ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ : 35 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ
Η Σοφία Βέμπο (Καλλίπολη Ανατολικής Θράκης, 10 Φεβρουαρίου 1910 –
Αθήνα, 11 Μαρτίου 1978) ήταν κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός
της οποίας η καλλιτεχνική πορεία εκτείνεται από το Μεσοπόλεμο έως τα
πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δεκαετία του ’50. Χαρακτηρίστηκε
"Τραγουδίστρια της Νίκης" εξαιτίας των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευσε
κατά τη διάρκεια του Ελληνοιταλικού πολέμου του 1940.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Μπέμπο. Γεννήθηκε στην
Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης όπου ο πατέρας της Αθανάσιος Μπέμπος,
καταγόμενος από την Τσαριτσάνη είχε εγκατασταθεί εκεί δουλεύοντας ως
καπνεργάτης. Το 1912 η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στη
Κωνσταντινούπολη. Εκεί γεννήθηκε ο αδελφός της Γεώργιος, ο επιλεγόμενος
Τζώρτζης, η αδελφή της Αλίκη και ο μικρότερος αδελφός της Ανδρέας. Με
την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών,
που συνομολόγησε η κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου, η οικογένειά Μπέμπο
αναγκάστηκε
να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και επέστρεψε στη Τσαριτσάνη
και από εκεί εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βόλο.
Η αρχή της καριέρας
Στο Βόλο η Έφη Μπέμπο, όπως αρέσκονταν να λέγεται, μετά τις
εγκύκλιες σπουδές της αναγκάστηκε λόγω φτώχειας να δουλεύει για να
βοηθήσει την οικογένειά της. Έτσι ξεκίνησε να δουλεύει ταμίας στο
κατάστημα "Φλωρία" του Βόλου. Όμως στην Έφη της άρεσε η μουσική και
αγοράζοντας μία κιθάρα άρχισε να εξασκείται σ΄ αυτή με τη βοήθεια της
φίλης της Μαρίτσας Χασάπη.
Τον Σεπτέμβριο του 1933 αποφάσισε να πάει στη Θεσσαλονίκη
για να βρει τον αδελφό της Τζώρτζη που σπούδαζε εκεί και που είχε καιρό να
στείλει γράμμα στην οικογένειά του. Έτσι παίρνοντας την κιθάρα της επιβιβάστηκε στο Α/Π
ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ και στη διάρκεια του ταξιδιού άρχισε με την κιθάρα της
το τραγούδι. Σε ελάχιστο χρόνο όλοι οι επιβάτες του πλοίου και το
πλήρωμα βρίσκονταν γύρω της και την χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι από τη
φωνή της. Αυτή θεωρητικά ήταν και η πρώτη δημόσια εμφάνιση της Σοφίας.
Μεταξύ των επιβατών βρισκόταν και ο Κωνσταντίνος Τσίμπας που ήταν ο
μεγαλύτερος ιμπρεσάριος
της Θεσσαλονίκης, (αργότερα αποδείχθηκε και πράκτορας των
Γερμανών). Μόλις η Έφη τέλειωσε το τραγούδι την πλησίασε και της
πρότεινε να δουλέψει στο μεγάλο κοσμικό κέντρο της Θεσσαλονίκης το
ΑΣΤΟΡΙΑ. Φθάνοντας η
Μπέμπο στη Θεσσαλονίκη όπου την περίμενε ο αδελφός της συζήτησε μαζί του
την
πρόταση του Τσίμπα και αφού πήρε τη συγκατάθεση του από την
επομένη ξεκίνησε τις πρώτες καλλιτεχνικές της εμφανίσεις. Η επιτυχία της
νεαρής τραγουδίστριας ήταν φανταστική καθώς οι
θαμώνες κάθε βράδυ παρέτειναν το πρόγραμμά της με τα συνεχή
και επίμονα χειροκροτήματά τους.
Έτσι μέσα σε μια μόλις βδομάδα η φήμη της έχει φθάσει στην Αθήνα όπου
και αμέσως της γίνεται πρόταση να εμφανιστεί στο θέατρο του Φώτη
Σαμαρτζή.
Η Μπέμπο, ενημερώνοντας σχετικά τους γονείς της, που δεν έφεραν
αντίρρηση, αποδέχθηκε την πρόταση και στις 25 Οκτωβρίου του 1933
βρίσκεται στην αθηναϊκή σκηνή του θεάτρου "Κεντρικόν", στη πλατεία
Κολοκοτρώνη, συμμετέχοντας στην επιθεώρηση
"Παπαγάλος 33", με τον θίασο Σαμαρτζή - Μηλιάδη.
Στην επιθεώρηση αυτή η Μπέμπο παρουσιαζόταν σαν τσιγγάνα με μια κιθάρα
με την οποία και απέδιδε το πρώτο της τραγούδι που ήταν "
Μια γυναίκα πέρασε".
Η επιτυχία που είχε ειδικά την πρώτη βραδιά ήταν εκπληκτική. Στο τέλος
της παράστασης υποκλίθηκε, πήρε την κιθάρα της στον ώμο και
κατευθύνθηκε προς τα παρασκήνια ενώ οι
άλλοι ηθοποιοί της φώναζαν
-
Που πας, δεν ακούς τον κόσμο που σου φωνάζουν "μπιζ"
-
Και τι με νοιάζει εμένα αν φωνάζουν μπιζ; αποκρίθηκε η Μπέμπο, μη γνωρίζοντας τον όρο που σήμαινε επανάληψη.
Τέσσερις φορές χρειάστηκε εκείνο το βράδυ η Μπέμπο να επαναλάβει αυτό το
τραγούδι για να ικανοποιήσει το κοινό που παραληρούσε και
χειροκροτούσε όρθιο. Στο τέλος όλοι οι ηθοποιοί την
συνεχάρησαν λέγοντας της "μπράβο ήσουν υπέροχη", μεταξύ των οποίων
μεγάλοι ηθοποιοί της εποχής όπως ο Ορέστης Μακρής, η Μαρίκα Νέζερ, ο
Φώτης Αργυρόπουλος κ.ά.
Τότε υπέγραψε συμβόλαιο 10.000 δραχμών το μήνα, αστρονομικό για την
εποχή εκείνη για έναν τραγουδιστή και για μία θεατρική περίοδο.
Σημειώνεται μάλιστα ότι στη παράσταση αυτή ο Πολ Νορ την βάπτησε καλλιτεχνικά
Σοφία Βέμπο (αντί Έφη Μπέμπο). Από εκείνη την πρώτη παράσταση η καλλιτεχνική εξέλιξη της Σοφίας Βέμπο πλέον, υπήρξε έντονα αλματώδης.
Προπολεμικη καριερα
Η πρώτη αυτή μεγάλη αναγνώριση της Σοφίας Βέμπο στο "Αθηναϊκό κοινό"
προκάλεσε την ανανέωση του συμβολαίου της και την εμφάνισή της σε δύο
θέατρα, στο "Κεντρικόν" και το "Μουντιάλ". Η φήμη της όμως έφθασε στην
Αίγυπτο όπου η Βέμπο ανταποκρινόμενη σε σχετική πρόσκληση εμφανίζεται στο
"Γκραν Τριανόν" της Αλεξάνδρειας σημειώνοντας και εκεί τεράστια
επιτυχία. Επιστρέφοντας, το 1934 συνεχίζει τις παραστάσεις της στο
θερινό θέατρο του Σαμαρτζή επί της οδού Καρόλου με νέα τραγούδια που
γράφονται γι΄ αυτήν και που γίνονται αμέσως επιτυχίες όπως τα "
Μαύρα μου μάτια", "
Μη ζητάς φιλιά", ενώ μαζί της εμφανίζεται και η αδελφή της Αλίκη.
Η πρώτη ηχογράφηση τραγουδιών της Βέμπο έγιναν στην εταιρεία Παρλοφόν,
μετά την αρχική άρνηση του Α. Βιτάλη, υπεύθυνου της εταιρείας Κολούμπια,
με το αιτιολογικό ότι η φωνή της Βέμπο ξέφευγε από το καθιερωμένο τότε
στυλ της λετζέρα σοπράνο. Όταν όμως αντελήφθη πόσο λάθος είχε από την
μεγάλη επιτυχία που σημείωσε το "Μη ζητάς φιλιά" έσπευσε αμέσως στη
Βέμπο και σύναψε συμβόλαιο μεγάλης περιόδου. Έτσι όλα τα επόμενα
τραγούδια τα ηχογραφούσε η Κολούμπια σε δίσκους των 78 στροφών με πρώτο
το "Σ΄ αγαπώ", (των Κ. Νικολαΐδη και Κ. Γιαννίδη), που είχε ομοίως
τεράστια επιτυχία. Το ίδιο έτος (1934) ακολούθησε και το τραγούδι "
Για το φιλί σου το στερνό".
Το 1935 η Βέμπο τραγουδά το "
Ας πεθάνω"
του οποίου οι στίχοι ήταν δικοί της, που υπήρξε νέα μεγάλη επιτυχία.
Τότε επιστρατεύτηκαν όλοι σχεδόν οι στιχουργοί να της γράφουν
τραγούδια με πρώτο τον Κώστα Γιαννίδη και συνθέτη τον Σογιούλ. Έτσι αυτό
το έτος ακολουθούν τα τραγούδια "
Αφήστε με να πιω", (στίχοι και μουσική Κ. Γιαννίδη), "
Να γιατί ακόμα σ΄ αγαπώ", (επίσης στίχοι και μουσική Κ. Γιαννίδη), "
Δεν έχεις τίποτα, μα έχεις κάτι" (των Ν. Νικολαΐδη και Ν. Ντ-Άτζελι), και το "Κι αν μ΄ αγαπάς μη μου το πεις
".
Το 1936 νέες επιτυχίες της Βέμπο που τραγουδά όλη η Αθήνα είναι "
Συγνώμη σου ζητώ συγχώρεσέ με" και το "
Κάτι με τραβά κοντά σου", (των Αιμ. Σαββίδη, Γαϊτάνου και Μ. Σογιούλ).
Το 1937 αποτελεί σταθμό στη καριέρα της Βέμπο. Εκτός της ηχογράφησης των νέων της τραγουδιών "
Για μια Γυναίκα" και "
Αντίο"
το Φθινόπωρο μεταβαίνει μετά από πρόσκληση, για δεύτερη φορά στην
Αίγυπτο, προκειμένου να επανεμφανιστεί στο "Γκράν Τριανόν" της
Αλεξάνδρειας. Κατά την διάρκεια των εκεί παραστάσεων της η Βέμπο δέχεται
την πρόταση του κινηματογραφιστή παραγωγού Τόγκο Μιζράχι, με τον οποίο
υπογράφει συμβόλαιο και συμμετέχει στη ταινία «Προσφυγοπούλα». Τον ίδιο
ακριβώς χρόνο του συμβολαίου ο Ν. Παπαδόπουλος, των κινηματογραφικών
γραφείων Σαντίγκου έλαβε άμεση παραγγελία από Αμερική για επείγουσα
πραγματοποίηση στην Αθήνα ενός κινηματογραφικού «σορτς»
στο οποίο να τραγουδά απαραίτητα η δημοφιλής
ντιζέζ δις Σοφία Βέμπο προκειμένου να συμπεριληφθεί στη νέα σαιζόν των
αμερικανικών κινηματογράφων περιοχών που διαμένουν Έλληνες. Η Βέμπο
πιστή στα συμβόλαιά της δήλωσε στον Παπαδόπουλο τη δέσμευση του
συμβολαίου της οπότε θα έπρεπε να ζητήσει την άδεια από τον Μιζράχι.
Το 1938 χαρακτηρίστηκε χρυσή χρονιά της Σοφίας Βέμπο. Κατά την επιστροφή
της από την Αίγυπτο στις 15 Φεβρουαρίου 1938 παραμένει στον Πειραιά
για δύο μέρες προκειμένου κατά ευτυχή σύμπτωση να συναντήσει τον
χρηματοδότη του Μιζράχι, τον Μπέχα που κατευθυνόταν με πλοίο προς Ιταλία
και που θα προσέγγιζε στον Πειραιά. Τελικά η συνάντηση έγινε, παρουσία
του Παπαδόπουλου,
η άδεια δόθηκε πλην όμως το γύρισμα του σορτς με πλάνα από τον εθνικό
κήπο, και από τον λόφο Νυμφών με θέα την Ακρόπολη ξεκίνησε μετά την
επιστροφή της Βέμπο από την Κωνσταντινούπολη όπου κατόπιν πρόσκλησης
εμφανίσθηκε στο κοσμικό θέατρο Μαξίμ με τεράστια και εκεί επιτυχία.
Παράλληλα, οι δισκογραφικές επιτυχίες της Σ. Βέμπο το έτος αυτό είναι
εκπληκτικές.
Η Εταιρεία Κολούμπια στο νέο συμβόλαιο της μεταβιβάζει το 10% των
κερδών από την πώληση του κάθε δίσκου της, γεγονός που συμβαίνει για
πρώτη φορά, ενώ όλοι οι άλλοι πληρώνονταν κατ΄ αποκοπή (μεροκάματο) για
κάθε δισκογραφία.
Το Καλοκαίρι του 1938 στο θέατρο Σαμαρτζή που έχει
ανεβάσει την επιθεώρηση «Σιρουέτα» η Βέμπο τραγουδά το "
Κάποιο μυστικό" και το "
Κλαις" σε στίχους Κοφινιώτη και μουσική Λεό Ραπίτη, των οποίων ακολούθησε η σούπερ επιτυχία "
Ζεχρά", σε στίχους Αιμ. Σαββίδη και σε μουσική Σογιούλ που κυριολεκτικά χάλασε κόσμο. Ακολούθησαν το «Θα σε περιμένω», το βουκολικό "
Διαμαντούλα" του Θ. Σακελλαρίδη και το "
Άσε τον παλιόκοσμο να λέει" των Α. Σακελάριου και Μ. Σογιούλ. Το Καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς εγκαθίσταται ραδιοφωνική κεραία στο Ζάππειο,
στην Αθήνα, όπου τα τραγούδια της Βέμπο αποτελούν την πρώτη πειραματική
μετάδοση του σταθμού. Τα Χριστούγεννα του 1938, την παραμονή, η Σοφία Βέμπο τραγουδά
στο μεγάλο ρεβεγιόν του «Σαντεκλαίρ» στην Κύπρο.
Το 1939 η
Σοφία Βέμπο έχει ήδη καταξιωθεί ως η πρώτη τραγουδίστρια του ελληνικού
ελαφρού τραγουδιού. Το κινηματογραφικό «σορτς» που γυρίστηκε το
προηγούμενο έτος με τον τίτλο «Η Ελλάς του 1938 ομιλεί», όπου στη
κυριολεξία ήταν ένα ζουρνάλ και που συμμετείχε με δύο τραγούδια
σπάει κυριολεκτικά τα ταμεία των αμερικανικών κινηματογράφων ενώ
ζητούνται κόπιες στη Λατινική Αμερική. Σημειώνεται ότι την φωνοληψία της
ταινίας αυτής είχε επιμεληθεί η ελληνική εταιρεία M. NOVAK Co.
Στο μεταξύ οι θεατρικές της παρουσιάσεις με νέες δισκογραφικές επιτυχίες
συνεχίζονται, αρχικά στο θέατρο Σαμαρτζή με τα τραγούδια "
Πόσο λυπάμαι" (των Β. Σπυρόπουλου και Κ. Γιαννίδη) και "
Την αλήθεια να μου πεις", ενώ το Καλοκαίρι συνεχίζοντας στο θέατρο Μουντιάλ τραγουδά τα δύο ταγκό "
Στην ακρογιαλιά" και το "
Χειμώνας",
που και τα δύο έγινα επιτυχίες. Παραμονές των Χριστουγέννων του 1939 η
Βέμπο βρίσκεται στο απόγειό της, όταν στην επιθεώρηση «Νάνι – νάνι»
τραγουδά το ομώνυμο τραγούδι το ρεφραίν του οποίου άφηνε με τον
χρωματισμό της φωνής της υπονοούμενα, σημειώνοντας εξαιρετική επιτυχία.
Λίγο πριν το τέλος του έτους η Βέμπο είχε γνωριστεί με τον μεγάλο
συνθέτη μουσικής τζαζ, Απόστολο Μοσχούτη του οποίου σύνθεση ήταν το
τραγούδι "
Δυο λουλούδια σε μιαν άκρη".
Το 1940
ανέτειλε με τα σύννεφα του πολέμου, πολλές χώρες ήδη έχουν καταληφθεί
από τις δυνάμεις του άξονα. Στην Ελλάδα σημειώνονται οι πρώτες
παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου από ιταλικά αεροπλάνα. Τον
Ιανουάριο στο θέατρο Μουντιάλ έχει ανέβει η επιθεώρηση «Παύσατε πυρ»
όπου η Σ. Βέμπο τραγουδά τη νέα της επιτυχία «
Το καινούργιο φεγγάρι»
(των Α. Σακελάριου και Γ. Κυπαρίσση) . Στην επιθεώρηση εκείνη η Σ.
Βέμπο γνώρισε και τη Γεωργία Βασιλειάδου όπου και της υποσχέθηκε να τη
βοηθήσει διαβλέποντας το ταλέντο της. Λίγο αργότερα το τραγούδι «
Ψαροπούλα»,
(των Χ. Γιαννακόπουλου και Χ. Χαιρόπουλου), γίνεται η νέα της μεγάλη
επιτυχία. Το Καλοκαίρι ανεβαίνει η επιθεώρηση «Βραδινές τρέλες» στην
οποία η Βέμπο τραγουδά το υπέροχο βαλς «Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά» (των
Χ. Γιαννακόπουλου και Γ. Κυπαρίσση). Στο μεταξύ η Σ. Βέμπο αναζητούσε
τραγούδι με τοπικό ιδίωμα της ελληνικής υπαίθρου, στο αίτημά της αυτό
έσπευσαν κάποιοι με διάφορα δημοτικά της εποχής πλην όμως η ίδια επέλεξε
τελικά ένα από την περιοχή της που φέρεται να τραγουδούσε παλαιότερα η
μητέρα της συμπληρώνοντας η ίδια κάποιους στίχους με τη βοήθεια του
Μοσχούτη. Ήταν το τραγούδι «Στ΄ Λάρισς΄ βγαίν΄ ο αυγερινός». Όταν η
Βέμπο το ολοκλήρωσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, ίσως και από φόρτο
αναμνήσεων το έδωσε στον Κ. Γιαννίδη, λίγο για να το παίξει σε πρόβα,
εκείνος διαβάζοντάς το αρνήθηκε έντονα λέγοντάς της:
- -Είσαι καλά Σοφία μου που θα παίξω εγώ αυτό το βλαχοτράγουδο; Παραιτούμαι!
Μετά όμως από την επιμονή της Σοφίας και του θεατρικού επιχειρηματία
Α. Μακέδου τελικά ο Κ. Γιαννίδης με κρύα καρδιά άρχισε να το παίζει. Στη
πρώτη παράσταση που ακολούθησε έγινε χαλασμός. Το θεατρικό κοινό
τέσσερις φορές μπιζάροντας υποχρέωσε τη Σοφία Βέμπο να επανέλθει στη σκηνή.
Όταν μετά την παράσταση εκείνη ρώτησε ο επιχειρηματίας τον Κ. Γιαννίδη
τη γνώμη του, εκείνος απάντησε:
- - «Μα δεν είδατε; Μας το τραγούδησε με σκέρτσα που δεν την έφτανε
ο χώρος της σκηνής, μας το τραγούδησε ακουμπισμένη στο πιάνο, μας το
τραγούδησε ακουμπισμένη πάνω στη κουΐντα, μας το τραγούδησε με την πλάτη
στο κοινό, μόνο ανάσκελα που δεν μας το τραγούδησε!
Σημειώνεται ότι το ίδιο ακριβώς συνέβη αργότερα και με το τραγούδι «Ανακασιά».
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 στις 10.00 ώρα που θα συνέχιζε το ραδιοφωνικό
πρόγραμμα του Ζαππείου με αναμετάδοση τραγουδιών της Σ. Βέμπο, ο
εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος
διακόπτει τη ροή του προγράμματος και προβαίνει στην ιστορική εκείνη
ανακοίνωση της επίθεσης των ιταλικών δυνάμεων κατά της Ελλάδας και την
άμυνα των ημετέρων. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος είχε αρχίσει.
Η Βεμπο στον πολεμο
Η έκρηξη στην καριέρα της ήρθε με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Τότε όλες οι επιθεωρήσεις
προσαρμόζουν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα και τα τραγούδια
επανεγγράφονται με πατριωτικούς στίχους. Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και
πολεμικά τραγούδια και η φωνή της γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει
τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο.
Στό σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να
παρουσιάζουμε ένα απόσπασμα από ανέκδοτη εργασία του κ. Λεωνίδα Αγγέλου, Πρώην Πλοιάρχου Ε.Ν., Φιλότεχνου- Συλλέκτη. Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας αυτής παρουσίαστηκε στο “Αφιέρωμα για τη Σοφία Βέμπο-100 χρόνια από τη γέννησή της' που έγινε στο Δεύτερο Πρόγραμμα από τις 25/10-29/10/11 με παραγωγούς τον Λεωνίδα Αγγέλου και τη Μαρίνα Λαχανά. Μέρος επίσης του αφιερώματος δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό Μετρονόμος και αναρτήθηκε στο ιστολόγιο "ΠΟΙΕΙΝ".
28 Οκτωβρίου 1940 στις 10 πμ. ο ραδιοφωνικός σταθμός
Αθηνών μεταδίδει το πρώτο έκτακτο ανακοινωθέν του Γενικού Ελληνικού
Στρατηγείου. Ο Κώστας Σταυρόπουλος, εκφωνεί ΕΚΤΑΚΤΟΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ. Το
γλέντι του πολέμου αρχίζει, όλη η Ελλάδα γίνεται ένα κι αντιστέκεται
νικηφόρα με τίμημα το αίμα.
Όλα τα θέατρα ακυρώνουν τις παραστάσεις τους και ανεβάζουν πολεμικές
επιθεωρήσεις. Οι συγγραφείς, στιχουργοί, συνθέτες, ηθοποιοί,
τραγουδιστές, δίνουν τον καλλίτερό εαυτό τους όπου κι αν βρίσκονται στην
σκηνή ή στο μέτωπο. Όμως, όπως έλεγε ο Αλέκος Σακελλάριος, η
πρωταγωνίστρια ήταν η Βέμπο. Στο θέατρο ΜΟΝΤΙΑΛ με επικεφαλής τη Βέμπο,
ανεβαίνει ένα είδος βαριετέ και το πρόγραμμα της ΟΑΣΗΣ του Ζαππείου
παρουσίαζε ο Μίμης Τραϊφόρος. Ο τίτλος της επιθεώρησης ήταν “Πολεμική
Αθήνα' και ο θίασος αποτελείτο από τα πιο λαμπρά ονόματα του μουσικού
θεάτρου, Άννα-Μαρία Καλουτά, Κοκκίνη, Φιλιππίδη Νέζερ, Λαζαρίδου,
Σκιαδά, Γεωργία Βασιλειάδου, Αλίκη Βέμπο και το βαρύ πυροβολικό, τη
Σοφία Βέμπο που χαλούσε κόσμο κάθε βράδυ με το τραγούδι 'ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΒΓΑΙΝΕΙ Ο
ΙΤΑΛΟΣ' παρωδία σε στίχους του Γιώργου Θίσβιου πάνω στη μουσική του “ΣΤΗ
ΛΑΡΣΑ ΒΓΑΙΝΕΙ Ο ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ'.
Η Σοφία Βέμπο έχει ακούσει πως ο Μίμης Τραϊφόρος γράφει
ωραίους στίχους και μια μέρα τον πλησιάζει και του ζητά να της γράψει
ένα πολεμικό τραγούδι πάνω στη μουσική της “ΖΕΧΡΑ' του Μ. Σουγιούλ. Κατά
τη διάρκεια της παράστασης ο Τραϊφόρος σκαρώνει το “ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΠΑΙΔΙΑ'. Της το διαβάζει, αλλά η Σοφία βρίσκει σκληρό το τέλος που λέει
“Αν δεν΄ρθήτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ'. Του ζητά να τα’ αλλάξει κι ο
Μίμης αντικαθιστά τον στίχο “Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε
παιδιά'. Το ίδιο βράδυ η Σοφία το τραγουδάει συγκλονιστικά μέσα απ’ το
χαρτί και μια και δύο και τρεις φορές. Το ακροατήριο παραληρεί.
Το
θέατρο είναι γεμάτο κάθε βράδυ. Οι μισές εισπράξεις πάνε στον ελληνικό
στρατό. Το τραγούδι όμως αυτό στέκεται κι η αφετηρία ενός μεγάλου έρωτα.
Ενός έρωτα που έπεσε σαν οδοστρωτήρας στη ζωή του Τραϊφόρου και δεν
άφησε όρθιες ούτε τις αναμνήσεις του. “Ήμουν γεμάτος δέος απέναντι σ’
αυτή τη γυναίκα. Γιατί το μόνο που σου επέτρεπε ήταν να τη σέβεσαι. Δεν
τολμούσα να σηκώσω τα μάτια μου να την κοιτάξω' γράφει στο βιβλίο του
“Βέμπο-Τραϊφόρος / Μια ζωή'. Και μαζί με τον πόλεμο αρχίζει κι ένας
τρελός έρωτας. Δεν έχουν τέλος οι προσφορές της όλη την περίοδο του
πολέμου και της κατοχής. Το τραγούδι, “ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ' σε
στίχους Κ. Κοφινιώτη, ο Μιχ. Σουγιούλ το συνέθεσε στη μονάδα που
υπηρετούσε και το έμαθε στη Σοφία παίζοντας το με το ακορντεόν από το
τηλέφωνο. Μερικά από τα τραγούδια εκείνης της εποχής είναι και τα : “ΔΥΟ
ΑΓΑΠΕΣ' 1941 (Μουσική : Μιχ. Σουγιούλ, Στίχοι : Κώστα Κοφινιώτη),
“ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ' 1941 (Μουσική : Λεό Ραπίτη, Στίχοι : Μίμη Τραϊφόρου) και
δεκάδες άλλα που χαλούσαν κόσμο κάθε βράδυ από το θέατρο ΜΟΝΤΙΑΛ.
Κάθε βράδυ η Βέμπο με τον Μένιο Μανωλιτσάκη στο ακορντεόν και τη
Μαρίκα Κοτοπούλη που την παρουσίαζε, γυρίζουν όλα τα θέατρα διακόπτοντας
την παράσταση, προκειμένου να μαζέψουν χρήματα για το σύλλογο “Η Φανέλα
του Στρατιώτη'.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών την κάλεσε και της ζήτησε
συνεργασία παραχωρώντας της μια ώρα την ημέρα να τραγουδά ζωντανά με το
συγκρότημά της. Έτσι η Βέμπο δημιούργησε μια μικρή ορχήστρα με τον
Μοσχούτη πιάνο, Μένιο Μανωλιτσάκη ακορντεόν και Αβατάγγελο βιολί, τον
Τραϊφόρο κονφερασιέ και την αδελφή της Αλίκη. Με αυτή τη μικρή ορχήστρα
γύριζε κάθε μέρα από νοσοκομείο σε νοσοκομείο για να ψυχαγωγεί τους
τραυματίες που επέστρεφαν από το μέτωπο.
Οι Γερμανοί μπήκαν στην έρημη
Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1941, ενώ η Βέμπο τραγουδούσε ζωντανά από το
ραδιοφωνικό σταθμό του Ζαππείου. Κάποια στιγμή το τραγούδι της σταμάτησε
και η φωνής του εκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου ακούστηκε βροντώδης να
μεταδίδει το τελευταίο μήνυμα. Η Βέμπο γίνεται στόχος των Ιταλογερμανών.
Την γρονθοκοπούν ένα βράδυ που γυρίζει στο σπίτι της, Μπλε Πολυκατοικία
στα Εξάρχεια, τη φυλακίζουν στις φυλακές Αβέρωφ, της αφαιρούν την άδεια
ασκήσεως επαγγέλματος, κάποια στιγμή της την επιστρέφουν κλπ. Θα μπουν
και στη δισκογραφική εταιρεία Columbia και θα καταστρέψουν όλες τις
μήτρες των τραγουδιών της. Η εταιρεία θα κλείσει και θα
επαναλειτουργήσει μετά την κατοχή. Το τραγούδι που λανσάρει εκείνη την
περίοδο από το θέατρο ΜΟΝΤΙΑΛ ήταν το “ΣΑΝ ΚΙ ΑΠΟΨΕ', σε μουσική Κώστα
Γιαννίδη και σε στίχους Αλέκου Σακελλάριου, που είχαν γράψει ειδικά για
τη Βέμπο και που τελικά ποτέ δεν βγήκε σε δίσκο και το ακούμε πάτα από
ζωντανές ηχογραφήσεις.
Το καλοκαίρι του 41, η Βέμπο με τον Τραϊφόρο
υπογράφουν συμβόλαιο με τον Μακέδο για να εμφανιστούν στο θέατρο
ΑΘΗΝΑΙΟΝ της οδού Πατησίων. Η Σοφία θα εμφανιζόταν συγχρόνως και στο
θέατρο “ΜΑΚΕΔΟ' της οδού Θεμιστοκλέους. Οι πολυάριθμοι θαυμαστές της δεν
χωρούσαν σε ένα θέατρο. Τότε τραγουδά τα παρακάτω τραγούδια: “ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ
ΠΑΛΙ ΑΘΗΝΑ' (Μουσική : Μιχ. Σουγιούλ, Στίχοι : Μίμη Τραϊφόρου),
“ΧΩΡΙΑΤΑ' (Μουσική : Θεόφραστου Σακελλαρίδη, Στίχοι : Γιώργου Φτέρη),
“ΚΟΝΤΥΛΩ' (Μουσική : Θεόδωρου Παπαδόπουλου, Στίχοι : Μίμη Τραϊφόρου)
το οποίο δισκογράφησε αρκετά χρόνια αργότερα βρισκόμενη στην Αμερική.
Τα τραγούδια και τα θεατρικά κείμενα υποβάλλονται τώρα σε τριπλή
λογοκρισία (ελληνική/ιταλική/γερμανική). Η κατάσταση είναι απελπιστική. Η
ζωή της κινδυνεύει. Με τη βοήθεια των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών
(αρχηγός των οποίων ήταν ο ταγματάρχης Ι. Τσιγάντε), σε συνεργασία με
τον Άγγελο Έβερτ (διοικητή της Ασφάλειας Αθηνών, πατέρα του Μιλτιάδη
Έβερτ) και το Αγγλικό Επιτελείο Μέσης Ανατολής, οργανώνεται η απόδρασή
της στη Μ. Ανατολή, όπου ήδη έχει αρχίσει να γεννιέται ο πυρήνας μιας
ελεύθερης Ελλάδας. Μαζί της φυγαδεύεται κι ο αδελφός της Τζώρτζης. Η
οικογένειά της δεν θέλει με κανένα τρόποι να την ακολουθήσει ο
Τραϊφόρος. Ποτέ δεν τον έχει δει με συμπάθεια. Ο Τραϊφόρος, γεμάτος
πίκρα απ’ αυτή την προδοσία, δεν μπορεί να εξηγήσει που και πως βρήκε τη
δύναμη και το κουράγιο η “Σοφία του' να τον εγκαταλείψει. Βυθισμένος
στη θλίψη και το κενό, γεμάτος απόγνωση περιγράφει τα συναισθήματά του
σε μουσική του Λεό Ραπίτη στο τραγούδι “ΑΣ ΗΤΑΝ ΓΙΑ ΛΙΓΟ', στα τέλη του
1942.
Στις 8 Οκτωβρίου 1942, η Σοφία μαζί με τον αδελφό της, φορώντας
παλιόρουχα, μπαίνουν σ’ ένα καΐκι στην Κύμη Ευβοίας και φυγαδεύονται στη
Μέση Ανατολή. Η Σοφία είναι ντυμένη γριά κι έχει πλαστή ταυτότητα με τ’
όνομα Σοφία Βαμβέτσου. Ύστερα από ένα περιπετειώδες ταξίδι, που κρατάει
σχεδόν ένα μήνα, φθάνουν στα παράλια της Τουρκίας και συνεχίζουν για
Συρία (Χαλέπι, Δαμασκό) Παλαιστίνη, Αίγυπτο. Μαζί με τη Σοφία ο
αντίλαλος των τραγουδιών του Αλβανικού Έπους περνά στη Μέση Ανατολή.
Όμως της είναι αδιανόητο να ζήσει μακριά από το “Μίμη της' και πολύ
σύντομα καταφέρνει να τον έχει, όπως και την αδελφή της, κοντά της. Εκεί
η Βέμπο τραγουδά για να διασκεδάσει τις ένοπλες δυνάμεις, συγκροτεί
θιάσους, ανεβάζει δεκάδες επιθεωρήσεις, δίνει ρεσιτάλ. Τις περισσότερες
φορές τραγουδά μ’ ένα ακορντεόν και χωρίς μικρόφωνο, ολομόναχη πάνω σε
μια πρόχειρη σκηνή. Πάνω σ’ ένα τζιπ διασχίζει αποστάσεις κι ερήμους
κάνοντας αμέτρητες φορές τον γύρο της Συρία, Παλαιστίνης και Αιγύπτου. Η
λέξη κούραση δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό της. Δεν λογαριάζει κακουχίες
ούτε αντίξοες συνθήκες ταξιδιού. Πηγαίνει οπουδήποτε την καλούν. Σε
στρατόπεδα, σ’ αεροπορικές μονάδες, σε νοσοκομεία, σε καταστρώματα
πολεμικών πλοίων (Αβέρωφ, Αδρίας, Κουντουριώτης, Φαιστός, Βασ. Όλγα κτλ)
σε προσφυγικούς καταυλισμούς, αδιακρίτως αν είναι ελληνικά ή εγγλέζικα.
Οι δυνάμεις της Μέσης Ανατολής την έχουν είδωλο. Το Υπουργείο Ναυτικών
και Αεροπορίας της διαθέτει ειδικό αεροπλάνο, τη “Μεγαλόχαρη' για τις
μετακινήσεις της. Φθάνει στο Σίντι Μπαράνι, στη Μάρσα Ματρούχ, στο
Τομπρούκ, στο Ελ Αλαμέιν.
Δεν είναι μόνο ότι τραγουδά για να διασκεδάσει
τις ένοπλες δυνάμεις. Δίνει τα πάντα για τον αγώνα : Την ψυχή της, τη
φωνής της, και το μεγαλύτερο μέρος από τις εισπράξεις των ρεσιτάλ που
δίνει στις μεγάλες πόλεις της Αιγύπτου. Σε 20.000 λίρες υπολογίζονται οι
προσφορές της για τη “Νίκη' στη Μ. Ανατολή (“Εθνικός Κήρυξ' Ν. Υόρκης,
Σάββατο 3 Μαΐου 1947), πόσο τεράστιο για την εποχή. Προσφέρει συνέχεια,
σε οικογένειες φαντάρων, σε θύματα κατοχής, σε ανάπηρους πολέμου, σε
ορφανοτροφεία (Σπετσοπούλειο, Κανισκάρειο) σε πρόσφυγες, στον Ερυθρό
Σταυρό.
Την Κυριακή 23.5.1943 στη Βασιλική Όπερα του Καϊρου, ανεβαίνει
με επιτυχία η επιθεώρηση των Μ. Τραϊφόρου / Λ. Ραπίτη “Ελλάδα και πάλι
Ελλάδα'. Αυτό το ιστορικό βράδυ είναι παρόντες τρεις βασιλιάδες : ο
βασιλιάς Γεώργιος β της Ελλάδας, ο βασιλιάς Φαρούκ της Αιγύπτου και ο
βασιλιάς Πέτρος της Γιουγκοσλαβίας. Επίσης ο πρωθυπουργός Τσουδερός, όλα
τα μέλη της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, πρέσβεις, ελληνικά και ξένα
επιτελεία και πολύς κόσμος (Εθνικός Κήρυξ Ν. Υόρκης 21.9.1947). Μετά
την παράσταση δέχεται τα συγχαρητήρια όλων. Κι αυτή τη φορά οι
εισπράξεις πάνε υπέρ του Ταμείου Πρόνοιας, υπέρ των Ελλήνων προσφύγων,
υπέρ των οικογενειών των επιστράτων Καϊρου. Από τον Οκτώβριο του 1942
έως το Φεβρουάριο του 1946 είναι στην Αίγυπτο. Οι επιθεωρήσεις
ανεβαίνουν η μία μετά την άλλη στα μεγαλύτερα θέατρα της Αλεξάνδρειας
όπου θα οργανώσει το πρώτο θέατρο “ΒΕΜΠΟ'. Εκείνη την περίοδο θα
τραγουδήσει μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια της :
“ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ'
“ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΖΩΗ'
“ΣΒΗΣΕ ΤΟ ΦΩΣ'
“ΛΟΝΤΡΑ ΠΑΡΙΣΙ'
σε μουσική Λεό Ραπίτη και σε στίχους Μίμη Τραϊφόρου, καθώς και το “ΤΙ
ΚΙ ΑΝ ΧΑΘΗΣ' σε μουσική και στίχους Χρ. Χαιρόπουλου, τα οποία
δισκογράφησε μετά την κατοχή όταν άνοιξε πάλι η Columbia.
Μεταπολεμικες επιτυχιες
Το 1949 απόκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο, το "Θέατρον
Βέμπο". Μετά από μακροχρόνιο δεσμό με το Μίμη Τραϊφόρο παντρεύτηκαν
τελικά το 1957, ένας δεσμός πολυκύμαντος που διήρκεσε μέχρι το θάνατό
της και υπήρξε καταλυτικός για τη μεγάλη ερμηνεύτρια. Στα μέσα της
δεκαετίας του ’60
αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της, τις οποίες σταματά οριστικά στις
αρχές της επόμενης δεκαετίας.
Τη βραδιά του "Πολυτεχνείου" η Βέμπο
ανοίγει το σπίτι της και κρύβει φοιτητές τους οποίους αρνείται να
παραδώσει όταν η ασφάλεια χτυπά την πόρτα της. Η εμφάνισή της στη
εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Καλλιμάρμαρο για την επάνοδο της
Δημοκρατίας, τραγουδώντας:/ Παιδιά της Ελλάδος παιδιά και τα τανκς
γονάτισαν κείνη τη βραδιά..., ήρθε να απαλύνει τις θλιβερές εντυπώσεις
από την παρουσία της πάνω στα κακόγουστα άρματα στις φιέστες των
συνταγματαρχών λίγα χρόνια πριν στον ίδιο χώρο
.
Πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατράπηκε σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο. Η
Τραγουδίστρια της Νίκης αποθεώνεται εκείνη τη μέρα από τον ελληνικό λαό που τη θεωρούσε ηρωίδα του.
ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ : Μια ροκ φιγουρα αλλης εποχης
της Χριστιάννας Λούπα
«Μα σ’ εκείνο τον πόλεμο όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα
πόδια τους, τα μάτια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα;
Τη φωνή μου, που καλή ή κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή. Δεν μου
χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι, ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους
χρωστάω τα πάντα, γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο».
Τι είναι η Πατρίδα; Έννοια άπιαστη, αλλά αγαπημένη. Είναι οι ρίζες,
τα βιώματά μας, τα παιδικά μας χρόνια, η Ιστορία μας. Είναι αυτό που
μάθαμε να αγαπάμε από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας, είναι αυτό που
ενώνει τους «φιλέριδες» Έλληνες, σε όποια εσχατιά της Γης κι αν
βρίσκονται, είναι αυτό που δεν επιτρέπουμε σε κανέναν ξένο να αγγίξει,
το «ιερό», που φυλάμε στην πιο πολύτιμη και τρυφερή θέση της καρδιάς
μας.
Τι είναι η ντίβα; Μια θεά, αλλά με ανθρώπινη μορφή. Δεν έχει ανάγκη
από συστάσεις, ούτε φιλοφρονήσεις. Δεν είναι η ομορφιά που την
καταξιώνει, η παρουσία της ωστόσο, είναι επιβλητική. Κι όταν ακόμα δεν
την βλέπεις, ξέρεις πως είναι εκεί. Από την αύρα της. Μια θεά ευλογημένη
από τις Μοίρες, προορισμένη να αφήσει την ανεξίτηλη σφραγίδα της σε μια
εποχή.
Ας φανταστούμε λοιπόν τι γίνεται όταν οι δύο παραπάνω έννοιες
ενωθούν: Όταν η «ντίβα» συνάντησε την «Πατρίδα», γεννήθηκε η μοναδική
Σοφία Βέμπο.
Γεννημένη στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης το 1910, η Έφη Μπέμπου
κατέληξε με την πολυπληθή οικογένειά της στο Βόλο, ενώ ως νεαρή κοπέλα
αναγκάστηκε να εργαστεί για να στηρίξει οικονομικά τα αγαπημένα της
πρόσωπα. Όταν ανακαλύφθηκε το ταλέντο της, η δεκαοκτάχρονη Σοφία Βέμπο
πλέον, εκτοξεύτηκε με εξαιρετική ευκολία στην κορυφή, μολονότι κάποιοι
ήταν δύσπιστοι απέναντι στην ασυνήθιστη μπάσα φωνή της.
Τα τραγούδια της δεν άργησαν να γίνουν μόδα στους κύκλους της καλής
αθηναϊκής κοινωνίας, ενώ η θεατρική επιθεώρηση της είχε ήδη ανοίξει
διάπλατα την αγκαλιά της. Η μελαχρινή αγέρωχη κοπέλα με τα μεγάλα
εκφραστικά μάτια ωστόσο, δεν θα γίνει ποτέ «δήθεν», δεν θα απαρνηθεί την
καταγωγή της, δεν θα αλλοτριωθεί από τα φώτα της δημοσιότητας και δεν
θα διστάσει να λανσάρει το τσεμπέρι και το κοντογούνι, αλλά και το
αρχοντορεμπέτικο στα καλύτερα σαλόνια.
Στις σκληρές μέρες του ελληνοϊταλικού πολέμου θα την βρει κανείς στα
νοσοκομεία να τραγουδά για τους τραυματίες που φτάνουν από το μέτωπο, να
γίνεται ένα μαζί τους, να κλαίει μαζί τους. Να κλαίει για την Ελλάδα
που αγωνίζεται και ψυχορραγεί. Ζητώντας από τον Τραϊφόρο να της γράψει
στίχους για την πατρίδα πάνω στη μουσική του τραγουδιού του ίδιου και
του Σουγιούλ, Ζεχρά, θα γεννηθεί ο θούριος του αλβανικού έπους, αλλά κι
ένας μεγάλος και πολυκύμαντος έρωτας.
Πράγματι, το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», δεν έχει θέση πια στην
πρωτεύουσα. Θα το πάρει ο άνεμος, θα το σκορπίσει σε κάθε γωνιά της
ελλαδικής γης και θα καταλήξει στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου και της
Αλβανίας, εκεί όπου πραγματικά ανήκει. Σαν αντίλαλος θα αντηχήσει στις
χαράδρες και στις κακοτράχαλες πλαγιές, ύμνος θα γίνει των φαντάρων, που
δακρύζουν στο άκουσμά του και πίνουν νερό στο όνομα της Σοφίας. Θα
γίνει η δική μας «Λιλλή Μαρλέν».
Από την Αίγυπτο που κατέφυγε μετά την εισβολή των Γερμανών, συνέχισε
να τραγουδά και να εμψυχώνει τον στρατό μας στη Μέση Ανατολή. Ό,τι είχε
και δεν είχε το έδωσε για οικονομική ενίσχυση του Ναυτικού μας. Μετά την
επάνοδό της στην Ελλάδα, η καριέρα της συνεχίζεται με την ίδια
επιτυχία, ενώ ανοίγει και το δικό της θέατρο στο Μεταξουργείο.
Ο αγαπητός της φίλος και συνεργάτης Τάκης Λάμπρου παρατηρεί ότι
«Όταν
συνεργαζόσουν με τη Βέμπο, ήταν σαν να κρατάς τα Ιμαλάια επάνω σου.
Απορώ πώς άντεξα αυτό το βάρος της προσωπικότητας της Σοφίας». Και αναφέρει ένα χαρακτηριστικό ευτράπελο με τη βασίλισσα Φρειδερίκη:
«Ήμαστε
σε μια γιορτή. Η Σοφία τραγούδησε ωραία και καλά. Το ‘60 έγινε αυτό.
Μόλις τελείωσε, η βασίλισσα Φρειδερίκη τη χαιρέτησε και κάθισαν να
μιλήσουν. Για μια στιγμή εγώ ήθελα να πιω νερό. Διψούσα. Εκείνη χωρίς
δεύτερη σκέψη σταμάτησε τη συζήτηση, κάλεσε το σερβιτόρο και του ζήτησε
ένα ποτήρι νερό. Η βασίλισσα την κοιτούσε με απορία. Στη συνέχεια της
είπε: Σοφία μου, το ξέρεις πως μιλάς με τη βασίλισσα; Η Σοφία είπε
αποστομωτικά: Φρειδερίκη μου, εσύ βασίλισσα με το στέμμα στο κεφάλι, εγώ
βασίλισσα με τη φωνή μου»!
Έτσι έμεινε η Βέμπο μέχρι το τέλος της ζωής της: γνήσια,
ατρόμητη, αδέκαστη, περήφανη, λεβέντισσα. Έτσι τη βρήκε και ο Νοέμβριος
του 1973, τη «θεόρατη» αυτή γυναίκα. Όταν το τανκ έσπασε την πόρτα του
Πολυτεχνείου κι οι φοιτητές ξεχύθηκαν πανικόβλητοι και κυνηγημένοι,
μπορούσε η Σοφία να μείνει αμέτοχη; Άνοιξε την πόρτα του μονώροφου
σπιτιού της στην οδό Ρεθύμνης, κοντά στο Πολυτεχνείο κι έκρυψε μέσα
όσους μπορούσε. Όταν οι στρατιωτικοί χτύπησαν την πόρτα της, κανείς δεν
τόλμησε να αμφισβητήσει το ιερό αυτό τέρας και κανείς δεν διανοήθηκε να
ψάξει το σπίτι της.
Στις 11 Μαρτίου του 1978 ωστόσο, η ανεπανάληπτη Ελληνίδα ντίβα έφυγε
πρόωρα. Μαζί της έφυγε και μια ολόκληρη εποχή. Έπος και εποποιία. Δεν θα
ήταν υπερβολικό άλλωστε να αναρωτηθεί κανείς, πώς θα ήταν ο
ελληνοϊταλικός πόλεμος χωρίς εκείνη. Νομίζω πάντως ότι με τα σημερινά
δεδομένα η διαχρονική Σοφία θα μπορούσε να ονομαστεί – ας μου επιτραπεί η
χρήση του όρου – «ροκ». Μοιραστείτε μαζί μου τους πολύ πετυχημένους
στίχους του Ηλία Κατσούλη, όπως τους τραγουδά ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
στο συγκινητικό τραγούδι του Νότη Μαυρουδή « Άρωμα από Δάφνη – Ερωτικό
(στη Σοφία Βέμπο)»:
«Επέτειος του ΄40 στο σχολείο,
Ελλάδος παρελθόν και μεγαλείο.
Γιορτές σαν μουσική στο ίδιο τέμπο,
μα πάντα μένει ροκ μόνο η Βέμπο».
Πόσο δίκιο έχει!
Πηγές:
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
http://www.poiein.gr/archives/15196/index.html
http://christiannaloupa.wordpress.com/