Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

ΑΡΘΡΑ ΣΗΜΕΙΩΜΕΝΑ ΩΣ ΑΓΑΠΗ.


Ἄρθρα σημειωμένα ὡς Ἀγάπη

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (Κυρ. Β´ Λουκ.)

Τ νόημα τς δικαιοσύνης 

Ἀπὸ τὸ βιβλίοτοῦ Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου
(νῦν Μητρ. Ναυπάκτου)
«Ὀσμὴ Γνώσεως»κδόσεις «Τέρτιος»,
Κατερίνη 1985, σελ. 174-177

 «καὶ ἐὰν ἀγαθοποιεῖτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς
ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν;»
. (Λουκ. ϛ´ 33)

.          Ἂν ὑπάρχη κάτι ποὺ χαρακτηρίζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς σημερινῆς ἐποχῆς εἶναι ἡ ἀναζήτησι τῆς δικαιοσύνης. Ὅλοι διψοῦν καὶ φωνάζουν γιὰ τὴν ἐπικράτησί της, γιατὶ νομίζουν πὼς ἔτσι θὰ ἐπικρατήση ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἀγάπη πάνω στὴν γῆ. Ἡ δικαιοσύνη, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ἰσότητα, εἶναι ἡ προσδοκία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὅλων τῶν συστημάτων. Κάτω ὅμως ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη ἐννοοῦν πολλὰ πράγματα ἢ μᾶλλον ἡ δικαιοσύνη ἑρμηνεύεται ποικιλοτρόπως ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο.

 .          Γι’ αὐτὸ λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν σημερινὴ περικοπὴ θὰ τολμήσουμε νὰ διατυπώσουμε μὲ συντομία μερικὲς σκέψεις γύρω ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη καὶ πῶς τὴν ἐννοεῖ ὁ Χριστιανισμός. Ἐπιδιώκουμε μὲ αὐτὸ νὰ συναντηθοῦμε λίγο μὲ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο.

Ἡ ἀγάπη εἶναι ὑπέρβασι τῆς δικαιοσύνης

.          Ὁ Κύριος εἶπε: «καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως», δηλ. «καθὼς θέλετε νὰ σᾶς φέρωνται οἱ ἄνθρωποι ἔτσι νὰ τοὺς φέρεστε καὶ σεῖς». Ἡ ἀπόδοσι τῶν ἴσων εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς δικαιοσύνης. Ἐὰν θέλω νὰ μὲ ἀγαποῦν, πρέπει καὶ ἐγὼ νὰ ἀγαπῶ. Ἐὰν δὲν θέλω νὰ μὲ ἀδικοῦν, οὔτε καὶ ἐγὼ πρέπει νὰ ἀδικῶ. Αὐτὴν τὴν ἀρχὴ τὴν συναντοῦμε καὶ στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή.
.          Ὁ Κύριος ὅμως δεν περιορίζεται σ’ αὐτό, ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ βαθύτερα, τονίζοντας τὴν μεγάλη σημασία τῆς ἀγάπης, δηλ. ἡ ἀγάπη ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρωπίνη δικαιοσύνη, ἀφοῦ μὲ τὴν ἐνέργειά της φθάνουμε στὸ νὰ ἀγαποῦμε καὶ τοὺς ἐχθρούς. Τὸ νὰ μισοῦμε αὐτὸν ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ, εἶναι παρὰ φύσιν καταστάσι. Τὸ νὰ ἀγαποῦμε αὐτόν ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ εἶναι φυσικὴ ζωή. Ἀλλὰ τὸ νὰ ἀγαποῦμε αὐτόν ποὺ μᾶς ἐχθρεύεται καὶ καταδιώκει, αὐτὸ εἶναι ὑπὲρ φύσιν ζωὴ καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ μᾶς ὁδηγεῖ ὁ Χριστός
.          Συγκεκριμένα ὁ Κύριος λέγει:  «κι ἂν ἀγαπᾶτε ἐκείνους ποὺ σᾶς ἀγαποῦν τί τάχα σπουδαῖο κάνετε; Κι οἱ κακοὶ τὸ ἴδιο κάνουν». Καὶ στὴν συνέχεια μᾶς τονίζει ὅτι πρέπει νὰ μοιάζουμε στὸν Πατέρα μας, τὸν Θεό, ποὺ εἶναι οἰκτίρμων καὶ ἀγαπᾶ ὅλοὺς τοὺς ἀνθρώπους: «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε…»
.           Ἔτσι λοιπὸν ἡ ἀγάπη εἶναι ὑπέρβασι τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπικρατήση ἡ δικαιοσύνη στὸν κόσμο, ὅπως συνήθως ἐμεῖς τὴν ἐννοοῦμε, χωρὶς ὅμως τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εἰρήνη; Διότι ἡ ἀπόδοσι τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἀπόδοσι στὸν ἄλλον τῆς εὐθύνης τῆς ἐνοχῆς του. Ἡ ἀγάπη ὅμως μοιράζεται τὴν ἐνοχὴ ἢ ἀκόμη καλύτερα ἀναλαμβάνει ἐπάνω της τὴν ἐνοχὴ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστός. Ἐὰν ἤθελε νὰ ἀποδώση δικαιοσύνη μὲ τὴν νομικὴ ἀντίληψι, τότε ἔπρεπε ὅλοι νὰ πεθάνουμε για τὶς ἁμαρτίες μας. Αὐτὸς ὅμως ἀπὸ ἀγάπη πῆρε ἐπάνω Του τὴν δική μας ἐνοχὴ καὶ πέθανε γιὰ μᾶς. Ἔτσι ὑπερέβη τὴν δικαιοσύνη.

Δικαιοσύνη καὶ φιλανθρωπία

.          Ἡ προηγουμένη σκέψι μᾶς ὁδηγεῖ σὲ κάτι ἄλλο πιὸ βαθύ. Ἡ πραγματικὴ δικαιοσύνη ταυτίζεται μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν φιλανθρωπία καὶ δὲν νοεῖται χωρὶς καὶ πέρα ἀπὸ αὐτήν. Ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, ἔνας θεολόγος τοῦ 14ου αἰῶνος, στα ἔργα του ταυτίζει τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν φιλανθρωπία Του. Οἱ δύο αὐτοὶ ὅροι (δικαιοσύνη καὶ φιλανθρωπία) συνδέονται στενὰ μεταξύ τους. Σὲ ἕνα σημεῖο λέγει χαρακτηριστικά: «δικαιοσύνην λέγοντες (ἐννοοῦμεν) τὴν ἐνθεωρουμένην τοῖς μυστηρίοις σοφίαν τοῦ Θεοῦ καὶ φιλανθρωπίαν…». Καὶ ἀλλοῦ: «ἡ τοῦ Θεοῦ περὶ τὸ γένος ἐσχάτη φιλανθρωπία καὶ ἀγαθότης ἥτις ἐστὶν ἡ θεία ἀρετὴ καὶ δικαιοσύνη».
.          Οἱ ἅγιοι Πατέρες τονίζουν ὅτι ὁ Θεὸς δεν εἶναι δίκαιος μὲ τὴν συνηθισμένη ἔννοια τοῦ ὅρου. Συγκεκριμένα ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ λέγει: «Μὴ ἀποκαλέσης τὸν Θεὸν δίκαιο, γιατὶ ἡ δικαοσύνη Του δὲν γνωρίζεται μὲ τὰ κριτήριά σου. Ποῦ βρίσκεται ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; Στὸ ὅτι ἤμαστε ἁμαρτωλοὶ κι ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ μᾶς;» Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἔπλασε τὸν κόσμο ἀπὸ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία. Ὅταν μετὰ τὴν παράβάσι εἰσῆλθε στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν φύσι ἡ φθορά, τότε ὁ Τριαδικὸς Θεὸς μὲ ἀγάπη ἀνέπλασε ξανὰ καὶ ἀναγέννησε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Ἔτσι ἡ πραγματικὴ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης εἶναι νὰ εἴμαστε οἰκτίρμονες καὶ ἐλεήμονες, νὰ ἀναλαμβάνουμε τὴν εὐθύνη γιὰ κάθε κακὸ ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο, νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἀνθρώπους καὶ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ μᾶς ἔκαναν κακό.

Δικαιοσύνη καὶ ἐλευθερία

.          Μία ἅλλη πλευρὰ τοῦ θέματος τῆς δικαιοσύνης εἶναι ὁ συνδεσμός της μὲ τὴν ἐλευθερία. Ὁ συνδυασμὸς δικαιοσύνης καὶ ἐλευθερίας εἶναι ἀπαραίτητος για τὴν διαφύλαξι τοῦ πραγματικοῦ νοήματος τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἐλευθερίας. Σὲ ὅλα τὰ σύγχρονα πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ συστήματα βλέπουμε τὴν διατάραξι αὐτῆς τῆς ἰσορροπίας καὶ τοῦ συνδυασμοῦ. Ἄλλα συστήματα τονίζουν πολὺ τὴν ἐλευθερία τοῦ προσώπου καὶ ἐν ὀνόματι αὐτοῦ τοῦ τονισμοῦ ἀφήνουν τὸ προσωπο ἐλεύθερο νὰ καταργεῖ τὴν δικαιοσύνη τοῦ συνόλου καὶ ἄλλα συστήματα ἐν ὀνόματι τῆς δικαιοσύνης τοῦ συνόλου, τοῦ κράτους, καταργοῦν τελείως τὴν ἐλευθερία τοῦ προσώπου καὶ τὸ μεταβάλλουν σὲ ἕνα ἔμψυχο ἐργαλεῖο.
.          Στὴν πνευματικὴ ζωὴ βιώνουμε αὐτὸν τὸν ὑπέροχο συνδυασμό. Τὸ ἦθος τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ εἶναι Ἁγιοτριαδικό. Ὁ τρόπος ζωῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος γίνεται τρόπος ζωῆς τοῦ κάθε Χριστιανοῦ. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν παθῶν του (μίσους, φιλοκτημοσύνης, φιλοδοξίας κλπ.) καὶ ἀμέσως ἀποδίδει δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη, σέβεται τὸν ἄλλο. Ὁ ἅγιος εἶναι πολὺ εὐαίσθητος στὰ θέματα τῆς δικαιοσύνης. Δὲν παρασύρεται εὔκολα ἀπὸ τὶς γνῶμες τῶν ἄλλων καὶ δὲν διατυπώνει αὐθαίρετες κρίσεις. Γνωρίζει τὸ λάθος κάθε ἀνθρώπου καὶ μὲ τὴν ἀγάπη διορθώνει τὴν κατάστασι.

Ἡ δικαιοσύνη εἶναι Πρόσωπο

.          Πρέπει ἀκόμη νὰ σημειωθῆ ὅτι ἡ δικαιοσύνη, ὅπως καὶ ὄλες οἱ ἀρετές, δὲν εἶναι ἀφηρημένες ἔννοιες καὶ ἀνυπόστατες ἀξίες, ἀλλὰ ἐνυπόστατες. Φυσικὰ ὅταν λέμε ἐνυπόστατες, δὲν ἐννοοῦμε αὐθύπαρκτες, ἀλλὰ ὅτι συνδέονται μὲ τὸ Προσωπο τοῦ Χριστοῦ. Πολλὰ σύγχρονα ἀνθρώπινα συστήματα σκέπτονται πολὺ ἐπιπόλαια για τὴν δικαιοσύνη. Τὴν ἐννοοῦν σὰν μία ἴση κατανομὴ τῶν ἀγαθῶν καὶ ἴσως ἀνάλογα μὲ τὶς φυσικὲς ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ δικαιοσύνη ὅμως, ὅπως καὶ ὄλες οἱ ἄλλες ἀρετὲς (ἀλήθεια, εἰρήνη κλπ.) δὲν εἶναι Τί (πρᾶγμα) ἀλλὰ Τὶς (Πρόσωπο). Εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁμιλώντας γιὰ τὸν Χριστὸ λέγει: «ὃς ἐγεννήθη σοφία ἡμῖν ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμός» (Α´ Κορινθ. α´ 30). Ἡ ἀναζήτησι τῆς δικαιοσύνης, σὰν μιᾶς ἀνυποστάτης ἀρχῆς, εἶναι ἀφηρημένη κατάστασι καὶ καθαρὰ οὐτοπία. Ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ δὲν ὑπάρχει δικαιοσύνη, οὔτε καμμιὰ ἄλλη ἀρετή.
.          Συνοπτικὰ καὶ συμπερασματικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ δικαιοσύνη χωρὶς τὴν ἀγάπη εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀδικία, τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα. Μία κοινωνία ποὺ ἔχει δικαιοσύνη, ἀλλὰ δεν ἔχει ἀγάπη, εἶναι κόλασι. Ἐπίσης ἡ δικαιοσύνη χωρὶς τὴν ἐλευθερία τοῦ προσώπου εἶναι καθαρὰ τυραννία. Καὶ ἡ δικαιοσύνη, ὅταν ἀποδεσμεύεται ἀπὸ τὸ Προσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀφηρημένη κατάστασι καὶ εἶναι πλάνη νὰ μιλοῦμε γι’ αὐτήν. Ἐὰν θέλουμε νὰ εἴμαστε δίκαιοι, καὶ ἐὰν θέλουμε νὰ ἐπικρατήση στον κόσμο ἡ δικαιοσύνη, πρέπει νὰ ἐφαρμόσουμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν».

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ “Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω” («Διακατέχονται ἀπὸ πίστη, καὶ μεγάλη μάλιστα, ποὺ τοὺς κάνει ὅμως νὰ ἀγριεύουν καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ κατασπαράξουν τὸν συνάνθρωπό τους».)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

“Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω”

τοῦ π. Γ. Δορμπαράκη

      .             Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθυνόμενος στοὺς πιστοὺς τῆς Κορίνθου στὴν πρώτη του πρὸς αὐτοὺς ἐπιστολὴ δίνει τὶς τελευταῖες του συμβουλές. Ἤδη ἔχει δώσει ἀπαντήσεις σὲ πολλὰ θέματα ποὺ τὸν εἶχαν ἐρωτήσει, ἤδη ἔχει ἐξηγήσει διὰ μακρῶν τὴν ἑνότητα ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν μεταξύ τους οἱ πιστοὶ ὡς μέλη Χριστοῦ, καὶ θέλει τελειώνοντας τὴν ἐπιστολή του νὰ τοὺς δώσει κάτι ὡς σύνθημα, ὥστε εὔκολα νὰ τὸ ἀπομνημονεύσουν καὶ νὰ τὸ ἔχουν πρὸ ὀφθαλμῶν τους πάντοτε ὡς γραμμὴ πορείας τους, ποὺ θὰ τοὺς κρατάει πάνω στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν σχέση τους μὲ Ἐκεῖνον καὶ μεταξύ τους. “Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, κραταιοῦσθε. Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω”. Λέξεις δυνατὲς ποὺ ἡ καθεμία ἐνεργοποιούμενη συναντᾶ τὴν ἄλλη καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ζεῖ τὴ ζωντανὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Κι ἰδίως ἡ τελευταία του προτροπὴ “Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω”.

      1. Πρόκειται γιὰ τὸ ἐπιστέγασμα ὅλης τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ ζωῆς. Καὶ ἡ ἐγρήγορση καὶ τὸ στέκεσθαι ἐν τῇ πίστει καὶ ἡ κραταίωση εἶναι πολὺ σπουδαῖες ἀρετές, χωρὶς τὶς ὁποῖες πράγματι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι χριστιανός. Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τὸν σκοπὸ καὶ τὸ κέντρο ὅλων: τί νόημα ἔχει ἡ ἐγρήγορση, ἂν δὲν συνιστᾶ κινητοποίηση τῆς ὕπαρξης γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς ἐν ἀγάπῃ; Διότι στὴν ἀγάπη βρίσκει κανεὶς τὸν Θεό. “Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπ ῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ”. Εἶμαι σὲ ἐγρήγορση σημαίνει ἔχω ξύπνιες ὅλες μου τὶς πνευματικὲς αἰσθήσεις, γιὰ νὰ μὴ βρεῖ ἔδαφος νὰ ἀναπτυχθεῖ ὁτιδήποτε θὰ μὲ στερήσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη ἢ θὰ μοῦ μειώσει τὴν ἀγάπη. Διότι ἔτσι θὰ χάσω τὴ σχέση μου μὲ τὸν Θεό. Σὰν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων: μὴν ἔλθει ξαφνικὰ ὡς νυμφίος, χωρὶς νὰ ἔχω λάδι στὴ λαμπάδα μου. Θὰ μείνω ἐκτὸς νυμφῶνος. Καὶ τὸ λάδι εἶναι βεβαίως ἡ ἀγάπη πρὸς Ἐκεῖνον καὶ τὸν συνάνθρωπο.
.             Τί νόημα ἔχει ἡ πίστη καὶ ἡ ἐπιμονὴ σ αὐτήν, ἂν δὲν εἶναι στάση πάνω στὴν ἀγάπη; Ὁ ἴδιος ἀπόστολος θὰ σημειώσει ἀλλοῦ ὅτι ἡ πίστη εἶναι ζωντανὴ μόνον ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀγάπη. “Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη”. Μία πίστη ἔτσι χωρὶς ἀγάπη, χωρὶς νὰ θεωρεῖται δρόμος πρὸς αὐτήν, δὲν ἔχει νόημα. Κι ὄχι μόνον δὲν ἔχει νόημα, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ θεωρεῖται καὶ ὡς κάτι δαιμονικό. Διότι καὶ “τὰ δαιμόνια πιστεύουσι καὶ φρίττουσι”. Γι αὐτὸ καὶ προβληματίζεται κανεὶς σοβαρὰ καὶ θλίβεται ὄχι λίγο, ὅταν βλέπει ἀνθρώπους νὰ διακατέχονται ἀπὸ πίστη, καὶ μεγάλη μάλιστα, ποὺ τοὺς κάνει ὅμως νὰ ἀγριεύουν καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ κατασπαράξουν τὸν συνάνθρωπό τους, ἰδίως τὸν ἀντίθετο πρὸς τὶς δικές τους ἀπόψεις καὶ πεποιθήσεις. Πρόκειται βεβαίως γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἡ πίστη σὲ αὐτοὺς λειτουργεῖ ὡς ἰδεολογία καὶ ποὺ ὁδηγεῖ δυστυχῶς στοὺς διαφόρους φονταμενταλισμούς. Καὶ δὲν ἐννοοῦμε μόνο τοὺς πιστοὺς τῶν διαφόρων θρησκειῶν, ποὺ ἐκεῖνοι ἔτσι κι ἀλλιῶς ἔχουν κάποια δικαιολογία, ἀφοῦ δὲν ἔχουν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τοὺς πιστοὺς ποὺ θέλουν νὰ πιστεύουν ὅτι ἀνήκουν στὸν Χριστό. Νὰ πιστεύω ὅμως στὸν Χριστὸ καὶ νὰ μὴν ἔχω τὴν ἀγάπη Του ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἐνεργοποίηση τῆς πίστης εἶναι ὄχι μόνο σόλοικο, ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε καὶ δαιμονικό.
.             Τί νόημα ἔχει ἐπίσης μία κραταίωση, μία δύναμη τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς καὶ πάλι τὴν ἀγάπη; Θὰ εἶναι μία δύναμη καταστροφικὴ γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ γιὰ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτὸ ὡς ἐνεργοποίηση τῶν παθῶν μας καὶ ἐπιρροῆς δαιμονικῆς. Γιὰ τὴν πίστη μας, ὅπως τὸ ἐννοεῖ καὶ ἀπόστολος, δύναμη θετικὴ καὶ εὐεργετικὴ ὑπάρχει ἐκεῖ ποὺ ὑφίσταται ἀγάπη. Ὅταν ἀγαπᾶς, τότε εἶσαι δυνατός. Διότι τὸ ἐξηγήσαμε: ἐκεῖ ἐνεργοποιεῖται ἡ παρουσία τοῦ ἴδιου του Θεοῦ μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ὅλη ὕπαρξή του. Μιλᾶμε λοιπὸν γιὰ μία δύναμη χαρισματικὴ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο πρωτίστως νὰ ἐλέγχει τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ πάθη του καὶ νὰ προσφέρεται θυσιαστικὰ πρὸς ὅλους τους συνανθρώπους του. “Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ”, θὰ πεῖ καὶ πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γίνομαι πανίσχυρος μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ μὲ δυναμώνει. Καὶ φθάνει ἡ δύναμη αὐτὴ νὰ φανερώνεται μὲ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ ἔντασή της ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀσθένεια καὶ ἐξωτερικὴ ἀδυναμία. Αὐτὴ εἶναι ἡ παραδοξότητα τῆς ἀληθινῆς πίστης: νὰ φαίνεσαι ἀδύναμος καὶ νὰ ἔχεις τὴν παντοδυναμία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. “Ὅταν ἀσθενῶ, τότε δυνατος εἰμι”. Σὰν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ ἡ παντοδυναμία Του φανερώθηκε ἀπόλυτα ἐπάνω στὸν Σταυρό. Ἐκεῖ ποὺ ἐξωτερικὰ φαινόταν ἀδύναμος, ἐκεῖ στὴν πραγματικότητα λειτουργοῦσε ἡ παντοκρατορική Του ἐξουσία ποὺ εἵλκυε πρὸς Αὐτὸν τοὺς ἀνθρώπους, ἐκεῖ φανερωνόταν ἡ θεϊκή Του δόξα. “Ὅταν ὑψωθῶ ἀπὸ τῆς γῆς, πάντα ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν”. Εἶμαι λοιπὸν δυνατὸς εὐεργετικὰ γιὰ ἐμένα καὶ τοὺς ἄλλους, μόνον ὅταν βρίσκομαι ἐν ἀγάπῃ.

2. Ἡ ἀγάπη λοιπὸν εἶναι ἡ συγκεφαλαίωση ὅλων τῶν ἀρετῶν. Χωρὶς αὐτὴν τὰ πάντα μένουν μετέωρα, ἔστω κι ἂν φαίνεται ὅτι ἐπιτελοῦμε τὶς ἄλλες ἀρετές. Κι ὁ ἀπόστολος εἶναι σαφής: “πάντα – δηλαδὴ ὅ,τι κάνετε καὶ πάντοτε – ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω”. Δὲν ὑπάρχουν διακοπὲς στὴ στάση πάνω στὴν ἀγάπη. Δὲν μπορῶ τώρα νὰ ἀγαπῶ καὶ λίγο ἀργότερα μὲ ὅποια δικαιολογία νὰ διαγράφω τὴν ἀγάπη. Εἴτε πρόκειται γιὰ τοὺς λογισμούς μας εἴτε γιὰ τὰ λόγιά μας εἴτε γιὰ τὴν ὅλη συμπεριφορά μας ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ βρίσκεται ὡς ἡ κινητήρια δύναμή μας ποὺ θὰ διαπερνᾶ τὴν ὅλη ὕπαρξή μας. Διότι ὅπως ἐξηγήσαμε μόνον ὅπου ὑφίσταται ἀγάπη ὑπάρχει καὶ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τὸ ζητούμενο δηλαδὴ στὴ ζωή μας εἶναι ἡ ἀδιάκοπη σχέση μας μὲ τὸν Θεό. Ἐκεῖνον θέλουμε νὰ κρατήσουμε, γιὰ νὰ μὴ χάσουμε τὴν ὁλότητά μας ὡς μέλη Του. Τὸ σκεπτικὸ μὲ ἄλλα λόγια εἶναι ἁπλό: ὡς βαπτισμένοι στὸ ὄνομά Του καὶ μέλη τοῦ ἁγίου σώματός Του μένουμε ἑνωμένοι μαζί Του, μόνον ὅταν βρισκόμαστε στὸν τρόπο τῆς δικῆς του ζωῆς, δηλαδὴ τὴν ἀγάπη. Τότε διακρατεῖται ἀκέραιο τὸ ἔνδυμά μας, ὁ Ἴδιος δηλαδή, χωρὶς νὰ τὸ σκίζουμε καὶ νὰ τὸ καταστρέφουμε. “Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε”. Ἡ ἀδιάκοπη χωρὶς παύσεις σχέση μας μὲ τὸν Χριστὸ ὡς ζητούμενο τῆς ζωῆς μας εἶναι κάτι ἄλλωστε ποὺ ὁ Κύριος τὸ εἶχε τονίσει καθαρά: ἂν δὲν εἴμαστε μαζί Του, εἴμαστε ἐναντίον Του. “Ὁ μὴ ὢν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει”. Δὲν μπορῶ συνεπῶς πότε νὰ εἶμαι μὲ τὸν Χριστὸ καὶ πότε ὄχι. Καλούμαστε ἐμεῖς νὰ κάνουμε ὑπακοὴ σ’ Ἐκεῖνον καὶ ὄχι Ἐκεῖνος σὲ ἐμᾶς.

 3. Εἶναι εὐνόητο ἔτσι ὅτι πρῶτον δὲν ὑπάρχουν δικαιολογίες ποὺ ἁπλῶς ἱκανοποιοῦν τὰ πάθη καὶ τὸν ἐγωισμό μας. Κι ἐχθρὸς νὰ εἶναι ὁ ἄλλος ἀπέναντί μας καὶ μύρια προβλήματα, ἂν θέτει στὴν πορεία μας κι ἂν ἀδικίες ὑφιστάμεθα καθημερινῶς ἀπὸ αὐτόν, δὲν δικαιολογούμαστε γιὰ νὰ ἄρουμε τὴν ἀγάπη μας. Καλούμαστε νὰ κρατᾶμε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων μας, ποὺ θὰ πεῖ νὰ κρατᾶμε τὴν ἀγάπη καὶ πρὸς τὸν ἐχθρό μας. “Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων καὶ διωκόντων ὑμᾶς” (ὁ Κύριος). “Διατὶ οὐχὶ μᾶλλον ἀδικεῖσθε; Τοῦτο γὰρ χάρις, εἰ ἀδικούμενοι ἀγαθοποιεῖτε” (ἀπ. Πέτρος). Καὶ δεύτερον μποροῦμε νὰ κρατήσουμε τὴ χαρισματικὴ αὐτὴ ἀγάπη μόνον ὡς μέλη Χριστοῦ, δηλαδὴ ἐντεταγμένοι μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἐνισχυόμενοι ἀπὸ τὰ μυστήρια καὶ τὶς προσευχὲς αὐτῆς. Κανεὶς μὲ ἄλλα λόγια μόνος του, στηριγμένος στὶς δικές του δυνάμεις δὲν ἔχει τὴν ἰσχὺ νὰ ζήσει σωστὰ τὴν ἀγάπη. Θὰ τὸν νικήσει ὁ ἐγωισμός του καὶ ἡ θεωρούμενη ἀνθρώπινη αἴσθηση δικαιοσύνης. Μόνον μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴ δύναμη ποὺ μᾶς δίνει ἀπὸ τὰ μυστήριά Του τῆς Ἐκκλησίας μποροῦμε νὰ ζήσουμε τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.

.             Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν ἀπευθύνεται στοὺς Κορινθίους καὶ διαχρονικὰ σὲ ὅλους τους πιστοὺς γιὰ νὰ ἐκπληρώσει εὐγενικὰ ἕνα τυπικὸ καθῆκον. Τὰ λόγια του εἶναι ὁ καρπὸς τῆς ἀγωνιώσας ἀπὸ ποιμαντικὴ εὐθύνη καὶ ἀγάπη καρδιά του: γράφει ὅ,τι τὸν φωτίζει ὁ Θεός, “κατ᾽ ἐνώπιον Αὐτοῦ”, ὥστε νὰ βοηθήσει τοὺς πιστοὺς στὴν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας σωτηρίας τους. Καὶ λέει σὲ ὅλους μας: νὰ εἶστε πάντοτε πνευματικὰ ξύπνιοι, ὅλο μάτια, νὰ στέκεστε στὴν πίστη, νὰ εἶστε δυνατοί. Δηλαδὴ πάντοτε καὶ σὲ ὅλα νὰ ζεῖτε μὲ ἀγάπη. Μακάρι ἡ πυρακτωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς ἀνθρώπους καρδιὰ τοῦ ἀποστόλου νὰ θερμάνει λίγο καὶ ἐμᾶς. Ποὺ σημαίνει: μακάρι νὰ κινητοποιηθοῦμε ἔστω καὶ λίγο σὲ μετάνοια, ἀφοῦ ὅπου ὑπάρχει ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ ἔχει σβήσει ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης. “Διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἁμαρτίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη”. Τουλάχιστον, ἂν δὲν ἔχουμε μετάνοια, ἂς τὴν ζητήσουμε εἰλικρινὰ ἀπὸ τὸν Κύριο. Θὰ εἶναι τὸ πρῶτο σκαλοπάτι τῆς ἔνθεης καὶ σωτήριας ἀγάπης μας.

ΠΗΓΗ: ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΝΟΙΑΣΤΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΟ ΡΑΠΙΣΜΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΑΜΟΡΑΛΙΣΜΟΥ καὶ ΤΗΣ ΕΘΝΟΜΕΙΟΔΟΣΙΑΣ;

«Ἡ βιαιοπραγία τοῦ ἐκπροσώπου τῆς Χρυσῆς Αὐγῆς εἰς βάρος τῆς κ. Κανέλλη καὶ τῆς κ. Δούρου προσβάλλει τὸ δημοκρατικὸ αἴσθημα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ», παρατήρησε ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας.

ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»:

Βεβαίως, Ἐξοχώτατε.

.         Ἀλλὰ δὲν προσβάλλει ἁπλῶς τὸ δημοκρατικὸ αἴσθημα. Προσβάλλει πρωτίστως τὴν ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, τὴν ὁποία κάθε ἄνθρωπος φέρει καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ σωματικὴ βία συνιστᾶ ΠΑΡΑΒΑΣΗ τῶν ΕΝΤΟΛΩΝ τοῦ Θεοῦ, ἀθέτηση τῆς ΠΡΩΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ ΤΗΣ Α Γ Α Π Η Σ, τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐδίδαξε μέχρι θανάτου θανάτου δὲ σταυροῦ. Σταυρό, τὸν ὁποῖο ἐξ ἴσου ΑΠΕΧΘΩΣ καὶ ΒΛΑΣΦΗΜΩΣ ἄλλος ὑποψήφιος βουλευτὴς προσέβαλε πρὸ ἡμερῶν. Καὶ οὐδεὶς θεσμικὸς τῆς Δημοκρατίας εὐαισθητοποιήθηκε!
.          Τὸ δὲ «δημοκρατικὸ αἴσθημα» εἶναι ἕνα «ἀπήχημα», ἕνας ἀντίλαλος τῆς βαθειᾶς αἰσθήσεως ὅτι ὁ «ἄλλος» εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

.           Ἐξ ἄλλου, Ἐξοχώτατε, ποιός θὰ διαμαρτυρηθεῖ γιὰ τὸ ΒΑΝΑΥΣΟ ΧΑΣΤΟΥΚΙ, γιὰ τὴν ΤΕΡΑΤΩΔΗ ΒΙΑΙΟΠΡΑΓΙΑ ποὺ ἔχει ἀσκηθεῖ στὴν Ἑλληνικὴ Δημοκρατία στὴν ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΙΔΑ καὶ τὴν ἔχει ΣΥΝΤΡΙΨΕΙ; Ποιός μὲ δημοκρατικὴ εὐαισθησία θὰ βρεθεῖ νὰ ὑπερασπισθεῖ τοὺς ΕΛΛΗΝΕΣ, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ΠΛΗΓΕΙ ΒΑΝΑΥΣΑ ἀπὸ τὸ ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΟ ΡΑΠΙΣΜΑ τοῦ τριακονταετοῦς πολιτικοῦ ΑΜΟΡΑΛΙΣΜΟΥ καὶ ΤΗΣ ΕΘΝΟΜΕΙΟΔΟΣΙΑΣ; Ποιός θὰ δηλώσει τὴν ἀπέχθεια καὶ τὸν ἀποτροπιασμό του γιὰ τὴν βάρβαρη ἐξουδένωση καὶ ἀπάνθρωπη ἐξουδετέρωση ὄχι μόνο τοῦ δημοκρατικοῦ αἰσθήματος ἀλλὰ αὐτοῦ τοῦ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ; ΠΟΙΟΣ; ΠΟΙΟΣ θὰ ὑποστηρίξει ἐμπράκτως τὴν ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ γιὰ λιγότερη ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ;

.           Γιατί στὴν Ἑλλάδα ἔχουμε χάσει τὴν αἴσθηση τοῦ ΛΟΓΟΥ;

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: «Μόνον ὁ ὀρθὰ πιστεύων εἶναι καὶ ὁ ὀρθὰ πράττων»

Κυριακὴ τῆς ρθοδοξίας

Τοῦ πρωτ. π. Γεωργίου Δορμπαράκη

.          Ἡ Κυριακή της Ὀρθοδοξίας δὲν ἀντιμετωπίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας σὰν μία ἁπλὴ Κυριακή. Ἡ ὅλη τελετουργία τῆς ἡμέρας δείχνει τὴν ἰδιαιτερότητά της, ἀφοῦ στὴν οὐσία προβάλλει ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀποτελοῦν περιεχόμενα τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ Συνοδικὸ μάλιστα τῆς Ὀρθοδοξίας ἔρχεται νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν πεποίθηση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ἴδια βρίσκεται στὸν κόσμο ὄχι σὰν ἕνας κλῶνος στὸ δέντρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως πιστεύουν διάφοροι αἱρετικοί, ἀλλὰ σὰν τὸ ἴδιο τὸ δέντρο, ἡ προέκταση κατ’ ἀλήθειαν τοῦ Κυρίου, «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας», κατὰ τὴν γνωστὴ ἔκφραση τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου.
.          «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν…ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν· οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἠμῶν…». «Αὔτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὔτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὔτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὔτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».
.          Μὲ ἄλλα λόγια ἡ Ἐκκλησία μας διαλαλεῖ ὅτι ἂν θέλει κανεὶς νὰ ἔχει ὀρθὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό, ἂν θέλει νὰ Τὸν δεῖ ἀνόθευτα καὶ γνήσια, πρέπει νὰ ἐνταχτεῖ στὸ σῶμα της, νὰ γίνει μέλος της, νὰ βαπτιστεῖ ὀρθόδοξος Χριστιανός. Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη Ἐκκλησία ποὺ συνέχιζε καὶ συνεχίζει νὰ ζεῖ καὶ νὰ βλέπει τὰ πράγματα σύμφωνα μὲ τὶς προϋποθέσεις τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων. Σ’ ἕναν κόσμο ποὺ προβάλλει πολλοὺς παραμορφωτικοὺς φακούς, ποὺ καὶ μέσα στὸν Χριστιανισμὸ παρουσιάζονται φαινόμενα πολλαπλῆς ἀπόκλισης, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μᾶς τοποθετεῖ ἄμεσα καὶ σὲ εὐθεία γραμμὴ πρὸς τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Καλύτερα: ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς κρατάει ἀνοιχτὴ τὴν ἀληθινὴ εἰκόνα Του καὶ τὴν παρουσία Του στὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὸ ζωντανὸ σῶμα Του, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
.          Δὲν εἶναι μισαλλόδοξες κορῶνες τὰ παραπάνω. Δὲν ἔχουν νὰ κάνουν μὲ φανατισμοὺς καὶ ὑπερηφάνιες ἀδιάκριτες. Εἶναι φωνὴ εὐθύνης καὶ συναίσθησης τοῦ βάρους ἀποστολῆς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τάχτηκαν νὰ φυλάγουν Θερμοπύλες τῆς πίστεως. Εἶναι ἡ φωνὴ τῶν Πατέρων μας καὶ τῶν Ἁγίων μας, ποὺ ἔδωσαν καὶ τὸ αἷμα τους γιὰ νὰ διαφυλαχτεῖ ἀνόθευτη ἡ Παράδοση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων. Εἶναι τὸ «οὐκ ἔνι ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία» (Πρ. Ἀπ. δ´ 12) τῶν Ἀποστόλων, ὅταν μιλοῦσαν γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Οἱ μισαλλοδοξίες καὶ οἱ φανατισμοὶ εἶναι ἀνέξοδη ὑπόθεση. Ἐξαντλοῦνται σὲ φωνασκίες ἢ τὸ ἀκόμη χειρότερο σὲ βιαιότητες ποὺ καλλιεργοῦν τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου καὶ στρέφονται κατὰ τοῦ συνανθρώπου. Ὁ ἀγώνας ὅμως γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἀποτελεῖ ἀγώνα ποὺ προϋποθέτει τὸν θάνατο τοῦ ἴδιου τοῦ ὀρθόδοξου γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος. Συμπεριφέρεται δηλαδὴ ὁ ὀρθόδοξος στὸν ἀγώνα του σὰν τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὅπως Ἐκεῖνος ἦλθε γιὰ νὰ φέρει τὴν ζωὴ μέσα ὅμως ἀπὸ τὸν θάνατό Του, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ γνήσιος πιστός Του: πεθαίνει ὁ ἴδιος πρὸς χάρη τοῦ ἄλλου!
.          Εἶναι αὐτονόητο ἔτσι ὁ ὀρθόδοξος δὲν εἶναι ὁ ἁπλὰ ὀρθοδοξολογῶν. Ὅποιος πιστεύει ὅτι ἡ ὀρθοδοξία εἶναι θέμα ὀρθῶν καὶ μόνο λόγων εἶναι πλανεμένος στὸ ἔπακρο. Ὁ Κύριος διαβεβαίωσε ὅτι «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοὶ Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντος μὲ Πατρὸς» (Ματθ. ζ´ 21). Ἔτσι ὁ ὀρθόδοξος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ τὴν ὀρθὴ πίστη· ποὺ τηρεῖ τὸ θέλημα τοῦ Οὐράνια Πατέρα. Δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ καὶ πιστεύει στὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ ἀγαπᾶ τὸν συνάνθρωπό του. Διότι αὐτὴν τὴν ἐντολὴ μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος: «Αὔτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ Αὐτοῦ, ἴνα πιστεύσωμεν τῷ ὀνόματι τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ (Ἰησοῦ Χριστοῦ) καὶ ἀγαπῶμεν ἀλλήλους» (Α´ Ἰωάν. γ´ 23).
.          Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ἄλλωστε αὐτὸ ποὺ ἐπανειλημμένως ἐπισημαίνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: μία ὀρθοδοξολογία χωρὶς τὴν ἐμψύχωσή της ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ζωή, πέρα ἀπὸ ὑποκρισία, συνιστᾶ μνήμη προσωρινή. Σιγὰ σιγὰ ἐκφυλίζεται μέχρις ὅτου χαθεῖ παντελῶς! Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος μὲ ἐποπτικὸ τρόπο γράφει: «Ὅποιος ἀκούει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὸν ἐφαρμόζει, αὐτὸς μοιάζει μὲ ἄνθρωπο ποὺ βλέπει τὸν ἑαυτό του μέσα σ’ ἕναν καθρέφτη· τὸν βλέπει καὶ φεύγοντας ξεχνάει ἀμέσως πῶς ἦταν» (α´ 23-24).
.          Ἴσως ὅμως θέσει κανεὶς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου τὸ λογικὸ ἐπιχείρημα: δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ ζήσει κανεὶς ὀρθόδοξα χωρὶς νὰ εἶναι ὀρθόδοξος; Νὰ ζήσει δηλαδὴ τὴν ἀγάπη χωρὶς νὰ πιστεύει στὸν Χριστό; Ἡ ἀπάντηση, ὅσο κι ἂν φαίνεται ἀπόλυτη, εἶναι ἀρνητική. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει, νὰ πράξει δηλαδὴ ὀρθά, χωρὶς τὴν ἀνάλογη πίστη. Διότι ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ ἔδειξε καὶ ἔζησε Ἐκεῖνος. Ὄχι μία ἀγάπη ποὺ ἀποτελεῖ ἁπλὸ συναίσθημα καὶ ἀγκαλιάζει μόνο τοὺς δικούς μας ἀνθρώπους, ἀλλὰ μία ἀγάπη ποὺ κινεῖται καὶ στὸν χῶρο τῶν ἐχθρῶν καὶ ἀντικειμένων μας· μία ἀγάπη ποὺ γίνεται τεράστια ἀγκαλιὰ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. «Αὔτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. ιε´ 13).
.          Ποιός μπορεῖ νὰ φτάσει στὸ σημεῖο ἀγάπης καὶ πρὸς τὸν ἐχθρό; Ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν φτάνει μέχρις ἐκεῖ. Τὰ καλὰ ἀποθέματά της ἐξαντλοῦνται πολὺ γρήγορα. Τὸ ἀνθρώπινο συναίσθημα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερνικήσει τὴν ἀδικία καὶ τὴν πονηρία ἑνὸς ἐχθροῦ μας. Ἀπαιτεῖται ἡ ὑπὲρ φύσιν ἐνέργεια: ἡ χάρη τοῦ ἴδιου του Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἰκανώσει τὸν ἄνθρωπο νὰ δεῖ καὶ μέσα ἀκόμη ἀπὸ τὴν κακία τοῦ πλησίον, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ποιὰ μάτια πέρα ἀπὸ τὰ μάτια τῆς πίστεως σ’ Ἐκεῖνον, μποροῦν νὰ δοῦν ἔτσι; Ποιά καρδιὰ μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει μὲ τὴν ἀνιδιοτέλεια τοῦ Χριστοῦ, παρὰ ἡ καρδιὰ ποὺ φέρει τὸν Χριστὸ καὶ ἔχει τὴν χάρη Του ἐνεργοῦσα μέσα της λόγῳ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος;
.          Ἔτσι ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι καὶ ὁ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀγαπᾶ σὰν τὸν Χριστὸ εἶναι πλάνη καὶ οὐτοπία. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα. Ὁ τονισμὸς τῆς ἀγάπης καὶ πρὸς τὸν ἐχθρὸ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν μὴ πιστό, τὸ λιγότερο, ὡς ἀφέλεια καὶ ἀθεράπευτος ρομαντισμός. Προσβάλλει κατ’ αὐτὸν τὸ αἴσθημα τῆς ἀνθρώπινης δικαιοσύνης, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπορρίπτεται ἀσυζητητί. Ὥστε μόνον ὁ ὀρθόδοξος πιστός, ποὺ ζεῖ καὶ ἀναπνέει τὸν ἀέρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ ἀγαπᾶ μὲ τὸν τρόπο τοῦ Χριστοῦ. Μόνον ὁ ὀρθὰ πιστεύων εἶναι καὶ ὁ ὀρθὰ πράττων.
.          Μὲ τὰ παραπάνω καθίσταται σαφὲς ὅτι ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως τελικῶς ἀποτελεῖ ἀγώνα γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου: νὰ διακρατηθεῖ τὸ ἀληθινό του πρόσωπο· νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγαπᾶ. Μένω στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σημαίνει μένω στὸν Χριστὸ καὶ μένω στὸν Χριστὸ σημαίνει μπορῶ νὰ ἀγαπῶ: ἁπλὰ καὶ ἀληθινά, ὅλον τὸν κόσμο, ὅπου γῆς, χωρὶς ὅρια καὶ φραγμούς. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκαναν ὅλοι οἱ ἅγιοί μας. Ἀγάπησαν τὸν Χριστὸ καὶ ἔδειξαν τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν πρέπει τὸ μυαλὸ καὶ ἡ σκέψη μας νὰ πηγαίνει σὲ κάποιους ἴσως κληρικοὺς ἢ σὲ κάποιους λαϊκοὺς ποὺ μπορεῖ νὰ μὴ στέκουν σωστὰ στὴν πίστη. Ἡ σκέψη μας πρέπει νὰ πηγαίνει στοὺς ἁγίους μας. Οἱ ἅγιοί μας εἶναι τὰ ὅρια τῆς ὀρθοδοξίας μας, γιατί σ’ αὐτοὺς φανερώνεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας. Αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὴν προέκτασή Του στὸν κόσμο, ὅπως τὸ ἔχει διατυπώσει καὶ ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἁγιώτερος πάντων γιὰ πολλούς: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γαλ. β ´ 20).
.          Στὴν πραγματικότητα οἱ ἅγιοι δείχνουν τί σημαίνει ἀποκατάσταση τῶν εἰκόνων – ὅ,τι ἑορτάζουμε ἱστορικὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀποκατέστησαν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν εἰκόνα Ἐκείνου μέσα τους, γι’ αὐτὸ καὶ τιμώντας αὐτοὺς τὸν Χριστὸ στὴν πραγματικότητα τιμοῦμε καὶ δοξάζουμε. «…Τὸν μὲν (Χριστὸν) ὡς Θεὸν καὶ Δεσπότην προσκυνοῦντες καὶ σέβοντες, τοὺς δὲ (ἁγίους) διὰ τὸν κοινὸν Δεσπότην, ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες, καὶ τὴν κατὰ σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμονες» κατὰ τὴ διατύπωση καὶ πάλι τοῦ Συνοδικοῦ της Ὀρθοδοξίας.

.          Ἡ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν εἶναι ἑορτὴ γιὰ θριαμβολογίες. Ἂν μείνουμε στὶς δάφνες τοῦ παρελθόντος δὲν θὰ κάνουμε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ μιμούμαστε τοὺς Ἰουδαίους στὴν παρακμασμένη περίοδό τους, ὅταν καυχῶνταν καὶ ὑπερηφανεύονταν γιὰ τὰ παλαιὰ μεγαλεῖα τους. Ἡ ἀποτίμηση τοῦ ἴδιου του Κυρίου μας στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι δεδομένη καὶ γιὰ ἐμᾶς: «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς» (Ματθ. κε´ 12). Δὲν σᾶς γνωρίζω. Ἡ ἑορτὴ πρέπει νὰ μᾶς προκαλεῖ σὲ σκληρὴ αὐτοκριτικὴ καὶ σὲ ἀπόφαση μέχρι θανάτου νὰ ζήσουμε ὅπως ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Ἅγιοι. Ἂν δὲν τὴν δοῦμε ἔτσι, ἴσως καλύτερα νὰ μὴν ἀναφερόμαστε σ’ αὐτήν, γιατί τὸ μόνο ποὺ κάνουμε τότε εἶναι νὰ σωρεύουμε περισσότερη ὀργὴ γιὰ ἐμᾶς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως.

ΠΗΓΗ:  syndpeiraia.blogspot.com

«ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑ-ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑ-ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΠΟΧΗ» (Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος)

«Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον»

Τοῦ Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου

1. Ὁ Θεὸς καὶ ὁ πλησίον

.             Κάθε κοινωνία στηρίζεται σὲ μερικὲς ἀρχές, γιατί διαφορετικὰ δὲν θὰ ὑπάρχη ἰσορροπία καὶ κοινωνικὴ συνοχή. Μιὰ βασικὴ ἀρχὴ ποὺ ἐπικρατοῦσε πάντοτε στὴν παράδοσή μας ἦταν ὅτι ἡ κοινωνία, γιὰ νὰ ἰσορροπῆ, πρέπει νὰ στηρίζεται σὲ δύο βασικὰ θεμέλια ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος.
.             Πρόκειται γιὰ τὴν ἐντολὴ ποὺ ὑπῆρχε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὴν ἐπανέλαβε ὁ Χριστός: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου… ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» (Μάτθ. κβ´, 37-39). Πρόκειται γιὰ τὴν κατακόρυφη καὶ τὴν ὁριζόντια διάσταση κάθε ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας.
.             κατακόρυφη διάσταση εναι σχέση το νθρώπου μ τν Θεό. Ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ὁ Θεὸς ἦταν ἡ βάση τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Εἶναι γνωστὴ ἡ φράση: «ἀπὸ Θεοῦ ἄρχεσθαι». Πράγματι δὲν ὑπῆρχε καμμία ἐκδήλωση ποὺ δὲν συνδεόταν μὲ τὴν ἐπίκληση τῶν θεῶν. Ἀκόμη καὶ οἱ Ὀλυμπιακοὶ Ἀγῶνες ἄρχιζαν μὲ τὴν θυσία στοὺς θεούς. Παράλληλη ἔκφραση εἶναι τὸ «ἀφ᾽ Ἑστίας ἄρχου». Ἡ Ἑστία ἦταν μυθολογικὴ θεότητα, ἡ ὁποία ζήτησε νὰ λάβη τὸ προνόμιο ἀπὸ τὸν Δία νὰ ἀποδίδωνται σὲ αὐτὴν οἱ ἀπαρχὲς τῶν θυσιῶν. Ἐπίσης, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ διασωθέντα ἀποσπάσματα «ἐλεγείων» τοῦ καταγομένου ἀπὸ τὴν Χίο Ἕλληνος ποιητοῦ Ἴωνος (5ος αἰ. π.Χ.) συναντᾶμε τὸν στίχο: «ἐκ Διὸς ἀρχόμενοι πίνωμεν». Ἐπίσης, ὁ Ξενοφὼν ἔχει γράψει τὴν ἄποψη τοῦ Σωκράτη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία «πειρᾶσθαι σὺν τοῖς θεοῖς ἄρχεσθαι παντὸς ἔργου». Δηλαδή, θὰ πρέπει νὰ προσπαθοῦμε νὰ κάνουμε τὴν ἀρχὴ κάθε ἔργου μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
.             ριζόντια διάσταση εναι σχέση το νθρώπου μ τν συνάνθρωπό του, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε πλησίον. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη πλησίον λεγόταν αὐτὸς ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ τὸ πρόσωπο ποὺ βλέπουμε, ποὺ αἰσθανόμαστε ποὺ μποροῦμε νὰ ἀγγίξουμε. Ἡ λέξη πλησίον δηλώνει αὐτὸν ποὺ πλησιάζουμε ἢ μᾶς πλησιάζει, ὁπότε τὸ ρῆμα συνδέεται καὶ μὲ τὸ οὐσιαστικό: πλησιάζω, πλησίον.
.             Γιὰ τὸν Ἑβραῖο πλησίον ἦταν ὁ ὁμοεθνής του, ὁ ὁποῖος πίστευε στὸν ἴδιο Θεό. Γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ τὰ πράγματα ἔχουν ἀλλάξει, διότι πλησίον εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ ζῆ στὸ πιὸ ἀπομονωμένο μέρος τῆς γῆς, ἀνεξάρτητα ἀπὸ θρησκεία, ἐθνικότητα, φύλο, ἐπάγγελμα κλπ. Θὰ πρέπει νὰ ὑπενθυμίσω στὸ σημεῖο αὐτὸ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη. Κάποιος πλησίασε τὸν Χριστὸ ζητώντας νὰ μάθη τί πρέπει νὰ κάνη γιὰ νὰ σωθῆ. Στὴν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ, ὅτι πρέπει νὰ ἀγαπήση τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ἐκεῖνος ἐρώτησε: «καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;» (Λουκ. ι´, 29). Δηλαδή, ζητοῦσε νὰ μάθη ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον, στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ δείξη ἀγάπη. Ἀπαντώντας ὁ Χριστὸς σὲ αὐτὴν τὴν ἐρώτηση εἶπε τὴν περίφημη παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία πέρασε ὁ Ἱερεὺς καὶ ὁ Λευίτης δίπλα ἀπὸ τὸν τραυματισμένο ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ δείξουν ἀγάπη, πράγμα τὸ ὁποῖο ἔκανε ὁ Σαμαρείτης ποὺ δὲν ἦταν Ἰουδαῖος. Ἔτσι, ἐκείνη τὴν στιγμὴ «πλησίον» γιὰ τὸν τραυματισμένο ἄνθρωπο δὲν ἦταν ὁ ὁμοεθνής του καὶ ὁμόθρησκός του, ἀλλὰ ὁ ἀλλόθρησκος, ὁ ὁποῖος ἔδειξε ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ φροντίδα (Λουκ. ι´, 30-37).
.             Ἂν προσέξουμε ἰδιαιτέρως θὰ δοῦμε τν λλαγ τν ποία κανε Χριστς ς πρς τν ννοια το πλησίον. Ἡ πρώτη ἀλλαγὴ εἶναι ὅτι ἐπεξέτεινε τὴν ἔννοια αὐτή, ὁπότε πλησίον δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ λατρεύει τὸν ἴδιο Θεό, ὁ ὁμόθρησκος καὶ ὁ ὁμοεθνής, ὅπως ἑρμηνευόταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἀλλοεθνής. Ἡ δεύτερη οὐσιαστικὴ καὶ κυρία ἀλλαγὴ εἶναι ὅτι ἄλλαξε οὐσιαστικὰ τὸ ἐρώτημα. Τὸ ἐρώτημα ἦταν, ὅπως προαναφέρθηκε, «τίς ἐστί μου πλησίον», «ποιός εἶναι γιὰ μένα ὁ πλησίον;».  Χριστς δν πάντησε στ ποις εναι πλησίον του, λλ τι ατς πρέπει ν γίνη πλησίον σ κάθε λλον: «τὶς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς; ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾽  αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» (Λουκ. ι´, 36-37)
.             Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό, διότι δείχνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀρκούμαστε στὸ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μας, γιατί αὐτὸ κρύβει μία ἐγωϊστικὴ νοοτροπία, ἀλλὰ στὸ ὅτι μες πρέπει ν κινηθομε πρς τν λλο καὶ νὰ γίνουμε ἐμεῖς πλησίον τοῦ ἄλλου καὶ νὰ τὸν βοηθήσουμε στὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζει.
.             Ἑπομένως, ὁ Θεὸς καὶ ὁ πλησίον εἶναι ἡ βάση κάθε κοινωνικῆς ζωῆς, καὶ ἡ κατακόρυφη καὶ ὁριζόντια διάσταση δείχνει τὴν ὡριμότητα κάθε ἀνθρώπου.

2. Ἡ σύγχρονη κοινωνία

.             Ἐνῶ αὐτὴ ἡ βάση συνιστοῦσε τὴν διαχρονικὴ παράδοση τοῦ Γένους μας καὶ γενικότερα τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας, σήμερα ἔχουν ἀλλάξει τὰ πράγματα καὶ γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ κοινωνία μας εἶναι ἀνισόρροπη καὶ δημιουργοῦνται τεράστια προβλήματα. Δηλαδή, σήμερα βλέπουμε στὴν κοινωνία νὰ ἐπικρατῆ ὁ θάνατος καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον, ὁπότε καταργοῦνται ἢ διαταράσσονται οἱ σχέσεις μεταξὺ τῆς ὁριζόντιας καὶ κατακόρυφης σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν κοινωνία.
.             Παρατηροῦμε στὴν ἐποχή μας ὅτι ἐπικρατεῖ ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ, ἡ λεγομένη θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ. Ὁ 19ος αἰώνας, ἦταν ὁ αἰώνας τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Νίτσε εἶχε διακηρύξει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι νεκρός. Εἶχε προηγηθῆ βέβαια ὁ 18ος αἰ. τοῦ Διαφωτισμοῦ, κατὰ τὸν ὁποῖο γκρεμίστηκε τὸ κοσμοείδωλο τῆς μεταφυσικῆς. Βέβαια, πολλοὶ διαφωτιστὲς δὲν ἦταν ἄθεοι, ἀλλὰ δυϊστές, πίστευαν δηλαδὴ σὲ ἕναν θεό, σὲ μία δύναμη ἀόρατη ποὺ κυβερνᾶ τὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν πίστευαν στὸν προσωπικὸ Θεό.
.             Φαίνεται ὅτι ἡ μεταφυσική, ὁ σχολαστικισμὸς καὶ ὁ ἠθικισμός, ποὺ συνδέονται καὶ μὲ τὸν ἐθνικισμὸ ποὺ κατέληξαν σὲ διαμάχες καὶ θρησκευτικοὺς πολέμους, ὁδήγησαν στὸ σημεῖο νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ. Γι τν δυτικ νθρωπο δν χρειαζόταν νας θες πο ταν κδικητικός, σπλαχνος, φεουδάρχης κλπ., πως κφραζόταν στν Δύση, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸν ἀρνήθηκαν, ἀφοῦ δὲν τοὺς χρειαζόταν. Ἔτσι, δν πέθανε Θεός, λλ στν πραγματικότητα πέθανε νθρωπος γι τν Θεό.
.             Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἐπηρέασε πάρα πολὺ τὴν Δυτικὴ Εὐρώπη. Τὸν τελευταῖο καιρὸ συζήτησα μὲ διαφόρους Εὐρωπαίους γιὰ τὰ θέματα αὐτὰ καὶ διεπίστωσα ὅτι στὴν Εὐρώπη ὑπάρχει ἕνα μεγάλο κύμα ἀθεΐας, ἀπιστίας καὶ γενικὰ ἀδιαφορίας γιὰ τὸ ἐὰν ὑπάρχη ἢ δὲν ὑπάρχει Θεός.
.             Ἄλλωστε, ἡ εὐρωπαϊκὴ ἑνότητα στηρίζεται πάνω στὴν οἰκονομία, ὅπως τὸ ὁρίζουν καὶ διάφοροι ὄροι ποὺ ἐπικρατοῦν, ἤτοι «Οἰκονομικὴ Ἕνωση τῆς Εὐρώπης», «Νομισματικὴ Ἕνωση τῆς Εὐρώπης», «Εὐρωζώνη ἢ Ζώνη τοῦ εὐρὼ» κλπ. Πρόκειται γι μιὰ Ερώπη πο δν στηρίζεται στν πολιτισμό, ποος σαφς χει κα τ στοιχεο τ θρησκευτικό, λλ μόνον στ χρμα, γι᾽ ατ κα καταρρέει τ οκοδόμημα ατό.
.             Σήμερα στὴν Εὐρώπη παρατηρεῖται ἀδιαφορία γιὰ θρησκευτικὰ ζητήματα. Καὶ ὅπως μου ἔλεγε κάποιος Γάλλος ὀρθόδοξος κληρικός, ἡ Εὐρώπη εἶναι πεθαμένη ὡς πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν κυκλοφορία διαφόρων χριστιανικῶν βιβλίων. Τ χριστιανικ βιβλία πο κδίδονται π Προτεστάντες, γγλικανος κλπ. ναφέρονται σ να χριστιανικ κα θρησκευτικ συγκρητισμό, δηλαδὴ κάνουν λόγο γιὰ τὰ κοινὰ στοιχεῖα ποὺ ὑπάρχουν σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες, γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς χριστιανικῆς σκέψης, χωρὶς νὰ στηρίζονται στὴν πίστη καὶ στὶς διάφορες ὁμολογίες. Ἀκόμη καὶ τὰ ὀρθόδοξα βιβλία ἐκδίδονται στὴν Ἀμερικὴ καὶ μικρὸ ποσοστὸ αὐτῶν ἔρχονται στὴν Εὐρώπη.
.             Στὸ θέμα αὐτὸ μπορῶ νὰ καταθέσω καὶ μία προσωπικὴ μαρτυρία. Τὰ βιβλία μου, τὰ ὁποῖα μεταφράσθηκαν στὰ ἀγγλικά, κυκλοφοροῦν κυρίως στὴν Ἀμερικὴ καὶ ἐλάχιστος ἀριθμὸς κυκλοφορεῖ στὴν Εὐρώπη. Εἶναι καὶ αὐτὸ μία ἔνδειξη ὅτι Ερωπαος νθρωπος δν νδιαφέρεται γι τν Θε κα ,τι χει σχέση μ τν πικοινωνία μαζί Του. Ὁ π. Ἰουστίνος Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος πρόσφατα ἀνακηρύχθηκε ἅγιος ἀπὸ τὴν Σερβικὴ Ἐκκλησία, μὲ προφητικὴ ἐνάργεια εἶχε ἀναγγείλει ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος ὅτι ὁ κρυφὸς πόθος πολλῶν ἀπὸ τὰ δημιουργήματα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ εἶναι «ἡ ἀπελευθέρωσις τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεόν».
.             Ἐρωτᾶ: Ἡ Εὐρώπη ἀφοῦ υἱοθέτησε τὴν ἀρχὴ τοῦ Νίτσε ὅτι ὁ Θεὸς «ἀπέθανε», τότε τί ἔμεινε στὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν ἔξοδο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ σῶμα της; Ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος: Ἔμεινε ἕνα «πτῶμα», ὅπως πτῶμα γίνεται τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν φεύγη ἡ ψυχή. Ὁ Ντοστογιέφσκι εἶπε κάποτε: «Θέλω νὰ πάω εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ γνωρίζω ὅτι μεταβαίνω εἰς νεκροταφεῖον».
.             Εἶναι χαρακτηριστικὰ ὅσα γράφονται στὸ βιβλίο τοῦ Lugi Zoja «ὁ θάνατος τοῦ πλησίον» γιὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὴν σύγχρονη κοινωνία.
.              Ἐὰν 19ος αώνας ταν αώνας το θανάτου το Θεο, 20ός κα 21ος α. εναι αώνας το θανάτου το πλησίον, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν συνάνθρωπό του, ζῆ σὲ ἕνα φίλαυτο ἐγωκεντρικὸ περιβάλλον, ὁ ἀτομισμὸς εἶναι κυρίαρχο στοιχεῖο στὴν ζωή μας, πράγμα τὸ ὁποῖο δείχνει τὴν ἀδιαφορία, τὴν ὁποία ἔχει ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν συνάνθρωπό του.
.             Δν εναι καθόλου τυχαο, τὸ τι κατ τν 19ο κα 20ό αἰ. κυριαρχεῖ  ψυχανάλυση, φο «ἡ πομόνωση κερδίζει δαφος», «τ πλέον εαίσθητα τομα σπαράσσονται π μία γωνία, στν ποία δίδεται τ νομα νεύρωση. Μέσῳ τῆς ψυχανάλυσης θὰ ἀναδομήσουν τὴν ἀνθρώπινη σχέση, ὄχι μὲ κάποιον πλησίον, ἀλλὰ μὲ ἕναν ἐπαγγελματία. Ἡ ἀνάγκη τους γιὰ ἐγγύτητα εἶναι τόσο βίαιη, ποὺ δημιουργεῖ ἕνα πλεόνασμα οἰκειότητος μὲ ἐκεῖνον: αὐτὸ καλεῖται μεταβίβαση καὶ μὲ τὴν σειρὰ της θεωρεῖται νευρωτική. Ὁ Φρόιντ ὑποδεικνύει τεχνικὲς γιὰ νὰ τὴν συγκρατήση καὶ νὰ τὴν ἐμπεριέσχει. Θέτει τὸν ἀσθενῆ στὸ ντιβάνι, γιὰ νὰ ἀπομακρύνει τὸ βλέμμα του».
.             Ὁ Ἀριστοτέλης ἔλεγε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κοινωνικὸ ὂν καὶ οἱ ἄνθρωποι αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ ἔχουν κάποιον δίπλα τους. Σήμερα, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι, κυρίως στὶς μεγαλουπόλεις, δὲν αἰσθάνονται δίπλα τους ἄλλους ἀνθρώπους, ζοῦν μόνοι τους, αἰσθάνονται μία μοναξιά, αἰσθάνονται τὸν πλησίον τους ὡς ἀπειλὴ τῆς ὕπαρξής τους. Μπορεῖ κανεὶς νὰ συναντᾶ κάθε μέρα χιλιάδες ἀνθρώπους στὸν δρόμο, στὴν ἐργασία, ἀλλὰ εἶναι ἄγνωστα πρόσωπα σ᾽ αὐτούς.
.             Ἔχει παρατηρηθῆ ὅτι στὴν ἀρχαιότητα μόνο ἡ Ρώμη ξεπερνοῦσε τὸ ἕνα ἑκατομμύριο κατοίκων καὶ τὸ 1820 μόνον τὸν Λονδίνο. Στὰ 1900 οἱ πόλεις ποὺ κατοικοῦνταν περισσότερο ἀπὸ ἕνα ἑκατομ. κατοίκους ἦταν ἕνδεκα, τὸ 2000 ἦταν σχεδὸν 400 καὶ τὸ 2015 θὰ εἶναι 550. Αὐτὸ δείχνει ἕνα μεγάλο πρόβλημα, ὅτι οἱ ἄνθρωποι ζοῦν μέσα σὲ μεγαλουπόλεις. Στν πολυκοσμία μ τος μετανάστες κα τος ξένους νθρωπος ασθάνεται ντελς μόνοςὍταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει στὸ σπίτι του μετὰ τὴν καθημερινὴ ἐργασία, εἶναι «ἀποπροσανατολισμένος ἀπὸ τὴν συνάντηση μὲ ἄπειρα νέα πρόσωπα πού, ἀντίθετα πρὸς ὅ,τι ἀναζητᾶ ἡ παρόρμηση, δὲν τοῦ προσφέρουν γνώση, διότι λείπει εἴτε ὁ χρόνος, εἴτε ἡ δυνατότητα γνώσεως». Ἀλλὰ καὶ «ὅταν ἀνοίγει τὴν τηλεόραση, μπορεῖ νὰ συναντήσει σὲ ἐλάχιστες στιγμές, χιλιάδες ἄλλα ἄτομα, ἀλλὰ συνάμα καὶ ἐλάχιστα ὑπαρκτά». Ἔτσι, ἔχει χαθῆ ἡ ἔννοια τοῦ ζωντανοῦ πλησίον.
.             Ἐπίσης παρατηροῦμε ὅτι κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος οἱ διπλανοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἔχουν ἀντικατασταθῆ ἀπὸ τὶς μηχανές.
.             Ὁ Τζὼρτζ Ὄργουελ τὸ 1949 ἔκανε λόγο γιὰ τὸν μεγάλο ἀδελφό. Πρόκειται γιὰ τὴν παντοδύναμη ἐξουσία, ἡ ὁποία εἰσχωροῦσε στὰ σπίτια.
.             Ὁ Ρέι Μπράντμπερι τὸ 1953 περιέγραψε μιὰ κοινωνία, στὴν ὁποία τὰ βιβλία ἦταν ἀπαγορευμένα καὶ οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν περικυκλωμένοι ἀπὸ ὀθόνες, τὶς ὁποῖες ὀνόμαζε «ἡ οἰκογένειά μου». «Σὲ ἀμφότερα τὰ διηγήματα, ὁ πολίτης δὲν ἔβλεπε ὅτι ἡ ἐξουσία ἐξαφάνιζε τοὺς γείτονες: γείτονας ἦταν πλέον μόνο ἡ ὀθόνη».
.             Ἑπομένως, «στὸν προτεχνολογικὸ κόσμο, ἡ γειτνίαση τῶν ἀνθρώπων ἦταν οὐσιαστική, τώρα δεσπόζει ἡ ἀπόσταση, ἡ ἔμμεση σχέση καὶ ἡ σχέση διὰ τῶν μέσων ἐνημέρωσης. Ἡ ἐντολὴ (ἀγάπα τὸν πλησίον σου) κενώνεται. Καὶ τοῦτο διότι δὲν ἔχουμε πλέον κανένα νὰ ἀγαπήσουμε». Χάθηκε ἡ ἐπικοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν συνάνθρωπό του καὶ στὴν καλύτερη περίπτωση γίνεται ἔμμεση, ὁπότε ἐπανεμφανίζεται μὲ διαστρεβλωμένη μορφή, ὅπως φαίνεται σὲ πολλὲς ψυχοπαθολογικὲς καταστάσεις.
.             Ὁπότε, σύγχρονος νθρωπος χει χάσει κα τν ασθηση το Θεο κα τν ασθηση το πλησίον, Θες πέθανε γι’ ατόν, ορανς κενώθηκε π τν Θεό, λλ πέθανε κα πλησίον γι᾽ ατόν, δηλαδ κενώθηκε κα γ, κα τ κυριότερο κα διος παυσε ν εναι πλησίον τοῦ Θεο κα το νθρώπου. Στὴν πραγματικότητα ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι ὀρφανὸς καὶ ἀπὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ ἄνθρωπο. «Εἴτε ἀπὸ τὴν κατακόρυφη ὀπτική, –πέθανε ὁ Οὐράνιος Πατήρ του–, εἴτε ἀπὸ τὴν ὁριζόντια –πέθανε ἐκεῖνος ποὺ στεκόταν στὸ πλάι του. Συνεπῶς, ὅπου καὶ νὰ ρίξει τὸ βλέμμα, νιώθει ὀρφανός».
.             Ἔτσι, μετ τν θάνατο το Θεο το Νίτσε κολούθησε θάνατος το πλησίον μ τν μετ-τεχνολογικ κα μετ-θρησκευτικ ποχ κα μετ τν θάνατο το πλησίον κολουθε κα μετ-νθρώπινη ποχή.
.             Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα βλέπω τὴν κρίση τῆς σημερινῆς ἐποχῆς. Δν πρόκειται γι κρίση πλς οκονομική, λλ γι κρίση κοινωνική, νθρωπιστική, πολιτιστικ κα θεολογική.
.             Ἡ ὀρφάνεια μαστίζει τοὺς ἀνθρώπους, ὀρφάνεια ἀπὸ Θεὸ καὶ πλησίον. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλη νὰ στηριχθῆ πάνω σὲ οἰκονομικὰ μεγέθη, καὶ τότε αἰσθάνεται τὴν μοναξιά, ἀφοῦ δὲν ἱκανοποιοῦνται οἱ ὑπαρξιακές του ἀναζητήσεις.
.             Σὲ αὐτὴν τὴν δύσκολη ἐποχὴ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν πλησίον. Τὸ Θεὸ πρέπει νὰ τὸν αἰσθανθοῦμε μέσα στὴν καρδιά μας ὡς ἀγάπη καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία ὡς Πατέρα, καὶ τὸν συνάνθρωπό μας πρέπει νὰ τὸν αἰσθανθοῦμε ὡς ἀδελφό μας. Ἐμεῖς πρέπει νὰ πορευόμαστε πρὸς τὸν Θεό, καθὼς ἐπίσης νὰ κινούμαστε καὶ πρὸς τὸν συνάνθρωπο, νὰ γινόμαστε πλησίον τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ ὑποφέρει καὶ πονᾶ.
.             Ἑπομένως, ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ τιμοῦμε κάθε ἐθελούσια προσφορὰ καὶ κάθε κενωτικὴ-θυσιαστικὴ ἀγάπη.

.          [Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὡς ποιμενάρχης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου συγχαίρω τὴν ΟΣΥΝ καὶ τὴν ΕΝΑΜ, γιατί ἀποφάσισαν νὰ τιμήσουν τοὺς Πολιτιστικοὺς Συλλόγους καὶ τοὺς συγγραφεῖς ποὺ προσφέρουν τὸν χρόνο καὶ τὰ χαρίσματά τους γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν τοὺς ἀδελφούς, καθὼς ἐπίσης συγχαίρω καὶ τοὺς τιμωμένους σήμερα Συλλόγους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὰ ὑγιῆ στοιχεῖα τῆς κοινωνίας μας.
.            Χαίρομαι γιὰ τὰ πνευματικά μου παιδιὰ ποὺ δραστηριοποιοῦνται στὸν χῶρο τῆς κοινωνίας καὶ εὔχομαι τούτη τὴν χρονιὰ νὰ βάλουμε ὡς θεμέλιό της ζωῆς μας τὸν βασικὸ αὐτὸ κανόνα: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλη τὴ καρδία σου καὶ ἐν ὅλη τὴ ψυχή σου καὶ ἐν ὅλη τὴ διανοία σου... ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» (Ματθ. κβ´, 37-39).]
ΠΗΓΗ: romfea.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου