Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Ταινίες που αγαπήσαμε: Δόκτωρ Ζιβάγκο (Doctor Zhivago)


Published On: Κυ, Δεκ 18th, 2011

Ταινίες που αγαπήσαμε: Δόκτωρ Ζιβάγκο (Doctor Zhivago)

Δόκτωρ Ζιβάγκο
Ο Δόκτωρ Ζιβάγκο, ένας χειρούργος με πάθος για την ποίηση, παντρεύεται την κόρη μιας αριστοκρατικής οικογένειας αλλά ερωτεύεται την Λάρα, μια κοπέλα των κατώτερων τάξεων. Ο Ζιβάγκο βρίσκεται έτσι εγκλωβισμένος ανάμεσα στη θέλησή του να μείνει πιστός στη γυναίκα του, η οποία είναι απόλυτα αφοσιωμένη σ” αυτόν και το πάθος του για τη Λάρα, η οποία ξυπνάει την ποίηση μέσα του και γίνεται η μούσα του.


Οι πολιτικές αναταραχές της χώρας του όμως, φέρνουν στο προσκήνιο κι άλλα διλήμματα…
(Πηγή: mdogmovies.blogspot.com).
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
Προσωπική άποψη: Έχουμε διαβάσει το βιβλίο, έχουμε δει την ταινία περισσότερες από μια φορές! Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις, που η ταινία -στη μνήμη μας τουλάχιστον- υπερτερεί του βιβλίου. Κλείνουμε τα μάτια, όπως κάνουμε κάθε φορά που γυρίζουμε στο παρελθόν, και τη σκέψη μας γεμίζουν τα υπέροχα μάτια της «Λάρα».

Μπορούν αυτά και μόνο, να γεμίσουν ολόκληρη την οθόνη! Ύστερα η μουσική, τρυφερή λυρική, μας συντροφεύει από την πρώτη φορά την ακούσαμε. Από τις καλύτερες μουσικές που έχουν γραφτεί για τον κινηματογράφο! Και τέλος εκείνες οι υπέροχες εικόνες τόσο στη φύση όσο και στα πρόσωπα των ηρώων, όταν φεύγει ο Χειμώνας και έρχεται η Άνοιξη! Από τις σκηνές που σου κόβουν την ανάσα! Σκηνές που έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη μας!

Αυτά όσον αφορά την μεταφορά του βιβλίου στην μεγάλη οθόνη. Θα ήταν όμως άδικο να μην σταθούμε -εκ των υστέρων- λίγο στον ήρωα του Πάστερνακ τον Δόκτορα Ζιβάγκο: Αρνείται πεισματικά, «όταν έφτασε η μέρα», να πει «το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι». Βλέπει τα γεγονότα αποστασιοποιημένος. Ακόμη κι όταν το σκάει από το νοσοκομείο, μετά την απαγωγή του, δεν πάει στην άλλη μεριά. Η αδράνεια… είναι η κινητήριος δύναμή του, που τον οδηγεί στην αποδοχή της ματαιότητας των πραγμάτων. Θανάσιμο ίσως αμάρτημα…
ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Πρεμιέρα 1965
Πρωτότυπος τίτλος Doctor Zhivago
Πρεμιέρα -Διάρκεια ταινίας 1965 – 193′
Σενάριο Robert Bolt (Boris Pasternak)
Σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λι
Πρωταγωνιστούν Ομάρ Σαρίφ, Τζούλι Κρίστι, Τζέραλντιν Τσάπλιν, Άλεκ Γκίνες, Ρ. Στάιγκε
Μουσική: Maurice Jarre

Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Διλήμματα και Δύσκολες Αποφάσεις: Παγίδες που Εμποδίζουν Μια Απόφαση


Διλήμματα και Δύσκολες Αποφάσεις: Παγίδες που Εμποδίζουν Μια Απόφαση


woman-thinking Η ζωή είναι γεμάτη διλήμματα και σημαντικές αποφάσεις. Πολλές φορές , οι αποφάσεις αυτές ίσως μας δυσκολεύουν με αποτέλεσμα να τις αναβάλλουμε και να παραμένουμε αναποφάσιστοι. Ανάλογα με  το πόσο σημαντική είναι μια απόφαση, μπορεί να βιώνουμε άγχος και ανησυχία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας  λήψης αποφάσεων. Ας μην ξεχνάμε, ότι η ελεύθερη βούληση συνεπάγεται όχι μόνο την ελευθερία να καθορίζουμε το πεπρωμένο μας αλλά και την υπευθυνότητα των επιλογών μας καθώς και την πιθανότητα να μετανιώσουμε την επιλογή αυτή στο μέλλον. Το κάθε ναι  που λέμε, συνεπάγεται  κι ένα όχι , για κάθε επιλογή μας , συνήθως υπάρχει μια αντίστοιχη χαμένη ευκαιρία. Πώς μπορούμε λοιπόν να κάνουμε τη διαδικασία αυτή της επιλογής πιο ανώδυνη και να βεβαιωθούμε ότι η απόφαση που θα πάρουμε είναι η σωστή;

Το πρώτο πράγμα το οποίο πρέπει να κατανοήσουμε είναι το πώς ο νούς μας μπορεί να πέσει σε παγίδες που διαστρεβλώνουν την κρίση μας και κατά συνέπεια την ορθότητα μιας απόφασης. Ασυναίσθητα, μπορεί να χρησιμοποιούμε στρατηγικές που κατά κάποιον τρόπο μετριάζουν τη δυσκολία ή το άγχος που συνεπάγεται η λήψη μιας απόφασης αλλά που ταυτόχρονα αποτρέπουν από τα να αποφασίσουμε σωστά.  Όσο περισσότερη επίγνωση αποκτάμε για αυτά τα πιθανά λάθη ή τις παγίδες που εμπλέκονται στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, τόσο πιθανότερο είναι να πάρουμε μια απόφαση που δε θα μετανιώσουμε αργότερα. Ενδεικτικά, μερικές από τις παγίδες  που κατά καιρούς μπορεί να επηρεάσουν τις αποφάσεις μας είναι
1)      Η μετάθεση ευθύνης:  Κάποιοι τείνουν να μεταθέτουν την ευθύνη για την λήψη μιας απόφασης  από τον εαυτό τους σε κάποιον άλλο. Με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο μειώνεται  το άγχος που συνεπάγεται μια απόφαση αλλά υπάρχει και κάποιος άλλος να πάρει το φταίξιμο, εάν κάτι δεν πάει καλά. Όπως είναι ευνόητο, η συγκεκριμένη στρατηγική αποφορτίζει από το βάρος της υπευθυνότητας μιας επιλογής αλλά στερεί και από τα πλεονεκτήματα που χαιρόμαστε όταν είμαστε κύριοι των επιλογών μας.
2)      Η επικέντρωση σε μια συγκεκριμένη πληροφορία.Συχνά τείνουμε να βασιζόμαστε μόνο σε ένα στοιχείο για να πάρουμε μια απόφαση και να αγνοούμε όλα τα υπόλοιπα. Για παράδειγμα, θέλετε να πάτε διακοπές σε ένα νησί. Σε μια συζήτηση, αναφέρεται από κάποιον συνομιλητή σας ότι το ωραιότερο μέρος για να μείνει κανείς στο συγκεκριμένο νησί είναι το Χ. Με βάση την πληροφορία αυτή και χωρίς να συγκεντρώσετεάλλες πληροφορίες, αποφασίζετε ότι θα ψάξετε για ξενοδοχείο στο συγκεκριμένο μέρος.
3)      Η πεποίθηση ότι η «κοινή λογική» πρέπει να είναι σωστή.  Δεν είναι λίγες φορές που πράττουμε ανάλογα με αυτό που θεωρούμε κοινή λογική ή συμπεριφερόμαστε παρόμοια με με τον τρόπο που συμπεριφέρονται οι άλλοι γύρω μας. Το φαινόμενο  αυτό όπου οι άνθρωποι ακολουθούν τις πεποιθήσεις ή την συμπεριφορά των άλλων , φαίνεται ότι προκύπτει από την έμφυτη τάση μας να συμμορφωνόμαστε και την ανάγκη μας να αισθανόμαστε ότι ανήκουμε κάπου. Βέβαια, είναι περιττό να πούμε, ότι η κοινή λογική όχι μόνο δεν είναι πάντα σωστή, αλλά ίσως και να μην εξυπηρετεί τις προσωπικές μας ανάγκες.
woman_thinking 4)      Μήπως τελικά βλέπουμε μόνο αυτο που θέλουμε να δούμε; Η τάση των ανθρώπων να ευνοούν πληροφορίες που επιβεβαιώνουν τις  υποθέσεις  ή τις προκαταλήψεις τους (ανεξάρτητα με την ορθότητα αυτών), αναφέρεται ως προκατάληψη επιβεβαίωσης στην ψυχολογία.  Αποτέλεσμα της προκατάληψης αυτής είναι ότι μπορεί να συγκεντρώνουμε και να αξιολογούμε πληροφορίες με έναν μη αντικειμενικό τρόπο που ενισχύει την πίστη στις προυπάρχουσες πεποιθήσεις μας και πιθανώς οδηγεί σε λανθασμένες αποφάσεις.
5)       Διστάζουμε να  θυσιάσουμε τα «κεκτημένα».  Συχνά, μπορεί να αισθανόμαστε ότι έχουμε επενδύσει υπερβολικά σε μια προσέγγιση ή απόφαση για να την αλλάξουμε. Ίσως αισθανόμαστε ότι μια αλλαγή πλεύσης ισοδυναμεί με «ακύρωση» της προηγούμενης προσπάθειας μας. Για τον λόγο αυτό, προτιμάμε να επιμείνουμε σε μια παλαιότερη απόφαση ακόμα κι αν δεν είναι η καλύτερη για τη δεδομένη στιγμή.
6)      Είμαστε είτε υπερβολικά σίγουροι για την απόφασή μας ή υπερβολικά συγκρατημένοι. Η υπερβολική σιγουριά μπορεί να ωθήσει σε γρήγορες αποφάσεις υψηλού ρίσκου ενώ ο δισταγμός και η υπερβολική εγκράτεια ίσως καθυστερήσει τη λήψη απόφασης και οδηγήσει σε αναβλητικότητα. Όπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει ο Henri Poincare « Το να αμφιβάλλεις για όλα ή το να πιστεύεις σε όλα, είναι και τα δύο πολύ βολικές στρατηγικές: Όποια κι αν χρησιμοποιήσεις, γλυτώνεις την ανάγκη να σκεφτείς για τον εαυτό σου».
7)      Προτιμάμε το άμεσο όφελος απο ένα πιο μακρινό χρονικά όφελος που μπορεί να μας φέρει μια συγκεκριμένη απόφαση.  Μάλιστα, έρευνες έχουν δείξει ότι  όσο περισσότερο χρονικό διάστημα μεσολαβεί  μέχρι να λάβει κάποιος το όφελος, τόσο τείνει να μειώνει την σημαντικότητα του. Για παράδειγμα, εάν  κάποιος σας πρόσφερε 100 ευρώ σήμερα και 200 εάν περιμένατε μια εβδομάδα , τι θα διαλέγατε; Εάν  τώρα έπρεπε να περιμένετε ένα χρόνο για τα 200 ευρώ ,τι θα διαλέγατε; Η έμφυτη αυτή τάση των ανθρώπων να εκτιμούν περισσότερο το άμεσο όφελος, αποτελεί και μια εξήγηση στον μηχανισμό του εθισμού όπως π.χ του εθισμού στο τσιγάρο: Το άμεσο όφελος από το κάπνισμα φαντάζει πιο ελκυστικό από το μακροπρόθεσμο όφελος από τη διακοπή του.
Οι παραπάνω «παγίδες» είναι μόνο ενδεικτικές. Οι στρατηγικές  με τους οποίους ο νούς μας προσπαθεί να διευκολύνει τη διαδικασία λήψης μιας απόφασης είναι πολύ περισσότερες.
Μαρία Μεραμβελιωτάκη- Simon

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Η απόρριψη της επαναστατικής ιδέας

Η απόρριψη της επαναστατικής ιδέας

Συγγραφέας: 
Καραμπελιάς Γιώργος
Ο Ρήγας δεν υπήρξε ένας ήρωας κοινής αποδοχής στην εποχή του. Η ίδια η πολλαπλότητα των αναφορών, των πηγών, των δραστηριοτήτων, προκάλεσαν έχθρες, αντιθέσεις και αμφισβητήσεις. Και μόνον η λαϊκή παράδοση και το μαρτύριό του θα τον επιβάλουν στην κοινή συνείδηση ως αδιαμφισβήτητο πρόδρομο της επανάστασης και θα υποχρεώσουν τις επικρίσεις εναντίον του να σιγήσουν σταδιακώς, ή να μεταστραφούν σε απόπειρες αλλοίωσης της φυσιογνωμίας και της δράσης του.
Η φυσιογνωμία και το έργο του Ρήγα, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια μετά τον θάνατό του, θα προκαλέσουν μεγάλες διαμάχες και αντιθέσεις, στον βαθμό μάλιστα που η δημοκρατική και φιλογαλλική ιδεολογία του τον είχε οδηγήσει σε αντίθεση με ένα μεγάλο μέρος της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, που εκείνη την περίοδο, ακολουθώντας τη ρωσική πολιτική και την Αικατερίνη, στρέφεται εναντίον των Γάλλων και των οπαδών των.
Ένα ανέφικτο και ακραίο εγχείρημα;
Οι πλέον ήπιες αντιρρήσεις εκκινούν από εκείνους που, όπως ο Φιλήμων, θεωρούσαν τα σχέδιά του εξωπραγματικά και φτάνουν στις ανοικτές καταγγελίες και επικρίσεις όπως εκείνες του Πατριαρχείου, του Αθανασίου Παρίου και του Κύριλλου Λαυριώτη. Γράφει ο Φιλήμων:
Ὁ Ῥή­γας Φε­ραῖ­ος συλ­λαμ­βά­νει εἰς τὴν ἐ­πο­χὴν αὐ­τὴν τὴν με­γά­λην ἰ­δέ­αν πε­ρὶ τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας, ἐν­δί­δων ὡ­σε­πι­το­πλεῖ­στον εἰς τάς σπερ­μο­λο­γί­ας τῶν δι­ε­σπαρ­μέ­νων Ἀ­πο­στό­λων τοῦ Να­πο­λέ­ον­τος. Με­γα­λό­φρων καὶ ἐ­πι­χει­ρη­μα­τί­ας, ἀλλ΄ ὄ­χι τό­σον σκε­πτι­κὸς καὶ κρυ­ψί­νους· κά­το­χος γνώ­σε­ων πολ­λῶν καὶ ζω­η­ρὸς εἰς τὸ πνεῦ­μα, ἀλ­λ’ ἐ­πι­πό­λαι­ος ἐ­ξε­τα­στὴς τῶν πραγ­μά­των καὶ μᾶλ­λον τῆς κα­τα­στά­σε­ως τοῦ Ἔ­θνους του: ὁ Ῥή­γας φαί­νε­ται μᾶλ­λον ὁ Ἄν­θρω­πος καὶ ὄ­χι ὁ Ἀρ­χη­γὸς1. [ ]
Η επιφυλακτική αυτή στάση του Φιλήμονος, ο οποίος ανήκε μάλλον στο φιλορωσικό κόμμα, στηρίζεται τόσο στις αμφιβολίες του για οποιαδήποτε πιθανή ενέργεια του Ναπολέοντος, η οποία εξάλλου θα συναντούσε την αντίδραση της Ρωσίας και της Αγγλίας, όσο και, κυρίως, στο απαράσκευο των Ελλήνων: «Κρί­νον­ται ἀμ­φί­βο­λα πο­λὺ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἀ­μέ­σου με­τα­βά­σε­ως τοῦ Ῥή­γα εἰς τὴν Ἑλ­λά­δα». Επιπλέον, και αυτό είναι χαρακτηριστικό για την εικόνα του Ρήγα που είχε επιβληθεί,  και όχι μόνο στο ευρύτερο κοινό, «ποίαν ἐδύνατο να ἐπιτύχει πρόοδον ὁ Ρήγας κεκηρυγμένος κατὰ τοῦ Ἱερατείου καὶ τῶν Προεστώτων: τὰ δύο ἐλαστικώτερα ὄργανα καὶ τὰ σημαντικώτερα στοιχεῖα τοῦ ἔθνους;»2 Έτσι ο Ρήγας είχε να αντιμετωπίσει τη φήμη που τον χαρακτήριζε άθεο και υπέρ το δέον ριζοσπαστικό, ταυτίζοντας ex post τις απόψεις του με εκείνες του Ανώνυμου της Ελληνικής Νομαρχίας.
Όμως ο Φιλήμων γράφει εκ του ιστορικού ασφαλούς, με απόσταση δεκαετιών, ενώ αντίθετα, όπως δείχνουν όλα τα δεδομένα της εποχής, μια γαλλική ενέργεια εναντίον της Τουρκίας δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί, ιδιαίτερα αφού αυτή θα οδηγηθεί σε συμμαχία με τους Ρώσους και τους Άγγλους, μετά την εκστρατεία του Ναπολέοντα προς την Αίγυπτο και τις κινήσεις του για κατάληψη της Συρίας. Ο Βοναπάρτης, εξάλλου, στις αναμνήσεις του από την Αγία Ελένη, θα γράψει το 1816:
Η Ελλάδα περιμένει έναν ελευθερωτή. Θα ήταν ένα ωραίο στεφάνι δόξας! Θα έγραφε το όνομά του εσαεί μαζί με εκείνα του Ομήρου, του Πλάτωνα, του Επαμεινώνδα! Πιθανώς δεν βρέθηκα πολύ μακριά από κάτι τέτοιο. Όταν, κατά την εκστρατεία μου στην Ιταλία, έφτασα στις ακτές τις Αδριατικής, έγραψα στο Διευθυντήριο πως είχα μπροστά στα μάτια μου το βασίλειο του Αλεξάνδρου… 3
Το 1798, το Γαλλικό Διευθυντήριο συγκροτεί μια ειδική υπηρεσία επιφορτισμένη να διευθύνει ή να κατοπτεύει μια πιθανή εξέγερση στην Ελλάδα και την εγκαθιστά στην Αγκόνα, στην οποία συμμετέχει και ο Κώστας Σταμάτης, ο οποίος είχε χρηματίσει μυστικός πράκτορας της Δημοκρατίας και Γενικός Πρόξενος της Γαλλίας στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, και ο οποίος προσπαθεί με κάθε τρόπο να πείσει το Διευθυντήριο για την ανάγκη μιας γαλλικής επέμβασης στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, μέσα στις συνθήκες της εποχής, δεν έμοιαζε εντελώς απίθανη μια γαλλική κίνηση.
Όσο δε για τις κατά της θρησκείας και των προεστών αντιλήψεις του, αυτές δεν συνάγονται από κάποια πραγματικά δεδομένα, αλλά ανταποκρίνονται μάλλον σε όσα αστήρικτα κυκλοφορούσαν για τον Ρήγα, καθώς και ως συμπεράσματα από τις απόψεις οπαδών του, όπως του Ανωνύμου της Νομαρχίας. Ο Δημήτριος Καραμπερόπουλος, που έχει διερευνήσει ενδελεχώς το σχετικό ζήτημα, αναφέρει για τη στάση του απέναντι στην Ορθοδοξία:
1.     Στον πρόλογο του λογοτεχνικού του βιβλίου, Σχολείον των ντελικάτων εραστών, Βιέννη 1790, [ ] ο Ρήγας γράφει ότι ο γάμος είναι «μυστήριον», όπως πιστεύει η Ορθόδοξη Εκκλησία.
2.     Στο βιβλίο του Φυσικής απάνθισμα, Βιέννη 1790, [ ] μνημονεύει τη Θεία Γραφή και χρησιμοποιεί τον όρο «ο μέγας δημιουργός» (σελ. 29, 55). [ ] «Κατά την Θείαν Γραφήν το νερόν, ήτοι η θάλασσα, εκτίσθη πρώτον, και δεν επιδέχεται αμφιβολίαν πως την αλάτισεν ευθύς ο μέγας δημιουργός, καθώς είναι έως τώρα». [ ]  Στο έκτο κεφάλαιο «Περί Ηλίου»: «πλην απ’ αυτά όλα δεν ιξεύρομεν τίποτες δια αληθινόν, εις τον μέγαν δημιουργόν τα πάντα είναι εύκολα, και οι άνθρωποι δεν αμαρτάνουν αν ερευνούν το αποτέλεσμα και τον λόγον του, ο οποίος είναι πολλά μακρυά από την περιωρισμένην διάνοιάν τους» (σελ. 40). Επίσης, σε άλλα σημεία, [ ] γράφει, «Ημείς ιξεύρομεν πως η Θεία πρόνοια δεν έκαμε πράγμα περιττόν εις τον κόσμον» (σελ. 158), «εις το πλάγι της μήτρας παρατηρούν οι ανατόμοι ένα μικρόν σακουλάκι (=ωοθήκη) μέσα εις το οποίον ο δημιουργός του παντός έβαλεν ένα κάποιον αριθμόν μικρών αυγών (=ωαρίων)» (σελ. 146). [  ] Ακόμη χαρακτηριστικά παρατηρεί για τη σοφία του Δημιουργού «Οθεν ας φωνάξωμεν όλοι ομού, Κύριε τα έργα σου είναι μεγάλα και πολλά, πάντα εν σοφία εποίησας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί» (σελ. 107).
3.  [ ] Β). Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο των πεποιθήσεων του Ρήγα αποτελεί το γεγονός ότι στην Επαναστατική του Προκήρυξη δεν μεταφράζει τον όρο «Suprême Être» «Υπέρτατο Ον» του γαλλικού κειμένου, όρο τον οποίο ο Ρήγας γνώριζε, διότι στη μετάφραση του βιβλίου του Νέος Ανάχαρσις, Βιέννη 1797, σελ. 268, τον αναγράφει. Αν ήταν αντίθετος στην ορθόδοξη πίστη μάλλον τον όρο αυτόν θα τον ανέγραφε και ίσως θα τον είχε ιδιαίτερα τονίσει στην Επαναστατική του Προκήρυξη. Γ). Επίσης στην Επαναστατική Προκήρυξη ο Ρήγας καταχωρίζει μία πολύ σημαντική φράση, η οποία δείχνει τη φιλοσοφική του θέση [  ] τα «φυσικά δίκαια» του ανθρώπου, σύμφωνα με τη φυσιοκρατική αντίληψη, έχουν πηγή τη Φύση, ενώ αντίθετα ο Ρήγας σημειώνει ότι «θεόθεν», από τον Θεό έχουν την αρχή τους. Συγκεκριμένα γράφει για «τα ιερά και άμωμα δίκαια, οπού θεόθεν τω εχαρίσθησαν διά να ζήση ησύχως επάνω εις την γην». [  ] Δ). [  ] Στο Παράρτημα της Νέας Πολιτικής Διοικήσεως ο Ρήγας γράφει: «Η σημαία οπού βάνεται εις μπαϊράκια και παντιέρες της Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι εν ρόπαλο του Ηρακλέους με τρεις σταυρούς επάνω...»
4. Ο Ρήγας, στον επαναστατικό παιάνα Θούριος συχνά γράφει για τον Σταυρό, όπως στον στιχ. 22 «να κάμωμεν τον όρκο επάνω στον Σταυρόν», τονίζοντας εδώ ότι ο όρκος στον Θούριο δίνεται από τους επαναστατημένους ραγιάδες φανερά, δημόσια, κι όχι κρυφά, όπως στις τεκτονικές και άλλες μυστικές εταιρείες. [ ]   Επίσης στον στιχ. 109 γράφει «ψηλά στα μπαϊράκια σηκώστε τον Σταυρόν», ενώ στον στιχ. 123 αναφωνεί ότι πρέπει «να λάμψη ο Σταυρός».
5.  Στην άλλη του ποιητική σύνθεση, τον Ύμνο Πατριωτικό, στη στροφή 14 τονίζει ότι απαραίτητο στοιχείο για τη νίκη των σκλαβωμένων είναι ο Σταυρός, η πίστη, η αγωνιστικότητα και τα πολεμοφόδια, συνοψίζοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο τους παράγοντες της νίκης:
«Σταυρός, η πίστις και καρδιά,/δουφέκια και καλά σπαθιά,
γκρεμίζουν Τυραννίαν /τιμούν Ελευθερίαν
οπ’ έδωκεν ο Πλάστης /στο δουνιά, μπρε παιδιά».
Ομοίως, στη στροφή 40, ο Ρήγας αναφωνεί για τον Σταυρό: «Να λάμψη πάλιν ο Σταυρός».
Ακόμη, στη στροφή 13 του Ύμνου Πατριωτικού, χρησιμοποιεί τον όρο «ορθόδοξος χριστιανός» [ ]:
«Όποιος λοιπόν είναι καλός / κι ορθόδοξος χριστιανός
με τ’ άρματα στο χέρι / ας δράμει σαν ξεφτέρι
το Γένος του να σώση / με χαρά μπρε παιδιά».
6.  Ενδιαφέρον επίσης έχει να δούμε τρία χαρακτηριστικά σημεία από τα ανακριτικά έγγραφα περί Ρήγα και των συντρόφων του [  ].
Ο Ρήγας, στην κατάθεσή του κατά την ανάκριση, μιλάει για τη σωτηρία της ψυχής του, αντίληψη καθαρά χριστιανική. Συγκεκριμένα σημειώνεται ότι «ο Ρήγας ομολογεί ότι πάντοτε επεθύμει την απελευθέρωση της Ελλάδος από του τουρκικού ζυγού και δη ότι μετά την σωτηρίαν της ψυχής του τούτο έχει ως πρώτον πόθον να ίδη εκδιωκόμενους τους Τούρκους από της Ελλάδος» (Αιμ. Λεγράνδ, 2000, σελ. 650).
Μία άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη του αυτοτραυματισμού του Ρήγα, όταν είχε συλληφθεί και κρατούνταν στην Τεργέστη πριν από τη μεταφορά του στη Βιέννη. Τότε του παρασχέθηκε η ιατρική βοήθεια, αλλά επιπλέον ζήτησε και είχε την πνευματική βοήθεια και παραμυθία από τον Έλληνα εφημέριο της Εκκλησίας της Τεργέστης, ο οποίος τον επισκέφθηκε στην κρίσιμη κατάσταση της υγείας του (Κ. Αμάντου, σελ. 83, 135 και 141).
Ακόμη σημειώνουμε ότι στα πράγματα που καταγράφηκαν κατά τη σύλληψη του Ρήγα στην Τεργέστη, τον Δεκέμβριο του 1797, εκτός των άλλων ο Ρήγας είχε και «δέκα ελληνικά αντίτυπα της Καινής Διαθήκης» (Κ. Αμάντου, σελ. 145-149).
Σε ό,τι αφορά δε στην περί «προεστώτων» αναφορά του Φιλήμονα, αυτή δεν εδράζεται κυριολεκτικώς πουθενά, δοθέντος ότι ο Ρήγας ήταν ο ίδιος γαιοκτήμονας και αρκετά εύπορος, παρά μόνο ίσως στις επαναστατικές διακηρύξεις περί ισονομίας, ισότητας και δημοκρατίας των επαναστατικών κειμένων του. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από τις ίδιες ακριβώς αρχές διέπονταν τα πρώτα επαναστατικά Συντάγματα του ’21 και ότι οι προεστοί γενικά δεν καλόβλεπαν το δημοκρατικό πνεύμα της Φιλικής Εταιρείας. Εξάλλου η Εταιρεία του 1814 διέφερε πολύ από την μετά το 1818, όταν θα έχει αρχίσει η μαζική συμμετοχή και των «προεστώτων» σε αυτή. Κατά συνέπεια η συμμετοχή ή όχι των προυχόντων σε οποιοδήποτε επαναστατικό εγχείρημα θα κρινόταν σε βάθος χρόνου, εάν το επαναστατικό εγχείρημα του Ρήγα είχε αρχίσει να υλοποιείται, όπως ακριβώς συνέβη και με τη Φιλική Εταιρεία. Πάντως ο Ρήγας στον Θούριό του θα συμπεριλάβει και τους «προεστώτες», και μάλιστα τους ανώτερους, τους Φαναριώτες, σε εκείνους που υπέφεραν από την αυθαιρεσία των τυράννων, και έχασαν το ίδιο τους το κεφάλι, παρότι τους είχαν υπηρετήσει πιστά, όπως είχε συμβεί με τον Νικόλαο Μαυρογένη, τον οποίο ο ίδιος ο Ρήγας αποκαλεί «έκτρωμα της φύσης και ανάξιο ηγεμόνα της Βλαχίας», σε χειρόγραφη σημείωσή του στη Φυσική, βεβαίως πριν την εκτέλεση του Μαυρογένη.
Βεζύρης, δραγουμάνος, ἀφέντης κι᾿ ἂν σταθῇς
ὁ τύραννος ἀδίκως σὲ κάμνει νὰ χαθῇς.
Δουλεύεις ὅλ᾿ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι᾿ ἂν σὲ πῇ,
κι᾿ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῇ.
Ὁ Σοῦτζος, κι᾿ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβῆς
Γκίκας καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν᾿ νὰ ἰδῇς.
Εξάλλου, μεταξύ 1720 και 1821, από τους πενήντα εννέα Φαναριώτες που κατέλαβαν κάποια ανώτατη θέση στην οθωμανική ιεραρχία, οι είκοσι γνώρισαν φρικτό θάνατο, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των υπολοίπων καθαιρέθηκε, εξορίστηκε, διώχθηκε, έχασε την περιουσία του. Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ του 1701 και 1821, από τους είκοσι τέσσερις διερμηνείς του στόλου, οι δέκα θανατώθηκαν και οι τρεις εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν, ενώ, από τους είκοσι εννέα ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας, οκτώ θανατώθηκαν και σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι καταδιώχθηκαν με κάποιο τρόπο4. Ανάλογη ήταν η τύχη πολλών εκκλησιαστικών αξιωματούχων και προπαντός των πατριαρχών.
Ο Αθανάσιος Πάριος
και ο Κύριλλος Λαυριώτης
Το εγχείρημα του Ρήγα, καθώς και οι δραστηριότητες των οπαδών της Γαλλικής Επανάστασης, θα προκαλέσουν τις έντονες αντιδράσεις των οπαδών της Ρωσίας και της Εκκλησίας, που εκείνη την εποχή βρισκόταν κάτω από τη ρωσική επιρροή. Ο ελληνισμός και ιδιαίτερα τα ανώτερα στρώματα θα γνωρίσουν έναν διχασμό χωρίς καμία σύγκριση με το παρελθόν ή και τη μετέπειτα εποχή. Πρόκειται για τη στιγμή του παροξυσμού της αντιπαράθεσης μεταξύ διαφωτιστών/γαλλόφιλων και παραδοσιακών και/ ή ρωσόφιλων. Τότε, λίγο πριν τη δολοφονία του Ρήγα και των συντρόφων του, θα δημοσιευθεί η Πατρική Διδασκαλία, και σε απάντησή της η Αδελφική Διδασκαλία του Κοραή, ενώ θα λάβει χώρα η περίφημη «μάχη των φυλλαδίων» που εκτοξεύονται από τη μια και την άλλη πλευρά5. Σε αυτή τη σύγκρουση, που θα έχει ως πρωταγωνιστές τον Αθανάσιο Πάριο, από  τη μία πλευρά, και τον Αδαμάντιο Κοραή, από την άλλη, θα εμπλακεί ακόμα και η… σουλτανική Πύλη καθώς και το Πατριαρχείο και ο Γρηγόριος Ε΄.
Ο πρέσβυς της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη είχε μια σατανική κυριολεκτικά έμπνευση, για να απεκδυθεί η Αυστρία της ευθύνης για τη δολοφονία των Ελλήνων αγωνιστών: προτείνει να απαγορευτεί η εξέταση των αιχμαλώτων από τον πασά του Βελιγραδίου και να παραδοθούν στα χέρια του Πατριαρχείου και έτσι να καταστήσει τους Έλληνες άμεσα υπεύθυνους για τον αναπόφευκτο θάνατό τους. Το στρατήγημα δεν θα ευοδωθεί, αλλά είχε ήδη σταλεί το μήνυμα στο Πατριαρχείο πως το ζήτημα του Ρήγα και των «γαλλικών ιδεών» αποτελούσε ένα θέμα-φωτιά για τον ελληνισμό.
Το καλοκαίρι του 1798, την ίδια ακριβώς περίοδο που τα στρατεύματα του Ναπολέοντα φθάνουν στην Κέρκυρα, και ένα μήνα μετά τον στραγγαλισμό του Ρήγα και των συντρόφων του, ο σουλτάνος καλεί εγγράφως τον νέο πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ να επαγρυπνεί για την «εὐ­τα­ξί­α τοῦ μι­λε­τί­ου» του, και να αποκαλύπτει όσους αντιστρατεύονται την Υψηλή Πύλη για να τιμωρηθούν: «νὰ μᾶς δη­λο­ποι­ῇς πε­ρὶ τῆς παι­δεί­ας [τιμωρίας] των», και μάλιστα τονίζει απειλητικά πως πρέπει να «σπεύδῃ» να τους αποκαλύπτει:
Σὺ ὁ πα­τριά­ρχης τῶν Ρω­μαί­ων Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως […], δή­λου ὄν­τος ὅ­τι, κα­θὸ πα­τριά­ρχης, ἔ­χεις ἐν­τε­λῆ πρό­νοι­αν καὶ προ­στα­σί­αν εἰς ὅ­λους τοῦ γέ­νους σου, νὰ ἐ­πι­με­λῆ­σαι ἄ­κρως καὶ νὰ φρον­τί­ζῃς ἀ­δι­α­λεί­πτως εἰς τὸ νὰ συ­νά­γῃς μέ­σα πε­ρι­ποι­η­τι­κά τῆς εὐ­τα­ξί­ας τοῦ μι­λε­τί­ου σου καὶ νὰ μὴ λεί­πῃς μὲ συμ­βου­λὰς καὶ πα­ραι­νέ­σεις νὰ δι­δά­σκῃς πάν­τας τοὺς βα­σι­λι­κοὺς ρα­γιά­δες τὰ τῆς ὑ­πα­κο­ῆς των χρέ­η· καὶ τοὺς μὲν κα­τὰ τὰς συμ­βου­λὰς σου δι­ά­γον­τας νὰ θε­ρα­πεύ­ῃς, διὰ δὲ τοὺς τῇ ὑ­ψη­λῇ θε­λή­σει ἐ­ναν­τία πράτ­τον­τας νὰ μᾶς δη­λο­ποι­ῇς πε­ρὶ τῆς παι­δεί­ας των˙ καὶ ὅ­σα ἤ­θε­λον κά­μει χρεί­α δη­λώ­σε­ως, νὰ σπεύ­δῃς εἰς τὴν πε­ρὶ τού­του δή­λω­σιν6.
Ο πατριάρχης, αμέσως μετά, θα αποστείλει μία πατριαρχική εγκύκλιο στην οποία θα τονίζει  την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η «γαλλική λύμη»:
Οὐκ ἐπαυσάμεθά ποτὲ, ἐξ ὅτου διεσπάρη ἡ γαλλικὴ ἐκείνη λύμη ἀπὸ τοῦ να γράφωμεν καὶ να συμβουλεύωμεν... ὁποῦ να μὴν τύχῃ τις τῶν πιστῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν ἀπατηθῇ... καὶ δελεασθῇ μὲ τὸ σατανικὸν ἐκεῖνο δελέασμα... ἡ τοιαύτη λύμη εἶναι, μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἐλευθερίας, ἀνταρσία καὶ εἰς αὐτὸν τὸν Θεὸν καὶ προφανὴς ἀθεΐα7.
Τέλος, μερικούς μήνες μετά τον στραγγαλισμό του Ρήγα Βελεστινλή και των ομοϊδεατών του στο Βελιγράδι, ο Πατριάρχης, σε επιστολή του, την 1η  Δεκεμβρίου 1798, προς τον Μητροπολίτη Σμύρνης Άνθιμο, καταδικάζει το Σύνταγμα του Ρήγα:
Διὰ τῆς πα­ρού­σης ἡ­με­τέ­ρας πα­τρι­αρ­χι­κὴς ἐ­πι­στο­λῆς δη­λο­ποι­οῦ­μεν τῇ ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νῃ σου, ὅ­τι συ­νέ­πε­σεν εἰς χεῖ­ρας ἠ­μῶν ἕν σύν­ταγ­μα εἰς μί­αν κόλ­λαν χαρ­τὶ ὁ­λό­κλη­ρον, με­γά­λην, εἰς ἁ­πλὴν φρά­σιν ῥω­μα­ϊ­κήν, ἐ­πι­γρα­φό­με­νον “νέ­α πο­λι­τι­κὴ δι­οί­κη­σις τῶν κα­τοί­κων τῆς Ῥού­με­λης τῶν μι­κρῶν ἐν τῇ με­σο­γεί­ῳ νή­σων καὶ τῆς Βλα­χομ­πο­γδα­νί­ας” καὶ ἀ­νε­μνή­σθη­μεν τοῦ ποι­μαν­τι­κοὺ χρέ­ους. Καὶ διὰ τοῦ­το γρά­φο­μεν τῇ ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νῃ σου να ἐ­πα­να­γρυ­πνῆς, εἰς ὅ­λα τὰ μέ­ρη τῆς ἐ­παρ­χί­ας σου μὲ ἀ­κρι­βεῖς ἐ­ρεύ­νας καὶ ἐ­ξε­τά­σεις, ὅ­ταν ἐμ­φα­νι­σθῆ τοι­οῦ­τον σύν­ταγ­μα, ὡς ἄ­νω­θεν, εἰς τύ­πον ἢ χει­ρό­γρα­φον, να συ­νά­ξῃς πάν­τα τὰ δι­α­σπει­ρό­με­να, καὶ να τὰ ἐ­ξα­πο­στέλ­λῃς εἰς ἡ­μᾶς ἐν τά­χει, μὴ ἐ­πι­μέ­νων τὰ πλεί­ο­να, ἀλ­λ’ ἀ­μέ­σως ὅ­σα ἂν ἐμ­πί­πτω­σι κα­τὰ μι­κρὸν να ἐ­ξα­πο­στέλ­λῃς. [  ]
Ὅ­θεν ἐν­τελ­λό­με­θα σοὶ σφο­δρῶς να ἐ­γρη­γο­ρῆς ὅ­λαις δυ­νά­με­σιν, ἐν πᾶ­σι τοῖς μέ­ρε­σι τῆς ἐ­παρ­χί­ας σου, καὶ κώ­μαις καὶ χω­ρί­οις πα­ρα­λί­οις καὶ με­σο­γεί­οις, να μὴν πα­ραμ­πέ­σῃ τοι­οῦ­τον σύν­ταγ­μα εἰς ἀ­νά­γνω­σιν τῷ χρι­στι­α­νι­κῷ ἐμ­πι­στευ­θέν­τι σοι λα­ῷ, ὅ­περ να μὴν ἐμ­φα­νι­σθῇ πρῶ­τον τῇ ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νη σου, ὅ­τι πλῆ­ρες ὑ­πάρ­χει σα­θρό­τη­τος ἐκ τῶν θο­λε­ρῶν αὐ­τοῦ ἐν­νοι­ῶν, τοῖς δόγ­μα­σι τῆς ὀρ­θο­δό­ξου ἡ­μῶν πί­στε­ως ἐ­ναν­τι­ού­με­νον8.
Πάντως είναι χαρακτηριστικό πως η πατριαρχική επιστολή δεν αναφέρεται στον συγγραφέα του και τον τραγικό του θάνατο, ένδειξη τουλάχιστον μιας προσπάθειας να αποφύγει να πάρει θέση για τα γεγονότα που οδήγησαν στον θάνατό του.
Αντίθετα, ο Αθανάσιος Πάριος, στον λίβελο Νέος Ραψάκης, τον οποίον έγραψε ως απάντηση στην Αδελφική Διδασκαλία του Κοραή, όχι μόνο καταγγέλλει την «ἀν­τί­θε­ον σκευ­ω­ρί­α» του Ρήγα και των συντρόφων του και χαιρετίζει την παράδοση «εἰς τὸ πῦρ» των επαναστατικών κειμένων, αλλά επιχαίρει διότι  «μά­χαι­ραν εὗ­ρον μι­σθὸν τοῦ πα­ρα­λό­γου ζή­λου αὐ­τῶν», καταδεικνύοντας πως η αντιδραστική μετεξέλιξη ενός μέρους της Εκκλησίας και των παραδοσιοκεντρικών, σε μια στιγμή όξυνσης της αντιπαράθεσής τους με το διαφωτιστικό στρατόπεδο, οδηγούσε σε ανοικτή εθελοδουλία και προσχώρηση στο στρατόπεδο του τυράννου:
Δὲν ἠμ­πο­ρεῖ τι­νὰς νὰ ἀρ­νη­θῇ, ὅ­τι τὰ πά­θη καὶ αἱ θλί­ψεις καὶ τὰ βά­σα­να, ὁ­ποὺ πά­σχουν οἱ ἀ­δελ­φοί μας χρι­στια­νοὶ ὑ­πο­κά­τω εἰς τὸν ζυ­γὸν τῶν νῦν κρα­τούν­των, εἶ­ναι καὶ πολ­λὰ καὶ πι­κρά, καὶ δει­νὰ καὶ ὑ­πέρ­δει­να. Εἶ­ναι τοῦ­το ὁ­μο­λο­γού­με­νον, καὶ συμ­πά­σχο­μεν τοῖς πά­σχου­σι καὶ συ­στε­νά­ζο­μεν τοῖς στε­νά­ζου­σι, κα­τὰ τὸν θεῖ­ον Παῦ­λον, ὁ­ποὺ προ­στά­ζει λέ­γων «χαί­ρειν με­τὰ χαι­ρόν­των καὶ κλαί­ειν με­τὰ κλαι­όν­των» καὶ πά­λιν «εἴ­τε πά­σχει ἓν μέ­λος, συμ­πά­σχει πάν­τα τὰ μέ­λη».
Ταῦ­τα ἴ­σως δι­α­νο­ού­με­νοι κά­ποι­οι ἀ­πὸ τοὺς ἐ­δι­κούς μας ὁ­μο­γε­νεῖς, καί, τρό­πον τι­νά, ζή­λῳ δι­α­πύ­ρῳ κι­νού­με­νοι ὑ­πὲρ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ Γέ­νους, φι­λό­σο­φοι μᾶλ­λον ὄν­τες ἢ φι­λό­χρι­στοι, καὶ φι­λά­δελ­φοι μᾶλ­λον ἢ φι­λό­θε­οι, καὶ μᾶλ­λον γη­ϊ­νό­φρο­νες ἢ οὐ­ρα­νό­φρο­νες, τρό­πον ἐ­ξεῦ­ρον τῆς τῶν ὅ­λων ἐ­λευ­θε­ρί­ας, ὄ­χι τί­μιον καὶ χρι­στι­α­νι­κὸν καὶ χρι­στια­νοῖς πρέ­πον­τα, ἀλ­λὰ βαρ­βα­ρι­κὸν τῳ­όν­τι καὶ βαρ­βά­ροις πρέ­πον­τα. Τίς καὶ ποῖ­ος οὗ­τος; Βι­βλιά­ριον ἐ­ξέ­δω­καν, Ρό­πα­λον τοῦ Ἡ­ρα­κλέ­ους αὐ­τὸ ὀ­νο­μά­σαν­τες, οἱ ἑλ­λη­νό­φρο­νες· βι­βλί­ον δη­λα­δὴ διεγερ­τι­κόν, ἐ­ρε­θι­στι­κόν, πα­ρα­κι­νη­τι­κόν, ὥ­στε πάν­τες οἱ ἁ­παν­τα­χοῦ χρι­στια­νοί, ἐν ρη­τῇ ἡ­μέ­ρᾳ, νὰ δεί­ξουν τοῦ Ἠ­ρα­κλέ­ους τὴν ἀλ­κὴν ἐ­ναν­τί­ον τῶν τυρ­ρα­νούν­των αὐ­τούς, καὶ τὰ ἑ­ξῆς· ὁ­ νο­ῶν νο­εί­τω. Ἡ θεί­α Πρό­νοι­α ἠ­λέ­η­σε τὸ γέ­νος τῶν χρι­στια­νῶν, καί, προ­τοῦ νὰ δι­α­δο­θοῦν εἰς τὸν κό­σμον ἐ­κεῖ­να τὰ κακέμ­φα­τα ρό­πα­λα, ἔ­κα­με καὶ ἐ­φα­νε­ρώ­θη ἡ ἀν­τί­θε­ος αὕ­τη σκευ­ω­ρί­α, καὶ πα­ρε­δό­θη­σαν εἰς τὸ πῦρ˙ καὶ οἱ κα­τὰ τῶν ἰ­δί­ων δε­σπο­τῶν τὴν κοι­νὴν καὶ και­νὴν εὐ­τρεπί­σαν­τες μά­χαι­ραν, μά­χαι­ραν εὗ­ρον μι­σθὸν τοῦ πα­ρα­λό­γου ζή­λου αὐ­τῶν.
Ἡ ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σία, ταῦ­τα μα­θοῦ­σα, καὶ φρί­ξα­σα ἐ­πὶ τῷ και­νῷ καὶ ὀ­λε­θρί­ῳ τού­τῳ ἀ­κού­σμα­τι, ἔ­τι δὲ καὶ ἐ­πι­τα­γὴν λα­βοῦ­σα, ἐ­ξέ­δω­κεν εἰς τὸ κοι­νόν, διὰ τί­νος ἀ­δελ­φοῦ, ὡ­σὰν ἕ­να σω­τή­ριον ἀν­τί­δο­τον πρὸς τὴν ὀ­λέ­θριον ἐ­κεί­νην προ­τρο­πήν, μί­αν πα­τρι­κὴν καὶ ἀ­δελ­φι­κὴν πα­ραί­νε­σιν, εἰς τοὺς ἁ­παν­τα­χοῦ χρι­στια­νούς, κη­ρύτ­του­σαν τοῖς πά­σι καὶ λέ­γου­σαν: ἀ­δελ­φοί, στῶ­μεν κα­λῶς˙ ὅ­τι, πρῶ­τον μέν, μί­α τοια­ύτη πρᾶ­ξις εἶ­ναι ἀ­πὸ μιᾶς ἀ­πη­γο­ρεύ­με­νη ἀ­πὸ τοὺς θεί­ους νό­μους εἰς τοὺς μα­θη­τᾶς τοῦ Χρι­στοῦ˙ δεύ­τε­ρον δέ, ὅ­τι καὶ σφό­δρα ἐ­πι­κίν­δυ­νον ἦ­τον καὶ εἶ­ναι εἰς ὅ­λον τὸ γέ­νος τῶν Χρι­στια­νῶν, ὅ­σοι ζοῦν ὑ­πο­κά­τω εἰς τού­την τὴν ἐ­πι­κρά­τειαν, ἕ­να τοι­οῦ­τον τόλ­μη­μα· καὶ πρέ­πει νὰ τὸ ὁ­μο­λο­γή­σῃ, ὅ­ποι­ος δὲν εἶ­ναι στε­ρη­μέ­νος παν­τα­πά­σιν ἀ­πὸ συλ­λο­γι­στι­κὴν δύ­να­μιν9.
Το κείμενο του Παρίου, που γράφτηκε στα 1805, είναι αξιοπρόσεκτο για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς έχει γραφτεί σε μία περίοδο κατά την οποία έχει χαλαρώσει η αντίθεση με τη Γαλλική Επανάσταση, δεδομένου ότι η Γαλλία πλέον κυβερνάται από αυτοκράτορα, γι’ αυτό και απουσιάζουν σχεδόν παντελώς οι αναφορές στη Γαλλία και τις «γαλλικές ιδέες».
Το κείμενο αποτελεί μια καθυστερημένη και κατόπιν εορτής απάντηση στην Αδελφική Διδασκαλία και τον Αδαμάντιο Κοραή. Κατόπιν εορτής, διότι ο Πάριος και οι απόψεις του ηττώνται σε όλα τα μέτωπα. Η ίδια η επίσημη Εκκλησία και το Πατριαρχείο βρίσκονται κάτω από την πνευματική καθοδήγηση του αρχιεπισκόπου Εφέσσου Διονύσιου Καλλιάρχη και του Δημητρίου Μουρούζη, γνωστών φίλων των διαφωτιστών, ο Βενιαμίν Λέσβιος θα έχει κερδίσει τη μάχη ενάντια στον Πάριο και τον Βουλησμά, ο Δωρόθεος Πρώιος, ο αντίπαλός του από τη Σχολή της Χίου, θα έχει οριστεί σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους Σχολής ήδη από το 1804. Η εποχή του θριάμβου του Παρίου, συνδεδεμένη σχεδόν αποκλειστικά με την περίοδο της αντιπαράθεσης της Εκκλησίας και της Ρωσίας με τη Γαλλική Επανάσταση (1792-1802/1803), το κύκνειο άσμα της οποίας υπήρξε ο λίβελος εναντίον των «φιλοσόφων», που εξέδωσε κατά το  180210, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, ενώ η νεωτερίζουσα Σχολή των Κυδωνιών, με επικεφαλής τον μισητό Βενιαμίν, θα υποσκελίσει τη Σχολή της Χίου, την οποία ο Πάριος συνέχιζε να σχολαρχεί παρά τα 84 χρόνια του11.
Η αλλαγή του κλίματος γίνεται αισθητή ακόμα και από τον εξαιρετικά ισχυρογνώμονα Πάριο, ο οποίος αρχίζει τον λίβελό του αναγνωρίζοντας ότι «τὰ πά­θη καὶ αἱ θλί­ψεις καὶ τὰ βά­σα­να» των Ελλήνων κάτω από τον τουρκικό ζυγό: «εἶ­ναι καὶ πολ­λὰ καὶ πι­κρά, καὶ δει­νὰ καὶ ὑ­πέρ­δει­να». Εν συνεχεία, αναγνωρίζει τις καλές προθέσεις των πατριωτών, «κά­ποι­οι…. ὁ­μο­γε­νεῖς, καί, τρό­πον τι­νά, ζή­λῳ δι­α­πύ­ρῳ κι­νού­με­νοι ὑ­πὲρ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ Γέ­νους». Ωστόσο έσφαλαν, «ὄν­τες φι­λό­σο­φοι μᾶλ­λον ἢ φι­λό­χρι­στοι, καὶ φι­λά­δελ­φοι μᾶλ­λον ἢ φι­λό­θε­οι, καὶ μᾶλ­λον γη­ϊ­νό­φρο­νες ἢ οὐ­ρα­νό­φρο­νες». Πρόκειται για την πλέον σαφή ιδεολογική διάκριση μεταξύ των επαναστατών «διαφωτιστών» και «ουμανιστών» –του Ρήγα και των συντρόφων του– και των παραδοσιοκεντρικών –του Παρίου και των «κολλυβάδων»–, που συναντούμε σε κείμενο της εποχής, και  όχι μόνο στους λίβελους. Μέσα σε μία φράση οριοθετεί με ακρίβεια και ευστοχία τα στρατόπεδα: «Φιλόσοφοι» εναντίον «φιλοχρίστων», «φιλάδελφοι» εναντίον «φιλοθέων», «γηϊνόφρονες» εναντίον «ουρανοφρόνων». Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για διακρίσεις που θα συναντήσουμε και πάλι στον Ντοστογιέφσκι. Ο Πάριος δεν αρνείται στον αντίπαλό του, τον Ρήγα/Κοραή12, τη φιλοπατρία, τη φιλοσοφία, τη φιλάδελφο αλληλεγγύη και τη διάθεση του αγώνα, για ευτυχία επί της γης, αλλά, τις αξίες αυτές  καθ’ εαυτές. Και προτάσσει ένα ανταγωνιστικό σύστημα αξιών: τη «φιλοθεΐα» και την περιφρόνηση για τα εγκόσμια, απέναντι στον «ουμανισμό». Και τῳ όντι, αυτή η «ουμανιστική» επιλογή καταλήγει σε επιλογή «τρόπου ἐλευθερίας» βαρβαρικού «και βαρ­βά­ροις πρέ­πον­τα». Οι «ελ­λη­νό­φρο­νες», τους οποίους ο Πάριος αποδοκιμάζει, «ἐ­ξέ­δω­καν βι­βλιά­ριον, Ρό­πα­λον τοῦ Ἡ­ρα­κλέ­ους αὐ­τὸ ὀ­νο­μά­σαν­τες», –αναφερόμενος στα έργα του Ρήγα που είχαν ως σήμα της Ελληνικής Δημοκρατίας το ρόπαλο του Ηρακλέους– και καλούν τους Έλληνες «νὰ δεί­ξουν τοῦ Ἠ­ρα­κλέ­ους τὴν ἀλ­κὴν ἐ­ναν­τί­ον τῶν τυρ­ρα­νούν­των αὐ­τοὺς». Στο εξής ο συγγραφέας αποκαλύπτει ένα αντιδραστικό μένος εναντίον του Ρήγα και των επαναστατών: «Ἡ θεί­α Πρό­νοι­α ἠ­λέ­η­σε τὸ γέ­νος τῶν χρι­στια­νῶν, [ ] ἔ­κα­με καὶ ἐ­φα­νε­ρώ­θη ἡ ἀν­τί­θε­ος αὕ­τη σκευ­ω­ρί­α, καὶ πα­ρε­δό­θη­σαν εἰς τὸ πῦρ· καὶ οἱ κα­τὰ τῶν ἰ­δί­ων δε­σπο­τῶν τὴν κοι­νὴν καὶ και­νὴν εὐ­τρεπί­σαν­τες μά­χαι­ραν, μά­χαι­ραν εὗ­ρον μι­σθὸν τοῦ πα­ρα­λό­γου ζή­λου αὐ­τῶν.»
Όπως ήδη τονίσαμε, αναφερόμενοι στην ιδεολογία του Παρίου και των κολλυβάδων, αυτή είναι η βαθύτατη αντίφαση της κολλυβαδικής ιδεολογίας, ότι, στο μένος της εναντίον της διαφωτιστικής ιδεολογίας και της ευρωπαϊκής επανάστασης, οδηγείται όχι απλώς στη δικαιολόγηση της κοινωνικής ευταξίας και των «χριστιανικών αξιών» απέναντι στις κοσμικές αξίες, αλλά και στην απολογία της οθωμανικής εξουσίας και των εγκλημάτων της. Αυτή είναι ίσως και η κυριότερη αιτία για την ιδεολογική απαξίωση αυτού του ρεύματος και την αδυναμία του να παίξει έναν σημαντικό ιδεολογικό ρόλο ή και να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην κάποτε άκρατη δυτικολατρία ενός μέρους των διαφωτιστών.
Χαρακτηριστική περίπτωση ενός αντιπάλου των διαφωτιστών, του Ρήγα και της Γαλλικής Επανάστασης, που όμως επικροτεί την Επανάσταση του ’21 και μισεί τους Οθωμανούς, είναι εκείνη του μοναχού Κύριλλου Λαυριώτη, του Πατρέα.
Ο Κύριλλος  γνώρισε τον Ρήγα μια και έζησε στο Βουκουρέστι από το 1780/81 ως τον θάνατό του, στα 1829. Ερ­γαζόταν ως οικοδιδάσκαλος στα σπίτια των βογιάρων και έγραψε μια τερατώδη σε μέγεθος Ερμηνεία στην Αποκάλυψη, 5.256 χειρόγραφες σελίδες, δεμένες σε οχτώ τόμους, την οποία έχουν σχολιάσει ο Δυοβουνιώτης, ο Κορδάτος, ο Βρανούσης, ο Δημαράς κ. ά. και με την οποία ασχολήθηκε εκτενώς ο Αστέριος Αργυρίου, από το  έργο του οποίου  και οι περισσότερες πληροφορίες13. Παρότι έχει υποβάλει σε καταιγιστική κριτική το εγχείρημα του Ρήγα, όμως το όνομά του αναφέρεται ανάμεσα στα είκοσι ένα ονόματα που η αυστριακή ανάκριση θεώρησε μέλη της «συνωμοτικής εταιρείας του» εκτός Βιέννης, διότι βρέθηκε σε ιδιόχειρο κατάλογο του Ρήγα («αρχιμανδρίτης Κύριλλος ο Πατρεύς, Βουκουρέστι»), γεγονός που επιβεβαιώνει πως ο Ρήγας διατηρούσε κάποια σχέση μαζί του και οπωσδήποτε τον γνώριζε14.
Ο Κύριλλος τον επέκρινε για τρεις κυρίως λόγους: πρώτον διότι εξέδωσε μιαν «αφύσικον Φυσικήν», δηλαδή για το «διαφωτιστικό» του έργο. Κατά δεύτερον, διότι επεδίωκε την απελευθέρωση της Ελλάδας δίχως τη συνδρομή της θρησκείας και του «Χριστού», τρίτον διότι έδωσε βάση στις υποσχέσεις των ξένων και βιάστηκε («ἑσπούδασεν»), «ἀκαίρως καὶ ἀφρόνως»:
Ὁ­ρᾶ­τε κα­λῶς, προ­σέ­χε­τε ἀ­κρι­βῶς, λά­βε­τε πρό­νοι­αν ἐν ἐ­αυ­τοίς, μή πλά­νη πα­ραρ­ρύ­η­τε Ἐ­νε­τῶν ἤ Ἰ­σπα­νῶν ἤ Γερ­μα­νῶν ἤ Γάλ­λων ἤ Ἀγ­γλων ἤ καί αὐ­τῶν τῶν ὁ­μο­γε­νῶν ὑ­μίν Ρώσ­σων ἐ­παγ­γε­λί­αις τήν ἀρ­χαί­ων ὑ­μῶν βα­σι­λεί­αν ὄ­πλοις ἀ­να­κτή­σα­σθαι.­.. Μή τοί­νυν κλα­πῆ­τε τὰς φρέ­νας τοῖς λό­γοις αὐ­τῶν. Ἀ­να­τρέ­πον­ται ἄ­ρα πολ­λοί ἠ­μῶν ὄν­τες ἐ­λα­φροί καί ὀρ­νε­ώ­δεις, ἐ­φ’ ὄ­πλοις καί πλή­θε­σι στρα­τι­ω­τι­κῶν σω­μά­των καί ἱπ­πι­κή δυ­νά­μει τήν τόν Θη­ρός (Τούρ­κων) κα­τα­στρο­φήν γε­νή­σε­σθαι προσ­δο­κῶν­τες καί κα­τ’ αὐ­τοῦ ὑ­πα­λεί­φον­τες τούς κεί­με­νους ἡ­μᾶς, μᾶλ­λον δέ πα­ρο­ξύ­νον­τες· οἱ ἀ­πα­ξι­οῦν­ται ἡμᾶς, εὑ­ρί­σκον­τες ἀν­δρά­πο­δα αὐ­τοῦ κάλ­λι­στα, καί πί­ο­να ποί­μνια προ­σα­γο­ρεύ­ου­σιν ὡς αὐ­ταίς ταίς ἐ­μαυ­τοῦ ἀ­κο­αίς ἄ­κου­σας ἐκ πε­ρι­ου­σί­ας, ἠ­λε­ή­σαι τήν ἑ­αυ­τῶν πα­ρά­νοι­αν καί­τοι ἐ­πι­στα­μέ­νων ἄ­γαν ἀ­ψευ­δεῖς. Ὅ πε­πόν­θα­σιν ὁ δι­ε­φθαρ­μέ­νος τήν φρέ­να Ρή­γας καί οἱ πε­ρί αὐ­τόν ἀ­καί­ρως καί ἀ­φρό­νως σπου­δά­σαν­τες. Καί πρό γέ τού­των ἄλ­λοι συ­χνοί ἐ­πι­χει­ρή­σαν­τες μη­δέν μέ­γα ἤ μι­κρόν κα­τορ­θώ­σαν­τες, ἀλ­λά πρός τό κα­κῶς δρα­μείν, καί σφᾶς αὐ­τούς πα­ρέ­δω­σαν θα­νά­τω ἀ­σχή­μο­νι, τούς ὁ­μο­γε­νεῖς δέ πι­στούς με­γά­λοις πει­ρα­σμοίς καί ζημίαις ἐμβαλόντες15.
Και μάλιστα ο Ρήγας έδωσε βάση στον χειρότερο από τους ξένους, που δεν ήταν άλλος παρά ο «μέγας άθεος και πλάνος και τύραν­νος Ναπολέων, ο και Μποναπάρτης ονο­μαζόμενος». Πάντως, ο Κύριλλος καλεί τους αναγνώστες του να μη δίνουν βάση σε καμία ξένη δύναμη ούτε και σε αυτούς τους «ομογενείς Ρώσους». Αντίθετα, ο Κύριλλος θα υποστηρίξει χωρίς δισταγμούς την Επανάσταση του ’21 και το έργο της Φιλικής Εταιρείας:
Σε πολλά σημεία της «Ερμηνείας» του, ο Κύριλλος επαινεί και χειροκροτεί τους Ίβηρες (Γεωρ­γιανούς) που αγωνίζονται για να επανακτήσουν την ανεξαρτησία τους, ύστερα από την προσάρ­τηση της χώρας τους και της Εκκλησίας τους στη ρωσική αυτοκρατορία. Επαινεί και χειροκροτεί τους Σέρβους, που από μόνοι τους, χωρίς ξένη βοήθεια, αποφάσισαν να αγωνιστούν για να απαλ­λαγούν από τον τουρκικό ζυγό. Κι όταν στα 1821 ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, ο γέρος πια κα­λόγερος δεν βρίσκει λόγια για να επαινέσει τους συμπατριώτες του, τους άξιους αυτούς απογό­νους των αρχαίων Ελλήνων. Η καρδιά του ξεχείλιζε από χαρά, από θαυμασμό κι από περηφάνια για τα κατορθώματα τους. «Ὀ­λί­γαι χι­λιά­δες ὀρ­θο­δό­ξων», γρά­φει, «Ἑλ­λή­νων ἀ­πό­γο­νοι, ἄ­ο­πλοι, ἄ­νι­πτοι, πε­νέ­στα­τοι, κα­τε­σκλη­κό­τες ἐκ τῆς πε­νί­ας καί τῆς τυ­ραν­νι­κῆς δου­λεί­ας, ἀ­γύ­μνα­στοι τά πο­λε­μι­κὰ, γυ­μνη­τεύ­ον­τες, ἀ­νυ­πό­δυ­τοι, ἀ­νε­πι­στή­μο­νες, πάν­τη ἀ­γράμ­μα­τοι, ἄ­κρως χυ­δαί­οι, οὐ­δε­μί­αν κα­τα­φυ­γήν, οὐ­δέ ἀν­θρω­πί­νην βο­ή­θειαν ἔ­χον­τες, ἐ­γερ­θέν­τες τοῦ πο­λυ­χρο­νί­ου πτώ­μα­τος (τῆς δου­λεί­ας), τῇ τοῦ Χρι­στοῦ δυ­νά­μει ἀν­τι­στή­σον­ται καί τόν ἄ­καμ­πτον αὐ­τοῖν (των Τούρ­κων) και τυ­ραν­νι­κόν τρά­χη­λον κα­τα­πα­τή­σουν». Εκείνο επομένως που ο Κύριλλος κα­τηγορεί στον Ρήγα είναι ότι παραγνώρισε τη θεία βοήθεια και πίστεψε στη βοήθεια του άθεου Ναπολέοντα. Και με μια τέτοια πίστη κι ελπίδα ε­πιχείρησε το επαναστατικό του κίνημα και θέλησε να πα­ρασύρει και τον λαό16.
Ο Κύριλλος είχε γεννηθεί στην Πάτρα το 1741, ενώ το 1761 εισήλθε στη Μονή της Αγίας Λαύρας, όπου και τον συνέλαβαν οι Αλβανοί που λεηλατούσαν την Πελοπόννησο μετά τα Ορλωφικά, το 1770, και τον φυλάκισαν στο Ναύπλιο, από όπου απελευθερώθηκε μόλις το 1778-1779. Μετά, μέσω Κωνσταντινουπόλεως, βρέθηκε στο Βουκουρέστι όπου έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα, ως ιερομόναχος αρχικώς και αρχιμανδρίτης στη συνέχεια. Η σκληρή και απάνθρωπη αιχμαλωσία του, συνέπεια των Ορλωφικών, τον έκανε προφανώς να απορρίψει τελεσίδικα κάθε ιδέα επανάστασης υπό την καθοδήγηση των ξένων και να διαμορφώσει την άποψη πως οι ορθόδοξοι ραγιάδες μόνοι τους θα έπρεπε να απελευθερωθούν. Στο Βουκουρέστι θα ζει, όπως το περιγράφει ο ίδιος, σε άθλιες συνθήκες για μισό αιώνα σχεδόν, ως οικοδιδάσκαλος των γόνων των τοπικών βογιάρων, ενώ μοιάζει να μισεί βαθύτατα τόσο τους λογίους, που τον περιφρονούν, όσο και τους εμπόρους, τους Φαναριώτες, τους βογιάρους. Συνεπώς, απέναντι στον Ρήγα και την «τρυφηλή» ζωή του τρέφει ένα σχεδόν ταξικό μίσος, που τον τυφλώνει ακόμα περισσότερο στις κρίσεις απέναντί του.
Στην Ερμηνεία του στην Αποκάλυψη καταφέρεται εναντίον όλων σχεδόν των λογίων που γνώρισε. [ ] Τους κατηγορεί βέβαια γιατί τον περιφρονούν, αυτόν και τις ιδέες του, και γιατί ασπάζονται την άθεη επιστήμη των δυτικών. Τους κατηγορεί επίσης και κυρίως γιατί συχνά­ζουν στα παλάτια των ευγενών, Ελλήνων και Ρουμάνων. Και ο Κύριλλος επιτίθεται με μια αφάνταστη δριμύτητα εναντίον όλων αυτών των ευγενών, Φαναριωτών και βογιάρων, καθώς επίσης και εναντίον όλων των εμπόρων και των πλουσίων. Πιστεύει πως όλη αυτή η άρχουσα τάξη (οι έμπο­ροι, οι ηγεμόνες, οι διερμηνείς, οι μπογιάρηδες, οι σερδάροι, οι στόλνικοι, οι ποστέλνικοι κ.λπ.) ο­φείλει τη δύναμή της, τον πλούτο της και την ευγένειά της στη συνεργασία της με το οθωμανικό θη­ρίο. Και πως οι άνθρωποι αυτοί δεν επιθυμούν επ’ ουδενί λόγω μια οποιαδήποτε αλλαγή των πραγ­μάτων και πολύ περισσότερο την πτώση του Τούρκου τυράννου, που είναι ο προστάτης τους και ο ευεργέτης τους.
Ο Κύριλλος γνώριζε τον Ρήγα, [ ] ήξερε επίσης ότι ο Ρήγας εργαζόταν ως γραμματικός των αρχόντων του Βουκουρεστίου και πως ο ίδιος κατείχε αξιόλογη κτηματική περιουσία. Χωρίς αμφιβολία, για τον ρακένδυτο μοναχό, ο Βελεστινλής, γραμματικός και γαιοκτήμονας, ανήκε όχι μόνο στην κατηγορία των άθεων λογάδων, αλλά ακόμα στην κάστα των ε­θελόδουλων προυχόντων. Επομένως δεν μπορούσε να εξηγήσει την εθνεγερτική του δράση στη Βιέννη παρά ως παραπλάνηση. Ο Ρήγας είχε απατηθεί από τον πλάνο Βοναπάρτη. Κι από την εκδούλευσή του στους εθελόδουλους ορθόδοξους προύχοντες είχε περάσει στην υπηρεσία του άθε­ου τυράννου των Γάλλων17.

Ψυχολογία του Αθεϊσμού

Ψυχολογία του Αθεϊσμού
1. Friedrich Nietzsche (1844-1900)
(Καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης)
Μετάφραση: Α. Ν.
Επιμέλεια: Θωμάς Δρίτσας
Εισαγωγή
Δεδομένου ότι θα εξετάζω την οικογενειακή ζωή και την ατομική ψυχολογία μεμονωμένων αθεϊστών, προφανώς θα βασίζομαι σε βιογραφικά στοιχεία. Για πάρα πολλές σημαντικές προσωπικότητες του παρελθόντος όμως, τα βιογραφικά στοιχεία είναι δυστυχώς σπάνια. Στους προηγούμενους αιώνες, η παιδική ηλικία θεωρείτο σχετικά ασήμαντη, και λεπτομέρειες βασικές από αυτό το τμήμα της ζωής των ανθρώπων συχνά δεν καταγράφονταν.
Παρά ταύτα,  αυτό που εγώ θα αναζητήσω είναι ένα ‘μοτίβο’ που να επαναλαμβάνεται στις ζωές πολλών αθεϊστών.  Δεν είναι απαραίτητη, ούτε επαρκεί, η μεμονωμένη ζωή ενός μόνο αθεϊστή, ως βάση για την αποδοχή ή την απόρριψη της θεωρίας περί «ελλιπούς πατέρα». Ο αναγνώστης θα πρέπει να φυλάξει την κρίση του μέχρι να προσκομισθούν τα βιογραφικά στοιχεία, όχι μόνο για τους αθεϊστές αλλά και για τους πολύ γνωστούς πιστούς από τις ίδιες ιστορικές περιόδους και κοινωνίες. Αν νοηθούν οι αθεϊστές ως η «πειραματική ομάδα», τότε οι πιστοί που θα συζητηθούν στο επόμενο κεφάλαιο θα είναι η «ομάδα διασταύρωσης». Η διαφορά που θα εντοπισθεί ανάμεσα στα μοτίβα των δύο ομάδων είναι αυτό που θα αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο.
Έχω επιλέξει για μελέτη εκείνους που είναι ιστορικά διάσημοι ως αθεϊστές. Είναι οι μεγάλοι στοχαστές, οι τυπικά φιλόσοφοι, των οποίων η απόρριψη του Θεού αποτελούσε το κέντρο της πνευματικής τους ζωής και της δημόσιας θέσης τους.  Δεν θα συμπεριλάβω επιστήμονες και καλλιτέχνες. Κανονικά, οι επιστήμονες έχουν την εμπειρική έρευνα σαν πρώτιστη μέριμνά τους: η κοσμοθεωρία τους – είτε αυτή είναι αθεϊστική είτε θεϊστική – συνήθως δεν είναι η κυρίαρχή τους απασχόληση στο έργο τους.  Στην τέχνη –λογοτεχνία, μουσική, και οι οπτικές τέχνες- είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τις διανοητικές τους πεποιθήσεις από τα έργα της φαντασίας τους.  Πέραν αυτού, τα άτομα με τα οποία θα ασχοληθούμε εδώ είναι εκείνα που είναι γενικά αναγνωρισμένα ως ιδρυτές και προαγωγοί του σύγχρονου αθεϊσμού και απιστίας.
Όμως τι ακριβώς είναι ένας αθεϊστής;  Πώς συσχετίζεται αυτή η έννοια με τις παραπλήσιες θέσεις όπως είναι ο αγνωστικισμός, ο θεϊσμός, ο πανθεϊσμός και τα συναφή;  Εγώ εκλαμβάνω τον αθεϊσμό ως απόρριψη της πίστης στον ένα Θεό ο οποίος υπερβαίνει τον κόσμο και με τον Οποίον οι άνθρωποι μπορούν να έχουν μια προσωπική σχέση. Στην ορολογία την Ιουδαϊκή & Χριστιανική, αυτό σημαίνει απόρριψη του Θεού-Πατέρα.
            Ξεκινούμε, με αυτό που εγώ ονομάζω σύνδρομο του «νεκρού πατέρα», καθ’ όσον μας παρέχει την πιο ευδιάκριτη και ιστορικά αξιόπιστη απόδειξη για την θεωρία του ελλιπούς πατέρα.  Ο νεκρός πατέρας είναι ελλιπής για δύο λόγους. Πρώτον, ένας νεκρός προφανώς δεν μπορεί να μεγαλώσει παιδιά και από αυτή την σκοπιά, όσο περισσότερο χρόνο είναι νεκρός κατά την διάρκεια της ζωής ενός παιδιού, τόσο πιο ελλιπής θα είναι. Δεύτερον, ο θάνατος ενός γονέα συνηθέστερα ερμηνεύεται από τα μικρά παιδιά ως μια απόρριψη και ως προδοσία. Τα μικρά παιδιά κατανοούν τον θάνατο, όχι ως μια αναγκαιότητα, αλλά ως επιλογή. Η επίδραση αυτής της αίσθησης της απόρριψης και προδοσίας όμως εξαρτάται από την φύση της σχέσεως ανάμεσα στον πατέρα και το παιδί. Κανονικά, ο θάνατος ενός πατέρα που το παιδί δεν γνώρισε ποτέ είναι λιγότερο απόρριψη από τον θάνατο ενός πατέρα στον οποίον το παιδί ήταν προσκολλημένο.
Η επίδραση του πατρικού θανάτου σε ένα παιδί μοιάζει να είναι μεγαλύτερη όταν συμβεί σε ηλικία από 3 έως 5 ετών. Είναι τουλάχιστον τρεις οι ψυχολογικοί λόγοι για την κατανόηση αυτής της περιόδου ως κρίσιμης. Πρώτα, υπάρχει η ψυχολογία της ανάπτυξης της σχέσεως ανάμεσα στο παιδί και τον πατέρα του. Στον πρώτο περίπου χρόνο, το παιδί είναι περισσότερο προσκολλημένο στην μητέρα του, για λόγους ευνόητους. Η προσκόλληση στον πατέρα συνήθως γίνεται βαθύτερη όταν το παιδί μπορεί πλέον να μιλάει και να βαδίζει – περίπου σε ηλικία 2 ετών.  Φυσικά, η σχέση του παιδιού με την μητέρα του παραμένει δυνατή, όμως η αρχή μιας σχέσεως με τον πατέρα κανονικά συμβαίνει περίπου αυτή την χρονική στιγμή, τουλάχιστον στα είδη των οικογενειών που εμείς θα μελετήσουμε. Η σχέση αυτή συνεχώς δυναμώνει. Πάντως, μέχρι να φτάσει την ηλικία των 6 ή 7, η σχέση αυτή συχνά αραιώνει κάπως εξ αιτίας συνομήλικων συντρόφων, δηλαδή, οι παρέες με συμμαθητές και άλλα παιδιά.  Επιπρόσθετα, όταν το παιδί φθάσει σε σχολική ηλικία, αναπτύσσεται και η ικανότητά του να κατανοεί τον θάνατο ως κάτι άλλο από απόρριψη. Μέχρι το άτομο να γίνει 20 ετών, ο θάνατος ενός γονέα – όσο οδυνηρός και αν είναι – είναι πολύ λιγότερο πιθανόν να αποτελέσει θεμελιώδη ψυχολογική εμπειρία.
            Ένας δεύτερος λόγος προβάλλει μέσα από την Οιδιπόδεια ψυχολογία, την οποία ξεκίνησε ο Freud και που συνεχίζει να είναι ένα σημαντικότατο μέρος της σύγχρονης ψυχανάλυσης.  Στην ψυχολογία των αγοριών, η ηλικία από 3 έως 5 είναι η φυσιολογική Οιδιπόδεια περίοδος κατά την οποία το παιδί εμπλέκεται πολύ έντονα με τον πατέρα του και την μητέρα, όπως περιγράφηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Κανονικά, το παιδί επιλύει την Οιδιπόδεια διαμάχη μέχρι να γίνει 5, ταυτιζόμενο πλέον με τον πατέρα του. Πρόκειται για μια κρισιμότατη περίοδο για τον προσδιορισμό του υπέρ-εγώ (super-ego) του παιδιού (δλδ., το ηθικό σύστημα που προκύπτει από τον πατέρα), καθώς και τον σχηματισμό της σεξουαλικής του ταυτότητας. (Εδώ θα μας απασχολήσει κυρίως η ανδρική ψυχολογία, αφού οι πιο σημαντικοί ιστορικοί αθεϊστές ήσαν όλοι άνδρες.  Ο αθεϊσμός των γυναικών είναι ειδική περίπτωση, και θα συζητηθεί αργότερα.)
Ο John Bowlby έχει προσφέρει τα μέγιστα στην κατανόηση της πρώιμης διαμόρφωσης προσωπικότητας, που συσχετίζεται άμεσα με το θέμα που συζητούμε: την ιδέα της «ανησυχίας του χωρισμού» (separation anxiety). Η ανησυχία χωρισμού, ο τρίτος λόγος για τον οποίον η πρώιμη απώλεια ενός πατέρα είναι τόσο συντριπτική, προκαλείται από τον χωρισμό του παιδιού από τον αγαπημένο του πατέρα ή από την απώλεια του πατέρα (ή του γονικού υποκατάστατου). Κανονικά, το φαινόμενο αυτό προϋποθέτει την απώλεια της μητέρας, όμως ένας χωρισμός από τον πατέρα μπορεί εξ ίσου να είναι η πηγή αυτής της ισχυρής και πολύ βασικής ανησυχίας χωρισμού.  Το έργο του Bowlby αναγνωρίζει ως κρίσιμη την ηλικία μεταξύ 2 έως 4 για τον εντοπισμό της ανησυχίας χωρισμού.[1]

2.  Φρηντριχ Νίτσε
 Θα μελετήσω τους αθεϊστές, και αργότερα τους θεϊστές, κατά χρονολογική σειρά γέννησής τους, Όμως θα ξεκινήσω με τον Nietzsche επειδή αυτός είναι πιθανότατα ο πλέον διάσημος αθεϊστής στον κόσμο. Ειδικώτερα, είχε απορρίψει με δραματικότατο τρόπο τον Χριστιανισμό και τον Χριστιανικό Θεό. Η πιο γνώριμη δήλωσή του, «Ο Θεός πέθανε», είναι γνωστή σε εκατομμύρια ανθρώπους. Τον απασχολούσε βαθύτατα η θρησκεία, σε όλη την διάρκεια της ζωής του, ενώ επανειλημμένα και επίμονα αποκήρυσσε τις Χριστιανικές ιδέες και όσους τις πίστευαν. Επιπρόσθετα, οι βιογράφοι του Nietzsche συμφωνούν πως η σκέψη του είναι βαθύτατα συνδεδεμένη με την ιδιαίτερη, πολύπλοκη ψυχολογία του. Ο ίδιος ο Nietzsche μας παρέχει την βάση αυτής της σύνδεσης: «Σταδιακά έχει γίνει προφανές σε μένα πως κάθε μεγάλη φιλοσοφία μέχρι στιγμής ήταν: συγκεκριμένα, η προσωπική ομολογία του συγγραφέα της, καθώς και ένα είδος ακούσιου και ασυναίσθητου απομνημονεύματος... Στον φιλόσοφο, αντιθέτως, δεν υπάρχει τίποτε που να μην είναι προσωπικό, και, πάνω απ’ όλα, η ηθική του αποτελεί οριστική και αποφασιστική μαρτυρία για το ποιος είναι[2]  Σε παρόμοια φλέβα, ο Nietzsche δήλωσε: «Δεν έχω επ’ ουδενί αντιληφθεί τον αθεϊσμό ως αποτέλεσμα κάποιου συλλογισμού, πολλώ μάλλον σαν γεγονός. Σε μένα, είναι ενστικτωδώς προφανής.»[3]  Έχουμε λοιπόν βάσιμο λόγο να πιστέψουμε πως η ψυχολογία (το ασυναίσθητο «ένστικτο») του Nietzsche έχει σχέση με την φιλοσοφία του.
Ο Nietzsche γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό στην Πρωσική Σαξονία (Γερμανία) στις 15 Οκτωβρίου 1844, ήταν δε γιός ενός Λουθηρανού πάστορα. Από τις δύο πλευρές της οικογένειάς του είχαν υπάρξει πολλοί κληρικοί. Ένας από τους βιογράφους του σημειώνει πως παρ’ ότι δεν έμαθε να μιλάει παρά μόνο όταν έγινε δυόμιση ετών, «είχε όμως αποκτήσει μια πολύ στενή σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος μάλιστα του επέτρεπε να εισέρχεται στο γραφείο του την ώρα που εργαζόταν».[4]
Ο πατέρας του Nietzsche, ο πάστωρ Ludwig Nietzsche, απεβίωσε στις 30 Ιουλίου 1849, δύο ή τρεις μήνες πριν από τα πέμπτα γενέθλια του νεαρού Nietzsche. Ο πάστορας ήταν άρρωστος όλο τον προηγούμενο χρόνο, από μια ασθένεια του εγκεφάλου. (Η μεταθανάτια πιστοποίηση μιλούσε για κάποια «μαλάκυνση» που είχε επηρεάσει μέχρι και το ένα τεταρτημόριο του εγκεφάλου του[5]). Πριν πεθάνει, και ακόμα πριν εκδηλωθεί η ασθένειά του, περιστασιακά εμφάνιζε μικρές επιληπτικές κρίσεις, οι οποίες ανησυχούσαν την νεαρή σύζυγό του.[6]  Ο Nietzsche συχνά μιλούσε θετικά για τον πατέρα του, και για τον θάνατό του ως μια μεγάλη απώλεια που ποτέ του δεν λησμόνησε. Όπως το περιέγραψε ένας βιογράφος του, ο Nietzsche ήταν «παθιασμένα προσκολλημένος στον πατέρα του, και το σοκ της απώλειάς του ήταν βαθύτατο»[7]. Όταν ήταν στην αρχή της εφηβείας του, ο Nietzsche έγραψε τις αναμνήσεις του από τα παιδικά του χρόνια – Aus meinem Leben (Από την Ζωή μου) – οι οποίες συμπεριελάμβαναν και την περιγραφή της ημέρας που πέθανε ο πατέρας του:

Όταν ξύπνησα εκείνο το πρωί, άκουγα θρήνους τριγύρω μου. Η αγαπημένη μου μητέρα μπήκε μέσα με κλάματα, ολολύζοντας «Θεέ μου! Ο αγαπημένος μου Λούντβιχ είναι νεκρός!» Αν και ήμουν ακόμα μικρός και αθώος, είχα κάποια ιδέα του τι σημαίνει θάνατος.  Καθηλωμένος όπως ήμουν από την σκέψη πως θα χωριζόμουν για πάντα από τον πολυαγαπημένο μου πατέρα, έκλαψα πικρά.  Οι ημέρες που ακολούθησαν είχαν καταληφθεί από θρήνους και προετοιμασίες για την κηδεία. Θεέ μου! Είχα γίνει ορφανό, και η μητέρα μου χήρα! – Στις 2 Αυγούστου, τα γήινα απομεινάρια του αγαπημένου μου πατέρα παραδόθηκαν στο χώμα… Η τελετή άρχισε στις μία το μεσημέρι, και συνοδευόταν από τον ήχο των καμπανών.  Ω, θα έχω για πάντα εκείνη την υπόκωφη κλαγγή των καμπανών μέσα στα αυτιά μου, και δεν θα ξεχάσω ποτέ την μελαγχολική μελωδία του ύμνου Jesu mein Zuversicht (Ιησού, Πίστη μου).[8]

Στην ίδια αυτή, πρώιμη αυτοβιογραφία του, ο νεαρός Nietzsche είχε εκφράσει έντονα θρησκευτικά συναισθήματα και ταύτιζε τον Θεό με τον νεκρό πατέρα του: «Στο κάθε τι, ο Θεός με έχει οδηγήσει με ασφάλεια όπως οδηγεί ένας πατέρας το αδύναμο παιδάκι του… Σαν μικρό παιδάκι, εμπιστεύομαι την Χάρη Του[9]
Όταν ήταν είκοσι τεσσάρων ετών, ο Nietzsche έγραψε πως ο πατέρας του «πέθανε πάρα πολύ νωρίς. Μου έλειπε η αυστηρή και ανώτερη καθοδήγηση μιας ανδρικής διανόησης[10] Όμως κάποια άλλα σχόλια του Nietzsche φανερώνουν πως παρ’ ότι αγαπούσε  και θαύμαζε τον πατέρα του, τον έβλεπε ταυτόχρονα σαν άτομο αδύναμο και ασθενικό, που του έλειπε η «δύναμη ζωής».  Τον Ιούλιο του 1888, έξι μήνες πριν υποστεί τον νευρικό κλονισμό από τον οποίο ποτέ δεν συνήλθε, έγραψε πως υπέφερε «κάτω από την πίεση μιας νευρικής εξασθένησης (η οποία εν μέρει είναι κληρονομική –από τον πατέρα μου, ο οποίος επίσης πέθανε εξ αιτίας μιας διάχυτης έλλειψης δυνάμεως ζωής.)[11]  Ο Nietzsche έκανε τον συσχετισμό αυτό ξεκάθαρο, όταν έγραψε: «Ο πατέρας μου πέθανε στην ηλικία των 36. Ήταν εύθραυστος, αγαπητός και ασθενικός, σαν ένα ον που προορίσθηκε να επισκεφθεί μόνο προσωρινά τον κόσμο αυτό – ήταν σαν μια λεπτεπίλεπτη υπενθύμιση ζωής, παρά αυτή καθεαυτή η ζωή[12]
Η γενική αδυναμία και ασθενικότητα του πατέρα του ήταν για τον Nietzsche επίσης συνδεδεμένη – όπως αναμενόταν – με τον Χριστιανισμό του πατέρα του.  Η κυριότερη κριτική του Nietzsche για τον Χριστιανισμό – για την ηθική του, για τον Ιησού της Χριστιανικής θεολογίας, και για την όλη έννοια του Θεού των Χριστιανών – ήταν πως έπασχε από έλλειψη, ακόμα και απόρριψη, της «δύναμης ζωής».  Ο Θεός που είχε επιλέξει ο Nietzsche ήταν ο Διόνυσος – μια ισχυρή παγανιστική έκφραση της «δύναμης ζωής». Έτσι λοιπόν δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς την απόρριψη του Θεού και του Χριστιανισμού από τον Nietzsche ως απόρριψη της αδυναμίας του πατέρα του. Η ιδιαίτερη φιλοσοφία του Nietzsche, με την έμφαση που έδινε στον «υπεράνθρωπο» (uebermensch), στην «θέληση για ισχύ», στο «να γίνεται κανείς σκληρός», στο «ξανθό θηρίο», καθώς και στην πασίγνωστη υποτίμηση που έδειχνε προς τις γυναίκες (για παράδειγμα, είχε πει κάποτε: «Πηγαίνεις να δεις γυναίκα; Μην ξεχάσεις το μαστίγιό σου!» Και αλλού: «Η ευτυχία του άνδρα είναι το ‘εγώ θα’. Η ευτυχία της γυναίκας είναι το ‘αυτός θα’»[13] όλα υποδηλώνουν τις περαιτέρω εκδηλώσεις της απόπειράς του να ταυτισθεί με ένα αρσενικό πρότυπο που ο πατέρας του (και ως προέκταση αυτού, η θρησκεία του πατέρα του) δεν μπόρεσαν ποτέ να του παράσχουν.
Η αναζήτησή του για την αρρενωπότητα είχε υπονομευθεί ακόμα περισσότερο από μια άλλη επικυριαρχία των παιδικών του χρόνων, μετά τον θάνατο του πατέρα του: εκείνη της μητέρας του και των γυναικών-συγγενών του. Ζούσε σε ένα πολύ Χριστιανικό σπιτικό με την μητέρα του, την νεώτερη αδελφή του, την εκ πατρός γιαγιά του και δύο θείες εκ πατρός, μέχρι που έφυγε για το σχολείο του σε ηλικία 14 ετών.  Έτσι, δεν μας εκπλήσσει που για τον Nietzsche η Χριστιανική ηθική ήταν κάτι που αφορούσε τις γυναίκες – μια ένδειξη αδυναμίας, μια νοοτροπία σκλάβου.  Στο έργο Ecce Homo (την αυτοβιογραφία του), είχε δηλώσει: «Όταν αναζητώ το βαθύτερό μου αντίθετο, την ανυπολόγιστη μικρότητα των ενστίκτων, πάντοτε βρίσκω εκεί την μητέρα μου και την αδελφή μου – το να συγγενεύω με τέτοιο συρφετό θα ήταν βλασφημία εναντίον της θεότητάς μου.  Η μεταχείριση που έχω υποστεί από την μητέρα και την αδελφή μου, μέχρι και αυτή τη στιγμή, με γεμίζει με ανέκφραστη φρίκη: εδώ ενεργεί ένας απόλυτα διαβολικός μηχανισμός.»[14]
Στο τοπικό σχολείο που φοιτούσε σαν νεαρός, ο Nietzsche είχε δυσκολία στο να ταυτίζεται με άλλα αγόρια. Τον κορόϊδευαν, αποκαλώντας τον «μικρό πάστορα» εξ αιτίας της σοβαρής, συγκρατημένης και ευλαβικής συμπεριφοράς του. Λόγω της μυωπίας του, το σωματικά παθητικό του ταμπεραμέντο, και τις συχνές αδιαθεσίες του, ακόμα και από την παιδική του ηλικία, δεν συμμετείχε και στα αγορίστικα παιχνίδια. Προκειμένου να υπερκαλύψει τα κοινωνικά του ελλείμματα , ακόμα και στην νεαρή αυτή ηλικία, ο Nietzsche υπερτόνιζε το επιβάλλον του – πράγματι, είχε ένα αληθινό πόθο για αυτοκυριαρχία. Κάποτε έκανε μια επίδειξη θάρρους στα άλλα παιδιά, παίρνοντας μια χούφτα σπίρτα, ανάβοντάς τα και κρατώντας τα μέσα στην παλάμη του χεριού του, μέχρι που ένας περαστικός τα πέταξε βίαια στο έδαφος. Το χέρι του είχε υποστεί σοβαρά εγκαύματα.[15]
Πολλοί έχουν παρατηρήσει την έντονη απόκλιση ανάμεσα στην σκληρή, δραματική και πολύ αρρενωπή φιλοσοφία του Nietzsche –ένα είδος φανταστικής περσόνας που είχε δημιουργήσει- και το πραγματικό του ταμπεραμέντο και συμπεριφορά. «Ο πόλεμος είναι άλλο πράγμα», έγραφε. «Εκ φύσεως είμαι φιλοπόλεμος. Το να επιτίθεμαι είναι ανάμεσα στα ένστικτά μου.»[16]  Όμως από κοντά ήταν ένα κλειστός και διανοούμενος τύπος που συχνά υπέφερε από κεφαλαλγίες, πόνους στομάχου και διάφορα άλλα σωματικά προβλήματα, ανάμεσά τους και τα συμπτώματα σύφιλης.  Η υγεία του ήταν τόσο άθλια, που συχνά έμενε κλινήρης, με την φροντίδα της αδελφής του και της μητέρας του.
Η φιλοσοφία του μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας έντονος πνευματικός αγώνας για να ξεπεράσει την αδυναμία του Χριστιανού πατέρα του – αδυναμία που συχνά έμοιαζε να τον στοιχειώνει, όπως ένα όνειρο που είχε δει σαν μικρό παιδί το 1850, έξι μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του, και λίγο πριν πεθάνει ο μικρός αδελφός του, βρέφος ακόμα:

Άκουγα τον ήχο του εκκλησιαστικού οργάνου να παίζει όπως σε κηδεία. Όταν πήγα να δω τι συμβαίνει, ξαφνικά ανοίγει μπροστά μου ένας τάφος και βγαίνει από μέσα του ο πατέρας μου, τυλιγμένος με ένα σάβανο. Προχώρησε βιαστικός προς την εκκλησία και μετά από λίγο επέστρεψε, κρατώντας ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά του.  Ο λοφίσκος του τάφου ξανα-άνοιξε, εκείνος σκαρφάλωσε και ξαναμπήκε μέσα στον τάφο, και η ταφόπετρα ξανακάθισε πάνω από το άνοιγμα.  Ο ογκούμενος ήχος του εκκλησιαστικού οργάνου σταματάει ξαφνικά, και εγώ ξυπνάω.  Το πρωί διηγούμαι το όνειρο στη νεκρή μητέρα μου...  Μετά από λίγο καιρό, ο μικρός Ιωσήφ αρρώστησε ξαφνικά. Τον έπιασαν σπασμοί και εντός λίγων ωρών, είχε πεθάνει.»[17]
Εν ολίγοις, στον Nietzsche έχουμε μια δυνατή, πνευματικά αρρενωπή αντίδραση σε ένα νεκρό, πολύ Χριστιανό πατέρα ο οποίος είχε αγαπηθεί και θαυμαστεί, αλλά είχε θεωρηθεί αρρωστιάρης και αδύναμος – ένα δείγμα εκείνου που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει «δύναμη θανάτου» - ακριβώς το αντίθετο της φιγούρας του Υπεράνθρωπου που είχε εξιδανικεύσει ο Nietzsche.  Όπως ένας από τους βιογράφους του το περιέγραψε, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του Nietzsche μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μια μόνιμη «αναζήτηση του πατέρα».[18]  Μάλιστα, ο Υπεράνθρωπος μπορεί να ερμηνευθεί ως η εξιδανικευμένη πατρική φιγούρα του Nietzsche.