Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

ΠΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ & Η ΠΛΑΝΗ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΥ


ΠΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΠΛΑΝΗ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΥ



 ΠΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΚΑΙ Η ΠΛΑΝΗ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΥ
Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή
 
     Ο σύγχρονος άνθρωπος ζει μια συνεχή ένταση. Βρίσκεται αντιμέ­τωπος με πολλά καθημερινά προβλήματα και εγκλωβίζεται σε κατα­στάσεις από τις οποίες δεν μπορεί να ξεφύγει. Πολλές φορές καταφεύ­γει σε μεθόδους πνευματικής ηρεμίας οι οποίες είναι επηρεασμένες από τον ανατολικό μυστικισμό. Πολλές παραθρησκευτικές ομάδες προπα­γανδίζουν αυτές τις ανατολικές τεχνικές μεθόδους και παρασύρουν ανθρώπους μέσα σε μονοπάτια αμφιβόλου «πνευματικότητας». Ως κορυφαία τεχνική θεωρείται η γιόγκα.
Η Ινδουϊστική γιόγκα είναι μια πειθαρχία που προϋποθέτει μια μάλλον λιτή, πειθαρχημένη ζωή, που συνίσταται σε έλεγχο της ανα­πνοής και συγκεκριμένες σωματικές στάσεις που παράγουν μια κατά­σταση χαλάρωσης στην οποία κάποιος διαλογίζεται, συνήθως με τη βοήθεια ενός μάντρα ή ιερής λέξης που βοηθά στην συγκέντρωση. Η ουσία της γιόγκα δεν είναι αυτή καθ' αυτή η πειθαρχία, αλλά ο δια­λογισμός, που είναι σκοπός της28.
Η τέχνη της γιόγκα είναι να εδραιώσει ο ασκούμενος τον εαυτό του μέσα σε απόλυτη σιωπή, να αδειάσει από όλες τις σκέψεις και τις ψευδαισθήσεις, να απορρίψει και να ξεχάσει τα πάντα εκτός από αυτή τη μοναδική ιδέα: ο αληθινός εαυτός του ανθρώπου είναι θεϊκός, είναι Θεός, και το υπόλοιπο είναι σιωπή29.
Η τεχνική ανατολικού διαλογισμού γνωστή ως «υπερβατικός διαλο­γισμός» έχει επιτύχει τέτοια δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια παγκο­σμίως ώστε να θεωρείται ως την σύγχρονη και αναγκαία στάση του ανθρώπου απέναντι στα διάφορα ψυχολογικά προβλήματα του.
Σύμφωνα με μια αναγνωρισμένη έκθεση αυτής της κίνησης, τον «υπερβατικό διαλογισμό» μετέφερε στην Αμερική ένας ινδός γιόγκι, ο Maharishi Mahesh κι άρχισε να αναπτύσσεται αισθητά γύρω στο 1961. Το 1967 έλαβε ευρεία δημοσιότητα όταν οι δημοφιλείς τραγουδι­στές γνωστοί ως «Beatles» μεταστράφηκαν σ' αυτόν και έκοψαν τα ναρκωτικά, αλλ' αυτοί σύντομα εγκατέλειψαν το κίνημα, παρ' ότι συνέ­χισαν να διαλογίζονται, και ο Maharishi άγγιξε το κατώτατο σημείο την επόμενη χρονιά, όταν η αμερικανική περιοδεία του με ένα άλλο συγκρότημα προσηλύτων, τους «Beach Boys», εγκαταλείφθηκε ως οικο­νομική αποτυχία. Η ίδια η κίνηση πάντως συνέχισε να αναπτύσσεται: το 1971 την ακολούθησαν 100.000 διαλογιζόμενοι, με 2.000 ειδικά εκπαιδευμένους δασκάλους, κάνοντας την ήδη τη μεγαλύτερη κίνηση «ανατολικής πνευματικότητας» στην Αμερική. Το 1975 η κίνηση φτά­νει στο απόγειο της, με σχεδόν 40.000 εκπαιδευόμενους κάθε μήνα και πάνω από 600.000 οπαδούς30.
Η μέθοδος του υπερβατικού διαλογισμού είναι ειδικά προσαρμοσμέ­νη στον αμερικανικό τρόπο ζωής και έχει αποκληθεί με συμπάθεια «μια μέθοδος για να πετύχεις πνευματικά χωρίς να προσπαθήσεις καθό­λου». Ο ίδιος ο Μαχαρίσι τον αποκαλεί μια τεχνική που είναι «σαν να βουρτσίζεις τα δόντια σου». Άλλοι Ινδοί γκουρού έχουν επικρίνει αυστηρά τον Μαχαρίσι, γιατί εξευτέλισε τη μακρά παράδοση της γιό­γκα στην Ινδία, κάνοντας αυτή την εσωτερική πρακτική προσιτή στις μάζες για χρήματα31.
Ο υπερβατικός διαλογισμός δεν απαιτεί καμία πίστη, κατανόηση, ηθικό κώδικα, ή ακόμα συμφωνία με τις ιδέες και τη φιλοσοφία, είναι μια καθαρή και απλή τεχνική, η οποία βασίζεται στη φυσική ικανότη­τα του νου να κινείται προς μεγαλύτερη ευτυχία και απόλαυση. Κατά τον υπερβατικό διαλογισμό ο νους σας αναμένεται ν' ακολουθήσει ό,τι πιο φυσικό και πιο ευχάριστο. Ο υπερβατικός διαλογισμός είναι πρώτα πρακτική και μετά θεωρία. Είναι ουσιώδες στο ξεκίνημα, το άτομο να μη σκέφτεται καθόλου διανοητικά32.
Ο μαθητής του υπερβατικού διαλογισμού, διαλογίζεται δύο φορές την ημέρα για είκοσι λεπτά, αφήνοντας το μυαλό να περιπλανιέται ελεύθερα, κι επαναλαμβάνοντας το μάντρα όσο συχνά το σκέφτεται. Πολύ σύντομα, ίσως και από την πρώτη προσπάθεια, αρχίζει κανείς να μπαίνει σε ένα νέο επίπεδο συνείδησης, που δεν είναι ούτε ύπνος ούτε εγρήγορση: στην κατάσταση του «υπερβατικού διαλογισμού». Σε αντί­θεση με τα χρόνια που πρέπει να ξοδέψει κάποιος για να μάθει άλλες πνευματικές πειθαρχίες και τη γιόγκα, οι οποίες προσφέρουν τα ίδια αποτελέσματα που αξιώνουν οι οπαδοί του υπερβατικού διαλογισμού, ενώ οι δάσκαλοί του, λένε ότι αυτή η τεχνική μπορεί να διδαχθεί σε διάστημα λεπτών. Κάποιοι που έχουν εμπειρία τον περιγράφουν ως μια κατάσταση εκπλήρωσης παρόμοιες με κάποιες εμπειρίες ναρκωτικών33.
Με το τέλος του 1973 ένας αριθμός ανατολικών γκουρού της νεώτερης σχολής, οδηγημένος από τον Maharishi με τον «υπερβατικό διαλογισμό» του, είχαν έρθει στη Δύση και συγκέντρωσαν μερικούς οπαδούς. Ο γκου­ρού Maharaj-ji ήταν ο πιο θεαματικός και μπορεί να πει κανείς, ο πιο εξοργιστικός. Δεκαπεντάχρονος ήδη είχε αναγορευθεί «θεός», η οικογέ­νεια του ήταν η «αγία οικογένεια» και η οργάνωση του, η «Αποστολή του Θείου Φωτός» είχε κοινόβια σε όλη την Αμερική. Οι 80.000 οπαδοί του έπρεπε να εγκαταλείψουν τις κοσμικές απολαύσεις και να διαλογίζονται με σκοπό να αποκτήσουν μια «διευρυμένη» συνειδητότητα34.
Στο χώρο του αποκρυφισμού κινείται ο λεγόμενος «εσωτερισμός». Με αυτόν τον όρο προσδιορίζονται σήμερα παραδόσεις διδασκαλιών και «τεχνικών» έναν «εσωτερικό κύκλο», που είναι απρόσιτες στο ευρύ­τερο κοινό και τελούνται μυστικά. Οι διδασκαλίες αυτές περιγράφουν την «ατραπό», δηλαδή το δρόμο που οδηγεί στην «αληθινή γνώση» του Σύμπαντος και στη «σωτηρία» ολόκληρου του πλανήτη.
Αυτός ο «σωτήριος δρόμος» οδηγεί προς τα έσω. Αποσκοπεί στο «φωτισμό» και «ανοίγεται» στους εσωτεριστές σταδιακά, στα πλαίσια διάφορων «μυήσεων». Αυτή δηλαδή η «συνταγή σωτηρίας» του ανθρώ­που και ολόκληρου του πλανήτη δεν έχει να κάνει με κάποιες προσπάθειες έξω από τον άνθρωπο. Πιστεύεται πως όλα γίνονται αυτόματα με εσωτερικές διαδικασίες. Με τις «τεχνικές» ο άνθρωπος «βυθίζεται» στον εαυτό του, η συνείδηση του διευρύνεται και γίνεται συμπαντική. Υποτάσσει δηλαδή όλες τις συμπαντικές δυνάμεις και μέσω «σκέψεως», δηλαδή αλλαγή της «νοητικής κατάστασης», μπορεί να κάνει πραγμα­τικότητα ο,τιδήποτε θελήσει35.
Αυτές οι κινήσεις δεν έχουν θεμέλια στη χριστιανική παράδοση, αλλά είναι καθαρά το προϊόν των ανατολικών παγανιστικών θρησκει­ών ή του μοντέρνου πνευματισμού. Όχι μόνο διδάσκουν λανθασμένα, σε ασυμφωνία με το χριστιανικό δόγμα, σχετικά με την πνευματική ζωή, αλλά οδηγούν τον άνθρωπο είτε μέσω παγανιστικών θρησκευτι­κών εμπειριών ή ψυχικών πειραμάτων, σε ένα λανθασμένο πνευματικό μονοπάτι του οποίου τέρμα είναι η πνευματική και ψυχική καταστρο­φή, και τελικά η αιώνια απώλεια της ψυχής του36.
Η εμπειρία της πνευματικής ηρεμίας που δίνεται από διάφορες μορ­φές διαλογισμού, είτε χωρίς ιδιαίτερο θρησκευτικό περιεχόμενο είτε με παγανιστικό θρησκευτικό περιεχόμενο, είναι μια είσοδος στο «κοσμι­κό» πνευματικό βασίλειο όπου η βαθύτερη πλευρά της ανθρώπινης προσωπικότητας έρχεται σε επαφή με πραγματικά πνευματικά όντα. Αυτά τα όντα, στην πεπτωκυϊα κατάσταση του ανθρώπου, είναι πρώτα απ' όλα δαίμονες ή πεπτωκότα πνεύματα που βρίσκονται πιο κοντά στον άνθρωπο.
Η μύηση σε εμπειρίες του ψυχικού πεδίου που παρέχουν οι λατρείες συνειδητότητας εμπλέκει κάποιον σε κάτι πέρα από το συνειδητό έλεγ­χο της ανθρώπινης θέλησης, έτσι, από τη στιγμή που κάποιος έχει μυη­θεί, είναι συχνά πολύ δύσκολο να ξεμπλέξει από ανεπιθύμητες ψυχικές εμπειρίες37.
Ένας από του μεγαλύτερους ασκητές και πνευματικούς άνδρες του αιώνα μας ο π. Σωφρόνιος διηγείται την προσωπική του εμπειρία από την περιπέτεια του μέσα στην πλανεμένη πρακτική του ινδικού μυστικισμού, του υπερβατικού διαλογισμού κατά την διάρκεια της νεότητας του.
Η εμπειρία αυτού του πνευματικού ανδρός της Εκκλησίας μας είναι αποκαλυπτική και η επίγνωσή του ότι δια των πρακτικών του ανατο­λικού μυστικισμού δεν μπορεί να επιτευχθεί η σωτηρία του ανθρώπου, αποτελεί οδόν σε όλους τους πιστούς που παρασύρονται από τέτοιου είδους καταστροφικές πρακτικές.
   Αφηγούμενος ο Γέρων Σωφρόνιος για τις φιλοσοφικές και υπαρξια­κές περιπλανήσεις των μετα-νεανικών του χρόνων λέει ότι το πλέον ουσιώδες ερώτημα-απορία που αντιμετώπιζε ήταν αν το απόλυτο (ο Θεός) μπορεί να είναι πρόσωπο. Η οκταετής εμπειρία που είχε απο­κτήσει με τη μύηση του στον ανατολικό φιλοσοφικό μυστικισμό του, δίδασκε το αντίθετο μέσω της μεθόδου της απέκδυσης του νου από τα πάντα. Όμως ο ίδιος όλο και περισσότερο πειθόταν ότι απομακρυνόταν από το πραγματικό είναι, και πορευόταν προς το μη όν38. Ιδού τι μας αποκαλύπτει ο π. Σωφρόνιος: «Εις τον άνθρωπον, ως πρόσωπον μη ετεραρχούμενον, ως πνεύμα πεπροικισμένον δια της ελευθερίας του αυτο-προσδιορισμού, δυνάμεθα να διακρίνωμέν τι το απόλυτον, το «θεοειδές», το μη επιδεόμενον, θα έλεγε τις, άλλου θεού. Δύναται ο άνθρω­πος να θεώρηση εαυτόν ως όντα εκ του ιδίου γένους, έτι δε και εκ της αυτής ουσίας του πρωταρχικού Είναι, και ως εκ τούτου να αποφασίση την πράξιν της αυτοθεώσεως ως επιστροφήν εις το πρωταρχικόν αυτού είναι. Εις την πλάνην αυτήν περιέπεσα εν τη νεότητί μου εξ επιδράσε­ως βιβλίων περί του ινδικού μυστικισμού και συναντήσεων μετ' ανθρώ­πων εξ εκείνων των χωρών, όπου επί χιλιετίας καλλιεργείται το είδος τούτο του μυστικισμού. Η απαλλαγή εκ της πλάνης ταύτης ουδόλως είναι απλή. Πάντοτε είναι δυνατόν να υψωθή ενώπιον ημών το επιχείρημα, ότι δήθεν η από παντός σχετικού εν τω κοσμικώ είναι απέκδυση δεν είναι εισέτι ικανοποιητική. Ότι εν τη εφέσει ημών προς την τελειότητα οφείλομεν να υπερβώμεν την εν ημίν υποστατικήν αρχήν ως πρόσκαιρον μορφήν υπάρξεως, εισάγουσαν περιορισμούς εις πάσας τας εκδηλώσεις ημών. Εν ενί λόγω, ότι πρέπει να φθάσωμεν εκουσίως εκ την διάλυσιν ή την νέκρωσιν της ανθρωπινής υποστάσεως εν τω ανονομάστω ωκεανώ του Καθαρού είναι, του Υπερ-προσωπικού Απόλυτου.
Δεν ηδυνάμην, συνεχίζει ο π. Σωφρόνιος, να αποφύγω το ερώτημα: Τις, λοιπόν, γνωρίζει; Τις αυτοπροσδιορίζεται; Και έτερον ερώτημα: Εάν εγώ προήλθον εκ της άναρχου αρχής, τότε πως ήτο δυνατόν να προκληθή η τοσούτον βαθεία παραφθορά του είναι μου; Δια τί νυν μετά τοσούτον κόπου οφείλω να επιδιώκω την διάζευξιν από της σαρ­κός, ώστε να επανέλθω εις εκείνο, το οποίο πάντοτε ήμην, και κατά την τάξιν της αφηρημένης διανοητικής θεωρήσεως - ουδέποτε έπαυσα να είμαι;
Αι ασκήσεις του υπερβατικού διαλογισμού επέφερον ανάπαυσιν τινά από του περισπασμού εκ των μερίμνων της καθ' ημέραν ζωής. Έδιδον εις εμέ στιγμάς διανοητικής απολαύσεως, ανεβίβαζον εις φαινομε­νικώς πνευματικός σφαίρας και έθετον εμέ υψηλότερον του περιβάλ­λοντός μου. Από φιλοσοφικής επόψεως δεν ηδυνάμην να διανοηθώ την Απόλυτον Αρχήν ως προσωπικόν όν. Και τούτο, εν μέρει, διότι ήμην προσκεκολλημένος εις την γενικήν πλάνην την διαδεδομένην εις τους κύκλους, όπου εσύχναζον τότε. Η πλάνη συνίστατο εις την σύγχυσιν της εννοίας του προσώπου μετά της εννοίας του ατόμου, εννοιών θεολογικώς εκ διαμέτρου αντιθέτων. Παιδίον εισέτι εδιδάχθην να προσεύ­χομαι εις τον Αθάνατον Ουράνιο Πατέρα, προς τον οποίον απήλθον πάντες οι προγονοί μου. Τότε εν τη παιδική μου πίστει ο συνδιασμός προσώπου και αιωνιότητος ήτο εύκολος. Και ούτως, η χριστιανική θεώρησις περί προσώπου την οποίαν είχον αποδεχθή από νηπιακής ηλι­κίας, εις τινα στιγμήν απέβη το πλέον ουσιώδες ερώτημα: Δύναται το Απόλυτον να είναι πρόσωπον; Η ειλικρινής «ανατολική» εμπειρία μου έφερε μορφήν μάλλον διανοητικήν, αποκεκομμένην εκ της καρδίας: Ήτο άσκησις νοεράς απεκδύσεως από παντός σχετικού. Βαθμιδόν επειθόμην ότι ίσταμαι επί εσφαλμένης οδού, ότι απομακρύνομαι από του αλη­θινού, του πραγματικού Είναι, πορευόμενος προς το μη όν. Η αυθεντι­κή γνώσις δεν διεφαίνετο έτι επί του ορίζοντος του πνεύματος μου.
Η περίοδος αύτη, μας αναφέρει ο π. Σωφρόνιος, ήτο άκρως τεταμέ­νη. Η κατάστασις του νοός μου ωμοίαζε προς κλυδωνιζομένην μικράν λέμβον εν σκοτεινή νυκτί επί των κυυάτων Ενίοτε ο νους μου ανέβαινεν εις την κορυφήν κύματος τίνος, άλλοτε πάλιν υπό άλλου κύματος εκρημνίζετο εις το βάθος μετ' οργής. Εκείνος όμως, τον Οποίον εγώ εγκατέλιπον ως «άχρηστον» δεν απεστράφη εμέ εις τέλος και ο Ίδιος ανεζήτει ευκαιρίαν να εμφανισθή εις εμέ. Αίφνης έθεσεν ενώπιον μου το βιβλικόν κείμενον της Σιναϊτικής Αποκαλύψεως: «Εγώ ειμί ο Ών» (Εξοδ. 3,14). Το Είναι είμαι Εγώ. Ο Θεός, ο Απόλυτος Δεσπότης όλων των αστρικών κόσμων, είναι προσωπικός. Εγώ ειμί.
Δι' αυτού του Ονόματος διηνοίχθησαν έμπροσθεν μου ατέρμονες ορίζοντες. Ο προσωπικός ούτος Θεός απέβη δι' εμέ οφθαλμοφανής πραγματικότης, την οποίαν έζων ουχί επί του επιπέδου της αφηρημέ­νης διανοήσεως, αλλ' υπαρκτικώς, δι' όλου του είναι μου. Η όλη δομή της πνευματικής μου ζωής μετεμορφώθη. Καίτοι το πνεύμα μου δεν είχε φωτισθή πλήρως, εγνώριζεν εν τούτοις πού να στραφή»39.
Διακρίνοντες εν τη αποκαλυφθείση ημίν θεότητι υποστατικήν αρχήν, ουσίαν, ενέργειαν, ουδόλως εννοούμεν ότι η θεότης συνίσται εκ διαφόρων στοιχείων. Το Θείον Όν είναι ο Ζών Θεός και ουχί η αφηρη­μένη φιλοσοφική έννοια του «καθαρού είναι». Είναι ο Ζών Θεός, διότι είναι Υποστατικός40.
    Το Όμοιον γνωρίζεται από το όμοιο. Μόνο το πρόσωπο μπορεί να γνωρίσει το Ζώντα Θεό ως Πρόσωπο41. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί απέ­ναντι σε όλες αυτές τις απρόσωπες ινδουϊστικές αποκρυφιστικές πρα­κτικές που μπορεί να παρασύρουν τον άνθρωπο σε επικίνδυνα μονο­πάτια, αντιτάσσουν την προσωπική επικοινωνία με το Θεό η οποία οδη­γεί στη Θέωση.
Η Θέωση του ανθρώπου συντελείται εντός της Εκκλησίας και δεν πραγματοποιείται με τον αφανισμό του προσώπου, αλλά με την από­λυτη καταξίωσή του ως εικόνας του Θεού, στην οποία φανερώνεται η άπειρη και απεριόριστη και άναρχη και ατελεύτητη αλήθεια της ζωής και της υπάρξεως του Θεού. Θέωση, που πραγματοποιείται πάντοτε εν κοινωνία με τα άλλα μέλη της Εκκλησίας κατ' εικόνα του εν Τριάδι Θεού.
Ο Θεός είναι και παραμένει άκτιστος και ο άνθρωπος είναι και παραμένει κτιστός. Ο άκτιστος όμως Θεός, που προσέλαβε και θέωσε την κτιστή ανθρώπινη φύση εν Χριστώ, προσλαμβάνει και θεώνει με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο εντάσσοντας το στην κοινωνία της θεώσεως. Έτσι, ότι δόθηκε στην ανθρώπινη φύση εν Χριστώ, προσφέρεται σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο που δέχεται το Χριστό και ζει ως μέλος του σώματος του42.
Η θέωση του ανθρώπου, όπως και η Εκκλησία που ευαγγελίζεται μέσα στην ιστορία την κοινωνία της θεώσεως, έχει εσχατολογικό χαρα­κτήρα. Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής γράφει, «νύν τέκνα Θεού εσμέν και ούτω εφανερώθη τι εσόμεθα, οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστίν» (Α' Ιωάν. 3,2)
Η αίσθηση της δόξας του Θεού αρχίζει από την παρούσα ζωή και προϋποθέτει την καθαρότητα της καρδιάς του ανθρώπου. Εφόσον όπως είπε ο Χριστός, οι «καθαροί τη καρδία» θα δουν το Θεό, είναι φυσικό, όταν υπάρχει η καθαρότητα να επακολουθεί και η θεοπτία43.
Ο Θεούμενος άνθρωπος δέχεται κατά χάρη όλα, όσα έχει ο άκτιστος Θεός. Έτσι ζει μια απεριόριστη και ατελείωτη τελείωση. Άπειρος ο Θεός, άπειρες και οι δυνατότητες της αναπτύξεως του ανθρώπου. Απε­ριόριστη η Χάρη του Θεού, απεριόριστη και η μακαριότητα του πιστού που μετέχει σ' αυτήν. Ως φίλος του Θεού και Θεός κατά χάρη ελευθε­ρώνεται από το χώρο και το χρόνο. Γίνεται «άναρχος και ατελεύτητος, την χρονικήν μηκέτι φέρων εν εαυτώ κινουμένην ζωήν, την αρχήν και τέλους έχουσαν, και πολλοίς δονουμένην παθήμασι, μόνην δε την θείαν του ενοικήσαντος, Λόγου και αϊδιον και μηδενί θανάτω περατουμένην»44.
Η νοερά και καρδιακή προσευχή συνίσταται ουσιαστικά στην επί­κληση του ονόματος του Ιησού. Η επίκληση αυτή σε τελική ανάλυση ανάγεται στην ίδια την εποχή του Ιησού. Όπως αναφέρεται στα ιερά ευαγγέλια, όταν ο τυφλός της Ιεριχούς πληροφορήθηκε τη διέλευση του Ιησού, άρχισε να φωνάζει: «Ιησού, Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με» (Λουκ. 18,38). Αυτή η επίκληση απετέλεσε τη βάση της ανατολικής ορθόδοξης προσευχής.
Η άσκηση της προσευχής του Ιησού αρχίζει με την προφορική επα­νάληψη της φράσης «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Η προσευχή αυτή με τη συνεχή επανάληψη και τη βοήθεια του Θεού μεταφέρεται σταδιακά από τα χείλη του ανθρώπου στο νου. Μπορεί ακόμα να παύσει η προφορική επανάληψη και να τελείται μόνο νοερά. Η νοερή τέλεση της προσευχής δεν πρέπει να θεωρηθεί ως διανοητική υπόθεση, αλλά ως εκδήλωση ολοκλήρωσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Άλλωστε και ο σκοπός της προσευχής είναι να κατεβάσει το νου στη καρδιά. Η άσκηση της νοεράς προσευχής συνδυάστηκε από τους ησυχαστές μοναχούς του Βυζαντίου με την εφαρμογή μιας ψυχοσωματικής μεθόδου αυτοσυγκεντρώσεως. Με τη μέθοδο αυτή ο μοναχός προσπα­θεί να αποσπάσει το νου του από κάθε περισπασμό και να τον συγκε­ντρώσει στις λέξεις της προσευχής. Με τη συχνή επανάληψη και την εντατική προσοχή μεταφέρεται η προσευχή από το νου στην καρδιά του ανθρώπου και συνδέεται με τους κτύπους της. Έτσι ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη προσεύχεται και ζει την προσευχή45.
Αντίθετα προς την εν Χριστώ θέωση είναι η εγωιστική θεοποίηση του ανθρώπου. Ενώ η εν Χριστώ θέωση προϋποθέτει την ταπείνωση και την αυτοπροσφορά, η εγωιστική θεοποίηση θεμελιώνεται στην αυτοβεβαίωση και την έπαρση. Είναι μια θεοποίηση που επιδιώκεται με τις φυσικές δυνάμεις και ικανότητες του ανθρώπου ή με την ηθική και πνευματική εξέλιξη του. Αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσφέρει στον εαυτό του κάτι που δεν το έχει. Ούτε είναι σε θέση να παραγάγει κάτι που υπερβάλλει την φύση του. Ο άνθρωπος είναι και παραμένει κτιστός και φθαρτός46.
Η μετοχή στη δόξα του Θεού μεταμορφώνει τον άνθρωπο. Το σίδερο που πυρακτώνεται, όπως σημειώνουν οι Πατέρες, γίνεται και λέγεται φωτιά χωρίς να παύσει να είναι σίδερο. Και ο άνθρωπος μετέχει στο θείο φως γίνεται και λέγεται φως, χωρίς να παύσει να είναι άνθρωπος. Ολόκληρος ο άνθρωπος γίνεται θεοειδής. Στην κτιστή ανθρώπινη φύση σκηνώνει και ενεργεί ο άκτιστος Θεός. Γι' αυτό και ο θεούμενος άνθρω­πος δεν καυχιέται για τις αρετές και τα καλά έργα του. Κάθε καλό έργο και κάθε αρετή του είναι σε τελική ανάλυση καρπός της χάριτος του Θεού47.

28. π. Σεραφείμ Rose, Η Ορθοδοξία και η Θρησκεία του μέλλοντος, Αθήνα 2000, σελ. 75.
29. π. Σεραφείμ Rose, ο.π., σελ. 76.
30. π. Σεραφείμ Rose, ο.π., σελ. 83.
31. Jhan Robbins-David Fisher, Tranquility without Pills (All about transcendental Meditation), Peter H. Wyden. Inc., New York, 1972, σελ. 17 και 104.
32. Jhan Robbins-David Fisher, ο.π., σελ. 13 και 22.
33. Jhan Robbins-David Fisher, ο.π., σελ. 110-111.
34. π. Σεραφείμ Rose, ο.π., σελ. 94.
35. π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, Ο Αποκρυφισμός στο φως της ορθοδοξίας, Αθήνα 1994, σελ. 12.
36. π. Σεραφείμ Rose, ο.π., σελ. 107.
37. π. Σεραφείμ Rose. ο.π.. σελ. 108
38. Ν. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία στο έργο του, αρχιμανδρίτου Γέροντος Σωφρονίου (Έσσεξ 1993), Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 92.
39. Αρχ. Σωφρονίου, Οψόμεθα το Θεόν καθώς εστί σελ. 41-43.
40. Αρχ. Σωφρονίου, ο.π., σελ. 318.
41. Ady. Σωφρονίου, ο.π., σελ. 327.
42. Γ. Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη Πνευματική ζωή, Θεσσαλονίκη, σελ. 140.
43. Γ. Μαντζαρίδη, ο.π., σελ., 141.
44. Μάξιμου ομολογητού. Περί Αποριών PG 91.1144 C.
45. Επισκόπου Διόκλειας Καλλίστου Ware, Η δύναμη του ονόματος, Αθήνα 1985. Γ. Μαντζαρίδη ο.π., σελ. 113.
46. Γ. Μαντζαρίδη ο.π., σελ. 136.
47. Γ. Μαντζαρίδη ο.π.. σελ. 142.

Απόσπασμα από το βιβλίο:
ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (Δείτε τα περιεχόμενα εδώ)
Έκθεση της Ορθοδόξου Πίστεως σε αντιπαράθεση με την αιρετική διδασκαλία. Θεσσαλονίκη 2002
Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου