Στο ιστορικό νεκροταφείο του Παρισιού, το Περ Λασαίζ, έχει τοποθετηθεί
από το δημιουργό του ο σεμνός τάφος ενός θρυλικού μυθιστορηματικού
προσώπου, του κεντρικού ήρωα των «Αθλίων» του Β. Ουγκώ, Γιάννη Αγιάννη.
Αυτός ο ήρωας που προερχόταν από τα πιο ταπεινά κοινωνικά στρώματα,
επιχείρησε μια προσωπική, με ηθικούς όρους «έφοδο στον ουρανό»,
οδηγούμενος από «την ύδρα στον άγγελο», σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου
του συγγραφέα. Από μια τραγική ιδιοτροπία της Ιστορίας, στο ίδιο αυτό
νεκροταφείο έγιναν οι μαζικές σφαγές των «κομμουνάρων» των πραγματικών
ηρώων της εργατικής τάξης που πραγματοποίησαν τη δική τους συλλογική
έφοδο στον ουρανό. Ο ήρωας του μυθιστορήματος, σύμβολο των αρετών του
προλετάριου, που διαστρέφονται από τον καπιταλισμό, πέτυχε την ηθική του
τελείωση μέσα από την επώδυνη πορεία του προς την καλωσύνη. Οι
κομμουνάροι του 1871 όμως αντιπροσωπεύουν μια πολύ πιο ώριμη γενιά της
εργατικής τάξης, που κατακτά τις επαναστατικές αρετές της
συλλογικότητας, της ανατροπής, της άσκησης επαναστατικής εξουσίας προς
όφελος όλου του λαού.
Ο
Βίκτωρ Ουγκώ, ο δημιουργός του Γιάννη Αγιάννη και πιο πολυδιαβασμένος
Γάλλος συγγραφέας όλων των εποχών, είναι ο άνθρωπος που κατέγραψε την
αφανή κάποτε εποποιία των προλετάριων, πριν αυτοί αποκτήσουν τη
συνείδηση της τάξης τους. Φέτος, που τιμώνται τόσο επίσημα ώστε στην
πράξη να ακυρώνεται οποιαδήποτε επαναστατικότητα και λαϊκότητα στο έργο
του, τα 200 χρόνια από τη γέννησή του δεν είναι βέβαια αυτή η πλευρά της
ιδεολογίας του που αναδεικνύει η αστική τάξη της χώρας του. Η επίσημη,
ιμπεριαλιστική Γαλλία τιμά κυρίως το βοναπαρτικό Ουγκώ που μιλούσε για
το μεγαλείο και την οικουμενικότητα της Γαλλίας, αποσπώντας τις θέσεις
του αυτές από το περιβάλλον της εποχής του και τις γενικότερες
ιδεολογικές του περιπλανήσεις. Σε αυτές τις ιδεολογικές περιπλανήσεις θα
προσπαθήσουμε να τον ακολουθήσουμε εμείς, εντοπίζοντας κυρίως εκείνα τα
στοιχεία που καθιστούν το έργο του πάντα λαϊκό και επίκαιρο.
Ο
Βίκτωρ Ουγκώ θεωρείται ως ο επισημότερος εκπρόσωπος του δημοκρατικού
ρομαντισμού. Ο όρος «ρομαντισμός» είναι εντελώς παρεξηγημένος: στη
συνείδηση του μη ειδικού ταυτίζεται με μια μεταφυσική σχεδόν αγάπη για
τη φύση, απομακρυσμένη από την κοινωνική πραγματικότητα και τις
αντιθέσεις της, καθώς και με μια εκδήλωση ευαισθησίας, τρυφερότητας και
λυρισμού χωρίς όρια.
Η
πραγματικότητα είναι διαφορετική και, πάντως, όχι τόσο σχηματική. Ο
ρομαντισμός είναι ένα λογοτεχνικό και ευρύτερα καλλιτεχνικό ρεύμα που
αναπτύσσεται από το τέλος του 18ου μέχρι τα μισά του 19ου αιώνα. Στα
πρώτα του βήματα χαρακτηρίζεται από την αντιπαράθεση στον ορθολογισμό
του Διαφωτισμού και έχει συνολικά συντηρητικό, έως και αντιδραστικό
πολιτικό χαρακτήρα: τίθεται υπέρ της φεουδαρχίας και ενάντια στην
προοδευτική, την εποχή εκείνη, αστική τάξη.
Με
το γύρισμα του αιώνα, το τέλος της μεγάλης εποχής των γιακωβίνων, με τη
-φαινομενική ήττα της επανάστασης, μετά το Βατερλώ και την Παλινόρθωση
της μοναρχίας στη Γαλλία (1815)- ο ρομαντισμός διατηρώντας τα εξωτερικά,
αισθητικά του χαρακτηριστικά παίρνει νέο περιεχόμενο: αυτή τη φορά
εμφανίζεται όχι ως ο αριστοκράτης αντίπαλος της αστικής τάξης, αλλά ως ο
υπερασπιστής εκείνων των ιδανικών της που συντρίφτηκαν με την ήττα των
γιακωβίνων, τον Ιούλιο (Θερμιδώρ) του 1794. Των πιο λαϊκών δηλαδή
ιδεωδών, εκείνων που εξέφραζαν πλατύτερες μάζες. Από αυτή την απόψη,
γενάρχης του ρομαντισμού θεωρείται ο πληβείος - «έκπτωτος της τάξης του»
- Ζαν - Ζακ Ρουσσώ, ο θιασώτης της έμφυτης καλωσύνης του ανθρώπου και
υποστηρικτής της άποψης ότι ο πολιτισμός καταστρέφει και διαφθείρει την
έμφυτη αυτή καλωσύνη.
Η
ίδια εποχή (πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα) σημαδεύεται από την έκρηξη
μεγάλων εθνικών επαναστάσεων, με τις οποίες η αστική τάξη των υπό
διαμόρφωση εθνών προσπαθεί να συγκροτήσει το κράτος της.
Χαρακτηριστικότερη τέτια περίπτωση είναι της μεγάλης επανάστασης των
Ελλήνων του 1821. Η διαδικασία συγκρότησης εθνικών συνειδήσεων βοηθιέται
από μνήμες του μεσαιωνικού παρελθόντος των λαών (μύθοι, θρύλοι, έθιμα,
τραγούδια). Ολο αυτό τό υλικό, με τα πολλά μυθικά, μη ρεαλιστικά
στοιχεία, ενσωματώνεται στην αισθητική του ρομαντισμού, ο οποίος γίνεται
πλέον κήρυκας των εθνικοαπελευθερωτικών ιδανικών.
Από
αριστοκράτης, «αβράκωτος» και ... φουστανελάς. Αυτή είναι, σε αδρές
γραμμές, η ιδεολογική πορεία του ρομαντισμού, ο οποίος προς το τέλος του
αιώνα θα γνωρίσει μιαν ακόμα ιδεολογική μετάλλαξη. Μπροστά στο χείμαρρο
των αναπτυσσόμενων σοσιαλιστικών ιδεών και τη λογοτεχνική τους
αποτύπωση που είναι ο νατουραλισμός και ο ρεαλισμός, ο ρομαντισμός
αναδιπλώνεται και, για μια ακόμη φορά, αποκτά αντιδραστικό περιεχόμενο
και, κάποτε, αρρωστημένη μορφή, προσανατολιζόμενος στο υπερφυσικό και
στο φρικαλέο[1].
Αυτή
η πλευρά του ρομαντισμού, που σήμανε και το ιστορικό του τέλος, δεν μας
ενδιαφέρει εδώ, καθώς αναφερόμαστε στον καθαρώτερο εκπρόσωπο της
ιδεολογίας του, την εποχή της ακμής του. Η ανθρώπινη πορεία και η
καλλιτεχνική δραστηριότητα του Ουγκώ ακολούθησε την πρώτη τουλάχιστον
ιδεολογική μετάπτωση του ρομαντισμού: από φιλοβασιλικός, απολογητής της
αριστοκρατικής φεουδαρχίας, βοναπαρτικός και, στο τέλος της ζωής του,
ουτοπικός, προμαρξικός σοσιαλιστής.
Ο
Ουγκώ γεννήθηκε στη Μπεζανσόν της Γαλλίας το 1802. Ο πατέρας του ήταν
αξιωματικός του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και η μητέρα του γόνος παλιάς
αριστοκρατικής οικογένειας. Από αυτήν πήρε και τους πρώτους του
πολιτικούς προβληματισμούς, που ήταν φιλοβασιλικοί και συντηρητικοί. Στο
πιο πολυδιαβασμένο έργο του, τους «Αθλίους», ο νεαρός Μάριος, γιος ήρωα
του Βατερλώ, που ανατρέφεται στο σπίτι του φιλοβασιλικού παππού του και
«γνωρίζει» τη δράση του πατέρα του μετά το θάνατό του, αποτελεί τη
λογοτεχνική persona του ίδιου του συγγραφέα και της ιδεολογικής του
πορείας.
Στα
πρώτα του έργα -κυρίως ποιητικά- ο Ουγκώ υμνεί τη δυναστεία των
Βουρβώνων. Η μεστή γεγονότων δεκαετία του 1820, που προετοίμασε τις
εξεγέρσεις του 1830 (και σε βάθος χρόνου, εκείνη του 1848), αλλά και
χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη επανάσταση των Ελλήνων αποτελεί κομβικό
σημείο για την ιδεολογική και αισθητική του στροφή.
Η
επανάσταση των Ελλήνων εξέφραζε με τον αρτιότερο τρόπο τη συνισταμένη
των αιτημάτων της προοδευτικής ακόμα την εποχή εκείνη - αστικής τάξης:
προσπάθεια για συγκρότηση έθνους-κράτους και, ταυτόχρονα, εγκαθίδρυση
ενός πολιτεύματος στηριγμένου στις αρχές της γαλλικής επανάστασης. Η
χρονική συγκυρία στην οποία αυτή εκδηλώθηκε φαίνεται εντελώς αρνητική,
καθώς η ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ, η Παλινόρθωση στη Γαλλία και η
συγκρότηση της Ιεράς Συμμαχίας διαμορφώνουν μια εικόνα κατίσχυσης των
πιο αντιδραστικών δυνάμεων στην Ευρώπη - και στον κόσμο. Κάπως
μηχανιστικά, αλλά όχι μακριά από την ιδεολογική πραγματικότητα της
περιόδου, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ελληνική επανάσταση του ‘21
έγινε η λυδία λίθος, το κριτήριο της προοδευτικότητας των στοχαστών και
των διανοουμένων της εποχής εκείνης.
Η
έντονη επίδραση που άσκησε η επανάσταση στο πνεύμα του Ουγκώ
αποτυπώνεται στην ποιητική του συλλογή «Les Orientales» («Τα
ανατολίτικα») - 1829. Στο έργο αυτό, μαζί με τον εξωτισμό της Ανατολής,
διαπλέκεται ο θαυμασμός του Ουγκώ για τους επαναστατημένους Ελληνες και
το κίνημά τους.
Την
ίδια όμως εποχή στη Γαλλία κυοφορούνται οι μεγάλες εξεγέρσεις του 1830,
που φέρνουν στο προσκήνιο της επαναστατικής δράσης το προλεταριάτο. Η
εργατική τάξη δεν έχει βέβαια διατυπώσει ακόμη με σαφήνεια τα δικά της
αιτήματα και, εν πολλοίς, ακολουθεί την αστική, η οποία προσπαθεί να
εδραιώσει οριστικά το κράτος της αντιπαλεύοντας τα τελευταία υπολείμματα
της φεουδαρχίας. Ομως, είναι οι εργάτες που δίνουν το αριθμητικό τους
τουλάχιστον στίγμα σε αυτές τις εξεγέρσεις.
Τα
γεγονότα λοιπόν αυτά είναι που βοηθούν την ωρίμανση της συνείδησης του
Ουγκώ και τον στρέφουν προς την υπεράσπιση του λαού και των λαών: του
λαού, με την έννοια των φτωχών, των προλετάριων και υποπρολετάριων. Των
λαών, με την έννοια των εθνών που αγωνίζονται για την εθνική τους
ολοκλήρωση. Η ιδεολογική αυτή μεταστροφή έχει την αντανάκλασή της και
στις αισθητικές του αντιλήψεις: το νέο προοδευτικό εν γένει περιεχόμενο
του έργου του απαιτούσε και μια πιο φιλελεύθερη μορφή, σε σχέση με την
αυστηρότητα στην τήρηση των κανόνων που απαιτούσε ο κλασικισμός. Ο
πρόλογος στο θεατρικό του έργο «Κρόμγουελ» (1827) έγινε το αισθητικό
μανιφέστο των δημοκρατικών ρομαντικών, ενώ το μεταγενέστερο δράμα του
«Ερνάνης» (1829-1830), θεωρήθηκε ως ενσάρκωση των επαναστατικών ιδεών
ενάντια στη μοναρχία.
Ωστόσο,
η ιδεολογική πορεία του Ουγκώ δεν είναι σταθερή. Στη δεκαετία του 1840
συμφιλιώνεται με τη μοναρχία, καθώς η ιδεολογία του, σε ώριμη πια
ηλικία, ήταν ένα κράμα ουτοπικού σοσιαλισμού και ηθικών-ανθρωπιστικών
αυταπατών. Από το ιδεολογικό αδιέξοδο, τον βγάζει η επανάσταση του 1848,
ενώ η έντονη αντίθεσή του με το καθεστώς του Ναπολέοντα Γ΄ τον οδηγεί
σε μια μακροχρόνια εξορία στα νησιά της Μάγχης (εκεί όπου έγραψε και
τους «Αθλίους»).
ΟΥΓΚΩ ΚΑΙ ΒΟΝΑΠΑΡΤΙΣΜΟΣ
Η
στάση του Ουγκώ απέναντι στους δύο Βοναπάρτες είναι ένα από τα βασικά
στοιχεία που καθιστούν αντιφατική την ιδεολογία του. Αξίζει τον κόπο να
σταθούμε αναλυτικότερα σε αυτό το ζήτημα.
Οσο
ο Ουγκώ θαύμαζε, στα όρια της λατρείας, το Ναπολέοντα Βοναπάρτη τόσο
βαθειά μισούσε και απεχθανόταν το Ναπολέοντα τον Γ΄ που ο ίδιος
επονόμασε «Μικρό» (σε αντιπαράθεση με το «Μεγάλο»). Σε αυτή τη λατρεία,
σε αυτό το θαυμασμό απέναντι στον πρώτο Ναπολέοντα συνυπάρχουν πάρα
πολλά αντιφατικά ιδεολογικά στοιχεία, πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις,
μερικές απο τις οποίες (οι ορθότερες) ξεφεύγουν από τις ιδεολογικές και
γνωστικές προϋποθέσεις του ίδιου του συγγραφέα. Ο Ουγκώ θεωρούσε ότι ο
Ναπολέων Βοναπάρτης ήταν ο άνθρωπος που έκανε τη Γαλλία μεγάλη. Σε αυτό
το σημείο, είναι φανερή η αποδοχή από το συγγραφέα του γαλλικού αστικού
εθνικισμού, ένα από τα συντηρητικότερα στοιχεία της ιδεολογίας του. Η
λογοτεχνική του persona, ο Μάριος των «Αθλίων» βυθίζει στην αμηχανία την
παρέα των νεαρών επαναστατών όταν, δείχνοντάς τους την Κορσική στο
χάρτη, τους λέει: «αυτό το μικρό νησί έκανε τη Γαλλία μεγάλη».
Ομως,
η περιγραφή της μάχης του Βατερλώ, που ενσωματώνεται από το συγγραφέα
στους «Αθλίους» ως συστατικό τμήμα του έργου, δίνει ορισμένες πολύ ορθές
αναλύσεις σε σχέση με τον ιστορικό χαρακτήρα της ήττας του Ναπολέοντα. Ο
Ουγκώ χαρακτηρίζει το Βατερλώ «νίκη της αντεπανάστασης». Αυτό είναι, σε
γενικές γραμμές, ορθό, εάν δεχτούμε ότι ο Ναπολέων επιχείρησε τη δια
των όπλων κατίσχυση της αστικής τάξης, επάνω στα υπολείμματα της
φεουδαρχίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και ότι οι κύριες δυνάμεις που
συμμετείχαν στον αντιναπολεόντειο συνασπισμό ήταν τα κράτη με τις
ισχυρότερες φεουδαρχικές δομές[2].
Δεν πρέπει, βέβαια, από την άλλη, να αποσπάσουμε το γεγονός αυτό από το
ότι ήδη με την ήττα των γιακωβίνων και του Γράκχου Μπαμπέφ (τελευταίου
γιακωβίνου και πρώτου κομμουνιστή, όπως περιέγραφε ο ίδιος τον εαυτό
του) η αστική τάξη έχει «ξεμπερδέψει» με τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία,
εκείνα τα οποία είχαν τις πιο «λαϊκές» ταξικές αναφορές και έχει αρχίσει
να «δείχνει τα δόντια της» όχι μόνο απέναντι στα φεουδαρχικά καθεστώτα
αλλά και απέναντι στους ίδιους τους λαούς. Εξ άλλου, η αντίφαση αυτή
ενυπάρχει στην αστική τάξη από τη γέννηση και την ίδια την ιδιότητά της,
ως εκμεταλλεύτρια τάξη.
Σε
αυτή τη βάση, έχει διεξαχθεί στην παγκόσμια λογοτεχνία ένας άτυπος
«διάλογος» επάνω στο φαινόμενο Ναπολέων, ανάμεσα σε δύο «σοφούς
γέροντες» των παγκόσμιων γραμμάτων. Από τη μια, ο βοναπαρτικός Ουγκώ
ταυτίζει το Ναπολέοντα με τα επαναστατικά ιδεώδη, από την άλλη, ο Λέων
Τολστόι αποδίδει στο πρόσωπο του Βοναπάρτη τις ιδιότητες του τυράννου
και του τέρατος. Στο «Πόλεμος και Ειρήνη» μιλά σαν Ρώσος πατριώτης που
δέχεται εισβολή στη χώρα του. Το θετικό στοιχείο στη σκέψη του Ουγκώ
είναι ότι συντάσσεται, έστω και ασύνειδα και οπωσδήποτε όχι με
επιστημονική τεκμηρίωση, με τα πιο προοδευτικά ιδανικά του πρώτου
τετάρτου του αιώνα. Το θετικό στη σκέψη του Τολστόι είναι ότι οι έντονα
αρνητικές του κρίσεις για το Ναπολέοντα δεν τον οδηγούν στη θεώρηση του
ατόμου, του ηγέτη, ως δημιουργού της ιστορίας, αλλά αντίθετα επιμένει
στο ότι η ιστορία διαμορφώνεται από τις μάζες.
Στη
συνολική σκέψη του Ουγκώ, η εμμονή του στη συμβολή της προσωπικότητας
στη διαμόρφωση της ιστορίας, είναι μια όχι ασήμαντη αναπηρία. Ο Ουγκώ
αντιλαμβάνεται την έννοια της τάξης με κριτήριο το τι απολαμβάνει μια
ομάδα ανθρώπων από τον κοινωνικό πλούτο. Από αυτή την άποψη, τίθεται στο
πλευρό όσων, ενώ δουλεύουν περισσότερο, απολαμβάνουν λιγότερα. Η σκέψη
του όμως πάνω στο ζήτημα των οικονομικών και πολιτικών λειτουργιών των
κοινωνικών τάξεων είναι εμβρυώδης και, πάνω στο ζήτημα των σχέσεων
ιδιοκτησίας και παραγωγής, οιονεί ανύπαρκτη.
Με
αυτή την ιδεολογική και αναλυτική μέθοδο κρίνει και το Ναπολέοντα Γ΄,
τον άνθρωπο που θεμελίωσε τη δικτατορία της αστικής τάξης. Ο Ουγκώ δεν
κατανοεί τη συνολική ευθύνη της αστικής τάξης. Εξ άλλου, δεν τη θεωρεί
καν τάξη: «μια καρέκλα δεν είναι τάξη», ισχυρίζεται στους «Αθλίους»,
υπονοώντας ότι ο αστός είναι απλώς ο άνθρωπος που έχει την εξουσία -και
την ησυχία του- αλλά δεν κατανοεί τις οικονομικές λειτουργίες του. Στον
πρόλογο της «18ης Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» ο Μαρξ ασκεί ευφυή
κριτική στον τρόπο με τον οποίο ο Ουγκώ αντιμετωπίζει το Ναπολέοντα Γ΄.
Θεωρεί ότι, ονομάζοντάς τον «Μικρό» τον μεγαλύνει, αντί να τον μειώσει,
αποδίδοντας αποκλειστικά στο πρόσωπό του τους τρόπους και τις μεθόδους
με τις οποίες η αστική τάξη οικοδόμησε και εδραίωσε τη δικτατορία της.
Μετά
την εκθρόνιση του Ναπολέοντα Γ΄, ο Ουγκώ επέστρεψε στη Γαλλία. Είδε με
συμπάθεια την Κομμούνα του 1871, αλλά καταδίκασε αυτά που ο ίδιος
θεωρούσε ως «ακρότητές της». Ωστόσο, με την ίδια ένταση καταδίκασε την
άγρια, από την πλευρά της αστικής τάξης, καταστολή του κινήματος αυτού,
την αγριότητα και τις σφαγές σε βάρος των Κομμουνάρων. Πέθανε τιμημένος
και αγαπημένος από το γαλλικό λαό, στα 1885.
Ο ΟΥΓΚΩ ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΟΣ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ
Ο
Ουγκώ ήταν ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος. Η φήμη
του όμως και η συμπάθεια ενός ευρύτατου κοινού στο πρόσωπό του οφείλεται
κυρίως στην τρίτη του ιδιότητα. Τα μυθιστορήματα του Ουγκώ έχουν ένα
λαϊκό χαρακτήρα που τα βοήθησαν να γίνουν αγαπητά σε ευρείες μάζες. Το
ίδιο το μυθιστόρημα, ως λογοτεχνικό είδος, θεωρείται τέκνο της εποχής
του καπιταλισμού: είναι είδος «αστικό», ως προς την κοινωνία την οποία
εκφράζει, αλλά και ως προς τις προϋποθέσεις συγγραφής και διάδοσής του.
Το μυθιστόρημα, η «αστική εποποι?α», όπως το χαρακτηρίζει ο Γκέοργκ
Λούκατς, πολυσέλιδο και απαιτητικό στη μυθοπλασία του, απαιτεί από τη
μια ένα μίνιμουμ τεχνικής επάρκειας που να μπορεί να εξασφαλίσει μεγάλα
τιράζ και από την άλλη, ένα ευρύ κοινό με ικανοποιητικό μορφωτικό
επίπεδο και επαρκή αγοραστική δύναμη, που να απορροφά αυτό το τιράζ. Το
κοινό αυτό ήταν κατ΄ αρχήν αστικό. Ωστόσο, από τα μισά του αιώνα, πολλοί
συγγραφείς στρέφουν το ενδιαφέρον τους σε πρόσωπα που δεν ανήκουν στην
αστική τάξη, αλλά στα λαϊκά στρώματα.
Τα
μεγάλα μυθιστορήματα του Ουγκώ αυτό ακριβώς κάνουν. Η «Παναγία των
Παρισίων» διαδραματίζεται σε ένα σκοτεινό μεσαιωνικό Παρίσι, στο οποίο
κυριαρχεί η καθολική εκκλησία, ως αποκρυστάλλωμα της αυστηρότατα
δομημένης φεουδαρχικής κοινωνίας και των καταπιέσεων που συνεπάγονται οι
δομές της[3].
Ο ίδιος ο ναός, με το γοτθικό ρυθμό του, τον όγκο του, τις μυστηριακές
και κάποτε αποτρόπαιες μορφές που τον κοσμούν, αποτελεί μια υλική, απτή
έκφανση αυτής της επίφοβης, καταπιεστικής εποχής. Οι ηθικές αξίες σε
αυτόν τον κόσμο του λυκόφωτος αντιπροσωπεύονται από πρόσωπα περιθωριακά,
έξω από τα όρια της δομημένης κοινωνίας: την τσιγγάνα Εσμεράλδα,
χορεύτρια των δρόμων και τρόφιμη της «Αυλής των Θαυμάτων» (του χώρου
όπου ζούσαν όλοι οι ήρωες του μεσαιωνικού παρισινού υποκόσμου)[4] και τον τερατόμορφο κωδωνοκρούστη Κουασιμόδο.
Οι
«Εργάτες της θάλασσας» περιγράφουν την προσπάθεια του ανθρώπου να
καθυποτάξει τη φύση. Το «1793» είναι ένα βλέμμα συμπάθειας στους
μεγαλύτερους επαναστάτες που ανέδειξε ποτέ η αστική τάξη, στους
γιακωβίνους, ενώ ο «Ανθρωπος που γελά» είναι μια χλευαστική ματιά στη
μοναρχία και την αριστοκρατία.
Ομως, το όνομα του Ουγκώ στη συνείδηση των αναγνωστών του ειναι συνυφασμένο με το έργο-ποταμός «Οι Αθλιοι»[5].
Ενα μυθιστόρημα χωρισμένο σε πέντε βιβλία, που γράφτηκε κατά τη
διάρκεια της εξορίας του συγγραφέα του στο νησί Γκουέρνσεϊ της Μάγχης
και ολοκληρώθηκε το 1862, δέκα σχεδόν χρόνια πριν από την «Κομμούνα». Οι
«Αθλιοι» αποτελούν μια από τις πρώτες απόπειρες στο μυθιστόρημα να
έρθει στο προσκήνιο της μυθιστορηματικής δράσης ο άνθρωπος της εργατικής
τάξης -και είναι επίσης από τα έργα εκείνα- που ο λαϊκός χαρακτήρας
τους βοήθησε την εργατική τάξη να τα αγαπήσει και να έρθει σε επαφή, ως
αναγνωστικό κοινό με τη λογοτεχνία. Το έργο διαδραματίζεται στο πρώτο
μισό του 19ου αιώνα. Είναι η ιστορία ενός εποχιακού εργάτη γης, του
θρυλικού Γιάννη Αγιάννη, που η απόλυτη ανέχεια τον εξαναγκάζει να κλέψει
ένα καρβέλι ψωμί και που καταδικάζεται γι΄ αυτή του την πράξη σε 19
χρόνια φυλακή. Τα κάτεργα τον μεταμορφώνουν σε κτήνος. Μετά την
απελευθέρωσή του, η συνάντηση του με έναν επίσκοπο ο οποίος τηρεί τις
πιο ανθρωπιστικές αρχές του χριστιανισμού, τον οδηγεί στο να αλλάξει
χαρακτήρα και να επιδιώξει, ως σκοπό ζωής, την ηθική του τελείωση. Το
βιβλίο διαπερνά σαν κόκκινη κλωστή αυτή ακριβώς η πορεία προς την ηθική
τελείωση, που, πολλές φορές, είναι ιδιαίτερα επώδυνη. Η μοίρα του
ανθρώπου αυτού διασταυρώνεται με ένα γαλαξία άλλων μορφών, πολλές από
τις οποίες έχουν καταστεί αρχετυπικές: τη χωρίς παρελθόν εργάτρια
Φαντίνα που η απόλυτη ανέχεια εξαναγκάζει να γίνει πόρνη: τον άτεγκτο
εκπρόσωπο της κρατικής εξουσίας, τον αστυνομικό Ιαβέρη που, αν και
προερχόμενος απο το κοινωνικό περιθώριο, γίνεται ο πιο ένθερμος
απολογητής και θεματοφύλακας της «τάξης»[6]:
το αποτρόπαιο ζευγάρι των Θεναρδιέρων, υβρίδιο ανάμεσα στο μικροαστό
και το λούμπεν προλεταριάτο: την ομάδα των νεαρών επαναστατών, με
χαρακτηριστικότερη μορφή το «ροβεσπιερικό» Ενζολορά. Είναι μια
εκτεταμένη τοιχογραφία της γαλλικής κοινωνίας του πρώτου μισού του 19ου
αιώνα, με τις ταξικές και πολιτικές συγκρούσεις της, με όλο και πιο
φανερή τη - συνειδητή παρουσία της εργατικής τάξης σε αυτές.
Οι
καλύτερες σελίδες του βιβλίου είναι εκείνες που αναφέρονται στις
εξεγέρσεις του 1830 και 1832. Σε αυτές περιγράφεται η προσπάθεια της
εργατικής τάξης να αρθρώσει το δικό της λόγο, να οραματιστεί το δικό της
μέλλον, κρατώντας σταθερά τις καλύτερες αγωνιστικές παραδόσεις του
παρελθόντος. Στις σελίδες αυτές, το «φάντασμα του ‘93»[7], παίρνει τη μορφή της κόκκινης σημαίας.
Ο
Ουγκώ, ουτοπικός σοσιαλιστής και κοινωνικός αγωνιστής με τη ζωή και το
έργο του, συμπαθών της Παρισινικής Κομμούνας, δε διασταυρώθηκε με το
μαρξισμό. Η άποψή του είναι ξεκάθαρη ως προς το ότι η εξαθλίωση της
εργατικής τάξης, τα βάσανά της, υλικά και ηθικά είναι προϊόντα του
καπιταλισμού. Η λύση όμως που δίνει είναι συγκεχυμένη: προκρίνει την
κοινωνική συμφιλίωση και την ειρηνική επίλυση των κοινωνικών
προβλημάτων, σε σχέση με την επαναστατική βία (την οποία, ωστόσο, σε
πολλές σελίδες του έργου του, υπερασπίζεται αποτελεσματικά). Θεωρεί ότι ο
ατομικός δρόμος προς την ηθική τελείωση, προς την καλωσύνη οδηγεί στη
«σωτηρία» του ατόμου και της κοινωνίας.
Ομως,
η καλλιτεχνική και προσωπική του ευαισθησία όχι μόνο τον οδήγησε σε μια
σθεναρή υποστήριξη των φτωχών και καταπιεσμένων - των κάθε είδους
«Αθλίων» που παράγει ο καπιταλισμός, αλλά και τον βοήθησε να διατυπώσει
μεγάλες επαναστατικές αλήθειες. Μία από τις καλύτερες απολογητικές της
επαναστατικής βίας βρίσκουμε πάλι στους «Αθλίους», στη συγκλονιστική
περιγραφή της συνάντησης ανάμεσα σε έναν κληρικό και έναν ετοιμοθάνατο
επαναστάτη του ΄93. Παρά λοιπόν την ιδεολογικά ανολοκλήρωτη πορεία και
τις συγχύσεις του, ο Ουγκώ υπήρξε ένας γνήσιος φίλος των καταπιεσμένων
και των λαών, ένας ειλικρινής οραματιστής μιας κοινωνικής προόδου, που
κατακτάται και με τη βία.
Παραθέτουμε,
σε αυτό το σημείο, ένα εκτεταμένο απόσπασμα από τους «Αθλίους» που,
κατά τη γνώμη μας, συμπυκνώνει τα βασικά στοιχεία αυτής της αντιφατικής,
αλλά πάντως τιμίων προθέσεων, ιδεολογίας. Μιλά στο οδόφραγμα ο αρχηγός
των επαναστατών: «Πολίτες, αναλογίζεστε το μέλλον; Οι δρόμοι των
πολιτειών πλημμυρισμένοι φως, πράσινα κλαδιά στα κατώφλια, τα έθνη
αδελφωμένα, οι άνθρωποι δίκαιοι, οι γερόντοι να ευλογούν τα παιδιά, το
παρελθόν αγαπημένο με το παρόν, οι διανοούμενοι με απόλυτη ελευθερία
(...) πουθενά μίση, αδερφοσύνη του εργαστηριού με το πανεπιστήμιο, η
κοινοποίηση μόνη τιμωρία κι αμοιβή, εργασία για όλους, δικαιοσύνη για
όλους, ειρήνη για όλους, όχι πια αιματοχυσίες, όχι πια πόλεμοι, οι
μητέρες ευτυχισμένες! (...) Που τραβάμε, πολίτες; Στην επιστήμη που
θάχει γίνει κυβέρνηση, στη δύναμη των πραγμάτων που θάχει γίνει δημόσια
δύναμη, στο φυσικό νόμο που θάχει μέσα του την κύρωση και την καταδίκη
και που θα εφαρμόζεται με τη γνωστοποίηση, σε μια ανατολή της αλήθειας
αντίστοιχη με την ανατολή της ημέρας. Βαδίζουμε προς την ένωση των λαών.
Βαδίζουμε προς την ενότητα του ανθρώπου. (...). Ακου με εσύ, Φεγύ,
ατρόμητε εργάτη, άνθρωπε του λαού, άνθρωπε των λαών. Σε προσκυνώ, Ναι,
εσύ βλέπεις καθαρά τους μελλούμενους καιρούς. Ναι, έχεις δίκιο εσύ. Δεν
είχες ούτε πατέρα ούτε μητέρα, Φεγύ. Και υιοθέτησες για μητέρα σου την
ανθρωπότητα και για πατέρα σου το δίκιο. Πρόκειται να πεθάνεις εδώ,
δηλαδή να θριαμβεύσεις. Ο,τι και να γίνει σήμερα, πολίτες, είτε
ηττηθούμε είτε νικήσουμε, πάντως θα κάνουμε μια επανάσταση. Οπως οι
πυρκαγιές φωτίζουν όλη την πόλη, το ίδιο κι οι επαναστάσεις φωτίζουν όλο
το ανθρώπινο γένος (...)».
«
(...) Πολίτες, ο δέκατος ένατος αιώνας είναι μεγάλος, αλλά ο εικοστός
θάναι ευτυχισμένος. Τίποτε δε θα μοιάζει τότε με την παλιά ιστορία. Δε
θάχουν πια να φοβηθούν, όπως σήμερα, μια εκστρατεία, μια εισβολή, έναν
σφετερισμό, έναν ένοπλο ανταγωνισμό εθνών, μια διακοπή πολιτισμού που να
εξαρτάται από ένα γάμο βασιλιάδων, μια γέννηση στις κληρονομικές
δεσποτείες, ένα μοίρασμα εθνών με συνέδριο, ένα διαμελισμό έπειτ΄ από
πτώση μιας δυναστείας, μια διαμάχη θρησκειών που να σμίγουν αντιμέτωπες,
σα δυό τράγοι μέσα απ΄ τα σκοτεινά, πάνω στη γέφυρα τ΄ απείρου. Δε
θάχουν πια να φοβηθούν την πείνα, την εκμετάλλευση, την πορνεία από
απόγνωση, την ανέχεια από ανεργία, ούτε τη λαιμητόμο, ούτε το σπαθί,
ούτε τις μάχες, ούτε τις ληστείες της τύχης μέσα στο δάσος των ιστορικών
συμβάντων. Θα μπορούσαμε σχεδόν να πούμε: Δε θα υπάρχουν τέτοια
συμβάντα. Θάναι ευτυχισμένοι. Το ανθρώπινο γένος θα εκπληρώνει την
αποστολή του όπως η γήινη σφαίρα διανύει την τροχιά της (...). Φίλοι
μου, η ώρα που περνούμε και που σας μιλώ, είναι μια ώρα ζοφερή. Αλλ’
αυτό είναι το τρομερό τίμημα του μέλλοντος. Μια επανάσταση είναι ένας
δασμός. Ω, το ανθρώπινο γένος θ΄ απελευθερωθεί, θ΄ ανυψωθεί, θα
παρηγορηθεί! Το εγγυώμαστε εμείς σε τούτο το οδόφραγμα. Από πού θ΄
αντηχήσει η κραυγή της αγάπης, αν όχι από το ύψος της θυσίας; Αδέρφια
μου, εδώ είναι το ενωτικό σημείο εκείνων που έχουν φρονήματα κι εκείνων
που υποφέρουν. Αυτό το οδόφραγμα δεν είναι καμωμένο ούτε με πέτρες ούτε
με καδρόνια ούτε με σιδερικά. Είναι καμωμένο από δυό συσσωρεύσεις, τη
συσσώρευση των ιδεών και τη συσσώρευση των πόνων. Η δυστυχία ανταμώνει
εδώ με το ιδανικό. Η μέρα αγκαλιάζει τη νύχτα και της λέει: «Θα πεθάνω
μαζί σου και θ΄ αναστηθείς μαζί μου». Από τη σύσφιξη όλων των θλίψεων
αναπηδά η πίστη. Τα βάσανα προσκομίζουν εδώ την αγωνία τους και οι ιδέες
την αθανασία τους. Αυτή η αγωνία κι αυτή η αθανασία θα σμίξουν και θα
συνθέσουν το θάνατό μας. Αδέρφια, όποιος πεθαίνει εδώ, πεθαίνει μεσ΄
στην ακτινοβολία του μέλλοντος. Θα μπούμε σ΄ έναν τάφο φωτόλουστον από
αυγή». (Μετάφραση, Γιώργου Κοτζιούλα).
Ο,τι
ο Ουγκώ -και αρκετοί άλλοι συγγραφείς του καιρού του- προσέγγισε με την
καρδιά και το συναίσθημα, το ολοκλήρωσε ο Μαρξ και ο Ενγκελς με την
επιστήμη και τη θεωρία. Τα οράματά του -περιγεγραμμένα και καθορισμένα
με σαφήνεια και επιστημονικότητα από τους θεωρητικούς του σοσιαλισμού-
προσπάθησε να τα πραγματώσει η εργατική τάξη στον αιώνα που πέρασε,
γράφοντας τη δική της, αξεπέραστη εποποιία και γνωρίζοντας τις δικές
της, τραγικές αλλά οπωσδήποτε πρόσκαιρες ήττες. Οι πληγές της
ανθρωπότητας που ο Ουγκώ πίστευε ότι θα κλείσουν τον 20ό αιώνα, χαίνουν
ακόμη και είναι ανοιχτοί λογαριασμοί για το επαναστατικό υποκείμενο της
εποχής μας, την εργατική τάξη και το κόμμα της. Μέχρι τότε, για να
χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του ίδιου του Ουγκώ, «βιβλία σαν τούτο ΄δω
μπορεί να μην είναι περιττά».
[1]
Το λεγόμενο «γοτθικό» μυθιστόρημα, που χαρακτηρίζεται από τον
υπερφυσικό τρόμο, δεν είναι η χειρότερη αποτύπωση αυτής της τάσης,
γιατί, πολλές φορές, λειτουργεί σε συμβολικό επίπεδο. Η χειρότερη
αποτύπωση είναι αυτό που θεωρείται ρομαντική ποίηση στην Ελλάδα.
Στιχουργήματα προσποιητής και εκφυλισμένης ευαισθησίας, χωρίς τη ρωμαλέα
καταγγελτική διάθεση των «καταραμένων» ποιητών, με κύριο χαρακτηριστικό
τη λατρεία απέναντι σε ... κορασίδες προ των πυλών του θανάτου και
χωρίς καμμία κοινωνική αναφορά.
[2]
Οι χώρες αυτές ήταν η Αυστρία, η Ρωσία και η Πρωσία. Ωστόσο, ας μην
ξεχνάμε ότι την πιο ενεργητική αντιβοναπαρτική πολιτική ασκούσε η καθ΄
όλα καπιταλιστική Αγγλία, μέσα στα πλαίσια της διαπάλης ανάμεσα στις
αστικές τάξεις των δύο χωρών (Γαλλίας και Μεγάλης Βρεττανίας).
[3]
Ο Ουγκώ ήταν βαθιά θρησκευόμενος, αλλά σε πολλά από τα έργα του
εμφανίζεται ως αντικληρικαλιστής. Πάντως, στην ύπουλη φυσιογνωμία του
διάκου Φρόλου, κεντρικού -και αρνητικού- ήρωα στην «Παναγία των
Παρισίων» αντιπαραθέτει το σεμνό, σοφό και καλοκάγαθο επίσκοπο Μυριήλ,
των «Αθλίων».
[4]
Η «Αυλή των Θαυμάτων» έδωσε πάντως στη Γαλλία τον πρώτο χρονολογικά
επώνυμο ποιητή της: το Φρανσουά Βιγιόν (13ος αι.) που πέθανε στην
κρεμάλα.
[5]
Η λογοτεχνική αξία των «Αθλίων» είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, το έργο
έχει πολλές ατέλειες, χαρακτηριστικές της λογοτεχνίας της εποχής,
ατέλειες τις οποίες ξεπερνά οπωσδήποτε η συνειδητή του στράτευση στο
πλευρό των καταπιεσμένων.
[6]
Η μακρόχρονη σύγκρουση ανάμεσα στον Ιαβέρη και το Γιάννη Αγιάννη είναι
ένας ωραίος, αρχετυπικός επίσης συμβολισμός της διαπάλης ανάμεσα στον
άνθρωπο του λαού και στους μηχανισμούς του κράτους.
[7]
Το 1793 είναι η χρονιά της επαναστατικής λαϊκής δικτατορίας των
γιακωβίνων, της επονομαζόμενης από την αστική ιστοριογραφία
«Τρομοκρατίας».
Ενότητες: Τέχνη - Πολιτισμός