Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

OXI - 28 Οκτωβρίου 1940 ( sofia vembo )

Η Αγία Σκέπη της Θεοτόκου και η Επέτειος του "ΟΧΙ"

28 Οκτ 2009

1 Σχόλιο

panagia 28 oktobri.jpgΑνήμερα της 28ης Οκτωβρίου πρέπει να αναφέρουμε ότι εκτός από τη μεγάλη Εθνική μας εορτή (Επέτειος του ΟΧΙ) γιορτάζουμε και την Αγία Σκέπη της Θεοτόκου.Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο σημαντικότερες εθνικές γιορτές του έθνους μας έχουν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να συνεορτάζονται με μία γιορτή της Παναγίας. Την 25η Μαρτίου γιορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, ενώ σήμερα, την 28η Οκτωβρίου την Αγία Σκέπη της Θεοτόκου. Η γιορτή αυτή μετατέθηκε από την εκκλησία μας  από την 1η Οκτωβρίου την 28η ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς την Παναγία μας για τη σκέπη και την προστασία της στον αγώνα των Ελλήνων απέναντι στους Ιταλούς, αρχικά, και, αργότερα, σε όλη τη διάρκεια της εθνικής αντίστασης.
Στο μέ­τω­πο, σ' ό­λη τη γραμ­μή, α­πό τη γα­λα­νή θά­λασ­σα του Ι­ο­νί­ου μέ­χρι ψη­λά τις πα­γω­μέ­νες Πρέ­σπες, ο ελ­λη­νι­κός στρα­τός άρ­χι­ζε να βλέ­πει παν­τού το ί­διο ό­ρα­μα: Έ­βλε­πε τις νύ­χτες μια γυ­ναι­κεί­α μορ­φή να προ­βα­δί­ζει ψη­λό­λι­γνη, α­λα­φρο­περ­πά­τη­τη, με την κα­λύ­πτρα της α­να­ριγ­μέ­νη α­πό το κε­φά­λι στους ώ­μους. Την α­να­γνώ­ρι­ζε, την ή­ξε­ρε α­πό πα­λιά, του την εί­χαν τρα­γου­δή­σει ό­ταν ή­ταν μω­ρό κι ο­νει­ρευ­ό­ταν στην κού­νια. Ή­ταν η μά­να η με­γα­λό­ψυ­χη στον πό­νο και στην δό­ξα, η λα­βω­μέ­νη της Τή­νου, η υ­πέρ­μα­χος Στρα­τη­γός.

Γράμ­μα α­πό τη Μό­ρο­βα
Ο Τά­σος Ρη­γό­που­λος, στρα­τευ­μέ­νος στην Αλ­βα­νί­α το 1940, έ­στει­λε α­πό το μέ­τω­πο το πα­ρα­κά­τω γράμ­μα στον α­δελ­φό του.
«Α­δελ­φέ μου Νί­κο.
Σου γρά­φω α­πό μια α­ε­το­φω­λιά, τε­τρα­κό­σια μέ­τρα ψη­λό­τε­ρη α­πό την κο­ρυ­φή της Πάρ­νη­θας. Η φύ­ση τρι­γύ­ρω εί­ναι πάλ­λευ­κη. Σκο­πός μου ό­μως δεν εί­ναι να σου πε­ρι­γρά­ψω τα θέλ­γη­τρα μιας χι­ο­νι­σμέ­νης Μό­ρο­βας με ό­λο το ά­γριο με­γα­λεί­ο της. Σκο­πός μου εί­ναι να σου με­τα­δώ­σω αυ­τό που έ­ζη­σα, που το εί­δα με τα μά­τια μου και που φο­βά­μαι μή­πως, α­κού­γον­τάς το α­πό άλ­λους, δεν το πι­στέ­χεις.
Λί­γες στιγ­μές πριν ορ­μή­σου­με για τα ο­χυ­ρά της Μό­ρα­βας, εί­δα­με σε α­πό­στα­ση καμ­μιά δε­κα­ριά μέ­τρων μια ψη­λή μαυ­ρο­φό­ρα να στέ­κει α­κί­νη­τη.
-Τις ει;
Μι­λιά.­..
Ο σκο­πός θυ­μω­μέ­νος ξα­να­φώ­να­ξε:
-Τις ει;
Τό­τε, σαν να μας πέ­ρα­σε ό­λους η­λε­κτρι­κό ρεύ­μα, ψι­θυ­ρί­σα­με: Η ΠΑ­ΝΑ­ΓΙΑ!
Ε­κεί­νη όρ­μη­σε εμ­πρός σαν να εί­χε φτε­ρά α­ε­τού. Ε­μείς α­πό πί­σω της. Συ­νε­χώς την αι­σθα­νό­μα­σταν να μας με­ταγ­γί­ζει αν­τρει­ο­σύ­νη. Ο­λό­κλη­ρη ε­βδο­μά­δα πα­λαί­ψα­με σκλη­ρά, για να κα­τα­λά­βου­με τα ο­χυ­ρά Ι­βάν-Μό­ρο­βας.
Υ­πο­γραμ­μί­ζω πως η ε­πί­θε­σή μας πέ­τυ­χε τους Ι­τα­λούς στην αλ­λα­γή των μο­νά­δων τους. Τα πα­λιά τμή­μα­τα εί­χαν τρα­βη­χθεί πί­σω και τα και­νούρ­για.­.. κοι­μόν­ταν! Το τι έ­πα­θαν δεν πε­ρι­γρά­φε­ται. Ε­κεί­νη ορ­μού­σε πάν­τα μπρο­στά. Κι ό­ταν πια νι­κη­τές ρο­βο­λού­σα­με προς την α­νυ­πε­ρά­σπι­στη Κο­ρυ­τσά, τό­τε η Υ­πέρ­μα­χος έ­γι­νε α­τμός, νέ­φος α­πα­λό και χά­θη­κε».



Αξίζει να αναφέρουμε το όνομα του πρώτου νεκρού Έλληνα στρατιώτη: 
Ήταν 28 Οκτωβρίου 1940. Ελληνοαλβανικά σύνορα. Ώρα 5η πρωινή. Η ιταλική σφαίρα βρίσκει τον στόχο της: Ο στρατιώτης Βασίλειος Τσαβαλιάρης ήταν ο πρώτος πεσών του Ελληνικού Έπους. Η σάλπιγγα έδινε το σύνθημα της μάχης ως ένα προσκλητήριο στον υπέρτατον αγώνα για την Ελευθερία. Πίσω από τά σκόπευτρα μέ τό δάκτυλο στήν σκανδάλη οι φρουροί τών προκεχωρη.

«Τιμή σ' εκείνους όπου στη ζωή τους ώρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες .... ».

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: "Εφυγε" η Σοφία Βέμπο Πέθανε στις 11 Μαρτίου του 1978

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η Έφη Μπέμπο, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τσαριτσάνη του νομού Λάρισας και κατόπιν στο Βόλο, όπου οι γονείς της εργάστηκαν ως καπνεργάτες.
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία τυχαία το 1930, τραγουδώντας σ' ένα ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι της. Τρία χρόνια αργότερα κατέβηκε στην Αθήνα, όπου προσελήφθη από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο «Κεντρικόν», προκειμένου να συμμετάσχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933». Την ίδια περίοδο υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Columbia, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής και λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της η καταξίωση δεν άργησε να έρθει.

Με την κήρυξη του πολέμου το 1940 ανέλαβε την εμψύχωση των ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο με πατριωτικά και σατυρικά τραγούδια, ενώ πρωταγωνίστησε σε επιθεωρήσεις που προσάρμοζαν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα. Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχιζε να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα. Έγινε σύμβολο του έθνους, ταύτισε το όνομά της με το αλβανικό έπος και χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης».
Το 1949 απέκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο. Σε μια εποχή που θέατρα έκλειναν και μετατρέπονταν σε κινηματογράφους, η Βέμπο επανέφερε την επιθεώρηση, ανεβάζοντας έργα που διατήρησαν ζωντανή την παράδοση της λαϊκής σάτιρας και καθιέρωσαν τους μεγάλους κωμικούς μας. Ταυτόχρονα, έβαλε τα θεμέλια μιας καινούριας εποχής για το ελληνικό τραγούδι, λανσάροντας το «αρχοντορεμπέτικο».
Όλα αυτά τα χρόνια, η Σοφία Βέμπο διατηρούσε δεσμό με τον συγγραφέα και στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο, με τον οποίο παντρεύτηκε τελικά το 1957.
Το 1959 πρωταγωνιστεί στην κινηματογραφική ταινία «Στουρνάρα 288», όπου υποδύεται μια διάσημη τραγουδίστρια που ξεχάστηκε από τους θαυμαστές της κι εργαζόταν ως καθηγήτρια πιάνου. Είχε προηγηθεί η συμμετοχή της το 1955 στην κλασσική «Στέλλα» και το 1938 στην «Προσφυγοπούλα», όπου είχε κάνει και το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη.

Στα μέσα της δεκαετίας του '60 άρχισε να αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας αποσύρθηκε οριστικά. Την περίοδο 1967-1974 συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Τη βραδιά του «Πολυτεχνείου» άνοιξε το σπίτι της κι έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της.

ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ : 35 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ

ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ : 35 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ


Η Σοφία Βέμπο (Καλλίπολη Ανατολικής Θράκης, 10 Φεβρουαρίου 1910 – Αθήνα, 11 Μαρτίου 1978) ήταν κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός της οποίας η καλλιτεχνική πορεία εκτείνεται από το Μεσοπόλεμο έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δεκαετία του ’50. Χαρακτηρίστηκε "Τραγουδίστρια της Νίκης" εξαιτίας των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευσε κατά τη διάρκεια του Ελληνοιταλικού πολέμου του 1940.

Το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Μπέμπο. Γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης όπου ο πατέρας της Αθανάσιος Μπέμπος, καταγόμενος από την Τσαριτσάνη είχε εγκατασταθεί εκεί δουλεύοντας ως καπνεργάτης. Το 1912 η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στη Κωνσταντινούπολη. Εκεί γεννήθηκε ο αδελφός της Γεώργιος, ο επιλεγόμενος Τζώρτζης, η αδελφή της Αλίκη και ο μικρότερος αδελφός της Ανδρέας. Με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών, που συνομολόγησε η κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου, η οικογένειά Μπέμπο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη  και επέστρεψε στη Τσαριτσάνη και από εκεί εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βόλο. 

Η αρχή  της καριέρας


Στο Βόλο η Έφη Μπέμπο, όπως αρέσκονταν να λέγεται, μετά τις εγκύκλιες σπουδές της αναγκάστηκε λόγω φτώχειας να δουλεύει για να βοηθήσει την οικογένειά της. Έτσι ξεκίνησε να δουλεύει ταμίας στο κατάστημα "Φλωρία" του Βόλου. Όμως στην Έφη της άρεσε η μουσική και αγοράζοντας μία κιθάρα άρχισε να εξασκείται σ΄ αυτή με τη βοήθεια της φίλης της Μαρίτσας Χασάπη.

Τον Σεπτέμβριο του 1933 αποφάσισε να πάει στη Θεσσαλονίκη για να βρει τον αδελφό της Τζώρτζη που σπούδαζε εκεί και που είχε καιρό να στείλει γράμμα στην οικογένειά του. Έτσι παίρνοντας την κιθάρα της επιβιβάστηκε στο Α/Π ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ και στη διάρκεια του ταξιδιού άρχισε με την κιθάρα της το τραγούδι. Σε ελάχιστο χρόνο όλοι οι επιβάτες του πλοίου και το πλήρωμα βρίσκονταν γύρω της και την χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι από τη φωνή της. Αυτή θεωρητικά ήταν και η πρώτη δημόσια εμφάνιση της Σοφίας.

Μεταξύ των επιβατών βρισκόταν και ο Κωνσταντίνος Τσίμπας που ήταν ο μεγαλύτερος ιμπρεσάριος της Θεσσαλονίκης, (αργότερα αποδείχθηκε και πράκτορας των Γερμανών). Μόλις η Έφη τέλειωσε το τραγούδι την πλησίασε και της πρότεινε  να δουλέψει στο μεγάλο κοσμικό κέντρο της Θεσσαλονίκης το ΑΣΤΟΡΙΑ. Φθάνοντας η Μπέμπο στη Θεσσαλονίκη όπου την περίμενε ο αδελφός της συζήτησε μαζί του την πρόταση του Τσίμπα και αφού πήρε τη συγκατάθεση του από την επομένη ξεκίνησε τις πρώτες καλλιτεχνικές της εμφανίσεις. Η επιτυχία της νεαρής τραγουδίστριας ήταν φανταστική καθώς οι θαμώνες κάθε βράδυ παρέτειναν το πρόγραμμά της με τα συνεχή και επίμονα χειροκροτήματά τους.

Έτσι μέσα σε μια μόλις βδομάδα η φήμη της έχει φθάσει στην Αθήνα όπου και αμέσως της γίνεται πρόταση να εμφανιστεί στο θέατρο του Φώτη Σαμαρτζή. Η Μπέμπο, ενημερώνοντας σχετικά τους γονείς της, που δεν έφεραν αντίρρηση, αποδέχθηκε την πρόταση και στις 25 Οκτωβρίου του 1933 βρίσκεται στην αθηναϊκή σκηνή του θεάτρου "Κεντρικόν",  στη πλατεία Κολοκοτρώνη, συμμετέχοντας στην επιθεώρηση "Παπαγάλος 33", με τον θίασο Σαμαρτζή - Μηλιάδη. Στην επιθεώρηση αυτή η Μπέμπο παρουσιαζόταν σαν τσιγγάνα με μια κιθάρα με την οποία και απέδιδε το πρώτο της τραγούδι που ήταν "Μια γυναίκα πέρασε". Η επιτυχία που είχε ειδικά την πρώτη βραδιά  ήταν εκπληκτική. Στο τέλος της παράστασης υποκλίθηκε, πήρε την κιθάρα της στον ώμο και κατευθύνθηκε προς τα παρασκήνια ενώ οι άλλοι ηθοποιοί της φώναζαν

- Που πας, δεν ακούς τον κόσμο που σου φωνάζουν "μπιζ"
- Και τι με νοιάζει εμένα αν φωνάζουν μπιζ; αποκρίθηκε η Μπέμπο, μη γνωρίζοντας τον όρο που σήμαινε επανάληψη.

Τέσσερις φορές χρειάστηκε εκείνο το βράδυ η Μπέμπο να επαναλάβει αυτό το τραγούδι για να ικανοποιήσει το κοινό που παραληρούσε και χειροκροτούσε όρθιο. Στο τέλος όλοι οι ηθοποιοί την συνεχάρησαν λέγοντας της "μπράβο ήσουν υπέροχη", μεταξύ των οποίων μεγάλοι ηθοποιοί της εποχής όπως ο Ορέστης Μακρής, η Μαρίκα Νέζερ, ο Φώτης Αργυρόπουλος κ.ά.

Τότε υπέγραψε συμβόλαιο 10.000 δραχμών το μήνα, αστρονομικό για την εποχή εκείνη για έναν τραγουδιστή και για μία θεατρική περίοδο. Σημειώνεται μάλιστα ότι στη παράσταση αυτή ο Πολ Νορ την βάπτησε καλλιτεχνικά Σοφία Βέμπο (αντί Έφη Μπέμπο). Από εκείνη την πρώτη παράσταση η καλλιτεχνική εξέλιξη της Σοφίας Βέμπο πλέον, υπήρξε έντονα αλματώδης.

Προπολεμικη καριερα

Η πρώτη αυτή μεγάλη αναγνώριση της Σοφίας Βέμπο στο "Αθηναϊκό κοινό" προκάλεσε την ανανέωση του συμβολαίου της και την εμφάνισή της σε δύο θέατρα, στο "Κεντρικόν" και το "Μουντιάλ". Η φήμη της όμως έφθασε στην Αίγυπτο όπου η Βέμπο ανταποκρινόμενη σε σχετική πρόσκληση εμφανίζεται στο "Γκραν Τριανόν" της Αλεξάνδρειας σημειώνοντας και εκεί τεράστια επιτυχία. Επιστρέφοντας, το 1934 συνεχίζει τις παραστάσεις της στο θερινό θέατρο του Σαμαρτζή επί της οδού Καρόλου με νέα τραγούδια που γράφονται γι΄ αυτήν και που γίνονται αμέσως επιτυχίες όπως τα "Μαύρα μου μάτια", "Μη ζητάς φιλιά", ενώ μαζί της εμφανίζεται και η αδελφή της Αλίκη.

Η πρώτη ηχογράφηση τραγουδιών της Βέμπο έγιναν στην εταιρεία Παρλοφόν, μετά την αρχική άρνηση του Α. Βιτάλη, υπεύθυνου της εταιρείας Κολούμπια, με το αιτιολογικό ότι η φωνή της Βέμπο ξέφευγε από το καθιερωμένο τότε στυλ της λετζέρα σοπράνο. Όταν όμως αντελήφθη πόσο λάθος είχε από την μεγάλη επιτυχία που σημείωσε το "Μη ζητάς φιλιά" έσπευσε αμέσως στη Βέμπο και σύναψε συμβόλαιο μεγάλης περιόδου. Έτσι όλα τα επόμενα τραγούδια τα ηχογραφούσε η Κολούμπια σε δίσκους των 78 στροφών με πρώτο το "Σ΄ αγαπώ", (των Κ. Νικολαΐδη και Κ. Γιαννίδη), που είχε ομοίως τεράστια επιτυχία. Το ίδιο έτος (1934) ακολούθησε και το τραγούδι "Για το φιλί σου το στερνό".

Το 1935 η Βέμπο τραγουδά το "Ας πεθάνω" του οποίου οι στίχοι ήταν δικοί της, που υπήρξε νέα μεγάλη επιτυχία. Τότε επιστρατεύτηκαν όλοι σχεδόν οι στιχουργοί να της γράφουν τραγούδια με πρώτο τον Κώστα Γιαννίδη και συνθέτη τον Σογιούλ. Έτσι αυτό το έτος ακολουθούν τα τραγούδια "Αφήστε με να πιω", (στίχοι και μουσική Κ. Γιαννίδη), "Να γιατί ακόμα σ΄ αγαπώ", (επίσης στίχοι και μουσική Κ. Γιαννίδη), "Δεν έχεις τίποτα, μα έχεις κάτι" (των Ν. Νικολαΐδη και Ν. Ντ-Άτζελι), και το "Κι αν μ΄ αγαπάς μη μου το πεις".

Το 1936 νέες επιτυχίες της Βέμπο που τραγουδά όλη η Αθήνα είναι "Συγνώμη σου ζητώ συγχώρεσέ με" και το "Κάτι με τραβά κοντά σου", (των Αιμ. Σαββίδη, Γαϊτάνου και Μ. Σογιούλ).

Το 1937 αποτελεί σταθμό στη καριέρα της Βέμπο. Εκτός της ηχογράφησης των νέων της τραγουδιών "Για μια Γυναίκα" και "Αντίο" το Φθινόπωρο μεταβαίνει μετά από πρόσκληση, για δεύτερη φορά στην Αίγυπτο, προκειμένου να επανεμφανιστεί στο "Γκράν Τριανόν" της Αλεξάνδρειας. Κατά την διάρκεια των εκεί παραστάσεων της η Βέμπο δέχεται την πρόταση του κινηματογραφιστή παραγωγού Τόγκο Μιζράχι, με τον οποίο υπογράφει συμβόλαιο και συμμετέχει στη ταινία «Προσφυγοπούλα». Τον ίδιο ακριβώς χρόνο του συμβολαίου ο Ν. Παπαδόπουλος, των κινηματογραφικών γραφείων Σαντίγκου έλαβε άμεση παραγγελία από Αμερική για επείγουσα πραγματοποίηση στην Αθήνα ενός κινηματογραφικού «σορτς»  στο οποίο να τραγουδά απαραίτητα η δημοφιλής ντιζέζ δις Σοφία Βέμπο προκειμένου να συμπεριληφθεί στη νέα σαιζόν των αμερικανικών κινηματογράφων περιοχών που διαμένουν Έλληνες. Η Βέμπο πιστή στα συμβόλαιά της δήλωσε στον Παπαδόπουλο τη δέσμευση του συμβολαίου της οπότε θα έπρεπε να ζητήσει την άδεια από τον Μιζράχι.

Το 1938 χαρακτηρίστηκε χρυσή χρονιά της Σοφίας Βέμπο. Κατά την επιστροφή της από την Αίγυπτο στις 15 Φεβρουαρίου 1938 παραμένει στον Πειραιά για δύο μέρες προκειμένου κατά ευτυχή σύμπτωση να συναντήσει τον χρηματοδότη του Μιζράχι, τον Μπέχα που κατευθυνόταν με πλοίο προς Ιταλία και που θα προσέγγιζε στον Πειραιά. Τελικά η συνάντηση έγινε, παρουσία του Παπαδόπουλου,  η άδεια δόθηκε πλην όμως το γύρισμα του σορτς με πλάνα από τον εθνικό κήπο, και από τον λόφο Νυμφών με θέα την Ακρόπολη ξεκίνησε μετά την επιστροφή της Βέμπο από την Κωνσταντινούπολη όπου κατόπιν πρόσκλησης εμφανίσθηκε στο κοσμικό θέατρο Μαξίμ με τεράστια και εκεί επιτυχία. Παράλληλα, οι δισκογραφικές επιτυχίες της Σ. Βέμπο το έτος αυτό είναι εκπληκτικές. Η Εταιρεία Κολούμπια στο νέο συμβόλαιο της μεταβιβάζει το 10% των κερδών από την πώληση του κάθε δίσκου της, γεγονός που συμβαίνει για πρώτη φορά, ενώ όλοι οι άλλοι πληρώνονταν κατ΄ αποκοπή (μεροκάματο) για κάθε δισκογραφία.

Το Καλοκαίρι του 1938 στο θέατρο Σαμαρτζή που έχει ανεβάσει την επιθεώρηση «Σιρουέτα» η Βέμπο τραγουδά το "Κάποιο μυστικό" και το "Κλαις" σε στίχους Κοφινιώτη και μουσική Λεό Ραπίτη, των οποίων ακολούθησε η σούπερ επιτυχία "Ζεχρά", σε στίχους Αιμ. Σαββίδη και σε μουσική Σογιούλ που κυριολεκτικά χάλασε κόσμο. Ακολούθησαν το «Θα σε περιμένω», το βουκολικό "Διαμαντούλα" του Θ. Σακελλαρίδη και το "Άσε τον παλιόκοσμο να λέει" των Α. Σακελάριου και Μ. Σογιούλ. Το Καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς εγκαθίσταται ραδιοφωνική κεραία στο Ζάππειο, στην Αθήνα, όπου τα τραγούδια της Βέμπο αποτελούν την πρώτη πειραματική μετάδοση του σταθμού. Τα Χριστούγεννα του 1938, την παραμονή, η Σοφία Βέμπο τραγουδά στο μεγάλο ρεβεγιόν του «Σαντεκλαίρ» στην Κύπρο.

Το 1939 η Σοφία Βέμπο έχει ήδη καταξιωθεί ως η πρώτη τραγουδίστρια του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού. Το κινηματογραφικό «σορτς» που γυρίστηκε το προηγούμενο έτος με τον τίτλο «Η Ελλάς του 1938 ομιλεί», όπου στη κυριολεξία ήταν ένα ζουρνάλ και που συμμετείχε με δύο τραγούδια σπάει κυριολεκτικά τα ταμεία των αμερικανικών κινηματογράφων ενώ ζητούνται κόπιες στη Λατινική Αμερική. Σημειώνεται ότι την φωνοληψία της ταινίας αυτής είχε επιμεληθεί η ελληνική εταιρεία M. NOVAK Co.

Στο μεταξύ οι θεατρικές της παρουσιάσεις με νέες δισκογραφικές επιτυχίες συνεχίζονται, αρχικά στο θέατρο Σαμαρτζή με τα τραγούδια "Πόσο λυπάμαι" (των Β. Σπυρόπουλου και Κ. Γιαννίδη) και "Την αλήθεια να μου πεις", ενώ το Καλοκαίρι συνεχίζοντας στο θέατρο Μουντιάλ τραγουδά τα δύο ταγκό "Στην ακρογιαλιά" και το "Χειμώνας", που και τα δύο έγινα επιτυχίες. Παραμονές των Χριστουγέννων του 1939 η Βέμπο βρίσκεται στο απόγειό της, όταν στην επιθεώρηση «Νάνι – νάνι» τραγουδά το ομώνυμο τραγούδι το ρεφραίν του οποίου άφηνε με τον χρωματισμό της φωνής της υπονοούμενα, σημειώνοντας εξαιρετική επιτυχία. Λίγο πριν το τέλος του έτους η Βέμπο είχε γνωριστεί με τον μεγάλο συνθέτη μουσικής τζαζ, Απόστολο Μοσχούτη του οποίου σύνθεση ήταν το τραγούδι "Δυο λουλούδια σε μιαν άκρη".

Το 1940 ανέτειλε με τα σύννεφα του πολέμου, πολλές χώρες ήδη έχουν καταληφθεί από τις δυνάμεις του άξονα. Στην Ελλάδα σημειώνονται οι πρώτες παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου από ιταλικά αεροπλάνα. Τον Ιανουάριο στο θέατρο Μουντιάλ έχει ανέβει η επιθεώρηση «Παύσατε πυρ» όπου η Σ. Βέμπο τραγουδά τη νέα της επιτυχία «Το καινούργιο φεγγάρι» (των Α. Σακελάριου και Γ. Κυπαρίσση) . Στην επιθεώρηση εκείνη η Σ. Βέμπο γνώρισε και τη Γεωργία Βασιλειάδου όπου και της υποσχέθηκε να τη βοηθήσει διαβλέποντας το ταλέντο της. Λίγο αργότερα το τραγούδι «Ψαροπούλα», (των Χ. Γιαννακόπουλου και Χ. Χαιρόπουλου), γίνεται η νέα της μεγάλη επιτυχία. Το Καλοκαίρι ανεβαίνει η επιθεώρηση «Βραδινές τρέλες» στην οποία η Βέμπο τραγουδά το υπέροχο βαλς «Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά» (των Χ. Γιαννακόπουλου και Γ. Κυπαρίσση). Στο μεταξύ η Σ. Βέμπο αναζητούσε τραγούδι με τοπικό ιδίωμα της ελληνικής υπαίθρου, στο αίτημά της αυτό έσπευσαν κάποιοι με διάφορα δημοτικά της εποχής πλην όμως η ίδια επέλεξε τελικά ένα από την περιοχή της που φέρεται να τραγουδούσε παλαιότερα η μητέρα της συμπληρώνοντας η ίδια κάποιους στίχους με τη βοήθεια του Μοσχούτη. Ήταν το τραγούδι «Στ΄ Λάρισς΄ βγαίν΄ ο αυγερινός». Όταν η Βέμπο το ολοκλήρωσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, ίσως και από φόρτο αναμνήσεων το έδωσε στον Κ. Γιαννίδη, λίγο για να το παίξει σε πρόβα, εκείνος διαβάζοντάς το αρνήθηκε έντονα λέγοντάς της:
-Είσαι καλά Σοφία μου που θα παίξω εγώ αυτό το βλαχοτράγουδο; Παραιτούμαι!
Μετά όμως από την επιμονή της Σοφίας και του θεατρικού επιχειρηματία Α. Μακέδου τελικά ο Κ. Γιαννίδης με κρύα καρδιά άρχισε να το παίζει. Στη πρώτη παράσταση που ακολούθησε έγινε χαλασμός. Το θεατρικό κοινό τέσσερις φορές μπιζάροντας υποχρέωσε τη Σοφία Βέμπο να επανέλθει στη σκηνή. Όταν μετά την παράσταση εκείνη ρώτησε ο επιχειρηματίας τον Κ. Γιαννίδη τη γνώμη του, εκείνος απάντησε:
- «Μα δεν είδατε; Μας το τραγούδησε με σκέρτσα που δεν την έφτανε ο χώρος της σκηνής, μας το τραγούδησε ακουμπισμένη στο πιάνο, μας το τραγούδησε ακουμπισμένη πάνω στη κουΐντα, μας το τραγούδησε με την πλάτη στο κοινό, μόνο ανάσκελα που δεν μας το τραγούδησε!
Σημειώνεται ότι το ίδιο ακριβώς συνέβη αργότερα και με το τραγούδι «Ανακασιά».
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 στις 10.00 ώρα που θα συνέχιζε το ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Ζαππείου με αναμετάδοση τραγουδιών της Σ. Βέμπο, ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος διακόπτει τη ροή του προγράμματος και προβαίνει στην ιστορική εκείνη ανακοίνωση της επίθεσης των ιταλικών δυνάμεων κατά της Ελλάδας και την άμυνα των ημετέρων. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος είχε αρχίσει.

Η Βεμπο στον πολεμο

Η έκρηξη στην καριέρα της ήρθε με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Τότε όλες οι επιθεωρήσεις προσαρμόζουν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα και τα τραγούδια επανεγγράφονται με πατριωτικούς στίχους. Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και η φωνή της γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο.

Στό σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παρουσιάζουμε ένα απόσπασμα από ανέκδοτη εργασία του κ. Λεωνίδα ΑγγέλουΠρώην Πλοιάρχου Ε.Ν., Φιλότεχνου- Συλλέκτη. Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας αυτής παρουσίαστηκε στο “Αφιέρωμα για τη Σοφία Βέμπο-100 χρόνια από τη γέννησή της' που έγινε στο Δεύτερο Πρόγραμμα από τις 25/10-29/10/11 με παραγωγούς τον Λεωνίδα Αγγέλου και τη Μαρίνα Λαχανά. Μέρος επίσης του αφιερώματος δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό Μετρονόμος και αναρτήθηκε στο ιστολόγιο "ΠΟΙΕΙΝ".


28 Οκτωβρίου 1940 στις 10 πμ. ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών μεταδίδει το πρώτο έκτακτο ανακοινωθέν του Γενικού Ελληνικού Στρατηγείου. Ο Κώστας Σταυρόπουλος, εκφωνεί ΕΚΤΑΚΤΟΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ. Το γλέντι του πολέμου αρχίζει, όλη η Ελλάδα γίνεται ένα κι αντιστέκεται νικηφόρα με τίμημα το αίμα.

Όλα τα θέατρα ακυρώνουν τις παραστάσεις τους και ανεβάζουν πολεμικές επιθεωρήσεις. Οι συγγραφείς, στιχουργοί, συνθέτες, ηθοποιοί, τραγουδιστές, δίνουν τον καλλίτερό εαυτό τους όπου κι αν βρίσκονται στην σκηνή ή στο μέτωπο. Όμως, όπως έλεγε ο Αλέκος Σακελλάριος, η πρωταγωνίστρια ήταν η Βέμπο. Στο θέατρο ΜΟΝΤΙΑΛ με επικεφαλής τη Βέμπο, ανεβαίνει ένα είδος βαριετέ και το πρόγραμμα της ΟΑΣΗΣ του Ζαππείου παρουσίαζε ο Μίμης Τραϊφόρος. Ο τίτλος της επιθεώρησης ήταν “Πολεμική Αθήνα' και ο θίασος αποτελείτο από τα πιο λαμπρά ονόματα του μουσικού θεάτρου, Άννα-Μαρία Καλουτά, Κοκκίνη, Φιλιππίδη Νέζερ, Λαζαρίδου, Σκιαδά, Γεωργία Βασιλειάδου, Αλίκη Βέμπο και το βαρύ πυροβολικό, τη Σοφία Βέμπο που χαλούσε κόσμο κάθε βράδυ με το τραγούδι 'ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΒΓΑΙΝΕΙ Ο ΙΤΑΛΟΣ' παρωδία σε στίχους του Γιώργου Θίσβιου πάνω στη μουσική του “ΣΤΗ ΛΑΡΣΑ ΒΓΑΙΝΕΙ Ο ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ'.

Η Σοφία Βέμπο έχει ακούσει πως ο Μίμης Τραϊφόρος γράφει ωραίους στίχους και μια μέρα τον πλησιάζει και του ζητά να της γράψει ένα πολεμικό τραγούδι πάνω στη μουσική της “ΖΕΧΡΑ' του Μ. Σουγιούλ. Κατά τη διάρκεια της παράστασης ο Τραϊφόρος σκαρώνει το “ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ'. Της το διαβάζει, αλλά η Σοφία βρίσκει σκληρό το τέλος που λέει “Αν δεν΄ρθήτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ'. Του ζητά να τα’ αλλάξει κι ο Μίμης αντικαθιστά τον στίχο “Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά'. Το ίδιο βράδυ η Σοφία το τραγουδάει συγκλονιστικά μέσα απ’ το χαρτί και μια και δύο και τρεις φορές. Το ακροατήριο παραληρεί.

Το θέατρο είναι γεμάτο κάθε βράδυ. Οι μισές εισπράξεις πάνε στον ελληνικό στρατό. Το τραγούδι όμως αυτό στέκεται κι η αφετηρία ενός μεγάλου έρωτα. Ενός έρωτα που έπεσε σαν οδοστρωτήρας στη ζωή του Τραϊφόρου και δεν άφησε όρθιες ούτε τις αναμνήσεις του. “Ήμουν γεμάτος δέος απέναντι σ’ αυτή τη γυναίκα. Γιατί το μόνο που σου επέτρεπε ήταν να τη σέβεσαι. Δεν τολμούσα να σηκώσω τα μάτια μου να την κοιτάξω' γράφει στο βιβλίο του “Βέμπο-Τραϊφόρος / Μια ζωή'. Και μαζί με τον πόλεμο αρχίζει κι ένας τρελός έρωτας. Δεν έχουν τέλος οι προσφορές της όλη την περίοδο του πολέμου και της κατοχής. Το τραγούδι, “ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ' σε στίχους Κ. Κοφινιώτη, ο Μιχ. Σουγιούλ το συνέθεσε στη μονάδα που υπηρετούσε και το έμαθε στη Σοφία παίζοντας το με το ακορντεόν από το τηλέφωνο. Μερικά από τα τραγούδια εκείνης της εποχής είναι και τα : “ΔΥΟ ΑΓΑΠΕΣ' 1941 (Μουσική : Μιχ. Σουγιούλ, Στίχοι : Κώστα Κοφινιώτη), “ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ' 1941 (Μουσική : Λεό Ραπίτη, Στίχοι : Μίμη Τραϊφόρου) και δεκάδες άλλα που χαλούσαν κόσμο κάθε βράδυ από το θέατρο ΜΟΝΤΙΑΛ.


Κάθε βράδυ η Βέμπο με τον Μένιο Μανωλιτσάκη στο ακορντεόν και τη Μαρίκα Κοτοπούλη που την παρουσίαζε, γυρίζουν όλα τα θέατρα διακόπτοντας την παράσταση, προκειμένου να μαζέψουν χρήματα για το σύλλογο “Η Φανέλα του Στρατιώτη'.

Ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών την κάλεσε και της ζήτησε συνεργασία παραχωρώντας της μια ώρα την ημέρα να τραγουδά ζωντανά με το συγκρότημά της. Έτσι η Βέμπο δημιούργησε μια μικρή ορχήστρα με τον Μοσχούτη πιάνο, Μένιο Μανωλιτσάκη ακορντεόν και Αβατάγγελο βιολί, τον Τραϊφόρο κονφερασιέ και την αδελφή της Αλίκη. Με αυτή τη μικρή ορχήστρα γύριζε κάθε μέρα από νοσοκομείο σε νοσοκομείο για να ψυχαγωγεί τους τραυματίες που επέστρεφαν από το μέτωπο.

Οι Γερμανοί μπήκαν στην έρημη Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1941, ενώ η Βέμπο τραγουδούσε ζωντανά από το ραδιοφωνικό σταθμό του Ζαππείου. Κάποια στιγμή το τραγούδι της σταμάτησε και η φωνής του εκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου ακούστηκε βροντώδης να μεταδίδει το τελευταίο μήνυμα. Η Βέμπο γίνεται στόχος των Ιταλογερμανών. Την γρονθοκοπούν ένα βράδυ που γυρίζει στο σπίτι της, Μπλε Πολυκατοικία στα Εξάρχεια, τη φυλακίζουν στις φυλακές Αβέρωφ, της αφαιρούν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, κάποια στιγμή της την επιστρέφουν κλπ. Θα μπουν και στη δισκογραφική εταιρεία Columbia και θα καταστρέψουν όλες τις μήτρες των τραγουδιών της. Η εταιρεία θα κλείσει και θα επαναλειτουργήσει μετά την κατοχή. Το τραγούδι που λανσάρει εκείνη την περίοδο από το θέατρο ΜΟΝΤΙΑΛ ήταν το “ΣΑΝ ΚΙ ΑΠΟΨΕ', σε μουσική Κώστα Γιαννίδη και σε στίχους Αλέκου Σακελλάριου, που είχαν γράψει ειδικά για τη Βέμπο και που τελικά ποτέ δεν βγήκε σε δίσκο και το ακούμε πάτα από ζωντανές ηχογραφήσεις.

Το καλοκαίρι του 41, η Βέμπο με τον Τραϊφόρο υπογράφουν συμβόλαιο με τον Μακέδο για να εμφανιστούν στο θέατρο ΑΘΗΝΑΙΟΝ της οδού Πατησίων. Η Σοφία θα εμφανιζόταν συγχρόνως και στο θέατρο “ΜΑΚΕΔΟ' της οδού Θεμιστοκλέους. Οι πολυάριθμοι θαυμαστές της δεν χωρούσαν σε ένα θέατρο. Τότε τραγουδά τα παρακάτω τραγούδια: “ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΘΗΝΑ' (Μουσική : Μιχ. Σουγιούλ, Στίχοι : Μίμη Τραϊφόρου), “ΧΩΡΙΑΤΑ' (Μουσική : Θεόφραστου Σακελλαρίδη, Στίχοι : Γιώργου Φτέρη), “ΚΟΝΤΥΛΩ' (Μουσική : Θεόδωρου Παπαδόπουλου, Στίχοι : Μίμη Τραϊφόρου)
το οποίο δισκογράφησε αρκετά χρόνια αργότερα βρισκόμενη στην Αμερική.

Τα τραγούδια και τα θεατρικά κείμενα υποβάλλονται τώρα σε τριπλή λογοκρισία (ελληνική/ιταλική/γερμανική). Η κατάσταση είναι απελπιστική. Η ζωή της κινδυνεύει. Με τη βοήθεια των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών (αρχηγός των οποίων ήταν ο ταγματάρχης Ι. Τσιγάντε), σε συνεργασία με τον Άγγελο Έβερτ (διοικητή της Ασφάλειας Αθηνών, πατέρα του Μιλτιάδη Έβερτ) και το Αγγλικό Επιτελείο Μέσης Ανατολής, οργανώνεται η απόδρασή της στη Μ. Ανατολή, όπου ήδη έχει αρχίσει να γεννιέται ο πυρήνας μιας ελεύθερης Ελλάδας. Μαζί της φυγαδεύεται κι ο αδελφός της Τζώρτζης. Η οικογένειά της δεν θέλει με κανένα τρόποι να την ακολουθήσει ο Τραϊφόρος. Ποτέ δεν τον έχει δει με συμπάθεια. Ο Τραϊφόρος, γεμάτος πίκρα απ’ αυτή την προδοσία, δεν μπορεί να εξηγήσει που και πως βρήκε τη δύναμη και το κουράγιο η “Σοφία του' να τον εγκαταλείψει. Βυθισμένος στη θλίψη και το κενό, γεμάτος απόγνωση περιγράφει τα συναισθήματά του σε μουσική του Λεό Ραπίτη στο τραγούδι “ΑΣ ΗΤΑΝ ΓΙΑ ΛΙΓΟ', στα τέλη του 1942.

Στις 8 Οκτωβρίου 1942, η Σοφία μαζί με τον αδελφό της, φορώντας παλιόρουχα, μπαίνουν σ’ ένα καΐκι στην Κύμη Ευβοίας και φυγαδεύονται στη Μέση Ανατολή. Η Σοφία είναι ντυμένη γριά κι έχει πλαστή ταυτότητα με τ’ όνομα Σοφία Βαμβέτσου. Ύστερα από ένα περιπετειώδες ταξίδι, που κρατάει σχεδόν ένα μήνα, φθάνουν στα παράλια της Τουρκίας και συνεχίζουν για Συρία (Χαλέπι, Δαμασκό) Παλαιστίνη, Αίγυπτο. Μαζί με τη Σοφία ο αντίλαλος των τραγουδιών του Αλβανικού Έπους περνά στη Μέση Ανατολή. Όμως της είναι αδιανόητο να ζήσει μακριά από το “Μίμη της' και πολύ σύντομα καταφέρνει να τον έχει, όπως και την αδελφή της, κοντά της. Εκεί η Βέμπο τραγουδά για να διασκεδάσει τις ένοπλες δυνάμεις, συγκροτεί θιάσους, ανεβάζει δεκάδες επιθεωρήσεις, δίνει ρεσιτάλ. Τις περισσότερες φορές τραγουδά μ’ ένα ακορντεόν και χωρίς μικρόφωνο, ολομόναχη πάνω σε μια πρόχειρη σκηνή. Πάνω σ’ ένα τζιπ διασχίζει αποστάσεις κι ερήμους κάνοντας αμέτρητες φορές τον γύρο της Συρία, Παλαιστίνης και Αιγύπτου. Η λέξη κούραση δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό της. Δεν λογαριάζει κακουχίες ούτε αντίξοες συνθήκες ταξιδιού. Πηγαίνει οπουδήποτε την καλούν. Σε στρατόπεδα, σ’ αεροπορικές μονάδες, σε νοσοκομεία, σε καταστρώματα πολεμικών πλοίων (Αβέρωφ, Αδρίας, Κουντουριώτης, Φαιστός, Βασ. Όλγα κτλ) σε προσφυγικούς καταυλισμούς, αδιακρίτως αν είναι ελληνικά ή εγγλέζικα. Οι δυνάμεις της Μέσης Ανατολής την έχουν είδωλο. Το Υπουργείο Ναυτικών και Αεροπορίας της διαθέτει ειδικό αεροπλάνο, τη “Μεγαλόχαρη' για τις μετακινήσεις της. Φθάνει στο Σίντι Μπαράνι, στη Μάρσα Ματρούχ, στο Τομπρούκ, στο Ελ Αλαμέιν.

 Δεν είναι μόνο ότι τραγουδά για να διασκεδάσει τις ένοπλες δυνάμεις. Δίνει τα πάντα για τον αγώνα : Την ψυχή της, τη φωνής της, και το μεγαλύτερο μέρος από τις εισπράξεις των ρεσιτάλ που δίνει στις μεγάλες πόλεις της Αιγύπτου. Σε 20.000 λίρες υπολογίζονται οι προσφορές της για τη “Νίκη' στη Μ. Ανατολή (“Εθνικός Κήρυξ' Ν. Υόρκης, Σάββατο 3 Μαΐου 1947), πόσο τεράστιο για την εποχή. Προσφέρει συνέχεια, σε οικογένειες φαντάρων, σε θύματα κατοχής, σε ανάπηρους πολέμου, σε ορφανοτροφεία (Σπετσοπούλειο, Κανισκάρειο) σε πρόσφυγες, στον Ερυθρό Σταυρό.

Την Κυριακή 23.5.1943 στη Βασιλική Όπερα του Καϊρου, ανεβαίνει με επιτυχία η επιθεώρηση των Μ. Τραϊφόρου / Λ. Ραπίτη “Ελλάδα και πάλι Ελλάδα'. Αυτό το ιστορικό βράδυ είναι παρόντες τρεις βασιλιάδες : ο βασιλιάς Γεώργιος β της Ελλάδας, ο βασιλιάς Φαρούκ της Αιγύπτου και ο βασιλιάς Πέτρος της Γιουγκοσλαβίας. Επίσης ο πρωθυπουργός Τσουδερός, όλα τα μέλη της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, πρέσβεις, ελληνικά και ξένα επιτελεία και πολύς κόσμος (Εθνικός Κήρυξ Ν. Υόρκης 21.9.1947). Μετά την παράσταση δέχεται τα συγχαρητήρια όλων. Κι αυτή τη φορά οι εισπράξεις πάνε υπέρ του Ταμείου Πρόνοιας, υπέρ των Ελλήνων προσφύγων, υπέρ των οικογενειών των επιστράτων Καϊρου. Από τον Οκτώβριο του 1942 έως το Φεβρουάριο του 1946 είναι στην Αίγυπτο. Οι επιθεωρήσεις ανεβαίνουν η μία μετά την άλλη στα μεγαλύτερα θέατρα της Αλεξάνδρειας όπου θα οργανώσει το πρώτο θέατρο “ΒΕΜΠΟ'. Εκείνη την περίοδο θα τραγουδήσει μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια της :
“ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ'
“ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΖΩΗ'
“ΣΒΗΣΕ ΤΟ ΦΩΣ'
“ΛΟΝΤΡΑ ΠΑΡΙΣΙ'
σε μουσική Λεό Ραπίτη και σε στίχους Μίμη Τραϊφόρου, καθώς και το “ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΧΑΘΗΣ' σε μουσική και στίχους Χρ. Χαιρόπουλου, τα οποία δισκογράφησε μετά την κατοχή όταν άνοιξε πάλι η Columbia.

Μεταπολεμικες επιτυχιες

Το 1949 απόκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο, το "Θέατρον Βέμπο". Μετά από μακροχρόνιο δεσμό με το Μίμη Τραϊφόρο παντρεύτηκαν τελικά το 1957, ένας δεσμός πολυκύμαντος που διήρκεσε μέχρι το θάνατό της και υπήρξε καταλυτικός για τη μεγάλη ερμηνεύτρια. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της, τις οποίες σταματά οριστικά στις αρχές της επόμενης δεκαετίας.

Τη βραδιά του "Πολυτεχνείου" η Βέμπο ανοίγει το σπίτι της και κρύβει φοιτητές τους οποίους αρνείται να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτυπά την πόρτα της. Η εμφάνισή της στη εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Καλλιμάρμαρο για την επάνοδο της Δημοκρατίας, τραγουδώντας:/ Παιδιά της Ελλάδος παιδιά και τα τανκς γονάτισαν κείνη τη βραδιά..., ήρθε να απαλύνει τις θλιβερές εντυπώσεις από την παρουσία της πάνω στα κακόγουστα άρματα στις φιέστες των συνταγματαρχών λίγα χρόνια πριν στον ίδιο χώρο .

Πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατράπηκε σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο. Η Τραγουδίστρια της Νίκης αποθεώνεται εκείνη τη μέρα από τον ελληνικό λαό που τη θεωρούσε ηρωίδα του.

ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ : Μια ροκ φιγουρα αλλης εποχης



της Χριστιάννας Λούπα

«Μα σ’ εκείνο τον πόλεμο όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα πόδια τους, τα μάτια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή μου, που καλή ή κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή. Δεν μου χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι, ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα, γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο».

Τι είναι η Πατρίδα; Έννοια άπιαστη, αλλά αγαπημένη. Είναι οι ρίζες, τα βιώματά μας, τα παιδικά μας χρόνια, η Ιστορία μας. Είναι αυτό που μάθαμε να αγαπάμε από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας, είναι αυτό που ενώνει τους «φιλέριδες» Έλληνες, σε όποια εσχατιά της Γης κι αν βρίσκονται, είναι αυτό που δεν επιτρέπουμε σε κανέναν ξένο να αγγίξει, το «ιερό», που φυλάμε στην πιο πολύτιμη και τρυφερή θέση της καρδιάς μας.

Τι είναι η ντίβα; Μια θεά, αλλά με ανθρώπινη μορφή. Δεν έχει ανάγκη από συστάσεις, ούτε φιλοφρονήσεις. Δεν είναι η ομορφιά που την καταξιώνει, η παρουσία της ωστόσο, είναι επιβλητική. Κι όταν ακόμα δεν την βλέπεις, ξέρεις πως είναι εκεί. Από την αύρα της. Μια θεά ευλογημένη από τις Μοίρες, προορισμένη να αφήσει την ανεξίτηλη σφραγίδα της σε μια εποχή.

Ας φανταστούμε λοιπόν τι γίνεται όταν οι δύο παραπάνω έννοιες ενωθούν: Όταν η «ντίβα» συνάντησε την «Πατρίδα», γεννήθηκε η μοναδική Σοφία Βέμπο.

Γεννημένη στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης το 1910, η Έφη Μπέμπου κατέληξε με την πολυπληθή οικογένειά της στο Βόλο, ενώ ως νεαρή κοπέλα αναγκάστηκε να εργαστεί για να στηρίξει οικονομικά τα αγαπημένα της πρόσωπα. Όταν ανακαλύφθηκε το ταλέντο της, η δεκαοκτάχρονη Σοφία Βέμπο πλέον, εκτοξεύτηκε με εξαιρετική ευκολία στην κορυφή, μολονότι κάποιοι ήταν δύσπιστοι απέναντι στην ασυνήθιστη μπάσα φωνή της.

Τα τραγούδια της δεν άργησαν να γίνουν μόδα στους κύκλους της καλής αθηναϊκής κοινωνίας, ενώ η θεατρική επιθεώρηση της είχε ήδη ανοίξει διάπλατα την αγκαλιά της. Η μελαχρινή αγέρωχη κοπέλα με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια ωστόσο, δεν θα γίνει ποτέ «δήθεν», δεν θα απαρνηθεί την καταγωγή της, δεν θα αλλοτριωθεί από τα φώτα της δημοσιότητας και δεν θα διστάσει να λανσάρει το τσεμπέρι και το κοντογούνι, αλλά και το αρχοντορεμπέτικο στα καλύτερα σαλόνια.

Στις σκληρές μέρες του ελληνοϊταλικού πολέμου θα την βρει κανείς στα νοσοκομεία να τραγουδά για τους τραυματίες που φτάνουν από το μέτωπο, να γίνεται ένα μαζί τους, να κλαίει μαζί τους. Να κλαίει για την Ελλάδα που αγωνίζεται και ψυχορραγεί. Ζητώντας από τον Τραϊφόρο να της γράψει στίχους για την πατρίδα πάνω στη μουσική του τραγουδιού του ίδιου και του Σουγιούλ, Ζεχρά, θα γεννηθεί ο θούριος του αλβανικού έπους, αλλά κι ένας μεγάλος και πολυκύμαντος έρωτας.

Πράγματι, το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», δεν έχει θέση πια στην πρωτεύουσα. Θα το πάρει ο άνεμος, θα το σκορπίσει σε κάθε γωνιά της ελλαδικής γης και θα καταλήξει στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας, εκεί όπου πραγματικά ανήκει. Σαν αντίλαλος θα αντηχήσει στις χαράδρες και στις κακοτράχαλες πλαγιές, ύμνος θα γίνει των φαντάρων, που δακρύζουν στο άκουσμά του και πίνουν νερό στο όνομα της Σοφίας. Θα γίνει η δική μας «Λιλλή Μαρλέν».

Από την Αίγυπτο που κατέφυγε μετά την εισβολή των Γερμανών, συνέχισε να τραγουδά και να εμψυχώνει τον στρατό μας στη Μέση Ανατολή. Ό,τι είχε και δεν είχε το έδωσε για οικονομική ενίσχυση του Ναυτικού μας. Μετά την επάνοδό της στην Ελλάδα, η καριέρα της συνεχίζεται με την ίδια επιτυχία, ενώ ανοίγει και το δικό της θέατρο στο Μεταξουργείο.

Ο αγαπητός της φίλος και συνεργάτης Τάκης Λάμπρου παρατηρεί ότι «Όταν συνεργαζόσουν με τη Βέμπο, ήταν σαν να κρατάς τα Ιμαλάια επάνω σου. Απορώ πώς άντεξα αυτό το βάρος της προσωπικότητας της Σοφίας». Και αναφέρει ένα χαρακτηριστικό ευτράπελο με τη βασίλισσα Φρειδερίκη: «Ήμαστε σε μια γιορτή. Η Σοφία τραγούδησε ωραία και καλά. Το ‘60 έγινε αυτό. Μόλις τελείωσε, η βασίλισσα Φρειδερίκη τη χαιρέτησε και κάθισαν να μιλήσουν. Για μια στιγμή εγώ ήθελα να πιω νερό. Διψούσα. Εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη σταμάτησε τη συζήτηση, κάλεσε το σερβιτόρο και του ζήτησε ένα ποτήρι νερό. Η βασίλισσα την κοιτούσε με απορία. Στη συνέχεια της είπε: Σοφία μου, το ξέρεις πως μιλάς με τη βασίλισσα; Η Σοφία είπε αποστομωτικά: Φρειδερίκη μου, εσύ βασίλισσα με το στέμμα στο κεφάλι, εγώ βασίλισσα με τη φωνή μου»!

Έτσι έμεινε η Βέμπο μέχρι το τέλος της ζωής της: γνήσια, ατρόμητη, αδέκαστη, περήφανη, λεβέντισσα. Έτσι τη βρήκε και ο Νοέμβριος του 1973, τη «θεόρατη» αυτή γυναίκα. Όταν το τανκ έσπασε την πόρτα του Πολυτεχνείου κι οι φοιτητές ξεχύθηκαν πανικόβλητοι και κυνηγημένοι, μπορούσε η Σοφία να μείνει αμέτοχη; Άνοιξε την πόρτα του μονώροφου σπιτιού της στην οδό Ρεθύμνης, κοντά στο Πολυτεχνείο κι έκρυψε μέσα όσους μπορούσε. Όταν οι στρατιωτικοί χτύπησαν την πόρτα της, κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει το ιερό αυτό τέρας και κανείς δεν διανοήθηκε να ψάξει το σπίτι της.

Στις 11 Μαρτίου του 1978 ωστόσο, η ανεπανάληπτη Ελληνίδα ντίβα έφυγε πρόωρα. Μαζί της έφυγε και μια ολόκληρη εποχή. Έπος και εποποιία. Δεν θα ήταν υπερβολικό άλλωστε να αναρωτηθεί κανείς, πώς θα ήταν ο ελληνοϊταλικός πόλεμος χωρίς εκείνη. Νομίζω πάντως ότι με τα σημερινά δεδομένα η διαχρονική Σοφία θα μπορούσε να ονομαστεί – ας μου επιτραπεί η χρήση του όρου – «ροκ». Μοιραστείτε μαζί μου τους πολύ πετυχημένους στίχους του Ηλία Κατσούλη, όπως τους τραγουδά ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας στο συγκινητικό τραγούδι του Νότη Μαυρουδή « Άρωμα από Δάφνη – Ερωτικό (στη Σοφία Βέμπο)»:

«Επέτειος του ΄40 στο σχολείο,
Ελλάδος παρελθόν και μεγαλείο.
Γιορτές σαν μουσική στο ίδιο τέμπο,
μα πάντα μένει ροκ μόνο η Βέμπο».

Πόσο δίκιο έχει!

Πηγές:
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
http://www.poiein.gr/archives/15196/index.html
http://christiannaloupa.wordpress.com/

Η "χαμένη" κόρη της Βέμπο

Η "χαμένη" κόρη της Βέμπο

Για ένα δημοσιογράφο το να ψάχνει να βρει κάποιον ισοδυναμεί με αυτόματη εκτόξευση της αδρεναλίνης στα ύψη. Οταν όμως ψάχνει τη κόρη του Μίμη Τραϊφόρου και της Σοφίας Βέμπο, στην αδρεναλίνη έρχεται να προστεθεί και το συναίσθημα του δέους. Πόσο μάλλον όταν φήμες την ήθελαν να αγνοείται και άφηναν υπονοούμενα για πιθανό θάνατό της.

Απόγευμα Τρίτης στον πεζόδρομο της οδού Σόροβιτς στο κέντρο της Αθήνας. Την προσοχή μας αποσπούν τα γέλια μιας παρέας που κάθεται στο καφενείο της γειτονιάς. Ψυχή της παρέας, μια όμορφη γυναίκα γύρω στα 50. Κι όμως! Η Χάιδω Τραϊφόρου είναι ζωντανή και μιλώντας αποκλειστικά στην «Espresso» διαψεύδει τις φήμες, αλλά θυμάται και τα χρόνια που έζησε κοντά στους γονείς της.

Οταν η Σοφία Βέμπο γνώρισε τον Μίμη Τραϊφόρο, όλοι έκαναν λόγο για κεραυνοβόλο έρωτα.
Και δεν είχαν άδικο. Η αγάπη τους κράτησε μια ολόκληρη ζωή και άφησε ιστορία. Η «τραγουδίστρια της νίκης» και ο δημοφιλής συγγραφέας επιθεωρήσεων και κωμωδιών, αλλά και στιχουργός μεγάλων επιτυχιών του μουσικού θεάτρου αποτελούσαν το απόλυτο δίδυμο της επιτυχίας. Μαζί παρουσίασαν περισσότερες από εκατό επιθεωρήσεις του θιάσου Βέμπο-Τραϊφόρου σε όλα τα τμήματα του ελληνικού στρατού στην Αίγυπτο.

Ωστόσο, το 1949 υπήρξε χρονιά-σταθμός στη ζωή της τραγουδίστριας της νίκης. Η Σοφία Βέμπο πραγματοποιεί ένα μεγάλο της όνειρο. Αποκτά το δικό της θέατρο, μέσα από το οποίο λανσάρονται και οι μεγαλύτερες επιτυχίες του Μίμη Τραϊφόρου. Τον Οκτώβριο του 1957 το δίδυμο της επιτυχίας μετά από 34 χρόνια γνωριμίας παντρεύεται. Ατομα του φιλικού τους περιβάλλοντος έκαναν λόγο για την ακατανίκητη επιθυμία τους να αποκτήσουν μαζί ένα παιδί, αλλά κανείς δεν γνωρίζει γιατί δεν τα κατάφεραν. Ετσι, λίγα χρόνια αργότερα υιοθετούν τη μόλις τεσσάρων ετών Χάιδω. «Θυμάμαι και τους πραγματικούς μου γονείς, αλλά θεωρώ γονείς μου τη Σοφία και τον Μίμη. Αυτοί με μεγάλωσαν, αυτούς αγάπησα όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Δεν έκανα διαχωρισμούς ανάμεσά τους. Είχα μεγάλη αδυναμία και στους δύο».

Η Σοφία Βέμπο ήταν μια αληθινή ντίβα. Εκανε τη δουλειά της με αξιοπρέπεια και δεν έδινε δικαιώματα να τη σχολιάσουν. Η Χάιδω αδυνατεί να θυμηθεί κάτι αρνητικό που να είχε ειπωθεί για τη μητέρα της. Ωστόσο, παίρνοντας λαβή από πρόσφατα δημοσιεύματα που ήθελαν τη Χάιδω να αγνοείται εδώ κι ένα χρόνο, δηλώνει:

«Δεν θα ξεχάσω την αντίδραση της μητέρας μου όταν διάβασε δημοσίευμα της εποχής που άφηνε χλιαρά υπονοούμενα για την προσωπική της ζωή. “Οταν τους απαντάς, τους δίνεις αξία” μου έλεγε. Προτιμούσε τη σιωπή από το να δώσει αξία και υπόσταση σε ανθρώπους που αφενός δεν τη γνώριζαν και αφετέρου δεν τους είχε δώσει ποτέ τροφή για σχόλια. Προσπαθούσαν να σπιλώσουν την εικόνα της, τη στιγμή που ένας ολόκληρος λαός είχε υποκλιθεί στο μεγαλείο της και είχε αναγνωρίσει την προσφορά της σε καιρούς δύσκολους για τη χώρα. Ετσι κι εγώ τώρα.

Δεν θα δώσω αξία σ’ εκείνους που με θέλουν... αγνοούμενη. Είμαι ζωντανή, είμαι καλά και περνάω μια χαρά με τους φίλους μου. Βέβαια, δεν καταλαβαίνω το λόγο για τον οποίο ασχολούνται μαζί μου. Ισως επειδή πλησιάζει η εθνική εορτή να θεωρούν ότι η αναφορά του ονόματός μου θα τους βάλει μέσα στο κλίμα. Θα μπορούσα να κινηθώ ακόμα και δικαστικά. Αλλά όπως σας είπα, απλώς δεν πρόκειται να ασχοληθώ με τέτοια άτομα».


Το διαζύγιο και η ζωή στο Λονδίνο

Η Χάιδω μεγάλωσε σ’ ένα στοργικό περιβάλλον και κυρίως μέσα στη μουσική. Σήμερα, σχεδόν δέκα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα της και είκοσι χρόνια μετά την απώλεια της πολυαγαπημένης της μητέρας, η Χάιδω Τραϊφόρου εξακολουθεί να θυμάται με νοσταλγία τις μοναδικές στιγμές που έζησε κοντά τους και χαρακτηριστικά μας λέει:

«Νιώθω περήφανη γιατί ποτέ κανείς δεν έχει πει κάτι κακό για τη μητέρα και τον πατέρα μου.
Εχουν περάσει τόσα χρόνια κι όμως, ακόμη και σήμερα όλοι τους θυμούνται και μιλούν γι' αυτούς με τα καλύτερα λόγια. Ηταν πάντα χαμηλών τόνων και δίνονταν ολοκληρωτικά σε αυτό που έκαναν. Ετσι, ολοκληρωτικά είχαν δοθεί και σ' εμένα».

Οπως λέει στην «Espresso», οι γονείς της της έδωσαν αξίες τις οποίες ακολουθεί πιστά σε όλη της τη ζωή. Ακόμα και όταν έφυγε από την Ελλάδα για να εργαστεί στο Λονδίνο ως τραγουδίστρια, είχε πάντοτε στο μυαλό της τα λόγια και τις συμβουλές του πατέρα της:

«“Οταν είσαι μόνος σου, είσαι όλος δικός σου” μου έλεγε ο πατέρας. Αυτή την κουβέντα του την είχα κανόνα στη ζωή μου. Μόνη μου επιβίωσα σε μια ξένη χώρα, μόνη μου έβγαζα χρήματα για να ζήσω».

Λίγα χρόνια αργότερα η Χάιδω παντρεύτηκε στην Αγγλία. Ενας γάμος που δεν έμελλε να ακολουθήσει το παράδειγμα των γονιών της, αφού έφτασε γρήγορα σε διαζύγιο.

«Χώρισα και για άλλη μια φορά βρέθηκα μόνη μου σε μια ξένη χώρα. Αλλά ακόμα και τότε δεν το έβαλα κάτω. Επανέφερα στο μυαλό μου τα λόγια του πατέρα μου και τότε σιγουρεύτηκα ότι τελικά ήμουν όλη δική μου! Η μόνη συντροφιά που έχω είναι το σκυλάκι μου, η Χάιντι και μερικοί καλοί φίλοι. Μόνο με τους φίλους μου περνάω καλά. Να βρισκόμαστε, να τα λέμε και να μη μας νοιάζει τι λέει ο κόσμος».


ΗΛΙΑΝΑ ΓΑΒΑΛΑ - ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΞΙΩΤΗΣ
Φωτ.: ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΦΕΪΘΦΟΥΛ

Η εθνική μας φωνή Σοφία Βέμπο

Η «Τραγουδίστρια της Νίκης» που έκανε τον πόλεμο πιο υποφερτό!

Η μοναδική τραγουδίστρια και ηθοποιός, που έμελλε να μετατραπεί σε σύμβολο του ελληνικού αγώνα για ελευθερία, μας χάρισε με τη φωνή της μια σειρά από αξέχαστες επιτυχίες.

Η Βέμπο σφράγισε μνημειώδη κομμάτια του ελληνικού πενταγράμμου με την ιδιαίτερη χροιά της και έγινε σχεδόν αυτόματα διασημότητα.

Κι όταν ήρθε ο πόλεμος να ανακόψει την ασύλληπτη καριέρα της, όχι μόνο δεν θα της στερούσε τη φήμη αλλά έμελλε να την εκτοξεύσει ακόμα περισσότερο στην κορυφή, με τη Βέμπο να ερμηνεύει τα πατριωτικά τραγούδια που σιγοτραγουδούσαν οι στρατιώτες στον ελληνικο-ιταλικό πόλεμο.

Η κορυφαία κυρία της ελληνικής μουσικής ήταν πολλά περισσότερα από μια μοναδική φωνή και η πορεία της ζωής της το αποδεικνύει αυτό περίτρανα...

Πρώτα χρόνια



Η Σοφία Βέμπο γεννιέται ως Έφη Μπέμπο στις 10 Φεβρουαρίου 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης, μέσα σε οικογένεια βιοπαλαιστών της εργατικής τάξης. Έπειτα από σύντομη παραμονή στην Κωνσταντινούπολη, η οικογένεια μετεγκαθίσταται το 1914 στην Τσαριτσάνη της Λάρισας και κατόπιν στον Βόλο, όπου η μικρή Βέμπο βοηθάει από πολύ νωρίς οικονομικά τη φαμίλια της με μια σειρά από δουλειές του ποδαριού.



Το 1933, με την κιθάρα της παραμάσχαλα, παίρνει το καράβι για τη Θεσσαλονίκη, για να συναντήσει εκεί τον μεγαλύτερο αδελφό της. Σε μια ευχάριστη τροπή της μοίρας, την ώρα που τραγουδά για το κέφι της πάνω στο καράβι, την «ανακαλύπτει» ο γνωστότερος καλλιτεχνικός διευθυντής της συμπρωτεύουσας και της προτείνει αμέσως δουλειά! Έτσι κι έγινε...

Έναρξη της καριέρας




Η πρωτόγνωρη επιτυχία της Βέμπο στη μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης, με το κοινό να παραληρεί κάθε φορά που άνοιγε το στόμα της, σύντομα θα την έφερνε στην Αθήνα. Συμμετέχει σε μουσικοθεατρική παράσταση, με το νούμερό της να τη θέλει τσιγγάνα που τραγουδά με την κιθάρα της. Η προσωπική επιτυχία της Βέμπο στην επιθεώρηση ήταν κολοσσιαία, δεχόμενη τα συγχαρητήρια του θιάσου, που απαρτιζόταν από τον Ορέστη Μακρή και τη Μαρίκα Νέζερ, μεταξύ άλλων.



Η παράσταση στάθηκε σταθμός για την καριέρα της Βέμπο: υπογράφει παχυλό συμβόλαιο, γίνεται αμέσως γνωστή για τη μοναδική φωνή της, την ίδια στιγμή που αλλάζει το Έφη Μπέμπο στο πιο εύηχο Σοφία Βέμπο. Τη Βέμπο δεν θα τη σταματούσε τίποτα πλέον...

Προπολεμική πορεία




Τα επόμενα χρόνια, η αναγνωρισιμότητα της Βέμπο θα εκτοξευόταν, συμμετέχοντας στη μια παράσταση μετά την άλλη, την ίδια στιγμή που το όνομά της θα περάσει τα σύνορα, με την ίδια να εμφανίζεται στην Αίγυπτο και να μαγεύει τα πλήθη. Επιτυχίες της εποχής είναι τα «Μαύρα μου μάτια» και «Μη ζητάς φιλιά»...



Σειρά έχει κατόπιν η πρώτη ηχογράφηση, που έγινε για λογαριασμό της δισκογραφικής Παρλοφόν, όταν η Κολούμπια την έκοψε λόγω της ιδιαίτερης χροιάς της φωνής της! Όταν ωστόσο η Κολούμπια είδε έκπληκτη το «Μη ζητάς φιλιά» να γίνεται ασύλληπτη επιτυχία, αναγνώρισε το λάθος της και της εξασφάλισε πολυετές συμβόλαιο.



Η Βέμπο ηχογραφεί δίσκους των 78 στροφών, που γίνονται όλοι κορυφαίες επιτυχίες. Το 1935 γράφει η ίδια τους στίχους για το τραγούδι «Ας πεθάνω», που μπαίνει στα στόματα όλου του κόσμου. Η καριέρα της ακολουθεί συνεχώς ανοδική πορεία και τίποτα δεν φαίνεται να μπορεί να την ανακόψει.



Το 1936 θα συνεχιστεί το ίδιο μοτίβο, με τη Βέμπο να ηχογραφεί πυρετωδώς και τον κόσμο να σιγοτραγουδά τις κορυφαίες επιτυχίες της «Αφήστε με να πιω», «Να γιατί ακόμα σ' αγαπώ», «Δεν έχεις τίποτα, μα έχεις κάτι», «Κι αν μ' αγαπάς μη μου το πεις», «Συγνώμη σου ζητώ συγχώρεσέ με», «Κάτι με τραβά κοντά σου» και πολλά πολλά ακόμα.



Το φθινόπωρο του 1937, όντας και πάλι στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, της γίνεται πρόταση από τον παραγωγό Τόγκο Μιζράχη για να συμμετέχει στην ταινία του «Προσφυγοπούλα». Το ντεμπούτο της στο σινεμά ακολουθεί την ίδια πορεία με το μουσικό στερέωμα.



Το 1938 είναι η χρονιά της, με την ίδια να γράφει Ιστορία: η Κολούμπια, στο νέο συμβόλαιο της Βέμπο, της παραχωρεί το 10% των κερδών από την πώληση των δίσκων της, την ίδια στιγμή που οι υπόλοιποι τραγουδιστές πληρώνονταν μεροκάματο για τη δισκογραφία τους! Ταυτοχρόνως, κυκλοφορεί το «Κάποιο μυστικό» και το «Κλαις», που γράφουν τη δική τους ιστορία στο ελληνικό πεντάγραμμο.



Και σαν να μην έφταναν αυτά, το καλοκαίρι του 1938 η πρώτη πειραματική μετάδοση της ελληνικής ραδιοφωνίας γίνεται με τα τραγούδια της Βέμπο, που χαλούσαν κόσμο! Η ίδια είναι πια καταξιωμένη ερμηνεύτρια του ελαφρού τραγουδιού, ενώ την επόμενη χρονιά θα δοκιμαστεί και σε άλλα μουσικά ειδή, συνεχίζοντας πάντα τις θεατρικές εμφανίσεις.



Ερμηνεύει δύο ταγκό, τα «Στην ακρογιαλιά» και «Χειμώνας», ενώ δοκιμάζεται και στην τζαζ σύνθεση, μέσω του κομματιού του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη Απόστολου Μοσχούτη «Δυο λουλούδια σε μιαν άκρη».



Ο πόλεμος και η «Τραγουδίστρια της Νίκης»




Την αδιανόητη για την εποχή καριέρα της Βέμπο δεν μπορούσε να τη σταματήσει τίποτα, ούτε καν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος! Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι ελληνικο-ιταλικές εχθροπραξίες θα εκτόξευαν ακόμα περισσότερο τη μουσική της πορεία.

Η φωνή της συνοδεύει ιδανικά τα πατριωτικά και σατιρικά τραγούδια, εμψυχώνοντας τους στρατιώτες που έδιναν τη ζωή τους στο μέτωπο. Οι στίχοι αλλάζουν στο πατριωτικότερο και η Βέμπο γίνεται η φωνή του ελληνισμού που βάλλεται.



Η ίδια συμβάλει στον πόλεμο και με έναν άλλο τρόπο: προσφέρει στο Πολεμικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες ως οικονομική βοήθεια και δεν σταματά να βοηθά όπως μπορεί τον ελληνικό αγώνα.



Με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα, η Βέμπο φυγαδεύεται στη Μέση Ανατολή, όπου συνεχίζει να τραγουδά για τα ελληνικά (και συμμαχικά) στρατεύματα της περιοχής.



Η Βέμπο ήταν πια σύμβολο ενός έθνους, ταυτίζοντας το όνομά της με τον ελληνικό αγώνα για ελευθερία...

Μεταπολεμική καριέρα και προσωπική ζωή



Μετά τον πόλεμο, η καριέρα της Βέμπο συνεχίστηκε με τον ίδιο αμείωτο ρυθμό. Το 1949 απέκτησε τη δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο, το «Θέατρον Βέμπο», αναβιώνοντας το θεατρικό είδος της επιθεώρησης με σατιρικά έργα, που καθιέρωσαν μάλιστα στις συνειδήσεις του κοινού μεγάλους κωμικούς.

Ο μακροχρόνιος δεσμός που διατηρούσε η μεγάλη μας ερμηνεύτρια με τον συγγραφέα και στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο θα καταλήξει σε γάμο το 1957, που θα διαρκέσει μέχρι τον θάνατο της Βέμπο.



Η ίδια προοδευτικά θα μειώσει τις εμφανίσεις της στο σανίδι, παίζοντας πλέον σε προσεκτικά επιλεγμένες παραστάσεις καθ' όλη τη δεκαετία του '60. Παράλληλα, εμφανίζεται στην ταινία «Στέλλα» το 1955 και στη «Στουρνάρα 288» το 1959.



Η επόμενη δεκαετία θα τη βρει να έχει σταματήσει οριστικά τις δημόσιες εμφανίσεις. Σε μια τελευταία επίδειξη του φιλελεύθερου πνεύματός της, κρύβει στο σπίτι της φοιτητές από τις χουντικές δυνάμεις τη βραδιά του Πολυτεχνείου, τους οποίους αρνείται να παραδώσει στην Ασφάλεια που χτυπά επίμονα την πόρτα της. Η Βέμπο συμμετείχε από την πρώτη στιγμή στο αντιδικτατορικό κίνημα.



Η μεγάλη κυρία του ελληνικού πενταγράμμου, που έκανε το πανελλήνιο να ριγά με τη φωνή της, πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 11 Μαρτίου 1978. Η Σοφία Βέμπο, που συνέδεσε τη ζωή και τη φωνή της με τις δυσκολίες και τις περιπέτειες της χώρας μας, αποθεώθηκε στην κηδεία της από πλήθος κόσμου, που φάνηκε να χάνει την εθνική του ηρωίδα...

Σοφία Βέμπο 1910 – 1978

Σοφία Βέμπο
Η Έφη Μπέμπο, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τσαριτσάνη του νομού Λάρισας και κατόπιν στο Βόλο, όπου οι γονείς της εργάστηκαν ως καπνεργάτες.
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία τυχαία το 1930, τραγουδώντας σ' ένα ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι της. Τρία χρόνια αργότερα κατέβηκε στην Αθήνα, όπου προσελήφθη από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο «Κεντρικόν», προκειμένου να συμμετάσχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933». Την ίδια περίοδο υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Columbia, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής και λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της η καταξίωση δεν άργησε να έρθει.
Με την κήρυξη του πολέμου το 1940 ανέλαβε την εμψύχωση των ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο με πατριωτικά και σατυρικά τραγούδια, ενώ πρωταγωνίστησε σε επιθεωρήσεις που προσάρμοζαν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα. Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχιζε να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα. Έγινε σύμβολο του έθνους, ταύτισε το όνομά της με το αλβανικό έπος και χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης».
Το 1949 απέκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο. Σε μια εποχή που θέατρα έκλειναν και μετατρέπονταν σε κινηματογράφους, η Βέμπο επανέφερε την επιθεώρηση, ανεβάζοντας έργα που διατήρησαν ζωντανή την παράδοση της λαϊκής σάτιρας και καθιέρωσαν τους μεγάλους κωμικούς μας. Ταυτόχρονα, έβαλε τα θεμέλια μιας καινούριας εποχής για το ελληνικό τραγούδι, λανσάροντας το «αρχοντορεμπέτικο».
Όλα αυτά τα χρόνια, η Σοφία Βέμπο διατηρούσε δεσμό με τον συγγραφέα και στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο, με τον οποίο παντρεύτηκε τελικά το 1957.
Το 1959 πρωταγωνιστεί στην κινηματογραφική ταινία «Στουρνάρα 288», όπου υποδύεται μια διάσημη τραγουδίστρια που ξεχάστηκε από τους θαυμαστές της κι εργαζόταν ως καθηγήτρια πιάνου. Είχε προηγηθεί η συμμετοχή της το 1955 στην κλασσική «Στέλλα» και το 1938 στην «Προσφυγοπούλα», όπου είχε κάνει και το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη.
Στα μέσα της δεκαετίας του '60 άρχισε να αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας αποσύρθηκε οριστικά. Την περίοδο 1967-1974 συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Τη βραδιά του «Πολυτεχνείου» άνοιξε το σπίτι της κι έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της.
Πέθανε στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατρέπεται σ' ένα πάνδημο συλλαλητήριο.

ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/155#ixzz3HMkSRxNC