Η Χρονογραφία του Ιωάννη Μαλάλα
σε Επιμέλεια και Υπομνηματισμό
Γιώργου Λαθύρη,
ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Εκδόσεις Ηλιοδρόμιον, Αθήνα
2001
Η Χρονογραφία του Ιωάννου Μαλάλα, που για πρώτη φορά εκδίδεται στην Ελλάδα, αν και γράφτηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ. αποτελεί σημαντικό κείμενο για την ιστορική πορεία του Ελληνισμού και όλου του γνωστού στην εποχή του κόσμου. Το σπουδαίο είναι ότι βασίζεται σε έργα αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων που έχουν απωλεσθή και πολλούς απ΄ αυτούς, τους γνωρίζουμε μόνο από το έργο αυτό, από την αναφορά που κάνει σ΄ αυτούς ο συγγραφέας της Χρονογραφίας.
Μεταξύ των άνω των εβδομήντα συγγραφέων - πηγών του Μαλάλα περιλαμβάνονται ο Ηρόδοτος , ο Ευστάθιος, ο Πυθαγόρας, ο Όμηρος, ο Ορφέας ο Μανέθων, ο Ιώσηπος, οι τραγικοί ποιητές Ευριπίδης και Σοφοκλής, ο Πορφύριος, ο Πλούταρχος αλλά και οι καθόλου γνωστοί, ως ο Μάγνος ο Καρηνός, Σέρβιος ο Ρωμαίος, Φειδαλίας ο Κορίνθιος, Φλώρος ο υπομνηματιστής του Λιβίου κ.ά.
Διαβάζοντας το κείμενο των λόγων του Μαλάλα, που ρέει εύληπτο και ενδιαφέρον και για τον αναγνώστη που δεν έχει μεγάλη τριβή στην αρχαία γλώσσα, βρίσκει ο μελετητής και ο ερευνητής ακόμα πολύτιμες πληροφορίες για άγνωστα συμβάντα ή γεγονότα της ιστορίας και νέα στοιχεία για πτυχές του παρελθόντος που θεωρούνται ως πολυσυζητημένες ή γνωστές. Έτσι το ιστορικό αυτό βιβλίο καλεί αφ΄ εαυτού σε αναψηλάφηση του παρελθόντος για επανεκτίμηση και αποκρυσταλλωμένων ήδη απόψεων.
Παρακολουθούμε την ιστορία της Ιούς και των Αργείων Ιωπολιτών, των Ιωνιτών κατά τους Σύρους, τους κτήτορες του ιερού του Κρόνου στο Σίλπιον Όρος της Συρίας. Μαθαίνουμε για την Λιβύη, την θυγατέρα της Ιούς και τον γυιό της τον Αγήνορα, κτήτορα της Τύρου και Βασιλέως της Φοινίκης, τον Βήλο, πατέρα του Αιγύπτου και του Δαναού, και τον Ενυάλιο, για την ανάρρηση Ελλήνων βασιλέων στην Αίγυπτο και την Κιλικία (κτήτορας ο Κίλιξ, γυιός του Αγήνορα) την Συρία (του παραχωρήθηκε από τον πατέρα του Αγήνορα) και την Φοινίκη (εκληροδοτήθη στον υιό του Αγήνορα, τον Φοίνικα). Επίσης θέτει ο Μαλάλας σε ιστορική βάση και την ιστορία της Ευρώπης, θυγατέρας του Αγήνορα και του βασιλέα της Κρήτης Ταύρου, αναδεικνύοντας την ελληνικότητα των εν λόγω περιοχών.
Μας διηγείται ο συγγραφέας για τα τρία ονόματα κάθε αρχαίας πόλης το τελεστικό, το ιερατικό και το πολιτικό, για την καθιέρωση της πορφύρας ως βάμματος για τους βασιλικούς μανδύες, χιτώνες και χλαμύδες στην Ελλάδα και την Ρώμη, αναδεικνύοντας την ελληνικότητα της εφεύρεσης και ανάδειξης ως σύμβολο αλλά και σε εμπορικό προϊόν ήδη και μεταξύ των Πελασγών.
Η αναφορά στο κείμενο στο γεγονός ότι ο Σύρος, γιός του Αγήνορα, συνέγραψε με φοινικικά γράμματα, αποτελεί μαρτυρία για την ελληνικότητα των γραμμάτων που ανεπτύχθησαν και χρησιμοποιήθηκαν στην Φοινίκη, χώρα Ελληνική, το πρώτον από τους Ελληνοφοίνικες του Αγήνορος και, επομένως, τα βρήκαν και υιοθέτησαν αργότερα μόνο τα σύμφωνα και οι Σημιτοφοίνικες, κατά τις ανάγκες τους. Και βεβαίως για τις ανάγκες της Ελληνικής γλώσσας των Ελληνοφοινίκων απαιτείτο το σύνολο των συμφώνων αλλά και των φωνηέντων, που οι Φοίνικες δεν εχρειάζοντο.
Τα γράμματα, φοινίκεια κληθέντα, ως εκ της χώρας όπου εδημιουργήθησαν, υπήρχαν επί του Σύρου γυιού του Αγήνορα, μαζί κατά πάσα πιθανότητα με τα στοιχεία της Γραμμικής Γραφής Β΄ των Μυκηνών και την Γραμμική Γραφή Α΄ των Μινωϊτών. Και την πληροφορία αυτή αντλούμε από τις περιγραφές στην Χρονογραφία του Μαλάλα.
Μας τεκμηριώνει η Χρονογραφία ιστορικώς τον “μύθο” του Περσέως και την κτίση της πόλεως Περσίδος και την σχέση καταγωγής των Περσών προς τον Περσέα, που της προσέδωσε το όνομα. Συγχρόνως μαθαίνουμε την ταύτιση της εν λόγω πόλεως (ιερατικό όνομα) με το Ικόνιον (πολιτικό όνομα). Σημαντικές είναι οι ετυμολογικές εξηγήσεις για την ονοματοδοσία, επίσης από τον Περσέα, της πόλεως Ταρσού: εκ του χρησμού του ιδίου αυτού ποδός, επειδή: “κατελθών εκ του ίππου εν τη λεγομένη κώμη Ανδρασώ, εκεί τον ταρσόν του ποδός έπηξεν”. Εκτός εκείνης του πολιτικού ονόματος Ταρσός ο Μαλάλας μας επεξηγεί την ετυμολογία και του ιερατικού ονόματος της εν λόγω πόλεως Παρθενόπη, η οποία σχετίζεται με την θυσία που ετέλεσε ο Περσεύς “καλέσας ούτω την τύχην της πόλεως εις αποκαθαρισμόν”.
Οι εκδιπλούμενες σχέσεις καταγωγής του Περσέως και των Ιωνιτών και η δράση τους στην Συρία, την Περσία και την Αιθιοπία ακόμη, ως τα συνδυάζει ιστορικώς ο λεπτολόγος Μαλάλας, η ερμηνεία της κεφαλής της Γοργόνας, αλλά και η ακριβής γενεαλογία και περιπλανήσεις του Κάδμου και τα γεγονότα των Θηβών επί των διαδόχων αυτού, μας αποσαφηνίζουν την ελληνική σαφώς επίδραση και παρουσία των Ελλήνων στην Μικρά Ασία και την Βόρειο Αφρική, και τα Ελληνικά Βασίλεια, ήθη και θρησκείες που μετεδόθησαν στις χώρες αυτές· χώρες οι οποίες λόγω των σχέσεων καταγωγής (λ.χ. της Κιλικίας και του κτήτορά της) από την Μητρόπολη δεν έχει ίσως νόημα να διακρίνονται οι περιοχές αυτές (ως παραδείγματος χάριν, η χώρα προέλευσης ή μετάβασης του Κάδμου), ως χώρες αμιγώς ελληνογενείς και ελληνόφρονες.
Όπως λοιπόν αναφέρουμε, τα κείμενα του Μαλάλα αποκαθιστούν την ιστορική πραγματικότητα των μύθων, συμπεριλαμβανομένων των εκστρατειών του Διονύσου προς Ινδούς, και μάλιστα ενισχύει τις διηγήσεις του με πληθώρα παραπομπών σε άλλους, ιστορικούς ή μη, συγγραφείς της αρχαιότητος, αλλά ήσαν σίγουροι ότι τα πρόσωπα και τα γεγονότα του μύθου ήσαν υπαρκτά. Και αν δούμε τις αναφορές στην Βίβλο όχι ως επιβεβλημένες από τις θρησκευτικές συνθήκες της εποχής, αλλά ως ιστορικά συγκριτικά στοιχεία, στα οποία ο Μαλάλας εμμένει, με χρονολογίες και αντιστοιχήσεις, τότε μπορούμε να καταλήξουμε, ως ο Καρολίδης: Μικρασιανή Αρία Ομοφυλία, σε διαλεύκανση πολλών “μυστηρίων” σε σχέση με την ελληνογένεια των περιοχών και των γλωσσών της Μικράς Ασίας κατ΄ αρχήν και των πέριξ της Μητροπολιτικής Ελλάδος και Μικράς Ασίας λαών και γλωσσών.
Και στην περίπτωση των Φρυγών, των Τρώων και των Αχαιών, τους οποίους ο Μαλάλας συνδέει και εξηγεί τα αίτια και τους λόγους των μεταξύ τους συμβάντων, υπογραμμίζει ο Χρονογράφος την αυτή θρησκεία και φυλετική σύσταση των αντιμαχομένων (συμμαχία Φρυγών, από Λυκίας και Λυκαονίας). Τονίζει ο Μαλάλας την συγγραφή του χρονικού των Τρωϊκών από τον σοφώτατο Δίκτυ από την Κρήτη που ακολούθησε τον Ιδομενέα τον πρόμαχο των Δαναών στην Τροία. Τέλος, μέσα από το ιστορικό αφήγημα του Μαλάλα, μας αναλύονται κρίσιμα για τον Ελληνισμό θέματα, ως η ίδρυση της Ρώμης και η επέκταση των Ελλήνων και των αντιπάλων των Τρώων στην Ιταλική Χερσόνησο αλλά και την τύχη των ελληνικών χωρών και των συμμάχων τους που είχαν λάβει μέρος σ΄ αυτήν.
Δεν πρέπει να θεωρηθούν υποδεέστερης σημασίας οι Λόγοι του Μαλάλα που αναφέρονται στην εποχή των αυτοκρατόρων Αναστασίου, Ιουστίνου, Ιουστινιανού και Ιουστίνου του Β΄, στην γένεση του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους αλλά και στην Πολιτική τους για εξάπλωση (δι΄ επιβολής) του Χριστιανισμού και στις διώξεις εναντίον της παλαιάς Θρησκείας και των ίδιων των Ελλήνων, όχι μόνον ως Θρησκείας αλλά και ως Ιδεών (κλείσιμο φιλοσοφικών Σχολών).
Σημαντική εν προκειμένω είναι η κριτική εξιστόρηση και ο σχολιασμός των γεγονότων στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τα κράτη των Επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η πάλη των θρησκειών, αρχαίας και νέας να συνυπάρξουν... και αυτό το θέμα απασχολεί τον Μαλάλα, που επεκτείνει τις αναζητήσεις του στα γειτονικά εθνικά κράτη και την πολιτική τους, όπως π.χ. των Περσών.
Ο Επιμελητής του έργου, ο κ. Γιώργος Λαθύρης, διείδε ευφυώς την σημασία της γλώσσας του Μαλάλα ως ιδιαιτέρου αντικειμένου διερεύνησης. Και όπως έπραξε και με το Λεξικό του Απολλωνίου του Σοφιστού, δεν περιορίστηκε σε μόνη την ανατύπωση του πρωτοτύπου, αλλά προέβη σε ενδελεχή και εκτεταμένη ανάλυση του λεξιλογίου του Μαλάλα, όπου έκρινε ότι θα βοηθούσε αυτή τον αναγνώστη να κατανοήσει πλήρως το πρωτότυπο κείμενο.
Ο υπομνηματισμός και οι επεξηγήσεις του Επιμελητού επί τόπου στο κείμενο, δια παρεμβολής υποσημειώσεων με ερμηνευτικά σχόλια σε κάθε ειδικής χρήσεως λέξη του συγγραφέως, και όχι απλά συνώνυμα από την ομιλούμενη σήμερα Ελληνική, επέτυχαν πλήρως, ώστε να μην χρειάζεται η απόδοση του κειμένου στην νεοελληνική, η οποία θα το αλλοίωνε ως προς την αντιστοιχία των εννοιών και την θέση των λέξεων και να οδηγηθεί ο αναγνώστης σε απευθείας, πρόσωπο με πρόσωπο, αντιμετώπιση του πρωτοτύπου, γεγονός που του επιτρέπει πολλαπλώς να ωφεληθεί και να γνωρίσει την γλώσσα της εποχής του Χρονογράφου. Και μάλιστα τις ιδιωματικές λέξεις, τους όρους της Διοίκησης και της καθ΄ ημέραν πράξεως.
Οι πραγματικές παρατηρήσεις πέραν των επεξηγήσεων (π.χ. για την τριπλή ονοματοδοσία των αρχαίων Ελληνικών Πόλεων) προσφέρει και περαιτέρω γλωσσολογικές αναλύσεις του Επιμελητού (ετυμολογικές και άλλες αναλύσεις), διευρύνοντας τις γνώσεις του αναγνώστου για τα συγκεκριμένα θέματα και εποχή. Πιστεύουμε ότι αυτός ο υπομνηματισμός και σχολιασμός του πρωτοτύπου κειμένου για την απ[ ευθείας ανάγνωσή του -έναντι μιας απόδοσης στην νεοελληνική που θα εστερείτο της τελείας αντιστοιχίσεως και ακριβείας, όπως συμβαίνει με κάθε μετάφραση ή μεταφορά σε άλλο ιδίωμα, και που θα μετέτρεπε τον αναγνώστη σε παθητικό θεατή τωνν τεκμαινομένων- και που τω όντι χρειάστηκε πολλές ώρες δουλειάς και προσοχής και αναζήτηση σε ειδικά λεξικά της Ελληνικής και της Λατινικής, σε πληθώρα ειδικών πηγών και μελετών, απαιτεί και την ενεργό συμμετοχή και πνευματική εγρήγορση του αναγνώστη και για δικές του ερμηνείες και προεκτάσεις του κειμένου.
Έτσι ο κ. Γιώργος Λαθύρης, που πάντα προτρέπει σε περαιτέρω έρευνα και θεωρεί τις αναλύσεις του , ως γνήσιος επιστήμονας και ερευνητής, ως αφετηρία μόνον για νέες έρευνες, και άλλων ερευνητών διαφορετικού επιστημονικού υποβάθρου, με σκοπό την ζήτηση και θήρευση της δυσθήρατης αλήθειας, μας προκαλεί και μας παρακινεί συνεχώς για νέο ψάξιμο. Τον ευχαριστούμε γιατί δεν βλέπει τα ιερά μας κείμενα σαν μια σχολαστική φιλολογίζουσα ενασχόληση, αλλά σαν ζωντανές σχέσεις ζωής και συναισθημάτων, σαν αφορμή για ατομική δημιουργία και καλλιέργεια.
Όσον αφορά στους υπογράφοντες, στις Υποσημειώσεις και το Γλωσσάριο, συναντήσαμε τον Επιμελητή να αναζητά όπως το συνηθίζει το βαθύτερο νόημα των λέξεων του συγγραφέα, να μην του αρκεί μια απόχρωση εννοίας, να ζητάει όλο το νοηματικό εύρος και να το αιτιολογεί. Να ανατρέχει για την κάλυψη του σκοπού αυτού στους Σχολιαστές, στον Ησύχιο, να συμπληρώνει τις σημασίες, τα συνώνυμα των λέξεων με ετυμολογικές δικές του προτάσεις. Και τούτο αποτελεί από μόνο του ανεκτίμητη προσφορά για την κατανόηση των λέξεων του κειμένου.
Έτσι στο λήμμα αναφάλας και αναφάλαντος με την επεξήγηση: ο έχων άτριχον, φαλακρόν το άνω του μετώπου μέρος της κεφαλής, ο αναγνώστης συνδυάζει το β΄ συνθετικό του όρου του Μαλάλα: φάλας με το επίθετο φαλακρός, που και σήμερα χρησιμοποιούμε στην νεοελληνική και σημαίνει πράγματι τον άτριχο, ενώ η λεπτομέρεια της θέσεως του άνευ τριχός μέλους: το άνω του μετώπου μέρος της κεφαλής, ερμηνεύει την ανάγκη και την πλήρη επάρκεια για την σύνθεσή του με την πρόθεση ανά στο πρώτο συνθετικό, που ακριβώς δηλώνει το άνω, σαφώς υπεράνω του μετώπου και του συνόλου του προσώπου, μέρος της κεφαλής. Έτσι κατανοούμε και την ακρίβεια και το μεγαλείο της αρχαίας μας γλώσσας, την περιεκτικότητα και την μονολεκτικότητά της, χωρίς περιφράσεις ή φλυαρίες. Συγχρόνως η απόδοση του λήμματος απόνοια (από και νούς), η απόγνωσις, παραφροσύνη, απονενοημένη ενέργεια, είναι πλήρως κατανοητή από τον αναγνώστη, που χρησιμοποιεί τον όρο απονενοημένη ως παρά τον νούν, κατ΄ απομάκρυνση ή σε αντίθεση με το διά του νού προσεγγιζόμενο, και έτσι αντιλαμβάνεται ευθύς εξ αρχής την εξειδικευμένη σημασία της προθέσεως από στο σύνθετο απόνοια, ενώ η απόδοση απόγνωση ταυτοποιεί την έννοια του β΄ συνθετικού -νοια (πρβλ. έννοια) και -γνώσις, εφόσον η γνώσις ακριβώς πρόσκτηται με τον νού, με την πνευματική και νοητική διεργασία· τέλος, το παρά την φρόνησιν (επεξήγηση με την λέξη παραφροσύνη), ταυτίζεται με την απομάκρυνση από τον νού και την λογική επεξεργασία και την έλλειψη φρονήσεως που αποτρέπει την απόκτηση της γνώσης, του λογικού περιεχομένου της λέξης.
Η σπουδή, λοιπόν, ενός εκάστου λήμματος, ως εκτενώς και κυριολεκτικώς τα επεξεργάστηκε ο επιμελητής, αποτελεί πηγή γνώσεως και λεκτικού και νοηματικού πλούτου, που μόνον ο έρωτάς του για την γλώσσα, του επιτρέπει να μας προσφέρει. Οι ερμηνευόμενες στις σημειώσεις και το γλωσσάριο πρωτότυπες λέξεις του Χρονογράφου Μαλάλα, εμπλουτίζουν τα Λεξικά μας της Ελληνικής, που πρέπει να συμπληρωθούν κάποτε με βάση εργασίες ως η παρούσα.
Και το κείμενο του Μαλάλα θα είχε πολλά να προσφέρει, αν ανελύετο από γλωσσολογική άποψη, επειδή αποκαλύπτει εξελικτικά, φωνολογικά, σημασιολογικά και μορφολογικά φαινόμενα της Ελληνικής και εξηγεί έτσι και τις διαδοχικές μεταμορφώσεις μέχρι τους εν χρήσει σήμερα νεοελληνικούς όρους, αλλά και για την πρακτική της απόδοσής τους περιφραστικά στην νέα ελληνική.
Ο όρος συσκευασθείς = εξαπατηθείς, παγιδευθείς, χρησιμοποιεί την μεταφορική έννοια του ρήματος σκευάζω = παρασκευάζω, “μαγειρεύω”, μηχανεύομαι, επινοώ, και όχι την πρωτογενή “εντός σκεύους μαγειρεύω”, με συγκεκριμένα σκεύη ή είδη εξοπλίζω, ενδύω, στολίζω, εφοδιάζω, και μας θυμίζει με συγκεκριμένη, σε κείμενο εφαρμογή, ζωντανά, την χρήση αυτή. Ο όρος ερέα = τούφα μαλλιού, μας επεξηγεί την σημασία της καταλήξεως του θηλυκού ουσιαστικού έναντι αυτής του ουδετέρου: έριον = μαλλί. Η σημασία της γαμετής ως της νόμιμης συζύγου, υποδεικνύει και το ηθικό περιεχόμενο και το πού αντιστοιχεί η κυριολεκτική σημασία του ομορρίζου ρήματος και του γάμου καθ΄ εαυτόν.
Στην σημασία του περιβολαίου ως περιβλήματος, περικαλλύματος, επανωφορίου, κατανοούμε την ταυτότητα του παραγώγου με μεταπτωτική βαθμίδα βολ- και με μηδενική βαθμίδα βλ- και την έννοια και του περιφραγμένου αγρού που χρησιμοποιούμε σήμερα, ενώ έχει περιπέσει σε αχρηστία αυτή λέξη στην περίπτωση του ενδύματος, αν και εχρησιμοποιείτο την εποχή του Μαλάλα. Η έννοια: εξαιρετικά γοργός του όρου: περίγοργος μας είναι άμεσα κατανοητή αν θυμηθούμε την εν χρήσει σήμερα λέξη: περίφημος. Η δύναμη της περιγραφής της Ελληνικής αναδεικνύεται στον όρο οξυλάβη για την πυράγρα ή τσιμπίδα, που πράγματι χαρακτηρίζεται από την οξεία λαβή της, το μυτερό της συλληπτήριο τμήμα.
Στούς όρους: καρούχα, καρουχαρείον, καρουχάριος, που για πρώτη και μοναδική φορά απαντάται στον Μαλάλα και ετυμολογείται εκ του κάρον και όχος (πρβλ. όχημα, από την ερμηνεία του λήμματος στο Γλωσσάριον του επιμελητή), κατανούμε και εκ των ριζών κορ- (πρβλ. επί-κουρος) και οχ- (πρβλ. όχος), την ερμηνεία και ελληνική καταγωγή και των λατινικών και νεωτέρων παραγώγων ως του ιταλικού αλλά και του νεοελληνικού καρότσα, που δεν αποτελεί δάνειον, αλλά πραγματικώς αρχαία ελληνική λέξη, με τσιτακισμό του ουρανικού χ προς τσ-.
Η μελέτη και όχι η απλή ανάγνωση της Χρονογραφίας του Ιωάννη του Αντιοχέως, του επικληθέντος Μαλάλα, είναι άσκηση πνευματική και πηγή γνώσεων και πλούτου λεκτικού ανεξάντλητος, μιά άσκηση στην γνώση και στην γλώσσα μας. Και χρωστούμε γι΄ αυτό χάριτας στον επιμελητή, επειδή ανέδειξε και εμπλούτισε με την θαυμαστή του εμβρίθεια αυτά τα στοιχεία του κειμένου, που άλλως, θα είχαμε πολλοί αντιπαρέλθει, χωρίς την δέουσα σκέψη και αναζήτηση.-
Σταύρος Δωρικός & Κώστας Χατζηγιαννάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου