Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Ο Διονύσιος Σολωμός και τα θρησκευτικά πρότυπα.

Ο Διονύσιος Σολωμός και τα θρησκευτικά πρότυπα.

 
Ο Διονύσιος Σολωμός και τα θρησκευτικά πρότυπα στο έργο του*

Η Μαρία Ρουκανά – Αμπελά
Το έτος 2007 ήταν αφιερωμένο στη μνήμη δυο μεγάλων βάρδων της ποίησής μας, που όσα χρόνια και αν διαβούν το έργο τους μένει στην ιστορία, σταθμός για τους μεταγενέστερους, του Διονυσίου Σολωμού, του Εθνικού μας ποιητή και του Ugo Foscolo.
Συμπληρώθηκαν ήδη 150 χρόνια από το θάνατο του Διονυσίου Σολωμού που άφησε το θνητό του μέρος στο τάφο και το άστρο του θα λάμπει στο λογοτεχνικό στερέωμα. Η φωτεινή του μορφή και η υπέροχη πνευματική του πορεία και άνοδος αναμφισβήτητα τον καθιέρωσαν στο θρόνο του Μέγιστου Νεοέλληνα πατέρα της ποίησης και συνάμα του εθνικού μας ποιητή. Την αποψινή μας βραδιά, πιστεύω ότι είναι έντονη η παρουσία του κοντά μας, εδώ στο λόφο του Στράνη εδώ που η τιτανομαχία του Μεσολογγίου του τάραζε την ψυχή, όταν άκουγε μερόνυχτα τις κανονιές και το δράμα των δύστυχων Μεσολογγιτών τον έκανε να κλαίει. Εδώ που ο ποιητής μας σε μια από τις ψυχικές του εξάρσεις, πάνω στην ορμή των 25 χρόνων του, ενώ το κανόνι βροντούσε έγραψε το Μάη του 1823 τον Ύμνο στην Ελευθερία. Την Ελευθερία που δεν μπορεί να κατακτηθεί παρά με αγώνα και με θυσία και που ο ποιητής την παρουσίασε με ασύλληπτο μεγαλείο φοβερή, εκδικήτρια μορφή, με βλέμμα αποφασιστικό, να υψώνει το τιτάνιο ανάστημά της μπροστά στον εχθρό, μεστή από το χρέος για την Ελλάδα, μεστή από όσα περιέχονται στις σφαίρες και στα συστήματα των υψηλών ιδεών. Δεν υπάρχει πτυχή του Σολωμικού έργου που να μην έχει στο βάθος της το όραμα της Ελευθερίας.
Όπως μας λέει χαρακτηριστικά ο Γιάννης Αποστολάκης « Στην Ελλάδα λάτρεψαν για πρώτη φορά οι άνθρωποι τη λευτεριά. Θα έλεγε κανείς πως η μορφή της ελληνικής ζωής είναι η λευτεριά. Ελλάδα και λευτεριά είναι το ίδιο πράγμα». Ο Διονύσιος Σολωμός είχε κλείσει στην ψυχή του την Ελλάδα και ένιωθε να λαχταράει μέσα του κάθε είδος μεγαλείου». Ο εθνικός μας ποιητής γεννήθηκε από πατέρα αριστοκράτη και από μάνα όμορφη, κόρη του λαού. Ο ευτυχισμένος αυτός συνδυασμός αίματος δυο κοινωνικών τάξεων, τόσο αντίθετων του άρχοντα και του ποπολάρου, δεν είναι άσχετος με το έργο του. Το μητρικό λαϊκό αίμα, διακρίνουμε στην αγάπη του για την ελευθερία, στην ειλικρίνειά του, στην γενναιοδωρία του, στην καλοσύνη του, στην θρησκευτικότητά του, στην πίστη του στο θεό. Το πατρικό αρχοντικό αίμα, διακρίνουμε στον ορμητικό ανυπότακτο χαρακτήρα του, στο πείσμα του, στη τσουχτερή ειρωνεία, στο λεπτολόγο και δύσκολο διάλεγμα των φίλων του, στη λατρεία της φύσης. Και του συνδυασμού αυτού λουλούδι αξετίμητο είναι το ποιητικό του έργο. Αγάπη, καλοσύνη, πίστη, χαρακτηρίζουν την ποίησή του και μέσα σ΄ αυτή πλέκει τους στίχους του για να της δώσει εκείνη την ατέλεστη αισιοδοξία και κείνο το « χαρούμενο φως που πατεί τον Άδη και το χάρο» και κάνει τον κόσμο νέο, όμορφο, αγγελικά φτιαγμένο.
Στην αποψινή μου ομιλία θα ήθελα να επιτύχω μια ταπεινή απόπειρα θρησκευτικής προσέγγισης στον εθνικό μας ποιητή, που ήταν βαθιά θρησκευτική φυσιογνωμία, αλλά και στο έργο του. Είναι γεγονός, ότι έχουν ασχοληθεί κάποιοι με την θρησκευτικότητα του μεγάλου Επτανήσιου ποιητή και γράφτηκαν ορισμένα έργα για την επίδραση της Αγίας Γραφής στο έργα του, ιδεολογική και λογοτεχνική μολονότι ο Δημαράς υποστηρίζει ότι « μας είναι ανεπαρκώς γνωστοί, γιατί δεν έχουν μελετηθεί οι θρησκευτικές πηγές του άεργου του». Κανείς δεν αμφιβάλει ότι οι μεγάλοι ποιητές γίνονται φορείς αδιάφθορης αξίας για τους λαούς τους και ολόκληρη την ανθρωπότητα. Διότι οδεύουν και εισδύουν στο χώρο του πνεύματος με στόχο την αναζήτηση της ομορφιάς, της αλήθειας της ζωής των μεγάλων ιδεών. Πράγματι βαθιά ιδεαλιστής ο Διονύσιος Σολωμός αλλά και βαθιά θρησκευόμενος. Η σχέση του με την θρησκεία ήταν καρπός μια ζωντανής και δημιουργικής πίστης, που έτρεφε από μικρός προς τον Χριστιανισμό. Οι πληροφορίες από την παιδική του ηλικία, αναφέρουν ότι ο κόντε Νικόλας Σολωμός αγαπούσε τα δυο παιδιά του Διονύσιο και Δημήτριο και έλεγε για αυτά : « ανατράφηκαν στις αγκάλες μου και σφόδρα τ’ αγαπώ ώσπερ ήταν λεγκτίτιμα κατά τους νόμους της εκκλησίας».
Φαίνεται όμως ότι και η μητέρα τους, η Αγγελική Νίκλη, η ταπεινή υπηρέτρια στο κοντέϊκο του Σολωμού, απλή ρωμιά, τα πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, όπου ο Διονύσιος πολλές φορές με την γλυκιά φωνή του έψαλε το « κύριε ελέησον καθαρά σφορτινά και σταράτα». Χαρακτηριστικά είναι τα λεγόμενα στα γράμματα της. «Οι ευχές μου και του αφεντός Θεού να είσαι ευτυχισμένος», «μήπως σου εμήνυσα να μου στείλεις μεγάλα πράγματα; Εκείνο που ήθελε σε φωτίσει ο θεός» , «Με τη χάρη του Αγίου Διονυσίου, ότι σου γράφω όλα είναι αλήθεια».Στη διαθήκη της εξάλλου άγραφε : «Όταν ο θεός με καλέσει από ετούτην εις την άλλη ζωή θέλω να ενταφιαστεί το σώμα μου, εις τον ναόν της Υπεραγίας των Αγγέλων». Αλλά και ο Διονύσιος αγαπούσε, σεβόταν και λάτρευε τη μάνα του. Από την Ιταλία που σπούδαζε της έγραφε: ¨Ακριβή μου μητέρα. Έτσι είναι. όταν ένα παιδί νιώθει βαθιά αληθινή αγάπη για τους γονιούς του. Θεέ μου, δε θα ‘θελα να φτάσω σε θέση να μην μπορώ πια να σε ξαναδώ». Δυστυχώς όμως ο ποιητής μας έφτασε σαυτή τη θέση μετά τη φοβερή Δίκη, όταν η μάνα του, τον απαρνήθηκε, για τον άλλο της γιο, που απέκτησε από το δεύτερο γάμο της με τον Λεονταράκη. Ο ποιητής μας πληγώθηκε βαθιά από τη στάση της μάνας του, τραυματίστηκε στον ψυχικό του κόσμο και από τότε κράτησε ανερμήνευτη σκληρότητα απέναντί της. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει την ανέλπιστη πράξη της και δεν την ξανάδε ποτέ. Ο Δημήτριος ο αδελφός του ποιητή, μας διηγόταν στο Δεσιάζη ότι ο Διονύσιος από μικρός σύχναζε στο ιερό του ναού της γειτονιάς του. Είχε μάθει απ’ έξω τους ψαλμούς του Δαβίδ, τους θρήνους του Ιερεμία, το βιβλίο του Ιώβ και το Άσμα Ασμάτων, από το οποίο είχε εμπνευσθεί πολλά από τα Ιταλικά του τραγούδια. Σε μεγαλύτερη ηλικία διάβαζε τον Απόστολο στην Παναγία των Κομούτων. Χαρακτηριστικό της βαθιάς ευσέβειάς του κατά τους παιδικούς του χρόνους αναφέρεται, ότι κάποια μέρα επιστρέφοντας από τον ναό ρωτήθηκε από τον κόντε Σολωμό, τον πατέρα του. «παιδί μου που ήσουνα προτού γεννηθείς;» και ο Σολωμός απάντησε αδίστακτα και με παρρησία «εις τον νουν του Θεού». Άλλες πληροφορίες τον παρουσιάζουν παιδί έντονα να θλίβεται όταν άκουγε και ¨ενίοτε¨ κατά τον Δεβιάζη διεπληκτήζετο μετά των βλασφημούντων. Μάλιστα όταν εύρισκε εις το έδαφος αντικείμενο σε σχήμα σταυρού, απέφευγε να το πατήσει, το ελάμβανε και το ασπάζετο. Είναι λοιπόν γεγονός ότι ο Διονύσιος Σολωμός ήταν από μικρός αφιερωμένος στο Θεό. Ο χριστιανισμός ζούσε μέσα του σαν αξία αληθινή, πίστευε στη θρησκεία όχι με τυπικότητα . Άλλωστε είναι χαρακτηριστική η απάντηση που έδινε όταν κάποιος του εξέφραζε την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει Θεός. ¨Αν δεν υπάρχει Θεός, τι υπάρχει;¨ Η θρησκεία ήταν μια από τις τρεις αγάπες που ενέπνευσε το έργο του Εθνικού μας ποιητή. Στα 1850 σε μια ψυχική ανάλυση που επεχείρησε στο Σολωμό φίλος του Μάντζαρος αναφέρει… «Αισθάνεται ζωηροτάτη την θρησκεία διότι με τρεις αγάπες τροφοδοτεί την ψυχήν του, με την του Θεού, την του πλησίον και πάσης χριστιανικής αρετής. Είναι έτοιμος οποτεδήποτε να αισθανθεί τον θάνατο του σώματος, μαντεύων τον ωραίο κόσμο που τον περιμένει. Τον διακατέχουν η αγνότης, η ταπεινότης, η γαλήνη, η φιλανθρωπία. Αγαπά τους ανθρώπους. Όταν παρεκτρέπεται συναισθάνεται το λάθος του και μετανοεί. Κατά τον Ν. Τομαδάκη καθηγητή της Βυζαντινολογίας ο Διονύσιος Σολωμός «συνεκινείτο εκ της παιδικής ήδη ηλικίας από την Ορθόδοξο Εκκλησίαν και η Ορθοδοξία τον είχε φέρει πλησίον προς την λόγιαν παράδοσιν». Οι πρώτοι δάσκαλοι του Εθνικού μας ποιητή ήταν θρησκευόμενοι. Ο Αντώνιος Μαρτελάος λόγιος, ο Santo Rossi ιταλός αββάς καθηγητής της ρητορικής από την Κρεμώνα, θα τον προέτρεπαν στα πρώτα του βήματα, στην κατά Χριστόν θρησκευτική ζωή, όπως αναφέρει ο Κανάλε βιογράφος του Σολωμού. Άκουσε λέει «τον Αναστάσιο Καραββίαν έναν από τους ύστερους διδασκάλους εκείνου, να ιστορεί με πόσο ζήλο ο νέος μαθητής του μελετούσε τους αρχαίους έλληνες ποιητάδες και ιστορικούς και πως εσπούδαζε την Αγία Γραφή και μεγαλοφωνούσε απ’ έξω τους ψαλμούς του Δαβίδ». Ο Σολωμός πίστευε στη θρησκεία με κατάνυξη κι εσωτερικότητα. Σπουδαία επίδραση στο έργο του άσκησε η περιρρέουσα στην Ιταλία θρησκευτικότητα στην ποίηση του Foskolo, του Torti του Montani που είχαν αναπτύξει στα έργα τους θρησκευτικές θέσεις και διδασκαλίες. Αλλά και ο λόγιος μοναχός Στρατούλης βεβαιώνει ότι «από μικρός μέχρι τελευταίας του πνοής ήταν αφοσιωμένος εις τον Θεόν και εκ της Ιεράς Δέλτου της Νέας Διαθήκης και μάλιστα εκ της αποκαλύψεως , εξήντλει τας ποιητικάς του εμπνεύσεις». Το Τρισυπόστατο της Σολωμικής ποίησης είναι, το συναίσθημα της ελευθερίας, η λεπτή και ευαίσθητη επικοινωνία με τον εξωτερικό κόσμο και το θρησκευτικό συναίσθημα. Το συναίσθημα αυτό σκιαγραφώντας ο Λινός πολίτης παρατηρεί: «Αυτό που ξεχωρίζει στο Σολωμό πιο πολύ από τις ποιητικές ή καλλιτεχνικές του αρετές, είναι η βαθιά θρησκευτικότητα και η σταθερή απόλυτη πίστη. Ο Σολωμός ήταν μια βαθιά συνείδηση θρησκευτική που βρίσκει και διαισθάνεται κάτω από τυχαία περιστατικά το αόρατο νήμα που τα συνέχει και τα αιτιολογεί, που αισθάνεται μέσα στη φύση, την παρουσία δηλαδή ενός Θεού».
Ο Διονύσιος Σολωμός είναι ένας δημιουργός που δεν του αρέσει η επιφάνεια και η επιδερμικότητα, αλλά το βάθος και η ουσία, το είναι των πραγμάτων. Ζούσε ασκητική ζωή και μοναχική, μια ζωή που ήταν ελεύθερη από τις βιοτικές μέριμνες, που εγκλωβίζουν την ύπαρξη στα δίκτυα της βιοπάλης και της εγκοσμιότητας. Ο ίδιος την επέλεξε και γράφει στον αδελφό του Δημήτρη από την Κέρκυρα «Εγώ τη μοναξιά όπου ζω τώρα και κάμποσα χρόνια δεν θα την αφήσω, παρά μονάχα όταν αφήσω και τη ζωή. Ίσια- ίσια που θα θαφτώ ολοένα και πιο πολύ μέσα της κι αυτό μου δίνει κάποια παρηγοριά». Αυτή η συνειδητή, η θεληματική διείσδυση δεν τον έκανε απόκοσμο και μισάνθρωπο. Έτρεφε προς τον συνάνθρωπό του μια έμφυτη συμπάθεια και δεν μπορούσε να δει φτωχό χωρίς να τον ελεήσει. Λέει χαρακτηριστικά ο Καιροφύλας: « Δάκρυζε και έπασχε με το παραμικρό. Οι κοινωνικές ευαισθησίες στο Σολωμό είναι μια ιερή συνέπεια της θρησκευτικότητάς του. Υπάρχει συνάρτηση θρησκείας και κοινωνικότητας στα έργα του και λειτουργούν ομόκεντρα και ομοούσια στους στίχους του». Ο ποιητής μας θεωρεί το θρησκευτικό συναίσθημα σαν ένα ουσιαστικό πολιτισμικό και κοινωνικό παράγοντα που κατακλύζει τη ζωή των ανθρώπων και συντελεί στην ανάπτυξη των ανθρώπινων σχέσεων και την πρόοδο του πολιτισμού. Όλη η παιδεία του Εθνικού μας ποιητή είναι εμπλουτισμένη με το θρησκευτικό στοιχείο, και λόγω των Χριστιανών γονέων και δασκάλων που είχε, αλλά και εξ αιτίας της εποχιακής συσπείρωσης του λαού γύρω από την εκκλησία, σαν βασικό παράγοντα διατήρησης της θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας. Η μελέτη της Βίβλου αποτελούσε πηγή έμπνευσης και ιδεολογικής κατάρτισης γι αυτόν. Γαλουχημένος με έντονη θρησκευτική παιδεία έδωσε μέσα στις ποιητικές του δημιουργίες «προνομιακή την κυριαρχία του πνεύματος στην ύλη» στα πλαίσια μιας γόνιμης συνεργασίας για την ανάταση της όλης ύπαρξης χωρίς να υποτιμά τη σπουδαιότητα και το ρόλο που μπορεί, η ύλη στην πανενότητα του κόσμου, υλικού και πνευματικού. Ιδιαίτερο εμπόδιο σ’ όλες τις εξυψωτικές του ανθρώπου προσπάθειες, θεωρούσε τα ανθρώπινα πάθη. Σύμφωνος όμως με την χριστιανική του παράδοση. «Έβλεπε τον άνθρωπο να μπορεί να τα ξεπερνά χωρίς να αισθάνεται τρόμο γι αυτά και ν’ ανεβαίνει στη συναίσθηση μιας ανώτερης ελευθερίας». Ο Σολωμός δε θέλει την ανθρώπινη ύπαρξη μόνη της μέσα στις δυσκολίες της χωρίς τη βοήθεια του θείου, όπως διαφαίνεται στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» ή ¨Στον Ύμνο στην Ελευθερία». Βλέπει τον τύπο του Αγωνιστή και το Θεό στο πλάι του, όπως ο Διομήδης είχε στο πλάι του την Αθηνά. Τα ηθικοπλαστικά προβλήματα του ανθρώπου τα αντικρίζει με πίστη, προσπαθώντας να ισορροπήσει με την ηθική δύναμη το φυσικό και το υπερφυσικό. Είναι ξεχωριστό προτέρημα του ποιητή, ότι η γνησιότητα της θρησκευτικής του συγκίνησης δεν εκδηλώνεται ¨δια κραυγών και ματαίων επιδείξεων¨. Δεν έτρεφε μια εξωτερική και φαινομενική ευσέβεια, αλλά είχε την ηθική συναίσθηση ενός απλού τύπου ορθόδοξου, που βιώνει πρώτα απ’ όλα στην ίδια του την φύση, τη χάρη και την αμαρτία, την αδυναμία και την δυνατότητα, τον εικονισμό του θεού που έλκει την ανθρώπινη ύπαρξη προς τα άνω. Θεμελίωσε τη δική του ποιητική πρόταση ζωής στραμμένης σε μια κατεύθυνση ανθρώπινων σχέσεων πάντα φιλική προς τον χριστιανισμό «σέναν όμορφο κόσμο, ηθικό, αγγελικά πλασμένο». Μεγάλες ιδέες, μεγάλα αισθήματα διαποτίζουν το έργο του πάντα μέσα στα πλαίσια της θρησκευτικής του πίστης. Η αγάπη, το αλτρουιστικό συναίσθημα, η αγνότητα, η αθωότητα της ψυχής, η αίσθηση της μετάνοιας, η φιλία, η αμοιβαιότητα θεμελιώνουν τη Σολωμική ποίηση. Στον επικήδειο λόγο του προς τον ποιητή ο Γεώργιος Μαρκοράς αναφέρει για τη φιλία και το αλτρουιστικό του πνεύμα. « Η φιλία εν αυτώ εκλογή ώριμος, ήτο ζωηρά, σταθερά, ενεργητική. Έκλαιεν εις τον κλαυθμόν του φίλου, ηγάλλετο εις την χαράν του υπερισπήζετο τα δίκαιά του». Εξ άλλου σαν άτομο ευαίσθητο αν και μοναχικό, ο ποιητής θέλει τον κόσμο γεμάτο χαρά και καλοσύνη όπως γράφει στο ποίημά του Πόρφυρας «νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης». Η θεοκεντρικότητα του επεκτείνεται σ’ όλες τις διαστάσεις και τα προβλήματα της ζωής. Ο Θεός είναι παρών, είναι πατέρας, προστάτης, βοηθός. Χαρακτηριστική είναι η θρησκευτική απάντηση που δίνει στον απελπισμένο ¨Κρητικό¨ όταν εκείνος εναγώνια αναζητά την αγαπημένη του που χάθηκε.
¨ΚΡΗΤΙΚΟΣ΄ [απόσπασμα] «Μην είδατε την ομορφιά, που την κοιλάδα αγιάζει; Ψηλά την είδαμε πρωί της τρέμαν τα λουλούδια στη θύρα της Παράδεισος που βγήκε με τραγούδια Έψαλλε την Ανάσταση χαροπιά η φωνή της Ο ουρανός ολόκληρος αγροίκαε σαστισμένος Κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει Κι ανει τς αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινισύνη Και έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη. Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει Κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει».

Αλλά και στο περίφημε ποίημά του «Η Φαρμακωμένη» είναι έντονη η θεοκεντρικότητα του. Στο πρόσωπο της κόρης που αυτοκτόνησε την παραμονή του γάμου της, βρίσκει την ευκαιρία ο ποιητής να εκδηλώσει τη θεολογική του υποδομή αλλά και να εξαντλήσει το μέτρο της αγάπης και της συμπόνοιας. Γνωρίζει βέβαια ότι ο Χριστιανισμός δεν ενθαρρύνει τους αυτόχειρες και ότι η αυτοκτονία θεωρείται μέγα αμάρτημα, ένδειξη δειλίας και εγωκεντρισμού απέναντι στη ζωή και ασέβειας και απιστίας στο θεό. Γι αυτό μιλάει «για τα σπλάχνα που μέσα της το κρίμα τους κλαίνε». Όμως παρ’ όλα αυτά γνωρίζοντας τα πρόσωπα και τα πράγματα εγγύτερα και διακατεχόμενος από εξαιρετική προνομιακή ευαισθησία προσπαθεί να βρει τρόπο να απολογηθή η «Παρθένα κόρη στο Πλάστη». Ζητάει την αγάπη και το έλεος του Θεού.
¨ΦΑΡΜΑΚΩΜΕΝΗ¨[Απόσπασμα] «Θα ξυπνήσει την ύστερη μέρα εις τον κόσμο ομπρός να κριθεί και στον Πλάστη κινώντας με σέβας τα λευκά της τα χέρια, θα πει
κοίτα μέσα στα σπλάχνα μου Πλάστη τα φαρμάκωσα αλήθεια, η πικρή και μου βγήκε οχ το νου μου πατέρα που πλασμένα μου τα’ χες εσύ.
Τέτοια ομπρός εις τον Πλάστη, κινώντας Τα λευκά της τα χέρια θα πει Σώπα κόσμε κοιμάται στο μνήμα και κοιμάται παρθένα σεμνή.
Στους ¨Ελεύθερους Πολιορκημένους¨ ο ποιητής εξυμνεί την υπομονή και την αξία που εμπεριέχει σαν αρετή και τη θεωρεί δώρο του Θεού, και δείγμα αγαπητικής διάθεσης των ανθρώπων προς το Θεό. Λέει χαρακτηριστικά: «μεγάλο πράγμα η υπομονή. Αχ μας την έπεμψε ο Θεός. Κλει θησαυρούς κι εκείνη». Στο σημείο αυτό ο ποιητής είναι επηρεασμένος από την καινή Διαθήκη που μιλάει για το Θεό της υπομονής. Ο ίδιος όντας πιστός και φιλόχριστος θεωρούσε κέντρο της ζωής του κόσμου το Θεό και η πίστη του σ’ αυτόν αποτελούσε μαζί με την πατρίδα «Το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής φύσης» αναφέρει και πάλι στους ¨Στοχασμούς¨ στους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Εκθειάζοντας την προς το Θεό αγάπη του Σολωμού ο μοναχός Στρατούλης βεβαίωνε στον επικήδειο για αυτόν ΄’ότι «άγγιζε τα όρια της αγιότητας». Είχε μέσα του απέραντη αγάπη για το Θεό, τη κτίση, μια αγάπη που τον ελευθέρωνε από τον κίνδυνο να δεθεί με τα εγκόσμια όπως αναφέρει και ο ίδιος στους
Ελεύθερους Πολιορκημένους.
«Γιατί η ψυχή μου μούλεγε συχνά στο στήθος μέσα στον κόσμο την αγάπη σου πάρα πολύ μη βάνης και τ’ άστρα μ’ όλο τους το φως κοιτούν με ερωτεμένα και ρόδο μέσα μου πολύ κρίνος πολύς ανθίζει. Τα Σεραφείμ εγνώρισαν το βάθος της Αγάπης κι ολόκληρη η Παράδεισο διπλή Παράδεισό’ ναι»
Αυτή η αγάπη του σε συνδυασμό με τη συμπάθεια που έτρεφε στο μοναχικό ιδεώδες, το οποίο προσπαθούσε να ζει χωρίς να είναι ιερομόναχος, φαίνεται ότι τον έκαναν σ’ ένα ποίημα της ωριμότητας του ¨Η Γυναίκα της Ζάκυθος¨ να βάλει για πρωταγωνιστή ένα ανύπαρκτο συνονόματό του τον ιερομόναχο Διονύσιο. Αυτό θεωρείται «σαν έμμεση ομολογία του πως ο φανταστικός Σολωμός είχε μαζί του κάποια ψυχική συγγένεια και ίσως θα μπορούσε να είναι και αυτός ο ίδιος». Σαυτό το ποίημα μάλιστα ο ποιητής επαναλαμβάνει, αυτό που διαφαίνεται στα περισσότερα έργα του, την πρόνοια του Θεού, την δύναμη της προσευχής προς το Θεό και τη δέηση προς Αυτόν. «Τότε έπεσα με τα γόνατα χάμου να κάνω δέηση, για να την κάμη ο Κύριος να μην είναι έξω φρενών, για το λίγο ακόμα πούχει να ζήσει και να της πάψει η κακία». Και του είπα ¨παιδιά ακούστε τα λόγια του Διονυσίου του Ιερομονάχου. Εγώ για με πάω να κάνω δέηση και σας αφήνω εδώ. Βάλτε το χέρι στη συνείδησή σας».
Ο Διονύσιος Σολωμός εκτός από τη προσευχή και τη μελέτη των Γραφών και των εκκλησιαστικών πατέρων σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δείχνει με κάθε τρόπο την ευσέβεια και τη πίστη του στο Θεό. Στον επικήδειο που απήγγειλε στον Ygo Foscolo τόνισε «Είμαστε ακόμη πιο ευχαριστημένοι σαν συλλογιόμαστε ότι ο Ygo Foscolo άφησε γραμμένο στη σημείωση του Διδύμου ότι η βίβλος ήταν το μόνο βιβλίο που διάβαζε πάντα από την αρχή ως το τέλος του». Αλλά και το τελείωμα του επικήδειου εγκωμίου του στον ελληνοϊταλό ποιητή ήταν ακόμα πιο καθαρά χριστιανικό. «Ω αθάνατο πνεύμα, στην αγάπη που είχες για όλα τα έξοχα πράγματα, σίμωσε στο θρόνο του παντοδύναμου, ρίξου με τα χείλη πάνω στο υποπόδιο των ποδιών του. Και αν ο νόμος του Παράδεισου δεν εμποδίζει το κλάμα, παρακάλε τον με δάκρυα και θρήνους να στείλει στη γειτονική πατρίδα τη Λευτεριά». Απόλυτα πιστός ο Σολωμός στην ορθόδοξη παράδοση θεωρεί εντελώς φυσική την πίστη στον κόσμο των Αγίων και συχνά αναφέρεται σ’ αυτούς. Στη στροφή 92 του Ύμνου στην Ελευθερία αναφέρει:
«Αγροικάει τη ψαλμωδία όπου εδίδαξεν αυτή βλέπει τη φωτογραφία στους Αγίους εμπρός χυτή». Αλλά και στο περίφημο ποίημα του το «Λάμπρο» αναφέρεται στους Αγίους: «Κουφοί, ακίνητ’ οι Άγιοι καθώς και οι τάφοι»
Ο Νικόλαος Τομαδάκης βαθύς γνώστης του Σολωμού όπως προαναφέραμε, έγραφε το 1949: «Ο Εθνικός μας ποιητής ήταν θρησκευόμενος Έλλην. Αυτό δεν είναι τίποτα νέον, ούτε ημπορεί να θεωρηθεί αποκαλυπτικόν. Ο Διονύσιος Σολωμός εγεννήθει ορθόδοξος, ανετράφει εις τους κόλπους της Εκκλησίας και ηκολούθησε την πίστη των Πατέρων του. Εις αυτή την πίστην ηύρε πηγάς έμπνευσης. Μάρτυς το έργο του, η ποίησις του η οποία Δονείται από θρησκευτικό συναίσθημα». Το ίδιο υποστηρίζουν όλοι οι μελετητές και βιογράφοι του. Κανείς δεν αμφισβήτησε την χριστιανική έμπνευση στην κοσμοθεωρία του.Ο Βάρναλης ομολογεί ότι : «Ο Σολωμός ήταν θρήσκος και στην ποίηση του υπάρχει ο Θεός, αυτή η παρηγοριά και η ελπίδα των δυστυχισμένων, η συναισθηματική λευτεριά των ποιητών».
Ο ποιητής μας στο «Ύμνο στην Ελευθερία» με βαθύτατο σεβασμό εκφράζεται για το τέκνο του Θεού, τα ιερά μυστήρια, τα’ άγιο χώμα, τα’ άγιο αίμα. Την Επανάσταση του 1821 παριστά σαν αγώνα για πατρίδα θρησκεία. «Στο αίμα αυτό που δε πονείτε για πατρίδα, για θρησκεία σας ορκίζω αγκαλιασθείτε σαν αδέλφια γκαρδιακά (στιχ. 389) Ιερό σύμβολο του αγώνα θεωρεί το Σταυρό που ακατάπαυστα (λέει) το βρίζουν τα σκυλιά και το πατούν. Η ύψωση της Σημαίας μαζί με το Σταυρό, που δεσπόζει σαν σύμβολο αγάπης, ελπίδας στη κορυφή της, δίνει μήνυμα ανδρείας, θυσίας και πίστης.
«Παντόγυρα στον όμορφο αέρα της ανδρείας’ όπως μας λέει χαρακτηριστικά. Με εξαιρετική ευλάβεια αναφέρεται στον εθνομάρτυρα Γρηγόριο τον Ε΄ αρχηγό της εκκλησίας, που είναι πια αποθαμένος και κρεμασμένος. Η παρούσα στροφή τον βλέπει σαν Λειτουργό και κοινωνό του αίματος του Χριστού.
«Έχει ολάνοιχτο το στόμα π’ ώρες πρώτα είχε γευθεί τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα λες πως θε να ξαναβγεί»
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εθνικός μας ποιητής εμπνέεται στα ποιήματά του από το τελετουργικό της Εκκλησίας και το Άγιο Βήμα. Τα σήμαντρα, οι ιερείς, οι άγιοι, οι εκκλησιαστικές ακολουθίες, οι τελετές εμφανίζονται πλειστάκις στο έργο του. Η « Ημέρα του Πάσχα» η κατ’ εξοχήν ημέρα της Χριστιανικής αγάπης, εγένναε σ’ αυτόν μύχια θρησκευτικά συναισθήματα και την έψαλλε περιπαθώς στο ποίημά του «Η ημέρα της Λαμπρής». Χριστός Ανέστη ! Νέοι γέροι και κόρες. Όλοι μικροί μεγάλοι ετοιμαστείτε, Μέσα στες εκκλησιές τες δαφνοφόρες Με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε, Ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες Ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε Φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη Πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι.
Ο Διονύσιος Σολωμός πίστευε στην αιωνιότητα της ζωής και περίμενε το θάνατο με την ηρεμία της βεβαιότητας που θα κερδίσει τον Παράδεισο. Απαγοητευμένος πολλές φορές στη ζωή του από τις διάφορες περιπέτειες αναζητούσε ένα άλλο κόσμο «Είμαι στην Κέρκυρα, όμως η ζωή μου δεν είναι εδώ» είχε πει στον αδελφικό του φίλο Tommaseo. Σε μια άλλη επιστολή στον αδελφό του Δημήτρη έγραφε: «Αργά τα έμαθα, ζω εκτός του κόσμου τούτου». Σένα από τα αριστουργήματά του ¨Ωδή εις Μοναχήν¨ ο ποιητής εισέρχεται στον κόσμο του Μυστικισμού και εκτός από την προτροπή προς τον μοναχικό βίο, δίνει την προσωπική του μαρτυρία για τη μέλλουσα ζωή και την ανάσταση.
¨Τα κόκκαλα εβαρεθήκαν στο μνήμα καρτερώντας και τρίζουνε ακατάπαυστα την κρίση αναζητώντας. Ξύπνα αδελφή! Τη σάλπιγγα Την ύστερη αγροικώ.
Κυρίες και κύριοι πιστεύω ότι έγινε φανερό από όσα προαναφέραμε για την προσωπικότητα και την ποίηση του Διονυσίου Σολωμού ότι ο ποιητής εκκινούσε από ένα και μοναδικό κέντρο, το Θεό, και γύρω από αυτό δομούσε τη ζωή, τη σκέψη του, το θάνατο. Τα ποιήματά του έμειναν φανερώματα θρησκευτικής ομολογίας, μαρτυρίες βιωμάτων, και εμπειριών, που πηγή τους είχαν τη χριστιανική πίστη και ζωή. Θα ήθελα να κλείσουμε την αποψινή παρουσίαση με τα λόγια που έκλεισε τον επικήδειό του στο Σολωμό, ο πιστός του φίλος Μαρκοράς.
«Χριστιανοί, ας επαναλάβουμε την ευχήν, η αμίαντος ψυχή του Διονυσίου μας, θεία ευσπλαχνία, είθε προπεμφθή εις τας περιλαμπείς και τερπνάς σκηνάς της δροσοβόλου προσδοκίας, από τας οποίας, εν τη φοβερή ημέρα της κρίσης, να εγερθεί ασφαλής εις τον ήχον της τρομεράς προσκλήσεως».


  • Η ομιλία πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της εκδήλωσης του Συλλόγου Απανταχού Αποδήμων Ζακυνθίων «Ανδρέας Κάλβος» προς τιμήν του Διονυσίου Σολωμού, στις 26 Αυγούστου, στο Λόφο του Στράνη.
Βιογραφικό
Η Μαρία Ρουκανά – Αμπελά γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, φοίτησε στο Φιλολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Νομική Σχολή. Υπηρετεί ως καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση Ζακύνθου. Η κύρια ασχολία της είναι οι λαογραφικές έρευνες και οι μελέτες για την επτανησιακή ιστορία και παιδεία. Ασχολείται ερασιτεχνικά με τα εικαστικά και κυρίως με τη ζωγραφική, έχοντας συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις έργων ζωγραφικής και σκίτσου. Καταπιάστηκε με τις θεατρικές παραστάσεις στο σχολείο που εργάζεται, λαμβάνοντας μέρος σε πανελλήνιους αγώνες θεάτρου. Έχει πραγματοποιήσει πολλές ομιλίες και διαλέξεις με θέματα φιλολογικού, λογοτεχνικού και κοινωνικού περιεχομένου. Συμμετείχε σε Πανελλήνια Συνέδρια Λαογραφίας και θεμάτων Επτανησιακού Πολιτισμού. Δημοσίευσε λαογραφικές και ιστορικές μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά. Είναι ενεργό μέλος επιστημονικών, ιστορικών εταιριών και πολιτιστικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικών συλλόγων της Ζακύνθου. Το 2006 κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Οι σταθμοί της ανθρώπινης ζωής στη Ζάκυνθο».
Ημέρα τση Ζάκυθος – Καθημερινή Εφημερίδα της Ζακύνθου www.imerazante.gr
 
Ετικέτα: παιδεια, ελληνισμος, πολιτισμός, ορθοδοξια
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου