Σάββατο 18 Απριλίου 2015

«Πάτερ Σέργιος» Λ. Τολστόϊ


Θυμάμαι ακόμα πόση εντύπωση μου είχε κάνει το μυθιστόρημα του Λ. Τολστόϊ «Πάτερ Σέργιος» όταν το πρωτοδιάβασα  είκοσι πέντε χρόνια πριν. Δεν μπορούσα τότε να εξηγήσω το σκεπτικό του συγγραφέα στην εξέλιξη του έργου, διότι όπως έχουμε πει και άλλοτε, το έργο του Λ. Τολστόϊ και ειδικά ο «Πάτερ Σέργιος» είναι έργο αυτοβιογραφικό. Εδώ ο κεντρικός ήρωας,  ο πρίγκιπας Στεπάν Κασάτσκη, είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που ξετιλήγει όλη τη φιλοσοφική του ιδεολογία, τις υπαρξιακές του αναζητήσεις, το «περί Θεού ερώτημα» που τόσο πολύ τον απασχολούσε κατά τη διάρκεια  του πολυτάραχου βίου του. Σ'αυτό το έργο λοιπόν, ο Στεπάν  Κασάτσκη, ευγενής, νέος και όμορφος, έχοντας ένα γρήγορο και  λαμπρό μέλλον κοντά στον Τσάρο Νικόλαο Α', ένα μήνα πριν το γάμο του με μια πεντάμορφη κοπέλα που είχε την ιδιαίτερη  εύνοια της αυτοκράτειρας, παραιτείται από το στρατό, χαλάει τον αρραβώνα του και κλείνεται σε μοναστήρι.
alt
 Αιτία αυτής του της απόφασης που συγκλόνισε την αριστοκρατική κοινωνία της Ρωσίας, ήταν όταν ξαφνικά έμαθε πως η αρραβωνιαστικιά του υπήρξε ερωμένη του Τσάρου. Ο εγωϊσμός του δεν του επέτρεψε να ανεχτεί αυτό το γεγονός και όπως αναζητούσε την τελειότητα στην κοσμική ζωή, έκανε το ίδιο και ως μοναχός. Ο Στεπάν Κασάτσκη ήταν άνθρωπος υπερήφανος και φιλόδοξος  και όπως στην κοσμική ζωή ετοιμαζόταν για τα ανώτερα αξιώματα έχοντας άψογο βίο, έτσι και ως μοναχός ρίχτηκε στους πνευματικούς αγώνες με πολύ θέρμη για να κατακτήσει ότι πνευματικότερο ως άνθρωπος. Πήρε καινούργιο όνομα, ονομάστηκε «Σέργιος» και χαιρόταν πετυχαίνοντας την τελειότητα τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Μέσα στο μοναστήρι ήταν εγκρατής, πράος, εργατικός, αγνός, με νηστείες και προσευχές, επεδίωκε με κάθε δυνατό τρόπο την αγιότητα. Μάλιστα μετά επτά χρόνια άρχισε να πλήττει στο μοναστήρι γιατί νόμισε πως δεν είχε να του προσφέρει τίποτε άλλο και έγινε ερημίτης. Η φήμη του είχε φθάσει παντού, όλοι μιλούσαν για εκείνον το λαμπρό αξιωματικό που είχε γίνει ερημίτης και τους έτρωγε η περιέργεια να τον δούν. Μια κρύα νύχτα ήρθε στο ερημητήριό του μια όμορφη γυναίκα, μια ζωντοχήρα, που είχε ξεσηκώσει τον αντρικό πληθυσμό με τα καμώματά της και ο Πάτερ Σέργιος για να μην πέσει μαζί της σε σαρκικό αμάρτημα, έκοψε με ένα τσεκούρι το δάχτυλό του.
alt
 Έμεινε στο ερημητήριό του άλλα επτά χρόνια. Ο κόσμος που τον επισκέπτονταν ήταν πολύς. Του ζητούσαν να τους ευλογήσει, να προσευχηθεί γι' αυτούς, ακόμη και να τους θεραπεύσει. Ο Πάτερ Σέργιος, ακουπώντας το χέρι του στα κεφάλια των αρώστων και λέγοντας προσευχές, έκανε θαύματα, θεράπευε, είχε πλέον τη φήμη του Στάρετς. Από παντού έτρεχαν οι άνθρωποι κοντά του, στο κελί του, όπου λειτουργούσε, παντού. Κι όμως εδώ ο Λέων Τολστόϊ, βάζει τον ήρωά του, τον Πάτερ Σέργιο, έναν άγιο, έναν Στάρετς που κάνει θαύματα, να αιχμαλωτίζεται από το σαρκικό πάθος και να αμαρτάνει με την άρωστη κόρη ενός εμπόρου, που ο πατέρας της την έφερε σ' αυτόν να τη θεραπεύσει. Στη συνέχεια βγάζει τα ράσα και απομακρύνεται απο το ασκητήριό του καταλήγοντας μετά από πολές περιπέτειες εξόριστος και άγνωστος  στη Σηβηρία. Ο Πάτερ Σέργιος είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Λέων Τολστόϊ, που σ' αυτό το μυθιστόρημα ξετιλήγει τα εσώψυχά του. Σε όλο του το έργο βλέπουμε την διαρκή πάλη του συγγραφέα με το Θεό, έναν Θεό όμως που ποτέ δεν μπόρεσε να γνωρίσει εξαιτίας του εγωϊσμού του. Η φιληδονία και η φιλοδοξία του ακόμη και μέσα στον ασκητικό βίο δεν τον άφησε να προσεγγίσει το Θεό που τόσο πολύ ποθούσε. Τελικά ο Πάτερ Σέργιος ζούσε για τους ανθρώπους,  προφασιζόμενος ότι ζει για το Θεό, όπως ομολογεί  ο ίδιος. Ο ατομισμός του Τολστόϊ, σε συνδιασμό με τον ορθολογισμό του ήταν η αιτία της απομακρύνσεώς του απο το Θεό.
alt
Είναι αυτό που οι ασκητικοί πατέρες ονομάζουν «φιλαυτία» και η σύγχρονη ψυχαναλυτική επιστήμη «ναρκισισμό», ως αιτία όλων των δεινών πνευματικά αλλά και σωματικά. Ο Ε. Φρομ μας λέει πως για το ναρκισιστικό άτομο υπάρχει μια και μόνη πραγματικότητα, η πραγματικότητα των δικών του σκέψεων, των δικών του αναγκών και των δικών του αισθημάτων. Έτσι μια τέτοια ναρκισιστική κατάσταση μπορεί να υπάρξει και με το πρόσχημα ενος ενάρετου ασκητικού βίου μέσα στην εκκλησία. Όταν μάλιστα αυτή συνοδεύεται και από έναν υπερτροφικό ορθολογισμό όπως εκείνο του Λ. Τολστόϊ, τότε πράγματι μπορεί να  έχουμε έναν ασκητή όπως ο Πάτερ Σέργιος, που να πέφτει σε τόσα σοβαρά λάθη και να απομακρύνεται τελείως απο τον Θεό. Η Ορθόδοξη ασκητική πείρα μας έχει διδάξει πως η αρχή και το τέλος της πνευματικής ζωής είναι να μην ζει κανείς για τον εαυτό του, η τελεία άφεση στα χέρια του «ζώντος Θεού» και η υπηρεσία του άλλου.
Χρόνης Μούτσης       Γραβιά 25 Οκτωβρίου 2012

Ο Έρωτας,

Ο Έρωτας,
Όνομα ουσιαστικόν, πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
Οι ανυπεράσπιστοι έρωτες...
Από τη συλλογή Ερήμην (1958) της Κικής Δημουλά. Το ποίημα της "Πληθυντικός Αριθμός" μας περιγράφει μία ερωτική ιστορία χωρίς καμία ουσιαστική περιγραφή, χωρίς πρωταγωνιστές δίνοντας όμως την εντύπωση ότι αναφέρεται στον κάθε ένα από εμάς ξεχωριστά.
Με αφορμή την ημέρα του Αγίου Βαλέντινου που οι ερωτευμένοι όλου του πλανήτη γιορτάζουν ας ανατρέξουμε στους ... ανυπεράσπιστους έρωτες της κλασσικής λογοτεχνίας που παρά τα εμπόδια που βρίσκουν καταφέρνουν να εμπνέουν ακόμα και σήμερα.
Στάση πρώτη στον Ερωτόκριτο του Βιτσέντσου Κορνάρου.

Ο Ερωτόκριτος είναι ερωτευμένος με την κόρη του Βασιλιά της Αθήνας Ηράκλη, την Αρετούσα. Ο ερωτευμένος νέος είναι ο πιστός σύμβουλος του βασιλιά και αφού δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτα του στη βασιλοπούλα πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά. Μόλις ο πατέρας της Αρετούσας μάθει για τον κρυφό έρωτα των δύο νέων δημιουργείται μία σειρά από εμπόδια που με τη βοήθεια ... της μαγείας οι δύο νέοι καταφέρνουν να ζήσουν τον έρωτα τους.
Επόμενος σταθμός στην Αγγλική λογοτεχνία όπου η "Περηφάνια και η Προκατάληψη" (της Τζέιν Ώστιν) δεν αφήνουν την Ελίζαμπεθ Μπένετ και τον Φιτζγουίλιαμ Ντάρσι να παραδεχτούν την έρωτα που τρέφουν ο ένας για τον άλλον.

Η ιστορία αγάπης των δύο νέων διδάσκουν για τα εμπόδια που δεν οφείλονται μόνο σε άλλους αλλά κυρίως στον ίδιο μας τον εαυτό και στις πρώτες εντυπώσεις που καμιά φορά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η Ελίζαμπεθ και ο Ντάρσι καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να ζήσουν τον έρωτα που οι δυο τους ένιωθαν ο ένας για τον άλλον από την πρώτη κι όλας στιγμή της γνωριμίας τους.
Ο Λέων Τολστόι περιγράφει τον έρωτα της Άννας Καρένινα και του Αλεξάντρ Βρόνσκι.

Είναι η υπέροχη ιστορία μίας γυναίκας που αφήνει στην άκρη τη λογική και υπακούει μόνο στην καρδιά της. Το πάθος, η ζήλια, το σκάνδαλο, η εγκυμοσύνη, ο απατημένος σύζυγος, η εκδίκηση και η τραγική κατάληξη μίας αριστοκρατικής κυρίας που αψήφησε τις συμβάσεις της εποχής της ακολουθώντας την παθιασμένη προσωπικότητα της.
Το Ημερολόγιο του Νίκολας Σπαρκς ξετυλίγει μία ρομαντική ιστορία αγάπης όπου ο Νόα και η Άλι έχουν να αντιμετωπίσουν τους γονείς της κοπέλας που δεν εγκρίνουν τη σχέση τους.

Παρόλο που οι δύο νέοι δείχνουν ότι δεν έχουν τίποτα κοινό ο έρωτας τους είναι ικανός να κάνει θαύματα... Μέσα από τα εμπόδια και τους τσακωμούς ζουν τον απόλυτο έρωτα μέχρι τα βαθιά τους γεράματα ώσπου τελικά "φεύγουν" μαζί.
Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ αποτελεί την πιο διάσημη ιστορία αγάπης που οι πρωταγωνιστές ουσιαστικά δεν έζησαν ποτέ.

Ο έντονος έρωτας που ζουν δείχνει ότι αψηφούν τις οικογένειες τους που είναι εμπόδιο και τίποτα δεν μπορεί να τους χωρίσει. Το υπέροχο αυτό έργο δεν έχει ευτυχισμένο τέλος αφού τελικά οι δύο νέοι πεθαίνουν καταφέρνουν όμως να συμφιλιώσουν τις οικογένειες τους. Η τραγωδία τελειώνει με τα λόγια: «Γιατί δεν υπήρξε ποτέ ιστορία πιο θλιβερή από αυτήν της Ιουλιέτας και του Ρωμαίου της».
Η Έμιλι Μπροντέ​ μας ξεναγεί στα "ανεμοδαρμένα ύψη" ξετυλίγοντας την ερωτική ιστορία της Κάθριν Έρνσο και του Χίθκλιφ.

Ένας έρωτας τόσο δυνατός που παραμένει ανεκπλήρωτος και καταλήγει σε μίσος. Η συγκλονιστική ιστορία δύο νέων που ερωτεύτηκαν από παιδιά διαθέτει ατέλειωτο πάθος τοποθετώντας την σε ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας.

ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΦΛΟΥΡΙΑ (ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΛΣΤΟΙ)

 
Κάποτε ένας πλούσιος αποφάσισε να κάνει ελεημοσύνη χίλια φλουριά στους φτωχούς. Όμως δεν ήξερε σε ποιους φτωχούς να τα δώσει.
Πήγε έτσι στον ιερέα της ενορίας και του λέει:
-Θέλω να δώσω χίλια φλουριά στους φτωχούς, όμως δεν ξέρω σε ποιους. Τα δίνω λοιπόν σε σένα, να τα μοιράσεις εσύ όπως νομίζεις.
Ο παπάς είπε:
-Τα χρήματα είναι πολλά και εγώ δεν ξέρω σε ποιον και πως να τα δώσω. Φοβάμαι μήπως δώσω στον έναν πάρα πολλά και στον άλλο λίγα. Καλύτερα εσύ ο ίδιος να μου πεις σε ποιους φτωχούς και πως να μοιράσω τα χρήματα.
Ο πλούσιος απάντησε:
-Αν και συ δεν ξέρεις σε ποιον φτωχό να δώσεις τα χρήματα, ο Θεός όμως ξέρει. Να τα δώσεις στον πρώτο φτωχό που θα χτυπήσει την πόρτα σου.
Στην ενορία του παπά ζούσε ένας πολύ φτωχός άνθρωπος. Είχε πολλά παιδιά και ο ίδιος ήταν άρρωστος και δε μπορούσε να εργαστεί. Μια μέρα, που ο φτωχός διάβαζε τον 36ο ψαλμό, σταμάτησε στην φράση "νετερος γενμην καγρ γρασα καοκ εδον δκαιον γκαταλελειμμνον, οδτσπρμα ατοζητον ρτους" και σκέφτηκε:
"Όμως ο Θεός εμένα με έχει εγκαταλείψει, αν και δεν έχω κάνει κακό. Τώρα θα πάω να βρω παπά και θα τον ρωτήσω γιατί γράφονται τέτοιες ψευτιές στην Αγία Γραφή;"
Αμέσως σηκώνεται και πάει στον παπά. Αυτός άμα τον είδε συλλογίστηκε:
"Να ο πρώτος φτωχός που έρχεται".
Κι έδωσε σε αυτόν τα χίλια φλουριά. 

Kreutzer Sonata, Violin Sonata No. 9 - Beethoven - full version in HD! Νουβέλα του Λέοντος Τολστόι,


<em>Η Σονάτα του Κρόιτσερ</em>, πίνακας του Ρενέ Φρανσουά Ξαβιέ Πρινέ
Η Σονάτα του Κρόιτσερ, πίνακας του Ρενέ Φρανσουά Ξαβιέ Πρινέ
Νουβέλα του Λέοντος Τολστόι, που έλαβε τον τίτλο της από το ομώνυμο μουσικό έργο του Λούντβιχ φαν Μπετόβεν.
Στις 26 Αυγούστου 1889, o σπουδαίος ρώσος συγγραφέας και αμφιλεγόμενος ηθικός στοχαστής Λέων Τολστόι (1828-1910) ολοκλήρωσε τη συγγραφή της φιλοσοφικής νουβέλας Η Σονάτα του Κρόιτσερ, η οποία κυκλοφόρησε στα τέλη της ίδιας χρονιάς. Το έργο αναφέρεται στην καταδίκη του γάμου και του σαρκικού έρωτα μέσα από την ιστορία του Πόζντισιεφ, που σκοτώνει τη γυναίκα του από υπερβολική ζήλια. Αφορμή στάθηκε η γνωριμία της μ’ ένα βιολονίστα σε μία δεξίωση. Πιανίστρια η ίδια, άρχισαν να παίζουν μαζί τη Σονάτα του Κρόιτσερ, δηλαδή τη Σονάτα για βιολί αρ. 9 του Μπετόβεν, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μεταξύ τους μια αμοιβαία συμπάθεια, που δεν άρεσε καθόλου στο σύζυγό της.
Σ’ ένα απόσπασμα της νουβέλας ο Πόζντισιεφ, αρκετό καιρό μετά τον φόνο, μιλώντας με κάποιους συνταξιδιώτες του σ' ένα τραίνο λέει : «…Έπαιζαν τη σονάτα του Κρόιτσερ, του Μπετόβεν. Ξέρετε, τάχα, το πρώτο πρέστο. Το ξέρετε!» ύψωσε τη φωνή του. «Μα είναι κάτι το τρομερό αυτή η σονάτα. Αυτή ακριβώς. Και γενικά η μουσική είναι ένα πράγμα τρομερό. Μα τι πράγμα είναι; Δεν καταλαβαίνω. Τι πράγμα είναι η μουσική; Τι δουλειά κάνει; Και γιατί κάνει αυτό που κάνει; Λένε πως η μουσική εξημερώνει τα ήθη, εξυψώνει τον άνθρωπο - ανοησίες, ψέμματα! Ενεργεί, επηρεάζει τρομερά -μιλώ για τον εαυτό μου- αλλά δεν εξυψώνει καθόλου την ψυχή. Εξυψώνει ή όχι την ψυχή, η αλήθεια είναι ότι τη διεγείρει…» (Η Σονάτα του Κρόιτσερ σε μετάφραση Αντρέα Σαραντόπουλου, εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος)
Έχοντας αναπτύξει ένα δικό του χριστιανικό σύμπαν, που του στοίχισε τον αφορισμό από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας, ο Τολστόι ενδιαφερόταν για το ζήτημα της σαρκικής επιθυμίας, καθώς πίστευε ότι η ηθική υγεία του ανθρώπου αποτελούσε συνάρτηση της ικανότητάς του να προσεγγίσει το ιδεώδες της αγνότητας. Αμέσως με την κυκλοφορία της, η Σονάτα του Κρόιτσερ απαγορεύτηκε στη Ρωσία κι έγινε γνωστή μέσω παράνομων πολυγραφημένων εκδόσεων, που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι («σαμιζντάτ» στα ρωσικά). Παρόμοια τύχη είχε και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου απαγορεύτηκε από το ταχυδρομείο η διανομή εφημερίδων, που περιείχαν αποσπάσματα του βιβλίου. «Σεξουαλικά και ηθικά διεστραμμένο» χαρακτήρισε τον Τολστόι ο Υπουργός Δικαιοσύνης και μετέπειτα Πρόεδρος των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούζβελτ.
Η Σονάτα του Κρόιτσερ έχει διασκευαστεί για το θέατρο, έχει μεταφερθεί επανειλημμένα στον κινηματογράφο, έγινε ζωγραφικός πίνακας και ενέπνευσε τον τσέχο συνθέτη Λέος Γιανάτσεκ στο έργο του Κουαρτέτο για Έγχορδα αρ. 1, γνωστό και ως Σονάτα του Κρόιτσερ.

The Last Station [trailer] (2009) [HD] "Ο τελευταίος σταθμός": Η ζωή του Τολστόι στον κινηματογράφο - trailer


image

To μυθιστόρημα "Ο τελευταίος σταθμός" έχει σαν θέμα του την τελευταία χρονιά της ζωής του Λέοντα Τολστόι. Είναι βασισμένο σε πραγματικά περιστατικά που έχουν καταγραφεί στα ημερολόγια του ίδιου, της γυναίκας του, των μαθητών και των παιδιών του.

Πρόκειται για ένα δυνατό ιστορικό μυθιστόρημα που καταγράφει με συναρπαστικό τρόπο τα γεγονότα της εποχής του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα και δίνει ιδιαίτερη έμφαση στους χαρακτήρες. Tα μέλη της οικογένειας Τολστόι σπαράσσονται από τις μεταξύ τους συγκρούσεις, ζουν στη σκιά του διάσημου συγγραφέα και διεκδικούν το δικό τους μερίδιο στη ζωή. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στη δύσκολη σχέση του Τολστόι με τη σύζυγό του Σοφία, καθώς και στην άκρως ανταγωνιστική σχέση εκείνης με τους μαθητές του και τις κόρες τους.


Ο Γκορ Βιντάλ έγραψε για το βιβλίο: «Ένα από τα καλύτερα ιστορικά μυθιστορήματα που γράφτηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια».

Το μυθιστόρημα του Τζέι Παρίνι μεταφέρθηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Μάικλ Χόφμαν με τον Κρίστοφερ Πλάμερ στο ρόλο του Τολστόι, την Έλεν Μίρεν στο ρόλο της Σοφίας και τον Τζέιμς ΜακΑβόι στο ρόλο του γραμματέα του Τολστόι Μπουλγκάκοφ.

Η ταινία έχει σημειώσει μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία καθώς έχει ήδη βραβευτεί σε κινηματογραφικά φεστιβάλ στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Αγγλία και στις ΗΠΑ.

Οι δύο πρωταγωνιστές ήταν υποψήφιοι για τις Χρυσές Σφαίρες 2010 καθώς και για τα βραβεία Όσκαρ 2010.

"Ο τελευταίος σταθμός" βγαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες την Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010.
19/7/2010

Λέων Τολστόι «Πόλεμος και Ειρήνη».

ΤολτσόιΈνας καλός σκακιστής όταν χάσει, πιστεύει ειλικρινά πως έχασε το παιχνίδι από κάποιο λάθος του και το λάθος αυτό το αναζητάει στην αρχή του παιχνιδιού, μα ξεχνάει πως στην κάθε του κίνηση, σ’ όλη την διάρκεια του παιχνιδιού, μεσολάβησαν όμοια λάθη, πως καμιά του κίνηση δεν υπήρξε τέλεια. Το λάθος που τραβά την προσοχή του, το βλέπει μονάχα γιατί ο αντίπαλός του επωφελήθηκε απ’ αυτό.
Πόσο πιο πολύπλοκο απ’ το σκάκι πρέπει να είναι το παιχνίδι του πολέμου που διεξάγεται κάτω από διαφορετικές χρονικές συνθήκες κι όπου δεν διευθύνει μια μονάχα βούληση άψυχες μηχανές, μα που όλα απορρέουν από αναρίθμητες συγκρούσεις ανάμεσα σε διάφορες ανεξάρτητες βουλήσεις;…
Αν ο Ναπολέων δε θεωρούσε προσβλητική την απαίτηση να υποχωρήσει πέρα απ’ το Βιστούλα και δε διέταζε τα στρατεύματά του να επιτεθούν, πόλεμος δεν θα γινόταν. Όμως κι αν όλοι οι λοχίες δε δέχονταν να επιστρατευτούν πάλι, το ίδιο δε θα γινόταν πόλεμος.
Το ίδιο ο πόλεμος δε θα γινόταν, αν δεν υπήρχαν οι μηχανορραφίες της Αγγλίας, κι αν δεν υπήρχε ο δούκας τουΝαπολέων1 Ολδεμβούργου, κι αν ο Αλέξανδρος δεν ένιωθε τον εαυτό του προσβεβλημένο, κι αν δεν υπήρχε το απολυταρχικό καθεστώς στη Ρωσία κι αν δεν υπήρχε η Γαλλική Επανάσταση κ’ η δικτατορία κ’ η αυτοκρατορία που τη διαδέχθηκαν, κι όλα εκείνα που προκάλεσαν τη Γαλλική Επανάσταση και τα λοιπά. Χωρίς τη μια από αυτές τις αιτίες, τίποτα δεν θα μπορούσε να συμβεί. Επομένως όλες αυτές οι αιτίες-δισεκατομμύρια αιτίες- έπρεπε να συμπέσουν για να προκαλέσουν αυτό που έγινε.
Επομένως καμιά δεν ήταν η αποκλειστική αιτία του γεγονότος, μα το γεγονός έπρεπε να συμβεί για μόνο το λόγο πως έπρεπε να συμβεί. Έπρεπε όλα εκείνα τα εκατομμύρια οι άνθρωποι, αφού Ναπολέων2απαρνήθηκαν κάθε ανθρώπινο αίσθημα και κάθε λογική, να προχωρήσουν απ’ τη Δύση στην Ανατολή κα να σκοτώνουν τους ομοίους τους, ακριβώς όπως κάμποσους αιώνες πριν είχαν βαδίσει τα πλήθη απ’ την Ανατολή προς τη Δύση σκοτώνοντας τους ομοίους τους.
Οι πράξεις του Ναπολέοντα και του Αλέξανδρου, που από μια τους λέξη θα νόμιζε κανείς πως εξαρτιόταν η πραγματοποίηση ή όχι αυτού του γεγονότος, ήταν εξίσου αθέλητες όσο και οι πράξεις του κάθε οπλίτη που πήγε στην εκστρατεία κληρωτός ή επιστρατευμένος. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς γιατί, για να πραγματοποιηθεί η θέληση του Ναπολέοντα και του Αλέξανδρου (αυτών των δύο ανθρώπων, που απ’ αυτούς θα νόμιζε κανείς πως εξαρτιόταν το γεγονός) ήταν απαραίτητο να συμπέσουν τ’ αναρίθμητα περιστατικά που χωρίς το ένα απ’ όλα αυτά, το γεγονός ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί.
Ήταν απαραίτητο, τα εκατομμύρια άνθρωποι, που στα χέρια τους βρισκόταν η πραγματική δύναμη, οι φαντάροι που πυροβολούσαν και που κουβαλούσαν τα εφόδια, τα τρόφιμα και τα κανόνια, ήταν απαραίτητο να παραδεχθούν να εκτελέσουν αυτή τη θέληση των δυο ανίσχυρων ατόμων και να καταλήξουν σ’ αυτό απ’ τις τόσες και τόσες, τις πιο πολυσύνθετες και τις πιο πολυποίκιλες αιτίες.
ΝαπολέωνΗ μοιρολατρία είναι αναπόφευκτη στην Ιστορία για την εξήγηση των παράλογων φαινομένων (δηλαδή των φαινομένων εκείνων που τη λογική τους δεν την κατανοούμε). Όσο περισσότερο προσπαθούμε να εξηγήσουμε με τη λογική τα φαινόμενα αυτά της ιστορίας, τόσο γίνονται για μας πιο παράλογα και πιο ακατανόητα.
Ο κάθε άνθρωπος ζει για τον εαυτό του, χρησιμοποιεί την ελευθερία για να πετύχει τους ατομικούς του σκοπούς κ’ αισθάνεται μ’ όλο του το είναι πως μπορεί αμέσως να κάνει ή να μην κάνει τούτο ή εκείνο. Όμως μόλις κάνει κάτι, η πράξη του αυτή που πραγματοποιήθηκε σε ορισμένη χρονική στιγμή, γίνεται αναφαίρετο χτήμα της Ιστορίας, που μέσα σ’ αυτήν έχει όχι ελεύθερη, μα προκαθορισμένη σημασία.Τολστόι1
Ο κάθε άνθρωπος έχει δύο όψεις ζωής: τη ζωή την ατομική, που είναι τόσο πιο ελεύθερη, όσο πιο αφηρημένα είναι τα ενδιαφέροντα της και τη ζωή την ομαδική, τη ζωή της μάζας, όπου ο άνθρωπος εκπληρώνει αναπότρεπτα τους προκαθορισμένους γι’ αυτόν νόμους.
Ο άνθρωπος συνειδητά ζει για τον εαυτό του, μα χρησιμεύει σαν ασυνείδητο όργανο για την επίτευξη των ιστορικών και πανανθρώπινων σκοπών. Η πράξη που έγινε δεν ξεγίνεται και η ενέργειά της, συμπίπτοντας χρονικά με τα εκατομμύρια τις πράξεις άλλων ανθρώπων, παίρνει ιστορική σημασία…
Εκδόσεις Γκοβόστης. Μετάφραση από τα ρωσικά: Κοραλία Μακρή.

Γράμμα στον άνθρωπο


ΕΤΟΣ 1908. Ένας Ινδός δημοσιογράφος στέλνει μια επιστολή στο Λέοντα Τολστόι, ζητώντας την υποστήριξη του διάσημου συγγραφέα στον αγώνα της Ινδίας για την ανεξαρτησία της από την Βρετανική Αυτοκρατορία. Ο Τολστόι απαντάει με ένα μακροσκελές γράμμα, το οποίο ο δημοσιογράφος δημοσιεύει στην εφημερεύει Free Hindustan.
Από χέρι σε χέρι, η επιστολή φτάνει τελικά στο νεαρό τότε Γκάντι, που εντυπωσιάζεται από τις ιδέες του Τολστόι και επικοινωνεί μαζί του, ξεκινώντας μια αλληλογραφία που θα διαρκέσει μέχρι το θανατό του Τολστόι, δύο χρόνια μετά.
Τα λόγια του Τολστόι στις επιστολές του ηχούν με μια φοβερή δύναμη, αποκαλύπτοντας αλήθειες που ακόμη και σήμερα δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί. Το κακό δεν αναχαιτίζεται με την βία αλλά με την αγάπη, τονίζει ο Τολστόι εισάγοντας έτσι την αρχή της παθητικής αντίστασης, που θα αποτελέσει τον ιδεολογικό πυρήνα της μετέπειτα δράσης του Γκάντι.
«Μέσα από κάθε άνθρωπο εκδηλώνεται ένα πνευματικό στοιχείο που δίνει ζωή σε όλα όσα υπάρχουν. Αυτό το στοιχείο αγωνίζεται να ενωθεί με κάθε άλλο στοιχείο της ίδιας φύσης, πράγμα που επιτυγχάνεται μέσω της αγάπης….. Σταδιακά όμως επικράτησε η άποψη ότι μια κοινότητα μπορεί να διατηρηθεί μόνο εάν μερικοί έχουν υπό τον ελεγχό τους τους άλλους, και έτσι η αλήθεια της αγάπης εμφανίστηκε εντελώς ασύμβατη με την υπάρχουσα δομή της κοινωνίας».
Στη συνέχεια, αναφέρει ο Τολστόι, οι πολιτικές ιδεολογίες εκμεταλεύτηκαν και διαστρέβλωσαν το θεμελιώδη νόμο της αγάπης, και τον αντικατέστησαν εντέλει με το νόμο της βίαιης υποταγής. Η σωτηρία λοιπόν μπορεί να έρθει μόνο με την «αποκήρυξη κάθε εναντίωσης στην ισχύ, πράγμα που απλά σημαίνει με την καθαρή εφαρμογή του νόμου της αγάπης πέρα από κάθε σοφιστεία».
Κι αυτό γιατί «η αγάπη, δηλαδή ο αγώνας της ανθρώπινης ψυχής προς την ενότητα και η αρμονική συμπεριφορά του ενός προς τον άλλον που απορρέει από αυτήν την ενότητα, αντιπροσωπεύει τον ανώτερο νόμο της ζωής»….
…..Απρίλιος του 1931. Νιώθοντας τις φλόγες του πολέμου να πλησιάζουν, ο Αινστάιν στέλνει μια επιστολή στον Φρόυντ, τον οποίο εκτιμά απεριόριστα για το έργο του, και κυρίως γιατί «η αίσθησή σας της πραγματικότητας είναι ελάχιστα θολωμένη από ευσεβείς πόθους σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους».
Ο Αινστάιν εκθέτει με κάθε λεπτομέρεια στην επιστολή του το πως βλέπει να πηγαίνουν τα πράγματα, το άθλιο παιχνίδι των πολιτικών, την αδυναμία των πνευματικών ιδεωδών να επηρεάσουν την ανθρωπότητα, για να απευθύνει τελικά στον Φρόυντ το καυτό ερώτημα:
«Υπάρχει κάποιος τρόπος για να ελευθερώσουμε το ανθρώπινο είδος από τον τρόμο του πολέμου;» Για να εξειδικεύσει λίγο παρακάτω ακόμη περισσότερο την ερωτησή του προς τον διάσημο ψυχίατρο: «Είναι δυνατόν με κάποιο τρόπο να καθοδηγειθεί η ψυχική εξέλιξη του ανθρώπου, έτσι ώστε να καταστεί απρόσβλητος από την ψύχωση του μίσους και της καταστροφικότητας;»
Ο Φρόυντ ανταποκρίνεται εγκάρδια στην πρόσκληση του Αινστάιν και στέλνει ένα μακροσκελές γράμμα στο οποίο αναλύει τις βαθύτερες αιτίες στην ψυχή του ανθρώπου που γεννούν τη βία, παρουσιάζοντας στην ουσία τη θεωρία του για την εξελικτική πορεία της βίας. Ωστόσο, ξεκινάει την επιστολή του με μια ενδιαφέρουσα επισήμανση: » Όλη μου τη ζωή έπρεπε να λέω στους ανθρώπους αλήθειες που ήταν δύσκολο να καταπιούν. Τώρα που γέρασα, το σίγουρο είναι ότι δεν θέλω να τους ξεγελάσω».
Στη συνέχεια ξεδιπλώνει με απίστευτη καθαρότητα την θεωρία του, και φθάνοντας ίσως στο πιο συναρπαστικό μέρος της, όπου αναφέρεται στην εγγενή ικανότητα του ανθρώπου να πράττει τόσο το καλό όσο και το κακό, υπερασπίζοντας ότι οι δύο αυτές φαινομενικά αντίθετες δυνάμεις λειτουργούν πάντα με την απαραίτητη ομοφωνία………….
1911649_612919915430612_1984101404_n

Βιβλιοπροτάσεις: Η Ανάσταση του Τολστόι. Ένα ταξίδι προς την αφύπνιση της συνείδησης.

Κύκνειο άσμα του εμβληματικού Ρώσου συγγραφέα Λέοντα Τολστόι, η Ανάσταση, έργο σπάνιας ηθικής στάθμης και εμβριθούς κοινωνικού στοχασμού, συμπυκνώνει τις βασικές αρχές της ανθρωπιστικής φιλοσοφίας και της σκέψης του μεγάλου συγγραφέα, στηλιτεύοντας τις κατάφωρα άδικες ταξικές δομές της σύγχρονής του Ρώσικης κοινωνίας. Ο Τολστόι, αυτός ο αναρχικός χριστιανός, που απαρνήθηκε την υψηλή του καταγωγή εξαιτίας της υποκρισίας και του κυνισμού μιας αριστοκρατίας που έριξε την ηρωίδα του, Άννα Καρένινα, στις ράγες του τραίνου, δεν επιχειρεί στο τελευταίο του πόνημα μονάχα να περιγράψει τα κακώς κείμενα στη τσαρική Ρωσία, να υπογραμμίσει την βαναυσότητα του σωφρονιστικού συστήματος και να καταγγείλει τη διαφθορά και την ανισότητα μιας σαθρής κοινωνίας, αντίθετα τολμά για πρώτη φορά στο τελευταίο του έργο να καταδείξει την συνειδητή προσπάθεια μιας ανθρώπινης ψυχής να παλέψει, να αλλάξει, και εντέλει, να αναστηθεί, αντί να συντριβεί.
Ο Ντμίτρι Νεχλιούντοφ, γαιοκτήμονας αριστοκρατικής καταγωγής και παλαίμαχος του ρώσικου στρατού διάγει έναν πολυτελή βίο, τυπικό της τάξης του, έχει απαρνηθεί τις ρομαντικές ιδέες των φοιτητικών του χρόνων περί αναδιανομής της γης στους αγρότες που ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας και εξαθλίωσης, και ετοιμάζεται να παντρευτεί από κοινωνικούς μονάχα λόγους την πριγκίπισσα Μίσσυ Κορτσάγκινα, μια γυναίκα που δεν τον συγκινεί. Εθελοτυφλώντας για τη κοινωνική αδικία γύρω του και για τις πρώτες επαναστατικές φωνές που καταστέλλονται βίαια, ο ήρωας καλείται να παραστεί ως ένορκος σε μια ποινική υπόθεση φόνου.
Κατηγορούμενη στη δίκη η Κατερίνα Μάσλοβα, μια γοητευτική πόρνη, που προκαλεί τους άντρες του δικαστηρίου με την έκδηλη διαφθορά της. Ο Νεχλιούντοφ αναγνωρίζει στο πρόσωπο της την γυναίκα που είχε αγαπήσει στα εφηβικά του χρόνια, την ψυχοκόρη στο σπίτι των θείων του που μεταγενέστερα είχε βιάσει και αφήσει έγκυο, για να την εγκαταλείψει αμέσως μετά. Η θέα της αλλοτριωμένης πόρνης φέρνει τον άντρα μπροστά στη συνειδητοποίηση της ευθύνης του απέναντι στην κατάπτωση της, και αποφασίζει να συμβάλλει στην ελευθέρωση της. Λόγω κακοδικίας και ελλιπούς δικαστικής εκπροσώπησης εξαιτίας της οικονομικής της δυσχέρειας , η Μάσλοβα καταδικάζεται για τέσσερα χρόνια σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία.
Ο Νεχλιούντοφ, αντιμέτωπος για πρώτη φορά με την αυθαιρεσία και τη σκληρότητα της εξουσίας, αποφασίζει να λυτρωθεί από τις ενοχές του ταυτίζοντας τη μοίρα του με τη δική της. Η απόφαση αυτή, που γεννιέται ως προϊόν τύψεων για να αναδειχθεί σε μια καθολική αφύπνιση της συνείδησης, επιτάσσει κλιμακούμενες ενέργειες: αρχικά, ο νεαρός αριστοκράτης κυνηγάει με νομικά μέσα την έφεση κατά της αποφάσεως και προσπαθεί να βελτιώσει τις συνθήκες κράτησης της παλιάς ερωμένης του με τα χρήματα και την θέση του, στη συνέχεια όμως, και καθώς οι προσπάθειες του δεν ευδοκιμούν, προχωρά σε μέτρα αληθινής ουσίας, δεσμεύεται να παντρευτεί την Κατιούσα , αποκηρύττει την αστική ζωή του, και την ακολουθεί μέχρι τη Σιβηρία. Εντέλει, η γυναίκα δεν δέχεται την θυσία του, αναγνωρίζει μεν με συγκίνηση την προσφορά του, αλλά αποφασίζει να δέσει τη ζωή της με έναν πολιτικό κρατούμενο, τον επαναστάτη Σίμονσον. anastasi 2
Μέσα από το ταξίδι του Νεχλιούντοφ προς την Ανάσταση του, ο Τολστόι θίγει τα ζωτικότερα προβλήματα της εποχής του με τρόπο ανθρώπινο και με παντελή απουσία διδακτισμού. Ο ήρωας, κατά την υλοποίηση της απόφασης του να ακολουθήσει την Κατιούσα, έρχεται σε επαφή με τις συνθήκες αποκτήνωσης που κυριαρχούν στις ρώσικες φυλακές, συγκρούεται με ένα άτεγκτο σύστημα απονομής δικαιοσύνης προορισμένο μόνο να τιμωρεί εξιλαστήρια θύματα, αντιλαμβάνεται την υποκρισία και το κίβδηλο ανθρωπιστικό ενδιαφέρον της τάξης του που τον στιγματίζει για να την απόφαση του να παντρευτεί μια πόρνη, εντρυφά στη ζωή των αγροτών που τελούν υπό καθεστώς μιας οικονομικής δουλοπαροικίας, σκιαγραφεί το φρόνημα και τη νοοτροπία των πρώιμων επαναστατών, σοσιαλιστών και αναρχικών, που αξιώνουν ένα πιο δίκαιο όραμα και καταγγέλλει θεσμούς όπως η εκκλησία, ο στρατός και το κράτος.
Το βίωμα όλων αυτών των φαινομένων ξυπνά τον νεαρό άντρα από την λήθη της τάξης του, τον κάνει να αντικρίσει την κοινωνία ως έχει: “Ο λαός σβήνει, συνήθισε να αργοπεθαίνει, γύρω του διαμορφώθηκαν τρόποι ζωής που ταιριάζουν σ’ αυτό τον αργό αφανισμό- ο θάνατος των παιδιών, η εξαντλητική δουλειά των γυναικών, η έλλειψη τροφής για όλους και πιο πολύ για τους ηλικιωμένους. Και έφθασε έτσι σιγά-σιγά ο λαός στην κατάντια αυτή που ούτε ο ίδιος δεν καταλαβαίνει τη φρικτή του ζωή και ούτε παραπονιέται για το χάλι του. Μα και εμείς οι ίδιοι πιστεύουμε πως αυτή η κατάσταση είναι φυσική και πως έτσι πρέπει να είναι πάντα». Στην διατήρηση αυτής της καταβαράθρωσης της λαϊκής τάξης συντείνει ο δικαστικός μηχανισμός της χώρας, όπως επισημαίνει ο Νεχλιούντοφ απαντώντας στην ερώτηση περί της αποστολής των δικαστηρίων «Η διατήρηση των συμφερόντων των κοινωνικών τάξεων. Το δικαστήριο, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα διοικητικό όργανο που επιβάλλει τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων, σύμφωνα με τα συμφέροντα της δικής μας τάξης». Ο ήρωας, γνωρίζοντας μέσω της Κατιούσας στη φυλακή καταδικασμένους ανθρώπους στην ουσία τους αθώους και πολύ ανώτερους των δικαστών τους, φτάνει να αντιλαμβάνεται την σύνδεση του εγκλήματος και της συστηματικής ταξικής εκμετάλλευσης που χαρακτηρίζει την ρώσικη τσαρική κοινωνία: « Ο κλέφτης γνωρίζει ότι η κυβέρνηση τον ληστεύει, γνωρίζει ότι εμείς οι γαιοκτήμονες τον έχουμε από παλιά ληστέψει, όταν του αρπάξαμε τη γη, που θα ΄πρέπε να ΄ναι κοινό κτήμα όλων.» καθώς και «Η κοινωνία του λέει: μην κλέβεις. Εκείνος όμως γνωρίζει καλά πως οι εργοστασιάρχες κλέβουν την εργασία του, αρπάζοντας του ένα μέρος από το μισθό του, πως η κυβέρνηση με τη στρατιά των υπαλλήλων της δεν σταματάει να τον ληστεύει με την φορολογία της».
Η Ανάσταση αποτελεί πέρα από μια ζωντανή καταγγελία και ένα βαθύ ψυχογράφημα. Ο Νεχλιούντοφ και η Κατιούσα, οι δυο βασικοί ήρωες, που πλαισιώνονται από μια σειρά πολύ ενδιαφερόντων δευτερευόντων προσώπων, όπως οι γυναίκες στη φυλακή, οι τυπικές οικογένειες της αριστοκρατίας, οι επιφυλακτικοί μουζίκοι, οι πολιτικοί κρατούμενοι, ξεδιπλώνουν τις αξίες, τα ανθρώπινα πάθη, τις σκέψεις τους, τα ηθικά διλήμματα τους και εντέλει το μεγαλείο της ψυχής τους μέσω της αριστοτεχνικής, διεισδυτικής αφήγησης του Τολστόι. Ο Νεχλιούντοφ στο τέλος δεν παντρεύεται την Κατιούσα. Μέσα από την διαδικασία της διεκδίκησης της, όμως, πραγματώνει αυτό που ο συγγραφέας συνοψίζει σε λίγες γραμμές για την ιδεατή λειτουργία του κόσμου «Κι αλλιώς δεν μπορεί να είναι, γιατί η αμοιβαία αγάπη των ανθρώπων είναι ο βασικός νόμος της ανθρώπινης ζωής», προσεγγίζοντας τον τύπο ενός θρησκευτικού, ηθικού ανθρώπου, το πρότυπο που και ο Τολστόι πάσχισε να ακολουθήσει σε όλη του τη ζωή.
• Η Ανάσταση κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γκοβόστη( 2010) σε μετάφραση Γεράσιμου Κυριακάτου και από τον Κέδρο (2015) σε μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου.

Νικολάγεβιτς Τολστόι, 1828 - 1910

 
Κορυφαίος Ρώσος μυθιστοριογράφος και ηθικός στοχαστής, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της (ρεαλιστικής) λογοτεχνίας σε παγκόσμια κλίμακα. Και οι δυο γονείς του ανήκαν σε παλιές αριστοκρατικές οικογένειες, που μέλη τους κατείχαν υψηλά αξιώματα στο στρατό και τη διοίκηση. Ο πατέρας του Νικολάι Ίλιτς ήταν ένας καλόκεφος και ήρεμος άνθρωπος, με λεπτή ειρωνική διάθεση και πολύ ζωηρή αίσθηση της προσωπικής του αξιοπρέπειας. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός του ρωσικού στρατού και πήρε μέρος στους πολέμους εναντίον του Ναπολέοντα (1812-13).

Το 1822 πήρε γυναίκα του την πλουσιότατη πριγκίπισσα Μαρία Νικολάγεβνα Βολκόνσκαγια, κόρη μεγάλου αξιωματούχου, και το 1824 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο προικώο κτήμα του στη Γιάσναγια Πολυάνα (όχι μακριά από τη Μόσχα). Εκεί γεννήθηκε, στις 28 Αυγούστου του 1828, ο κατοπινός μεγάλος συγγραφές κι εκεί έζησε τα παιδικά του χρόνια αποκτώντας πολύτιμα βιώματα. Σε ηλικία 2 χρονών έχασε τη μητέρα του, στην οποία, όπως αναφέρει ο ίδιος, όφειλε πολλές από τις ιδιότητες του χαρακτήρα του, καθώς και την κλίση του προς τη λογοτεχνία. Επτά χρόνια αργότερα έχασε και τον πατέρα του. Έτσι, την ανατροφή του, καθώς και των μεγαλύτερων αδελφών του, ανέλαβε η μακρινή συγγενής τους Ερκόλσκαγια, που εμφύσησε στον κατοπινό συγγραφέα τις αντιλήψεις του για τις πνευματικές χαρές που δίνουν στον άνθρωπο η αγάπη και η ήσυχη ζωή μακριά από τους πειρασμούς της κοσμικότητας. Μετά και το δικό της θάνατο το 1840, την ανατροφή των παιδιών συνέχισε άλλη συγγένισσα, η Γιουσκόβα, που επίσης άσκησε ισχυρότατη επίδραση στη διαμόρφωση των αντιλήψεων του Τολστόι για τη ζωή και το αμφισβητήσιμο δικαίωμα του ανθρώπου να ζει πλούσια, όταν γύρω του οι άλλοι πεινούν. Παράλληλα, Γάλλοι και Γερμανοί δάσκαλοι δίδαξαν στα παιδιά τις γλώσσες τους και αρκετές από τις γνώσεις της εποχής. Ιδιαίτερα στο Γερμανό δάσκαλό του Φίοντορ Κέσελ όφειλε ο Τολστόι τη γνωριμία του με τη γερμανική φιλοσοφία.

Το 1844 ο νεαρός Τολστόι γράφτηκε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της πόλης Καζάν, αλλά το ενδιαφέρων του για τις φιλοσοφικές και στη συνέχεια για τις νομικές σπουδές ήταν μάλλον χλιαρό. Τα φοιτητικά του χρόνια σφραγίστηκαν από το διχασμό ανάμεσα στην παρόρμηση να παίρνει μέρος σε ανέμελα γλεντοκόπια και στις επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να ζήσει ενάρετο βίο. Στην περίοδο αυτή διαμορφώθηκε και η συνήθειά του για άγρυπνο αυτοέλεγχο, που δέσποσε σε όλη την κατοπινή ζωή του. Ιδεώδες του γίνεται η επιδίωξη της ηθικής τελειότητας, αλλά καίριο γνώρισμα του χαρακτήρα του μένει η επιθετικότητα, με στόχο την υπερίσχυση των αντιλήψεών του, και η φιλοδοξία να πρωτεύει σε κάθε τομέα. Θέλοντας να νικήσει την αβεβαιότητα για τον εαυτό του και την ανασφάλεια που του δημιουργούσε η διάσταση ανάμεσα σε ιδανικό και πραγματικότητα, αναζητεί στήριγμα στην Αγία Γραφή και τα έργα του Ρουσσώ, που τα διαβάζει με πάθος. Παράλληλα, αρχίζει να δοκιμάζει τις δυνάμεις του στο γράψιμο, όπως αναφέρει στο ημερολόγιό του, το οποίο άρχισε τότε (1847) και συνέχισε ως το θάνατό του με μικρές διακοπές. Ξαναγυρίζοντας στο πατρικό, αναλαμβάνει την διαχείριση της μεγάλης κτηματικής περιουσίας του, αλλά δεν άντεξε το φορτωμένο πρόγραμμα εργασίας που επέβαλε στον εαυτό του. Την επόμενη χρονιά, πήγε στη Μόσχα και μετά στην Πετρούπολη. Η τριετία 1848-51 σπαταλήθηκε σε κοσμικές απολαύσεις, χαρτοπαιξίες, γλέντια. Ένα μέρος του χρόνου του το διέθετε στο κυνήγι.

Καθώς βρισκόταν στη φύση, ξυπνούσαν έντονα οι τύψεις για τον άσωτο βίο του και δυνάμωνε η διάθεσή του ν’ασχοληθεί με τη συγγραφή. Έτσι, σαν αντίδοτο στο συνειδησιακό έλεγχο, γράφει στις αρχές του 1851 το αφήγημα «Ανιστόρηση της χθεσινής μέρας» και το πρώτο από τα τρία αυτοβιογραφικά του βιβλία (παιδικά χρόνια, εφηβεία , νεανικά χρόνια) που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1852. Τον ίδιο χρόνο επίσης αποφάσισε να καταταγεί εθελοντής στο στρατό, υποχρεώνοντας και μ’αυτό τον τρόπο τον εαυτό του να απαρνηθεί την προηγούμενη ζωή του.

Η μακρά διαμονή στον Καύκασο (τρία ολόκληρα χρόνια) στάθηκε μια περίοδος πραγματικής μαθητείας στη ζωή και την τέχνη για τον Τολστόι . Δεν του έλειψαν οι ευκαιρίες για γλέντια, αλλά και τα διαστήματα απομόνωσης (εκούσιας ή ακούσιας), η συμμετοχή σε στρατιωτικά γεγονότα, η επαφή με τους ανθρώπους του λαού, που του πρόσφεραν τη δυνατότητα να γνωρίσει με τρόπο άμεσο και πλήρη συναισθήματα, ένστικτα και νοοτροπίες των ανθρώπων. Η θερμή βίωση των συνθηκών και των περιστατικών που έβλεπε γύρω του, η εξοικείωση με τα πράγματα και ο στοχασμός της περασμένης του ζωής τον έκαναν όχι μόνο να βρει τη φυσικότητα και την αλήθεια που αναζητούσε, αλλά και του έδωσαν υλικό για μια σειρά από αφηγήσεις, μερικές από τις οποίες πολύ κοντά στο διήγημα ("Επιδρομή", "Το πρωινό ενός γαιοκτήμονα") που γράφτηκαν το 1852 και δημοσιεύθηκαν το 1856.

Στις αρχές του 1854 μετατέθηκε στη στρατιά του Δούναβη και το φθινόπωρο, όταν ο Κριμαϊκός πόλεμος βρισκόταν στη μεγάλη του ένταση, ζήτησε να μετατεθεί στην πολιορκούμενη Σεβαστούπολη, όπου βίωσε την πολιορκία τόσο σαν μαχητής αλλά και σαν παρατηρητής. Λογοτεχνικός του καρπός μια σύντομη τριλογία (η Σεβαστούπολη το Μάη του 1855, Η Σεβαστούπολη τον Αύγουστο του 1855), που δημοσιεύθηκε το 1855 και το 1856 ενθουσιάζοντας αμέσως τον Τσάρο Αλέξανδρο Β', ο οποίος φρόντισε να μεταφραστεί αμέσως στα γαλλικά .

Μετά την άλωση της Σεβαστούπολης, μετατέθηκε στην Πετρούπολη, όπου οι λογοτεχνικοί και οι κοσμικοί κύκλοι τον υποδέχτηκαν θερμά. Ήδη τον θεωρούσαν έναν από τους σημαντικότερους ρώσους συγγραφείς. Βρήκε τότε την ευκαιρία να επιτεθεί με οξύτητα στις κατεστημένες απόψεις που δεν συμφωνούσαν με τις προσωπικές του πεποιθήσεις. Ήδη θεωρούσε αμάρτημα να είναι κανείς ιδιοκτήτης γης όπου οι αγρότες λιμοκτονούσαν, καθώς και το να βάζει κανείς τους άλλους να δουλεύουν για λογαριασμό του με το αιτιολογικό ότι αυτός είναι πλούσιος ενώ οι άλλοι όχι. Θέλοντας να είναι συνεπής με τις απόψεις του, πήγε στην Γιάσναγια Πολιάνα, με σκοπό να απελευθερώσει τους δουλοπάροικούς του. Το σχέδιό του όμως συνάντησε την άρνηση των χωρικών, οι οποίοι έλπιζαν ότι η τσαρική κυβέρνηση θα έδινε στο πρόβλημα τους μια λύση πιον ριζική απ’ αυτή που πρότεινε ο αφέντης τους. Από το 1856 χρονολογούνται τα έργα του «Συνάντηση σε ένα απόσπασμα με ένα άγνωστο Μοσχοβίτη», «Οι δύο Ουσσάροι και το βάσανο». Ένα σύντομο ειδύλλιο που είχε τότε δεν κατέληξε σε γάμο.

Το 1857 ο Τολστόι παραιτήθηκε από το στρατό κι έφυγε στο εξωτερικό (Παρίσι, Ελβετία). Οι θεσμοί όμως της Δυτικής Ευρώπης, καθώς και ο τρόπος ζωής των ανθρώπων εκεί, δεν του άρεσαν καθόλου. Επέστρεψε ξανά στη Ρωσία, έχοντας σταθεροποιήσει την πεποίθηση ότι ο λαός πρέπει να μορφωθεί. Γι’ αυτό ιδρύει στην Γιάσναγια Πολυάνα ένα σχολείο για παιδιά και μεγάλους, όπου διδάσκει ο ίδιος με δικές του παιδαγωγικές μεθόδους. Το 1857 γράφει την «Λουκέρνη» και το 1858 τον «Αλβέρτο και τους Τρεις θανάτους» . Στην τετραετία όμως (1859-1962) εγκαταλείπει σχεδόν τη συγγραφή. Μοναδικό του κείμενο ο «Πολικούσκα», που αποτελεί την πρώτη του απόπειρα να γράψει διήγημα με ξεκάθαρα λαϊκό περιεχόμενο.

Το 1860 ο Τολστόι έκανε ένα δεύτερο ταξίδι στο εξωτερικό, για να παρασταθεί στον άρρωστο αδελφό του Νικολάι που τον υπεραγαπούσε. Επισκέφτηκε τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελβετία, το Βέλγιο, την Αγγλία και την Ιταλία επιδιώκοντας να πλουτίσει τις παιδαγωγικές του γνώσεις. Όταν επέστρεψε, συνέχισε τη διδασκαλία κι εξέδωσε μάλιστα κι ένα μηνιαίο περιοδικό, όπου παρουσίαζε και υπερασπιζόταν τις εκπαιδευτικές του αντιλήψεις, που ως ένα σημείο είχαν επηρεαστεί από τις ιδέες του Ρουσσώ και του Πεστελότσι, ενώ συνέταξε και βιβλία για τις εκπαιδευτικές ανάγκες. Ούτε όμως έτσι έβρισκε γαλήνη. Ένα αποτρόπαιο περιστατικό τον έφερε σε τέτοια απόγνωση, ώστε να αυτοεξοριστεί για ένα διάστημα στη Σαμάρα. Στο ταξίδι του αυτό γνώρισε τη δεκαεφτάχρονη Σοφία Αντρέγεβνα Μπερς, που άνηκε σε μεσαία τάξη της Μόσχας και είχε πλούσια πνευματικά ενδιαφέροντα. Την παντρεύτηκε και την έφερε στην Γιάσναγια Πολυάνα. (1862). Έτσι έκλεισε η πρώτη περίοδος της ζωής του, που αργότερα την έκρινε με μεγάλη αυστηρότητα, θεωρώντας την ως μια συνεχή υποδούλωση στη φιλοδοξία, την ασωτία και τη λαγνεία. Όσο άδικες κι αν είναι οι κρίσεις του αυτές, υπογραμμίζουν πάντως την ανάγκη που ένιωθε να ξεκαθαρίσει και να συστηματοποιήσει τη ζωή του, επιδιώκοντας την ηθική και την καλλιτεχνική του τελειοποίηση. Ο γάμος του πρόσφερε τέτοια ευκαιρία και ο Τολστόι έζησε μια σχετικά μακρόχρονη περίοδο ευτυχίας κοντά στη νεαρή γυναίκα του με την οποία απόκτησε δεκατέσσερα παιδιά ηρέμησε και μπόρεσε να συγκεντρώσει την εκπληκτική ενεργητικότητά του στη λογοτεχνική δραστηριότητα. Ήδη είχε εγκαταλείψει βαθμιαία τις ρομαντικές και αισθηματολογικές διαθέσεις που χαρακτηρίζουν τα κείμενα της πρώτης περιόδου.

Πλησίαζε όλο και πιο πολύ τους ανθρώπους και τα πράγματα που παρατηρούσε, και το ενδιαφέρον του συγκεντρωνόταν κυρίως στην ψυχολογική διερεύνηση των προσώπων.
Η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, όπως απεικονίζεται στους «Κοζάκους» (δημοσιεύθηκε το 1863), βιβλίο που γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ή της ανθρωπότητας μπροστά στο φαινόμενο του θανάτου, όπως την πραγματεύτηκε στην τριλογία της Σεβαστούπολης και τους τρεις θανάτους, αποτελούν αξιολογότατα επιτεύγματα του Τολστόι. Παρά τις επιδράσεις που ανιχνεύει κανείς από τον Ρουσσώ, τον Ντίκενς, τον Σταντάλ, τον Γκογκόλ κ.α., τα έργα αυτά είναι σαφώς προσωπικές δημιουργίες και λειτουργούν ως πιστοποιητικά προόδου του Τολστόι, που είναι πλέον σχεδόν έτοιμος να δώσει ωριμότερα έργα.

Το 1856 ο Τολστόι αρχίζει να γράφει ένα μυθιστόρημα με θέμα την επάνοδο ενός εξόριστου Δεκεμβριστή στη Ρωσία. Δημοσιεύθηκε τελικά το 1884 με τον τίτλο "Δεκεμβριστές", αλλά σύντομα ένιωσε την ανάγκη να πλατύνει χρονολογικά τη διαπραγμάτευση, αρχίζοντας από τη χρονιά της συνωμοσίας (1825). Και πάλι όμως το σχέδιο πλάτυνε, για να περιλάβει τα μεγάλα γεγονότα της ρωσικής ιστορίας που εκτυλίχτηκαν το 1812. Έτσι έφτασε στη σύλληψη της μεγάλης τοιχογραφίας, που είναι το μυθιστόρημα «Πόλεμος και Ειρήνη», από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Η ιστορική εποχή των Ναπολεόντειων πολέμων αποτελούσε βέβαια για τη Ρωσία παρελθόν, αλλά η επίδρασή της ήταν ολοζώντανη, λόγω της παράδοσης που είχε δημιουργήσει. Εξάλλου ο Τολστόι βρήκε στο οικογενειακό του περιβάλλον τα πρότυπα πολλών από τα κυριότερα πρόσωπα του έργου. Κοντά στα παλαιότερα συγγραφικά του προσόντα, που ήταν η βαθιά παρατηρητικότητα και η ισχυρή βίωση και μετουσίωση υπαρκτών προσώπων και πραγματικών περιστατικών, προστέθηκε τώρα η επινόηση και στη λειτουργία της δημιουργικής φαντασίας. Έτσι, μετά από ένα χρόνο εντατικής δουλειάς, δημοσιεύθηκε το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος με τίτλο «Η χρονιά 1805» (1865), που στη συνέχεια πλάτυνε και ο τίτλος άλλαξε σε «Πόλεμος και Ειρήνη».

Εκείνο που κάνει εντύπωση στο μεγάλο αυτό έργο (που αρχικά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό) δεν είναι τόσο ότι απεικονίζει με σχεδόν τέλειο τρόπο τις πτυχές της Ρωσίας εκείνων των χρόνων, αρχίζοντας από τη ρώσικη φύση, περνώντας μέσα από τις διάφορες νοοτροπίες ευγενών και εκπροσώπων του λαού και τις παρουσιάσεις ηθών και εθίμων και φτάνοντας ως τη διερεύνηση υψηλών πνευματικών και κοινωνικών διεργασιών. Πιο πολύ ακόμη εντυπωσιάζουν η τέλεια συγχώνευση της τέχνης με την πραγματικότητα και –παρά το μέγεθος και την πολυμέρειά του– η στερεότητα της καλλιτεχνικής του δομής. Χάρη στην ποιότητα του λόγου που μένει προσηλωμένος στην ουσία χωρίς να ξεπέφτει σε περιττά στολίδια, τα διάφορα νήματα της αφήγησης υφαίνονται, άλλοτε διαπλέκονται και άλλοτε ξεπλέκονται με τον πιο αυθόρμητο τρόπο. Όλα όσα γίνονται στις σελίδες του φαίνονται φυσικά, αναγκαία, σχεδόν μοιραία. Η ζωή και ο θάνατος απεικονίζονται με την ίδια σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη, επιβάλλοντας το σεβασμό και μια αίσθηση επισημότητας. Γεγονότα κοσμοϊστορικής σημασίας αδελφώνονται ισότιμα με μικρο-περιστατικά της καθημερινότητας και αυτή η ισοτιμία τους φαίνεται ως αιτιολογημένη και απαραίτητη. Εξάλλου οι πρωταγωνιστές όσο και τα πρόσωπα έχουν ελάχιστο πόλο να παίξουν. Παρουσιάζονται με τη ξεχωριστή τους ατομικότητα σε ένα πλαίσιο ανθρωπιάς. Η παρουσία του συγγραφέα δε φαίνεται σχεδόν καθόλου, εκτός από το τέλος, όταν παρεμβαίνει για να κηρύξει μια θεμελιώδη θέση του: ο άνθρωπος δε δημιουργεί τίποτα, δε δεσπόζει σε τίποτα. Απλώς παρευρίσκεται και παρακολουθεί την αναπότρεπτη πορεία των πραγμάτων. Η θέση αυτή συνοψίζει την ουσία του τεράστιου αυτού έργου.

Εδώ βλέπουμε μια ομοιότητα με τον Όμηρο, όπου πίσω από τα πάντα κρύβεται ένα θεϊκό χέρι και οι θνητοί δεν είναι παρά πιόνια σε μια σκακιέρα των Θεών (μοίρας).
Όταν τελείωσε το μυθιστόρημα, ο Τολστόι αισθανόταν εξαντλημένος κι αποθαρρημένος. Ο τρόπος που αντιλαμβανόταν πια τη ζωή ήταν επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ. Ωστόσο, σχεδίαζε να γράψει και άλλα έργα με ιστορικά θέματα, σχέδιο που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Στα χρόνια 1870-71 ο Τολστόι ρίχνεται με πάθος στη μελέτη των αρχαίων ελληνικών και εκφράζεται με μεγάλο θαυμασμό για τον Όμηρο.

Παράλληλα, ξαναρχίζει να ενδιαφέρεται για τα παιδαγωγικά θέματα, και το 1873 εκδίδει ένα Αλφαβητάριο. Αλλά ήδη από το 1870 έχει αρχίσει να σχεδιάζει ένα καινούργιο έργο με κεντρικό πρόσωπο μια πολύ αξιόλογη και καλή γυναίκα, που είναι όμως ένοχη μοιχείας. Το 1873 καταπιάνεται οριστικά με τη συγγραφή του, αλλά δεν προχωρεί με την ίδια άνεση του «Πόλεμος και Ειρήνη». Διακοπές, βαριεστιμάρα και μίσος και άλλοτε παθιασμένη αγάπη για τη δουλειά χαρακτηρίζουν τη διάθεση του συγγραφέα. Εντούτοις, το έργο «Άννα Καρένινα» βγήκε τελικά άρτιο και αποτελεί καύχημα της ρώσικης λογοτεχνίας. Δημοσιεύθηκε κι αυτό αρχικά σε συνέχειες από το 1875 ως το 1877, οπότε κυκλοφορεί και σε μορφή βιβλίου αναθεωρημένο και ξαναπλασμένο. Έτσι δε διατηρεί ίχνος από τις ψυχικές μεταπτώσεις του συγγραφέα. Η αρμονική δομή του διαπνέεται από μια τραγική αίσθηση της ζωής. Στο χαρακτήρα του Καρένιν ο Τολστόι εκφράζει όλη την αντιπάθειά του για τον κομφορμισμό και την υποκριτική επιτήδευση. Παρόλα αυτά, είναι κι αυτός θύμα της μοίρας. Υπάρχουν βέβαια ως αντίβαρο στοιχεία γαλήνης, αλλά γενικά στο έργο εκφράζεται η διάσταση ανάμεσα στη ζωή που κάνει ο συγγραφέας, νιώθοντας ότι δεν είναι εκείνη που θα έπρεπε, και σε μια νέα ζωή, που δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί αλλά βρίσκεται στο στάδιο της γέννησής της.

Μετά την «Άννα Καρένινα» ο Τολστόι περνάει μια βαθιά κρίση (εκδηλώθηκε το 1879) που τον έφερε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας και στην οποία ασφαλώς συνέβαλαν μια σειρά από οικογενειακές συμφορές, όπως οι θάνατοι του έβδομου και του όγδοου παιδιού του και μερικών ακόμα συγγενών που του ήταν πολύ προσφιλείς. Αλλά το βασικότερο αίτιό της βρίσκεται στην αμφιβολία που τον κατάτρεχε πάντα, ακόμη και στις πιο ευτυχισμένες στιγμές του οικογενειακού του βίου, σχετικά με το αν έχει το δικαίωμα να ζει μια τόσο ωραία ατομική ζωή και ν’ ασχολείται μ’ ένα τέτοιο είδος τέχνης, όταν όλες του οι ελπίδες για μια ιδανική ζωή σωριάζονταν η μια μετά την άλλη. Τη διέξοδο τελικά αναζητεί ο Τολστόι σε μια θρησκευτική πίστη δικής του διατύπωσης. Θέλει να ζει απαλλαγμένος από συμβατικότητες και ανέσεις. Αποκηρύσσει την καλοπέραση, την ψευτοπρόοδο, τον ψευτοπολιτισμό. Υποστηρίζει ότι κύρια στοιχεία του βίου πρέπει να είναι η φυσικότητα, η αγάπη, η αλήθεια και η εργασία που καλύπτει τις βιοτικές ανάγκες. Ασχολείται ο ίδιος με την καλλιέργεια της γης, ντύνεται όπως οι μουζίκοι, φτιάχνει μόνος του τα παπούτσια του και κηρύττει την πραότητα ως την πραγματική ουσία της διδασκαλίας του Ιησού, τον οποίο δε θεωρεί Θεάνθρωπο, αλλά «πνευματικό» τέκνο του Θεού.

Αυτές του οι αντιλήψεις για τη θρησκεία, την ενεργό δύναμη της αγάπης, τις έννοιες του δικαίου, του κράτους, της ιδιοκτησίας, βρήκαν μεγάλη απήχηση, προκαλώντας συρροή οπαδών στη Γιάσνα Πολιάνα και επηρεάζοντας αποφασιστικά και τον Γκάντι. Ο Τολστόι τις εκθέτει σε μια σειρά από βιβλία όπως: «Κριτική της δογματικής Θεολογίας» (1880), «Μια εξομολόγηση» (1882) , «Σε τι συνίσταται η πίστη μου» (1884), «Λοιπόν τι πρέπει να κάνουμε» (1885-86), «Η Βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας» (1891-1893), «Πώς να διαβάζεται το ευαγγέλιο και που βρίσκεται η ουσία του» 1896, «Η χριστιανική διδασκαλία» (1897), «Το μέγα αμάρτημα» (1905), «Δεν μπορώ να σιωπήσω» (1908) κ.α.

Προπαγανδίζει τις ιδέες του με επιμονή και οργανώνει περίτεχνα τη διάδοση των βιβλίων του. Όποια απαγορεύει η Τσαρική λογοκρισία εκδίδονται στην Αγγλία από το θαυμαστή και συνεργάτη του Β. Τσέρτκωφ. Χάρη στην ακαταπόνητη δραστηριότητά του στον τομέα αυτό, ο Τολστόι αναγνωρίζεται ως μια μεγάλη ηθική δύναμη. Οι αγώνες του για την υποστήριξη όσων ενεργούν κατά συνείδηση, για την κατάργηση της θανατικής ποινής, για την παραχώρηση γης στους αγρότες, για την ανακούφιση των φτωχών και των χτυπημένων από θεομηνίες, τον έχουν πλέον κάνει σεβαστό σε όλη την οικουμένη. Ωστόσο, η απόφαση που πήρε το 1888 να μοιράσει τα κτήματά του στους χωρικούς προκάλεσε βαθύτατη ρήξη στις σχέσεις του με τη σύζυγό του που τον πίκρανε στα τελευταία του χρόνια.

Παράλληλα, ο Τολστόι είχε διαμορφώσει μια νέα αντίληψη και για την τέχνη, που την εξέφρασε στα δοκίμιά του «Τι είναι η τέχνη» και «Ο Σαίξπηρ και η δραματική τέχνη». Η τέχνη, κατά τον Τολστόι, οφείλει να πραγματώνει το ιδανικό της ανθρώπινης αδελφοσύνης, μεταφέροντάς το από τη σφαίρα της λογικής στη σφαίρα του συναισθήματος. Αυτές τις απόψεις τις έκφρασε στα διηγήματα: «Με τι ζουν οι άνθρωποι» (1881), «Όπου υπάρχει αγάπη είναι εκεί ο Θεός» (1885), «Τρία γεροντάκια» (1886). Άλλα σημαντικά λογοτεχνικά έργα της εποχής είναι το ημιτελές «σημειώσεις ενός τρελού» (1884), «Το κράτος του ζόφου» (1886), θεατρικό έργο που παρουσιάστηκε το 1888, «Ο θάνατος του Ιβάν Ίiλιτς» (1887), μια έξοχη πραγματεία γύρω από τη σημασία της ζωής και του θανάτου, «Ο διάβολος» (1889), «Η σονάτα του Κρώυτσερ» (1889). Στα δύο τελευταία εναντιώνεται στη σεξουαλική ελευθερία. Άλλα έργα του είναι «Ο πατήρ Σέργιος» (1890-1898), «Αφέντης και δούλος» (1895).

Το 1899 ο Τολστόι γράφει το τελευταίο από τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα του, την «Ανάσταση», στις σελίδες του οποίου ο τυφλός εγωισμός μετατρέπεται σε υψηλό αλτρουισμό. Ο ήρωάς του ο Νεχλιούντωφ πασκίζει ενσυνείδητα να εξιλεώσει τα σφάλματα της παλαιότερης ζωής του, διαλέγοντας ένα νέο τρόπο ζωής κι ακολουθώντας εκούσια στην εξορία την γυναίκα που είχε άλλοτε αποπλανήσει. Ο Τολστόι είχε χρησιμοποιήσει σε παλαιότερα αφηγήματά του αυτό το ψευδώνυμο, παρουσιάζοντας έτσι κάποιες πλευρές του. Η επανάληψή του τώρα στο έργο των γερατειών αποκαθιστά ένα είδος συμβολικού δεσμού ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία περίοδο της ζωής του. Αυτό το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται για την εξαιρετικά σφιχτοδεμένη δομή του. Καθώς δεν υπάρχουν παρεκβάσεις και παράλληλες δράσεις, αυτό είναι το συμπαγέστερο από όλα τα έργα του Τολστόι. Άλλα μεγάλα προσόντα του είναι η πειστική απεικόνιση των ψυχολογικών καταστάσεων, η πειστικότητα της περιγραφής και η αφηγηματική αρτιότητα. Γι’ αυτό του το έργο τον αφόρισε η Εκκλησία το 1901. Άλλα έργα της τελευταίας περιόδου είναι «Το ζωντανό πτώμα» (1900), το ημιτελές «το φως που φέγγει και τα σκοτάδια» (1894-1902), «Χατζή Μουράτ» (1904), «Αλιόσα Γκόρσοκ» (1905), που δημοσιεύθηκαν μετά το θάνατό του.

Σε βαθιά γεράματα ο Τολστόι χτυπιέται από ένα καινούργιο ξέσπασμα της κρίσης που τον βασάνιζε όλα αυτά τα χρόνια της ωριμότητας του για το είδος της ζωής που έκανε. Συνέπειά της ήταν να εγκαταλείψει στις 28 Οκτωβρίου το σπίτι του μαζί με το γιατρό του και την αγαπημένη του κόρη Αλεξάνδρα, σε μια τελευταία προσπάθεια να ζήσει κοντά στο Θεό. Πεθαίνει από πνευμονία στις 7 Νοεμβρίου 1910 μέσα στο σιδηροδρομικό σταθμό του Αστάποβο.


Βιβλιογραφία:
«Τρία παιδιά του αιώνα τους» Τάσου Αθανασιάδη,
«Η φυγή και ο θάνατος του Τολστόι» (Αθήνα 1950) του ίδιου,
«Βεβαιότητες και αμφιβολίες» (Ο Τολστόι και η ανθρωπότητα) (Αθήνα 1980) του ιδίου, Πέντε Ρώσοι κλασικοί (Αθήνα 1978) Αλεξανδρόπουλος Μήτσος,
Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό της Εκδοτικής Αθηνών .

~ΚΛΕΙΔΕΣ~Λ. ΤΟΛΣΤΟΙ





Για όνομα Θεού! Αχ ,ελάτε κοντά μου! Πεθαίνω!
-Τώρα έρχομαι […]
– Τώρα, τώρα, ξανάπε παίρνοντας το τσεκούρι με το δεξί του χέρι. Κι ακούμπησε τον δείχτη του αριστερού του χεριού πάνω στο κούτσουρο. Σήκωσε αμέσως το τσεκούρι ψηλά και το κατέβασε χτυπώντας λίγο παρακάτω από τη δεύτερη άρθρωση. Τύλιξε αμέσως το ακρωτηριασμένο του δάχτυλο με την άκρη του ράσου του και το ακούμπησε σφιχτά πάνω στο μερί του. Ξαναμπήκε τότε στην σπηλιά και σταματώντας απέναντι στην γυναίκα, χαμήλωσε τα μάτια του.

~ΚΛΕΙΔΕΣ~
Οι δύο βασικές κλείδες για τη κατανόηση των έργων του Λέων Τολστόι είναι οι εξής:
~Πρώτον, η έννοια που δίνει ο Τολστόι σε αυτό που αποκαλεί «αναζήτηση του Θεού». Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει ο ίδιος στο έργο του «Η Θρησκεία μου»:
«Ο νόμος της ανθρώπινης ζωής είναι τέτοιος ώστε η βελτίωση της, εξίσου καλή για το άτομο όσο και για την κοινωνία, μόνον διά της εσωτερικής ηθικής τελειοποίησης είναι δυνατή. Όσες προσπάθειες των ανθρώπων για τη βελτίωση της ζωής τους αρκέστηκαν στην επιφάνεια και δεν προχώρησαν σε βάθος, όχι μόνο δεν την καλυτέρευσαν, αλλά είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα. Πιστεύω ότι η αληθινή ευτυχία του ανθρώπου έγκειται στην αγάπη των ομοίων του. Η ανάπτυξη της αγάπης θα συντελέσει όσο καμία άλλη δύναμη στην καταπολέμηση της διχόνοιας, εγκαθίδρυση της ομόνοιας, της αλήθειας, της αδελφότητας όλων των ανθρώπων… Να τι είναι η θρησκεία μου και σε τι έγκειται η ουσία της… Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει τέλειος και αναμάρτητος, δεν μπορεί να προσεγγίσει την τελειότητα, παρά βαθμηδόν και λίγο λίγο. Η προσωπική προσπάθεια του ανθρώπου να προσεγγίσει την τελειότητα αποτελεί ολόκληρο το νόημα και τη χαρά της ζωής του.» (1)
~Δεύτερον, η κατανόηση ότι δεν υπάρχει ένας Τολστόι, αλλά πολλοί. Πιο συγκεκριμένα , ενδεικτική είναι η εξήγηση του Λουνατσέρκι:
«Σε σχέση με τον ίδιο, τα πρόσωπα των μυθιστορημάτων του είναι φύλλα και καρποί πάνω στο ίδιο δένδρο. Σάρκα από τη σάρκα του, αλλά κάθε έργο του, αντιπροσωπεύει μόνο ένα μέρος, μια στιγμή, μια φάση της ζωής του… Η βιογραφία του Τολστόι είναι σκόρπια στα γραπτά του. Μια πρώτη ιδέα αποκτάμε από τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα του, από τη γνωριμία του με τους ήρωες του.» (2)

«Ο Πάτερ Σέργιος», είναι το τελευταίο έργο του Λέων Τολστόι και κυκλοφόρησε το 1911, μετά το θάνατο του. Πρόκειται περί μίας μικρής νουβέλας μόλις 80 σελίδων που ο ίδιος δούλεψε για πάνω από δέκα χρόνια και συμπυκνώνει όλες τις φιλοσοφικές του ανησυχίες: την αναζήτηση της απόλυτης αλήθειας, του νοήματος της ζωής, την προσέγγιση του Θεού και τον στοχασμό πάνω στην πίστη.
Η ιστορία εξελίσσεται στα μέσα του περασμένου αιώνα, όπου ένας όμορφος ευγενής και εύελπις, ο Στέπαν Καζάτσκη, πού έχει μια λαμπρή καριέρα μπροστά του, μαθαίνει ξαφνικά πώς η μνηστή του έχει σχέσεις με τον τσάρο Νικόλαο τον Α’. Ή μεγάλη του απογοήτευση τον οδηγεί στην αποστροφή των εγκόσμιων. Ή αφοσίωση του στον τσάρο μεταστρέφεται και γίνεται έντονη προσήλωση στο θείο. Κλείνεται σε μοναστήρι όπου μετονομάζεται σε πατέρα Σέργιο. Το ανήσυχο πνεύμα του καθώς και οι αμφιβολίες για την επιλογή του, τον οδηγούν σε ένα ερημητήριο και στη πλήρη απομόνωση. Αλλά κι εκεί δεν μπορεί να γλυτώσει από τα ερεθίσματα της έξω ζωής. Μια κακομαθημένη αριστοκράτισσα, στη διάρκεια μιας εκδρομής, προσπαθεί να τον σκανδαλίσει ερωτικά. Εκείνος προτιμά να κόψει το δάκτυλο του παρά να υποκύψει. Στη συνέχεια, χρίζεται από την εκκλησία ένα είδος λαϊκού αγίου και οι άνθρωποι συρρέουν κατά εκατοντάδες κοντά του, περιμένοντας ένα θαύμα σαν λύση στα προβλήματα τους. Μέσα από αυτήν την διαδικασία έρχεται και η κοινωνική συνειδητοποίηση του. Ό Σέργιος αντιλαμβάνεται την ανεπάρκεια του να βοηθήσει ουσιαστικά τους συνανθρώπους του. Πάνω που η ανησυχία και οι αμφιβολίες τον κυριεύουν, εισβάλλει στην ζωή του και πάλι ο ερωτικός πειρασμός , για να τον συνδέσει με την πραγματικότητα. Μια νέα και «άρρωστη» μικροαστή τον προκαλεί ερωτικά…
Η δύναμη της νουβέλας και το κεντρικό της νόημα βρίσκονται στην επισήμανση, ότι η αποχώρηση από τα εγκόσμια με την πρόφαση της σωτηρίας από τους διαφόρους πειρασμούς, αποτελεί σφάλμα, αφού οι πειρασμοί όχι μόνο παραμένουν, αλλά αποκτούν και μορφές αφύσικες και αποκρουστικές. Όλο το έργο διαπνέεται από τον πειρασμό του αισθησιακού πάθους όπου ο Τολστόι τον χρησιμοποιεί για να υποδείξει ότι εάν δεν υπάρχει μια βαθύτερη, ψυχική προσέγγιση στις σχέσεις άντρα και γυναίκας, ο άνθρωπος γίνεται στάχτη στις φλόγες του δίχως να ευτυχίσει. Σιωπηρά καταδικάζει τον μοναχισμό και διδάσκει που μπορεί να οδηγήσει το άτομο ή υπερβολική πίστη στον εαυτό του, ή ακατάσχετη φιλοπρωτία και ή εξωστρέφεια. Στον Πατέρα Σέργιο καθρεφτίζεται η ψυχή του Τολστόι με περισσότερη καθαρότητα απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο έργο του. Στις αδυναμίες, τις φιλοδοξίες, τις απογοητεύσεις και τους θριάμβους του πρωταγωνιστή αναγνωρίζουμε τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τους προβληματισμούς και τις επιλογές του μεγάλου κλασικού. Ο συγγραφέας δίνει στον ήρωα του όλο το πάθος και τη δύναμη που έκρυβε και ο ίδιος, τον κάνει να βιώσει με την ίδια ένταση την αίσθηση του ανικανοποίητου, την αμφιβολία και την απόγνωση, τελικά όμως τον βάζει ν’ αναζητήσει τη λύτρωση που για κείνον έμοιαζε αδύνατη, δίνοντας έτσι την δική του διέξοδο στα ανθρώπινα πάθη και το αντίτιμο τους. Η νουβέλα αυτή, δεν μας αποκαλύπτει απλώς τη φιλοσοφία του Τολστόι αλλά και τους λόγους που ώθησαν τούτη την αινιγματική φυσιογνωμία να επιλέξει, στο τέλος της ζωής του, τη φυγή.
Ο Νίκος Καζαντζάκης αναφέρει χαρακτηριστικά στο «Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας»:
«Το πιο αποκαλυπτικό έργο της εποχής τούτης του Τολστόι είναι ο Πάτερ Σέργιος· πίσω από τον οδυνηρό προφήτη Σέργιο ξεχωρίζεις τη σπαρακτική φυσιογνωμία του Τολστόι. Ο Σέργιος είναι αξιωματικός, φεύγει τη ματαιότητα του κόσμου, γίνεται μοναχός, μα πέφτει σε νέους, ανηθικότερους πειρασμούς. Οι άνθρωποι τον θεωρούν άγιο κι αυτός μέσα του κολακεύεται κι επιχειρεί να παίξει τον προφήτη. Όμοια και Τολστόι, όπως και ο Σέργιος, είχε αρχίσει να θεωρείται προφήτης από χιλιάδες πιστούς. Απ΄όλον τον κόσμο αποτείνονταν σ΄αυτόν και του ζητούσαν να τους δείξει το δρόμο της σωτηρίας. Η Γιάσναϊα Πολιάνα επί έτη έγινε το ψυχικό κέντρο της γης… Όσο περισσότερο έβλεπε ο Τολστόι να γίνεται ο ηθικός φάρος της ανθρωπότητας, τόσο περισσότερο υπόφερε βλέποντας πόσο ζει στην ψευτιά, πόσο είναι δειλός και δεν τολμά να εφαρμόσει ό,τι κηρύττει.» (3)

~ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ~
Ο Λέων Τολστόι γεννήθηκε στη Γιάσναγια Πολιάνα το 1828 και πέθανε το 1910 από πνευμονία στην περιοχή Αστάποβο σε ηλικία 82 ετών.Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καζάν από το 1844 ως το 1847. Προσπάθησε να βρει το αληθινό νόημα του Χριστιανισμού, πιστεύοντας πως σκοπός της ζωής δεν είναι να εξυπηρετεί την κατώτερη ζωική φύση, αλλά τη φωτεινή δύναμη, που βρίσκεται στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και η οποία βοηθάει τον άνθρωπο να αναγνωρίζει το αγαθό. Εκτός όμως από αυτές τις αντιλήψεις, ο Τολστόι κατάφερε ν’ απεικονίσει με απαράμιλλο τρόπο τη ρωσική κοινωνία της εποχής του και με την αναπαραστατική δύναμη της τέχνης του να δώσει εκπληκτικούς πίνακες από τη ζωή της τσαρικής Ρωσίας του 19ου αιώνα. Αν και καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αφοσιώθηκε με μεγάλη αγάπη στους μουζίκους, βοηθώντας τους και μελετώντας τη ζωή τους. Γεμάτος θρησκευτική έξαρση και δεμένος με τα προβλήματα της εποχής του, προσπάθησε να βρει γιατί υποφέρουν οι άνθρωποι και προσπάθησε να απελευθερώσει τον άνθρωπο και να αποκαταστήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ως καλλιτέχνης ο Τολστόι διακρίνεται για τη βαθιά γνώση των κρυφών πτυχών της ψυχής και την άμεση καθαρότητα του αισθήματος. Το έργο του είχε τεράστια σημασία και άσκησε γόνιμη επίδραση στη ρωσική και στην παγκόσμια λογοτεχνία. Στον πόλεμο της Κριμαίας πήρε μέρος ως αξιωματικός του πυροβολικού και του απονεμήθηκαν πολλές ανώτερες διακρίσεις. Ο αποτροπιασμός για τις φρικαλεότητες του πολέμου αυτού καθρεφτίστηκε στα «Διηγήματα της Σεβαστούπολης(1855-1859)». Στα διηγήματα αυτά ο Τολστόι δείχνει φανατικά την έχθρα του προς τον πόλεμο και παράλληλα εγκωμιάζει τον ηρωισμό των συμπατριωτών του στρατιωτών. Από το τέλος της δεκαετίας 1850-1860 ο Τολστόι εγκαταστάθηκε στη Γιάσναγια Πολιάνα, άνοιξε σχολείο για τα αγροτόπαιδα και ίδρυσε το περιοδικό «Γιάσναγια Πολιάνα». Προηγουμένως ταξίδεψε στη Γαλλία, Ελβετία, Ιταλία και Γερμανία. Στα 1862 ο Τολστόι παντρεύτηκε τη Σοφία Αντρέγιεβνα Μπερς. Με τα θρησκευτικά κείμενά του ήρθε σε αντιδικία με την εκκλησία της Ρωσίας, η οποία τον απέβαλε από τις τάξεις της το 1901.

(1) Λέων Τολστόι, «Η Θρησκεία μου» σελ 108

ΠΕΡΙ ΤΕΛΑΣ Λ. ΤΟΛΣΤΟΙ


Περί τρέλας - Λέων Τολστόι: Κριτική βιβλίου
«Αν θες να εξαλείψεις ένα φαινόμενο, θα πρέπει πρώτα να το μελετήσεις». Σε αυτή την φράση του ο δάσκαλος Τολστόι, με την εμβληματική μορφή του, συμπυκνώνει όλη του την φιλοσοφία ζωής με την οποία ανδρώθηκε και με την οποία πορεύτηκε κατά την διάρκεια του μακρού του βίου.


Ο ίδιος, αν και απαλλαγμένος από την οικονομική δυσπραγία που απασχολούσε άλλους σύγχρονούς του συγγραφείς, ήταν δέσμιος μίας μοναξιάς που διαφαίνεται μέσα από τα γραπτά του πως είχε καταστεί ζυγός στην ευαίσθητη ψυχή του που αποζητούσε πνευματικές ανάσες διαφυγής. Έτσι στράφηκε στον Θεό, αυτόν που εκείνος πίστευε μέσα του. Μέσα από τα συγγράμματά του αποδεικνύει την βαθυστόχαστη και ειλικρινή αναζήτηση του εσωτερικού του κόσμου που εκλιπαρούσε για σωτηρία ψυχής και για ένα ταξίδι μεταθανάτιο χωρίς αλλοτριώσεις, ενοχές και βάσανα.


Σε αυτό το μικρό εγχειρίδιο καταγραφής σκέψεων που είναι γραμμένο την τελευταία χρονιά της ζωής του και εμπεριέχει αλήθειες οικουμενικές και σιωπηλά θορυβώδεις, ο Τολστόι καταπιάνεται με την εξασθενημένη φύση του ανθρώπινου είδους, τις αδυναμίες που κλονίζουν συθέμελα το μυαλό και την ψυχή αλλά σπέρνει ελπίδα για να θερίσει ευτυχία όπου είναι δυνατόν να παρέμβει με το τρυφερό αλλά και αιχμηρό κεντρί του λόγου του. Ο λόγος του αυτός σκορπάει φως μέσα στο σκοτάδι, ήλιο μέσα στην συννεφιά και την καταιγίδα, ελπίδα μέσα στην απόγνωση με καθαρότητα και αυθεντικότητα. Γιατί όπως αναφέρει και στο εξαιρετικό επίμετρο η Βιργινία Γαλανοπούλου , ο ίδιος βίωσε όλα αυτά στα οποία αναφέρεται, τον πόλεμο της Κριμαίας για παράδειγμα από τον οποίο βγήκε ψυχικά λαβωμένος και στον οποίο υπηρέτησε ζώντας εκ του σύνεγγυς την αθλιότητα της σφαγής αθώων ανθρώπων στο όνομα άσκοπων σκοπιμοτήτων. Για αυτό άλλωστε αγωνίστηκε σθεναρά, γενναία και επίμονα για μία παγκόσμια ειρήνη, αυτή την ειρήνη που σαν φτερό δεν βρίσκει ησυχία αλλά σέρνεται στις λάσπες από έναν άνεμο πολεμοχαρή.


Από το κείμενο αυτό που είναι απαύγασμα καλοσύνης, ταπεινότητας και σεμνότητας μοιάζει να ανατέλλει μία δεσμίδα λάμψης και ένας πυρετός θέλησης για αλλαγή. Αυτή η αλλαγή κηρύττεται με πάθος από έναν άνθρωπο μαχητή της ζωής, έναν σοφό που σέβεται το παρελθόν και έτσι μπορεί και διδάσκει την ανάγκη για απάλειψη φαινόμενων που θα καταστρέψουν το μέλλον και θα προκαλέσουν μεγαλύτερη οδύνη εάν συνεχιστούν. Αναφέρει ο Τολστόι: «Όσο ο άνθρωπος έχει ζωή μέσα του, κουβαλάει στην ψυχή του το αληθινό καλό και μπορεί πάντα να το μεταδώσει και στους συνανθρώπους του». Εκεί έγκειται η συνεισφορά του στα γράμματα και την κοινωνία, δηλαδή τον απλό κόσμο, στην απλότητα με την οποία διήγε τον βίο του που αν και οικονομικά εύρωστος αποκηρύσσοντας την πολυτέλεια, πάλεψε με όπλο τον λόγο του για να απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο και την κοινωνική ανισότητα. Κατάφερε να γίνει ο εξομολογητής και ο ανακουφιστής ανθρώπων με αυτοκτονικές τάσεις που δεν ήταν ικανοί να ορίσουν την μοίρα τους και έστεκαν έρμαια των άβουλων σκέψεών τους. Προσφέρεται να τους ακούσει, να τους συμβουλεύσει, να γίνει ο πνευματικός τους πατέρας σαν να είχε την πρόθεση να πάρει όλα τα βάρη επάνω του. Στέκεται όμως επίμονα στην επιτακτική ανάγκη οι άνθρωποι να θέσουν τον εαυτό τους εις το όλον γιατί όπως θα πει αργότερα και ο Stephen Hawking: «Όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει ελπίδα». Με λίγα λόγια, δεν νοείται, κατά τον Τολστόι, και είναι στάση ζωής από έναν άνθρωπο που έπαιξε επικίνδυνα με την τρέλα και δοκίμασε τα όρια των αντοχών του κολυμπώντας σε λίμνες παραλογισμού, ο άνθρωπος να καταφεύγει σε λύσεις μηδενιστικές απλώνοντας μέσα του την δυστυχία ενώ η ευτυχία είναι μία στάση λίγο πιο μακριά. Το λεωφορείο της ζωής έχει μακρά διαδρομή και εμείς οι επιβάτες του πρέπει να αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να την διανύσουμε ως το τέλος της όποια και αν είναι τα εμπόδια.


Ο Τολστόι στάθηκε ικανός να αφουγκραστεί σαν τον Χριστό την δίψα των συμπατριωτών του για έναν λόγο καθαρτικό που θα έσβηνε κάθε τους λύπη και θα έδινε έναν τόνο αισιοδοξίας στην μαύρη οθόνη του νου τους. Με την λαχτάρα προσφοράς να τον διακατέχει και απαλλαγμένος από τους φόβους του, αφού συνομίλησε πρώτα με τον εσωτερικό του κόσμο και επανήλθε σε μία κατάσταση νηφάλια, συγκρούστηκε και κατακεραύνωσε την θρησκεία που έγινε το νεκροταφείο των συνειδήσεων των ανθρώπων. Αυτή η εκκλησία που τον αφόρισε, είναι αυτή που ο ίδιος προηγουμένως αποκήρυξε και κάλεσε τον κόσμο που συναναστράφηκε να αγνοήσει τις ψεύτικες διδασκαλίες, αυτές που δεν έκαναν τίποτε παραπάνω από το να απομακρύνουν τον λόγο του Χριστού από την πραγματικότητα. Όλα όσα εκείνος πρέσβευε απειλούσαν την καλοστημένη μηχανή των «σοφών γερόντων κληρικών» που με δόλο και απανθρωπιά παγίδευαν αθώους, προσηνείς και θεοσεβούμενους που το μόνο που ζητούσαν ήταν γαλήνη, στήριγμα και διέξοδο από τα προβλήματα που τους ταλάνιζαν.


Ο Τολστόι, συναισθανόμενος το τέλος να πλησιάζει, θα νιώσει το χτύπημα στην πόρτα του για το αιώνιο ταξίδι και θα καταγράψει ολοκληρωμένα και με σκωπτική ματιά τις ανησυχίες του για έναν κόσμο άδικο, άνισο και ευάλωτο αλλά και για μία κοινωνική ισορροπία εύθραυστη που προφητικά θα δει να επαληθεύεται με το ξέσπασμα του αιματηρού Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Εκείνος έχοντας κινήσει για άλλες πολιτείες θα αφήσει πίσω του τον παραλογισμό, την ασυδοσία και την ανηθικότητα να ριζώνουν βαθιά με τον αέρα της μεταστροφής προς την ηθική να μην έρχεται μέχρι σήμερα και την φιλοσοφία του Τολστόι για συμφιλίωση να παραμένει στα χαρτιά.


«Η αγάπη, δηλαδή η προαίρεση των ανθρώπινων ψυχών να ενωθούν και οι πράξεις που απορρέουν από τούτη την προαίρεση είναι ο υπέρτατος, ο μοναδικός νόμος που διέπει τη ζωή των ανθρώπων».


Το βιβλίο του Λέοντα Τολστόι, Περί τρέλας, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές

Anna Karenina Soundtrack - 01 - Overture - Dario Marianelli

ΤΟΛΣΤΟΙ ΛΕΩΝ Συγγραφέας


ΤΟΛΣΤΟΙ ΛΕΩΝ
Ο Λέων Τολστόι (1828-1910) είναι ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες, γνωστός στο ευρύ κοινό πρωτίστου για τα έργα του "Πόλεμος και Ειρήνη" και "Άννα Καρένινα", που συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών. Η ζωή του Τολστόι χαρακτηρίστηκε από μεγάλες αντιθέσες, καθώς τα πρώτα άσωτα χρόνια της αριστοκρατίας τα διαδέχτηκε η ριζοσπαστική μεταστροφή του προς την άρνηση του πλούτου, τη φιλανθρωπία και προς έναν ιδιόμορφο ειρηνιστικό και χριστιανικό αναρχισμό, που έτυχε θαυμασμού από προσωπικότητες όπως ο Γκάντι και επισφραγίστηκε με τον αφορισμό της Ρωσικής Εκκλησίας. Η στροφή στην κοσμοθεωρία του άρχισε να συντελείται με την απογοήτευση που γεύτηκε πολεμώντας με τον ρώσικο στρατό σε διάφορα μέτωπα μέχρι το 1856, όταν και έγραφε τα πρώτα του έργα, αυτοβιογραφικά σε μεγάλο βαθμό. Ο πόλεμος γυμνός, χωρίς πατριωτικά πλουμίδια, σκιαγραφήθηκε στα "Διηγήματα της Σεβαστούπολης" (1855). Λίγο μετά ο Τολστόι αφοσιώθηκε στα κτήματα του, γράφοντας παράλληλα τους "Κοζάκους" (1863) και τον "Πολικούσκα" (1863), έκφραση της γοητείας που του ασκούσε ο χωριάτικος τρόπος ζωής και συνάμα της αποστροφής του για την αριστοκρατική τάξη πραγμάτων, της οποίας ο καθωσπρεπισμός στηλιτεύτηκε στην "Άννα Καρένινα" (1875-77). Στον "Πόλεμο και Ειρήνη" (1865-69), έργο που βασίστηκε σε ιστορικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα όπως τα επεξεργάστηκε η πολιτική σκέψη του Τολστόι, επιχειρήθηκε η ανατροπή της ιστορικής μυθοπλασίας, η αποκαθήλωση των ηγετικών μορφών και η ανάδειξη του ρόλου των απλών στρατιωτών. Στα τελευταία έργα του, όπως είναι "Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς"" (1886), "Η σονάτα του Κρόιτσερ" (1887-9), "Ο Διάβολος" (1889-90) και η "Ανάσταση" (1899), ο Τολστόι ανέλυσε πτυχές της γνήσιας χριστιανικής αρετής σε αντιδιαστολή με τον τυπικισμό, μια αρετή που εφάρμοσε ζώντας ασκητικά, παρά τις σοβαρές αντιρρήσεις της γυναίκας του και την αποστασιοποίηση του από το οργανωμένο κράτος και την επίσημη Εκκλησία. Πλήθη όμως ολόκληρα τον θεωρούσαν πρότυπο και προσπαθούσαν να τον γνωρίσουν από κοντά, στη δύση πλέον της ζωής του.

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Λέων Τολστόη


Ο Λέων Νικολάγιεβιτς Τολστόη θεωρείται -και δικαίως- ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς όλων των εποχών, ο άνθρωπος που επέδρασε καταλυτικά στον ευρωπαϊκό, αλλά και αμερικάνικο λογοτεχνικό ρεαλισμό, ο ουμανιστής, ο οποίος αποτέλεσε το πνευματικό σημείο αναφοράς της «αφρόκρεμας» της παγκόσμιας διανόησης του καιρού του, από τη μια, αλλά και του λαού του, από την άλλη. Ο Ρομέν Ρολάν, ο Ερνεστ Χέμινγουέι, ο Μπέρναρντ Σω, ο Ρίλκε, ο Στρίνμπεργκ, ακόμη και ο Γκάντι, είναι μερικά από τα μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, φιλοσοφίας και πολιτικής, τα οποία δέχτηκαν την επίδραση του Ρώσου διανοητή. Τα έργα του διασκευάστηκαν πάμπολλες φορές για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, ενώ τα θεατρικά του ανεβάστηκαν και ανεβάζονται σε όλα τα θέατρα του κόσμου. Οσο για τα βιβλία του, μπορούμε να πούμε πως αποτελούν από τις λίγες, δυστυχώς, περιπτώσεις, όπου το επιχείρημα, ότι η επικής έκτασης και περιεχομένου λογοτεχνία δεν «ταιριάζει» στους σύγχρονους ρυθμούς, καταρρίπτεται. Η δε λογοτεχνική κριτική, ασχολήθηκε μαζί του ενώ ακόμη ζούσε, με σημαντικούς σταθμούς για την ανάλυση του έργου του, τα γραπτά του Γ. Β. Πλεχάνοφ και τη μελέτη του Γκόρκι του 1919.
Μεγάλος εκφραστής της εποχής του
Ο ίδιος ο Λένιν ασχολήθηκε με τον Τολστόι ήδη από το 1908, προσδίδοντάς του την πραγματική, όσο και σημαντική διάσταση του έργου του: «… οι αντιφάσεις στις απόψεις και στις θεωρίες του Τολστόι δεν είναι τυχαίες, αλλά είναι έκφραση των αντιφατικών συνθηκών που επικρατούσαν στη ρωσική ζωή το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα… Ο Τολστόι είναι μεγάλος ως εκφραστής εκείνων των ιδεών και εκείνων των διαθέσεων που διαμορφώθηκαν στα εκατομμύρια της ρώσικης αγροτιάς τον καιρό του ερχομού της αστικής επανάστασης στη Ρωσία».
getImage.do?size=medium&id=29965&format= Λέων Τολστόη
Πράγματι, η αντιφατικότητα της ιδεολογίας του μεγάλου συγγραφέα ήταν η αιτία να δεχτεί από τη μια, τη μαρξιστική κριτική και από την άλλη να αφορίζεται από την εκκλησία, ενώ, ακόμη και σήμερα, τον διεκδικούν ως πνευματικό τους πρόγονο, ένα ευρύ, όσο και ανομοιογενές φάσμα διαφόρων ιδεολογιών, από τους μεταφυσικούς έως τους αναρχικούς. Οπως και να έχουν όμως τα πράγματα, για τους Ρώσους θα μείνει για πάντα κάτι σαν τον συλλογικό «παππού» τους, η ασκητική μορφή του οποίου ρίχνει ακόμη τη βαριά της σκιά – ως μέτρο σύγκρισης – στη λογοτεχνική περιπέτεια του καιρού μας. Ο Τολστόι γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου (9 Σεπτέμβρη με το νέο ημερολόγιο) του 1828 στη Γιάσναγια Πολιάνα, περιοχή Τούλας, δυτικά της Μόσχας, στο κτήμα της αριστοκρατικής του οικογένειας, η οποία του κληρονόμησε και τον τίτλο του κόμη. Τίτλο, που μαζί και με την άλλη κληρονομιά, ο συγγραφέας θα αρνούνταν στην πράξη. Ο πατέρας του είχε πάρει μέρος στον πόλεμο κατά του Ναπολέοντα το 1812, όταν ο τελευταίος είχε επιχειρήσει την, αποτυχημένη τελικά, εισβολή στη Ρωσία.
Φοίτησε για τρία χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Καζάν, χωρίς να το τελειώσει και το 1851 ταξιδεύει στον Καύκασο, όπου υπηρετούσε στο στρατό ο αδερφός του. Στο ημερολόγιο εκείνης της χρονιάς εμφανίζονται τα πρώτα λογοτεχνικά του στοιχεία («Ιστορίες της χτεσινής μέρας» κ.ά.), ενώ συμμετέχει (αρχικά ως εθελοντής και αργότερα ως αξιωματικός) σε πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή. Το 1854 στέλνεται στη στρατιά του Δούναβη και στον Κριμαϊκό πόλεμο υπερασπίζεται την πολιορκημένη Σεβαστούπολη. Εμπειρίες οι οποίες θα μετατραπούν σε διηγήματα.
Στα 1862 ο Τολστόι παντρεύτηκε τη Σοφία Αντρέγιεβνα Μπερς. Το 1863 τέλειωσε το διήγημά του «Οι Κοζάκοι», στο οποίο απεικόνισε τους ανθρώπους και τη φύση του Καυκάσου. Από το 1863 ως το 1869 ασχολήθηκε με τη συγγραφή του μυθιστορήματος «Πόλεμος και Ειρήνη». Το έργο αυτό αποτελεί έξοχη απεικόνιση της ζωής και των συνθηκών της Ρωσίας στην περίοδο των ναπολεόντειων πολέμων. Το βάθος της ψυχολογικής ανάλυσης, η αριστοτεχνική απεικόνιση ανθρώπινων μορφών και τοπίων και ο πλούτος της γλώσσας, κάνουν το «Πόλεμος και Ειρήνη» ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της ρεαλιστικής πεζογραφίας του 19ου αιώνα. Στο άλλο του μεγαλειώδες μυθιστόρημα, την «Άννα Καρένινα» (1873), αντικατοπτρίζεται ανάμεσα στα άλλα η τραγωδία μιας γυναίκας που έπεσε θύμα της ψεύτικης και απάνθρωπης ηθικής της κοινωνίας. Η δύναμη του κριτικού ρεαλισμού του Τολστόι εκδηλώθηκε στις σελίδες του μυθιστορήματός του «Ανάσταση» (1889). Ο Τολστόι έγραψε και θεατρικά έργα όπως «Το κράτος της ζόφου», «Το ζωντανό πτώμα», «Οι καρποί της Παιδείας» (κωμωδία). Άλλα έργα του στα οποία εκφράζεται η ιδιότυπη θρησκευτικότητά του είναι «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» (1884), «Αφέντης και δούλος» (1895), «Τι πιστεύω», «Τι να κάνουμε λοιπόν» και η περίφημη πραγματεία του «Τι είναι τέχνη».
Πνευματική αναζήτηση
Αν και καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αφοσιώθηκε με μεγάλη αγάπη στους μουζίκους, βοηθώντας τους και μελετώντας τη ζωή τους. Γεμάτος θρησκευτική έξαρση και δεμένος με τα προβλήματα της εποχής του, προσπάθησε να βρει γιατί υποφέρουν οι άνθρωποι και προσπάθησε να απελευθερώσει τον άνθρωπο και να αποκαταστήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ως καλλιτέχνης ο Τολστόι διακρίνεται για τη βαθιά γνώση των κρυφών πτυχών της ψυχής και την άμεση καθαρότητα του αισθήματος. Το έργο του είχε τεράστια σημασία και άσκησε γόνιμη επίδραση στη ρωσική και στην παγκόσμια λογοτεχνία.Το 1855 πηγαίνει στην Πετρούπολη, όπου συνεργάζεται με το περιοδικό «Σύγχρονη Επιθεώρηση» και γνωρίζεται με τον Νεκράσοφ, τον Τουργκένιεφ, τονΤσερνισέφσκι κ.ά. Είναι μια περίοδος λογοτεχνικών πειραμάτων και ιδεολογικών αναζητήσεων, ενώ ήδη, στα διηγήματά του εκείνης της περιόδου, εμφανίζεται η απέχθειά του προς την κοινωνική αδικία και την αστική υποκρισία. Το 1860, θεωρώντας μάλλον ότι οι κοσμικοί κύκλοι της μεγαλούπολης δεν είναι γι’ αυτόν και τις πνευματικές ανάγκες του, επιστρέφει στη γενέτειρά του, στη Γιάσναγια Πολιάνα, όπου επιδίδεται σε έντονη κοινωνική δραστηριότητα. Ανάμεσα σε άλλα θα ιδρύσει ένα σχολείο για τα παιδιά των χωρικών, θα εκδώσει ένα παιδαγωγικό περιοδικό και, εμπνευσμένος από τον Ρουσώ, θα εφαρμόσει ένα σύστημα μόρφωσης απαλλαγμένο από τη στείρα πειθαρχία και τον εκπαιδευτικό καταναγκασμό. Το 1862 παντρεύτηκε τη Σοφία Αντρέγιεβνα Μπερς και αρχίζει το αριθμητικό μεγάλωμα της οικογένειάς του.
Οι ιδεολογικές του αναζητήσεις, η αριστοκρατική, πατριαρχική διαπαιδαγώγησή του και η επαφή με το λαό και τις ανάγκες του, δημιούργησαν ένα αντιφατικό ιδεολογικό κράμα, το οποίο όμως ενισχύθηκε σημαντικά προς την κατεύθυνση της υπεράσπισης των λαϊκών συμφερόντων, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη, ώριμη εγκατάστασή του στη Γιάσναγια Πολιάνα. Παράλληλα, αυτές οι αναζητήσεις, σε λογοτεχνικό επίπεδο, θα οδηγούσαν σε ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, του επικού μυθιστορήματος,«Πόλεμος και Ειρήνη». Το έργο άρχισε να γράφεται το 1863, ολοκληρώθηκε το 1869 και άρχισε να δημοσιεύεται από το 1865.
Αξεπέραστα έργα
Με επίκεντρο την εποποιία του 1812, οπότε και αναδεικνύεται η ιστορική δύναμη του ενωμένου και αποφασισμένου λαού, ξεδιπλώνεται μια πολύπτυχη λογοτεχνική προβληματική με ψυχολογικό βάθος, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Παράλληλα, το μυθιστόρημα, αποτελεί και μια ψυχογραφία πιο ειδικά του ρώσικου λαού, ο οποίος εν τέλει αναδεικνύεται στον πραγματικό ήρωα του πολέμου, τον οποίο ο Τολστόι χαρακτηρίζει ως «λαϊκό πόλεμο».
Η δεκαετία του 1870 είναι για τον Τολστόι η περίοδος της «αποκάλυψης» της αδυναμίας του να συγχρονίσει το ηθικό και φιλοσοφικό του οικοδόμημα (το οποίο κατέχει τη δική του θέση στη φιλοσοφική σκέψη με το όνομα «τολστοϊσμός») με το πέρασμα της Ρωσίας στην αστική ανάπτυξη. Το μυθιστόρημα «Αννα Καρένινα» (1873 -’77) αποτυπώνει αυτό το πέρασμα (ανησυχητικό για τον Τολστόι όπου βλέπει το πατριαρχικό τοπίο της παιδικής του ηλικίας να μετατρέπεται σε ανταλλάξιμη αξία), ενώ θα αποτελέσει και την καμπή της ιδεολογικής μετάβασης του συγγραφέα σε θέσεις κατά του κράτους και της εκκλησίας, ως γραφειοκρατικού θεσμού που καταπιέζει τα λαϊκά στρώματα. Ο Τολστόι θα επιχειρήσει να «καθαρίσει» τον χριστιανισμό από την εκκλησιαστική παραμόρφωση, να κηρύξει την ένωση των ανθρώπων με βάση την αγάπη, αλλά και την τακτική της «παθητικής αντίστασης» (η οποία θα μετατραπεί σε κύριο όπλο του Γκάντι κατά των Βρετανών ιμπεριαλιστών), ενώ θα συνεχίζει πάντα να ασκεί την έντονη κοινωνική του κριτική. Στη θέση του οργανωμένου πολιτικού αγώνα για την πρόοδο της ανθρωπότητας, έβαζε την προσωπική πνευματική και ηθική τελείωση.
Το 1863 τέλειωσε το διήγημά του «Οι Κοζάκοι», στο οποίο απεικόνισε τους ανθρώπους και τη φύση του Καυκάσου. Από το 1863 ως το 1869 ασχολήθηκε με τη συγγραφή του μυθιστορήματος «Πόλεμος και Ειρήνη». Το έργο αυτό αποτελεί έξοχη απεικόνιση της ζωής και των συνθηκών της Ρωσίας στην περίοδο των ναπολεόντειων πολέμων. Το βάθος της ψυχολογικής ανάλυσης, η αριστοτεχνική απεικόνιση ανθρώπινων μορφών και τοπίων και ο πλούτος της γλώσσας, κάνουν το «Πόλεμος και Ειρήνη» ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της ρεαλιστικής πεζογραφίας του 19ου αιώνα. Στο άλλο του μεγαλειώδες μυθιστόρημα, την «Άννα Καρένινα» (1873), αντικατοπτρίζεται ανάμεσα στα άλλα η τραγωδία μιας γυναίκας που έπεσε θύμα της ψεύτικης και απάνθρωπης ηθικής της κοινωνίας. Η δύναμη του κριτικού ρεαλισμού του Τολστόι εκδηλώθηκε στις σελίδες του μυθιστορήματός του «Ανάσταση» (1889). Ο Τολστόι έγραψε και θεατρικά έργα όπως «Το κράτος της ζόφου», «Το ζωντανό πτώμα», «Οι καρποί της Παιδείας» (κωμωδία). Άλλα έργα του στα οποία εκφράζεται η ιδιότυπη θρησκευτικότητά του είναι «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» (1884), «Αφέντης και δούλος» (1895), «Τι πιστεύω», «Τι να κάνουμε λοιπόν» και η περίφημη πραγματεία του «Τι είναι τέχνη».
Από το 1880 και μετά, ο Τολστόι θα αδιαφορήσει για τη λογοτεχνία, θα υποτιμήσει τα προηγούμενα έργα του και θα αρχίσει μια φυσική ζωή με δουλιά στα χωράφια, με φυσική διατροφή, με το να φτιάχνει τα ρούχα και τα παπούτσια του μόνος του. Δραστηριότητες οι οποίες επίσης επέδρασαν σημαντικά στον Γκάντι. Ωστόσο, φυσικά, επιστρέφει στη συγγραφή και μάλιστα δίνει τα πρώτα του δραματουργικά δείγματα. Τη δεκαετία του 1890 επιχειρεί να κωδικοποιήσει τις απόψεις του για την τέχνη, ενώ, κύριο λογοτεχνικό γεγονός αυτής της περιόδου είναι το μυθιστόρημα «Ανάσταση», που στηρίχτηκε σε μια πραγματική δικαστική υπόθεση. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Τολστόι θα εκφράσει ό,τι σκέφτεται για την Εκκλησία και την εξουσία της, με αποτέλεσμα η τελευταία να απαντήσει αφορίζοντάς τον.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αν και είναι αναγνωρισμένος λογοτεχνικός και πνευματικός ηγέτης εντός και εκτός της Ρωσίας, σημαδεύονται από τις άθλιες σχέσεις με τη σύζυγό του. Προσπαθώντας να αποδράσει από αυτή τη ζωή και από την αδυναμία του να ζήσει όπως ήθελε, φεύγει από τη Γιάσναγια Πολιάνα στις 28 Οκτωβρίου 1910, κρυολογεί και αφήνει την τελευταία του πνοή στο σιδηροδρομικό σταθμό Αστάποβο, βυθίζοντας το λαό του σε απέραντη θλίψη.


Αποφθέγματα
«Οι ευτυχισμένοι γάμοι δεν έχουν ιστορία.»
«Ασήμαντοι άνθρωποι είναι εκείνοι που δέχονται τις απόψεις των άλλων, χωρίς να τις επεξεργάζονται οι ίδιοι.»
«Ένας λόγιος γνωρίζει πολλά βιβλία, ένας άνθρωπος μορφωμένος έχει γνώσεις και δεξιότητες, ένας άνθρωπος φωτισμένος καταλαβαίνει το νόημα και τον σκοπό της ζωής του.»
«Αν θες να βρεις παράδειγμα προς μίμηση, θα πρέπει να ψάξεις μεταξύ των απλών, ταπεινών ανθρώπων. Πραγματικό μεγαλείο έχουν μόνο όποιοι δεν αυτοδιαφημίζονται και δεν θεωρούν τον εαυτό τους σπουδαίο.»
«Τα μόνα έθνη που μπορεί να ονομάζονται ιστορικά είναι αυτά που αναγνωρίζουν τη σπουδαιότητα και την αξία των θεσμών τους. »
«Δεν υπάρχει αληθινή ηδονή, εκτός από εκείνη που δίνει η δημιουργικότητα. Είτε φτιάχνει κανείς μολύβια, είτε μπότες, είτε ψωμί, είτε παιδιά. Χωρίς δημιουργία δεν υπάρχει αληθινή ευχαρίστηση.»