Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

Ντοστογιέφσκι, Βαν Γκογκ, Μπετόβεν: Οι τρεις Άγιοι της τέχνης



Το γεγονός πως δεν πτοήθηκαν από την εχθρικότητα αυτή και ψήλωσαν μέσα τους το κερί της ψυχής τους που εκλιπαρούσε για διαφυγή μέσω της δημιουργίας, οδήγησε την καλλιτεχνική τους παρακαταθήκη στις κορυφές της οικουμενικότητας. Διανοητές και εκφραστές-μύστες των πιο μύχιων ανησυχιών τους μέσω της ζωγραφικής, της μουσικής και της λογοτεχνίας και κατά προέκταση μέσω των ήχων, των χρωμάτων και των λέξεων έδρασαν στα «κρησφύγετα” που οι ίδιοι είχαν επιλέξει να αποτελέσουν τα εργαστήρια επεξεργασίας της κρυφής αγωνίας τους. Αυτή η διακαής τους επιθυμία και λαχτάρα για ζωή μέσω της τέχνης τους είχε κυρίως δύσκολες στιγμές, περισσότερες λύπες και απογοητεύσεις παρά χαρές και ικανοποιήσεις.
Αναμφίβολα υπήρξαν δέσμιοι των αδυναμιών τους και των έντονων παθών τους, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Ξόδευαν τόση ενέργεια, επιστράτευαν τόση δράση και η τρέλα βρισκόταν ανά πάσα στιγμή στο κατώφλι τους με κίνδυνο να χαθούν στα μονοπάτια της χωρίς σχέδιο διάσωσής τους να προβλέπεται. Οι εθισμοί και οι εξαρτήσεις τους, το ποτό, ο τζόγος, η αυτοκαταστροφή και οι αυτοκτονικές τάσεις λοιπόν δεν αποτέλεσαν παρά ένα μέσο εκτόνωσης της καθ’ ομολογία ανεξήγητης, δυσερμήνευτης και σχεδόν θεόσταλτης ιδιοφυίας. Σε τέτοιο βαθμό που απελπισμένες λύσεις όπως αυτές που περιέγραψα και που εκείνοι ακούσια ή εκούσια δοκίμασαν για να κατατροπώσουν τον υψηλό κίνδυνο, τους στιγμάτισαν και τους εξοστράκισαν από μία κοινωνία ανέτοιμη να υποδεχθεί στα σπλάχνα της το μεγαλείο τους.
Μέσα σε όλο αυτό τον πυρετό και την λάβα που πάντα σιγόκαιγε, δεν έπαψαν να γεμίζουν το δοχείο της ζωής τους με ακραίες συμπεριφορές και ακρότητες γιατί με αυτή την παρά φύση μέθοδο τιθάσευαν τα ατελείωτα και αγριεμένα ένστικτά τους. Δεν είναι παράλογη όλη αυτή η παραφορά που τους διακατείχε. Ιερατικές και επαναστατικές – με την ορθολογική έννοια του όρου – μορφές όπως αυτοί, μέσα στην δίνη ενός απλού βίου ζωής χωρίς πολλές φορές ούτε καν τα απαραίτητα και τα στοιχειώδη και με την ένδεια να τους χτυπάει εκκωφαντικά την πόρτα, απευθύνθηκαν στην γεύση απαγορευμένων εξάρσεων και ανήθικων δρόμων.
Ποιο είναι όμως το προφίλ των τριών αυτών «Αγίων”; Ποια δρομολόγια ακολούθησε ο καθένας για να χαράξει σε χαρτί, να αποτυπώσει σε καμβά και να εγγράψει σε ρυθμούς τον παλμό μίας τέχνης που έγινε σημείο αναφοράς για ολόκληρες γενιές επερχόμενων καλλιτεχνών και απλών ανθρώπων; Ποιοι οι λόγοι που εκείνοι έστω και με την υστεροφημία τους αφού στη ζωή τους δεν απόλαυσαν τους καρπούς της αναγνώρισης κατόρθωσαν να εγκατασταθούν μία για πάντα στον χρόνο και να καταστούν διαχρονικοί; Αναμφισβήτητα, οι τρεις τους δεν συνδέθηκαν ποτέ, δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους αλλά ως συγκοινωνούντα δοχεία ανέπτυξαν μέσω της τέχνης τους έναν διάλογο ουσιώδη, μία ζωηρή συνομιλία, έναν κοινό κώδικα ρομαντισμού, τρυφερότητας και προσέγγισης των πραγμάτων που αν κανείς έγραφε ένα βιβλίο σίγουρα θα κυοφορούσε κοινές ιδέες, συνισταμένες και αρχές.
Ο Βαν Γκογκ (1853-1890) υπήρξε ο ζωγράφος/φιλόσοφος που στην σύντομη ζωή του λοιδορήθηκε, αγνοήθηκε, ταλαιπωρήθηκε αλλά άφησε πίσω του ανεκτίμητη κληρονομιά μία πληθώρα έργων και επέδειξε τέτοιο ζήλο αξιομνημόνευτο. Στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, ο αυταρχικός πατέρας του επεφύλασσε για αυτόν καριέρα πάστορα μιας και ο ίδιος ήταν πάστορας. Τον ρόλο ενώ ουσιαστικά ποτέ δεν τον αποδέχτηκε, τον επιτέλεσε με τόση αφοσίωση και έμελλε αυτά τα χρόνια και κυρίως η παραμονή του στο Βορινάζ κοντά στους μεταλλωρύχους, όπου και κήρυττε τον λόγο του Θεού, να γίνουν η κύρια πηγή έμπνευσής του.

Η «Λεονόρα» του Διαφωτισμού και των υψηλών ιδανικών ΝΙΚΟΣ Α. ΔΟΝΤΑΣ



Με λυρική φωνή αλλά σκηνικά έντονη παρουσία ερμήνευσε τη Λεονόρα η Μ. Πέτερσεν, εδώ γονατισμένη. Δεξιά του αρχιμουσικού Ρ. Γιάκομπς διακρίνεται ο τενόρος Γ. Κουμ.

ΕΤΙΚΕΤΕΣ: Κριτική

Η «Λεονόρα» του Μπετόβεν, αρχική εκδοχή του γνωστότερου «Φιντέλιο», παρουσιάστηκε σε ημισκηνοθετημένη μορφή στις 30 Οκτωβρίου στην Αίθουσα Φίλων της Μουσικής. Δουλεμένη στη λεπτομέρειά της από τον γνωστό Φλαμανδό αρχιμουσικό Ρενέ Γιάκομπς, μαζί με ομάδα καλών μονωδών, την εξαίρετη Ορχήστρα Μπαρόκ του Φράιμπουργκ και το χορωδιακό σύνολο Ακαδημία Τραγουδιού της Ζυρίχης, η παράσταση έφθασε στην Αθήνα, αφού πρώτα είχε παρουσιαστεί σε Βιέννη, Βρυξέλλες και Αμστερνταμ, ενώ ακολούθησαν παραστάσεις σε Μπάντεν-Μπάντεν και Παρίσι. Η ένταξη της Αθήνας σε αυτή την αλληλουχία μουσικών πρωτευουσών έδωσε την ψευδαίσθηση ότι η πόλη συμμετέχει με ενεργό τρόπο στο ευρωπαϊκό μουσικό γίγνεσθαι. Για μια στιγμή ξεχάσαμε ότι ο «Φιντέλιο», έργο ρεπερτορίου σε άλλες χώρες, έχει να παρουσιαστεί στην Αθήνα από το 1995, δηλαδή εδώ και 22 χρόνια.

Προφανώς, δεν απορρίπτει κανείς την αρχική εκδοχή της όπερας ως νεανικό πρωτόλειο του Μπετόβεν. Εξάλλου, η «Λεονόρα» δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «νεανική». Το 1805, όταν την ολοκλήρωσε, ο Μπετόβεν ήταν 35 ετών και είχε συνθέσει έργα όπως η «Ηρωική» συμφωνία, τα τρία πρώτα Κοντσέρτα για πιάνο και σονάτες όπως η «Βάλντσταϊν». Η εμπειρία του στο λυρικό θέατρο υπήρξε πράγματι περιορισμένη και η γραφή του για τις φωνές ήταν προβληματική, αλλά αυτά τα χαρακτηριστικά θα παρέμεναν αμετάβλητα εννέα χρόνια μετά, οπότε κατέληξε στον «Φιντέλιο», όπως επίσης μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ισορροπημένο έργο

Τυπική «όπερα σωτηρίας», κατά την οποία ο κεντρικός ήρωας, ο οποίος βρίσκεται σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, σώζεται την τελευταία στιγμή, η «Λεονόρα» φαίνεται πως ήταν εμπνευσμένη από πραγματικό περιστατικό της περιόδου της Τρομοκρατίας των Ιακωβίνων. Οι διαφορές του έργου με τον «Φιντέλιο» είναι ουσιαστικές. Η «Λεονόρα» διαθέτει τρεις ισότιμες πράξεις, αντί των συνεπτυγμένων δύο του «Φιντέλιο». Καθεμιά έχει διακριτό χαρακτήρα. Η πρώτη ανήκει περισσότερο στο «κωμικό» είδος όπερας, με έμφαση στην ανάλαφρη και καθημερινή όψη της ζωής. Κυριαρχούν τα αισθηματικά προβλήματα της Μαρτσελίνε, κόρης του δεσμοφύλακα Ρόκο, η οποία προτιμά ως σύζυγο τον αινιγματικό Φιντέλιο, από τον οικείο της Ζακίνο.

Η δεύτερη πράξη απευθύνεται στα βαθύτερα συναισθήματα των θεατών, εστιάζοντας στο δράμα της Λεονόρας, η οποία μεταμφιεσμένη σε άνδρα με το όνομα Φιντέλιο αναζητεί στις φυλακές όλης της χώρας τον σύζυγό της, πολιτικό κρατούμενο. Η τρίτη πράξη μετατοπίζει το ενδιαφέρον στο προσφιλές μετά τη Γαλλική Επανάσταση ιδεολογικό επίπεδο, μιλώντας για τα ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και την καταδίκη της τυραννίας. Η λύση δίνεται μέσα από την εμφάνιση ενός από μηχανής θεού, αλλά με λιγότερο συνοπτικές διαδικασίες απ’ ό,τι στον «Φιντέλιο».

Στον «Φιντέλιο» η μουσική δραματουργία καθορίζεται από τους χαρακτηριστικά δραματικούς τόνους της άριας της Λεονόρας και της αντίστοιχης του συζύγου της Φλόρεσταν. Στη «Λεονόρα» από την πρώτη άρια απουσιάζει το έντονα δραματικό εισαγωγικό απαγγελτικό μέρος, ενώ η δεύτερη έχει χαρακτήρα λυρικής αναπόλησης. Επομένως, επιγραμματικά, η «Λεονόρα» είναι έργο με διαφορετικές ισορροπίες και διαφορετική αισθητική σε σχέση με την τελική εκδοχή.

Εξαιρετική ερμηνεία

Ο Γιάκομπς πρόβαλε τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά του έργου κατ’ αρχάς μέσα από τον ιδιαίτερα καλλιεργημένο ήχο των οργάνων εποχής της Ορχήστρας Μπαρόκ του Φράιμπουργκ. Σπάνια ακούει κανείς φυσική τρομπέτα με ήχο τονικά σίγουρο, δυναμικά ελεγχόμενο και ταυτόχρονα μαλακό. Εξίσου σπάνια ακούγεται ξύλινο φλάουτο με ήχο τόσο καλά εστιασμένο, ώστε η συμβολή του να είναι ευδιάκριτη. Ομοια φανερή ήταν η συνεισφορά των τριών κοντραμπάσων, των οποίων ο ήχος δεν χανόταν στο σύνολο των εγχόρδων, αλλά, αντίθετα, υπογράμμιζε και χρωμάτιζε με επιτυχία τα μέρη στα οποία συμμετείχε. Με δυο λόγια, χάρη σε ένα πολύ καλά προετοιμασμένο σύνολο, ο Γιάκομπς πρόβαλε όλα τα στοιχεία της μουσικής γραφής, τα οποία συμβάλλουν στο τελικό εξαιρετικό μουσικό κείμενο, δημιουργώντας ένα πολυεπίπεδο ακρόαμα με πρόσθετο ενδιαφέρον.

Η διανομή ήταν στο σύνολό της ισορροπημένη. Τον ρόλο του τίτλου ανέλαβε η υψίφωνος Μάρλις Πέτερσεν, σταθερή συνεργάτις του Γιάκομπς και γνωστή στο αθηναϊκό κοινό. Το φωτεινό ηχόχρωμα της φωνής της ακτινοβολεί αθωότητα και ανέδειξε κυρίως τη θηλυκή πλευρά του ρόλου. Διαβάζει κανείς ότι η Αννα Μίλντερ, πρώτη ερμηνεύτρια του ρόλου, διέπρεπε ως πρωταγωνίστρια στις όπερες «Ιφιγένεια στην Ταυρίδα» του Γκλουκ και «Μήδεια» του Κερουμπίνι. Πιθανότατα επρόκειτο για φωνή με πιο σκούρες αποχρώσεις, ικανές να αναδείξουν αμεσότερα τους μελοδραματικούς τόνους, ειδικά στα μουσικά μέρη της δεύτερης πράξης.

Ο Αυστριακός τενόρος Γιοχάνες Κουμ, ο οποίος ερμήνευσε τον ρόλο του Ζακίνο, έσωσε την παράσταση, καθώς τελευταία στιγμή κλήθηκε να αναλάβει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Φλόρεσταν, στον οποίο ανταποκρίθηκε χωρίς εμφανή προβλήματα. Πειστικοί υπήρξαν ο Ρώσος βαθύφωνος Ντιμίτρι Ιβασένκο ως Ρόκο και η Αμερικανίδα υψίφωνος Ρόμπιν Τζοχάνσεν ως Μαρτσελίνε, ενώ ο Νορβηγός βαρύτονος Γιοχάνες Βάισερ ως «κακός» Πιτσάρο είχε να αντιπαλέψει τη γραφή του Μπετόβεν, ελάχιστα φιλική για τη φωνή του.
Έντυπη

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ


Εκτύπωση E-mail


Beethoven Waldmuller 1823Ύμνος στη χαρά μέσα από την άβυσσο της οδύνης ~ LUDWIG VAN BEETHOVEN*Το υπέροχο αυτό κείμενο για τη ζωή του Μπετόβεν κρυβόταν μέσα σε σκονισμένα αρχεία παλαιών εντύπων. Από το 1927 που δημοσιεύτηκε, αποτελεί μία ιδιαίτερη και ευαίσθητη πινελιά πάνω στη ζωή και το έργο του μεγάλου δημιουργού και αξίζει της προσοχής μας.
Η αθάνατη δημιουργία και ο ΑνθρωπισμόςΑνάμεσα στους ανθρώπους που κατορθώσανε να επισύρουν την προσοχή των ομοίων τους, να υψωθούν από το κοινό επίπεδο των άλλων και να νικήσουν ακόμα και τον θάνατο με το να ζούνε στη μνήμη των μεταγενεστέρων τους, υπάρχει μία τάξη που δεσπόζει ασύγκριτα τις άλλες και αξίζει περισσότερο να μελετηθεί. Στην τάξη αυτή περι­λαμβάνονται οι άνθρωποι εκείνοι που αν και ανήκουν σε διάφορες εθνικότητες και μιλούνε γλώσσες διαφορετικές, πρεσβεύουν όμως μια θρησκεία, την Ιερότερη, τη θρησκεία του Ανθρωπισμού. Οι προλήψεις, τα πάθη και τα μίση που παρουσιαζόμενα υπό μορφή ευγενών αισθημάτων ορίζουν και εξαγριώνουν τους λαούς, δεν μπορέσανε να επηρεάσουν τη σκέψη τους και να πνίξουν τη φωνή που έβγαινε από τα βάθη της κατ’ εξοχήν ανθρωπιστικής τους φύσης.
Αν και χωρισμένοι από φυλετικές διακρίσεις οι άνθρωποι αυτοί είναι αδελφοί και έχουν για μεγάλη και αληθινή πατρίδα την ανθρωπότητα. Πάντα ενωμένοι, άσχετα με την εποχή στην οποία ζούνε, το μόνο πράγμα που τους χωρίζει λίγο είναι ο τρόπος με τον όποιο εκφράζουν τις ίδιες σκέψεις τους και τα ίδια αισθήματά τους, κι αυτό το πράγμα είναι η γλώσσα που μιλούν και γράφουν για να μεταδίδουν στον υλικό κόσμο εκείνα που αντλούν από τον κόσμο των ιδεών και των αισθημάτων. Υπάρχει όμως μια γλώσσα που αν δεν είναι απόλυτα κοινή, είναι ωστόσο η πιο κοινή απ’ όλες, μια γλώσσα που δεν λέγει τίποτε και λέγει το παν, που δεν δεσμεύει τις ιδέες ή τα αισθήματα μήτε δεσμεύεται απ’ αυτά, αλλά αφήνει ελεύθερο αυτόν που τη νοιώθει να βυθίζεται στον ατέλειωτο ωκεανό που δημιουργεί η εκδήλωσή της κι εκεί να επικοινωνεί αχόρταγα με το πνεύμα εκείνου που την έγραψε: η γλώσσα αυτή είναι η μουσική.
Ludwig van Beethoven, υμνητής της παγκόσμιας αδελφοσύνηςΑυτός που τη χειρίστηκε για να ξυπνήσει μέσα μας τα αισθήματα του ανώτερου ανθρώπου, να μας κάμει ανδρείους στις κρίσιμες στιγμές τής ζωής μας, έτοιμους να παλέψουμε με τις μεγαλύτερες ηθικές ή υλικές δυστυχίες και να «γίνουμε άνθρωποι αντάξιοι της επωνυμίας αυτής», είναι ο Ludwig van Beethoven, ο αθάνατος υμνητής της παγκόσμιας αδελφοσύνης.
Γεννήθηκε στην Bonn, κοντά στην Κολωνία, στις 16 Δεκεμβρίου 1770 μέσα σ’ ένα μικρό κι άθλιο σπιτάκι. Ο πατέρας του, τενόρος στην αυλή του πρίγκηπα, ήταν αλκοολικός. Η μητέρα του, κόρη ενός μάγειρα, πέθανε φθισικιά. Η παιδική του ηλικία δεν φαίνεται να ήταν πολύ ευχάριστη. Ο πατέρας του για να μπορέσει να τον εκμεταλλευθεί ως μικρό μουσικό φαινόμενο τον ανάγκαζε να μελετά ώρες ολόκληρες χωρίς να λαμβάνει υπόψη του την ηλικία και τις δυνάμεις του. Ευτυχώς η μουσική του μόρφωση δεν στηρίχθηκε μονάχα στον πατέρα του. Αργότερα διάφοροι μουσικοί αξίας είχαν την τιμή να δώσουν μαθήματα στον μέλλοντα συνθέτη της 9ης συμφωνίας.

Η εν γένει άλλη παίδευσή του είχε παραμεληθεί, αφού μόλις κατόρθωσε να τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Η περιέργειά του όμως για τα μεγάλα και αξιόλογα γεγονότα και η συναναστροφή ανεπτυγμένων προσώπων συνέτειναν στο να γίνει αυτοδίδακτος. Πρόχειροι λογαριασμοί του καμωμένοι σε προχωρημένη ηλικία δείχνουν πως για να πολλαπλασιάσει πρόσθετε τον πολλαπλασιαστέο τόσες φορές όσες μονάδες είχε ο πολλαπλασιαστής.
Το 1787 πήγε για πρώτη φορά στην Βιέννη όπου παρέμεινε λίγες μόνον εβδομάδες. Ο Mozart, στον όποιον παρουσιάσθηκε, προείπε: Προσοχή σ’ αυτόν τον νέο, μια μέρα θα κάμει τον κόσμο να μιλά γι’ αυτόν.
Μετά την επιστροφή του στη Bonn η μητέρα του πεθαίνει. Ο πατέρας του ο όποιος ολοένα παρασύρεται από τον αλκοολισμό είναι ανίκανος για κάθε εργασία, τότε ο νεαρός Beethoven θα αναλάβει τους δυο μικρούς του αδελφούς ως που να κατορθώσει να τους αποκαταστήσει. Η ζωή που διάγει στην Bonn τον πλήττει και το ωραιότερο του όνειρο είναι να επιστρέψει στην Βιέννη. Αν και συναντά πολλά εμπόδια ωστόσο ένα περιστατικό θα γίνει αφορμή να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του αυτή.
Γνωριμία με τον HaydnTo 1791 ο Haydn επιστρέφοντας από το Λονδίνο όπου είχε πάει για να διευθύνει μερικές συναυλίες σταματά στην Bonn. Σε μια μουσική γιορτή που διοργάνωσαν προς τιμήν του ο Beethoven βρίσκει την ευκαιρία και του παρουσιάζει μια σύνθεσή του. Ο Haydn τον επαινεί, τον ενθαρρύνει και του δηλώνει ότι είναι έτοιμος να τον προσλάβει ως μαθητή του. Λίγους μήνες αργότερα ο Beethoven εγκαταλείπει την Bonn και πηγαίνει στην Βιέννη για να τελειοποιήσει τις σπουδές του. Εκεί σχετίζεται με όλη την ανεπτυγμένη και εκλεκτή κοινωνία και μολονότι ο χαρακτήρας του είναι δύσκολος, η ιδιοφυΐα και το ταλέντο του κάνουν τους άλλους να τον συγχωρούν για τους απότομους τρόπους του.
Παίρνει μαθήματα από τον Haydn κι όταν αυτός γύρισε πάλι στο Λονδίνο, εξακολουθεί με άλλους επίσης σοβαρούς διδασκάλους. Οι συνθέσεις του προσελκύουν την προσοχή των μουσικών κύκλων και το παίξιμο του στο πιάνο τον κάνουν να παραβάλλεται με άλλους διάσημους εκτελεστές της εποχής του.
Μέχρι του σημείου αυτού η ζωή του δεν παρουσιάζει τίποτε το εξαιρετικό. Εδώ όμως αρχίζει η σπαρακτική τραγωδία. Αντιλαμβάνεται ότι «το ευγενέστερο μέρος του εαυτού του», η ακοή, αδυνατίζει πολύ, ελπίζει να γιατρευτεί αλλά αμφιβάλλει γιατί τέτοιου είδους ασθένειες είναι ανίατες.
«Είμαι κουφός»«Διάγω», γράφει, «μια άθλια ζωή. Από χρόνια τώρα αποφεύγω όλες τις συναναστροφές γιατί δεν μπορώ να συνομιλήσω με τούς ανθρώπους, είμαι κουφός. Αν είχα καμιά άλλη τέχνη το πράγμα θα ήταν ακόμα υποφερτό, αλλά στη δικιά μου η κατάστασή μου είναι τρομερή. Τί θα λέγανε γι’ αυτό οι εχθροί μου που ο αριθμός τους δεν είναι μικρός; Στο θέατρο είμαι υποχρεωμένος να βρίσκομαι πολύ κοντά στην ορχήστρα για να καταλαβαίνω τον ηθοποιό. Δεν ακούω τους ψηλούς ήχους των οργάνων αν είμαι λίγο μακριά. Όταν μιλούν σιγά μόλις ακούω, μα κι όταν φωνάζουν μου είναι ανυπόφορο. Πολλές φορές καταράστηκα την ύπαρξή μου…».
Η αναζήτηση της αγάπηςΚαι σαν να μην είναι αρκετή η τρομερή αυτή δοκιμασία για έναν μουσικό, μία άλλη δοκιμασία, αισθηματική τούτη τη φορά θα τον πληγώσει. Μεγάλα μαύρα μάτια και μαλλιά σαν τον έβενο, αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της νεαρής Giulietta Guicciardi. Ο Beethoven την αγαπά παράφορα και νομίζει πως αυτό είναι αμοιβαίο. Η ζωή του αλλάζει και ελπίζει πως ο γάμος θα τον καταστήσει ευτυχισμένο. Η σονάτα op. 27 αρ. 2 που αρχίζει από τον υλικό κόσμο και μας μεταφέρει σιγά-σιγά σ’ έναν άλλο υπερφυσικό και ιδανικό, εκεί που η αρμονία βασιλεύει και που τα σώματα δεν αποτελούν πρόσκομμα για την ένωση των ψυχών, είναι η εκδήλωση της πρώτης αγάπης του μεγάλου μουσικού. Η ευτυχία ή μάλλον το αντίκρισμα αυτό της ευτυχίας δεν διαρκεί πολύ γιατί η αίτηση τού γάμου απορρίπτεται και η Giulietta Guicciardi γίνεται κόμισσα Gallenberg.

«Αχ τι απαίσιες στιγμές υπάρχουν στη ζωή», γράφει την παραμονή του γάμου τού αντεραστού του, «είμαστε όμως αναγκασμένοι να τις παραδεχόμαστε». Η απελπισία τον καταλαμβάνει και τότε γράφει την περίφημη διαθήκη του Heiligenstadt.
Όσο σκληρό κι αν είναι το κτύπημα η απελπισία τον κυριαρχεί αλλά δεν τον καταβάλλει. Η τέχνη μόνον η τέχνη τον εμποδίζει να θέσει τέρμα στη ζωή του γιατί του φαίνεται αδύνατο να την εγκαταλείψει πριν εκπληρώσει κείνο που θεωρεί για αποστολή του. Γι’ αυτό η θέληση θα υπερισχύσει. Ο καλλιτέχνης ζητά την ευτυχία από τον εξωτερικό κόσμο, επειδή όμως είτε αυτός του την αρνείται είτε επειδή εκείνος δεν την βρίσκει, γι’ αυτό θα κλεισθεί μες στον εαυτό του, μες στους δικούς του εσώκοσμους, μακριά από τις εξωτερικές επιδράσεις, θα δημιουργήσει ο ίδιος μια ευτυχία ολότελα εσωτερική και ύστερα θα την εκδηλώσει για να την μεταδώσει στους όμοιους του.
Beethoven walk
Ο Προμηθέας λευτερωμένοςΗ απελπισία, η αποθάρρυνση από το ένα μέρος, η θέληση και η δημιουργία μιας εσωτερικής χαράς από το άλλο, αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της ιδιοφυΐας του Beethoven. Και σ’ αυτό δεν θα συμβάλλουν μονάχα οι αισθηματικές απογοητεύσεις τού μεγάλου μουσικού, ο όποιος αγαπά πάντα και ποτέ δεν ανταγαπάται και του οποίου το απραγματοποίητο όνειρο είναι η συζυγική ζωή, γιατί όλες οι γυναίκες που θ’ αγαπήσει θα τον θαυμάσουν μεν, καμία όμως δεν θα θελήσει να συνδέσει την ύπαρξή της μ’ αυτόν. Η μοίρα τον απομονώνει ακόμα περισσότερο και του αφαιρεί «την αίσθηση που έπρεπε, να ‘ναι τελειότερη σ’ αυτόν παρά στους άλλους: την ακοή».
«Εκείνο όμως που πρέπει να παρατηρήσουμε—λέγει ο Jales Combarieu — προς μεγαλύτερη τιμή του ανθρωπίνου πνεύματος, της τέχνης γενικά και της μουσικής ιδιαίτερα είναι πως τα δεινοπαθήματα που γέμισαν τη ζωή του ανθρώπου είναι συχνά παραμελητέα όταν πρόκειται να καταλάβουμε τις δημιουργίες τού συνθέτη, τού οποίου την ιδιοφυΐα δεν επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό. O άνθρωπος υπήρξε μάρτυς υποδουλωμένος, ο μουσικός απόλυτος κύριος της σκέψης. Ο πρώτος είναι ο Προμηθεύς δεσμώτης, ο δεύτερος ο Προμηθεύς λευτερωμένος, ακτινοβόλος και θριαμβευτής κάτοχος του ουρανίου πυρός».
O R. Wagner παραβάλει τον Beethoven με τον Τειρεσία, τον τυφλό μάντη, στον οποίον ο φαινομενικός κόσμος είναι κλεισμένος και γι’ αυτό βλέπει με το εσωτερικό μάτι την αρχή απ’ όλες τις φαινομενικότητες.
Ο Ναπολέων που έγινε ΒοναπάρτηςΗ απογοήτευση του πρώτου έρωτος περνά. Η προσοχή του Beethoven είναι τώρα στραμμένη αλλού. Τα στρατεύματα της νέας Δημοκρατίας αγγέλλουν την κατάρριψη της παλιάς τυραννίας και την επικράτηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η ηρωική συμφωνία υμνεί την ελευθερία και αφιερώνεται στον στρατηγό Βοναπάρτη ο όποιος είναι ο φαινομενικός υπερασπιστής της.
Ο Βοναπάρτης όμως γίνεται Ναπολέων και τότε ο Beet­hoven ανακράζει:  «Δεν είναι λοιπόν παρά ένας κοινός άνθρωπος! Τώρα θα καταπατήσει τα δικαιώματα των ανθρώπων, δεν θα σκεφθεί παρά την δική του φιλοδο­ξία, θα θελήσει να ανέλθει υψηλότερα από τους άλλους και θα γίνει τύραννος».
Ο τίτλος: «Μεγάλη συμφωνία: Βοναπάρτης» αντικαταστάθηκε και έγινε : «Ηρωική συμφωνία για τον εορτασμό της μνήμης ενός μεγάλου ανθρώπου». Ο μεγάλος αυτός άνθρωπος ήταν ο Βοναπάρτης. Έσβησε μες τον Ναπολέοντα. Το adagio της συμφωνίας αυτής είναι ένα νεκρώσιμο εμβατήριο στη μνήμη του ήρωα που δεν υπάρχει πια. H ιδέα που υποστηρίζουν μερικοί συγγραφείς πως η ηρωική συμφωνία γράφηκε με έμπνευση μιλιταρισμού φαίνεται και σε μας ως η μεγαλύτερη ύβρις που μπορούσε να γίνει στον συνθέτη της 9ης συμφωνίας.

Τον Μάϊο του 1806 ο Beethoven αρραβωνιάστηκε με την Thérése de Brunswick και για μια στιγμή νόμισε πως το όνειρο του συζυγικού βίου θα πραγματοποιούταν. Για λόγους όμως που παρέμειναν άγνωστοι οι αρραβώνες διαλύθηκαν.
«Φτωχέ Beethoven —λέγει στον εαυτό του — δεν υπάρχει ευτυχία για σένα σ’ αυτόν τον κόσμο. Μονάχα στην χώρα του ιδεώδους θα βρεις μερικούς φίλους. Υποταγή, υποταγή στην ειμαρμένη, δεν μπορείς να υπάρχεις για τον εαυτό σου αλλά μόνο για τους άλλους, για σένα η ευτυχία είναι μονάχα στην τέχνη. Ω Θεέ δώσε μου την δύναμη να νικήσω».
Στη σονάτα Op. 57 εκδηλώνει τον θερμό έρωτα που πλημμυρά την καρδιά του και χύνεται έξω σαν χείμαρρος παρασέρνοντας στον δρόμο του κάθε εμπόδιο ώσπου να φθάσει στον μεγάλο ωκεανό, που εκεί ελευ­θερωμένος από κάθε υλικό δεσμό θα παραδοθεί σε μια οργιαστική αποθέωση.

«Έτσι χτυπά η ειμαρμένη στην πόρτα», είπε μια μέρα ο Beethoven στον φίλο του Schindler ο όποιος τον ρωτούσε την έννοια των τριών μυστηριωδών χτύπων που χρησιμεύουν για θέμα της 5ης συμφωνίας.
Ο Schumann λέγει: «όσες φορές και να την ακούει κανένας (την 5η συμφωνία) εξασκεί επάνω μας μιαν επίδραση αναλλοίωτη όπως μερικά φαινόμενα της φύσης που όσο συχνά κι αν επαναλαμβά­νονται μας πληρούν πάντα από φόβο και έκπληξη».
Τρεις απλοί χτύποι αρκούν στον τιτάνα Beethoven για να χτίσει το κολοσσιαίο οικοδόμημα που είναι η 5η συμφωνία. Μετά από τρία sol fortissimo ένα mi με κορώνα θα μας μεταφέρει με καταπληκτική ταχύτητα από ένα κράτος ενεργητικότητας σ’ ένα κράτος αμφιβολίας που δεν θα κυριαρχήσει, γιατί οι μυστηριώδεις τρεις χτύποι θ’ αρχίσουν το φρενιασμένο τρέξιμό τους επαναλαμβανόμενοι εναλλάξ απ’ όλα τα όργανα σαν να ήθελαν να κυρι­αρχήσουν αυτοί όλων των εναντίων στοιχείων της φύσης, πράγμα το όποιον επιτυγχάνουν όταν στο τέλος επαναληφθούν με ατίθαση ενεργητικότητα από όλη την ορχήστρα.

Ο Beethoven αγαπούσε υπερβολικά τη φύση. Μια φορά επισκέφθηκε ένα διαμέρισμα που είχε νοικιάσει στο Baden για να παραθερίσει. «Είναι αρκετά καλό είπε στον ιδιοκτήτη αλλά πού είναι τα δέντρα;» «Δεν έχουμε», απάντησε εκείνος. «Λοιπόν το σπίτι δεν είναι για μένα, αγαπώ ένα δέντρο περισσότερο από έναν άνθρωπο».
Η ποιμενική συμφωνία είναι η εκδήλωση αισθημάτων που γεννούν μέσα του οι εντυπώσεις των φυσικών φαινομένων. Στις αισθηματικές του απογοητεύσεις, στην τρομερή του πάθηση μία άλλη θλίψη, προστίθεται ακόμα στη ζωή του και η αίτια είναι η κακή διαγωγή ενός ανιψιού του που είχε αναλάβει από καιρό υπό κηδεμονία.
Ύμνος στη χαρά μέσα από την άβυσσο της οδύνης«Μέσα απ’ αυτή την άβυσσο της οδύνης — λέγει ο Romain Rolland — ο Beethoven επιχείρησε να εξυμνήσει τη χαρά. Ήταν ο σκοπός όλης του της ζωής… Σ’ όλη του τη ζωή θέλησε να υμνήσει τη χαρά και να στεφανώσει μ’ αυτήν ένα από τα μεγάλα έργα του… Αυτό τον πόθο τον εκπλήρωσε στην 9η του συμφωνία. Τη στιγμή όπου το θέμα τής χαράς θα φανεί για πρώτη φορά, η ορχήστρα σταματά απότομα, μία απρόοπτη σιωπή επακολουθεί, πράγμα το οποίο δίνει στον ύμνο ένα χαρακτήρα μυστηριώδη και θεϊκό. Κι αλήθεια το θέμα αυτό είναι πραγματικά ένας θεός. Τί χαρά κατεβαίνει από τον ουρανό, τυλιγμένη σε μια υπερφυσική γαλήνη, με την ελαφριά αναπνοή της χαϊδεύει κάθε οδύνη, και η πρώτη εντύπωση που γεννά είναι τόσο τρυφερή όταν εισδύσει σε καρδιά που αναλαμβάνει…».
Η χορωδία ενώνεται με την ορχήστρα και αρχίζει την ωδή στη χαρά του Schiller.
«Χαρά, αχτίδα θεϊκή, κόρη αγαπημένη των Ηλυσίων, εισερχόμεθα μεθυσμένοι από τις φωτιές σου, ουράνιε δαίμον, μέσα στο ιερό σου. Τα θέλγητρά σου ενώνουν αυτό που χώρισε η σκληρή συνήθεια. Όλοι οι άνθρωποι γίνονται αδελφοί εκεί που σταματά το γλυκό πέταγμά σου».
«Σιγά-σιγά — λέγει ο Romain Rolland — η χαρά κυριεύει την ύπαρξη. Είναι μία κατάκτηση, ένας πόλεμος εναντίον τής θλίψης».
«Η μάχη συνάπτεται», λέγει ο R. Wagner. «Νεαροί πολεμιστές ρίπτονται στον αγώνα, ο καρπός του οποίου θα είναι η χαρά».
Και ο Romain Rolland εξακολουθεί: «Την πολεμική χαρά διαδέχεται η θρησκευτική έκσταση, κατόπιν δε ένα θείο όργιο, μια παραφορά αγάπης. Ολόκληρη η ανθρωπότητα τείνει τα χέρια στον ουρανό, ορμά προς τη χαρά και την αγκαλιάζει. Ποια κατάκτηση αξίζει αυτήν, ποια μάχη του Βοναπάρτη, ποιος ήλιος του Austerlitz φθάνει τη δόξα της υπεράνθρωπης αυτής προσπάθειας, της νίκης αυτής, της πιο περιφανούς που κατήγαγε ποτέ το Πνεύμα. Ένας δυστυχής, πτωχός, ανάπηρος, η οδύνη ανθρωποποιημένη, στον οποίον ο κόσμος αρνείται τη χαρά, την δημιουργεί ο ίδιος για να τη μεταδώσει στον κόσμο πάλι. Την σφυρηλατεί με τη δυστυχία του, όπως το είπε σε μια μεγαλόφρονη φράση του όπου συγκεφαλαιούται όλη του η ζωή και η οποία είναι το έμβλημα κάθε ηρωικής ψυχής: Η χαρά δια της οδύνης».
Μετά από μια ασθένεια που διήρκεσε μερικούς μήνες ο Beethoven πέθανε στις 26 Μαρτίου 1827. Μια άγρια θύελλα συνόδευσε την αγωνία του σαν να ήθελε να επισφρα­γίσει την τραγική ζωή του. Είκοσι χιλιάδες άνθρωποι παρακολουθήσαν την κηδεία του. Το έργο του και η ζωή του αναλύθηκαν από τους μεγαλύτερους μουσικούς, συγγραφείς και φιλοσόφους, και η εκατονταετηρίς του γιορτάζεται σημερα μ’ ενθουσιασμό απ’ όλον τον πολιτισμένο κόσμο.
Ας επαναλάβουμε κι εμείς με τον Ed. Colonne: «Δόξα σ’ αυτόν σ’ όλη την υφήλιο! Οι λαοί ακροώνται, οι ιστοριογράφοι κηρύττουν τη δύναμη του, οι ερμηνευτές σκορπίζουν την διδασκαλία του, ο κόσμος υπακούει στη φωνή του. Με το να ανυψωθεί κανένας έως αυτόν γίνεται ανώτερος».
Κ. Σ.
Επιμέλεια δημοσίευσης: Χρήστος Τσαντής
*Αναδημοσίευση από το περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη (1927)
Το είδαμε: Χρήσητος Τσαντής, christostsantis.com

Οι απόηχοι του Μπαχ και του Μπετόβεν συναντούν τη Βυζαντινή Μουσική Έκφραση


ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΚΑΡΑΝΤΖΗ

Προαναγγελία μιας ξεχωριστής καλλιτεχνικής συνεργασίας
Δύο αναγνωρισμένοι καλλιτέχνες, με διαφορετικές μουσικές διαδρομές, συμπράττουν σε μία ξεχωριστή συνεργασία που επιχειρεί να συνδυάσει τα φαινομενικώς ασυνδύαστα. Ο διεθνούς φήμης έλληνας πιανίστας, μαέστρος και συνθέτης Βασίλης Τσαμπρόπουλος, ο οποίος θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους ευρωπαίους πιανίστες της γενιάς του, συνεργάζεται για πρώτη φορά με την καταξιωμένη ερμηνεύτρια της βυζαντινής και παραδοσιακής μουσικής Νεκταρία Καραντζή, μία ιδιαίτερη περίπτωση γυναίκας ψάλτριας στην Ελλάδα, με σκοπό να αναδείξουν μία, αν μη τι άλλο, μη αναμενόμενη προσέγγιση της ελληνικής Βυζαντινής Μουσικής Παράδοσης. Από το καλλιτεχνικό αυτό ταίριασμα αναμένονται συναυλίες, εμφανίσεις και δισκογραφία που θα ολοκληρωθεί μέσα στο 2013. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρώτο και μοναδικό στον κόσμο άκουσμα αυτής της ιδιαίτερης προσέγγισης της βυζαντινής μουσικής μέσα από τους ήχους του πιάνου, είχε πραγματοποιήσει ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος στο πλαίσιο του έργου του «AKROASIS». Η δημιουργία αυτή, μέσω της οποίας, για πρώτη φορά, στην ιστορία της μουσικής οι βυζαντινοί ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδας ερμηνεύονται στο πιάνο, αποτέλεσε αφετηρία στη δημιουργία ένός καινούριου μουσικού ιδιώματος ανάμεσα στην κλασική και τη βυζαντινή μουσική και έχει αποτελέσει μία από τις πιο επιτυχημένες παραγωγές της κορφυφαίας γερμανικής εταιρείας δίσκων ECM, στο δυναμικό της οποίας ανήκει ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος.
Η αναμενόμενη συνεργασία φιλοδοξεί να αποτελέσει το επόμενο βήμα του Akroasis, φιλοξενώντας στο μουσικό δέσιμο Δύσης και Ανατολής, τη φωνή της Νεκταρίας Καραντζή που κινείται με άνεση στις βυζαντινές κλίμακες, έχοντας όμως ένα σπάνιο ηχόχρωμα που ισορροπεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Ο τρόπος και λόγος του εγχειρήματος εξηγούνται στα λόγια του ίδιου του δημιουργού:

«Αγαπητοί μου φίλοι,
Δεν συνηθίζω να κάνω παρουσιάσεις και αναγγελίες νέων συνεργασιών μου. Αυτη τη φορά θα κάνω μια εξαίρεση. Θέλω να σας αναγγείλω την επερχόμενη μουσική μου συνάντηση με την εξαιρετική εκπρόσωπο της Βυζαντινής μας Μουσικής Παράδοσης Νεκταρία Καραντζή. Αφετηρία της συνεργασίας μας ειναι η βαθειά εσωτερική μου πρόθεση να σμίξουν δυο κόσμοι Μουσικης που φαίνονται ασύμβατοι και κάποτε ασυμβίβαστοι.
Οι Απόηχοι του Μπαχ ,και του Μπετόβεν μέσα απο τον πλήρη ήχο της Συμφωνικής Ορχήστρας συναντο
ύν την λιτή και μακρυά απο περιττές τεχνοτροπίες και ανθρώπινους βερμπαλισμούς Βυζαντινή Μουσική Εκφραση. Αυτοι οι δύο διαφορετικοί μουσικοί κόσμοι μπορούν να σμίξουν όμως να εναρμονιστούν λόγω της κοινής καταγωγής τους της Μουσικής του Θεου. Η μουσική των ανθρώπων είναι η πιο κοντινή αίσθηση της γλώσσας των Αγγέλων και του Θεού. Ειναι η αρχή της αληθινής Μελωδίας.
Σε λίγο καιρό θα σας παρουσιάσω δείγμα αυτής της συνεργασίας.
Ολοι μας είμαστε ερμηνευτές. Αλλοι έχουμε μεγάλο κομμάτι στο έργο και αλλοι μικρότερο. Ολοι όμως αγαπητοί μου φίλοι καλούμαστε να ερμηνεύσουμε το ίδιο έργο και να το αγαπήσουμε.»

Βασίλης Τσαμπρόπουλος
Δείγμα ήχου:
https://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=jMSyBGzA2TY#!

ΜΠΕΤΟΒΕΝ (2016 – 1827 = 189) Κλασική / Πρώτο Θέμα



Έκλεισαν 189 χρόνια την 26η Μαρτίου ε. ε. αφ’ ότου σφάλισαν τα μάτια ενός μεγάλου μουσουργού, του Λούντβινγκ φον Μπετόβεν, όπου μετά το θάνατό του σ’ όλον τον πολιτισμένο κόσμο, όλων των ηπείρων, όπου κι αν βρεθεί κάθε άνθρωπος, τον νοιώθει ολοζώντανο και θωπεύει τη μορφή του. Ο Μπετόβεν ήταν ο άνθρωπος που αγαπήθηκε και αγάπησε τους συνανθρώπους του όσον ουδείς άλλος, διότι δούλεψε τόσο σκληρά για να τους χαρίσει τη χαρά.

Γεννήθηκε τη 16η Δεκεμβρίου 1770 στη Βόννη της Γερμανίας, φτωχός και ασήμαντος από φτωχούς γονείς, με μεγάλη νεανική απαισιοδοξία όταν ο πατέρας του ήταν μέθυσος και ο Μπετόβεν, από τα παιδικά του χρόνια, αναγκαζόταν να τρέχει στις ταβέρνες να τον περιμαζεύει για να μην τον πιάσει η αστυνομία. Η μητέρα του, από τη μεγάλη φτώχεια και από την πίκρα, έλιωσε στην αρρώστια και τον άφησε μαζί με τους άλλους δύο αδελφούς του. Η πίκρα του εξακολουθούσε να θεριεύει κοντά τους διότι οι αδελφοί του ήσαν κλασικοί τεμπέληδες και «αχαΐρευτοι» όπου συνεχώς είχαν προσκολληθεί παρασιτικά κοντά του και ο φτωχός Μπετόβεν έπρεπε να φροντίζει τώρα και γι’ αυτούς.

Ήθελε να ηρεμήσει και αλλάξει στην ταραχώδη αυτή ζωή, αποκτώντας οικογένεια, αλλά δεν το κατόρθωσε κι έτσι πέρασε όλ’ αυτά τα χρόνια μόνος και έρημος· και το χειρότερο απ’ όλα, ο Μπετόβεν από τα 25 χρόνια του, στην ωραιότερη ακμή της ηλικίας του και του ανήσυχου δημιουργικού του πνεύματος, άρχισε να μην ακούει καλά. Ο άνθρωπος αυτός της μουσικής, που είχε τόση και τόση ανάγκη ακοής για να δημιουργεί με το αφάνταστο σε καθαρότητα πνεύμα του, και να έχει την ευχέρεια της ακοής, κουφάθηκε συν τω χρόνω ολότελα και αισθανόταν φοβερή απελπισία, γιατί είχε καταλάβει οριστικά πλέον, ότι τίποτε δεν θα μπορούσε να τον σώσει από την ολοκληρωτική του κώφωση.

Έζησε, λοιπόν, ο Μπετόβεν τα τελευταία χρόνια της ζωής του, χωρίς ν’ ακούει, και η μόνη ασχολία του ήταν οι ήχοι και η μουσική. Από δέκα επτά χρονών ασχολήθηκε μ’ αυτήν· όταν πήγε στη Βιέννη και συνάντησε τον περίφημο τότε Μότσαρτ, παίζοντας μπροστά του πιάνο και αυτοσχεδιάζοντας επάνω σ’ ένα θέμα που του δόθηκε εκείνη τη στιγμή, ο Μότσαρτ δεν άργησε να καταλάβει πως είχε απέναντί του μια μεγαλοφυΐα και είπε στους φίλους του ότι “ο κόσμος θα μιλήσει πολύ μια μέρα γι’ αυτό το παιδί”.

Εγκαταστάθηκε μόνιμα πια στη Βιέννη, μητρόπολη τότε της μουσικής· σπούδασε την τελειότητα της, και εμφανίζεται πολύ συχνά στο κοινό ως πιανίστας όπου όλοι οι αριστοκράτες γοητεύονται για την πιο τέλεια απ’ όλους απόδοση. Συνθέτει ταυτόχρονα τ’ αθάνατα έργα του “ων ουκ έστι αριθμός” και βρίσκεται μεταξύ άσημων περνώντας τη ζωή του μ’ αυτούς. Αρνείται να θεωρήσει τον εαυτό του ανώτερο παντός άλλου, γιατί είχε κάποτε ‘πει πως “μονάχα στην καλοσύνη ξεχωρίζουν οι άνθρωποι σε ανώτερους και κατώτερους”.

Η κουφαμάρα του όμως προχωρούσε και δεν ήθελε να τη φανερώσει και η απελπισία του κορυφώνεται. Τη συμφορά του την κρατάει μυστική και δεν θέλει να την καταλάβουν οι φίλοι του, γι’ αυτό και στο τέλος με πολύ μελαγχολία τους αποφεύγει και τραβιέται στην εξοχή και στα δάση σαν ερημίτης. Στην απελπισία του, αποφασίζει ν’ αυτοκτονήσει και γράφει τη διαθήκη του, που είναι ένας τρομερός σπαραγμός, αλλ’ εν τέλει με αυτοσυγκράτηση και επιμονή νικάει τον θάνατο και εξακολουθεί να ζει πολλά ακόμη χρόνια για να μας χαρίσει, αν και κωφός, τις αθάνατες μελωδίες του. Να, τι έγραφε στην απελπισία του πριν αποφασίσει να θέσει τέρμα στη ζωή του, την οποία νίκησε με σθένος και ψυχραιμία εξ’ αιτίας της κουφαμάρας του!

«Ω άνθρωποι, που με θεωρείτε μισάνθρωπο. Πόσο με αδικείτε!Δεν ξέρετε την κρυφή αιτία… Αλίμονο! Πώς μπορώ να ομολογήσω… πως δεν μπορώ ν’ ακούσω τον ήχο μιας φλογέρας ή το τραγούδι του βοσκού;… Χαίρετε! Και μη με ξεχάσετε σαν πεθάνω, γιατί εγώ ήθελα να σας κάνω ευτυχισμένους…».

Ευτυχώς, ο Μπετόβεν πάλεψε μεταξύ ζωής και θανάτου, όπου με την επιμονή του, με πίστη προς τον Θεό και συναίσθηση προς το καθήκον άλλαξε την ιδέα της αυτοκτονίας του και έζησε πολλά ακόμη χρόνια για να χαρίσει στον κόσμο τις αθάνατες μελωδίες του.
Η τραγική μοίρα νικήθηκε από τη θέληση του τρομερού αυτού γίγαντα των ήχων που σκοπός του ήταν η θέληση και η επιμονή να χαρίσει στους ανθρώπους τη χαρά και την ευτυχία, ώστε με τον ακατάπαυστο της μουσικής ιερό αγώνα, να στεφανωθεί την αιώνια νίκη. Προς τη νίκη, τη χαρά, την ευτυχία και την ελευθερία στρέφονται τα έργα του Μπετόβεν, χωρίς να τον βοηθεί το μουσικό του αυτί και ευφρανθεί τα πολύτιμα έργα του. Αισθανόταν χαρά για την ελευθερία ώστε, καθώς έλεγε, δεν τη θυσίαζε ούτε στα πόδια ενός θρόνου.

Θαύμαζε τον Ναπολέοντα όσον ήταν στρατηγός και του είχε αφιερώσει την 3η συμφωνία του, αλλά όταν έμαθε πως ο Ναπολέων ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας φώναξε οργισμένος: “Κι αυτός είναι όπως όλοι οι άλλοι, τσαλαπατώντας κάθε ανθρώπινο δικαίωμα για να βάλει τον εαυτό του πάνω από τους άλλους γενόμενος τύραννος”! Ξέσχισε την αφιέρωση, και τη συμφωνία εκείνη την ονόμασε πια «ηρωική».

Για δώδεκα χρόνια ήταν επίσημος μουσικός στην αυλή της Ρηνανίας μα ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τους αυλικούς ούτε ήθελε και τη συντροφιά τους από υπερηφάνεια. Τα έργα του με την αχαλίνωτη φαντασία ξεχειλίζουν από δραματικότητα, αγάπη και δύναμη συναισθηματικής έκφρασης. Η αρρώστια, η φτώχεια και η μοναξιά δεν μπόρεσαν να λυγίσουν την ισχυρή ηθική δύναμή του και τη δύναμη της φαντασίας του γιατί πάλεψε τόσο σκληρά στη ζωή, αν και είχε τόση υπομονή και τόσο τρομερό πνεύμα διότι ο μεγάλος αυτός μουσουργός την ώρα που συνέθετε τα έργα του δεν τα άκουγε, καθόλου!

Όλο το τεράστιο έργο του Μπετόβεν, οι συνταρακτικές και λυρικές του συμφωνίες, ο μαγεμένος κόσμος “της μουσικής του δωματίου”, οι παθητικές και στοχαστικές “σονάτες” του, ο “Φεντέλιον” και η “Ποιμενική”, ο “Ύμνος προς τη χαρά”, η “Ενάτη” του… όλα σχεδόν τα έργα και οι δημιουργίες ενός αλάνθαστου της μουσικής ανθρώπου που δεν άκουσε ποτέ, τις άκουγε μονάχα με το εγκεφαλικό αυτί του και αισθανόταν να υψώνεται μπροστά του ένα τείχος σιωπής, απαισιοδοξίας και απελπισίας για να σβήνει ένα αιώνιο μεγαλειώδες λαμπύρισμα της αθάνατης αυτής μουσικής· της 9ης συμφωνίας, η οποία ήταν τόσο γεμάτη από δραματικότητα και πίστη στην τελική νίκη της δόξας, όταν την ακούσει κανείς να παρουσιάζεται, αυτός ο γίγας της μουσικής και με τους αλάνθαστους ήχους της φαντασίας του να βροντοκοπάει συνεχώς την πόρτα της δικαιοσύνης, κι αυτή να μένει πάντα κλειστή… Και όμως! όταν πρωτοπαίχτηκε η 9η αυτή συμφωνία, ο Μπετόβεν ήταν τελείως κωφός και δεν άκουσε ούτε μια νότα της μεγάλης αυτής δημιουργίας!

Το πλήθος των μουσικών εκτελεστών συνωθείται (στις 7 Μαΐου 1824) και ο Μπετόβεν δεν δύναται να ακούσει ούτε ένα ακουστικό τμήμα από τους κόσμους της δημιουργίας του. Στο στόμα του στάζει μια φοβερή πίκρα, μια διαμαρτυρία και μια αγιάτρευτη λύπη· το πλατύ πρόσωπό του έχει ένα χλωμό ασθενικό χρώμα αλλά γεμάτο εγκαρτέρηση· το μέτωπό του με τα γκρίζα μαλλιά του αχτένιστα και άγρια ανασηκωμένα μαρτυρούν την εσωτερική του πίκρα· το σαγόνι του τρέμει σαν ένα ρύγχος λιονταριού και μοιάζει (όπως γράφει η Σοφία Σπανούδη) σαν ένας μάγος νικημένος από τις δαιμόνιες δυνάμεις που έχει επικαλεσθεί… Ο κόσμος τον αποθεώνει κι αυτός είναι ένας άνθρωπος πολύ δυστυχισμένος· όλοι τον χειροκροτούν, κουνάνε τα μαντήλια, πετάνε τα καπέλα, σηκώνουνε τα χέρια στον αέρα με ουρανόστομες ζητωκραυγές, μα ο Μπετόβεν δεν ακούει ούτε ένα φωνητικό τμήμα της μουσικής από τη δοξασμένη αποθέωση που του κάνουνε τα πλήθη.

Τα έργα του Μπετόβεν είναι τόσα πολλά γι’ αυτό και δεν δύναμαι να καταχωρίσω· είναι όμως αθάνατα, γραμμένα με μεγάλη επιμονή και ακρίβεια, τα οποία έγραφε με τόση μανία όσο έχανε την ακοή του.

Ο Μπετόβεν υπήρξε μία σπάνια και πρωτοφανής προσωπικότητα της μουσικής, ένας μεγάλος γίγας του πενταγράμμου, όστις περνώντας απ’ τον κόσμο αυτόν αφήκε έργα αμύθητης αξίας και πολύτιμα σε κάθε άνθρωπο της μουσικής την οποία τόσο πολύ αγάπησε.

Έκλεισε τα μάτια στις 26 Μαρτίου 1827 στις 6 το βράδυ, μα δεν μπορούμε να πούμε πως ο άνθρωπος αυτός πέθανε, διότι ζει μέσα σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα σπίτια, σ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο όλων των ηπείρων, διότι υπήρξε ένας μεγάλος μουσουργός, ένας μεγάλος καλλιτέχνης κι ένας μεγάλος άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης. Υπήρξε όμως και ένας άνθρωπος που πάλεψε τόσο σκληρά στο διάβα της ζωής του όσον ουδείς άλλος.
Δ.Δ.

Όταν ο Μπετόβεν έγραψε την "Ενάτη" (vid)


Για πολλούς, το κορυφαίο ανθρώπινο δημιούργημα στον τομέα της μουσικής και ασφαλώς το σπουδαιότερο έργο του γερμανού συνθέτη Λούντβιχ φαν Μπετόβεν. Ένας ύμνος στη χαρά και την παγκόσμια συναδέλφωση.
Η Συμφωνία αρ. 9 (Symphony No. 9) υπήρξε αρχικά παραγγελία προς τον συνθέτη της Φιλαρμονικής Εταιρείας του Λονδίνου, το 1817, η οποία στη συνέχεια δεν ευοδώθηκε. Δώδεκα χρόνια μετά την ολοκλήρωση της Όγδοης Συμφωνίας, ο Μπετόβεν άρχισε να δουλεύει το νέο του έργο το 1818 και το ολοκλήρωσε το 1824. Έξι χρόνια για τη σύνθεση ενός κολοσσιαίων διαστάσεων έργου δεν ήταν και μεγάλο διάστημα, δεδομένων και των έντονων προβλημάτων κωφότητας που αντιμετώπιζε.
Στο μυαλό του από το 1793 στριφογύριζε η μελοποίηση του ποιήματος του Φρίντριχ Σίλερ «Για τη Χαρά» ή όπως το γνωρίζουμε «Ωδή στη Χαρά». Ήδη είχε κάνει κάποιες απόπειρες, αλλά η σύνθεση της «Ενάτης» του έδωσε την ευκαιρία να επιχειρήσει κάτι μοναδικό μέχρι τότε, να ενσωματώσει φωνητική μουσική σε ένα συμφωνικό έργο.
Στα τρία πρώτα μέρη της Συμφωνίας («Allegro ma non tropo, un poco maestoso», «Molto Vivace», «Adagio molto e cantabile») δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερες δυσκολίες, αλλά το τέταρτο («Presto… Prestissimo») που θα περιείχε και το ποίημα του Σίλερ, τον δυσκόλεψε αρκετά. Άλλωστε, το τέταρτο μέρος είναι από μόνο μία Συμφωνία με τέσσερα διακριτά μέρη που εκτελούνται χωρίς διακοπή.
Ο Μπετόβεν επιθυμούσε η πρεμιέρα της «Ενάτης» να δοθεί στο Βερολίνο και όχι στη Βιέννη, όπως τον προέτρεπαν φίλοι και χρηματοδότες, επειδή το έργο ήταν αφιερωμένο στον Πρώσσο βασιλιά Φρειδερίκο - Γουλιέλμο τον 3ο και ο ίδιος δεν συμφωνούσε με το μουσικό κλίμα της πρωτεύουσας των Αψβούργων. Τελικά, πείσθηκε και η πρεμιέρα της «Ενάτης» δόθηκε τη Δευτέρα 7 Μαϊου του 1824 στο κατάμεστο «Κερντνερτορτεάτερ» της Βιέννης.
Η συναυλία περιελάμβανε ακόμη αποσπάσματα από τη «Missa Solemnis» και την εισαγωγή «Die Weihe des Hauses». Εκτός του αρχιμουσικού Μίκαελ Ουμλάουφ, που διηύθυνε τη συναυλία, στη σκηνή βρισκόταν και ο κωφός Μπετόβεν. Η κοινή συνύπαρξη των δύο επί σκηνής είχε αποδειχθεί καταστροφική σε μια γενική πρόβα της όπερας «Φιντέλιο» πριν από δύο χρόνια. Έτσι, ο Ούμλαουφ είπε στους μουσικούς και τους μονωδούς να αγνοήσουν τις υποδείξεις του Μπετόβεν και να υπακούουν μόνο σ' αυτόν.
Η συναυλία κύλησε ομαλά και το νέο έργο φαίνεται ότι ενθουσίασε το ακροατήριο, που ξέσπασε σε επευφημίες και χειροκροτήματα στο φινάλε. Ο κουφός Μπετόβεν, με γυρισμένη την πλάτη στο κοινό και προσηλωμένος στο έργο, φυσικό ήταν να μην καταλάβει τίποτα. Όταν η κοντράλτο Καρολίν Ούνγκερ τον βοήθησε να στραφεί προς το ακροατήριο και να αντιληφθεί τις αντιδράσεις του, συγκινήθηκε βαθύτατα.
Η παρουσίαση της «Ενάτης» αποδείχτηκε θρίαμβος για τον Μπετόβεν. Δέχθηκε πέντε μπιζαρίσματα, γεγονός που θεωρήθηκε απαράδεκτο έως και απρεπές για ένα κοινό θνητό, καθώς οι ανάλογες τιμές προς τον βασιλιά δεν ξεπερνούσαν τα τρία μπιζαρίσματα. Παρά την αποδοχή του κόσμου, το έργο δέχθηκε χλιαρές έως αρνητικές κριτικές κι έτσι στην επανάληψη της συναυλίας στις 23 Μαϊου, το θέατρο ήταν μισογεμάτο.
Τη σφραγίδα τους στην Ενάτη Συμφωνία έχουν βάλει μεγάλοι μαέστροι: Βίλχελμ Φουρτβέγκλερ, Αρτούρο Τοσκανίνι, Όττο Κλέμπερερ, Μπέρναρντ Χάιτνικ, Καρλ Μπεμ, Ραφαέλ Κούμπελικ, Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν, Λέοναρντ Μπερνστάιν, Τζον Ελιοτ Γκάρντινερ, Σάιμον Ρατλ, οι οποίοι διηύθυναν σπουδαίες ορχήστρες: Φιλαρμονική Βερολίνου, Φιλαρμονική Βιέννης, Συμφωνική Ορχήστρα του NBC, Συμφωνική της Νέας Υόρκης, Συμφωνική της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, Συμφωνική του Κλίβελαντ και Φιλαρμόνια του Λονδίνου.
Η «Ενάτη Συμφωνία» είναι ένα από τα γνωστότερα έργα της κλασικής μουσικής, με πολλές διασκευές για τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τη λαϊκή μουσική. Ένα τμήμα της και συγκεκριμένα η «Ωδή στη Χαρά» στην οργανική διασκευή του Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν είναι ο επίσημος ύμνος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κυκλοφορεί ως αστικός μύθος ότι η χωρητικότητα του CD στα 74 λεπτά προσδιορίστηκε από τη διάρκεια της «Ενάτης», που είναι γύρω στα 71 λεπτά. Θρυλείται ότι ήταν μια πρόταση του μαέστρου Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν προς τον πρόεδρο και συνιδρυτή της SONY Ακίο Μορίτα για να ακούγεται το έργο χωρίς διακοπή.
[Πηγή sansimera.gr]
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

Ο Εσωτερισμός στον Βολφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ


Στις 27 Ιανουαρίου 1756 γεννήθηκε στο Σάλτσμπουργκ το έβδομο και τελευταίο παιδί του Λεοπόλδου και της Άννας Μότσαρτ, ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους, το όνομα του οποίου συνδέθηκε περισσότερο από κάθε άλλο με την έννοια παιδί - θαύμα. Μαζί με τον Χάυντν και τον Μπετόβεν συγκαταλέγεται στους κορυφαίους δημιουργούς του βιεννέζικου κλασικού στυλ.
Μότσαρτ, πολιτισμός, μουσική
Από τα επτά παιδιά του Λεοπόλδου Μότσαρτ, Βαυαρού συνθέτη, βιολιστή, μουσικού της Αυλής του πρίγκιπα - αρχιεπισκόπου Σιγισμούνδου Γ' φον Σράττενμπαχ του Σάλτσμπουργκ, επέζησαν μόνο η Μαρία Άννα ή Ναννέρλ, όπως την έλεγαν οι δικοί της και ο Βόλφγκανγκ.

Και τα δύο παιδιά επέδειξαν από την αρχή θαυμάσιες μουσικές ικανότητες αλλά και μεγάλη θέληση για μελέτη. Μια ειλικρινής φιλία χωρίς σκιά ζήλειας ένωσε τα δύο αδέλφια από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής τους και διατηρήθηκε ως το τέλος.

Τη μουσική τους εκπαίδευση ανέλαβε ο ίδιος ο πατέρας τους, ο οποίος αναγνώρισε αμέσως στο γιο του την πρώιμη μουσική μεγαλοφυία του. Δίδαξε στον Βόλφγκανγκ εκκλησιαστικό όργανο και βιολί και στη Ναννέρλ τσέμπαλο και τραγούδι. Στα τρία του χρόνια ο μικρός τραγουδούσε τις μελωδίες που άκουγε από τον πατέρα του και στα τέσσερα τις επαναλάμβανε στο πιάνο. Στα πέντε του χρόνια έμαθε να αυτοσχεδιάζει στο πιάνο και να παίζει βιολί. Στα έξι του συνθέτει το πρώτο μινουέττο και στα δώδεκα την πρώτη όπερα.

Η αδελφή του, μεγαλύτερή του κατά πέντε χρόνια, ήταν επίσης περίφημη πιανίστα και έγραψε για αυτόν: «Μόλις άρχισε να αφοσιώνεται στη μουσική, όλες του οι αισθήσεις σαν να νεκρώθηκαν για κάθε άλλη δραστηριότητα. Ακόμα και τα παιχνίδια, για να του τραβήξουν το ενδιαφέρον, έπρεπε να συνοδεύονται με μουσική. Όταν οι δυο μας, για να διασκεδάσουμε, μεταφέραμε τα παιγνίδια μας από το ένα δωμάτιο στο άλλο, εκείνος που πήγαινε με άδεια χέρια, έπρεπε να τραγουδήσει ή να παίξει ένα εμβατήριο στο βιολί».

Ο πατέρας τους αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τις μεγάλες μουσικές ικανότητες των παιδιών του και διοργάνωνε μεγάλες περιοδείες στις σημαντικότερες πρωτεύουσες και Αυλές της Ευρώπης, όπου τα δύο αδέλφια γίνονταν δεκτά με θαυμασμό. Έτσι άρχισε μια σειρά από περιοδείες που συνεχίστηκε σ΄ όλη τη σύντομη ζωή του με διαλείμματα παραμονής στη γενέτειρά του και τη Βιέννη.

Τα περισσότερα από αυτά τα ταξίδια πραγματοποιήθηκαν χάρη στη γενναιοδωρία τού πρίγκιπα - αρχιεπισκόπου Σράττενμπαχ του Σάλτσμπουργκ, ο οποίος αναγνώρισε την μεγαλοφυία του Μότσαρτ και διευκόλυνε τα σχέδιά του. Δεν είχε όμως την ίδια αντιμετώπιση από τον επόμενο πρίγκιπα - αρχιεπίσκοπο, τον Ιερώνυμο φον Κολλορντέο, έναν άκαμπτο, αυστηρό και υπεροπτικό άνθρωπο με τον οποίο είχε πολλές προστριβές.

Όταν ξεκίνησε η πρώτη περιοδεία, ο Βόλφγκανγκ ήταν έξι ετών και η αδελφή του έντεκα. Πήγαν πρώτα στο Μόναχο και μετά στη Βιέννη, όπου έπαιξαν μπροστά στην αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία με μεγάλη επιτυχία.

Κατόπιν εμφανίστηκαν διαδοχικά στο Μόναχο, το Άουγκσμπουργκ, τη Χαϊδελβέργη, τη Φραγκφούρτη και σε άλλες πόλεις για να καταλήξουν στο Παρίσι, όπου παίζουν στις Βερσαλλίες, αλλά και σε συναυλίες ελεύθερες για το κοινό, αποσπώντας το γενικό θαυμασμό.

Συνεχίζουν τις γεμάτες επιτυχία εμφανίσεις στο Λονδίνο παίζοντας μπροστά στο βασιλιά Γεώργιο Γ'. Ο Λεοπόλδος γράφει για τα παιδιά του σε ένα γράμμα: «Σε όλες τις Αυλές έγιναν δεκτοί με εξαιρετική ευγένεια. Αλλά η υποδοχή στο παλάτι του Λονδίνου ξεπερνά κάθε προηγούμενο». Στο Λονδίνο ο Μότσαρτ συνέθεσε τις πρώτες μικρές συμφωνίες του και έξι σονάτες για βιολί.
Μότσαρτ, νέα ακρόπολη, πολιτισμός, φιλοσοφία

Στο Λονδίνο γνωρίζεται με το μικρότερο γιο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, τον Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ και γίνονται φίλοι παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας. Σημαντική επίδραση αυτή την εποχή ασκούν στο έργο του οι ακροάσεις στο Λονδίνο των εκτελέσεων των ορατόριων του Χαίντελ και των έργων του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.

Στα τέλη του 1769 πραγματοποιεί το πρώτο από τα τέσσερα ταξίδια του στην Ιταλία. Κατά τη δεκαπεντάμηνη περιοδεία του στα κυριότερα μουσικά κέντρα της χώρας συναντήθηκε με διάσημους συνθέτες και τραγουδιστές της εποχής και γνώρισε την ιταλική παράδοση σε μια περίοδο αποφασιστική για την παραπέρα εξέλιξή του. Καρπός αυτού του ταξιδιού ήταν το πρώτο του κουαρτέτο για έγχορδα, η όπερα «Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου» και άλλα έργα.

Στα εικοσιένα του χρόνια - στο Μανχάιμ - γνώρισε και ερωτεύθηκε την Αλόισια Βέμπερ, μια νεαρή τραγουδίστρια για την οποία ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει κάθε άλλο σχέδιο και να την ακολουθήσει. Η αποφασιστική επέμβαση του πατέρα του τον ανάγκασε να συνεχίσει το προγραμματισμένο ταξίδι του για το Παρίσι.

Μετά από την οριστική ρήξη με τον Κολλορντέο φεύγει από το Σάλτσμπουργκ και εγκαθίσταται στη Βιέννη. Εικοσιπέντε ετών παντρεύεται την αδελφή της Αλόισια, Κονστάνς. Έλεγε ότι η γυναίκα του δεν ήταν έξυπνη, αλλά είχε κοινή λογική και την ευγενικότερη καρδιά του κόσμου. Απέκτησαν έξι παιδιά, από τα οποία έζησαν τα δύο.

Στη Βιέννη γνωρίστηκε και απέκτησε προσωπική σχέση με τον Χάυντν. Ο Μότσαρτ ήταν είκοσι τέσσερα χρόνια νεότερος από τον Χάυντν και έτρεφε γι΄ αυτόν βαθύ σεβασμό. Τον αποκαλούσε «πατέρα της συμφωνίας και του κουαρτέτου» και του αφιέρωσε έξι δικά του κουαρτέτα.

Η φιλία τους και ο θαυμασμός του ενός για τον άλλο, είχαν σαν αποτέλεσμα μια αλληλεπίδραση, κυρίως σε ό,τι αφορά τα κουαρτέτα εγχόρδων, τόσο δημιουργική, ώστε να χαρακτηρίζεται από τις πιο εντυπωσιακές στην ιστορία της μουσικής. Ο Χάυντν σε ένα γράμμα στο Λεοπόλδο Μότσαρτ γράφει: «Σαν έντιμος άνθρωπος μπορώ να σας διαβεβαιώσω ενώπιον του Θεού, πως ο γιος σας, από ό,τι ξέρω, είναι ο μεγαλύτερος συνθέτης της εποχής μας».

Τόσο ο Μότσαρτ όσο και ο Χάυντν ανήκαν σε Τεκτονικές Στοές. Το ίδιο και ο διάσημος γιατρός Φραντς Άντον Μέσμερ, στον οποίο αποδίδεται η ανακάλυψη του ενεργειακού ρευστού και στο σπίτι του οποίου παρουσίασε ο Βόλφγκανγκ σε ηλικία 13 ετών για πρώτη φορά την όπερα Bastien und Bastienne, έργο με εσωτερικά στοιχεία, προάγγελο του «Μαγικού Αυλού».

Ήταν τριάντα πέντε ετών όταν δέχτηκε από έναν άγνωστο την παραγγελία για το Ρέκβιεμ. Ήταν ήδη άρρωστος και όταν το έγραφε κατεχόταν από την ιδέα ότι επρόκειτο για τη δική του νεκρώσιμη ακολουθία.

Πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου 1791 στη Βιέννη και θάφτηκε σε έναν από τους ομαδικούς τάφους για τους φτωχούς.
Το έργο του


Στη διάρκεια της σύντομης ζωής του ο Μότσαρτ δημιούργησε ένα τεράστιο σε όγκο έργο που περιλαμβάνει 15 λειτουργίες, 41 συμφωνίες, 23 κοντσέρτα για πιάνο, 130 κοντσέρτα για άλλα όργανα, 23 όπερες, λήντερ (τραγούδια) και κάπου 500 άλλα μουσικά κομμάτια.
Συνέθεσε με όλα τα γνωστά μουσικά μέσα και σε όλα τα είδη της εποχής του.

Γνώρισε συνθέτες, άκουσε και μελέτησε τη μουσική τους και το πνεύμα του ζυμώθηκε με το πνεύμα της γερμανικής, της ιταλικής, της αυστριακής και της γαλλικής μουσικής παράδοσης. Αφομοίωσε και ενέταξε τα διάφορα ξένα στοιχεία και μπόρεσε με τη μεγαλοφυΐα του να δημιουργήσει ένα αυθεντικό και πολύ προσωπικό ύφος.



Μότσαρτ και Τεκτονισμός

Την εποχή κατά την οποία ο Μότσαρτ πήγε στη Βιέννη ανθούσε ο Τεκτονισμός και πολλοί ευγενείς και μεγαλοαστοί ήταν μέλη σε διάφορες Στοές. Τότε ήταν πιο έντονος ο εσωτερικός του χαρακτήρας και όχι ο κοινωνικοπολιτικός.

Η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία ήταν αντίθετη στον Τεκτονισμό, ενώ ο γιος της Ιωσήφ 2ος έδειξε ενδιαφέρον για αυτόν και συνετέλεσε στην εξάπλωσή του. Αργότερα όμως, υπό την πίεση της εκκλησίας, πήρε αυστηρά μέτρα για τις στοές και τις περιόρισε - στη Βιέννη - από οκτώ σε τρεις.

Ο Μότσαρτ έγινε μέλος της Τεκτονικής Στοάς zur Wohltdtigkeit (της Ευσπλαχνίας) στη Βιέννη το 1784 και ένα χρόνο αργότερα απέκτησε τον βαθμό του Δασκάλου Τέκτονα. Παρέμεινε στον Τεκτονισμό μέχρι το τέλος της ζωής του.

Οι μυστικιστικές του όμως τάσεις και το ενδιαφέρον του για τα εσωτερικά θέματα ξεκίνησαν από τα παιδικά του χρόνια. Όταν ήταν έντεκα ετών έγραψε τη μουσική για το τεκτονικό ποίημα An die Freude και το έστειλε σαν δώρο στο Δρ. Joseph Wolf, που τον έκανε καλά από μια αρρώστια. Στα δέκα έξι συνέθεσε μια άρια βασισμένη στον τελετουργικό ύμνο O heiliges Band και στα δέκα επτά επελέγη από τον Gebler για να συνθέσει τη μουσική για το μασονικό δράμα Θάμος, βασιλιάς της Αιγύπτου.

Τέκτονας ήταν και ο πατέρας του Λεοπόλδος. Ένα από τα πιο ωραία τεκτονικά έργα του Βόλφγκανγκ, το Gesellenreise (το Ταξίδι του Συντρόφου) γράφτηκε για τη μύηση του πατέρα του στον 2ο βαθμό του Συντρόφου.

Η μουσική που συνέθεσε για τον Τεκτονισμό χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες. Μουσική που έγραψε ειδικά για τη Στοά, μουσική που προοριζόταν για το κοινό και απηχούσε τεκτονικές ιδέες και μουσική για κοντσέρτα που έδιναν οι Στοές για φιλανθρωπικούς σκοπούς.

Σε αυτές τις κατηγορίες ανήκουν πολλές καντάτες, συμφωνίες, κοντσέρτα, τραγούδια, κλπ., όπως η Μικρή Μασονική Καντάτα, η Μασονική Επικήδεια Μουσική και οι τελευταίες τρεις μεγάλες συμφωνίες του, η 39 σε μι ύφεση μείζονα, η 40 σε σολ ελάσσονα και η 41 σε ντο μείζονα του Διός. Οι τονικότητες αυτές στις οποίες είναι γραμμένες θεωρούνται μεγάλης συμβολικής σημασίας για τον Τεκτονισμό. Αυτές τις συμφωνίες τις συνέθεσε το 1788 σε διάστημα οκτώ μόνο εβδομάδων.



Ο Μαγικός αυλός


Ο Μαγικός Αυλός είναι ένα από τα πιο διάσημα με εσωτερικό περιεχόμενο έργα του. Το λιμπρέτο της όπερας γράφτηκε από τον Εμμάνουελ Σικανέντερ, διευθυντή θεάτρου και μέλος της Στοάς των Τεκτόνων.
Είναι γεμάτο εσωτερικούς συμβολισμούς και περιγράφει τη μυητική διαδικασία. Για τον Μότσαρτ το ανθρώπινο πεπρωμένο αποτελεί μια αδιάκοπη, αν και αργή, ανάβαση προς το φως και αυτήν θέλησε να μας παρουσιάσει με το έργο του.

Στην όπερα περιγράφονται οι δοκιμασίες που πρέπει να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει ο Παμίνος σ΄ αυτήν την αναβατική πορεία. Δοκιμασίες που συνδέονται με τη νύχτα, το σκοτάδι, το κακό, τα τέσσερα στοιχεία. Αλλά σ΄ αυτή την πορεία συναντά και τον έρωτα. Και όταν τελικά ανοίγουν οι πύλες του ναού, περνάει μέσα μαζί με τη σύντροφό του.

Υπάρχουν μελετητές που δεν καταλαβαίνουν καθόλου το έργο και το θεωρούν ένα παράξενο μίγμα από τραγικά, κωμικά και φιλοσοφικά στοιχεία. Ο ίδιος ο Μότσαρτ έλεγε ότι δεν επρόκειτο να εξηγήσει στους αδαείς το συμβολικό του περιεχόμενο.

Ο Γκαίτε, που είχε ασχοληθεί και αυτός με τον εσωτερισμό, έγραψε για το Μαγικό Αυλό: «Αρκεί να ικανοποιηθεί το κοινό με το θέμα του έργου. Από τους μυημένους δεν θα διαφύγει το υψηλό του νόημα».
Βιβλιογραφία

1) Οι Μεγάλοι όλων των εποχών, Μότσαρτ, Οργανισμός Ευρωπαϊκών Εκδόσεων
2) Mozart: His Life in his Music, I. Keys
3) Mozart and Masonry, Paul Nettl
4) Μότσαρτ, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών
5) Ομιλία της D.S. Guzman με θέμα «Ο Εσωτερισμός στον Μότσαρτ».
Άρθρο από το περιοδικό "Νέα Ακρόπολη"

Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν, ο κορυφαίος «κλασικός»TVXS




    Σαν σήμερα 26 Μαρτίου το 1827, έφυγε από τη ζωή, ο Ludwig van Beethoven, μία από τις κορυφαίες μορφές της κλασικής μουσικής, που συγκαταλέγεται σήμερα ανάμεσα στους ευρύτερα αποδεκτούς συνθέτες όλων των μουσικών περιόδων και είναι  από τους πλέον γνωστούς όλων των εποχών.

Ο Ludwig van Beethoven γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου του 1770 στη γερμανική πόλη της Βόνης. Ο γιος του φλαμανδικής καταγωγής Johann Beethoven και της Magdalena Keverich έδειξε από μικρός αξιοθαύμαστη κλίση στη μουσική.

Ο πατέρας του, τενόρος της βασιλικής αυλής με πρόβλημα αλκοολισμού, παθιασμένος με την περίπτωση του Wolfgang Amadeus Mozart επιθυμούσε να μετατρέψει και τον γιο του σε ένα παιδί θαύμα. Έλαβε εξαιρετική μουσική μόρφωση για την εποχή του, μελετώντας έργα των Johann Sebastian Bach, Carlos Felipe Emmanuel Bach και Muzio Clementi.  Το 1778, ο 8χρονος Ludwig έπαιξε σε ένα κονσέρτο πιάνου στην Κολωνία, και τρία χρόνια αργότερα ο πατέρας του τον οδήγησε σε μια περιοδεία ανά την Ολλανδία – η οποία όμως θεωρήθηκε αποτυχημένη. Στη Βιέννη γνώρισε τον θρυλικό Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791), από τον οποίο έλαβε ορισμένα μαθήματα και ανέπτυξαν φιλική σχέση, ώσπου μια ασθένεια της μητέρας του τον ανάγκασε να επιστρέψει στη Βόνη.

Στη συνέχεια γνωρίστηκε με τον κόμη Waldstein, άνθρωπο μορφωμένο και διακεκριμένο πιανίστα ο οποίος τον βοήθησε να ξεπεράσει το χαμό της μητέρας του ενώ τον ανακήρυξε «νόμιμο» διάδοχο του Mozart και του Joseph Haydn (1732-1809), συστήνοντάς τον ένθερμα προκειμένου να του ανοίξει πόρτες στη Βιέννη. Στην Αυστρία, με μεγάλο αριθμό έργων στις αποσκευές του – το πρώτο του έργο το έγραψε στα 10 του χρόνια – η βοήθεια του Κόμη του άνοιξε πόρτες των σαλονιών των αριστοκρατών και του επέτρεψε να μελετήσει με τον Haydn, τον Antonio Salieri και άλλους σπουδαίους μουσικούς σύνθεση, βιολί και συγγραφή για κουαρτέτα και κουιντέτα. Έτσι, έδωσε το πρώτο του δημόσιο κονσέρτο πιάνου, στις 30 Μαρτίου του 1795, αν και ήδη είχε όνομα βιρτουόζου του πιάνου τα τελευταία τρία χρόνια. Το ταλέντο του αναγνώριζαν δάσκαλοι και ευγενείς στηρίζοντάς τον οικονομικά προκειμένου να παραμείνει στη Βιέννη.

Στο αποκορύφωμα της καριέρας του, ο συνθέτης άρχισε να βασανίζεται από τα συμπτώματα της κώφωσης, τα οποία είχαν εμφανιστεί ήδη από το 1796. Το κόστος ήταν τεράστιο για την ψυχολογία του συνθέτη που έβλεπε ότι έχανε την πλέον απαραίτητη αίσθηση για το επάγγελμα του. Το διαρκές σφύριγμα που άκουγε εμπόδιζε τη σωστή εκτίμηση της μουσικής που άκουγε, ενώ τον έκανε να αποφεύγει την ομιλία. Παρέδιδε μαθήματα πιάνου και μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονται οι μετέπειτα συνθέτες Ferdinand Ries και Carl Czerny. Στις αρχές του 1800 συνέθεσε την περίφημη Σονάτα του Σεληνόφωτος, το μπαλέτο Πλάσματα του Προμηθέα και ολοκλήρωσε τη Δεύτερη Συμφωνία του. Παράλληλα, βελτιώνονται οι σχέσεις του με τους εκδότες και τα έργα του τυπώνονται, επιφέροντας πλέον σημαντικότερα έσοδα στον συνθέτη.


Από το 1811 έπαψε να δίνει ο ίδιος συναυλίες αφού η ακοή του δεν τον βοηθούσε ενώ φέρεται να έχασε τελείως την ακοή το 1814. Εξαιτίας αυτής της απώλειας, υπάρχει ένα μοναδικό αρχείο των διαλόγων του συνθέτη με τους φίλους του, οι οποίοι του έγραφαν αυτό που ήθελαν να του πουν και στη συνέχεια ο συνθέτης απαντούσε είτε προφορικά είτε γραπτά. Περισσότερα από τα μισά βιβλία ωστόσο με τους διαλόγους του συνθέτη καταστράφηκαν μετά το θάνατό του από τον βιογράφο του Anton Felix Schindler, ο οποίος επιχείρησε να παρουσιάσει μια ιδανική εικόνα του συνθέτη.

Οι συνθέσεις της περιόδου εκείνης είναι μεγαλοπρεπείς, με μεγαλύτερο πνευματικό βάθος, ενώ η δομή τους θεωρείται γενικά πιο αφηρημένη και ασαφής. Στα τελευταία έργα του, χρησιμοποίησε επίσης πολύ συχνά το στοιχείο των παραλλαγών. Οι παραλλαγές Diabelli θεωρούνται από τα σημαντικότερα έργα αυτού του είδους και αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για αρκετά έργα της ρομαντικής περιόδου. Σχετικά με την πρεμιέρα της 9ης Συμφωνίας του, το 1824, λέγεται ότι χρειάστηκε να τον ακουμπήσει κάποιος για να γυρίσει μετά την ολοκλήρωση της, για να αντιληφθεί το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού – συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα απολύτως, ξέσπασε σε δάκρυα.

Συνέχισε να συνθέτει με ορισμένες περιόδους μικρότερης παραγωγής λόγω οικογενειακών προβλημάτων αλλά και προβλημάτων υγείας, η οποία από το 1825 κι έπειτα επιδεινωνόταν σταδιακά, ώσπου στις 26 Μαρτίου του 1827 έφυγε από τη ζωή. Περί τις 20.000 πολιτών συγκεντρώθηκαν για να τον αποχαιρετίσουν ενώ, όπως ήταν το έθιμο της εποχή, ενταφιάστηκε σε έναν κοινό ανώνυμο τάφο. Ο Franz Schubert, ο οποίος πέθανε τον επόμενο χρόνο κι ενταφιάστηκε δίπλα του, έφερε έναν από τους δαυλούς στην κηδεία του Beethoven.

Όταν γνώρισε ο Μότσαρτ τον Μπετόβεν είπε:


Συντάκτης: Νέοι Καιροί εν Αιγίω.

«Να τον προσέχετε αυτόν, κάποια μέρα θα δώσει στον κόσμο κάτι που θα συζητηθεί»! Ο Μπετόβεν γεννήθηκε σαν σήμερα.
Οι ασθένειες
Ο Μπετόβεν σύμφωνα με μια μελέτη συνέθετε με την καρδιά του. Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, δημοσίευσαν στο επιστημονικό περιοδικό  «Perspectives in Biology and Medicine» ότι τα εντυπωσιακά κρεσέντο του ήταν αποτέλεσμα καρδιολογικών προβλημάτων που τον ταλαιπωρούσαν και ταιριάζουν με την καρδιακή αρρυθμία από την οποία έπασχε. Για τον Μπετόβεν υπάρχει ο μύθος ότι υπέφερε από πολλές ασθένειες όπως νόσοι των εντέρων, των οστών, νεφροπάθεια, ηπατοπάθεια οι οποίες κυρίως προέρχονταν από τον αλκοολισμό του. Καθώς τα σημερινά διαγνωστικά τεστ δεν υπήρχαν τον 18ο αιώνα η ερμηνεία των ασθενειών του γίνεται σύμφωνα με τις περιγραφές της εποχής. Το βέβαιο πάντως είναι ότι συνθέτης μερικών από τα μεγαλύτερα μουσικά αριστουργήματα όλων των εποχών έπασχε από κώφωση.
https://www.youtube.com/watch?v=teUW_NstKWY  ΣΟΝΑΤΑ ΓΙΑ ΠΙΑΝΟ Νο 8 Sviatoslav Richter
Οι άλλοι συνθέτες
Στη Βιέννη ο Μπετόβεν γνώρισε τον Wolfgang Amadeus Mozart  από τον οποίο πήρε μαθήματα και ανέπτυξαν φιλική σχέση. Η σχέση τους δε συνεχίστηκε καθώς επέστρεψε εξαιτίας της ασθένειας της μητέρας του στη Βόννη. Ο κόμης  Waldstein διακεκριμένος πιανίστας και προστάτης του τον ανακήρυξε  «νόμιμο» διάδοχο του Mozart και του Joseph Haydn. Μελέτησε με τους Haydn, τον Antonio Salieri και άλλους σπουδαίους μουσικούς σύνθεση, βιολί και συγγραφή για κουαρτέτα και κουιντέτα. Όταν πέθανε,  ο Franz Schubert,  έφερε έναν από τους δαυλούς στην κηδεία του Beethoven. Ο Schubert, πέθανε την επόμενη χρονιά και ενταφιάστηκε δίπλα του. 

https://www.youtube.com/watch?v=LfjD-DQ5REk  Wilhelm Kempff  

Ένα παιδί - θαύμα
Ο Μπετόβεν έδωσε το πρώτο δημόσιο ρεσιτάλ το 1778 σε ηλικία 8 ετών στο πιάνο. Ο πατέρας του παραχαράσσει την ηλικία του για να φαίνεται ότι παίζει πρώτη φορά δημοσίως στην ίδια ηλικία με τον Μότζαρτ και τον εμφανίζει ως εξάχρονο. Σε ηλικία 10 ετών αφήνει το σχολείο για να αφοσιωθεί στη μουσική. Σε ηλικία 12 ετών δημοσιεύει την πρώτη του σύνθεση για πιάνο και τον προσφωνούν ως τον νέο Μότσαρτ. Στην ίδια ηλικία γίνεται δεκτός ως οργανοπαίκτης στην Αυλή και αναλαμβάνει να συντηρήσει την οικογένειά του. Σε ηλικία 17 ετών η Αυλή αποφασίζει να τον στείλει στη Βιέννη για σπουδές. Ήταν 19 ετών όταν συνέθεσε την καντάτα για το θάνατο του αυτοκράτορα Ιωσήφ ΙΙ, έργο που δεν παίχτηκε δημοσίως. Το ανακάλυψε ο Μπραμς έναν αιώνα αργότερα. Σε ηλικία 25 ετών έκανε το ντεμπούτο του με το Δεύτερο κονσέρτο για πιάνο, ενώ στα 30 του παίχτηκε η Πρώτη Συμφωνία. Η Βιέννη είχε πια ένα νέο αστέρι.
https://www.youtube.com/watch?v=CBFphuxUlQA    Sonata N.32 Op.111 (Richter)
Οι «παραξενιές»
Η Τρίτη, ή “Ηρωική” Συμφωνία ήταν αρχικά αφιερωμένη στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Ήταν τόσο επαναστατική που η ορχήστρα συχνά διέκοπτε τις πρόβες από τη σύγχυση. Ήταν για τους κριτικούς και τον κόσμο ένα παράξενο έργο. Οι μεγαλύτερες παραξενιές του όμως δεν ήταν μουσικές. Συνέθετε καλύτερα ενώ περπατούσε κι έτσι έγινε γνωστός στην πόλη ως κάποιος που έπαιρνε τους δρόμους, κουνώντας τα χέρια και βρυχώμενος μουσικά σπαράγματα, αδιάφορος για τις ορδές περίεργων παιδιών που τον ακολουθούσαν. Επίσης του άρεσε να μετακομίζει και μετακόμισε τουλάχιστον σε 40 διαμερίσματα στη Βιέννη. Η ακαταστασία που επικρατούσε ήταν τρομερή.

https://www.youtube.com/watch?v=Tdg-DT8rTUQ   Claudio Arrau Beethoven "Appassionata" (Full)

Οι έρωτες
Ο Μπετόβεν ποτέ δεν είχε επιτυχία στο ωραίο φύλο εξαιτίας της εμφάνισή τους. Μας χάρισε την «Αθάνατη αγαπημένη», ένα γράμμα που δεν ταχυδρομήθηκε. Η ταυτότητα της αγαπημένης είναι σήμερα γνωστή. Ήταν η Αντονί Μπρεντάνο, σύζυγος ενός τραπεζίτη από τη Φρανκφούρτη που λάτρευε τον Μπετόβεν αλλά έμεινε πιστή στον άντρα της.

https://www.youtube.com/watch?v=LQudyVEhmqA   Vladimir Horowitz - Beethoven's Moonlight Sonata, 3rd Movement op 27 presto agitato

Το κορυφαίο του έργο
Ασφαλώς είναι το πιο διάσημο έργο του. Η ένατη συμφωνία, ένας ύμνος στη χαρά, υπήρξε αρχικά παραγγελία προς τον συνθέτη της Φιλαρμονικής Εταιρείας του Λονδίνου, το 1817. Ολοκλήρωσε το έργο του το 1824. Με την ενάτη επιχείρησε κάτι μοναδικό, να ενσωματώσει φωνητική μουσική σε ένα συμφωνικό έργο. Η πρεμιέρα της ενάτης έγινε το 1824 στο «Κερντνερτορτεάτερ» της Βιέννης. Η παρουσίαση της Ενάτης ήταν ένας θρίαμβος. Ένα τμήμα της ενάτης, που είναι σήμερα ένα από τα πιο γνωστά έργα της κλασικής μουσικής,  στην οργανική διασκευή του Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν είναι ο επίσημος ύμνος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  

https://www.youtube.com/watch?v=rOjHhS5MtvA  Beethoven 9 - Chicago Symphony Orchestra - Riccardo Muti


Πηγή : http://www.thetoc.gr

Αποκάλυψη: Ο Μότσαρτ ήταν μέντιουμ!


Το τελευταίο Βήμα της Κυριακής φιλοξενεί συνέντευξη του Λεωνίδα Καβάκου. Ο γνωστός μουσικός, μεταξύ άλλων, λέει και τα εξής:

«Τελειότητα, βεβαίως, δεν υπάρχει. Όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες πάλευαν. Και ο Σούμαν και ο Μπραμς και ο Μπετόβεν... Μόνο ο Μότσαρτ δεν πάλευε, η μουσική γι' αυτόν ήταν ένα θεϊκό εργαλείο. Στην πορεία του επενέβη λιγότερο ίσως ο ανθρώπινος παράγοντας. Δεν είναι τυχαίο ότι έζησε τόσο λίγο και έγραψε τόσο πολύ. Για μένα Μότσαρτ είναι ένας Ιησούς, ή ένας Μέγας Αλέξανδρος. Ήρθε στη γη έχοντας μια αποστολή, την εξετέλεσε και έφυγε. Σφράγισε την ανθρωπότητα με μια συγκεκριμένη προσφορά και αυτή είναι αιώνια, πέρα από τον χρόνο, τον χώρο ή τους πολιτισμούς. Στους άλλους συνθέτες βλέπουμε πως υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας και, πραγματικά, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Δεν θα μπορούσε, για παράδειγμα, να υπάρξει ρομαντισμός χωρίς τη συνεργασία θείου και ανθρώπινου στοιχείου».

Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τα λόγια του σπουδαίου (το εννοώ) αυτού βιολονίστα, ο Μότσαρτ ήταν μέντιουμ — ένα διάμεσο, ένα φερέφωνο του Αγίου Πνεύματος, ή, κατ' άλλους, φαντάζομαι, ίσως ένας εξωγήινος, που ήρθε στον κόσμο σε διατεταγμένη υπηρεσία (ποια, άραγε;)...

Η ιδέα ότι ο Μότσαρτ «δεν πάλευε» για να συνθέσει, ότι η μουσική ήταν γι' αυτόν ένα «θείο εργαλείο» που έβγαινε αβίαστα από μέσα του είναι, δυστυχώς, πολύ διαδεδομένη. Και λέω «δυστυχώς» γιατί η θεοποίηση αυτή μειώνει, πιστεύω, αφάνταστα τον Μότσαρτ, ο οποίος φανέρωσε από μικρός ένα αξιοσημείωτο ταλέντο και μετά δούλεψε πάρα πολύ σκληρά για να το αξιοποιήσει και να φτάσει την τέχνη του στο σημείο που την έφτασε. Σας παραπέμπω, εντελώς ενδεικτικά, στην παρουσίαση που έκανε το περιοδικό Time στη βιογραφία του Μότσαρτ από τον Maynard Solomon, καθώς και σε παλιά ανακοίνωση του Πανεπιστημίου Cornell για την εργασία του μουσικολόγου Neal Zaslaw σχετικά με τον κατάλογο των έργων του Μότσαρτ.

Ο Μότσαρτ θεωρήθηκε από νωρίς παιδί-θαύμα, φήμη που καλλιέργησε πολύ έντεχνα ο πατέρας του — αλλά και ο ίδιος, αφήνοντας πολλές φορές να εννοηθεί ότι τα έργα του ήταν ήδη τελειωμένα μέσα στο κεφάλι του, και απλώς κάποια στιγμή έπαιρνε την πένα και το πεντάγραμμο και τα κατέγραφε ως είχαν. Η φήμη ήταν βάσιμη, αλλά τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Μπορεί να είχε εκπληκτική μνήμη, αλλά, όπως φανερώνουν μουσικολογικές μελέτες (δείτε, για παράδειγμα, εδώ κι εδώ), ο Μότσαρτ συχνά αναθεωρούσε τα έργα του, κάνοντας προσθήκες, αφαιρέσεις και τροποποιήσεις. Σίγουρα ένα «όργανο του Θεού» που ήρθε στον κόσμο «για να εκτελέσει μια αποστολή» δεν θα χρειαζόταν να κάνει κάτι τέτοιο. Καταλαβαίνω πόσο ελκυστικό είναι να βλέπουμε παντού «ανεξήγητα» πράγματα, ή, αν είμαστε θρήσκοι, να βλέπουμε παντού το «χέρι του Θεού». Η πραγματικότητα, όμως, διαφέρει — πώς να το κάνουμε; Μπορεί, στα μάτια κάποιων, να φαντάζει «πεζή», αλλά οι υπερβολές αυτού του τύπου (όπως και οι παραλληλισμοί με τον Ιησού και τον Μεγαλέξανδρο — αν είναι δυνατόν!) μόνο κακό κάνουν.

Επιτρέψτε μου μια κοινοτοπία: Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Κάθε καλλιτέχνης (μηδέ του μεγίστου Μότσαρτ εξαιρουμένου) ακολουθεί τα χνάρια της τέχνης που προηγήθηκε, υπακούει στους «κανόνες» της τέχνης της εποχής του, και, αν είναι πραγματικά μεγάλος, προχωρά ένα βήμα πιο πέρα, και μαζί του προχωρά και η τέχνη, μέχρι να έρθει ο επόμενος μεγάλος καλλιτέχνης, κ.ο.κ.. Μετά το μπαρόκ, που στην ώριμη περίοδό του είχε γίνει πλέον υπερβολικά πολύπλοκο και «βαρύ», η μουσική στράφηκε ξανά προς απλούστερες φόρμες, γεννώντας πρώτα το ροκοκό, όπου εντάσσεται αρχικά και η μουσική του C.P.E. Bach, και από εκεί τις απαρχές του κλασικισμού, με τον μεγάλο Haydn. Η μουσική του Μότσαρτ εντάσσεται σε αυτήν ακριβώς την παράδοση, εισάγοντας όμως και πολλές μικρές καινοτομίες, σε σημείο που να δέχεται συχνά αρνητικές κριτικές γι' αυτό. Έκανε, με λίγα λόγια, ό,τι έκανε κάθε συνθέτης της εποχής του, επιδεικνύοντας όμως πολύ καλό γούστο. Και, όταν πέθανε, φτωχός και καταχρεωμένος, η τέχνη του απλώς ξεπεράστηκε, και η μουσική συνέχισε την πορεία της προς τον ώριμο κλασικισμό και το ρομαντισμό. Σήμερα, βέβαια, που βλέπουμε από απόσταση (άρα πιο ολοκληρωμένα, ίσως) τη μουσική του παρελθόντος, φαίνεται καθαρά πως ο Μότσαρτ είναι όντως μια από τις κορυφαίες μορφές της κλασικής (με την ευρύτερη έννοια) μουσικής, πράγμα που μπορεί να εξηγηθεί άνετα από τη μουσικολογία, η οποία μπορεί επίσης να εξηγήσει γιατί η μουσική του έχει τέτοια τεράστια απήχηση στα αυτιά των ακροατών του 21ου αιώνα.

Τώρα, το γιατί ο Μότσαρτ θεωρείται από κάποιους ημίθεος, ή εξωγήινος, ή μέντιουμ — αυτό εμπίπτει στα γνωστικά πεδία της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας...

διαφορά μεταξύ Μότσαρτ και Μπετόβεν Mozart vs Beethoven




Ο Wolfgang Amadeus Mozart γεννήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1756 στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας. Ήταν ένα ταλαντούχο παιδί, συνθέτοντας το πρώτο κομμάτι του στην ηλικία των 5 ετών και να γίνει μουσικός του δικαστηρίου στην ηλικία των 17. Σύνθεσε τα σπουδαιότερα έργα του στη Βιέννη, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ενήλικα.

Ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς κλασικούς συνθέτες της εποχής του, αλλά και μία από τις πιο ευπροσάρμοστες, συνθέτοντας μουσική διαφόρων ειδών, από κλασσικές μέχρι συμφωνίες, συναυλίες και όπερες. Εκτός από το φυσικό του ταλέντο, έμαθε και από άλλους.

Το στυλ του χαρακτηρίζεται από σαφήνεια, ισορροπία, απλότητα και ακρίβεια. Ο ήχος κάθε σημείωσης είναι πολύ σαφής και ευχάριστος στα αυτιά. Ορίζεται επίσης από την ελαφριά προσωπικότητά του, δημιουργώντας μουσική που είναι άνετη και πολύ ελαφριά. Έγραψε μουσική που μπορεί να παιχτεί ακόμα και από άτομα με λιγότερες τεχνικές δεξιότητες ή ακόμα και από άτομα χωρίς προηγούμενη εμπειρία. Δημιούργησε μουσική και σε διάφορες διαθέσεις. Πέθανε από ασθένεια στις 5 Δεκεμβρίου 1791, σε ηλικία 35 ετών.

Ο Ludwig van Beethoven, από την άλλη πλευρά, γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1770 στη Βόννη της Γερμανίας. Ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς κλασικούς και ρομαντικούς συνθέτες της εποχής του. Ήταν οπαδός του Mozart και ήθελε να μελετήσει μαζί του, αλλά μελέτησε με τον Haydn αντ 'αυτού.

Τα περισσότερα έργα του έγιναν με μοντέλα του Μότσαρτ, αλλά το ύφος του ήταν πολύ διαφορετικό από τον Μότσαρτ, καθώς ήταν ένας μοναχικός και χαρούμενος άνθρωπος, με τις ιδιότητες που έδειχνε στη μουσική που έκανε. Δημιούργησε τη μουσική του με κανέναν στο μυαλό και ο ήχος της μουσικής του χαρακτηρίζεται από παραλλαγές και αλλαγές.
Όπως και ο Μότσαρτ, συνέθεσε μουσική διαφορετικών ειδών και με διαφορετικά όργανα. Η σταδιοδρομία του χαρακτηρίστηκε από τρεις περιόδους. την πρώιμη περίοδο που η μουσική του επηρεάστηκε από τον Μότσαρτ και τον Χάιντ, τη μεσαία περίοδο που σηματοδοτήθηκε από την εμφάνιση της κωφού του, και την ύστερη περίοδο που δημιούργησε μουσική με βάθος. Πέθανε στις 26 Μαρτίου 1827, σε ηλικία 56 ετών.

Περίληψη:

1. Ο Wolfgang Amadeus Mozart ήταν Αυστριακός συνθέτης ενώ ο Ludwig van Beethoven ήταν Γερμανός συνθέτης.

2. Ο Wolfgang Amadeus Mozart γεννήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1756 και πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου 1791, ενώ ο Ludwig van Beethoven γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1770 και πέθανε στις 26 Μαρτίου 1827.
3. Και οι δύο ήταν πολύ ταλαντούχοι και ευέλικτοι, αλλά η μουσική του Μότσαρτ ήταν εύκολο να παίξει ακόμα και από τους λιγότερο εξειδικευμένους, ενώ ο Μπετόβεν ήταν δύσκολος.
4. Η μουσική του Μότσαρτ ήταν επίσης πολύ σαφής, ακριβής και ευχάριστη στους ακροατές, ενώ η μουσική του Μπετόβεν δεν ήταν.
5. Και οι δύο ήταν κλασσικοί συνθέτες, αλλά ο Μπετόβεν ήταν αυτός που άνοιξε το δρόμο για ρομαντική μουσική.
6. Ο Μότσαρτ πέθανε νεαρός, σε ηλικία 35 ετών, ενώ ο Μπετόβεν πέθανε στην ηλικία των 56 ετών.

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

Πως η κώφωση εκτόξευσε το μουσικό έργο του Μπετόβεν

2e17b8a5ea8439a354ee50ad8fe3ed6d.jpg

Η σταδιακή καταβύθιση του κορυφαίου μουσουργού, και συνθέτη στη σιωπηλή επικράτεια της κώφωσης, επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τις μουσικές του συνθέσεις. Οι Ολλανδοί ερευνητές του κέντρου Μεταβολισμικής του Λάιντεν δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο Βρετανικό ιατρικό περιοδικό British Medical Journal, σύμφωνα με την οποία ο Μπετόβεν όσο έχανε την ακοή του και η κατάσταση του επιδεινωνόταν, χρησιμοποιούσε όλο και συχνότερα χαμηλής συχνότητας νότες και όταν πια κουφάθηκε εντελώς επέστρεψε στις υψηλές νότες.
Οι Ολλανδοί ερευνητές ανέλυσαν εξονυχιστικά τα κουαρτέτα εγχόρδων του Μπετόβεν, τα κατέταξαν σε τέσσερις ομάδες από τα πρώιμα 1798 – 1800, μέχρι τα τελευταία του 1824 – 1826 και έβγαλαν τα εξής σημαντικά συμπεράσματα: Ο συνθέτης χρησιμοποιούσε νότες με συχνότητα 1.568 Hertz και άνω, και όσο έχανε την ακοή του χρησιμοποιούσε όλο και περισσότερες νότες με μεσαίες και χαμηλές συχνότητες προκειμένου να ακούει καλύτερα τα έργα που συνέθετε. Όμως στις τελευταίες του συνθέσεις και όταν ο Μπετόβεν ήταν εντελώς κουφός, επέστρεψε στις υψηλές νότες.
Σύμφωνα με τους Ολλανδούς: “από τη στιγμή που κατάλαβε ότι πλέον δεν θα μπορούσε να ακούσει, στράφηκε αποκλειστικά στο “εσωτερικό του αυτί” και απελευθέρωσε τον μουσικό του κόσμο, δημιουργώντας μερικά από τα αξεπέραστα αριστουργήματα του”
Ο Μπετόβεν εμφάνισε πρόβλημα ακοής το 1801 σε ηλικία 30 χρόνων. Στα 41 του για να ακούσει έπρεπε οι άλλοι να φωνάζουν δίπλα του και στα 49 του άρχισε να επικοινωνεί μόνο με γραπτά σημειώματα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του και μέχρι το 1827 οπότε και πέθανε η κώφωση του ήταν πλήρης.

Επηρέαζε ο καρδιακός ρυθμός του Μπετόβεν τη θεϊκή μουσική του;


Η θεωρία που επιμένει και οι γιατροί που χρησιμοποιούν τις σονάτες του για να διαγνώσουν καρδιακή αρρυθμία στον μεγάλο μουσουργό!



Επηρέαζε ο καρδιακός ρυθμός του Μπετόβεν τη θεϊκή μουσική του;


Η άνοιξη του 1809 ήταν μια δύσκολη περίοδος για τον μεγάλο μουσουργό.
Η αγαπημένη του, κόμισσα Giulietta Guicciardi, είχε κόψει κάθε επαφή μαζί του, μιλώντας για αγεφύρωτα ταξικά κενά, και οι σχέσεις του με τον μικρότερο αδερφό και ατζέντη του, Kaspar, είχαν επιδεινωθεί.
Το χειρότερο όμως απ’ όλα πρέπει να ήταν το γεγονός πως ο στενός φίλος και προστάτης του αρχιδούκας Ροδόλφος της Αυστρίας εγκατέλειπε άρον-άρον την έπαυλή του στη Βιέννη για να γλιτώσει από τα στρατεύματα του Βοναπάρτη.
Κι έτσι εκείνον τον Απρίλιο, περιμένοντας την αναχώρηση του αρχιδούκα, ο Μπετόβεν στράφηκε στο πιάνο του. Το αποτέλεσμα ήταν η πρώτη εκδοχή αυτού που θα γινόταν τελικά γνωστό ως «Σονάτα για Πιάνο Opus 81a».
bbebtthhovvnnne1
Ο μουσουργός έγραψε στην παρτιτούρα του τη φράση «Le-be-wohl» (στα γερμανικά ο αποχαιρετισμός), η οποία επαναλαμβάνεται συχνά στο κομμάτι, το οποίο μετατρέπεται σε έναν σωστό θρήνο που εναλλάσσεται μεταξύ μελαγχολίας και κάθαρσης. «Μείγμα πόνου και απώλειας», το χαρακτήρισε ο μεγάλος μουσικολόγος Frederick Horace Clark το 1899 και έκτοτε όλοι το έχουν επαινέσει για τους «βουβούς λυγμούς» και τα «υπαινικτικά αντίο» του.
Κι όμως υπάρχουν κάποιοι που δεν ακούν τον συναισθηματικό πόνο του συνθέτη αλλά αποδίδουν την όλη σύνθεση σε ένα σαφώς πιο σωματικό χαρακτηριστικό του Μπετόβεν! Εδώ και δεκαετίες υποστηρίζεται δηλαδή από μουσικόφιλους προφανώς καρδιολόγους πως ο ασθματικός ρυθμός του «Opus 81a» είναι πιθανότατα δείκτης της καρδιακής αρρυθμίας από την οποία έπασχε ο μουσουργός χωρίς να το ξέρει.
Καρδιακή αρρυθμία αποκαλούν οι γιατροί κάθε διαταραχή του φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού. Ο ρυθμός λειτουργίας της καρδιάς δεν είναι ρυθμικός, παρουσιάζοντας άλλοτε διακοπές και άλλοτε υψηλότερη ή χαμηλότερη συχνότητα παλμών.
bbebtthhovvnnne4
Ο Μπετόβεν έζησε σε εποχές που τέτοιες παθήσεις περνούσαν στα «ψιλά» και ο ίδιος μάλιστα είχε μεγαλύτερα προβλήματα να σκεφτεί, από τη χρόνια διάρροια που υπέφερε μέχρι και την κώφωση! «Μπορεί να είχε μια καρδιακή αρρυθμία που ήταν πιθανότατα καλοήθης», μας λέει ο καθηγητής καρδιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, Zachary Goldberger.
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν αναφέρει τίποτα στην επιστολογραφία του και η νεκροψία του δεν μιλά για κάτι τέτοιο, ο Goldberger αναγνωρίζει συγγένειες στη ζωή και το έργο του Μπετόβεν που μπορούν να αποδοθούν σε αρρυθμίες και σκιρτήματα της καρδιάς, θεωρώντας ταυτοχρόνως πως ο μουσουργός μπορούσε να ακούσει τον ξεκούρδιστο ρυθμό της καρδιάς του.
bbebtthhovvnnne5
Οι αρρυθμίες λαμβάνουν συχνά χώρα σε περιόδους έντονου άγχους και εκείνη η άνοιξη ήταν σαφώς στρεσογόνα για τον Μπετόβεν. «Ίσως η απώλεια της ακοής του όξυνε τις άλλες αισθήσεις του και τον έκανε να συνειδητοποιήσει την καρδιακή του αρρυθμία», συνεχίζει ο καθηγητής, ο οποίος με έναν μουσικολόγο (Steven Whiting) και έναν παθολόγο (Dr. Joel D. Howell) δημοσίευσαν μια μελέτη για την «Εγκάρδια μουσική του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν» στο «Perspectives in Biology and Medicine» την άνοιξη του 2014.
Δεν ήταν φυσικά οι πρώτοι επιστήμονες που μίλησαν για κάτι τέτοιο, καθώς το πράγμα το μελετούν οι καρδιολόγοι στα σοβαρά τουλάχιστον από το 1980, όταν σε μια επιστολή του στην επιθεώρηση «Journal of the American Medical Association» ο γιατρός Samuel Vaisrub επικεντρώνεται στη στενή σύνδεση μεταξύ μουσικής και σωματικών ρυθμών. «Έχοντας βιώσει συχνά καρδιακές αρρυθμίες», μας λέει ο Vaisrub, «[ο Μπετόβεν] συνέθετε μουσική (όπως η Σονάτα No. 81) που αντανακλούσε έναν διαταραγμένο ρυθμό».
bbebtthhovvnnne6
Πολλοί ακόμα καρδιολόγοι αναγνώρισαν συσχετίσεις στη θεϊκή μουσική του Μπετόβεν και τη φημολογούμενη καρδιακή αρρυθμία του (όπως ο καρδιολόγος Berndt Lüderitz στο βιβλίο του «History of the Disorders of Cardiac Rhythm» το 1995), πιστεύοντας πως στο μουσικό του αυτί ο διαταραγμένος καρδιακός ρυθμός μετατρεπόταν σε μελωδία.
Ο Goldberger και η παρέα του πήγαν το πράγμα πιο μακριά, εξετάζοντας δύο ακόμα έργα του κλασικού συνθέτη που θεωρούν πως «μυρίζουν» αρρυθμία (το «Opus 130» και το «Opus 110»), καθώς βασίζονται σε επαναλαμβανόμενα και «άρρυθμα» μοτίβα.
Μουσικολόγοι πάντως εναντιώνονται σε τέτοιου είδους αναγνώσεις, λέγοντας πως ακόμα κι αν ήταν όντως έτσι, η καρδιακή αρρυθμία δεν σε βοηθάει καθόλου να αντιληφθείς και να κατανοήσεις το μυστήριο των εντελώς ιδιοσυγκρασιακών ρυθμικών δομών του Μπετόβεν. Το μεγάλο θέμα, μας λένε, είναι όχι τόσο τι λειτούργησε ως έμπνευση για τον μεγάλο μουσουργό, αλλά τι έκανε ο Μπετόβεν με τις εμπνεύσεις του.
Η μουσική του Μπετόβεν εξακολουθεί πάντως να αποτελεί ογκόλιθο είτε προέκυψε από την καρδιά του είτε απλώς από το μυαλό του…

Λούντβιχ βαν Μπετόβεν: Η εμβληματική ιδιοφυΐα της μουσικής που σταμάτησε να ακούει τι γράφει!



Ένας από τους κορυφαίους μουσουργούς όλων των μουσικών εποχών, ο δαιμόνιος Μπετόβεν ήρθε στον κόσμο για να αλλάξει για πάντα την έννοια της μελωδίας.
Καινοτόμος μουσικός, βάλθηκε να διευρύνει μουσικά τη σονάτα, τη συμφωνία, το κονσέρτο και το κουαρτέτο, συνδυάζοντας όργανα και φωνητικά με έναν εντελώς καινοφανή τρόπο.
Η ζωή του σπουδαίου συνθέτη και βιρτουόζου πιανίστα σημαδεύτηκε βέβαια από τη μάχη με την κώφωση, με μια σειρά από τα σημαντικότερα έργα του να συνθέτονται πράγματι κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του, όταν πλέον το πρόβλημα ακοής του τον εμπόδιζε να προσλάβει τους ήχους που σκάρωνε.
Η σύνθεσή του αποτέλεσε άξονα αναφοράς για τους επιγόνους του, με τις συμφωνίες του και τα κονσέρτα για πιάνο να μένουν στην παγκόσμια μουσική ιστορία ως παρακαταθήκη της μουσικής του μεγαλοφυΐας...
Πρώτα χρόνια

Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν γεννιέται στις 16 Δεκεμβρίου 1770 στη Βόνη της Κολονίας, που αποτελούσε τότε τμήμα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η ακριβής ημερομηνία γέννησής του έχει αποτελέσει αντικείμενο ιστορικής έριδας, γνωρίζουμε ωστόσο με βεβαιότητα ότι ο Μπετόβεν βαφτίστηκε στις 17 Δεκεμβρίου.
Ο μικρός γεννιέται σε οικογένεια με μακρά μουσική παράδοση, με τον τενόρο πατέρα του να τον εισάγει σταδιακά στα μυστικά της μουσικής, αν και οι σχέσεις τους δεν ήταν ποτέ ομαλές. Ο παππούς του ήταν ωστόσο η φίρμα της οικογένειας, αποτελώντας τον πλέον επιφανή μουσικό της πόλης, μια πηγή συνεχούς περηφάνιας για τον νεαρό εγγονό.
Σε νεαρή ηλικία λοιπόν ο Μπετόβεν θα έρθει σε επαφή με τη μουσική (κάπου μεταξύ της γέννησης των δύο μικρότερων αδερφών του), με τον μουσικοδιδάσκαλο πατέρα του να υιοθετεί ωστόσο δρακόντειες παιδαγωγικές μεθόδους, που θα στιγματίσουν τον Μπετόβεν για όλη του τη ζωή. Ο μικρός σύντομα θα αποδειχθεί παιδί-θαύμα στη μουσική, επιφέροντας ακόμα μεγαλύτερη αυστηρότητα από τον πατέρα του στη μελέτη. Μαθαίνει βιολί και παίρνει εξτρά μαθήματα από γνωστούς μουσικούς της πόλης, φανερώνοντας την απίστευτη κλίση του στην τέχνη που θα τον έκανε αργότερα το ασύλληπτο ταλέντο που υπήρξε.

Ελπίζοντας ότι ο γιος του θα αναγνωριστεί ως μουσικό ταλέντο εφάμιλλο του Μότσαρτ, ο πατέρας του οργανώνει το πρώτο δημόσιο ρεσιτάλ στις 26 Μαρτίου 1778, με τον «6 ετών μικρό» στο πιάνο: παρά το γεγονός ότι ο Μπετόβεν είναι 8 χρονών, ο πατέρας του πείραξε λίγο τις ημερομηνίες για να συμπέσει η πρώτη εμφάνιση του γιου του με την αντίστοιχη του Μότσαρτ, όταν σε ηλικία 6 ετών έκανε το ντεμπούτο του παίζοντας για την αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία. Ο Μπετόβεν έδωσε ένα πολύ καλό ρεσιτάλ, το οποίο δεν είχε ωστόσο την αναμενόμενη κάλυψη του Τύπου.
Οι σχολικές του επιδόσεις μόλις και μετά βίας μπορούν να λογιστούν μέτριες, με τον νεαρό Μπετόβεν να παλεύει με τα μαθηματικά και την ορθογραφία σε όλη του τη ζωή. Όπως το έλεγε και ο ίδιος: «Η μουσική έρχεται σε μένα πιο εύκολα από τις λέξεις!». Κι έτσι το 1781, σε ηλικία 10 ετών, παρατάει το σχολείο για να αφιερωθεί ολόψυχα στη μουσική εκπαίδευση, με πρώτο δάσκαλο τον επίσημο μουσικό της Αυλής Κρίστιαν Νέεφε. Ο Νέεφε θα γνωρίσει τον Μπετόβεν στον Μπαχ και θα βάλει τις βάσεις της μουσικής του παιδείας.
Σε ηλικία 12 ετών, ο Μπετόβεν δημοσιεύει την πρώτη του σύνθεση για πιάνο που κάνει τον δάσκαλό του να τον προσφωνήσει ως τον νέο Μότσαρτ. Μέχρι το 1784 όμως το πρόβλημα αλκοολισμού του πατέρα του είχε επιδεινωθεί και δεν μπορούσε πλέον να συντηρήσει οικονομικά την οικογένειά του, με τον νεαρό Μπετόβεν να αναλαμβάνει την υποχρέωση να θρέψει τη φαμίλια: παρά το πολύ νεαρό της ηλικίας του, γίνεται δεκτός ως οργανοπαίκτης στην Αυλή με αξιοπρεπείς απολαβές.

Αναγνωρίζοντας το ταλέντο του, η Αυλή αποφασίζει να στείλει το 1787 το ταλέντο στη Βιέννη για να σπουδάσει στο πλευρό του Μότσαρτ. Στην οντισιόν του Μπετόβεν μπροστά στον κορυφαίο συνθέτη, ο Μότσαρτ σχολίασε για τις επιδόσεις του πιτσιρικά: «Να τον προσέχετε αυτόν, κάποια μέρα θα δώσει στον κόσμο κάτι που θα συζητηθεί»! Ωστόσο, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την άφιξή του στη Βιέννη, ο Μπετόβεν πληροφορείται πως η μητέρα του έπεσε βαριά άρρωστη και επιστρέφει εσπευσμένα στη Βόνη: ο θάνατος της μητέρας του λίγους μήνες αργότερα θα τον αφήσει σε βαριά μελαγχολία, με το πένθος του να διαρκεί για χρόνια. Παρά ταύτα, συνεχίζει να αυξάνει τη φήμη του ως μουσικού.
Κι έτσι, όταν πέθανε ο αυτοκράτορας Ιωσήφ Β' το 1790, ο 19χρονος Μπετόβεν φάνταζε ως η καλύτερη επιλογή για τη σύνθεση ενός μουσικού έργου προς τιμή του. Για λόγους που παραμένουν ωστόσο άγνωστοι, η σύνθεση του Μπετόβεν δεν εκτελέστηκε ποτέ δημόσια, κάνοντας τους περισσότερους να υποθέσουν ότι το έργο του νεαρού δεν ήταν αντάξιο της φήμης που είχε αποκτήσει. Κι όμως, περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, ο Μπραμς θα ανακαλύψει ότι ο Μπετόβεν είχε πράγματι συνθέσει ένα «υπέροχο και ευγενές» μουσικό έργο (Cantata on the Death of Emperor Joseph II), το οποίο θεωρείται σήμερα ένα από τα πρώιμα αριστουργήματά του...
Συνθέτοντας για το κοινό

Το 1792, με τις γαλλικές επαναστατικές δυνάμεις να φτάνουν μέσω της Ρηνανίας ως την Κολονία, ο Μπετόβεν αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Βόνη για τη Βιέννη. Ο Μότσαρτ είχε εν τω μεταξύ πεθάνει την προηγούμενη χρονιά, αφήνοντας πλέον τον Χάιντν στην τιμητική θέση του μεγαλύτερου εν ζωή συνθέτη. Ο Μπετόβεν θα περάσει στο πλευρό του κορυφαίου μουσουργού δύο χρόνια μαθητείας, με τον φίλο και πάτρονα του Μπετόβεν, κόμη Waldstein, να τον αποχαιρετά με μια επιστολή όπου του γράφει: «Μέσα από τη σκληρή δουλειά, θα λάβεις το πνεύμα του Μότσαρτ από τα χέρια του Χάιντν».
Ο Μπετόβεν αφιερώθηκε ολόψυχα στη μελέτη, ερχόμενος σε επαφή με τη μουσική πρωτοπορία του καιρού και γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τους σπουδαιότερους συνθέτες της Ευρώπης: μαθαίνει πιάνο στο πλευρό του Χάιντν, φωνητική σύνθεση από τον Αντόνιο Σαλιέρι και αντίστιξη με τον Johann Albrechtsberger. Ο Μπετόβεν σύντομα θα εγκαθιδρυθεί ως βιτρουόζος πιανίστας, με μεγάλο ατού τις ασύλληπτες αυτοσχεδιαστικές του δυνατότητες.

Είχε πλέον προστάτες και χρηματοδότες γνωστούς αριστοκράτες της Βιέννης, που τον προμήθευαν με κονδύλια και παραγγελίες, κάνοντάς τον το 1794 να κόψει κάθε δεσμό με τη γενέτειρά του. Ο Μπετόβεν θα κάνει το πολυαναμενόμενο ντεμπούτο του στα μουσικά πράγματα της Βιέννης στις 29 Μαρτίου 1795. Αμέσως μετά, δημοσιεύει μια σειρά από κονσέρτα για πιάνο, που τιτλοφορούνται πλέον «Opus 1» και θα του φέρουν τεράστια καλλιτεχνική και οικονομική επιτυχία! Πέρα από δεξιοτέχνης του πιάνου, αρχίζει πλέον να γίνεται γνωστός και ως συνθέτης.
Επόμενος σταθμός της ζωής του είναι η 2α Απριλίου 1800, όταν ο Μπετόβεν παρουσίασε την πρώτη συμφωνία του (Συμφωνία Νο 1) στο Βασιλικό Θέατρο της Βιέννης. Παρά το γεγονός ότι αργότερα ο ίδιος θα αποκηρύξει τη σύνθεσή του («Εκείνες τις μέρες δεν ήξερα πώς να συνθέτω»), η μελωδική και χαριτωμένη συμφωνία του θα τον εγκαθίδρυε μεμιάς ως έναν από τους καλύτερους μουσουργούς της Ευρώπης!
Καθώς τα χρόνια προχωρούσαν στον νέο αιώνα, ο Μπετόβεν συνέθετε σαν δαιμονισμένος, με κάθε νέο έργο του να γίνεται επιτυχία και να συμβάλει στην άνοδο της φήμης του, που είχε αγγίξει πλέον το καθεστώς της ωριμότητας. Στα «Six String Quartets», δημοσιευμένα το 1801, ο Μπετόβεν επιδεικνύει την απόλυτη μαεστρία του στη δύσκολη αλλά λατρεμένη βιενέζικη μουσική φόρμα που ανέπτυξαν τόσο ο Μότσαρτ όσο και ο Χάιντν!
Την ίδια χρονιά γράφει και την πρώτη του μουσική σύνθετη για μπαλέτο, «Τα Πλάσματα του Προμηθέα», που θα παιχτούν σε 27 ανάρπαστες παραστάσεις στο Βασιλικό Θέατρο! Ο Μπετόβεν παρακολουθεί, όπως και όλη η υπόλοιπη Ευρώπη, τα κατορθώματα του νεαρού αυτοκράτορα της Γαλλίας Βοναπάρτη και μαγεύεται από τις σχεδόν υπεράνθρωπες ικανότητές του.

Κι έτσι το 1804, λίγες μόλις εβδομάδες μετά τη στέψη του Βοναπάρτη στον θρόνο του αυτοκράτορα, ο Μπετόβεν γράφει προς τιμή του τη Συμφωνία Νο 3, που θα μείνει γνωστή ως «Ηρωική». Πρόκειται για το κορυφαίο του ίσως συμφωνικό έργο, που δεν έμοιαζε σε τίποτα με όσα είχε ακούσει ποτέ ο κόσμος, κάνοντας τους μουσικούς στις τόσες εβδομάδες πρόβας να μην ξέρουν πώς να χειριστούν εκτελεστικά τη σύνθεση!
Απώλεια της ακοής

Την ώρα που έγραφε τα αθάνατα και μνημειώδη αυτά έργα, ο Μπετόβεν προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με ένα φριχτό και αναπάντεχο γεγονός, το οποίο ταυτοχρόνως επιδίωκε να αποκρύψει από τους πάντες: έχανε προοδευτικά την ακοή του! Μέχρι τη στροφή του αιώνα, ήδη αγωνιζόταν να ακούσει τις λέξεις σε μια συζήτηση, κάνοντάς τον να απομονωθεί τελικά από τη δημόσια ζωή. Σε επιστολή του 1801 που έστειλε στον φίλο του Franz Wegeler παρατηρεί: «Πρέπει να σου εξομολογηθώ ότι διάγω μια μίζερη ζωή. Εδώ και δύο χρόνια έχω πάψει να πηγαίνω σε κοινωνικές εκδηλώσεις καθώς το βρίσκω αδύνατο να πω στον κόσμο ότι είμαι κουφός».

Ας μην ξεχνάμε ότι επρόκειτο για συνθέτη και η απώλεια της ακοής ήταν από μόνη της τραγική για τη δουλειά του: «Αν έκανα οποιαδήποτε άλλη δουλειά, ίσως να μπορούσα να διαχειριστώ την αναπηρία μου. Στη δουλειά μου είναι όμως ένα τρομερό εμπόδιο». Η μελαγχολία και η θλίψη θρονιάστηκαν στη ζωή του και απαθανατίστηκαν σε ένα σπαρακτικό σημείωμα που κράτησε κρυφό σε όλη του τη ζωή. Με χρονολογία 6 Οκτωβρίου 1802 («The Heiligenstadt Testament»), διαβάζουμε: «Ω, εσείς άνθρωποι που πιστεύετε ή λέτε ότι είμαι κακόβουλος, πεισματάρης ή μισάνθρωπος, πόσο πολύ με αδικείτε. Δεν ξέρετε τον κρυφό λόγο που με κάνει να φαίνομαι έτσι στα μάτια σας, και θα έδινα τέλος στη ζωή μου - ήταν μόνο η τέχνη μου που με κράτησε πίσω. Φάνταζε αδύνατο να εγκαταλείψω τα εγκόσμια μέχρι να βγάλω έξω όσα ένιωθα ότι υπήρχαν μέσα μου».

Σχεδόν θαυματουργά, και παρά τη ραγδαία επιδεινούμενη κώφωσή του, ο Μπετόβεν συνεχίζει να συνθέτει με αμείωτο ρυθμό. Από το 1803-1812, στη δεύτερη αυτή περίοδο της ζωής του, που αναγνωρίζεται ως «μεσαία» ή «ηρωική», συνθέτει μία όπερα, έξι συμφωνέις, τέσσερα σόλο κονσέρτα, πέντε κουαρτέτα, έξι σονάτες, εφτά σονάτες για πιάνο, 72 τραγούδια και πολλά-πολλά ακόμα έργα! Στα πλέον μνημειώδη της εποχής συγκαταλέγονται οι Συμφωνίες No. 3-8, η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», η σονάτα για βιολί «Kreutzer» αλλά και η μόνη όπερα που έγραψε ποτέ, το «Fidelio».
Με όρους νεωτερισμών, πολυπλοκότητας σύνθεσης και μουσικής αρτιότητας, η δεύτερη αυτή περίοδος της ζωής του Μπετόβεν παραμένει αξεπέραστη! Παρά το γεγονός βέβαια ότι μας χάρισε απαράμιλλες μελωδίες, η προσωπική του ζωή μαστιζόταν από τη μοναξιά και τη θλίψη, που θα εγκαθιδρυθούν πλέον στον ψυχισμό του και θα τον ακολουθούν σε όλη την ενήλικη ζωή του.
Ευέξαπτος πια, μονίμως αφηρημένος, άπληστος και καχύποπτος μέχρι παράνοιας, ο Μπετόβεν τσακωνόταν με όσους τον περιέβαλλαν: τα αδέρφια του, τους εκδότες του, τις οικιακές βοηθούς του, τους μαθητές του, ακόμα και στους πάτρονές του τα έψελνε. Το θέμα με την κώφωση και η απόσυρσή του από τα δημόσια πράγματα, αλλά και η φυσική συστολή του χαρακτήρα του, θα τον έκαναν να μην παντρευτεί ποτέ και να μην αποκτήσει απογόνους. Ήταν ωστόσο αθεράπευτα ερωτευμένος με μια παντρεμένη, την Antonie Brentano.

O θάνατος του αδερφού του το 1815 έμελλε να πυροδοτήσει μια από τις μεγαλύτερες δικαστικές περιπέτειες της ζωής του, μια ακανθώδη νομική διαμάχη με την κουνιάδα του για την επιμέλεια του γιου της και ανιψιού του Μπετόβεν, Καρλ βαν Μπετόβεν. Ο δικαστικός αγώνας κράτησε χρόνια, με τις αντιμαχόμενες πλευρές να εκτοξεύουν μύδρους και να γίνονται δημόσιο θέαμα. Ο Μπετόβεν κέρδισε τελικά την επιμέλεια του ανιψιού του, ποτέ όμως και τη στοργή του...
Κατοπινά χρόνια και θάνατος

Παρά την ταραχώδη προσωπική ζωή και την πλήρη πλέον κώφωση, ο Μπετόβεν κατάφερε να συνθέσει τα σπουδαιότερα έργα του -που περιλαμβάνονται φυσικά στα σπουδαιότερα έργα της μουσικής τέχνης!- στην τελευταία αυτή περίοδο του βίου του. Οι μνημειώδεις συνθέσεις της εποχής περιλαμβάνουν το ορατόριο Missa Solemnis (1824), αλλά και το Κουαρτέτο No 14...
Η ένατη και τελευταία συμφωνία του κορυφαίου συνθέτη, που ολοκληρώθηκε την ίδια εποχή (1824), παραμένει το συγκλονιστικότερο ίσως επίτευγμά του και ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα μουσικά θέματα όλων των εποχών...
Ο Μπετόβεν πέθανε στις 26 Μαρτίου 1827, σε ηλικία 56 ετών. Η αυτοψία αποκάλυψε ως αιτία θανάτου κίρρωση του ήπατος που προκλήθηκε από ηπατίτιδα, ενώ παρείχε και στοιχεία για το πρόβλημα ακοής του: προήλθε πιθανότατα από τύφο που πέρασε το καλοκαίρι του 1796.

Ο Μπετόβεν θεωρείται από την ιστορία της τέχνης ως ένας από τους κορυφαίους συνθέτες όλων των εποχών. Η μεγάλη του συνεισφορά, πέρα φυσικά από τα αριστουργήματα που μας χάρισε, έγκειται στη μετάβαση από την κλασική στη ρομαντική εποχή της δυτικής μουσικής παράδοσης.

Το γεγονός μάλιστα ότι κατάφερε να συνθέσει τα πλέον χαρακτηριστικά και αθάνατα έργα του σε καθεστώς πλήρους κώφωσης περιβάλλει το επίτευγμά του με τον μανδύα του υπεράνθρωπου άθλου: ενός άθλου δημιουργικής διάνοιας και ανάγκης για έκφραση που με λίγα ιστορικά παραδείγματα μπορεί να συγκριθεί...