Γράφει η Ράνια Μπουμπουρή
Ο
Γερμανός φιλόσοφος Άρθουρ Σοπενάουερ (1788-1860) συγκαταλέγεται ανάμεσα
στους σημαντικότερους διανοητές του 19ου αιώνα. Πρώτος αυτός μίλησε για
την οδύνη της ύπαρξης και προσπάθησε να καταδείξει την απουσία νοήματος
στη ζωή, διακρίνοντας ωστόσο κάποια διέξοδο στην τέχνη, στη συμπόνια,
στον διαλογισμό και στον ασκητισμό. Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει
τέσσερα θεμελιώδη δοκίμιά του: «Μεταφυσική της ερωτικής σχέσης», «Η
μηδαμινότητα και η δυστυχία της ζωής», «Η πρακτική χρήση της λογικής και
ο στωικισμός» και «Η θεωρία του γέλιου».
Στο
πρώτο και εκτενέστερο, «Μεταφυσική της ερωτικής σχέσης», ο Σοπενάουερ
διερευνά τι είναι αυτό που προκαλεί το ερωτικό πάθος στον άνθρωπο, τι
είναι αυτή η τρέλα που κυριεύει τους ερωτευμένους και για ποιον λόγο
εμφανίζεται στην ανθρώπινη ζωή. Επιλέγει, μάλιστα, και την κατάλληλη
ποιητική εισαγωγή για το κείμενό του: «Σοφοί μου, εσείς οι τόσο
μορφωμένοι / Που ‘χετε μελετήσει και ξέρετε πολλά / πώς, πού και πότε
είναι ζευγαρωμένοι / γιατί αγαπιούνται και δίνουνε φιλιά; / Σοφοί μου,
εσείς οι τόσο μορφωμένοι / το σκέφτομαι και άκρη να βρω δεν μπορώ. /
Πώς, πού και πότε αυτό συμβαίνει / πέστε μου, γιατί το έπαθα κι εγώ;» (Bürger, Schön Suschen)
Ο Σοπενάουερ, λοιπόν, υποστηρίζει ότι το ερωτικό πάθος είναι μια
«τρέλα» την οποία προκαλεί στα μεμονωμένα άτομα το γένος, με στόχο ν’
αποκτήσουν απογόνους για να διαιωνιστεί το είδος. Οι ερωτευμένοι
φαντάζονται ότι ενεργούν αποβλέποντας στην κατάκτηση της προσωπικής τους
ευτυχίας, όμως εντέλει αποδεικνύονται όργανα των σκοπών του γένους:
«Αυτό λοιπόν που οδηγεί τον άνθρωπο […] είναι πραγματικά ένα ένστικτο,
το οποίο είναι προσανατολισμένο στο καλύτερο για το γένος, ενώ ο ίδιος ο
άνθρωπος φαντάζεται πως αναζητά την ιδιαίτερη δική του απόλαυση»
(σελ.33). Ο Γερμανός φιλόσοφος διανθίζει το κείμενό του με παραπομπές
για την παραφορά του έρωτα από τον Ευριπίδη, τον Γκαίτε, τον Σαίξπηρ
κ.ά. «Σύμφωνα με αυτά, και η απώλεια της αγαπημένης, εξαιτίας ενός άλλου
ή ενός θανάτου, είναι γι’ αυτόν που αγαπά παθιασμένα πόνος που
ξεπερνάει κάθε άλλον· γιατί είναι υπερβατικού είδους, που δεν τον
βρίσκει μόνο ως άτομο, παρά τον αγγίζει στην αιώνια ουσία του, στη ζωή
του γένους» (σελ.55).
Στο
δεύτερο δοκίμιο της έκδοσης, «Η μηδαμινότητα και η δυστυχία της ζωής», ο
Σοπενάουερ εξετάζει τις διάφορες καταστάσεις στη ζωή ενός ανθρώπου από
τις οποίες συντίθεται ένα φάσμα από δεινά, ατυχίες και αποτυχίες: «Όλα
στη ζωή υποδηλώνουν ότι η επιδίωξη της γήινης ευτυχίας είναι προορισμένη
να αποτύχει ή η ευτυχία να αναγνωριστεί σαν αυταπάτη» (σελ.71).
Διανθίζοντας ξανά το κείμενό του με παραπομπές από Σοφοκλή, Όμηρο,
Ηράκλειτο, Λόρδο Βύρωνα, Σαίξπηρ κ.ά., υποστηρίζει: «Αν μας δόθηκε κάτι,
μας δόθηκε για να μας αφαιρεθεί και πάλι. Η μαγεία της απόστασης μας
δείχνει παραδείσους οι οποίοι, όπως οι οπτικές αυταπάτες, εξαφανίζονται
όταν τους πλησιάζουμε» (σελ.72).
Στο
τρίτο δοκίμιο, «Η πρακτική χρήση της λογικής και ο στωικισμός»,
διερευνάται η δυνατότητα της πρακτικής χρήσης της λογικής, την οποία
προσφέρει η νόηση, ώστε ο άνθρωπος να αποστασιοποιηθεί από τα πράγματα
για να μπορέσει να κρίνει τη σπουδαιότητά τους: «Η χρήση της λογικής
στην πρακτική ζωή προσφέρει κατ’ αρχάς αυτό, το ότι ανασυνθέτει το
μονομερές και κομματιασμένο της αντίληψης από παρατήρηση και εξισορροπεί
τις αντιθέσεις που περιέχει, και έτσι προκύπτει το αντικειμενικά σωστό
αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, αν δούμε την κακή πράξη ενός ανθρώπου, θα
τον καταδικάσουμε. Αντίθετα, αν σκεφτούμε ότι σε αυτό τον έσπρωξε μόνο η
ανάγκη, θα τον λυπηθούμε· η λογική, μέσα από τις δυνατότητες της
νόησης, λαμβάνει υπόψη της και τα δυο και οδηγεί στο αποτέλεσμα ότι
αυτός πρέπει να χαλιναγωγηθεί, να τιμωρηθεί ανάλογα και να καθοδηγηθεί
με σωστό τρόπο» (σελ.103-104).
Τέλος,
στο δοκίμιο «Η θεωρία του γέλιου», ο Σοπενάουερ υποστηρίζει ότι το
γέλιο πηγάζει από την απρόσμενη σύγκρουση ανάμεσα σε ένα συμβάν και στην
αταίριαστη, ως προς αυτό, έννοια με την οποία το συλλαμβάνουμε: «Το
φαινόμενο του γέλιου χαρακτηρίζεται επομένως πάντοτε από την ξαφνική
αναγνώριση της ανομοιογένειας μεταξύ μιας τέτοιας έννοιας και του
πραγματικού αντικειμένου που έγινε αντιληπτό με αυτήν, δηλαδή της
ανομοιογένειας μεταξύ της αφηρημένης νοητικής σύλληψης του αντικειμένου
και της παρατηρούμενης πραγματικότητας» (σελ.122). Και παραθέτει πολλά
και απολαυστικά παραδείγματα: «Σε ένα θέατρο στο Παρίσι, οι θεατές
απαίτησαν να παιχτεί στο διάλειμμα ο εθνικός ύμνος· όταν αυτό δεν έγινε,
άρχισαν να φωνάζουν και να δημιουργούν αναστάτωση. Ένας ένστολος
αστυνομικός ανέβηκε στη σκηνή και εξήγησε ότι δεν επιτρέπεται να
παρουσιαστεί στο θέατρο κάτι που δεν περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα. Τότε
φώναξε κάποιος δυνατά: “Και εσείς, κύριε, περιλαμβάνεστε στο πρόγραμμα;”
Οπότε το θέατρο ξέσπασε σε γέλια. Γιατί εδώ η σύνδεση του ετερογενούς
είναι άμεσα καθαρή και αβίαστη» (σελ.124).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου