Ελένη Γκίκα
Παρασκευή, 12 Οκτωβρίου 2012
“Το σπασμένο μαχαίρι του. Το σπασμένο χέρι του”.
Διονύσης
Μαρίνος “Τελευταία Πόλη”, Εκδ.
“Γαβριηλίδη”
επειδή
“άλλος δρόμος δεν υπήρχε”.
“Εσύ
δεν είχες μια γυναίκα και ένα παιδί;
Εγώ;
Πότε;
Κι
όμως, σε θυμάμαι”.
"ήξεραν
βέβαια, με την ισχυρή βεβαιότητα που
έχουν όλοι οι κυνηγημένοι, πως άλλος
δρόμος δεν υπήρχε από αυτόν που έβλεπαν
μπροστά τους".
"ο γέρος είχε δίκιο, σκέφτηκε ο Νίκολα ασυναίσθητα, η ελπίδα ήταν ένα παιχνίδι σημαδεμένο από την αρχή".
"ο γέρος είχε δίκιο, σκέφτηκε ο Νίκολα ασυναίσθητα, η ελπίδα ήταν ένα παιχνίδι σημαδεμένο από την αρχή".
Στο
καινούργιο μυθιστόρημα του Διονύση
Μαρίνου “Τελευταία Πόλη” όλα είναι
δρόμος. Αλλά είναι ταυτοχρόνως και μια
πραγματική Κόλαση που μπορεί να συμπέσει
χρονικά και με τη δική μας ζωή.
Αλληγορικός,
ποιητικός, ατμοσφαιρικός, αλλά πάνω απ'
όλα απολύτως υπαρξιακός ο συγγραφέας
στηρίζεται στο παράλογο της εποχής
ρεαλιστικά για φτάσει μέσα απ' αυτό στα
αιώνια διλήμματα της ζωής.
Ο
ήρωάς του, φαίνεται κατ' αρχάς να μάς
είναι γνωστός από την πρώτη σελίδα, μας
συστήνεται με απόλυτη σαφήνεια από την
πρώτη παράγραφο:
“Είμαι
ο Νίκολα Αλίχοβιτς από το Μπίχατς. Γιος
του Ιβάν Αλίχοβιτς από το Βελιγράδι και
της Αλιόνα από το Άμπντιτς. Δεν ξέρω τι
γράφει ακριβώς το δικό μου αίμα. Δεν
πρόλαβα να το διαβάσω. Ο άγραφος μύθος
του έμεινε καλά κρυμμένος από το φευγιό.
Στα
τριάντα τρία μου αναγκάστηκα να φύγω
από τον τόπο μου. Να γίνω πρόσφυγας. Έτσι
μας είπαν οι άλλοι.
Μέχρι
να τους διώξουν κι αυτούς από τις εστίες
τους κάποιοι άλλοι”.
Ο
συγγραφέας σε πρώτο επίπεδο, έχει κάνει
έρευνα, τον αφορούν τα Βαλκάνια, έχει
ήδη δει την έρημη γη.
Αλλ'
όσο προχωρεί στο βιβλίο του το κεντρικό
βάρος μετατοπίζεται. Το προσωπικό
γίνεται οικουμενικό. Το τοπικό, αποκτά
διαστάσεις παγκόσμιες. Ο πόλεμος,
ενδεχομένως με άλλες μεθόδους συντελείται
παντού, και στην ρημαγμένη Αθήνα τον
χειμώνα. Ναι συμβαίνει κι εδώ.
Οι
αρχετυπικοί ήρωές του, ο άνδρας, η γυναίκα
και το παιδί στη συνέχεια χάνουν την
συγκεκριμένη ταυτότητα, η πορεία τους
είναι η Αλίκη στην τρύπα της, ο δρόμος
προς Εμμαούς.
Ένας
δρόμος στην πιο σκληρή εκδοχή του.
Η
Κόλαση συμβαίνει τώρα, αφορά τον καθένα
και είναι εδώ.
Ο
συγγραφέας την συναντά με άφθαρτες
λέξεις, με ποιητική οξυδέρκεια και από
κάποιο σημείο και μετά εντελώς χρησμικά.
Στην
ιστορία του κόσμου εξάλλου έχουν σβήσει
πόλεις εντελώς απ' τον χάρτη, έχουν
αλλάξει σύνορα πατρίδες, και άπειροι
άνθρωποι έχουν βρεθεί στον έρημο δρόμο
υποχρεωμένοι σε προσφυγιά.
Αλλά
ο άνδρας του Διονύση Μαρίνου δεν είναι
πρόσφυγας μόνο, είναι Σίσυφος, είναι ο
Ξένος, είναι εκείνος που πάντα γεννήθηκε
“από την άλλη πλευρά του παραπετάσματος”
όποια κι αν είναι αυτή.
Και
το βιώνουμε αυτό αναγνωστικά μ' όλους
τους τρόπους. Με τη ζωή του, τον δρόμο,
τα ξέφωτα, το όνειρο. Εξαιρετική στιγμή
αυτή του ονείρου όπου αθέλητα “μαγειρεύει”
τη γυναίκα του και το ίδιο του το παιδί.
Ακόμα
και οι αναλαμπές του παρελθόντος που
σφύζει από ζωή έτσι όπως αναδεικνύονται
κάνουν μεγαλύτερη καταστροφή την
καταστροφή.
Οι
πιπεριές που πια είναι κόκκινες απ' το
αίμα.
Τα
ράφια της βιβλιοθήκης με όλα τα τιμαλφή.
Η
πόρτα του σπιτιού που ανοίγει και δεν
ξανακλείνει.
Αυτή
η βεβαιότητα εξ αρχής, ό,τι αφήνουν το
αφήνουν για πάντα και δεν θα το ξαναβρούν.
Η γυναίκα του Λωτ που είναι οι τρεις
τους με όλη τη γνώση από την αρχή.
Ο
περίκλειστος κόσμος με τον ήχο του φόβου
και με την Θάλασσα ως έσχατη ελπίδα αλλά
οι ήρωες θέλουν δεν θέλουν βρέθηκαν να
ζουν σε “δύο ρυτίδες γης”. Δική του η
έκφραση.
Και
το είπα και στον ίδιο. Εάν σημειώσουμε
φράσεις έχει ήδη έτοιμη μια ποιητική
συλλογή. Ένα απολύτως υπαρξιακό ποιητικό
κύκλο, ο καθένας μας δεν αρκεί που χρωστά
έναν θάνατο σ' αυτή τη ζωή αλλά φαίνεται
να χρωστά και την επίγεια κόλασή του σ'
αυτή τη ζωή.
Γι'
αυτό θα κάνω κατ' εξαίρεση ένα παιχνίδι
να το πω; με όλη τη σοβαρότητα που έχει
το παιχνίδι για ένα παιδί, μια επιλογή.
Θα επιλέξω φράσεις του συγγραφέα από
το βιβλίο του που θα μπορούσε να είναι
η καθεμία ένα κεφάλαιο από μόνη της,
φράσεις που άλλες κλείνουν το μάτι στη
μεταμόρφωση του Κάφκα κι άλλες παίζουν
στα ζάρια την ανθρώπινη ύπαρξη σαν τον
Κόρμακ ΜακΚάρθυ, εξάλλου τα μεγάλα
τραύματα όπως συμβαίνει και στη λογοτεχνία
του Γιώργου Χειμωνά, η ανθρώπινη τραγωδία
είναι πάντοτε εδώ, δλδ. εκεί.
“Μου
μένουν ακόμα τρεις ανάσες δρόμος” λέει
ο μελλοθάνατος του Ντοστογιέφσκι στον
Ηλίθιο, αλλά ο άντρας της “Τελευταίας
Πόλης” το πόσες ανάσες του απομένουν,
χειρότερα ακόμα, απ' την αρχή δείχνει
να τ' αγνοεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου