Το τελευταίο Βήμα της Κυριακής φιλοξενεί συνέντευξη του Λεωνίδα Καβάκου. Ο γνωστός μουσικός, μεταξύ άλλων, λέει και τα εξής:
«Τελειότητα, βεβαίως, δεν υπάρχει. Όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες πάλευαν. Και ο Σούμαν και ο Μπραμς και ο Μπετόβεν... Μόνο ο Μότσαρτ δεν πάλευε, η μουσική γι' αυτόν ήταν ένα θεϊκό εργαλείο. Στην πορεία του επενέβη λιγότερο ίσως ο ανθρώπινος παράγοντας. Δεν είναι τυχαίο ότι έζησε τόσο λίγο και έγραψε τόσο πολύ. Για μένα Μότσαρτ είναι ένας Ιησούς, ή ένας Μέγας Αλέξανδρος. Ήρθε στη γη έχοντας μια αποστολή, την εξετέλεσε και έφυγε. Σφράγισε την ανθρωπότητα με μια συγκεκριμένη προσφορά και αυτή είναι αιώνια, πέρα από τον χρόνο, τον χώρο ή τους πολιτισμούς. Στους άλλους συνθέτες βλέπουμε πως υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας και, πραγματικά, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Δεν θα μπορούσε, για παράδειγμα, να υπάρξει ρομαντισμός χωρίς τη συνεργασία θείου και ανθρώπινου στοιχείου».
Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τα λόγια του σπουδαίου (το εννοώ) αυτού βιολονίστα, ο Μότσαρτ ήταν μέντιουμ — ένα διάμεσο, ένα φερέφωνο του Αγίου Πνεύματος, ή, κατ' άλλους, φαντάζομαι, ίσως ένας εξωγήινος, που ήρθε στον κόσμο σε διατεταγμένη υπηρεσία (ποια, άραγε;)...
Η ιδέα ότι ο Μότσαρτ «δεν πάλευε» για να συνθέσει, ότι η μουσική ήταν γι' αυτόν ένα «θείο εργαλείο» που έβγαινε αβίαστα από μέσα του είναι, δυστυχώς, πολύ διαδεδομένη. Και λέω «δυστυχώς» γιατί η θεοποίηση αυτή μειώνει, πιστεύω, αφάνταστα τον Μότσαρτ, ο οποίος φανέρωσε από μικρός ένα αξιοσημείωτο ταλέντο και μετά δούλεψε πάρα πολύ σκληρά για να το αξιοποιήσει και να φτάσει την τέχνη του στο σημείο που την έφτασε. Σας παραπέμπω, εντελώς ενδεικτικά, στην παρουσίαση που έκανε το περιοδικό Time στη βιογραφία του Μότσαρτ από τον Maynard Solomon, καθώς και σε παλιά ανακοίνωση του Πανεπιστημίου Cornell για την εργασία του μουσικολόγου Neal Zaslaw σχετικά με τον κατάλογο των έργων του Μότσαρτ.
Ο Μότσαρτ θεωρήθηκε από νωρίς παιδί-θαύμα, φήμη που καλλιέργησε πολύ έντεχνα ο πατέρας του — αλλά και ο ίδιος, αφήνοντας πολλές φορές να εννοηθεί ότι τα έργα του ήταν ήδη τελειωμένα μέσα στο κεφάλι του, και απλώς κάποια στιγμή έπαιρνε την πένα και το πεντάγραμμο και τα κατέγραφε ως είχαν. Η φήμη ήταν βάσιμη, αλλά τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Μπορεί να είχε εκπληκτική μνήμη, αλλά, όπως φανερώνουν μουσικολογικές μελέτες (δείτε, για παράδειγμα, εδώ κι εδώ), ο Μότσαρτ συχνά αναθεωρούσε τα έργα του, κάνοντας προσθήκες, αφαιρέσεις και τροποποιήσεις. Σίγουρα ένα «όργανο του Θεού» που ήρθε στον κόσμο «για να εκτελέσει μια αποστολή» δεν θα χρειαζόταν να κάνει κάτι τέτοιο. Καταλαβαίνω πόσο ελκυστικό είναι να βλέπουμε παντού «ανεξήγητα» πράγματα, ή, αν είμαστε θρήσκοι, να βλέπουμε παντού το «χέρι του Θεού». Η πραγματικότητα, όμως, διαφέρει — πώς να το κάνουμε; Μπορεί, στα μάτια κάποιων, να φαντάζει «πεζή», αλλά οι υπερβολές αυτού του τύπου (όπως και οι παραλληλισμοί με τον Ιησού και τον Μεγαλέξανδρο — αν είναι δυνατόν!) μόνο κακό κάνουν.
Επιτρέψτε μου μια κοινοτοπία: Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Κάθε καλλιτέχνης (μηδέ του μεγίστου Μότσαρτ εξαιρουμένου) ακολουθεί τα χνάρια της τέχνης που προηγήθηκε, υπακούει στους «κανόνες» της τέχνης της εποχής του, και, αν είναι πραγματικά μεγάλος, προχωρά ένα βήμα πιο πέρα, και μαζί του προχωρά και η τέχνη, μέχρι να έρθει ο επόμενος μεγάλος καλλιτέχνης, κ.ο.κ.. Μετά το μπαρόκ, που στην ώριμη περίοδό του είχε γίνει πλέον υπερβολικά πολύπλοκο και «βαρύ», η μουσική στράφηκε ξανά προς απλούστερες φόρμες, γεννώντας πρώτα το ροκοκό, όπου εντάσσεται αρχικά και η μουσική του C.P.E. Bach, και από εκεί τις απαρχές του κλασικισμού, με τον μεγάλο Haydn. Η μουσική του Μότσαρτ εντάσσεται σε αυτήν ακριβώς την παράδοση, εισάγοντας όμως και πολλές μικρές καινοτομίες, σε σημείο που να δέχεται συχνά αρνητικές κριτικές γι' αυτό. Έκανε, με λίγα λόγια, ό,τι έκανε κάθε συνθέτης της εποχής του, επιδεικνύοντας όμως πολύ καλό γούστο. Και, όταν πέθανε, φτωχός και καταχρεωμένος, η τέχνη του απλώς ξεπεράστηκε, και η μουσική συνέχισε την πορεία της προς τον ώριμο κλασικισμό και το ρομαντισμό. Σήμερα, βέβαια, που βλέπουμε από απόσταση (άρα πιο ολοκληρωμένα, ίσως) τη μουσική του παρελθόντος, φαίνεται καθαρά πως ο Μότσαρτ είναι όντως μια από τις κορυφαίες μορφές της κλασικής (με την ευρύτερη έννοια) μουσικής, πράγμα που μπορεί να εξηγηθεί άνετα από τη μουσικολογία, η οποία μπορεί επίσης να εξηγήσει γιατί η μουσική του έχει τέτοια τεράστια απήχηση στα αυτιά των ακροατών του 21ου αιώνα.
Τώρα, το γιατί ο Μότσαρτ θεωρείται από κάποιους ημίθεος, ή εξωγήινος, ή μέντιουμ — αυτό εμπίπτει στα γνωστικά πεδία της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας...
«Τελειότητα, βεβαίως, δεν υπάρχει. Όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες πάλευαν. Και ο Σούμαν και ο Μπραμς και ο Μπετόβεν... Μόνο ο Μότσαρτ δεν πάλευε, η μουσική γι' αυτόν ήταν ένα θεϊκό εργαλείο. Στην πορεία του επενέβη λιγότερο ίσως ο ανθρώπινος παράγοντας. Δεν είναι τυχαίο ότι έζησε τόσο λίγο και έγραψε τόσο πολύ. Για μένα Μότσαρτ είναι ένας Ιησούς, ή ένας Μέγας Αλέξανδρος. Ήρθε στη γη έχοντας μια αποστολή, την εξετέλεσε και έφυγε. Σφράγισε την ανθρωπότητα με μια συγκεκριμένη προσφορά και αυτή είναι αιώνια, πέρα από τον χρόνο, τον χώρο ή τους πολιτισμούς. Στους άλλους συνθέτες βλέπουμε πως υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας και, πραγματικά, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Δεν θα μπορούσε, για παράδειγμα, να υπάρξει ρομαντισμός χωρίς τη συνεργασία θείου και ανθρώπινου στοιχείου».
Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τα λόγια του σπουδαίου (το εννοώ) αυτού βιολονίστα, ο Μότσαρτ ήταν μέντιουμ — ένα διάμεσο, ένα φερέφωνο του Αγίου Πνεύματος, ή, κατ' άλλους, φαντάζομαι, ίσως ένας εξωγήινος, που ήρθε στον κόσμο σε διατεταγμένη υπηρεσία (ποια, άραγε;)...
Η ιδέα ότι ο Μότσαρτ «δεν πάλευε» για να συνθέσει, ότι η μουσική ήταν γι' αυτόν ένα «θείο εργαλείο» που έβγαινε αβίαστα από μέσα του είναι, δυστυχώς, πολύ διαδεδομένη. Και λέω «δυστυχώς» γιατί η θεοποίηση αυτή μειώνει, πιστεύω, αφάνταστα τον Μότσαρτ, ο οποίος φανέρωσε από μικρός ένα αξιοσημείωτο ταλέντο και μετά δούλεψε πάρα πολύ σκληρά για να το αξιοποιήσει και να φτάσει την τέχνη του στο σημείο που την έφτασε. Σας παραπέμπω, εντελώς ενδεικτικά, στην παρουσίαση που έκανε το περιοδικό Time στη βιογραφία του Μότσαρτ από τον Maynard Solomon, καθώς και σε παλιά ανακοίνωση του Πανεπιστημίου Cornell για την εργασία του μουσικολόγου Neal Zaslaw σχετικά με τον κατάλογο των έργων του Μότσαρτ.
Ο Μότσαρτ θεωρήθηκε από νωρίς παιδί-θαύμα, φήμη που καλλιέργησε πολύ έντεχνα ο πατέρας του — αλλά και ο ίδιος, αφήνοντας πολλές φορές να εννοηθεί ότι τα έργα του ήταν ήδη τελειωμένα μέσα στο κεφάλι του, και απλώς κάποια στιγμή έπαιρνε την πένα και το πεντάγραμμο και τα κατέγραφε ως είχαν. Η φήμη ήταν βάσιμη, αλλά τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Μπορεί να είχε εκπληκτική μνήμη, αλλά, όπως φανερώνουν μουσικολογικές μελέτες (δείτε, για παράδειγμα, εδώ κι εδώ), ο Μότσαρτ συχνά αναθεωρούσε τα έργα του, κάνοντας προσθήκες, αφαιρέσεις και τροποποιήσεις. Σίγουρα ένα «όργανο του Θεού» που ήρθε στον κόσμο «για να εκτελέσει μια αποστολή» δεν θα χρειαζόταν να κάνει κάτι τέτοιο. Καταλαβαίνω πόσο ελκυστικό είναι να βλέπουμε παντού «ανεξήγητα» πράγματα, ή, αν είμαστε θρήσκοι, να βλέπουμε παντού το «χέρι του Θεού». Η πραγματικότητα, όμως, διαφέρει — πώς να το κάνουμε; Μπορεί, στα μάτια κάποιων, να φαντάζει «πεζή», αλλά οι υπερβολές αυτού του τύπου (όπως και οι παραλληλισμοί με τον Ιησού και τον Μεγαλέξανδρο — αν είναι δυνατόν!) μόνο κακό κάνουν.
Επιτρέψτε μου μια κοινοτοπία: Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Κάθε καλλιτέχνης (μηδέ του μεγίστου Μότσαρτ εξαιρουμένου) ακολουθεί τα χνάρια της τέχνης που προηγήθηκε, υπακούει στους «κανόνες» της τέχνης της εποχής του, και, αν είναι πραγματικά μεγάλος, προχωρά ένα βήμα πιο πέρα, και μαζί του προχωρά και η τέχνη, μέχρι να έρθει ο επόμενος μεγάλος καλλιτέχνης, κ.ο.κ.. Μετά το μπαρόκ, που στην ώριμη περίοδό του είχε γίνει πλέον υπερβολικά πολύπλοκο και «βαρύ», η μουσική στράφηκε ξανά προς απλούστερες φόρμες, γεννώντας πρώτα το ροκοκό, όπου εντάσσεται αρχικά και η μουσική του C.P.E. Bach, και από εκεί τις απαρχές του κλασικισμού, με τον μεγάλο Haydn. Η μουσική του Μότσαρτ εντάσσεται σε αυτήν ακριβώς την παράδοση, εισάγοντας όμως και πολλές μικρές καινοτομίες, σε σημείο που να δέχεται συχνά αρνητικές κριτικές γι' αυτό. Έκανε, με λίγα λόγια, ό,τι έκανε κάθε συνθέτης της εποχής του, επιδεικνύοντας όμως πολύ καλό γούστο. Και, όταν πέθανε, φτωχός και καταχρεωμένος, η τέχνη του απλώς ξεπεράστηκε, και η μουσική συνέχισε την πορεία της προς τον ώριμο κλασικισμό και το ρομαντισμό. Σήμερα, βέβαια, που βλέπουμε από απόσταση (άρα πιο ολοκληρωμένα, ίσως) τη μουσική του παρελθόντος, φαίνεται καθαρά πως ο Μότσαρτ είναι όντως μια από τις κορυφαίες μορφές της κλασικής (με την ευρύτερη έννοια) μουσικής, πράγμα που μπορεί να εξηγηθεί άνετα από τη μουσικολογία, η οποία μπορεί επίσης να εξηγήσει γιατί η μουσική του έχει τέτοια τεράστια απήχηση στα αυτιά των ακροατών του 21ου αιώνα.
Τώρα, το γιατί ο Μότσαρτ θεωρείται από κάποιους ημίθεος, ή εξωγήινος, ή μέντιουμ — αυτό εμπίπτει στα γνωστικά πεδία της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου