Αφιερώματα
Ψυχολογία - Νευρολογία
Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Κορναράκης
Το θέμα Χριστιανισμός και φροϋδισμός
είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Θα λέγαμε, με τον όρο που χρησιμοποιούμε
σήμερα για να τονίσουμε την σημασία των ανθρωπίνων προβλημάτων, ότι
είναι ένα υπαρξιακό πρόβλημα και άρα ενδιαφέρει τον άνθρωπο γενικά. Όχι
μόνο τον νέο. Ίσως τον νέο περισσότερο από τον άνθρωπο κάθε άλλης
ηλικίας. Ενδιαφέρει κάθε άνθρωπο ο οποίος θέλει να προγραμματίσει μια
ζωή δημιουργική και εποικοδομητική. Βέβαια το θέμα είναι ευρύτατο και,
όπως καταλαβαίνετε, δηλώνει μια περιοχή στην οποία είναι συγκεντρωμένα
τα περισσότερα ανθρώπινα προβλήματα και οπωσδήποτε δεν πρέπει να
περιμένει κανείς ότι αυτό το θέμα,
όπως διατυπώνεται γενικά, θα εξαντληθεί
στις λίγες μας συναντήσεις. Οπωσδήποτε ο χρόνος δεν επαρκεί για μια
μεθοδική αντιμετώπιση του όλου προβλήματος, αλλά νομίζω ότι το βασικό
πρόβλημα στη ζωή ενός νέου ανθρώπου δεν είναι να έχει έτοιμες λύσεις για
ενδεχόμενα προβλήματα. Το βασικό ίσως θέμα είναι να μπορεί να σκέπτεται
και να αντιμετωπίζει δημιουργικά τα προβλήματα, τα οποία οπωσδήποτε θα
συναντήσει στην πορεία της ζωής του. Νομίζω λοιπόν ότι πρέπει να
περιμένει κανείς απλώς από την ανάπτυξη του θέματος αυτού και τον
διάλογο, που θα γίνει, μία πρόκληση να σκεφθεί βαθύτερα και πιο υπεύθυνα
σ’ ένα βασικό πρόβλημα της ζωής του. Περισσότερα δεν μπορεί να πει
κανείς λόγω ανεπάρκειας του χρόνου. Ωστόσο θα δοθεί η δυνατότητα για ένα
προβληματισμό που θα αποβεί δημιουργικός και εποικοδομητικός.
Όταν μιλάμε για τις σχέσεις Φροϋδισμού
και Χριστιανισμού, μιλάμε, όπως είπα, για ένα υπαρξιακό πρόβλημα που
προϋποθέτει τον διάλογο, που μπορεί να κάνει κανείς με βάση τη γνώση της
θεωρίας του Φρόϋντ και έπειτα της σχετικής θέσεως του Χριστιανισμού.
Όταν είναι γνωστές οι θέσεις αυτού του προβληματισμού, τότε μπορούμε να
κάνουμε διάλογο και να ερευνήσουμε τις ενδεχόμενες θετικές ή αρνητικές
σχέσεις μεταξύ Φροϋδισμού και Χριστιανισμού. Γι’ αυτό νομίζω ότι πρέπει
να προηγηθεί μία εισήγηση, στην οποία πολύ περιληπτικά πρέπει να δοθούν
οι βασικές γραμμές της θεωρίας του Φρόϋντ, για να μπορέσουμε μετά να
κάνουμε ένα διάλογο που θα στηρίζεται σε μια ορισμένη γνώση της
Φροϋδικής θεωρίας. Διότι είναι αλήθεια ότι η εκλαΐκευση της θεωρίας του
Φρόϋντ έχει συντελέσει σε μια εν μέρει ίσως παρεξήγηση της θεωρίας και
κυρίως σε μια απλούστευσή της σε πολύ γενικές γραμμές, που όμως δεν
δίνουν την δυνατότητα στον μελετητή να καταλάβει ποιές μπορεί να είναι
οι σχέσεις του Φροϋδισμού με τον Χριστιανισμό, θα πρέπει επομένως νομίζω
να προηγηθεί μια έκθεση των βασικών γραμμών του Φροϋδισμού, για να
επακολουθήσει μετά ένας διάλογος μεταξύ Φροϋδισμού και Χριστιανισμού.
Κατ’ αρχήν πρέπει να ξέρουμε ότι ο
Φροϋδισμός ξεκίνησε σαν μια μέθοδος ψυχοθεραπευτική. Όταν ερευνούμε τις
πηγές του Φροϋδισμού, δηλαδή τα αίτια που ώθησαν στη δημιουργία της
θεωρίας του Φρόϋντ, βλέπουμε ότι η όλη υπόθεση ξεκίνησε από την
προσπάθεια ορισμένων ερευνητών να διευκρινίσουν μια οργανική νόσο όπως
έπιστεύετο τότε. Να ερμηνεύσουν κυρίως τα αίτια της υστερίας (ή της
νευρώσεως) η οποία αποτελούσε τότε ένα μεγάλο πρόβλημα, επειδή ήταν μεν
μία νόσος (διότι είχε έκδηλα τα σωματικά συμπτώματα μιας οργανικής
ανωμαλίας), δεν έδινε όμως την δυνατότητα στους ερευνητές να επισημάνουν
τα οργανικά της αίτια.
Περί τα τέλη του 19ουαι., προσπαθούσαν
αρκετοί επιστήμονες να εξακριβώσουν τί είναι η υστερία που παρουσιαζόταν
κυρίως στις γυναίκες και είχε σχέση με ανωμαλίες της υστέρας, εξ ου και
υστερία. Παρετηρείτο δηλαδή ότι περισσότερο στις γυναίκες η συμπεριφορά
άλλαζε εξ αφορμής ορισμένων γεγονότων και έφθανε στο σημείο ανωμάλου
εκδηλώσεως με αφετηρία οργανική, την περιοχή αυτή του σωματικού
οργανισμού. Ένα επιχείρημα πολύ βασικό που επέτρεπε να γίνεται παραδεκτή
η άποψη ότι πρόκειται κατ’ αρχήν για οργανική νόσο, ήταν το γεγονός ότι
το υστερικό σύμπτωμα τερματίζονταν με μία πίεση επί της περιοχής αυτής
του γυναικείου οργανισμού. Αλλά δεν ανακαλύπτονταν οργανικά αίτια. Και
αυτό ήταν το πρόβλημα. Είχαμε ψυχολογικά ανώμαλη συμπεριφορά και
οργανικά συμπτώματα, χωρίς τη δυνατότητα να επισημανθεί η οργανική
αφετηρία της νόσου.
Για το θέμα αυτό αγωνίζονταν πολλοί και
είναι γνωστά τα ονόματα των Σαρκώ και Μπερνχάϊμ στη Γαλλία, οι οποίοι
προσπαθούσαν», μέσω της υπνώσεως, να εξακριβώσουν πως δημιουργείται το
υστερικό σύμπτωμα. Από την άλλη μεριά την ίδια εποχή, όπως φαίνεται, το
1885 ένας νεαρός ψυχίατρος της Βιέννης, ο Σ. Φρόϋτ, προσπαθούσε επίσης
να ανακαλύψει τί είναι η υστερία, η οποία εχαρακτηρίζετο ως νεύρωση ήδη
από το 1776 από ένα Σκώτο καθηγητή, τον Κάρετζ. Ο Φρόϋντ ταξίδεψε στη
Γαλλία και επισκέφθηκε τον Σαρκώ και τον Μπερνχάϊμ, μελέτησε μαζί τους
τη δυνατότητα της χρησιμοποιήσεως της υπνώσεως στην διερεύνηση των
αιτίων της υστερίας και διαπίστωσε, επί τη βάσει αυτών των ερευνών, ότι
είναι δυνατόν να επηρεάζεται δια της υπνώσεως η συμπεριφορά του ασθενούς
και επομένως διαπίστωσε ο Φρόϋντ ότι υπάρχει και μια άλλη ψυχική
περιοχή, που δεν μπορούμε να συλλάβουμε, εκ πρώτης όψεως, και η οποία
όμως πρέπει να είναι η αφετηρία της ψυχικής συμπεριφοράς. Στο σημείο
αυτά τον βοήθησε πάρα πολύ ο Μπρόϋερ, ένας συνάδελφος και συμπατριώτες
του Βιενναίος γιατρός, ο οποίος επίσης στις προσπάθειες που έκανε τις
ερευνητικές, έφτανε σ’ αυτό το συμπέρασμα, ότι είναι δυνατόν να
επηρεάζεται η ψυχική υπόσταση του ανθρώπου διά της υπνώσεως. Απ’ όλη
αυτήν την ιστορία και την πείρα που είχε συγκεντρώσει ο Φρόϋντ προέκυψαν
δύο βασικά συμπεράσματα. Πρώτα απ’ όλα ότι η υστερία είναι ψυχογενής
νόσος και όχι οργανική. Είναι λοιπόν λειτουργική νόσος. Και δεύτερον ότι
η συμπεριφορά του ανθρώπου είναι δυνατό να επηρεάζεται από ένα άλλο
παράγοντα που δεν μας είναι γνωστός και είναι επομένως μη συνειδητός,
δηλαδή μια ασυνείδητη ψυχική περιοχή. Αυτά τα δύο συμπεράσματα ο Φρόϋντ
τα κράτησε για τον εαυτό του και διέκοψε κάθε άλλη εργασία με τους
άλλους συνεργάτες του και με τον Μπρόϋερ, διότι είδε ότι δεν είναι
δυνατό να συνεχίσει μ’ αυτούς και κατάλαβε ότι κάτι καινούργιο πρέπει ο
ίδιος να προωθήσει στην περιοχή αυτή. Μελετώντας λοιπόν συγκεκριμένα
περιστατικά και συμπτώματα νευρώσεων ο Φρόϋντ κατέληξε στο συμπέρασμα
ότι η υστερία ή η νεύρωση, ως ψυχική αρρώστεια, οφείλεται σ’ ένα
παράγοντα που λέγεται ασυνείδητο και κυρίως σε ορισμένους επί μέρους
παράγοντες που έχουν σχέση με τον βασικό αυτό παράγοντα. Και από κει
ξεκίνησε για να κάνει τη θεωρία της θεραπείας της νευρώσεως. Έτσι λοιπόν
σ’ ένα άρθρο που γράφει ο Φρόϋντ το 1828 σ’ ένα περιοδικό, κάνει λόγο
για την ψυχανάλυση και λέει ότι την υστερία μπορούμε να τη θεραπεύσουμε
μέσω της ψυχαναλύσεως.
Τί
είναι η ψυχανάλυση αυτή την εποχή για τον Φρόϋντ; Είναι απλούστατα μία
μεθοδική πορεία διερευνήσεως των αιτίων, που στηρίζεται κυρίως σε αυτό
το γεγονός, ότι η νεύρωση πρέπει να προϋποθέτει ένα ψυχικό τραύμα.
Κάποιο τραύμα πρέπει να έχει απωθηθεί στο ασυνείδητο και από κει να
δημιουργεί όλη την ανωμαλία στην προσωπικότητα του ανθρώπου. Η
ψυχανάλυση από εκείνη τη στιγμή έτυχε ειδικής επεξεργασίας από τον ίδιο
τον Φρόϋντ. Πλουτίσθηκε και έγινε μια θεραπευτική μέθοδος, που την εποχή
εκείνη είχε επιτυχίες.
Η βασική αρχή της ψυχαναλύσεως είναι ότι
αν είναι δυνατόν να συνειδητοποιήσουμε τα αίτια, τα οποία οδήγησαν στην
γένεση της νευρώσεως, απαλλάσσουμε τον ασθενή από τα συμπτώματα της
νόσου του και επομένως από την ίδια τη νόσο. Ήταν η βασική αρχή της
ψυχαναλύσεως, η οποία μπορεί να πει κανείς ότι, σαν θεωρητική αρχή, έχει
μείνει σε κάποια έκταση έγκυρη μέχρι σήμερα.
Ο Φρόϋντ φαίνεται ότι είχε στην αρχή
αρκετές επιτυχίες και φαίνεται εν τω μεταξύ ότι και οι άλλοι ερευνητές
προχώρησαν στις έρευνές τους και όλοι μαζί με πρωτεργάτη αυτόν,
προώθησαν στην επιφάνεια της επιστημονικής ερεύνης τη σημασία για τήν
αξία του ασυνειδήτου. Βέβαια το ασυνείδητο, ως ψυχικός παράγων, ήταν
λίγο-πολύ γνωστός, μπορούμε να πούμε, από την εποχή του Πλωτίνου και
έτυχε και μιας θεωρητικής επεξεργασίας κυρίως από Γερμανούς φιλοσόφους.
Δεν ήταν επομένως εντελώς άγνωστη η έννοια του ασυνειδήτου. Ήταν γνωστή,
αλλά είχε μείνει στην περιοχή της θεωρίας και ήταν απλώς ένα στοιχείο
του φιλοσοφικού στοχασμού, που συντελούσε στην κατανόηση της ανθρωπινής
προσωπικότητος. Αλλά ο Φρόϋντ πρώτος κατέστησε το ασυνείδητο ψυχολογική
έννοια. Το επεσήμανε σαν ψυχικό παράγοντα και έτσι έδωσε ώθηση στις
έρευνες που αφορούσαν πλέον την «σκοτεινή» πλευρά, θα λέγαμε, αφού μέχρι
την εποχή αυτή ερευνούσαν την «φωτεινή» μόνο πλευρά της ανθρωπινής
προσωπικότητος. Έτσι ο Φρόϋντ φαίνεται ότι προχώρησε πολύ περισσότερο
από τους άλλους στο σημείο αυτό. Υπογράμμισε την σημασία του ασυνειδήτου
και από κει και πέρα προσπάθησε να απολυτοποιήσει την αξία των ερευνών
του και να προχώρηση στην συγκρότηση μιας θεωρίας που πλέον δεν θα ήταν
απλώς ψυχοθεραπευτική μέθοδος, αλλά ερμηνεία της λειτουργικής της ζωής
της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Γοητευμένος από τις επιτυχίες του νόμισε
ότι μπορούσε να προσδιορίσει το γενικό διάγραμμα της ανθρώπινης
προσωπικότητας. Δηλαδή πως λειτουργεί η προσωπικότητα αυτή; Ποιά είναι η
φύση της; Έτσι ο Φρόϋντ στην αρχή των προσπαθειών του μας δίνει ένα
διάγραμμα που λέει ότι η ανθρωπινή προσωπικότητα αποτελείται – αν είναι
δυνατόν να μιλά έτσι κανείς – από δύο βασικούς παράγοντες. Από το «es»
(αυτό) που είναι το ασυνείδητο και από το «εγώ». Αυτοί οι δύο ψυχικοί
παράγοντες συγκροτούν την ανθρώπινη προσωπικότητα, η οποία από πλευράς
δυναμικής ενεργείας, ας πούμε ψυχικής, κυριαρχείται από μια βασική ορμή.
Από την ορμή προς ηδονή. Ο Φρόϋντ δεν παρεδέχετο καμμία άλλη ψυχική
λειτουργία, καμμία άλλη ψυχική ορμή, αλλά έλεγε ότι η πείρα του έδειχνε,
πως η ανάλυση της νευρώσεως βεβαίωνε ότι μία είναι η κινητήριος και
βασική δύναμη της προσωπικότητας: η ορμή προς ηδονή. Ότι το ασυνείδητο,
το «es», είναι η περιοχή από την οποία αναδύονται δυναμικές κινήσεις και
ενέργειες που κινούνται προς το εγώ, που το βασικό του περιεχόμενο έχει
χαρακτήρα ηδονιστικό. Σ’ όλες του τις διαλέξεις ο Φρόϋντ υπογράμμιζε
ότι ο άνθρωπος επιδιώκει την ηδονή και αποφεύγει την μη ηδονή.
Προχωρώντας όμως στη συγκρότηση της
θεωρίας του και συνδυάζοντάς την με την πραγματικότητα, διαπίστωσε
γρήγορα ότι, όπως φαίνεται από τα πράγματα, ο άνθρωπος δεν μπορεί να
περνάει την ζωή του ικανοποιώντας μόνο την ορμή της ηδονής. Από την άλλη
μεριά παρατηρούσε ότι η νεύρωση, ως δυσαρμονία ψυχική, έδειχνε πολύ
καθαρά ότι μέσα στην ίδια την προσωπικότητα του ανθρώπου υπάρχει ένας
άλλος παράγων, που αντιστέκεται στην ικανοποίηση της ηδονής. Ο ίδιος ο
οργανισμός του ανθρώπου αυτοδύναμα, έβλεπε ο Φρόϋντ, ότι αρνείται την
ικανοποίηση της ηδονής. Επομένως έπρεπε να επινοήσει έναν άλλο
παράγοντα, ο οποίος θα συμπλήρωνε το αρχικό του σχήμα και έτσι θα έδινε
μία πληρέστερη εικόνα της λειτουργίας της ανθρώπινης προσωπικότητος.
Δέχθηκε λοιπόν, ότι εκτός από το εγώ, το
οποίο είναι ο διαχειριστής – ας πούμε έτσι – της ορμής της ηδονής,
υπάρχει και το υπερεγώ. Το υπερεγώ είναι, κατά τον Φρόϋντ, πάντοτε
απόκτημα της πείρας του ανθρώπου. Δηλαδή ο άνθρωπος, ξεκινώντας από
πρωτόγονα στάδια ζωής είχε από νωρίς αυτήν την εμπειρία ότι δεν μπορεί
να απολαμβάνει ανεμπόδιστα την ηδονή. Η ζωή δεν είναι μόνο ηδονή, έχει
κι άλλες καταστάσεις και ο άνθρωπος συναντά προβλήματα που δεν του
επιτρέπουν να απολαμβάνει την ηδονή. Επομένως υπάρχει μέσα του ένας
παράγων, ο οποίος του υπαγορεύει πότε πρέπει να ικανοποιεί την ορμή προς
ηδονή και πότε όχι. Άρα το υπερεγώ δεν είναι θεμελιακός παράγων της
ανθρώπινης προσωπικότητος, έμφυτο δομικό στοιχείο, αλλά απόκτημα της
πείρας. Βέβαια αργότερα ο Φρόϋντ παραδέχτηκε ότι αυτό το υπερεγώ είναι ο
λογοκριτής. Αυτό που εμείς αποκαλούμε συνείδηση. Δηλαδή μια ψυχική
δύναμη που άλλοτε επιτρέπει την ικανοποίηση της ορμής κι άλλοτε όχι.
Πότε όμως επιτρέπει και πότε απαγορεύει;
Ο Φρόϋντ διαπίστωσε ότι έκτος από την
αρχή της ηδονής, που είναι ο βασικότερος ρυθμιστής της ζωής του
ανθρώπου, υπάρχει και η αρχή της πραγματικότητος. Δηλαδή, ναι μεν η ροπή
της ηδονής αξιώνει αφ’ εαυτής την ικανοποίησή της, αλλά υπάρχει
συγχρόνως και μια εξωτερική κατάσταση, η κοινωνία, τα ήθη και τα έθιμα, ο
τρόπος ζωής του ανθρώπου, που δεν επιτρέπουν ακώλυτα την ικανοποίηση
της ορμής. Άρα ο άνθρωπος παλεύει μεταξύ των δύο αυτών άρχων. Αφ’ ενός
μεν της εσωτερικής πιέσεως να ικανοποιεί την τάση και την ορμή προς
ηδονή, αφ’ έτερου της εξωτερικής πραγματικότητος, η οποία πάντοτε δεν
καθιστά δυνατή αλλά και δεν επιτρέπει την ικανοποίηση της ορμής. Έτσι
λοιπόν ολοκληρώνει ο Φρόϋντ το σχήμα του και ομιλεί περί υπερεγώ και μας
λέει ότι αυτή είναι η ανθρώπινη προσωπικότητα βασικά: το ασυνείδητο, το
εγώ και το υπερεγώ, με ουσιαστικό στοιχείο λειτουργικό την ορμή προς
ηδονή.
Αλλά προχωρώντας στην ολοκλήρωση της
θεωρίας του ο Φρόϋντ, μας είπε ότι αυτή η θεωρία, η οποία δίνει ένα απλό
και βασικό σχήμα, πρέπει να ολοκληρωθεί με τις λεπτομέρειες. Και ποιές
είναι οι λεπτομέρειες; Εκείνες που αναφέρονται στην περίπτωση της μη
ικανοποιήσεως της ηδονής. Συγκεκριμένα, πως φθάνει στο σημείο η
ανθρωπινή προσωπικότητα να μην επιτρέπει την ικανοποίηση της ηδονής. Ο
Φρόϋντ λέει ότι υπάρχουν πάρα πολλές καταστάσεις στη ζωή του ανθρώπου
που ανακόπτουν τον δρόμο της ορμής και επομένως δίνουν την αφορμή για
την δημιουργία ψυχολογικών προβλημάτων και άρα και για τη γένεση τής
νευρώσεως. Επομένως για τον Φρόϋντ η νεύρωση είναι μια σύγκρουση του εγώ
με την αφροδίσια ηδονή. Ή καλύτερα η σύγκρουση του ασυνειδήτου, που
είναι η γενετήσια ορμή, με το υπερε¬γώ που είναι ο λογοκριτής, που
επιτρέπει, ή απαγορεύει την ικανοποίηση της ηδονής. Με αυτή την
συγκρότη¬ση της θεωρίας έδωσε πλέον ο Φρόϋντ όχι μια μέθοδο θεραπευτική,
αλλά μια κλινική ερμηνεία της νευρώσεως. Είπε δηλαδή τι είναι ή
νεύρωση.
Φυσικά
την εποχή αυτή παρουσιάζονται κι άλλοι που προσπαθούν να ερμηνεύσουν το
φαινόμενο της νευρώσεως. Έτσι δίπλα του αρχίζει να εμφανίζεται ένα
πλήθος δυναμικών, όπως φαίνεται εκ των υστέρων, ερευνητών, όπως ο
Γιούγκ, ο Άντλερ και άλλοι, γνωστοί και άγνωστοι, οι οποίοι προσπαθούν
να δώσουν μια απάντηση, επειδή πάντοτε η θεωρία της νευρώσεως
εξακολουθούσε να είναι, όπως και σήμερα εξακολουθεί να είναι, ένα οξύ
ανθρώπινο πρόβλημα. Αλλά ο Φρόϋντ δεν περιορίστηκε στη κλινική ερμηνεία
της νευρώσεως. Ενθουσιασμένος από την επιτυχία του, γιατί, όπως
φαίνεται, βρήκε αμέσως θερμούς οπαδούς της θεωρίας του, προχώρησε σε μια
αναγωγή της θεραπευτικής του μεθόδου σε κοσμοθεωρία. Είπε δηλαδή ότι ο
άνθρωπος δεν είναι παρά αυτή η τάση προς ηδονή, η οποία, όταν
ικανοποιείται, εξασφαλίζει την ψυχική αρμονία.
Ένα πρακτικό ίσως συμπέρασμα πολύ καλό,
που βγήκε από τη θεωρία του Φρόϋντ – διότι υπάρχουν και μερικά θετικά
σημεία – είναι ότι έδειξε πως δεν πρέπει κανείς να φοβάται τον εσωτερικό
του κόσμο και ότι πρέπει με πολύ θάρρος να βλέπει και τα αρνητικά
στοιχεία που κρύβει μέσα του. Νομίζω λοιπόν πώς ο διάλογος είναι ένα
στοιχείο που μας διευκολύνει να αντιμετωπίσουμε τον εαυτό μας καλύτερα
και να ξεφύγουμε βασικά από το πρόβλημα που μπορούμε να ζούμε χωρίς να
το καταλαβαίνουμε. Διότι και στις περιπτώσεις που νομίζουμε ότι έχουμε
λύσει το πρόβλημα, όπως το παρουσιάζει ο Φρόϋντ, ενδέχεται να το ζούμε
κατά τον χειρότερο τρόπο. Και νομίζω ότι είναι πολύ «πατερικό» απ’ ό,τι
ξέρω το να αντιμετωπίζει κανείς ανοιχτά αυτά τα θέματα. Πριν πει αυτά τα
πράγματα ο Φρόϋντ, τα έχουν πει οι Πατέρες.
Είναι ευκαιρία να υπενθυμίσουμε ότι σε
πατερικά κείμενα βρίσκουμε τόσο πολύ ανοιχτή συζήτηση σε τέτοια θέματα,
που εκπληττόμεθα για την ευρύτητα του πατερικού πνεύματος. Μάλιστα όταν
διαβάζει κανείς πατερικές συμβουλές για τέτοια ζωτικά θέματα,
εκπλήσσεται για την ωμότητα με την οποία οι Πατέρες μιλούν για τα θέματα
αυτά. Αλλά η ωμότητα αυτή δεν οφείλεται στην διάθεση μιας κάποιας
φλυαρίας γύρω από τα θέματα αυτά, αλλά απορρέει από την απόλυτη αγνότητα
της πατερικής ψυχής, που δεν ξέρει να κρύβει τίποτα, που τα βλέπει όλα
κάτω από το φως της Χάριτος. Και είναι γεγονός ότι αυτό το σκοτάδι κάτω
από το φως της Χάριτος γίνεται φως. Λοιπόν είναι πολύ καλύτερα να τα
κουβεντιάζει κανείς, να εξαγορεύει τις απορίες και τα προβλήματά του,
διότι έτσι ακριβώς απαλλάσσει τον εαυτό του από τον κίνδυνο των
απωθήσεων, κι αυτό είναι ένα άλλο θετικό στοιχείο που υπογράμμισε ο
Φρόϋντ, όχι για πρώτη φορά, διότι σε πάρα πολλά πατερικά κείμενα, οι
ίδιες οι διδασκαλίες του Φρόϋντ περί απωθήσεως υπάρχουν σχεδόν ατόφιες.
Αρκεί να διαβάσουμε τον Όσιο Κασσιανό της Φιλοκαλίας, για να δούμε την
έννοια του συμπλέγματος. Οπωσδήποτε είναι ένα θετικό στοιχείο της
θεωρίας του Φρόϋντ αυτό, ότι δηλαδή πρέπει κανείς γενικά να αποφεύγει
τις απωθήσεις. Αυτό σημαίνει ότι γενικεύουμε αυτή τη στιγμή το θέμα των
απωθήσεων και δεν περιοριζόμαστε μόνο στο θέμα της ηδονής. Πολλές φορές
απωθούμε τα προβλήματά μας, δεν τα βλέπουμε μπροστά μας, σαν σε βιβλίο
κι αυτό είναι το χειρότερο που μπορούμε να κάνουμε. Νομίζω λοιπόν ότι
ό,τι έχουμε να πούμε πρέπει να το πούμε, αν θέλουμε να αποβούν
δημιουργικές αυτές οι συναντήσεις. Φυσικά, όταν ακούει απλώς κανείς
κάτι, κερδίζει κάτι, αλλά οπωσδήποτε όχι ό,τι θα κερδίσει αν μπει μέσα
στο διάλογο.
Ερώτηση: Κατά την
θεωρία του Φρόϋντ, όλα τα δημιουργήματα του ανθρώπου ακόμη και η
καλλιτεχνική δημιουργία σχετίζονται με την ορμή προς ηδονή. Πώς
αντιλαμβάνεται ειδικότερα ο Φρόϋντ τα προϊόντα γενικώς του πολιτισμού σε
σχέση με την γενετήσια ηδονή;
Απάντηση: Ως μία φυσική
αξιοποίηση των απωθημένων περιεχομένων της ηδονής. Σ’ αυτό το σημείο ο
Spanger στη «ψυχολογία του εφήβου» που έχει κυκλοφορήσει στα Ελληνικά
(μετάφραση Λούβαρη) λέει ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε επί τη βάσει
ποίας αλχημείας η γενετήσια ορμή άλλοτε είναι δυνατόν να απωθείται και
να μην δημιουργεί πρόβλημα, κι άλλοτε να απωθείται και να δημιουργεί
πρόβλημα. Ποιά είναι η εσωτερική αλχημεία που επιτρέπει την μεταποίηση
της ηδονής τη μια φορά σε καλλιτεχνική φαντασία και την άλλη σε ψυχική
ανωμαλία; Είναι μια σοβαρή ένσταση εναντίον της θεωρίας του Φρόϋντ που
αφήνει σκοτεινό αυτό το σημείο, διότι πρέπει να υπάρχουν άλλοι
παράγοντες που ίσως ο Φρόϋντ δεν θα μπορούσε να καθορίσει, οι οποίοι
κατά την άποψή του πρέπει να συντελούν στη μια ή στην άλλη λύση του
προβλήματος αυτού.
Ερώτηση: Όταν λέει ότι
οι ιδιοφυΐες γίνονται από την εξιδανίκευση της ηδονής, τότε είναι σαν να
λέει ότι μόνο ο τρόπος αυτός υπάρχει για πρόοδο και παραγνωρίζει
επομένως την κληρονομικότητα, την μόρφωση, το περιβάλλον κλπ.
Άπάντηση: Ως προς τα
περιβάλλον παραδέχεται, όπως ελέχθη, την αρχή της πραγματικότητος, ότι
δηλαδή το περιβάλλον ασκεί μια κάποια επίδραση. Αλλά ως προς την
κληρονομικότητα βασικά διδάσκει αυτή την δομή η οποία δεν επιτρέπει την
μεταβίβαση της μεγαλοφυΐας από τον έναν άνθρωπο στον άλλο. Ο Φρόϋντ
διδάσκει ότι η εξιδανίκευση της ορμής είναι εκείνη που έχει τελικά τον
λόγο στις καλλιτεχνικές και στις άλλες ιδιοφυΐες. Είναι η απόλυτη
σημασία που δίνει στην λειτουργία της ηδονής. Βέβαια ο ίδιος δεν μπορεί
να δώσει το μέτρο της δυνατότητος του ελέγχου αυτής της μεταποιήσεως,
του εξευγενισμού, να μας πει δηλαδή πως μπορεί να εξευγενίζει κανείς
αυτήν την ηδονή καθ’ ον χρόνον την απωθεί. Αυτό είναι δηλαδή το μυστικό
της αλχημείας του Spranger, που δεν ξεκαθαρίζει. Είναι μια βασική
αδυναμία της θεωρίας του Φρόϋντ.
Ερώτηση: Ποιά είναι η θέση του Φρόϋντ απέναντι στον ασκητισμό;
Απάντηση: Δεν έχω υπ’
όψη μου τμήμα της θεωρίας του που να αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτό τον
τομέα. Αλλά ο Φρόϋντ δεν βλέπει καλά την καταπίεση, την απώθηση. Γενικώς
την άσκηση και τον περιορισμό τον βλέπει σαν μια αδυναμία της
προσωπικότητας, που αυξάνει τις απωθήσεις και επομένως ισχυροποιεί τις
συγκρούσεις και μοιραίως την βασική σύγκρουση του εγώ και του υπερεγώ.
Κατά τον Φρόϋντ ο άνθρωπος πρέπει να αφήνει τον εαυτό του να εκδηλώνεται
ελεύθερα. Πρέπει λοιπόν κατά τεκμήριο η θεωρία του να συγκρούεται με
τις ασκητικές τάσεις.
Ερώτηση: Προσπάθησε ο
Φρόϋντ να εξηγήσει από πού προέρχεται και πώς εξελίχθηκε η ψυχή του
ανθρώπου (το εγώ, το υπερεγώ), εννοώ κάτι παράλληλο προς τον Δαρβινισμό;
Απάντηση: Όχι, δεν
νομίζω. Δεν φαίνεται από την θεωρία του. Μπαίνει κατ’ ευθείαν στο θέμα
και πρέπει να τον θεωρήσει κανείς θιασώτη αυτής της θεωρίας της
εξελίξεως, που θεωρεί την ψυχή του ανθρώπου ως επιφαινόμενο του
βιολογικού του οργανισμού. Μάλιστα της ίδιας απόψεως είναι και ο Γιούνγκ
ο οποίος, όπως και ο Φρόϋντ, θεωρεί την ψυχή όχι ως υπόσταση αλλ’ ως
ενέργεια. Ο Γιούνγκ είναι το ίδιο υλιστής όπως ο Φρόϋντ, με τη διαφορά
ότι ο Γιούνγκ έδωσε περισσότερη σημασία στο ηθικό πρόβλημα, έστω μόνο
από ψυχολογικής πλευράς. Πάντως όμως έδωσε μια ώθηση στη θεωρία του
Φρόϋντ, την συμπλήρωσε, υπογράμμισε δηλαδή τη σημασία του ηθικού
παράγοντα. Αλλά ο Γιούνγκ (όπως και ο Φρόϋντ) παραδέχεται ότι δεν
υπάρχει ψυχικός παράγων, με την έννοια με την οποία παραδεχόμαστε εμείς
την ψυχή, σαν ένα τμήμα της προσωπικότητας του ανθρώπου. Εμείς λέμε: ο
άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή. Αλλά όταν ο Φρόϋντ και ο Γιούνγκ
λένε ψυχή εννοούν, όπως είπαμε, ψυχική ενέργεια. Ενέργεια που είναι
επιφαινόμενο του βιολογικού οργανισμού. Επομένως ο Φρόϋντ δεν πιστεύει
ότι υπάρχει ψυχή, όπως εμείς.
Ερώτηση: Υπάρχει κάποιο σημείο επαφής ή συγκερασμού μεταξύ φροϋδισμού και Μαρξισμού;
Απάντηση: Οπωσδήποτε
πρέπει να υπάρχει. Ιδίως π.χ. στο θέμα της ιστορικής εξελίξεως, διότι
και ο Φρόϋντ στηρίζεται σε μια ιστορική εξέλιξη. Η θεωρία του είναι ένα
κατασκεύασμα που στηρίζεται στην εξέλιξη. Οπωσδήποτε αργότερα συνδέθηκε η
θεωρία του Φρόϋντ με μαρξιστικές τάσεις και έγινε συνδυασμός. Αλλά
ειδικότερη σχέση με τον Μαρξισμό νομίζω πέραν αυτής δεν πρέπει να
υπάρχει.
Ερώτηση: Βάσει ποίου επιχειρήματος και πότε πρέπει να περιορίζεται η τάση προς ηδονή;
Απάντηση: Είπα ότι ο
Φρόϋντ ξεκίνησε υπογραμμίζοντας την αρχή της ηδονής. Ότι η προσωπικότητα
του ανθρώπου δεν είναι παρά η λειτουργία της ηδονής. Αργότερα όταν είδε
ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα στην πράξη, ότι υπάρχουν δηλ. και
άνθρωποι που δεν είναι νευρωτικοί, και όμως δεν ικανοποιούν το ένστικτό
τους, επινόησε την «αρχή της πραγματικότητος», η οποία δίνει μια κάποια
λύση στο πρόβλημα αυτό, γιατί δεν υποστηρίζει την αχαλίνωτη ικανοποίηση.
Διότι κατά την γνώμη του η αχαλίνωτη ικανοποίηση είναι πάλι ένα
πρόβλημα της προσωπικότητας, δηλαδή μπορεί κάποιος να φτάσει στην
νεύρωση διά της οδού της αχαλίνωτης ικανοποιήσεως. Για τον Φρόϋντ η
αχαλίνωτη ικανοποίηση δεν είναι λύση, δεν είναι δηλαδή θεραπεία. Ο ίδιος
δεν θα συνιστούσε ποτέ την αχαλίνωτη ικανοποίηση ως θεραπεία του
νευρωτικού φαινομένου. Γι’ αυτόν η θεραπεία είναι η συνειδητοποίηση
αυτής της πραγματικότητας. Όπως και σήμερα, ο ουσιαστικός σκοπός της
ψυχαναλύσεως είναι η συνειδητοποίηση. Εάν κανείς δείξει στον νευρωτικό –
σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες περί νευρώσεως που στηρίζονται στην
Φροϋδική θεωρία – την αρχική του σύγκρουση, αυτό που απωθεί, τον
θεραπεύει. Αυτή είναι η βασική ιδέα του Φρόϋντ, ότι θεραπεία ίσον
συνειδητοποίηση. Όταν το δει αυτό κανείς, λυτρώνεται. Άλλο τώρα τι
δείχνει η μετέπειτα επιστημονική πράξη. Αλλ’ αυτή είναι η άποψή του.
Επομένως δεν μπορούσε ο ίδιος να υποστηρίξει ότι η αχαλίνωτη ικανοποίηση
είναι η θεραπεία και η λύση και ότι εξασφαλίζει την ισορροπία.
Καταλαβαίνει ότι υπάρχει η πραγματικότητα, καθιερώνει τον όρο «υπερεγώ»,
παραδέχεται ότι αυτός ο όρος θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον όρο
συνείδηση και επομένως εντάσσει τον άνθρωπο σ’ ένα ορισμένο καλούπι, που
του λέει ότι η αχαλίνωτη ικανοποίηση δεν μπορεί να είναι η λύση του
προβλήματος της θεραπείας της νευρώσεως.
Ερώτηση: Υπάρχει κάποια
θέση του Φροϋδισμού πάνω στη σεξουαλική αγωγή του παιδιού, του εφήβου
κλπ.; Αν έχει ερμηνεύσει ή αν έχει δώσει μια θέση, πώς θα πρέπει ή τί
θάναι το σωστό να γίνει για να λείψουν οι νευρώσεις ή τα άλλα σχετικά
φαινόμενα;
Απάντηση: Ο Φρόϋντ είπε
συγκεκριμένα ότι το παιδί μόλις γεννηθεί, αρχίζει την προσπάθειά του να
ικανοποιήσει την ηδονή. Το θήλασμα είναι η πρώτη φάση της ερωτικής
ζωής. Προχωρεί σε μια άλλη φάση το παιδί. Διά της κενώσεως των
περιττωμάτων βιώνει την δεύτερη φάση ικανοποιήσεως της σεξουαλικής
ηδονής. Προχωρεί στην γενετήσιο φάση, στην οποία ανακαλύπτει τα
γεννητικά όργανα του. Αυτή είναι η πορεία. Ο Φρόϋντ δεν ενδιαφέρεται για
το πως θα κάνουμε το παιδί να μην ασχολείται μ’ αυτά τα πράγματα ή να
ασχολείται. Λέει ποιά είναι η ζωική εξέλιξη του πράγματος, πως
εξελίσσεται. Δίνει την βασική θεωρία κι από κει και πέρα οι παιδαγωγοί
που έχουν στηριχθεί στην θεωρία του Φρόϋντ θα βγάλουν τα ανάλογα
συμπεράσματα. Αν είναι Φροϋδικοί θα πούνε: «Αφήστε το παιδί να πιπιλάει
το δάκτυλο του, να θηλάζει διότι ικανοποιείται. Αν του στερήσετε αυτή
την ικανοποίηση θα την αναπληρώσει με κάτι άλλο, που θα είναι κάτι
ανώμαλο, που θα του δημιουργήσει ελάττωμα. Ο Φρόϋντ δεν μίλησε γι’ αυτά
με τόση λεπτομέρεια. Μίλησε για το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, για τον δεσμό
μητέρας και γιού ή για το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας, της κόρης και του
πατέρα. Δεν είπε να μη γίνεται αυτό, ή πως μπορεί να γίνεται καλύτερα.
Είπε απλώς πως κατά την γνώμη του γίνεται. Τώρα, οι άλλοι ψυχολόγοι, που
είναι διαποτισμένοι από το Φροϋδικό πνεύμα, βγάζουν τα συμπεράσματά
τους, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις και τα προβλήματα. Δεν ήταν
παιδαγωγός ο Φρόϋντ. Απλώς σκιαγράφησε την θεωρία του.
(«Προβληματισμοί» 3. εκδ. Χ.Φ.Ε., σ. 37-56)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου