Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι
Μοιάζει
ξεκάρφωτη ίσως αυτή η εμβόλιμη αναφορά σε κλασική λογοτεχνία, αλλά η
pergolina μου έχει στείλει ένα κείμενο από τις 5 Μαΐου σχετικά με τον Ηλίθιο
του Ντοστογιέφσκι και δεν είχα προλάβει να το περάσω μία ανάγνωση για
να το αναρτήσω διότι ήταν και οκτώ σελίδες στο Word. Σήμερα κατάφερα να
το δω και είπα να μην καθυστερήσω άλλο.
Πάντως δεν μπορείτε να πείτε ότι ως αναγνώστες δεν σας έχω «ασκήσει» σε διαφορετικής υφής θέματα. Πέρα από αυτό θεωρώ ότι η αποστασιοποίηση ενίοτε από την επικαιρότητα και ολίγη ενδοσκόπηση βοηθά στο να βλέπουμε με πιο ψύχραιμο και καθαρό μάτι τα γεγονότα μέσα στα οποία ζούμε.
Επιπλέον σήμερα πρέπει να κοιμηθώ νωρίς διότι το πρωί έχει εγερτήριο στις 6:30 (και καθημερινά από εδώ και στο εξής) και δεν προλαβαίνω να γράψω δικά μου πράγματα. Βέβαια ακόμα και αν έγραφα δικά μου θα ανέβαζα και το κείμενο της pergolina πριν από αυτά. Δεν αποκλείω το πρωί αν σηκωθώ λίγο νωρίτερα και έχω καθαρό μυαλό να γράψω και κάποια ακόμα θεματάκια κυρίως επικαιρότητας. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να αφήσω αυτό το κείμενο να περιμένει κι άλλο επειδή δεν έχω χρόνο να γράψω δικά μου.
Ας επανέλθουμε στο θέμα όμως: Ο Ντοστογιέφσκι κατατάσσεται από τους κριτικούς της λογοτεχνίας στους κορυφαίους μυθιστοριογράφους του ρεαλισμού του 19ου αιώνα, ενώ κάποιοι χαρακτηρίζουν το ντοστογιεφσκικό μυθιστόρημα πολυφωνικό. Κάποιοι επίσης θεωρούν ότι ο δικός μας Παπαδιαμάντης έχει πνευματική συγγένεια με το μεγάλο Ρώσο συγγραφέα.
Ο Θανάσης Τριαρίδης σημειώνει ανάμεσα στις άλλες του σκέψεις για τον Ντοστογιέφσκι: Να δεις τον κόσμο με γυμνά μάτια: αυτό είναι ο Ντοστογιέφσκι.
Η pergolina πάντως δεν αποπειράται έρευνα, κριτική ή αναζήτηση πνευματικών συγγενειών, αλλά καταγράφει κυρίως τις έντονες εντυπώσεις που τις άφησε το διάβασμα του Ηλίθιου:
Δευτέρα, 5 Μαΐου 2008
Η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, «Ο Ηλίθιος», (μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδόσεις Πατάκη, 2η έκδοση Αθήνα 2006, τόμοι 2.), μ” άφησε με την εξής απορία: «Γιατί αυτό το συγκεκριμένο τέλος για τον ήρωά του; Κυρίως, γιατί ένα τόσο άδικο τέλος;» Ναι, θεώρησα άδικο το τέλος που επιφυλάσσει στο Μίσκιν (τον κεντρικό ήρωα στο μυθιστόρημα) ο Ντοστογιέφσκι. Αυτό το αίσθημα αδικίας το νιώθω ακόμη και τώρα που προσπαθώ να γράψω κάτι ολοκληρωμένο για τον «Ηλίθιο» ενώ ταυτόχρονα θεωρώ πως κάτι δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί με το τέλος που διάλεξε να δώσει ο συγγραφέας.
Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο Ντοστογιέφσκι δίνει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Μέσω του επιληπτικού Μίσκιν (Ο Ηλίθιος), ο συγγραφέας περιγράφει τη δική του επιληπτική εμπειρία, μιας αρρώστιας που τον ταλαιπωρούσε από τα νεανικά του ακόμη χρόνια. Συγκεκριμένα, περιγράφοντας την κατάσταση που βρισκόταν όταν έφυγε στο εξωτερικό, ο Μίσκιν λέει: «…πάντα, όποτε η αρρώστια μου τύχαινε να επιδεινώνεται και με έπιαναν απανωτές κρίσεις, βυθιζόμουν σε πλήρη αποβλάκωση, έχανα εντελώς το μνημονικό μου και παρ’ότι δούλευε το μυαλό μου, ανατρεπόταν θαρρείς, η λογική ροή των σκέψεών μου. Κατά συνέπεια μου ήταν αδύνατο να βάλω σε τάξη παραπάνω από δυο τρεις ιδέες.»
Σ” ολόκληρο το μυθιστόρημα ο Μίσκιν παθαίνει δύο φορές επιληπτική κρίση: η πρώτη είναι λίγο πριν την απόπειρα δολοφονίας του από το Ραγκόζιν και η δεύτερη κατά τη διάρκεια μίας δεξίωσης όπου τον είχαν καλέσει για να τον παρουσιάσουν ως τον υποψήφιο μνηστήρα της Αγλαΐας. Το επιληπτικό επεισόδιο στη δεξίωση αποτελεί προσωπικό βίωμα του συγγραφέα καθώς όντας καλεσμένος σε δεξίωση ο Ντοστογιέφσκι έπαθε κρίση. Η περιγραφή από τον ίδιο τον Ντοστογιέφσκι για το τι ήταν ακριβώς αυτές οι κρίσεις και πως ο ίδιος τις βίωνε μεταφέρεται μέσα από την εμπειρία του Μίσκιν: «[...] Μήπως το φαντάστηκε ή το μπέρδευε με κάτι άλλο; Γιατί σήμερα ένιωθε πράγματι μία νοσηρή διάθεση, το ίδιο σχεδόν πράγμα που τον έπιανε και άλλοτε, όταν άρχιζαν οι κρίσεις της παλιάς του αρρώστιας, ήξερε πως σε τέτοιες στιγμές γινόταν ιδιαίτερα αφηρημένος και μπέρδευε πρόσωπα και πράγματα και μάλιστα τα κοίταζε χωρίς να τα προσέχει.»
Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η περιγραφή από το συγγραφέα της κατάστασης που βίωνε λίγο πριν ξεκινήσει η καθαυτό κρίση: «[...] Στη διάρκεια των επιληπτικών του κρίσεων, υπήρχε κάποιο στάδιο, προτού σχεδόν αρχίσει αυτή καθαυτή η κρίση, όπου ξαφνικά, μέσα στη θλίψη, μέσα στο έρεβος της ψυχής, μέσα στη συντριβή, υπήρχαν κάποιες στιγμές που θα έλεγες πως το μυαλό του άρπαζε φωτιά και αναπηδούσαν μονομιάς, με ασυνήθιστη ορμητικότητα, όλες οι ζωϊκές του δυνάμεις. Εκείνες τις στιγμές, που βαστούσαν όσο κι η αστραπή, η αίσθηση της ζωής, η αυτογνωσία δεκαπλασιαζόταν. Το μυαλό του, η καρδιά του φωτιζόταν με ένα ασυνήθιστο φως. Όλες του οι αγωνίες, όλες του οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες καταλάγιαζαν, έσβηναν μέσα σε μια ύψιστη γαλήνη γεμάτη ολοκάθαρη αρμονική χαρά και ελπίδα, γεμάτη λογική και τελικά αίτια. Τούτες όμως οι στιγμές, τούτες οι εκλάμψεις ήταν απλώς το προανάκρουσμα εκείνου το καταληκτικού δευτερολέπτου με το οποίο ξεκινούσε αυτή καθαυτή η κρίση. Και βέβαια αυτό το δευτερόλεπτο ήταν αφόρητο.»
Ο Μίσκιν εκλάμβανε αυτό το προ επιληπτικό στάδιο ως αρρώστια, ως μη φυσική κατάσταση, αλλά είχε καταλήξει στο εξής παράδοξο συμπέρασμα: «Και τι σημασία έχει που αυτό είναι αρρώστια; Τι σημασία έχει αν πρόκειται για μια αφύσικη ένταση αν αυτή εκδηλώνεται ως ανώτατη αρμονία και ομορφιά, αν μου δίνει μια αφάνταστη αίσθηση πληρότητας, μέτρου, ειρήνευσης και εναγώνιας ευλαβικής συγχώνευσης με την ανώτατη σύνθεση της ζωής;» Ο Μίσκιν ήταν απόλυτα βέβαιος πως εκείνες τις στιγμές δεν έβλεπε κάποια οράματα και δεν είχε κανενός είδους παραισθήσεις, αλλά «υπήρχε μια ασυνήθιστης έντασης αυτογνωσία και ταυτόχρονα μια στο έπακρο άμεση αυτοσυναίσθηση.[...] Εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω τη ρήση «Χρόνος ουκέτι έσται».
Και μετά ερχόταν εκείνο το «αφόρητο» δευτερόλεπτο και άρχιζε η κρίση: «[...] Έπειτα, μέσα σε μια στιγμή, η συνείδησή του σβήστηκε και απλώθηκε απόλυτο σκοτάδι. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς παραμορφώνεται ξαφνικά σε φοβερό βαθμό το πρόσωπο και ιδιαίτερα το βλέμμα. Σπασμοί και ρίγη καταλαμβάνουν όλο το σώμα και όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Ένα φριχτό ουρλιαχτό, που δεν το βάζει ο νους του ανθρώπου και δε μοιάζει με τίποτα, ξεφεύγει από το στήθος του επιληπτικού. Μέσα σ’αυτό το ουρλιαχτό εξαφανίζεται, θα έλεγες, κάθε ανθρώπινο στοιχείο και είναι εντελώς αδύνατο, ή τουλάχιστον πολύ δύσκολο για έναν παρατηρητή να παραδεχτεί πως αυτό το ουρλιαχτό το βγάζει ο ίδιος ο άνθρωπος. Έχεις μάλιστα την εντύπωση πως κραυγάζει κάποιος άλλος που βρίσκεται μέσα του… ένας άνθρωπος σε επιληπτική κρίση προκαλεί φρίκη φοβερή και αφόρητη, που δεν της λείπει ως και κάποιο στοιχείο μυστικισμού.»
Επίσης, μέσω του Μίσκιν, καταθέτει την προσωπική του άποψη για τα γεγονότα που σημάδεψαν την τότε Ρωσία καθώς και για καταστάσεις της κοινωνικής, πολιτικής ζωής του καιρού του, προσπαθώντας εντέχνως να αποφύγει τους «σκοπέλους της τσαρικής λογοκρισίας» όπως σημειώνει η μεταφράστρια στο εισαγωγικό σημείωμα. Είναι ενδιαφέρουσα η άποψή του για τα παιδιά, λέει ο Μίσκιν χαρακτηριστικά: «Σ” ένα παιδί μπορείς να τα πεις όλα. Δεν πρέπει να κρύβουμε τίποτα από τα παιδιά με την πρόφαση ότι είναι μικρά και νωρίς ακόμη να μάθουν οτιδήποτε, ενώ αυτά καταλαβαίνουν τα πάντα! Εμείς δεν πρόκειται να μάθουμε τίποτα στα παιδιά, αυτά όμως θα μας μάθουν πολλά. Γιατρεύεται η ψυχή σου ανάμεσα στα παιδιά…» Σ’ένα άλλο σημείο λέει: «Με τα παιδιά είμαι ευτυχισμένος, ανάμεσα σε ενήλικες αισθάνομαι δυστυχισμένος, δεν ξέρω πώς να τους συναναστραφώ.»
Ο Μίσκιν αναφέρεται και σε μία άλλη στιγμή της ζωής του συγγραφέα: στην αναίρεση, κατόπιν απονομής χάριτος, της δια τουφεκισμού εκτέλεσής του το 1849. Ο Ντοστογιέφσκι υπήρξε μέλος της επαναστατικής ομάδας «Πετρασέφσκι» και είχε καταδικαστεί μαζί με άλλους συντρόφους του καθώς και τον ίδιο τον Πετρασέφσκι, σε θάνατο διά τουφεκισμού. Μία καταδίκη όμως που μετατράπηκε σε τετραετή, μαρτυρική για τον συγγραφέα, εξορία στην Σιβηρία (στο έργο «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων» αναφέρεται σ’αυτήν την εμπειρία του). Ο Ντοστογιέφσκι όμως, λίγο πριν αναγνωστεί η απονομή χάριτος, πρόλαβε να δει την εκτέλεση τριών συντρόφων του συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Πετρασέφσκι.
Περιγράφοντας τα συναισθήματα που βιώνει ένας άνθρωπος μπροστά στο σίγουρο θάνατο, όπως τον ονομάζει ο ίδιος, λέει μέσω του Μίσκιν: «Εδώ υπάρχει μία καταδίκη και το φοβερότερο μαρτύριο βρίσκεται μέσα στη βεβαιότητα πως δε θα την αποφύγεις, και μεγαλύτερο μαρτύριο από αυτό δε βρίσκεται στον κόσμο. Φέρτε και στήστε ένα στρατιώτη την ώρα της μάχης απέναντι σ’ένα κανόνι και ρίξτε κατά πάνω του, αυτός όλο και θα ελπίζει. Για διαβάστε όμως στον ίδιο στρατιώτη μια σίγουρη καταδίκη και τότε αυτός ή που θα χάσει το μυαλό του ή που θα βάλει τα κλάματα.» Αυτό το αίσθημα της βεβαιότητας του επερχόμενου θανάτου, της προσμονής της σίγουρης καταδίκης είναι που κάνει τον Μίσκιν να ρωτά: «Ποιος είπε ότι η ανθρώπινη φύση μπορεί να το υποστεί αυτό δίχως να φτάσει στην τρέλα;» Και ο Ντοστογιέφσκι είναι απόλυτος: «Όχι, δεν πρέπει να μεταχειριζόμαστε έτσι κανέναν άνθρωπο… ακόμη και αν πρόκειται για το χειρότερο εγκληματία…»
Τέλος, μέσω του Μίσκιν πάλι, ο Ντοστογιέφσκι υπερασπίζεται την Ορθοδοξία και γενικότερα τις πανσλαβιστικές του πεποιθήσεις. Είναι σημαντική η εντονότατη επίθεση που κάνει στον Καθολικισμό προσδίδοντάς του έναν αντι-ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Ο Καθολικισμός για τον Ντοστογιέφσκι αποτελεί κάτι χειρότερο και από την ίδια την αθεΐα: «… η αθεΐα κηρύσσει απλώς το μηδέν, ο καθολικισμός κηρύσσει έναν διαστρεβλωμένο Χριστό τον οποίο ο ίδιος έχει συκοφαντήσει… με την ψευτιά, την πονηριά, την απάτη, το φανατισμό, την κακουργία, τη δεισιδαιμονία, έπαιξαν με τα ιερότερα, τα πιο δίκαια, τα αφελέστερα, τα πιο φλογερά αισθήματα του λαού, τα πάντα, τα πάντα τα αντάλλαξαν με τα λεφτά. Η αθεΐα ενισχύθηκε από την απέχθεια του κόσμου για αυτούς.» Ανάλογη είναι και η άποψή του για το σοσιαλισμό: «Γιατί και ο σοσιαλισμός αποτελεί γέννημα του καθολικισμού… όπως και η αδελφή του η «αθεΐα», έτσι και αυτός προήλθε από την απόγνωση, από την αντίθεση στον καθολικισμό με την έννοια της ηθικής, για να υποκαταστήσει ο ίδιος τη χαμένη ηθική εξουσία της θρησκείας, για να κορέσει την πνευματική δίψα της σφόδρα διψασμένης ανθρωπότητας για να τη σώσει, όχι δια του Χριστού, αλλά και αυτός δια της βίας!».
Πώς αντιλαμβανόταν ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι την πίστη εκφράζεται πολύ χαρακτηριστικά στο σχόλιο που κάνει ο Μίσκιν όταν αντικρίζει έναν πίνακα του Χανς Χολμπάιν (ονομάζεται Ο νεκρός Χριστός) και τον είχε δει ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο εξωτερικό: «Κοιτάζοντας αυτόν τον πίνακα μπορεί κανείς να χάσει και την πίστη του ακόμα». Ο πίνακας απεικόνιζε κάτι πολύ πραγματικό, τον Ιησού όταν τον κατέβαζαν από το σταυρό, όχι όμως ωραιοποιημένο με ήρεμο και γαλήνιο πρόσωπο όπως συνήθιζαν πολλοί ζωγράφοι να τον απεικονίζουν. Αλλά είχε ζωγραφισμένο, στο πρησμένο από το βασανιστήριο πρόσωπό του, τον πόνο πριν το θάνατο: «… η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για το πρόσωπο ενός ανθρώπου που μόλις τον κατέβασαν από το σταυρό, διατηρεί δηλαδή πάνω του κάτι πολύ ζωντανό, πολύ ζεστό. Ακόμα τίποτα δεν έχει προφτάσει να κοκαλώσει, ούτως ώστε στο πρόσωπο του νεκρού διακρίνεται ακόμα και η οδύνη που θαρρείς πως εξακολουθεί να νιώθει ακόμα και τώρα (αυτό το εξέφρασε θαυμάσια ο καλλιτέχνης), το πρόσωπο όμως δεν έχει ωραιοποιηθεί ούτε στο ελάχιστο.» Και πράγματι όποια πίστη έχει στηριχθεί σε «ωραιοποιημένες» απεικονίσεις ηρεμίας και γαλήνης κατά τη διάρκεια ενός μαρτυρίου, αυτή η πίστη καταρρέει μπροστά στην ανείπωτη αλήθεια του ανθρώπινου πόνου. Και εδώ ναι, νιώθει κανείς συμπόνια, όχι λύπηση, για να συμπληρώσει ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι: «Η συμπόνια είναι ο κυριότερος και ίσως ο μοναδικός νόμος ύπαρξης ολόκληρης της ανθρωπότητας».
Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή: Ο πρίγκιπας Λεβ Νικολάγεβιτς Μίσκιν έλειπε χρόνια στο εξωτερικό (στην Ελβετία συγκεκριμένα). Κρατούσε από παλιά γενιά αριστοκρατών και ουσιαστικά ήταν ο τελευταίος απόγονος της παλιάς οικογένειας. Χρήματα ή περιουσία ουσιαστικά δεν είχε, μόνο κάποια μικρή κληρονομιά που θα του επέτρεπε να ζήσει αξιοπρεπώς, την οποία όμως τη μοίραζε από εδώ και κει σε κάποιους καλοθελητές οι οποίοι είχαν αντιληφθεί πόσο αφελής και εύπιστος ήταν, έτσι του σκάρωναν κάθε είδους απατεωνιά. Στο εξωτερικό είχε αναγκαστεί να καταφύγει λόγω της αρρώστιας του αναζητώντας ανακούφιση από τις ισχυρές επιληπτικές κρίσεις οι οποίες τον βύθιζαν για μακρά χρονικά διαστήματα σε κατάσταση της «μη επαφής με το περιβάλλον», ή «ηλιθιότητας» όπως ο ίδιος ο γιατρός του, ο Σνάιντερ, την περιγράφει. Καθώς η κατάσταση της υγείας του είχε καλυτερεύσει σε πολύ μεγάλο βαθμό έτσι ώστε οι κρίσεις να είναι πλέον σπάνιες, ήταν σε θέση να επιστρέψει στην πατρίδα του τη Ρωσία. Στη διάρκεια του ταξιδιού του θα γνωριστεί με τον άνθρωπο που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη ζωή του, τον Παρφιόν Σεμιόνιτς Ραγκόζιν.
Ο Ραγκόζιν ήταν απόγονος εμπόρων, άνθρωπος όμως ακαλλιέργητος και παθιασμένος, που ο «αρρωστημένος» έρωτάς του για την Ναστάσια Φιλίπποβνα θα τον φέρει αντιμέτωπο με το Μίσκιν. Την ίδια γυναίκα θα αγαπήσει και ο Μίσκιν αλλά με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο από ότι ο Ραγκόζιν. H αγάπη του Ραγκόζιν για την Ναστάσια είναι ένας έρωτας παθιασμένος που φέρνει στην επιφάνεια όλα τα πάθη του ανθρώπου, ενώ η αγάπη που αισθάνεται για αυτήν ο Μίσκιν αφορά στον οίκτο ο οποίος ουσιαστικά βιώνεται ως μία βαθύτατη συμπόνια για αυτήν την βασανισμένη γυναίκα. Χαρακτηριστικά λέει ο Ραγκόζιν: «Το πιθανότερο είναι πως ο δικός σου ο οίκτος είναι ίσως πολύ χειρότερος από το δικό μου τον έρωτα!», υπαινισσόμενος πως κάτι τέτοιο θα έκανε τη Ναστάσια να αισθάνεται ακόμη πιο ένοχη και ανάξια του οίκτου του. Για να του απαντήσει ο Μίσκιν: «…μα εσύ δεν ξεχωρίζεις τον έρωτα από το μίσος… θα τη μισήσεις πολύ στο μέλλον γι” αυτή την τωρινή σου αγάπη, για όλο αυτό το μαρτύριο που περνάς τώρα…» Ο Μίσκιν είναι ξεκάθαρος απέναντι στο συναίσθημα της συμπόνιας που αισθάνεται για τη Ναστάσια Φιλίπποβνα. Γνωρίζει ότι δεν πρόκειται για λύπηση, γιατί γνωρίζει πότε η «ψυχή σου σφίγγεται από τον πόνο», και πόσο υποφέρει όταν βλέπει το χλωμό αλλά ωραίο πρόσωπό της.
Ο Ραγκόζιν αγαπά και μισεί τον Μίσκιν ταυτόχρονα. Τον αγαπά ως έναν αγνό, γεμάτο καλοσύνη, ειλικρινή συμπόνια και κατανόηση άνθρωπο, αλλά τον μισεί αφάνταστα και δεν μπορεί να του συγχωρήσει που η Ναστάσια Φιλίπποβνα τον αγαπά αντί του ίδιου. Γνωρίζει ο Ραγκόζιν πως αυτή αγαπά αληθινά τον Μίσκιν και αν δεν βρίσκεται μαζί του είναι επειδή δεν θεωρεί τον εαυτό της άξιο να παντρευτεί έναν άνθρωπο σαν το Μίσκιν. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Μίσκιν στο Ραγκόζιν ότι «άλλωστε και παλαιότερα σου είχα εξηγήσει πως εκείνη δεν την αγαπώ με έρωτα αλλά με οίκτο» και ότι δεν έχει κανένα λόγο να ζηλεύει καθώς εκείνη είναι μαζί του και πρόκειται μάλιστα να τον παντρευτεί, παρ’όλα αυτά ο Ραγκόζιν επιχειρεί, σε μια στιγμή άκρατου πάθους και ζήλειας, να σκοτώσει με μαχαίρι το Μίσκιν. Ο ίδιος ο Μίσκιν είχε προαισθανθεί ότι ο Ραγκόζιν θα το τολμούσε αλλά απέδιδε τις όποιες σκέψεις αναδύονταν στο μυαλό του ως σημάδια της αρρώστιας του, ενός «δαίμονα» όπως τον αποκαλούσε, που του έλεγε διάφορα χωρίς να παρέχει την παραμικρή βεβαιότητα για ο,τιδήποτε: «…ή μήπως υπήρχε πράγματι κάτι πάνω στο Ραγκόζιν που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τα φρικτά προαισθήματα του πρίγκιπα και τον εξοργιστικό ψίθυρο του δαίμονά του;» Αυτός όμως ο «δαίμονας» δεν του παρείχε καμία βεβαιότητα ως προς το αν πράγματι ο Ραγκόζιν σχεδίαζε κάτι εις βάρους του. Τον βασάνιζε σε τέτοιο βαθμό που στο τέλος δεν άντεξε και αναφώνησε: «»Βεβαιότητα ως προς τι; Αν τολμάς πες ως προς τι», έλεγε ασταμάτητα στον εαυτό του, γεμάτος επιτίμηση και πρόκληση, ‘διατύπωσε, τόλμα να εκφράσεις ολοκληρωμένη την άποψή σου, με σαφήνεια, με ακρίβεια, δίχως να διστάζεις! Ω, ο άτιμος εγώ!”». Τελικά η προσπάθεια του Ραγκόζιν αποτυγχάνει καθώς τη στιγμή και λίγο πριν κατεβάσει το μαχαίρι στο στήθος του Μίσκιν, αυτός παθαίνει κρίση επιληψίας και ο Ραγκόζιν τρομαγμένος από το θέαμα το βάζει στα πόδια.
Στη ζωή του Μίσκιν θα υπάρξει και η Αγλαΐα Ιβάνοβνα Επάντσινα η οποία ερωτεύεται απελπισμένα το Μίσκιν καθώς την ερωτεύεται και ο ίδιος. Συγκεκριμένα λέει η Αγλαΐα στο Μίσκιν (με ειρωνική κατά τη γνώμη μου διάθεση) κατά τη διάρκεια της πρώτης τους συνάντησης: «[...] με τη μακαριότητα που σας διακρίνει θα ήσασταν ικανός να γεμίσετε με ευτυχία κι έναν αιώνα ζωής. Είτε σας διαβάσει κάποιος την εις θάνατον καταδίκη σας είτε το μικρό του δαχτυλάκι σας κουνήσει, εσείς, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, όλο και κάποιο αξιέπαινο συμπέρασμα θα βγάλετε και θα είστε και ευχαριστημένος από πάνω. Εμ, έτσι ζει κανείς μια χαρά.» Η Αγλαΐα καταγόμενη και η ίδια από αριστοκρατική γενιά (από τη πλευρά της μητέρας της) επισημαίνει στον Μίσκιν, ότι όλα καλά μ’αυτόν αλλά αυτή την ταπεινότητα που δείχνει οφείλει να την αφήσει πίσω εάν θέλει να γίνει αποδεκτός στον κύκλο της: «Εδώ υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι άξιοι να σκύψουν να σηκώσουν το μαντίλι που σας έπεσε… Γιατί ταπεινώνετε τον εαυτό σας και τον βάζετε πιο χαμηλά απ΄ όλους; Γιατί δεν έχετε λίγη υπερηφάνεια μέσα σας;» Κατά τη γνώμη της Αγλαΐας η συνήθεια του Μίσκιν να γελοιοποιείται κάθε φορά με την ενοχλητική αφέλειά του δεν άρμοζε σε κάποιον με την καταγωγή του Μίσκιν αλλά και τη δική της. Η ίδια η Αγλαΐα τον γελοιοποιεί και τον ταπεινώνει συνέχεια, κοροϊδεύοντάς τον και παίζοντας συνεχώς μαζί του. Πότε προσποιείται την ερωτευμένη, πότε τον απορρίπτει, άλλοτε τον βρίζει, άλλοτε κλαίει και του ζητάει συγνώμη και όλα αυτά δοκιμάζουν στο έπακρο την υπομονή του Μίσκιν. Αυτός της συγχωρεί τα πάντα καθώς στην Αγλαΐα βλέπει ένα παιδί και πως είναι δυνατόν να θυμώσει κανείς μ’ένα παιδί;
Επίσης, η Αγλαΐα προσπαθεί απεγνωσμένα να τον αποσπάσει από την Ναστάσια, αλλά μάταια. Σε μια απελπισμένη προσπάθεια να τον κερδίσει επιδιώκει να συναντήσει την αντίζηλό της και καθώς βρίσκονται η μία απέναντι στην άλλη, «κατάλαβε η γυναίκα τη γυναίκα», και τότε είναι που καλεί τον ίδιο να διαλέξει ανάμεσα στις δύο. Ο ίδιος δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα σε καμία τους. Ξέρει πολύ καλά ότι αγαπά με έρωτα την Αγλαΐα αλλά δεν μπορεί να σταματήσει να νιώθει συμπόνια για τη δυστυχισμένη Ναστάσια. Στο τέλος εγκαταλείπει τον Μίσκιν καθώς δεν μπορεί να ανεχτεί να τον μοιράζεται με άλλη γυναίκα, έστω και αν αυτό που νιώθει είναι συμπόνια. Τον θέλει ολοκληρωτικά δικό της.
Η ίδια η Ναστάσια Φιλίπποβνα θα συγκρούεται με τον εαυτό της καθώς μέσα της αντιπαλεύουν ο Μίσκιν και ο Ραγκόζιν. Και οι δύο της ζητούν να τους παντρευτεί, η ίδια αισθανόμενη ντροπή για το παρελθόν της προτιμά το Ραγκόζιν ενώ αγαπά βαθιά το Μίσκιν. Αρνείται όμως να τον παντρευτεί θεωρώντας πως θα τον καταστρέψει αν γίνει γυναίκα του: «Εσύ δε φοβάσαι, φοβάμαι όμως εγώ μη σε καταστρέψω και μετά θα με κατηγορήσεις». Παρά τις διαβεβαιώσεις του Μίσκιν ότι δε ντρέπεται για το παρελθόν της, ότι δεν τη θεωρεί ένοχη για κάτι και ότι ουδέποτε πρόκειται να την κατηγορήσει για ο,τιδήποτε, εκείνη πιστεύει ακράδαντα πως της αξίζει ένας σαν το Ραγκόζιν. Άλλωστε έχει απόλυτη επίγνωση τι είδους άνθρωπος είναι ο Ραγκόζιν: «Εσύ, Παρφιόν Σεμιόνιτς, κρύβεις μέσα σου ισχυρά πάθη, τέτοια πάθη, που θα μπορούσαν να σε στείλουν μονομιάς στη Σιβηρία, στα κάτεργα, αν δε τύχαινε να διαθέτεις και μυαλό… εσύ παθιάζεσαι με τα πάντα, τα πάντα για σένα φτάνουν ως το πάθος». Θα συνεχίσει όμως να πελαγοδρομεί ανάμεσά τους έως τη λύση του δράματος που θα οδηγήσει την ίδια στο θάνατο, τον Ραγκόζιν στα κάτεργα της Σιβηρίας και τον Μίσκιν στην τελική και οριστική «πνευματική κατάρρευση» όπως σημειώνει η μεταφράστρια.
Πλάι στην «αντιφατική» φιγούρα του Μίσκιν κινούνται οι άλλοι, δευτερεύοντες ήρωες, όπως ο ευφυολόγος απατεώνας Λέμπεντεφ που τα ενδιαφέροντά του μοιράζονται μεταξύ ερμηνείας της «Αποκάλυψης», τοκογλυφίας και σπιουνιάς, η Βέρα, η γεμάτη αλτρουϊσμό κόρη του, ο Ιππόλυτος, ο νεαρός φυματικός που επαναστατεί έναντι στην προοπτική του επερχόμενου θανάτου του, ο οποίος και συνοδεύεται από μία ολόκληρη παρέα νεαρών «μηδενιστών», οι οποίοι εισπράττουν πολύ από την ειρωνική διάθεση του Ντοστογιέφσκι, ο στρατηγός Επάντσιν, ο πατέρας της Αγλαΐας, με τη μονίμως σε νευρική υπερδιέγερση σύζυγό του, Λιζαβιέτα Προκόφιεβνα και τις άλλες δύο κόρες τους, ο περιαυτολόγος στρατηγός Ιβόλγκιν με την εξίσου επεισοδιακή οικογένειά του (έχει δύο γιους, μία κόρη και μία σύζυγο), ο ανθρωπιστής νεαρός αριστοκρατικής γενιάς Γεβγκένι Παύλοβιτς Ραντόμσκι, καθώς επίσης και ο διαφθορέας της Ναστάσια Φιλίπποβνα όταν η ίδια ήταν ακόμη στα πρώτα χρόνια της εφηβικής της ηλικίας, Τότσκι.
Συγκεκριμένα, ο Ιππόλυτος χρησιμοποιείται από τον Ντοστογιέφσκι ως εκπρόσωπος των λεγόμενων «μηδενιστών» που είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Ο Ιππόλυτος βρίσκεται στα τελευταία στάδια της φυματίωσης, πρόκειται να πεθάνει και το γνωρίζει. Μισεί τον Μίσκιν ως ένα εκπρόσωπο της παλιάς τάξης πραγμάτων και εκλαμβάνει όλη την καλοπροαίρετη και ανιδιοτελή συμπόνια του Μίσκιν (που τη μοιράζει απλόχερα προς όλους) ως λύπηση αλλά κυρίως ως μέθοδο εξιλέωσης της γεμάτης τύψεις συνειδήσεώς του κάτι που ήταν τότε χαρακτηριστικό για ανθρώπους της τάξης του. Του επιτίθεται ανελέητα: «…όλους, όλους σας μισώ! Εσάς, εσάς Ιησουϊτική, γλυκερή ψυχούλα, ηλίθιε, εκατομμυριούχε ευεργέτη, εσάς σας μισώ περισσότερο από όλους και οτιδήποτε στον κόσμο.[...] Δεν τις χρειάζομαι εγώ τις ευεργεσίες σας, από κανέναν δε θα δεχτώ τίποτα!» Δεν μπορεί να ανεχτεί την αταραξία που παρουσιάζει ο Μίσκιν και επανειλημμένως προσπαθεί να τον τρομοκρατεί καθώς πιστεύει ότι το να μην εκπλήσσεται κανείς είτε οφείλεται σε σπουδαίο μυαλό είτε σε μεγάλη βλακεία, όπου κάποια στιγμή το καταφέρνει: «Αχά, χάνετε θαρρώ την ψυχραιμία σας και αρχίζετε να εκπλήσσεστε; Πολύ χαίρομαι που θέλετε να μοιάζετε με άνθρωπο.»
Ο Ιππόλυτος έχει λιγότερο από δύο εβδομάδες ζωής και το γνωρίζει, όπως γνωρίζει ένας καταδικασμένος σε θάνατο ότι η αναμονή είναι το χειρότερο που μπορεί να του συμβεί. «Ω, να είστε βέβαιοι πως ο Κολόμβος δεν ήταν ευτυχισμένος όταν ανακάλυψε την Αμερική, μα τον καιρό που ακόμα την ανακάλυπτε. Το ζήτημα βρίσκεται στη ζωή, στη ζωή και μόνο σ’αυτή, στη διαδικασία της αποκάλυψής της, την αδιάκοπη και αιώνια και καθόλου στην ανακάλυψη!» Αποφασίζει να αυτοκτονήσει αλλά τα πράγματα έρχονται έτσι και δεν εκπυρσοκροτεί το όπλο. Ο Ιππόλυτος λυπάται αφάνταστα που δεν προλαβαίνει να γίνει κάποιος, που κανείς δεν θα τον θυμάται για τίποτα και δεν ανέχεται να τον κοροϊδεύει η ίδια η ζωή: «…δεν μπορούσα να παραμείνω στη ζωή, σε μια ζωή που παίρνει τόσο παράδοξες, προσβλητικές για το άτομό μου μορφές. Αυτό το φάντασμα με συνέτριψε. Δεν αντέχω να υποκύψω σε μια ζοφερή δύναμη που παίρνει τη μορφή μιας ταραντούλας. [...] Αν είχα την εξουσία να μη γεννηθώ, τότε σίγουρα δε θα δεχόμουν να υπάρξω μέσα σε τόσο γελοίες συνθήκες. Έχω όμως την εξουσία να πεθάνω, αν και παραιτούμαι από κάτι που έχει ήδη προσμετρηθεί. Μικρή η εξουσία, μικρή και η ανταρσία.» Ακόμη και μια «μυγούλα» γνωρίζει τη θέση της στη φύση ενώ ο ίδιος δε γνωρίζει τίποτα για τη δική του θέση στη φύση. Είναι χαρακτηριστικό λίγο πριν αυτοπυροβοληθεί, ο Ιππόλυτος κοιτάζει το Μίσκιν και λέει: «Αποχαιρετώ τον Άνθρωπο».
Πάντως δεν μπορείτε να πείτε ότι ως αναγνώστες δεν σας έχω «ασκήσει» σε διαφορετικής υφής θέματα. Πέρα από αυτό θεωρώ ότι η αποστασιοποίηση ενίοτε από την επικαιρότητα και ολίγη ενδοσκόπηση βοηθά στο να βλέπουμε με πιο ψύχραιμο και καθαρό μάτι τα γεγονότα μέσα στα οποία ζούμε.
Επιπλέον σήμερα πρέπει να κοιμηθώ νωρίς διότι το πρωί έχει εγερτήριο στις 6:30 (και καθημερινά από εδώ και στο εξής) και δεν προλαβαίνω να γράψω δικά μου πράγματα. Βέβαια ακόμα και αν έγραφα δικά μου θα ανέβαζα και το κείμενο της pergolina πριν από αυτά. Δεν αποκλείω το πρωί αν σηκωθώ λίγο νωρίτερα και έχω καθαρό μυαλό να γράψω και κάποια ακόμα θεματάκια κυρίως επικαιρότητας. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να αφήσω αυτό το κείμενο να περιμένει κι άλλο επειδή δεν έχω χρόνο να γράψω δικά μου.
Ας επανέλθουμε στο θέμα όμως: Ο Ντοστογιέφσκι κατατάσσεται από τους κριτικούς της λογοτεχνίας στους κορυφαίους μυθιστοριογράφους του ρεαλισμού του 19ου αιώνα, ενώ κάποιοι χαρακτηρίζουν το ντοστογιεφσκικό μυθιστόρημα πολυφωνικό. Κάποιοι επίσης θεωρούν ότι ο δικός μας Παπαδιαμάντης έχει πνευματική συγγένεια με το μεγάλο Ρώσο συγγραφέα.
Ο Θανάσης Τριαρίδης σημειώνει ανάμεσα στις άλλες του σκέψεις για τον Ντοστογιέφσκι: Να δεις τον κόσμο με γυμνά μάτια: αυτό είναι ο Ντοστογιέφσκι.
Η pergolina πάντως δεν αποπειράται έρευνα, κριτική ή αναζήτηση πνευματικών συγγενειών, αλλά καταγράφει κυρίως τις έντονες εντυπώσεις που τις άφησε το διάβασμα του Ηλίθιου:
Δευτέρα, 5 Μαΐου 2008
Η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, «Ο Ηλίθιος», (μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδόσεις Πατάκη, 2η έκδοση Αθήνα 2006, τόμοι 2.), μ” άφησε με την εξής απορία: «Γιατί αυτό το συγκεκριμένο τέλος για τον ήρωά του; Κυρίως, γιατί ένα τόσο άδικο τέλος;» Ναι, θεώρησα άδικο το τέλος που επιφυλάσσει στο Μίσκιν (τον κεντρικό ήρωα στο μυθιστόρημα) ο Ντοστογιέφσκι. Αυτό το αίσθημα αδικίας το νιώθω ακόμη και τώρα που προσπαθώ να γράψω κάτι ολοκληρωμένο για τον «Ηλίθιο» ενώ ταυτόχρονα θεωρώ πως κάτι δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί με το τέλος που διάλεξε να δώσει ο συγγραφέας.
Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο Ντοστογιέφσκι δίνει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Μέσω του επιληπτικού Μίσκιν (Ο Ηλίθιος), ο συγγραφέας περιγράφει τη δική του επιληπτική εμπειρία, μιας αρρώστιας που τον ταλαιπωρούσε από τα νεανικά του ακόμη χρόνια. Συγκεκριμένα, περιγράφοντας την κατάσταση που βρισκόταν όταν έφυγε στο εξωτερικό, ο Μίσκιν λέει: «…πάντα, όποτε η αρρώστια μου τύχαινε να επιδεινώνεται και με έπιαναν απανωτές κρίσεις, βυθιζόμουν σε πλήρη αποβλάκωση, έχανα εντελώς το μνημονικό μου και παρ’ότι δούλευε το μυαλό μου, ανατρεπόταν θαρρείς, η λογική ροή των σκέψεών μου. Κατά συνέπεια μου ήταν αδύνατο να βάλω σε τάξη παραπάνω από δυο τρεις ιδέες.»
Σ” ολόκληρο το μυθιστόρημα ο Μίσκιν παθαίνει δύο φορές επιληπτική κρίση: η πρώτη είναι λίγο πριν την απόπειρα δολοφονίας του από το Ραγκόζιν και η δεύτερη κατά τη διάρκεια μίας δεξίωσης όπου τον είχαν καλέσει για να τον παρουσιάσουν ως τον υποψήφιο μνηστήρα της Αγλαΐας. Το επιληπτικό επεισόδιο στη δεξίωση αποτελεί προσωπικό βίωμα του συγγραφέα καθώς όντας καλεσμένος σε δεξίωση ο Ντοστογιέφσκι έπαθε κρίση. Η περιγραφή από τον ίδιο τον Ντοστογιέφσκι για το τι ήταν ακριβώς αυτές οι κρίσεις και πως ο ίδιος τις βίωνε μεταφέρεται μέσα από την εμπειρία του Μίσκιν: «[...] Μήπως το φαντάστηκε ή το μπέρδευε με κάτι άλλο; Γιατί σήμερα ένιωθε πράγματι μία νοσηρή διάθεση, το ίδιο σχεδόν πράγμα που τον έπιανε και άλλοτε, όταν άρχιζαν οι κρίσεις της παλιάς του αρρώστιας, ήξερε πως σε τέτοιες στιγμές γινόταν ιδιαίτερα αφηρημένος και μπέρδευε πρόσωπα και πράγματα και μάλιστα τα κοίταζε χωρίς να τα προσέχει.»
Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η περιγραφή από το συγγραφέα της κατάστασης που βίωνε λίγο πριν ξεκινήσει η καθαυτό κρίση: «[...] Στη διάρκεια των επιληπτικών του κρίσεων, υπήρχε κάποιο στάδιο, προτού σχεδόν αρχίσει αυτή καθαυτή η κρίση, όπου ξαφνικά, μέσα στη θλίψη, μέσα στο έρεβος της ψυχής, μέσα στη συντριβή, υπήρχαν κάποιες στιγμές που θα έλεγες πως το μυαλό του άρπαζε φωτιά και αναπηδούσαν μονομιάς, με ασυνήθιστη ορμητικότητα, όλες οι ζωϊκές του δυνάμεις. Εκείνες τις στιγμές, που βαστούσαν όσο κι η αστραπή, η αίσθηση της ζωής, η αυτογνωσία δεκαπλασιαζόταν. Το μυαλό του, η καρδιά του φωτιζόταν με ένα ασυνήθιστο φως. Όλες του οι αγωνίες, όλες του οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες καταλάγιαζαν, έσβηναν μέσα σε μια ύψιστη γαλήνη γεμάτη ολοκάθαρη αρμονική χαρά και ελπίδα, γεμάτη λογική και τελικά αίτια. Τούτες όμως οι στιγμές, τούτες οι εκλάμψεις ήταν απλώς το προανάκρουσμα εκείνου το καταληκτικού δευτερολέπτου με το οποίο ξεκινούσε αυτή καθαυτή η κρίση. Και βέβαια αυτό το δευτερόλεπτο ήταν αφόρητο.»
Ο Μίσκιν εκλάμβανε αυτό το προ επιληπτικό στάδιο ως αρρώστια, ως μη φυσική κατάσταση, αλλά είχε καταλήξει στο εξής παράδοξο συμπέρασμα: «Και τι σημασία έχει που αυτό είναι αρρώστια; Τι σημασία έχει αν πρόκειται για μια αφύσικη ένταση αν αυτή εκδηλώνεται ως ανώτατη αρμονία και ομορφιά, αν μου δίνει μια αφάνταστη αίσθηση πληρότητας, μέτρου, ειρήνευσης και εναγώνιας ευλαβικής συγχώνευσης με την ανώτατη σύνθεση της ζωής;» Ο Μίσκιν ήταν απόλυτα βέβαιος πως εκείνες τις στιγμές δεν έβλεπε κάποια οράματα και δεν είχε κανενός είδους παραισθήσεις, αλλά «υπήρχε μια ασυνήθιστης έντασης αυτογνωσία και ταυτόχρονα μια στο έπακρο άμεση αυτοσυναίσθηση.[...] Εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω τη ρήση «Χρόνος ουκέτι έσται».
Και μετά ερχόταν εκείνο το «αφόρητο» δευτερόλεπτο και άρχιζε η κρίση: «[...] Έπειτα, μέσα σε μια στιγμή, η συνείδησή του σβήστηκε και απλώθηκε απόλυτο σκοτάδι. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς παραμορφώνεται ξαφνικά σε φοβερό βαθμό το πρόσωπο και ιδιαίτερα το βλέμμα. Σπασμοί και ρίγη καταλαμβάνουν όλο το σώμα και όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Ένα φριχτό ουρλιαχτό, που δεν το βάζει ο νους του ανθρώπου και δε μοιάζει με τίποτα, ξεφεύγει από το στήθος του επιληπτικού. Μέσα σ’αυτό το ουρλιαχτό εξαφανίζεται, θα έλεγες, κάθε ανθρώπινο στοιχείο και είναι εντελώς αδύνατο, ή τουλάχιστον πολύ δύσκολο για έναν παρατηρητή να παραδεχτεί πως αυτό το ουρλιαχτό το βγάζει ο ίδιος ο άνθρωπος. Έχεις μάλιστα την εντύπωση πως κραυγάζει κάποιος άλλος που βρίσκεται μέσα του… ένας άνθρωπος σε επιληπτική κρίση προκαλεί φρίκη φοβερή και αφόρητη, που δεν της λείπει ως και κάποιο στοιχείο μυστικισμού.»
Επίσης, μέσω του Μίσκιν, καταθέτει την προσωπική του άποψη για τα γεγονότα που σημάδεψαν την τότε Ρωσία καθώς και για καταστάσεις της κοινωνικής, πολιτικής ζωής του καιρού του, προσπαθώντας εντέχνως να αποφύγει τους «σκοπέλους της τσαρικής λογοκρισίας» όπως σημειώνει η μεταφράστρια στο εισαγωγικό σημείωμα. Είναι ενδιαφέρουσα η άποψή του για τα παιδιά, λέει ο Μίσκιν χαρακτηριστικά: «Σ” ένα παιδί μπορείς να τα πεις όλα. Δεν πρέπει να κρύβουμε τίποτα από τα παιδιά με την πρόφαση ότι είναι μικρά και νωρίς ακόμη να μάθουν οτιδήποτε, ενώ αυτά καταλαβαίνουν τα πάντα! Εμείς δεν πρόκειται να μάθουμε τίποτα στα παιδιά, αυτά όμως θα μας μάθουν πολλά. Γιατρεύεται η ψυχή σου ανάμεσα στα παιδιά…» Σ’ένα άλλο σημείο λέει: «Με τα παιδιά είμαι ευτυχισμένος, ανάμεσα σε ενήλικες αισθάνομαι δυστυχισμένος, δεν ξέρω πώς να τους συναναστραφώ.»
Ο Μίσκιν αναφέρεται και σε μία άλλη στιγμή της ζωής του συγγραφέα: στην αναίρεση, κατόπιν απονομής χάριτος, της δια τουφεκισμού εκτέλεσής του το 1849. Ο Ντοστογιέφσκι υπήρξε μέλος της επαναστατικής ομάδας «Πετρασέφσκι» και είχε καταδικαστεί μαζί με άλλους συντρόφους του καθώς και τον ίδιο τον Πετρασέφσκι, σε θάνατο διά τουφεκισμού. Μία καταδίκη όμως που μετατράπηκε σε τετραετή, μαρτυρική για τον συγγραφέα, εξορία στην Σιβηρία (στο έργο «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων» αναφέρεται σ’αυτήν την εμπειρία του). Ο Ντοστογιέφσκι όμως, λίγο πριν αναγνωστεί η απονομή χάριτος, πρόλαβε να δει την εκτέλεση τριών συντρόφων του συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Πετρασέφσκι.
Περιγράφοντας τα συναισθήματα που βιώνει ένας άνθρωπος μπροστά στο σίγουρο θάνατο, όπως τον ονομάζει ο ίδιος, λέει μέσω του Μίσκιν: «Εδώ υπάρχει μία καταδίκη και το φοβερότερο μαρτύριο βρίσκεται μέσα στη βεβαιότητα πως δε θα την αποφύγεις, και μεγαλύτερο μαρτύριο από αυτό δε βρίσκεται στον κόσμο. Φέρτε και στήστε ένα στρατιώτη την ώρα της μάχης απέναντι σ’ένα κανόνι και ρίξτε κατά πάνω του, αυτός όλο και θα ελπίζει. Για διαβάστε όμως στον ίδιο στρατιώτη μια σίγουρη καταδίκη και τότε αυτός ή που θα χάσει το μυαλό του ή που θα βάλει τα κλάματα.» Αυτό το αίσθημα της βεβαιότητας του επερχόμενου θανάτου, της προσμονής της σίγουρης καταδίκης είναι που κάνει τον Μίσκιν να ρωτά: «Ποιος είπε ότι η ανθρώπινη φύση μπορεί να το υποστεί αυτό δίχως να φτάσει στην τρέλα;» Και ο Ντοστογιέφσκι είναι απόλυτος: «Όχι, δεν πρέπει να μεταχειριζόμαστε έτσι κανέναν άνθρωπο… ακόμη και αν πρόκειται για το χειρότερο εγκληματία…»
Τέλος, μέσω του Μίσκιν πάλι, ο Ντοστογιέφσκι υπερασπίζεται την Ορθοδοξία και γενικότερα τις πανσλαβιστικές του πεποιθήσεις. Είναι σημαντική η εντονότατη επίθεση που κάνει στον Καθολικισμό προσδίδοντάς του έναν αντι-ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Ο Καθολικισμός για τον Ντοστογιέφσκι αποτελεί κάτι χειρότερο και από την ίδια την αθεΐα: «… η αθεΐα κηρύσσει απλώς το μηδέν, ο καθολικισμός κηρύσσει έναν διαστρεβλωμένο Χριστό τον οποίο ο ίδιος έχει συκοφαντήσει… με την ψευτιά, την πονηριά, την απάτη, το φανατισμό, την κακουργία, τη δεισιδαιμονία, έπαιξαν με τα ιερότερα, τα πιο δίκαια, τα αφελέστερα, τα πιο φλογερά αισθήματα του λαού, τα πάντα, τα πάντα τα αντάλλαξαν με τα λεφτά. Η αθεΐα ενισχύθηκε από την απέχθεια του κόσμου για αυτούς.» Ανάλογη είναι και η άποψή του για το σοσιαλισμό: «Γιατί και ο σοσιαλισμός αποτελεί γέννημα του καθολικισμού… όπως και η αδελφή του η «αθεΐα», έτσι και αυτός προήλθε από την απόγνωση, από την αντίθεση στον καθολικισμό με την έννοια της ηθικής, για να υποκαταστήσει ο ίδιος τη χαμένη ηθική εξουσία της θρησκείας, για να κορέσει την πνευματική δίψα της σφόδρα διψασμένης ανθρωπότητας για να τη σώσει, όχι δια του Χριστού, αλλά και αυτός δια της βίας!».
Πώς αντιλαμβανόταν ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι την πίστη εκφράζεται πολύ χαρακτηριστικά στο σχόλιο που κάνει ο Μίσκιν όταν αντικρίζει έναν πίνακα του Χανς Χολμπάιν (ονομάζεται Ο νεκρός Χριστός) και τον είχε δει ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο εξωτερικό: «Κοιτάζοντας αυτόν τον πίνακα μπορεί κανείς να χάσει και την πίστη του ακόμα». Ο πίνακας απεικόνιζε κάτι πολύ πραγματικό, τον Ιησού όταν τον κατέβαζαν από το σταυρό, όχι όμως ωραιοποιημένο με ήρεμο και γαλήνιο πρόσωπο όπως συνήθιζαν πολλοί ζωγράφοι να τον απεικονίζουν. Αλλά είχε ζωγραφισμένο, στο πρησμένο από το βασανιστήριο πρόσωπό του, τον πόνο πριν το θάνατο: «… η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για το πρόσωπο ενός ανθρώπου που μόλις τον κατέβασαν από το σταυρό, διατηρεί δηλαδή πάνω του κάτι πολύ ζωντανό, πολύ ζεστό. Ακόμα τίποτα δεν έχει προφτάσει να κοκαλώσει, ούτως ώστε στο πρόσωπο του νεκρού διακρίνεται ακόμα και η οδύνη που θαρρείς πως εξακολουθεί να νιώθει ακόμα και τώρα (αυτό το εξέφρασε θαυμάσια ο καλλιτέχνης), το πρόσωπο όμως δεν έχει ωραιοποιηθεί ούτε στο ελάχιστο.» Και πράγματι όποια πίστη έχει στηριχθεί σε «ωραιοποιημένες» απεικονίσεις ηρεμίας και γαλήνης κατά τη διάρκεια ενός μαρτυρίου, αυτή η πίστη καταρρέει μπροστά στην ανείπωτη αλήθεια του ανθρώπινου πόνου. Και εδώ ναι, νιώθει κανείς συμπόνια, όχι λύπηση, για να συμπληρώσει ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι: «Η συμπόνια είναι ο κυριότερος και ίσως ο μοναδικός νόμος ύπαρξης ολόκληρης της ανθρωπότητας».
Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή: Ο πρίγκιπας Λεβ Νικολάγεβιτς Μίσκιν έλειπε χρόνια στο εξωτερικό (στην Ελβετία συγκεκριμένα). Κρατούσε από παλιά γενιά αριστοκρατών και ουσιαστικά ήταν ο τελευταίος απόγονος της παλιάς οικογένειας. Χρήματα ή περιουσία ουσιαστικά δεν είχε, μόνο κάποια μικρή κληρονομιά που θα του επέτρεπε να ζήσει αξιοπρεπώς, την οποία όμως τη μοίραζε από εδώ και κει σε κάποιους καλοθελητές οι οποίοι είχαν αντιληφθεί πόσο αφελής και εύπιστος ήταν, έτσι του σκάρωναν κάθε είδους απατεωνιά. Στο εξωτερικό είχε αναγκαστεί να καταφύγει λόγω της αρρώστιας του αναζητώντας ανακούφιση από τις ισχυρές επιληπτικές κρίσεις οι οποίες τον βύθιζαν για μακρά χρονικά διαστήματα σε κατάσταση της «μη επαφής με το περιβάλλον», ή «ηλιθιότητας» όπως ο ίδιος ο γιατρός του, ο Σνάιντερ, την περιγράφει. Καθώς η κατάσταση της υγείας του είχε καλυτερεύσει σε πολύ μεγάλο βαθμό έτσι ώστε οι κρίσεις να είναι πλέον σπάνιες, ήταν σε θέση να επιστρέψει στην πατρίδα του τη Ρωσία. Στη διάρκεια του ταξιδιού του θα γνωριστεί με τον άνθρωπο που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη ζωή του, τον Παρφιόν Σεμιόνιτς Ραγκόζιν.
Ο Ραγκόζιν ήταν απόγονος εμπόρων, άνθρωπος όμως ακαλλιέργητος και παθιασμένος, που ο «αρρωστημένος» έρωτάς του για την Ναστάσια Φιλίπποβνα θα τον φέρει αντιμέτωπο με το Μίσκιν. Την ίδια γυναίκα θα αγαπήσει και ο Μίσκιν αλλά με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο από ότι ο Ραγκόζιν. H αγάπη του Ραγκόζιν για την Ναστάσια είναι ένας έρωτας παθιασμένος που φέρνει στην επιφάνεια όλα τα πάθη του ανθρώπου, ενώ η αγάπη που αισθάνεται για αυτήν ο Μίσκιν αφορά στον οίκτο ο οποίος ουσιαστικά βιώνεται ως μία βαθύτατη συμπόνια για αυτήν την βασανισμένη γυναίκα. Χαρακτηριστικά λέει ο Ραγκόζιν: «Το πιθανότερο είναι πως ο δικός σου ο οίκτος είναι ίσως πολύ χειρότερος από το δικό μου τον έρωτα!», υπαινισσόμενος πως κάτι τέτοιο θα έκανε τη Ναστάσια να αισθάνεται ακόμη πιο ένοχη και ανάξια του οίκτου του. Για να του απαντήσει ο Μίσκιν: «…μα εσύ δεν ξεχωρίζεις τον έρωτα από το μίσος… θα τη μισήσεις πολύ στο μέλλον γι” αυτή την τωρινή σου αγάπη, για όλο αυτό το μαρτύριο που περνάς τώρα…» Ο Μίσκιν είναι ξεκάθαρος απέναντι στο συναίσθημα της συμπόνιας που αισθάνεται για τη Ναστάσια Φιλίπποβνα. Γνωρίζει ότι δεν πρόκειται για λύπηση, γιατί γνωρίζει πότε η «ψυχή σου σφίγγεται από τον πόνο», και πόσο υποφέρει όταν βλέπει το χλωμό αλλά ωραίο πρόσωπό της.
Ο Ραγκόζιν αγαπά και μισεί τον Μίσκιν ταυτόχρονα. Τον αγαπά ως έναν αγνό, γεμάτο καλοσύνη, ειλικρινή συμπόνια και κατανόηση άνθρωπο, αλλά τον μισεί αφάνταστα και δεν μπορεί να του συγχωρήσει που η Ναστάσια Φιλίπποβνα τον αγαπά αντί του ίδιου. Γνωρίζει ο Ραγκόζιν πως αυτή αγαπά αληθινά τον Μίσκιν και αν δεν βρίσκεται μαζί του είναι επειδή δεν θεωρεί τον εαυτό της άξιο να παντρευτεί έναν άνθρωπο σαν το Μίσκιν. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Μίσκιν στο Ραγκόζιν ότι «άλλωστε και παλαιότερα σου είχα εξηγήσει πως εκείνη δεν την αγαπώ με έρωτα αλλά με οίκτο» και ότι δεν έχει κανένα λόγο να ζηλεύει καθώς εκείνη είναι μαζί του και πρόκειται μάλιστα να τον παντρευτεί, παρ’όλα αυτά ο Ραγκόζιν επιχειρεί, σε μια στιγμή άκρατου πάθους και ζήλειας, να σκοτώσει με μαχαίρι το Μίσκιν. Ο ίδιος ο Μίσκιν είχε προαισθανθεί ότι ο Ραγκόζιν θα το τολμούσε αλλά απέδιδε τις όποιες σκέψεις αναδύονταν στο μυαλό του ως σημάδια της αρρώστιας του, ενός «δαίμονα» όπως τον αποκαλούσε, που του έλεγε διάφορα χωρίς να παρέχει την παραμικρή βεβαιότητα για ο,τιδήποτε: «…ή μήπως υπήρχε πράγματι κάτι πάνω στο Ραγκόζιν που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τα φρικτά προαισθήματα του πρίγκιπα και τον εξοργιστικό ψίθυρο του δαίμονά του;» Αυτός όμως ο «δαίμονας» δεν του παρείχε καμία βεβαιότητα ως προς το αν πράγματι ο Ραγκόζιν σχεδίαζε κάτι εις βάρους του. Τον βασάνιζε σε τέτοιο βαθμό που στο τέλος δεν άντεξε και αναφώνησε: «»Βεβαιότητα ως προς τι; Αν τολμάς πες ως προς τι», έλεγε ασταμάτητα στον εαυτό του, γεμάτος επιτίμηση και πρόκληση, ‘διατύπωσε, τόλμα να εκφράσεις ολοκληρωμένη την άποψή σου, με σαφήνεια, με ακρίβεια, δίχως να διστάζεις! Ω, ο άτιμος εγώ!”». Τελικά η προσπάθεια του Ραγκόζιν αποτυγχάνει καθώς τη στιγμή και λίγο πριν κατεβάσει το μαχαίρι στο στήθος του Μίσκιν, αυτός παθαίνει κρίση επιληψίας και ο Ραγκόζιν τρομαγμένος από το θέαμα το βάζει στα πόδια.
Στη ζωή του Μίσκιν θα υπάρξει και η Αγλαΐα Ιβάνοβνα Επάντσινα η οποία ερωτεύεται απελπισμένα το Μίσκιν καθώς την ερωτεύεται και ο ίδιος. Συγκεκριμένα λέει η Αγλαΐα στο Μίσκιν (με ειρωνική κατά τη γνώμη μου διάθεση) κατά τη διάρκεια της πρώτης τους συνάντησης: «[...] με τη μακαριότητα που σας διακρίνει θα ήσασταν ικανός να γεμίσετε με ευτυχία κι έναν αιώνα ζωής. Είτε σας διαβάσει κάποιος την εις θάνατον καταδίκη σας είτε το μικρό του δαχτυλάκι σας κουνήσει, εσείς, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, όλο και κάποιο αξιέπαινο συμπέρασμα θα βγάλετε και θα είστε και ευχαριστημένος από πάνω. Εμ, έτσι ζει κανείς μια χαρά.» Η Αγλαΐα καταγόμενη και η ίδια από αριστοκρατική γενιά (από τη πλευρά της μητέρας της) επισημαίνει στον Μίσκιν, ότι όλα καλά μ’αυτόν αλλά αυτή την ταπεινότητα που δείχνει οφείλει να την αφήσει πίσω εάν θέλει να γίνει αποδεκτός στον κύκλο της: «Εδώ υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι άξιοι να σκύψουν να σηκώσουν το μαντίλι που σας έπεσε… Γιατί ταπεινώνετε τον εαυτό σας και τον βάζετε πιο χαμηλά απ΄ όλους; Γιατί δεν έχετε λίγη υπερηφάνεια μέσα σας;» Κατά τη γνώμη της Αγλαΐας η συνήθεια του Μίσκιν να γελοιοποιείται κάθε φορά με την ενοχλητική αφέλειά του δεν άρμοζε σε κάποιον με την καταγωγή του Μίσκιν αλλά και τη δική της. Η ίδια η Αγλαΐα τον γελοιοποιεί και τον ταπεινώνει συνέχεια, κοροϊδεύοντάς τον και παίζοντας συνεχώς μαζί του. Πότε προσποιείται την ερωτευμένη, πότε τον απορρίπτει, άλλοτε τον βρίζει, άλλοτε κλαίει και του ζητάει συγνώμη και όλα αυτά δοκιμάζουν στο έπακρο την υπομονή του Μίσκιν. Αυτός της συγχωρεί τα πάντα καθώς στην Αγλαΐα βλέπει ένα παιδί και πως είναι δυνατόν να θυμώσει κανείς μ’ένα παιδί;
Επίσης, η Αγλαΐα προσπαθεί απεγνωσμένα να τον αποσπάσει από την Ναστάσια, αλλά μάταια. Σε μια απελπισμένη προσπάθεια να τον κερδίσει επιδιώκει να συναντήσει την αντίζηλό της και καθώς βρίσκονται η μία απέναντι στην άλλη, «κατάλαβε η γυναίκα τη γυναίκα», και τότε είναι που καλεί τον ίδιο να διαλέξει ανάμεσα στις δύο. Ο ίδιος δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα σε καμία τους. Ξέρει πολύ καλά ότι αγαπά με έρωτα την Αγλαΐα αλλά δεν μπορεί να σταματήσει να νιώθει συμπόνια για τη δυστυχισμένη Ναστάσια. Στο τέλος εγκαταλείπει τον Μίσκιν καθώς δεν μπορεί να ανεχτεί να τον μοιράζεται με άλλη γυναίκα, έστω και αν αυτό που νιώθει είναι συμπόνια. Τον θέλει ολοκληρωτικά δικό της.
Η ίδια η Ναστάσια Φιλίπποβνα θα συγκρούεται με τον εαυτό της καθώς μέσα της αντιπαλεύουν ο Μίσκιν και ο Ραγκόζιν. Και οι δύο της ζητούν να τους παντρευτεί, η ίδια αισθανόμενη ντροπή για το παρελθόν της προτιμά το Ραγκόζιν ενώ αγαπά βαθιά το Μίσκιν. Αρνείται όμως να τον παντρευτεί θεωρώντας πως θα τον καταστρέψει αν γίνει γυναίκα του: «Εσύ δε φοβάσαι, φοβάμαι όμως εγώ μη σε καταστρέψω και μετά θα με κατηγορήσεις». Παρά τις διαβεβαιώσεις του Μίσκιν ότι δε ντρέπεται για το παρελθόν της, ότι δεν τη θεωρεί ένοχη για κάτι και ότι ουδέποτε πρόκειται να την κατηγορήσει για ο,τιδήποτε, εκείνη πιστεύει ακράδαντα πως της αξίζει ένας σαν το Ραγκόζιν. Άλλωστε έχει απόλυτη επίγνωση τι είδους άνθρωπος είναι ο Ραγκόζιν: «Εσύ, Παρφιόν Σεμιόνιτς, κρύβεις μέσα σου ισχυρά πάθη, τέτοια πάθη, που θα μπορούσαν να σε στείλουν μονομιάς στη Σιβηρία, στα κάτεργα, αν δε τύχαινε να διαθέτεις και μυαλό… εσύ παθιάζεσαι με τα πάντα, τα πάντα για σένα φτάνουν ως το πάθος». Θα συνεχίσει όμως να πελαγοδρομεί ανάμεσά τους έως τη λύση του δράματος που θα οδηγήσει την ίδια στο θάνατο, τον Ραγκόζιν στα κάτεργα της Σιβηρίας και τον Μίσκιν στην τελική και οριστική «πνευματική κατάρρευση» όπως σημειώνει η μεταφράστρια.
Πλάι στην «αντιφατική» φιγούρα του Μίσκιν κινούνται οι άλλοι, δευτερεύοντες ήρωες, όπως ο ευφυολόγος απατεώνας Λέμπεντεφ που τα ενδιαφέροντά του μοιράζονται μεταξύ ερμηνείας της «Αποκάλυψης», τοκογλυφίας και σπιουνιάς, η Βέρα, η γεμάτη αλτρουϊσμό κόρη του, ο Ιππόλυτος, ο νεαρός φυματικός που επαναστατεί έναντι στην προοπτική του επερχόμενου θανάτου του, ο οποίος και συνοδεύεται από μία ολόκληρη παρέα νεαρών «μηδενιστών», οι οποίοι εισπράττουν πολύ από την ειρωνική διάθεση του Ντοστογιέφσκι, ο στρατηγός Επάντσιν, ο πατέρας της Αγλαΐας, με τη μονίμως σε νευρική υπερδιέγερση σύζυγό του, Λιζαβιέτα Προκόφιεβνα και τις άλλες δύο κόρες τους, ο περιαυτολόγος στρατηγός Ιβόλγκιν με την εξίσου επεισοδιακή οικογένειά του (έχει δύο γιους, μία κόρη και μία σύζυγο), ο ανθρωπιστής νεαρός αριστοκρατικής γενιάς Γεβγκένι Παύλοβιτς Ραντόμσκι, καθώς επίσης και ο διαφθορέας της Ναστάσια Φιλίπποβνα όταν η ίδια ήταν ακόμη στα πρώτα χρόνια της εφηβικής της ηλικίας, Τότσκι.
Συγκεκριμένα, ο Ιππόλυτος χρησιμοποιείται από τον Ντοστογιέφσκι ως εκπρόσωπος των λεγόμενων «μηδενιστών» που είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Ο Ιππόλυτος βρίσκεται στα τελευταία στάδια της φυματίωσης, πρόκειται να πεθάνει και το γνωρίζει. Μισεί τον Μίσκιν ως ένα εκπρόσωπο της παλιάς τάξης πραγμάτων και εκλαμβάνει όλη την καλοπροαίρετη και ανιδιοτελή συμπόνια του Μίσκιν (που τη μοιράζει απλόχερα προς όλους) ως λύπηση αλλά κυρίως ως μέθοδο εξιλέωσης της γεμάτης τύψεις συνειδήσεώς του κάτι που ήταν τότε χαρακτηριστικό για ανθρώπους της τάξης του. Του επιτίθεται ανελέητα: «…όλους, όλους σας μισώ! Εσάς, εσάς Ιησουϊτική, γλυκερή ψυχούλα, ηλίθιε, εκατομμυριούχε ευεργέτη, εσάς σας μισώ περισσότερο από όλους και οτιδήποτε στον κόσμο.[...] Δεν τις χρειάζομαι εγώ τις ευεργεσίες σας, από κανέναν δε θα δεχτώ τίποτα!» Δεν μπορεί να ανεχτεί την αταραξία που παρουσιάζει ο Μίσκιν και επανειλημμένως προσπαθεί να τον τρομοκρατεί καθώς πιστεύει ότι το να μην εκπλήσσεται κανείς είτε οφείλεται σε σπουδαίο μυαλό είτε σε μεγάλη βλακεία, όπου κάποια στιγμή το καταφέρνει: «Αχά, χάνετε θαρρώ την ψυχραιμία σας και αρχίζετε να εκπλήσσεστε; Πολύ χαίρομαι που θέλετε να μοιάζετε με άνθρωπο.»
Ο Ιππόλυτος έχει λιγότερο από δύο εβδομάδες ζωής και το γνωρίζει, όπως γνωρίζει ένας καταδικασμένος σε θάνατο ότι η αναμονή είναι το χειρότερο που μπορεί να του συμβεί. «Ω, να είστε βέβαιοι πως ο Κολόμβος δεν ήταν ευτυχισμένος όταν ανακάλυψε την Αμερική, μα τον καιρό που ακόμα την ανακάλυπτε. Το ζήτημα βρίσκεται στη ζωή, στη ζωή και μόνο σ’αυτή, στη διαδικασία της αποκάλυψής της, την αδιάκοπη και αιώνια και καθόλου στην ανακάλυψη!» Αποφασίζει να αυτοκτονήσει αλλά τα πράγματα έρχονται έτσι και δεν εκπυρσοκροτεί το όπλο. Ο Ιππόλυτος λυπάται αφάνταστα που δεν προλαβαίνει να γίνει κάποιος, που κανείς δεν θα τον θυμάται για τίποτα και δεν ανέχεται να τον κοροϊδεύει η ίδια η ζωή: «…δεν μπορούσα να παραμείνω στη ζωή, σε μια ζωή που παίρνει τόσο παράδοξες, προσβλητικές για το άτομό μου μορφές. Αυτό το φάντασμα με συνέτριψε. Δεν αντέχω να υποκύψω σε μια ζοφερή δύναμη που παίρνει τη μορφή μιας ταραντούλας. [...] Αν είχα την εξουσία να μη γεννηθώ, τότε σίγουρα δε θα δεχόμουν να υπάρξω μέσα σε τόσο γελοίες συνθήκες. Έχω όμως την εξουσία να πεθάνω, αν και παραιτούμαι από κάτι που έχει ήδη προσμετρηθεί. Μικρή η εξουσία, μικρή και η ανταρσία.» Ακόμη και μια «μυγούλα» γνωρίζει τη θέση της στη φύση ενώ ο ίδιος δε γνωρίζει τίποτα για τη δική του θέση στη φύση. Είναι χαρακτηριστικό λίγο πριν αυτοπυροβοληθεί, ο Ιππόλυτος κοιτάζει το Μίσκιν και λέει: «Αποχαιρετώ τον Άνθρωπο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου