Breath in... Breath out...
Αυτό το
ένστικτο... να λειτουργεί πάντα εκεί που δεν το περιμένεις. Και να μη
λειτουργεί όταν πραγματικά το θέλεις και το χρειάζεσαι.. Παρασκευή
απόγευμα, μετά από τόσο καιρό και με αφορμή τη συναυλία, φεύγοντας από
το σπίτι, ένιωσα ότι θα δω αυτό που τόσο περίμενα. Ήμουν σίγουρη σχεδόν.
Και επιβεβαιώθηκα. Μεγάλη λεωφόρος, μια μικρή εκκλησία κι ένα μπαλκόνι
που για πρώτη φορά το έβλεπα γεμάτο. Λίγοι ή πολλοί δεν έχει σημασία,
εκεί βρισκόταν αυτό που ήθελα.
Και
τί να καταλάβει ο ταξιτζής αν του έλεγα ότι ήθελα να βγω από το
παράθυρο να φωνάξω, να πω όλα όσα μια στιγμή σαν εκείνη δε μπορεί να
χωρέσει. Παρέμεινα σιωπηλή, να κοιτάζω το ίδιο σημείο καθώς
απομακρυνόμουν. Πώς ένιωσα; Λίγες γραμμές και πολλές λέξεις δεν μπορούν
να περιγράψουν όλα εκείνα τα μικρά ή μεγάλα που κάνουν το σώμα να τρέμει
και τη ψυχή να φτερουγίζει από χαρά και νοσταλγία.
Και
τα ξημερώματα η χαρά ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν τα μάτια συναντήθηκαν.
Ακροβασίες ανάμεσα στα θέλω και στα μπορώ, στο δυνατό και στο αδύνατο,
στο τώρα στο χθες και στο αύριο. Υποσχέσεις δόθηκαν, αλλά πόσο μπορούν
να τηρηθούν όταν το αύριο δε ξέρει κανείς από εμάς που θα μας βρει; Μια
απόφαση που θα καθορίσει τις στιγμές με βάση όσα έγιναν κάποτε. Όλα
πρέπει να είναι ένας φαύλος κύκλος χωρίς αρχή και τέλος; Ή μήπως τελικά
την αρχή και τη συνέχεια μπορούμε να την οριοθετήσουμε, απλά το
αποτέλεσμα συμβαίνει εξαιτίας αυτών των πράξεών μας;
Τα
μάτια λένε πάντα την αλήθεια αν μπορείς να τα διαβάζεις. Κι εσύ
μπορούσες πάντα να τα διαβάζεις. Χωρίς να μιλήσω, χωρίς καν να με έχεις
απέναντί σου, χωρίς να εκφράσω την παραμικρή συλλαβή, πώς καταφέρνεις να
διαβάζεις τη σκέψη μου; Πώς μπορείς να ξέρεις τα θέλω μου, όταν δε σου
τα έχω εκφράσει ποτέ όπως θα ήθελα. Όχι γιατί δεν ήθελα, αλλά γιατί δεν
μπορούσα. Γιατί πάντα μοιάζαμε με κούκλες σε θέατρο παραλόγου που με
νωχελικές κινήσεις κινούμασταν σε δρόμους παράλληλους με πορείες οι
οποίες σπάνια μπορούσαν να συναντηθούν. Μα όταν αυτό γίνονταν, ήταν σαν
ολόκληρος ο κόσμος να έχει ρίξει λίγη από την ασημόσκονη πάνω μας. Τα
θέλω κοινά, μα οι πορείες πάντα χωριστές. Γιατί να μην μπορούν να
ενωθούν όπως τότε;
-
Να μπορούσα λίγο να απλώσω το χέρι μου να σε αγγίξω, για μια μονάχα
στιγμή και μετά να γίνω αόρατη μέσα στο χώρο και στο χρόνο. Να παγώσω
τις στιγμές και μαζί να κινούμαστε ανάμεσα τους χωρίς να υπολογίζουμε
κάτι, μονάχα πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε τα πάντα περισσότερο φωτεινά,
από την αρχή, συλλαβίζοντας το ρήμα σ'αγαπάω ασυναίρετο, όπως του
αξίζει. Μια ζωή όπως την έχουμε ονειρευτεί, προσπερνώντας κάθε εμπόδιο
- Μακάρι να μπορούσα να σου δείξω τα μισά από όσα νιώθω
- Μ'αγαπάς;
- Πολύ ματάκια μου κι ας μην το δείχνω
- Δε μου το έχεις ξαναπεί έτσι
- Δεν ήταν ποτέ τα πράγματα έτσι. Δε θέλω να κλαις...
Και η ζωή συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου