Εάν οι απαιτήσεις για
καθαριότητα είναι υπερβολικές και το παιδί δεν μπορεί να εκφράσει την
ικανοποίηση του από τον έλεγχο ή μη του σφιγκτήρα και να επιλύσει τις
αντιθέσεις που δημιουργεί αυτό το στάδιο εξέλιξης και πάλι μπορεί να δούμε
καθήλωση. Αργότερα θα διαπιστώσουμε χαρακτηριστικά προσωπικότητας όπου
το άτομο θα δίνει υπερβολική σημασία στην τάξη και την καθαριότητα.
3. Φαλλικό στάδιο / Phallic stage – από 3 έως 5 με 6 χρόνων
Η ερωτική ευχαρίστηση του παιδιού συγκεντρώνεται στα γεννητικά όργανα
και τον αυνανισμό. Το στάδιο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ψυχολογική
εξέλιξη του ατόμου. Αυτή είναι η περίοδος του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, όπου
το αγόρι θέλει να πάρει τη θέση του πατέρα του πλάι στη μητέρα του και το
κορίτσι της μητέρας του πλάι στον πατέρα του. Ο Freud είδε αυτή την επιθυμία
σαν καθαρά σεξουαλική. Βέβαια το παιδί φοβάται ότι ο γονιός του ιδίου φύλου
που ζηλεύει για τη στάση αυτή του παιδιού θα εκδικηθεί. Έτσι το παιδί βρίσκεται
σε μια σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία του να βρίσκεται κοντά στον γονιό του
άλλου φύλου και το φόβο του ότι θα τιμωρηθεί από το γονιό του ίδιου φύλου.
Κατά τον Freud, η υγιής αντίδραση και λύση σ’ αυτή τη σύγκρουση είναι όταν το
παιδί αναγνωρίσει ότι δεν μπορεί να κατακτήσει το γονιό του και έτσι προσπαθεί
να γίνει σαν το άτομο που έχει ήδη καταφέρει αυτήν την κατάκτηση. Έτσι το παιδί
ταυτίζεται με τον γονιό του ιδίου φύλου και υιοθετεί τις αξίες ιδίου φύλου και
υιοθετεί τις αξίες του, τις αρχές του, τη συμπεριφορές του.
Αυτή η ταύτιση είναι σημαντική για την ανάπτυξη του υπέρ-εγώ /
της συνείδησης του παιδιού. Παράλληλα, αυτή η προσπάθεια ταύτισης είναι και
μηχανισμός άμυνας με την έννοια ότι αν το παιδί γίνει σαν το άτομο το οποίο
φοβάται θα είναι λιγότερο εκτεθειμένο στον κίνδυνο της τιμωρίας. Το κίνητρο για
την εγκατάλειψη της ιδέας της κατάκτησης της μητέρας στα αγόρια είναι ο φόβος
του ευνουχισμού από τον πατέρα. Στα κορίτσια το κίνητρο για την εγκατάλειψη
του πατέρα είναι ο φόβος της απώλειας της αγάπης από την μητέρα. Ο Freud
θεώρησε ότι ο φόβος του ευνουχισμού είναι ισχυρότερο κίνητρο και έτσι η
ταύτιση του αγοριού με τον πατέρα είναι πιο ισχυρή. Αυτό κατεπέκταση οδηγεί σε
ένα πιο ισχυρό υπέρ-εγώ, σε ένα πιο ηθικό άτομο. Αυτές οι ιδέες αργότερα θα
αμφισβητηθούν κυρίως από την Karen Horney.
4. Λανθάνουσα περίοδος / Latency stage από 5 – 6 ετών μέχρι την ήβη.
Σε αυτή την περίοδο οι σεξουαλικές ορμές μένουν για λίγο στο περιθώριο και το
παιδί είναι απασχολημένο με την εκμάθηση κοινωνικών και γνωστικών
ικανοτήτων.
5.Γεννητικό στάδιο / Genital stage – η εφηβεία.
Η ευχαρίστηση σ’ αυτή την τελευταία περίοδο συγκεντρώνεται στην συνουσία.
Συναισθήματα εξάρτησης και το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα μπορεί να ξαναέρθουν
στην επιφάνεια. Ο Freud μάλιστα πίστευε ότι οι εντάσεις της εφηβείας ξεκινάνε
κυρίως από την ύπαρξη αυτών των συγκρούσεων. Αν το άτομο καταφέρει να
επιλύσει με επιτυχία αυτές τις αντιθέσεις θα είναι σε θέση να αναπτύξει βαθιές και
ώριμες σχέσεις και να λειτουργήσει σαν ανεξάρτητος ενήλικας.
Σε κάθε ένα από τα προαναφερθέντα στάδια εξέλιξης υπάρχει και μια
χαρακτηριστική κατάσταση κινδύνου που προκαλεί έντονα συναισθήματα
δυσαρέσκειας , στεναχώριας, κ.τ.λ. Στο πρώτο στάδιο ο μεγαλύτερος κίνδυνος
είναι ότι η μητέρα δεν θα είναι διαθέσιμη. Αυτό συνήθως αναφέρεται σαν ο
κίνδυνος της απώλειας του αντικειμένου (loss of object). Στο δεύτερο στάδιο και
αφού έχει αναπτυχθεί η ιδέα της μητέρας σαν ένα ξεχωριστό ανεξάρτητο ον ο
κίνδυνος είναι η απώλεια της αγάπης της μητέρας (loss of love). Στο τρίτο στάδιο
ο κίνδυνος είναι ο φόβος που αισθάνεται το παιδί ότι ο γονιός του θα τον
εκδικηθεί και θα του κάνει κακό γιατί έχει απαγορευμένες σεξουαλικές και
επιθετικές ορμές. Αυτός ο κίνδυνος παίρνει τη μορφή του φόβου του
ευνουχισμού (fear of castration) στα αγόρια. Αργότερα και αφού το παιδί έχει
εσωτερικεύσει τις εξωτερικές απαγορεύσεις και τις απειλές για τιμωρία έχουμε το
φόβο της συνείδησης. Κάθε μια από αυτές τις καταστάσεις προκαλεί άγχος και
βάζει σε κίνηση τους μηχανισμούς άμυνας.
V . Μέθοδος της Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας
Οι αρχές και οι τεχνικές της ψυχανάλυσης σαν θεραπείας βασίζονται στην
ψυχαναλυτική θεωρία της νεύρωσης. Αρχικά ο Φρόιντ πίστευε ότι τα νευρωτικά
συμπτώματα είναι το αποτέλεσμα καταπιεσμένων και ανεκδήλωτων
συναισθηματικών εντάσεων που ήταν συνδεδεμένα με την ανάμνηση κάποιας
τραυματικής παιδικής σεξουαλικής εμπειρίας που είχε απωθηθεί στο
ασυνείδητο. Αργότερα θεώρησε ότι δεν ήταν αναγκαστικά εμπειρία αλλά
φαντασίωση ή επιθυμία του ίδιου του παιδιού. Στην θεραπευτική του μέθοδο
αρχικά χρησιμοποιούσε την ύπνωση για την επίτευξη της κάθαρσης από την
τραυματική αυτή κατάσταση. Αργότερα ανέπτυξε την τεχνική των ελεύθερων
συνειρμών (free association). Ο κύριος στόχος της μεθόδου αυτής ήταν να φέρει
στο συνειδητό το περιεχόμενο του ασυνειδήτου.
Νευρώσεις στους ενήλικες μπορεί να ξανααναπτυχθούν όταν η ισορροπία
ανάμεσα στις πιέσεις των ορμών και των αμυντικών δυνάμεων του εγώ ταραχτεί.
Τρεις καταστάσεις όπου αυτό μπορεί να συμβεί:
1. Όταν το άτομο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις αυξημένες ψυχολογικές
πιέσεις μιας νέας εξελικτικής περιόδου π.χ. γάμος
2. Απογοήτευση, αποτυχία, κάποιος χαμός / θάνατος, αρρώστιες ή άλλες
έντονες περιόδους κρίσης.
3. Κάποια κατάσταση η οποία έχει αντιστοιχία με βασικά στοιχεία μιας
κατάστασης της παιδικής ηλικίας η οποία ήταν τραυματική και
δημιούργησε σύγκρουση τότε.
Στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία ο ασθενής ξαπλώνει και κοιτά μακριά
από τον αναλυτή. Ο αναλυτής κάθεται πίσω από τον καναπέ και ακούει χωρίς να
είναι κριτικός, με αγαθή περιέργεια. Ζητά από τον ασθενή να εκφράσει με λέξεις
οτιδήποτε σκέψεις, εικόνες, συναισθήματα έρχονται στο μυαλό του. Πότε-πότε ο
αναλυτής διακόπτει την ελεύθερη αυτή έκφραση για να κάνει διασυνδέσεις
ανάμεσα σε διάφορα πράγματα που έχει πει ο ασθενής. Έτσι για λίγο αναγκάζει
τον ασθενή να μεταβληθεί από παθητικό ομιλητή σε παρατηρητή και να
συλλογιστεί τις πιθανές συσχετίσεις των διαφόρων συλλογισμών του.
Εκτός από την χρήση των ελεύθερων συνειρμών στην ψυχανάλυση
χρησιμοποιείται η ανάλυση ονείρων. Λαμβάνονται υπ’οψη η χρήση του χιούμορ,
οι παραδρομές της γλώσσας και αλλά ασυναίσθητα λάθη ως ενδείξεις του
ασυνειδήτου.
Η ψυχανάλυση περιλαμβάνει μια υπόσχεση για αλλαγή μέσο της
διαδικασίας της κριτικής αυτο-εκτίμησης / αυτο-ανάλυσης (γνώθι σ’εαυτόν). Η
αναλυτική διαδικασία γίνεται τουλάχιστον 4 φορές την εβδομάδα, για τουλάχιστον
45 λεπτά τη φορά και διαρκεί αρκετά χρόνια.
V I . Στάδια Ψυχανάλυσης
Η ψυχανάλυση αποτελείται από 4 φάσεις:
1) Η αρχική φάση
Κατά την διάρκεια των πρώτων 3 έως 6 μηνών έχουμε την συγκέντρωση
στοιχείων για τη φύση του προβλήματος και την καταλληλότητα του ασθενή για
ψυχανάλυση. Λαμβάνεται το ιστορικό και η εξελικτική πορεία του ασθενούς. Σιγά-
σιγά αρχίζει να ανακαλύπτει ο αναλυτής μια κοινή γραμμή, ένα θέμα που
επαναλαμβάνεται.
2) Η ανάπτυξη της μεταβίβασης (transference)
Σε κάποια στιγμή που ο ασθενής αρχίζει να συνδέει τις τωρινές δυσκολίες του με
μη συνειδητές αντιθέσεις / συγκρούσεις από την παιδική του ζωή παρατηρείται
ένα περίεργο και ενδιαφέρον φαινόμενο. Το άτομο του αναλυτή αποκτά
μεγαλύτερη συναισθηματική αξία στη ζωή του ασθενούς. Οι απαιτήσεις του
ασθενούς και το πώς βλέπει τον αναλυτή γίνονται ακατάλληλες και δεν έχουν
σχέση με την πραγματικότητα. Η σχέση τους διαστρεβλώνεται. Ο ασθενής
μεταφέρει στο πρόσωπο του θεραπευτή στοιχεία και γεγονότα από το πως
έβλεπε και πως σχετίζονταν με πρόσωπα της παιδικής του ηλικίας, κυρίως τους
γονείς του. Έτσι δημιουργείται μια θετική ή μια αρνητική μεταβίβαση. Η ανάλυση
της μεταβίβασης είναι μια από τις βασικότερες τεχνικές της ψυχανάλυσης.
Δηλαδή ο αναλυτής βοηθά τον ασθενή να ξεχωρίσει τι είναι φαντασία και τι
πραγματικότητα, τι είναι παρελθόν και τι παρόν.
3) Θεραπευτική επεξεργασία (Working through)
Η φάση αυτή της θεραπείας συμπίπτει με, και συνεχίζει, την ανάλυση της
μεταβίβασης. Η διαδικασία της θεραπευτικής επεξεργασίας αποτελείται από την
επανάληψη, την επεξεργασία, και την ενίσχυση. Δηλαδή δρα σαν καταλύτης
ανάμεσα στην ανάλυση της μεταβίβασης και την υπερπήδηση του εμποδίου της
αμνησίας σημαντικών παιδικών εμπειριών που έχει αναπτυχθεί. Δηλαδή η
επιτυχής ανάλυση της μεταβίβασης βοηθά στο να ξαναέρθουν στη μνήμη
σημαντικά γεγονότα και φαντασίες από το παρελθόν του ασθενούς. Αυτό το
παιχνίδι ή εναλλαγή μεταξύ ανάλυσης της μεταβίβασης και περαιτέρω
ανακλήσεων αναμνήσεων ισχυροποιεί τις διασυνδέσεις και τηn ενόραση (insight)
του ασθενούς για την τωρινή του κατάσταση.
4) Επίλυση της μεταβίβασης (resolution of transference).
Η επίλυση της μεταβίβασης αποτελεί την τελική φάση της θεραπείας. Τεχνικά ο
στόχος του αναλυτή είναι η επίλυση της μη συνειδητής νευρωτικής προσήλωσης
(προσκόλλησης/ εξάρτησης) του ασθενούς στο πρόσωπο του αναλυτή.
Ορισμένα χαρακτηριστικά αυτής της φάσης είναι:
α) Το αναζωπήρωμα των συμπτωμάτων
β) Η παρουσία καινούργιων αναμνήσεων
γ) Καινούργιες επιθυμίες και κρυφές ελπίδες για παντοδυναμία.
Σε αυτή τη φάση είναι σημαντικό να διερευνηθούν οι φαντασιώσεις του ασθενούς
για το πως θα είναι η ζωή του μετά το πέρας της ανάλυσης.
Η ψυχανάλυση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί με όλους τους ασθενείς. Για
να είναι επιτυχής η ψυχανάλυση χρειάζεται το άτομο να έχει ισχυρό κίνητρο για
αλλαγή, να είναι ειλικρινές και ικανό να αντέξει απογοητεύσεις και ματαίωση.
Πρέπει να μπορεί να εκφραστεί λεκτικά, να μην είναι παρορμητικό και
ναρκισσιστικό. Ψυχωσικές και άλλες ακραίες διαταραχές (π.χ. παθολογικοί
ψεύτες) δεν ενδείκνυνται για ψυχανάλυση.
ΝΕΟ-ΦΡΟΥΔΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ
Μετά τον Φρόιντ, η ψυχαναλυτική θεωρία επηρεάστηκε από μία ομάδα
μαθητών και συνεργατών του Φρόιντ που ανέπτυξαν μια νέα κίνηση
προβάλλοντας κυρίως δύο νέες θεωρητικές κατευθύνσεις στην ψυχαναλυτική
σκέψη:
1) Μια ομάδα νέο-φροϋδικών ψυχαναλυτών αποκαλέστηκαν «Αναλυτές του
Εγώ» (Karen Horney, Anna Freud, Erik Erikson, κ.τ.λ.) οι οποίοι έδωσαν
μεγαλύτερη σημασία στο εγώ και μικρότερη στο εκείνο. Όπως είναι γνωστό ο
Φρόιντ υποστήριζε ότι το εγώ είναι ένας απλός μεσάζων που επιδιώκει να
ικανοποιήσει τις ανάγκες και παρορμήσεις του εκείνο χωρίς να διαταράξει ή
να έρθει σε αντίθεση με το υπέρ-εγώ. Σύμφωνα όμως με τους αναλυτές του
εγώ, το εκείνο παύει να θεωρείται ως η υπερδύναμη της ψυχικής δομής και το
εγώ αντιμετωπίζεται σαν μια δύναμη που έχει την ικανότητα να ελέγχει το
περιβάλλον και να επιλέγει τον χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο θα
ικανοποιήσει τις παρορμήσεις του εκείνο. Το εγώ θεωρείται ικανό για
δημιουργικότητα και επίτευξη ικανοποιητικών στόχων που επιλέγει το άτομο.
Έτσι ανάμεσα στις ενστικτώδεις ενορμήσεις, τις εξωτερικές συνθήκες και την
πράξη παρεμβάλλεται η σκέψη που ελέγχει τόσο την εσωτερική ενέργεια όσο
και τις αντιδράσεις του ατόμου στο εξωτερικό περιβάλλον.
2) Μια δεύτερη νέα κατεύθυνση που επηρέασε την ψυχαναλυτική σκέψη
δίνει έμφαση στη σημασία των κοινωνικών σχέσεων για την εξήγηση της
διαμόρφωσης της προσωπικότητας. Έτσι αντί να θεωρούν την ανθρώπινη
φύση σαν το αποτέλεσμα συγκρούσεων γύρω από τις ορμές του Εκείνου, τη
βλέπουν πιο πολύ σαν το αποτέλεσμα των σχέσεων του παιδιού με άλλα
σημαντικά πρόσωπα στη ζωή του. Η κατεύθυνση αυτή αντικατοπτρίζεται στη
μοντέρνα ψυχαναλυτική μέθοδο που αποκαλείται Θεωρία της σχέσεως με
το αντικείμενο ή αντικειμενότροπες σχέσεις (Object Relations Theory
--Melanie Klein, Heinz Kohut). Η θεωρία αυτή δίνει έμφαση στη σχέση
προσκόλλησης (attachment) του μωρού, κυρίως στη μητέρα, και τη σημασία
που έχει η ποιότητα αυτών των πρώτων προσκολλήσεων για την ανάπτυξη
του Εγώ του παιδιού, των συναισθημάτων σχετικά με τον εαυτό του και την
ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων στη μετέπειτα ζωή του. Έτσι οι
θεωρητικοί της σχέσεως με το αντικείμενο βλέπουν τη σχέση με τους γονείς
σαν ένα καθοριστικό παράγοντα για την κατεύθυνση που παίρνει η
προσωπικότητα του ατόμου.
Εκτός από αυτές τις δυο κατευθύνσεις της ψυχαναλυτικής σκέψης
βλέπουμε δυο από τους κοντινούς συνεργάτες του Freud, που ήρθαν σε ρήξη
μαζί του, να δημιουργούν δικές τους σχολές. Ο Jung την Αναλυτική Ψυχολογία
και ο Adler την Ατομική Ψυχολογία.
Ο Jung διαφώνησε με τον Freud σχετικά με τη φύση του υποσυνείδητου. Ο
Jung πίστευε ότι το ασυνείδητο δεν είναι απλώς ένα ρεζερβουάρ από
απαγορευμένες ορμές και απωθημένες μνήμες, αλλά και η πηγή των
προσπαθειών μας για ευχαρίστηση και δημιουργικότητα. Επίσης ο Jung πίστευε
ότι μέσα μας υπάρχει μια πάλη αντίθετων δυνάμεων. Δηλαδή κάθε άνθρωπος
έχει μια παθητική – θηλυκή φύση και μια δυναμική - ανδρική φύση. Καθ’ ένας μας
επίσης έχει στοιχεία εσωστρέφειας και εξωστρέφειας. Επίσης, υπάρχει μια πάλη
ανάμεσα στο πρόσωπο που παρουσιάζουμε στους άλλους (persona) και την
ιδιωτική εικόνα του εαυτού μας (anima/animus). Κατά τον Jung, το έργο κάθε
ανθρώπου είναι να μπορέσει να ενώσει αυτές τις αντίθετες δυνάμεις.
Ο Adler διαφώνησε με τον Freud γιατί πίστευε ότι η κύρια δύναμη
κινητοποίησης στην ανθρώπινη ζωή δεν είναι η ικανοποίηση των σεξουαλικών
ορμών, αλλά η προσπάθεια για ανωτερότητα. Μ’ αυτό εννοούσε το εσωτερικό
ψάξιμο για τελειότητα. Ο Adler είπε ότι όλα τα παιδιά γεννιόνται με μια βαθιά
αίσθηση κατωτερότητας λόγω του μικρού τους μεγέθους, των φυσικών
αδυναμιών, και την έλλειψη γνώσης και δύναμης στον κόσμο των ενηλίκων. Ο
Adler χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο “σύμπλεγμα κατωτερότητας”
(inferiority complex). Ο Adler πίστευε ότι ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς
σχετίζονται με τα παιδιά τους έχει σημαντικό αποτέλεσμα στην ικανότητα του
παιδιού να ξεπεράσει αυτά τα συναισθήματα κατωτερότητας και να πετύχει στη
μετέπειτα ζωή του. Έτσι ο Adler είδε την προσωπικότητα σαν βαθιά
επηρεασμένοι από την ποιότητα των πρώτων κοινωνικών σχέσεων.
Σημαντική επίσης την ψυχαναλυτική σκέψη είναι η Karen Horney η οποία
είδε και αυτή την προσωπικότητα του ενήλικα σαν σχηματισμένη από τις παιδικές
εμπειρίες, αλλά, αντίθετα από τον Freud, έδωσε, και αυτή, σημασία στις
κοινωνικές σχέσεις – ιδίως με τους γονείς – αντί στην επίλυση των αντιθέσεων
του Εκείνου. Η Horney μίλησε για τα συναισθήματα «βασικού άγχους» (basic
anxiety) και «βασικής εχθρότητας» (basic hostility). Όταν οι γονείς
συμπεριφέρονται αδιάφορα, υποτιμητικά και με αστάθεια, το παιδί αισθάνεται
ανασφαλές και ανήμπορο βιώνοντας το βασικό άγχος. Αυτά τα συναισθήματα,
κατά τη Horney, συνοδεύονται και από ένα βαθύτερο συναίσθημα μνησικακίας
απέναντι στους γονείς – βασική εχθρότητα. Επειδή αυτή η εχθρότητα δεν μπορεί
να εκφραστεί άμεσα, γιατί το παιδί χρειάζεται και φοβάται τους γονείς του,
απωθείται και οδηγεί σε συναισθήματα αναξιότητας και άγχους. Αυτή η ένταση
ανάμεσα στη βασική εχθρότητα και το βασικό άγχος οδηγεί το παιδί, και
αργότερα τον νευρωτικό ενήλικα, να υιοθετήσει μια από τις ακόλουθες 3 στάσεις
κοινωνικών αλληλεπιδράσεων:
1) μια κίνηση προς τους άλλους
2) μια κίνηση έναντι (αντίθετα) των άλλων
3) μια κίνηση μακριά από τους άλλους
Όταν κινείται προς τους άλλους, το άτομο ενδίδει στους άλλους και είναι
πάντα ανήσυχο να τους ευχαριστήσει έτσι ώστε να κερδίσει την έγκριση και την
αγάπη τους. Το άτομο που κινείται έναντι των άλλων προσπαθεί να βρει
σιγουριά μέσο της κυριαρχίας. Ο στόχος του ατόμου που κινείται μακριά από
τους άλλους είναι να προστατευτεί, να βρει ασφάλεια στην απόσταση, στην
απομάκρυνση. Έτσι δεν αφήνει ποτέ να δημιουργηθούν κοντινές σχέσεις. Όλοι
αυτοί οι προστατευτικοί μηχανισμοί δημιουργούν πολλά διαπροσωπικά
προβλήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου