Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ & ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ

"Ευδαιμονία και μακαριότητα", Αικατερίνης Διαμαντοπούλου

Α. Γενικά
Ως γνωστό, το δέον σε κάθε αξιακό σύστημα απορρέει από το ον. Η πλατωνική Ηθική βασίζεται «εν πολλοίς» στην αρχαιοελληνική Ανθρωπολογία, κατά την οποία ο άν­θρω­πος εί­ναι ον δε­ο­ντο­λο­γι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου και η­θι­κής τά­ξε­ως[1]. Στο σύ­νο­λό της η ελ­λη­νι­κή Φιλο­σο­φί­α θέ­τει ως προ­ϋ­πό­θε­ση ό­τι ο άν­θρω­πος έ­χει την ι­κα­νό­τη­τα να θε­ω­ρεί με το νου τα πράγ­μα­τα, να τα διε­ρευ­νά και να τα α­να­γνω­ρί­ζει. Συνεπώς, οι η­θι­κές αρ­χές τού Πλατωνισμού προ­ϋ­πο­θέ­τουν μια λο­γο­κρα­τι­κή και νο­η­σιαρ­χι­κή Αν­θρω­πο­λο­γί­α[2]. Γενικά, η ελ­λη­νι­κή Παι­δεί­α στά­θη­κε ορ­θο­λο­γι­κή, βλέ­πο­ντας τον άν­θρω­πο ως θη­ρευ­τή τής α­λή­θειας, ως ι­δα­νι­κό πρό­τυ­πο, που δι­ψά να πραγ­μα­τώ­σει[3]. Κάθε η­θι­κή α­πό­φα­ση προϋ­πο­θέ­τει λο­γι­κή κρί­ση και ο­ξεί­α α­ντί­λη­ψη. Μόνο ο άν­θρω­πος «λό­γον ἔχει τῶν ζώ­ων», γι’ αυ­τό και ο­ρί­ζεται ως «ζῶον λο­γι­κόν»[4]. Μια πρά­ξη α­ρε­τής, υ­πο­στη­ρί­ζει ο Πλά­τω­ν, πρέ­πει να έ­χει μέ­σα της τη σφραγί­δα τής νό­η­σης. Ο λό­γος ε­δώ καθίσταται το όρ­γα­νο, που μας βο­η­θά­ να διευρύ­νου­με και ε­λέγ­ξου­με το κά­θετι.
Παράλληλα, ο άνθρωπος α­πο­κα­λύ­πτε­ται στους συ­ναν­θρώ­πους του μέ­σα α­πό μια σει­ρά εκ­δη­λώ­σε­ων και ε­νερ­γειών, που, κατά κύριο λόγο, αποτελούν ε­νέρ­γειες ε­νός πνευ­μα­τι­κού έμ­βι­ου όντος[5]. Η ε­νό­ρα­ση, που μας κα­τα­το­πί­ζει άμε­σα[6], αλλά και η α­πλή έκ­φρα­ση των αι­σθή­σεων εί­ναι οι πρώ­τες - πρώ­τες μαρτυρίες, που συ­γκρο­τούν την πνευ­μα­τι­κό­τητα τού ανθρώπου, δηλ. οι ι­διαί­τε­ρες ε­κεί­νες ποιό­τη­τες και ι­κα­νό­τη­τες, που συντείνουν στην «αν­θρω­πινό­τη­τά» (Humanita) του[7]. Με τον ό­ρο πνευματικότητα δη­λώ­νε­ται το «ί­διον» ποιόν, που, κα­τά τη Φι­λο­σο­φί­α, συνιστά τον άν­θρω­πο. Έ­χο­ντας κανείς κα­θα­ρή συ­νεί­δη­ση της πνευ­μα­τι­κό­τη­τάς του, α­να­κα­λύ­πτει τις πλού­σιες δυ­νά­μεις, που δια­θέ­τει, ε­πι­διώ­κο­ντας τον ε­ξαν­θρω­πι­σμό του[8]. Τώρα, όλος αυτός ο πνευ­μα­τι­κός πλούτος τού ανθρώπου δηλώνει μια υ­πέρ­βα­ση. Η υ­πέρβα­ση, που ενέχει αξιολογικό πε­ριε­χό­με­νο, χα­ρα­κτη­ρί­ζει ό­λα τα δια­βή­μα­τα του ανθρώπου. Ο Πλά­των ο­ρί­ζει τον άν­θρω­πο, τον οποίο αλλού πα­ρο­μοιά­ζε­ι με την πολι­τεί­α[9], ως «ζῶον, δί­πουν, ἄπτε­ρον»[10]. Ο άν­θρω­πος ξεπερνώντας, με τις πρά­ξεις του, το φυ­σι­κό του «εί­ναι», δη­μιουρ­γεί τον κό­σμο τού πνεύ­μα­τος: «Αυ­τή α­κρι­βώς η δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα, η πο­λύμορ­φη και πο­λύ­πλο­κη εί­ναι η έκ­φρα­ση της ου­σί­ας τής πνευ­μα­τι­κής φύ­σης τού αν­θρώ­που»[11].
Όμοια, κατά τούς Πατέρες, ο άνθρωπος συνιστά μια δε­ο­ντο­λο­γι­κή ύπαρ­ξη· έ­χει κλη­θεί για να πραγματώσει το δέ­ον[12]. Κατά συνέπεια, η παρούσα ανθρώπινη ζωή αποτελεί μια δο­κι­μα­σί­α και μια μα­θη­τεί­α[13]. Το ανθρώπινο πρόσωπο, λόγω τού <κατ’ εικόνα>, έχει προικιστεί από το δημιουργό με τη δυνατότητα της πνευματικής αύξησης. Υπάρχει μέσα στον άνθρωπο η δύ­να­μη, η σο­φί­α, η έλ­λο­γη φο­ρά αλ­λά και η α­να­γκαί­α τε­χνι­κή για να α­να­ζη­τά την αρ­μο­νί­α τής Φύ­σης[14]. Ο Θε­ός έχει δημιουργήσει το πλάσμα Του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι δεκτικό στο να ακούει το Λόγο Του, προκειμένου να αναπτυχθεί πνευματικά, χωρίς, ωστόσο, ν’ α­πο­προ­σα­να­το­λι­στεί απ’ τον αρ­χι­κό του σκο­πό, που δεν εί­ναι άλ­λος απ’ τη με­το­χή του στην Αιώ­νι­α Ζωή. Έτσι, ο άνθρωπος καλείται προς υπέρβαση της φύσης του. Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος διδάσκ­ει ό­τι ο άν­θρω­πος αποτελεί ο­ρια­κή φύ­ση, αφού βρίσκεται στο σύ­νο­ρο των δύο κό­σμων[15]. Το πέ­ρα­σμα απ’ την σάρ­κα στο πνεύ­μα δεν γί­νε­ται με βί­αιο α­πο­χω­ρι­σμό των δύο, αλλά με την ε­πι­κρά­τη­ση του ε­νός πά­νω στο άλ­λο. Ο άν­θρω­πος α­πο­μα­κρύ­νε­ται απ’ την αυθεντική φύ­ση του, αν ε­πι­κρα­τή­σει το σαρκικό φρόνημα. Αν, ό­μως, κυ­ριαρ­χή­σει το πνεύ­μα, τό­τε με­τα­σκευά­ζε­ται, υ­περ­βαί­νει την ο­ρια­κή του φύ­ση και με­θί­στα­ται στο χώ­ρο τής θε­ό­τη­τας[16]. Απαι­τεί­ται, λοιπόν, ένας θε­ο­κε­ντρι­κός και χρι­στο­κε­ντρι­κός προσανατολισμός τής όλης ζω­ής.
Αλλ’ ας μη νομισθεί ότι η χριστιανική ζωή, αντίθετα προς την αρχαιοελληνική ευδαιμονία, είναι απαισιόδοξη, διακηρύσσοντας γενικά μια πένθιμη βιοτή. Οι ποικίλες κοσμικές α­πο­λαύ­σεις και τα υ­λι­κά α­γα­θά αυ­τά καθαυ­τά δεν εί­ναι, κατά τούς Πατέρες, α­μαρ­τί­α, αλ­λ’ ευ­λο­γί­α τού Θε­ού, ό­ταν κανείς δεν δίδεται ολόψυχα σ’ αυτά και δεν θε­ω­ρεί τον ε­αυ­τό του ευ­τυ­χι­σμέ­νο μό­νο απ’ αυ­τά[17]. Ο άν­θρω­πος ως πρό­σω­πο υ­πάρ­χει και ζει τη βα­θειά ει­ρή­νη, πα­ρά τις υ­πάρ­χου­σες κοι­νω­νι­κές αναστατώσεις· α­γα­πά τη ζω­ή, πα­ρά την τρα­γι­κό­τη­τά της· ε­ξέρ­χε­ται α­πό τη φυ­λα­κή των αι­σθη­τών, τα οποία υ­περ­βαί­νει. Ά­πει­ρες εί­ναι οι α­φορ­μές για την αυθεντική χα­ρά[18]. Ο Θεός μάς έ­φε­ρε στο «εἶναι» εκ του «μὴ ὄντος», μας έ­πλα­σε <κατ’ εἰ­κό­να> Του, μας έ­κανε να διακρίνου­με το κα­λό απ’ το κα­κό, τέλος δε, μας ε­λευ­θέ­ρω­σε απ’ τη δου­λεί­α[19]. Ο Χρι­στια­νι­σμός, λοιπόν, στις υλικές και γήινες απολαύσεις προτάσσει άλλες μό­νι­μες και πνευ­μα­τι­κές, όπως και άλ­λου (ποιοτικού) εί­δους ευτυ­χί­α και μα­κα­ριό­τη­τα, την ο­ποί­α δεν πα­ρέ­χουν ού­τε ο κό­σμος, ού­τε τα υ­λι­κά αγα­θά του. Η Εκκλησία από τη στιγμή τής συστάσεώς της ε­πι­δί­ω­ξε να στρέ­ψει τον κό­σμο και τα ε­γκό­σμια α­γα­θά προς τα «ά­νω», προς τα ου­ρά­νια και αιώ­νια α­γα­θά, πλη­σί­ον ενός υπερβατικού, αόρατου, πνευματικού και προσωπικού Θε­ού[20].

Β. Ο σκοπός τής ζωής τού ανθρώπου.
Κλασσικό ιδεώδες σύμπαντος τού αρχαιοελληνικού πνεύματος μπορεί να θεωρηθεί γενικά η επίτευξη του μοντέλου τού «καλοῦ κἀγαθοῦ», που πε­ριέχει ι­διαί­τε­ρο νό­η­μα για τη ζωή τού αν­θρώ­που[21]. Τό­σο στην αρχαία Σπάρ­τη, ό­σο και στην αρχαία Αθή­να, η σω­μα­τι­κή ά­σκη­ση ο­δηγούσε στη δη­μιουρ­γί­α τού ι­δα­νι­κού αν­θρώ­που, το πρότυ­πο του ο­ποί­ου υπήρξε ο γνωστός Ερμής τού Πραξιτέλη[22]. Εντούτοις, η πραγμάτωση του ιδεώδους αυτού κατανοήθηκε διαφορετικά μεταξύ, τουλάχιστον, των δυο μεγαλυτέρων Ελλήνων φιλοσόφων, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, για να περιοριστούμε μόνο σ’ αυτούς ως τα αντιπροσωπευτικότερα πνεύματα και σχολές τής αρχαίας ελληνικής Φιλοσοφίας. Για τον Πλάτωνα η ηθική αναγωγή ε­πι­χει­ρείται μέσω μιας συ­νει­δη­τής προσπά­θειας ε­σω­τε­ρι­κής α­να­νέ­ω­σης του ανθρώπου· πρόκειται για μια ε­ξι­λεω­τι­κή δο­κι­μα­σί­α, μια θε­λη­μα­τι­κή ε­πι­στρο­φή προς το δί­καιο, μια φυ­γή α­πό τον κό­σμο και μια ε­πι­θυ­μί­α προς τον Θε­ό, πράγματα που ο φιλόσοφος αποδέ­χε­ται με χα­ρά[23]. Ο γνωστός Πλατωνιστής T. Robinson, αναλύοντας αυτή την πλατωνική ψυχολογία, παρατηρεί: πρόκειται για ένα «μα­κά­ριο ό­ρα­μα, μια υ­πο­μο­νε­τι­κή ανα­λυ­τι­κή δου­λειά, μια ε­πι­στή­μη α­λά­θευ­τη και μια α­λη­θι­νή γνώ­μη, μια φυ­γή απ’ τον κό­σμο και μια προ­σαρ­μο­γή στο πραγ­μα­τι­κό, ένα βί­ο α­σκη­τι­κό· υ­πο­χρε­ω­τι­κό κή­ρυγ­μα και­νούρ­γιων ι­δε­ών εί­ναι οι ου­σια­στι­κές α­ντι­θέ­σεις σε κά­θε φι­λο­σο­φι­κή ή θρη­σκευ­τι­κή σκέ­ψη, που δο­κι­μά­ζει και ε­ξυ­ψώ­νει τον άν­θρω­πο πά­νω απ’ τον εαυ­τό του»[24]. Έτσι, οι άν­θρω­ποι, που πα­ρου­σιά­ζο­νται με πνευ­μα­τι­κές και η­θι­κές ανατά­σεις, διαθέτουν α­νώ­τε­ρα ι­δα­νι­κά, τα οποία εί­ναι ξέ­να προς την ύ­λη[25]. Γι’ αυ­τό, και, κα­τά την α­ντί­λη­ψή τους, η τε­κνο­ποί­η­ση πα­ρέ­χει την αθα­να­σί­α, την α­νά­μνη­ση της ζω­ής και την ευ­δαι­μο­νί­α[26]· ευ­δαι­μο­νί­α, η ο­ποί­α α­πο­κτά­ται με το α­γα­θό, που ι­σο­δυ­να­μεί προς ό,τι το κα­λό, το ω­ραί­ο, το α­λη­θινό, το δί­καιο και το ορ­θό[27].
Από την άλλη μεριά, ο Α­ρι­στο­τέ­λης ε­νι­σχύ­οντας τη συ­νέ­χεια της ελ­λη­νι­κής σκέ­ψης, θε­ω­ρεί ό­τι το «εὖ πράτ­τειν» και, γε­νι­κό­τε­ρα, το «εὖ ζῆν» συνιστούν την ε­πί της γης ευ­δαιμο­νί­α. Η η­θι­κή ε­νέρ­γεια του αν­θρώπου εί­ναι υ­πο­ταγ­μέ­νη σε έ­να φυ­σι­κό νό­μο, σε μια γε­νι­κό­τε­ρη φυ­σι­κή σκο­πι­μότη­τα. Ο άν­θρω­πος υπα­κού­ει στη φω­νή τής ζω­ής, που δια­βι­βά­ζε­ται εν­στι­κτω­δώς[28]. Απ’ ό­λα, βέβαια, τα α­γα­θά που υ­πάρ­χουν στην ψυ­χή, προκρίνονται οι α­ρε­τές, ε­νώ από αυ­τά που υ­πάρ­χουν στο σώ­μα, επαινούνται η υ­γεί­α και το κάλ­λος. Ο Α­ρι­στο­τέ­λης, δια­κρίνοντας του νου σε ποι­η­τι­κό και πα­θη­τι­κό[29], διαιρεί και αντίστοιχα τις α­ρετές σε δια­νο­η­τι­κές και η­θι­κές[30], α­πο­φαινόμενος ό­τι «ἐκ τῆς νο­η­τικῆς ψυχῆς προ­ερ­χό­με­να θε­ω­ρη­τι­κά ἔργα τοῦ πνεύ­μα­τος εἶναι σπου­δαιό­τε­ρα τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν»[31]. Αυ­τή η θε­ω­ρη­τι­κή, η κα­θα­ρά νο­η­τι­κή - ηθι­κή[32] ε­νέρ­γεια, θε­με­λιώ­νει, κατά τον Αριστοτέλη, την ευ­δαι­μο­νί­α τού αν­θρώ­που[33]. Η ευτυχία εκλαμβάνεται ως το σπου­δαιό­τε­ρο α­γα­θό, το οποίο έ­γκει­ται στη σω­στή ζω­ή, δη­λα­δή στο να πράτ­τει, να δρα και να ε­νερ­γεί κανείς σω­στά[34]. Ωστόσο, σύμφωνα με τη θρη­σκεί­α των αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων, στον άνθρωπο έ­χει δο­θεί ο­ρι­σμέ­νο μέ­τρο μα­κα­ριό­τη­τας, η υ­πέρ­βα­ση του ο­ποί­ου (βλ. Ύβρις) προ­κα­λεί τη φθο­νε­ρή ε­πέμ­βα­ση των θε­ών, η ο­ποί­α εμ­φανί­ζε­ται τότε στο προ­σκή­νιο ε­κρη­κτι­κά[35].
 Όσο αφορά στο Χριστιανισμό, ο έσχατος σκοπός όλων των κτισμάτων ούτε εντοπίζεται μέσα στην ίδια τους την ουσία ―μολονότι όλα τα κτιστά όντα διαθέτουν λόγο <κατ’ εικόνα> τού Θ. Λόγου―, ούτε περιορίζεται μόνο σ’ αυτά. Ε­νώ ο Πλάτων υποστηρίζει ό­τι η η φυσική τά­ση τής ψυ­χής και η έκ­στα­ση αποτελούν τις άριστες καταστασιακές προϋποθέσεις για να μεθέξει κανείς, «ἐρῶν τῶν καλῶν» τού από­λυ­του αγαθού τού Θε­ού, τού «ὄντως ὄντος»[36] ο α­πό­στο­λος των ε­θνών, Παύ­λος, αρ­νεί­ται το δι­καί­ω­μα της τε­λεί­ω­σης αποκλειστικά και μόνο στις έμφυτες δυνάμεις τού αν­θρώ­που, θε­ω­ρώ­ντας ό­τι κάτι τέτοιο εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα της Θεί­ας συμμαχίας[37]. Ο άν­θρω­πος εί­ναι προ­ϊ­όν τού αι­σθητού κό­σμου και ο τε­λι­κός σκο­πός τής ύ­παρ­ξής του δεν μπο­ρεί να ε­πι­τευ­χθεί μέ­σα σ’ αυ­τόν τον κό­σμο. Ο προ­ο­ρι­σμός του υ­περ­βαί­νει το χώ­ρο και το χρό­νο και κάθε­τι που εί­ναι αι­σθη­τό. Αν η διεύρυνση της συνείδησης δεν ξεπερνά το υλικό σώμα, επόμενο είναι η όλη φιλοσοφία τής ζωής να εξαντλείται στην ερ­μη­νεί­α αυτού τού υ­λι­κού σώ­μα­τος[38]. Κατά την Πατερική Θεολογία, σκοπός τής όλης «πεπτωκυίας» δημιουργίας είναι η πραγματοποίηση της «καινής κτίσης». Η Α­γί­α Γρα­φή ξε­κι­νά­ει με τη δη­μιουρ­γί­α τού κό­σμου και του αν­θρώ­που και τε­λειώ­νει με την υ­πό­σχε­ση της «και­νής» κτί­σε­ως[39]. Σύμ­φω­να με το πνεύ­μα τής Κ. Δια­θή­κης, ο άν­θρω­πος, με βάση το <κατ’ εικόνα>, καλείται να ε­πι­στρέ­ψει και να λυτρωθεί από την αμαρτία, να α­να­και­νι­σθεί και, γενικά, να σωθεί από την πνευματική του απώλεια. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί με την, όσο το δυνατό, ομοίωσή του προς το Θείο του αρχέτυπο, η δε ο­μοί­ω­ση του ανθρώ­που προς το αρ­χέ­τυ­πο φαί­νε­ται με την προ­σοι­κεί­ω­ση των α­γα­θών. Συναφής όρος τής ομοίωσης είναι και ο όρος τελείωση. Όλη η Θεολογία τού αγίου Γρηγορίου μπορούμε να πούμε ότι χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό δυο τά­σεις: τη λα­χτά­ρα τής α­πό­λυτης τε­λειό­τη­τας ως προς τη γνώ­ση και την πρά­ξη, και την υ­πο­τα­γή στους α­να­γκαί­ους συμ­βι­βα­σμούς για να κατορθώσει ο άνθρωπος ―με όλες του τις αδυναμίες― να επιτύχει, στο μεγαλύτερο δυνατό όριο, αυτή την ιδανική τελειότητα[40]. Τε­λεί­ω­ση εί­ναι μια χω­ρίς τέ­λος (αδιάκοπη) κί­νη­ση του πε­πε­ρασμέ­νου αν­θρώ­που προς το ά­πει­ρο του Θε­ού. Η προ­σπά­θεια για την τε­λεί­ω­ση δεν ε­ξα­ντλεί­ται στις η­θι­κές ε­ντο­λές, αλ­λά συνιστά μια ευρύτερη σω­μα­τι­κο-πνευ­μα­τι­κή πά­λη[41]. Η όλη, συνεπώς, αυτή πο­ρεί­α προ­ϋ­πο­θέ­τει πνευματική διέ­λευ­ση μέ­σα απ’ τον ί­διο μας τον ε­αυ­τό. Η στρο­φή προς τον ε­σω­τε­ρι­κό άν­θρω­πο επιβάλλεται, προκειμένου ο άνθρωπος να γνω­ρί­σει τον ε­αυ­τό του, αλ­λά και την ει­κό­να τού Θεί­ου του Αρ­χε­τύ­που. Ο Μ. Βα­σί­λειος προτρέπει να στρέ­φου­με διαρ­κώς το βλέμ­μα μας προς την α­λη­θινή μας φύ­ση. Ο έ­ξω κό­σμος και ο έ­ξω άν­θρω­πος διαρ­κώς φθεί­ρο­νται, ε­νώ ο «έ­σω», η πνευ­μα­τι­κή μας φύ­ση, έ­χει τη δυ­να­τό­τη­τα της συ­νε­χούς α­να­νέ­ω­σης. Αναμ­φί­βο­λα, το φθαρ­τό τού­το και θνη­τό στοι­χεί­ο τής αν­θρώ­πι­νης ύ­παρ­ξης θα με­τα­σκευα­σθεί σε α­θά­να­το και α­διά­λυ­το. Ε­πί τού πα­ρό­ντος, ό­μως, το σώ­μα εξακολουθεί να φθείρε­ται και να κα­τα­στρέ­φε­ται[42]. Κα­θαι­ρού­με­νους, έτσι, η­θι­κά, ο άνθρωπος «τε­λειούται» και «ικανούται» να θε­άται τον Θε­ό, που εί­ναι α­κα­τά­λη­πτος, ά­χρο­νος και αιώ­νιος.
Ωστόσο, μεταξύ Θεού δημιουργού και έλλογου δημιουργήματος (ανθρώπου) δεν υφίσταται, απ’ αυτή την πρώτη δημιουργία, διάσταση, αφού τόσο η ουσία, όσο και οι ενέργειες του ανθρώπου, έχουν δημιουργηθεί θεοπρεπώς. Η Πρόνοια, λοιπόν, του Θεού δεν α­ντι­τί­θε­ται προς το σκοπό τής ίδιας τής ζωής του ανθρώπου. Αμφότερα εί­ναι α­μοιβαί­ως λει­τουρ­γι­κά στην οι­κο­νο­μί­α τής σω­τη­ρί­ας: «Η θέ­ω­ση α­πο­τε­λεί έ­να βραβεί­ο και η σω­τη­ρί­α μπο­ρεί να κερ­δι­θεί με η­θι­κή προ­σπά­θεια»[43]. Ό,τι α­να­δύ­ε­ται απ' τα κεί­με­να του Γρη­γο­ρί­ου εί­ναι μια σύλ­λη­ψη της χρι­στια­νι­κής ζω­ής, στην ο­ποί­α η λύ­τρω­ση με τα έρ­γα και η λύ­τρω­ση με τη Θ. Χά­ρη δεν α­ντι­μάχο­νται, αλ­λ’ α­πο­τε­λούν τις εμ­φα­νείς πλευ­ρές τής μιας και μό­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ο Άγιος ε­πι­χει­ρεί να ε­πι­τύ­χει μια ι­σορ­ρο­πί­α με­τα­ξύ αυ­τού που εί­ναι φυ­σι­κό θέ­λη­μα για αυ­τόν, και αυ­τού που ε­πι­λέ­γει ε­λεύ­θε­ρα, π.χ. α­νά­με­σα σε αυ­τό που του δί­δε­ται, και σ’ αυ­τό που ο ί­διος ε­πι­τυγ­χά­νει[44]. Μό­νο τό­τε μπο­ρεί η λύ­τρω­ση να εί­ναι και έ­να δώ­ρο και έ­να α­ντάλ­λαγ­μα της ανθρώ­πι­νης και της Θεί­ας πη­γής. Ο Γρη­γό­ριος δεν α­ποδί­δει τα πά­ντα στον άν­θρω­πο ή σε ένα μέρος του, ούτε τα πάντα στον Θε­ό, αλ­λά μπο­ρεί ταυ­τό­χρο­να να πει ό­τι η λύ­τρω­ση του αν­θρώ­που είναι η ί­δια του η ε­νέρ­γεια. Και, ε­πί­σης, ό­τι όλο αυ­τό εί­ναι ο­λο­κλη­ρω­τι­κά η ε­νέρ­γεια του Θε­ού. Ο άν­θρω­πος, ό­σο αγωνίζε­ται, λαμ­βά­νει κατ’ α­να­λο­γί­α· και αγωνίζε­ται με τη δύ­να­μη του Θε­ού, που λαμ­βά­νει[45].
Ειδικότερα, οι στόχοι τού ανθρώπου στην επίγεια αυτή ζωή του είναι αφενός μεν να εργασθεί προς την κατεύθυνση της συμβολής στην hic et nunc αποκατάσταση των προσωπικών και διανθρωπίνων σχέσεών του με το δημιουργό Θεό και τη δημιουργία Του, και αφετέρου να γνωρίσει εγγύτερα και βαθύτερα τον Θεό[46]. Κατά τον α­εί­μνη­στο κα­θη­γη­τή Νι­κό­λα­ο Νη­σιώ­τη, συνιστά υ­πο­χρέ­ω­ση του αν­θρώ­που να ο­δη­γη­θεί στην ε­πί­γνωσή του για το α­κα­τά­λη­πτο του Θε­ού, αλ­λά και υ­πο­χρέ­ω­σή του να γνω­ρί­σει τον Θε­ό, ό­σο τού εί­ναι δυ­να­τό, με τη με­τά­νοια και τη με­το­χή του στη Θεί­α Ευ­χα­ρι­στί­α, που α­πο­τε­λεί α­πό­φα­ση αλ­λα­γής στη σκέ­ψη και την πρά­ξη του[47]. Το βί­ω­μα της με­τά­νοι­ας, ό­ταν εί­ναι γνή­σιο και βα­θύ, ει­σά­γει τον άν­θρω­πο α­πευ­θεί­ας στη σφαί­ρα τού Θε­ού. Το μυστήριο της ι. Εξο­μο­λο­γή­σεως δεν εί­ναι το τέ­λος μιας ―από όλες τις πλευρές― α­πο­τυ­χη­μέ­νης ζω­ής, αλ­λ’ η α­παρ­χή μιάς νέ­ας και ελεύθερης, χωρίς φόβο, ζω­ής[48]· μιας ζω­ής, που ο­δη­γεί σε α­πό­λυ­τη αρ­μο­νί­α το σώ­μα με την ψυ­χή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου