Ψυχολογία του Αθεϊσμού
1. Friedrich Nietzsche (1844-1900)
(Καθηγητή
Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης)
Μετάφραση: Α. Ν.
Επιμέλεια:
Θωμάς Δρίτσας
Εισαγωγή
Δεδομένου ότι θα εξετάζω την οικογενειακή ζωή
και την ατομική ψυχολογία μεμονωμένων αθεϊστών, προφανώς θα
βασίζομαι σε βιογραφικά στοιχεία. Για πάρα πολλές σημαντικές
προσωπικότητες του παρελθόντος όμως, τα βιογραφικά στοιχεία
είναι δυστυχώς σπάνια. Στους προηγούμενους αιώνες, η παιδική
ηλικία θεωρείτο σχετικά ασήμαντη, και λεπτομέρειες βασικές από
αυτό το τμήμα της ζωής των ανθρώπων συχνά δεν καταγράφονταν.
Παρά ταύτα, αυτό που εγώ θα αναζητήσω είναι
ένα ‘μοτίβο’ που να επαναλαμβάνεται στις ζωές πολλών αθεϊστών.
Δεν είναι απαραίτητη, ούτε επαρκεί, η μεμονωμένη ζωή ενός μόνο
αθεϊστή, ως βάση για την αποδοχή ή την απόρριψη της θεωρίας περί
«ελλιπούς
πατέρα». Ο αναγνώστης θα πρέπει να φυλάξει την κρίση του
μέχρι να προσκομισθούν τα βιογραφικά στοιχεία, όχι μόνο για τους
αθεϊστές αλλά και για τους πολύ γνωστούς πιστούς από τις ίδιες
ιστορικές περιόδους και κοινωνίες. Αν νοηθούν οι αθεϊστές ως η
«πειραματική ομάδα», τότε οι πιστοί που θα συζητηθούν στο
επόμενο κεφάλαιο θα είναι η «ομάδα διασταύρωσης». Η
διαφορά που θα εντοπισθεί ανάμεσα στα μοτίβα των δύο ομάδων
είναι αυτό που θα αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο.
Έχω επιλέξει για μελέτη εκείνους που είναι
ιστορικά διάσημοι ως αθεϊστές. Είναι οι μεγάλοι στοχαστές, οι
τυπικά φιλόσοφοι, των οποίων η απόρριψη του Θεού αποτελούσε το
κέντρο της πνευματικής τους ζωής και της δημόσιας θέσης τους.
Δεν θα συμπεριλάβω επιστήμονες και καλλιτέχνες. Κανονικά, οι
επιστήμονες έχουν την εμπειρική έρευνα σαν πρώτιστη μέριμνά
τους: η κοσμοθεωρία τους – είτε αυτή είναι αθεϊστική είτε
θεϊστική – συνήθως δεν είναι η κυρίαρχή τους απασχόληση στο έργο
τους. Στην τέχνη –λογοτεχνία, μουσική, και οι οπτικές τέχνες-
είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τις διανοητικές τους
πεποιθήσεις από τα έργα της φαντασίας τους. Πέραν αυτού, τα
άτομα με τα οποία θα ασχοληθούμε εδώ είναι εκείνα που είναι
γενικά αναγνωρισμένα ως ιδρυτές και προαγωγοί του σύγχρονου
αθεϊσμού και απιστίας.
Όμως τι ακριβώς είναι ένας αθεϊστής; Πώς
συσχετίζεται αυτή η έννοια με τις παραπλήσιες θέσεις όπως είναι
ο αγνωστικισμός, ο θεϊσμός, ο πανθεϊσμός και τα συναφή; Εγώ
εκλαμβάνω τον αθεϊσμό ως απόρριψη της πίστης στον ένα Θεό ο
οποίος υπερβαίνει τον κόσμο και με τον Οποίον οι άνθρωποι
μπορούν να έχουν μια προσωπική σχέση. Στην ορολογία την Ιουδαϊκή
& Χριστιανική, αυτό σημαίνει απόρριψη του Θεού-Πατέρα.
Ξεκινούμε, με αυτό που εγώ
ονομάζω
σύνδρομο του «νεκρού πατέρα», καθ’ όσον μας παρέχει την πιο
ευδιάκριτη και ιστορικά αξιόπιστη απόδειξη για την
θεωρία του ελλιπούς πατέρα. Ο νεκρός πατέρας είναι ελλιπής
για δύο λόγους. Πρώτον, ένας νεκρός προφανώς δεν μπορεί να
μεγαλώσει παιδιά και από αυτή την σκοπιά, όσο περισσότερο χρόνο
είναι νεκρός κατά την διάρκεια της ζωής ενός παιδιού, τόσο πιο
ελλιπής θα είναι. Δεύτερον, ο θάνατος ενός γονέα συνηθέστερα
ερμηνεύεται από τα μικρά παιδιά ως μια απόρριψη και ως προδοσία.
Τα μικρά παιδιά κατανοούν τον θάνατο, όχι ως μια αναγκαιότητα,
αλλά ως επιλογή. Η επίδραση αυτής της αίσθησης της απόρριψης και
προδοσίας όμως εξαρτάται από την φύση της σχέσεως ανάμεσα στον
πατέρα και το παιδί. Κανονικά, ο θάνατος ενός πατέρα που το
παιδί δεν γνώρισε ποτέ είναι λιγότερο απόρριψη από τον θάνατο
ενός πατέρα στον οποίον το παιδί ήταν προσκολλημένο.
Η επίδραση του πατρικού θανάτου σε ένα παιδί
μοιάζει να είναι μεγαλύτερη όταν συμβεί σε ηλικία από 3 έως 5
ετών. Είναι τουλάχιστον τρεις οι ψυχολογικοί λόγοι για την
κατανόηση αυτής της περιόδου ως κρίσιμης. Πρώτα, υπάρχει η
ψυχολογία της ανάπτυξης της σχέσεως ανάμεσα στο παιδί και τον
πατέρα του. Στον πρώτο περίπου χρόνο, το παιδί είναι περισσότερο
προσκολλημένο στην μητέρα του, για λόγους ευνόητους. Η
προσκόλληση στον πατέρα συνήθως γίνεται βαθύτερη όταν το παιδί
μπορεί πλέον να μιλάει και να βαδίζει – περίπου σε ηλικία 2
ετών. Φυσικά, η σχέση του παιδιού με την μητέρα του παραμένει
δυνατή, όμως η αρχή μιας σχέσεως με τον πατέρα κανονικά
συμβαίνει περίπου αυτή την χρονική στιγμή, τουλάχιστον στα είδη
των οικογενειών που εμείς θα μελετήσουμε. Η σχέση αυτή συνεχώς
δυναμώνει. Πάντως, μέχρι να φτάσει την ηλικία των 6 ή 7, η σχέση
αυτή συχνά αραιώνει κάπως εξ αιτίας συνομήλικων συντρόφων,
δηλαδή, οι παρέες με συμμαθητές και άλλα παιδιά. Επιπρόσθετα,
όταν το παιδί φθάσει σε σχολική ηλικία, αναπτύσσεται και η
ικανότητά του να κατανοεί τον θάνατο ως κάτι άλλο από απόρριψη.
Μέχρι το άτομο να γίνει 20 ετών, ο θάνατος ενός γονέα – όσο
οδυνηρός και αν είναι – είναι πολύ λιγότερο πιθανόν να
αποτελέσει θεμελιώδη ψυχολογική εμπειρία.
Ένας δεύτερος λόγος προβάλλει
μέσα από την Οιδιπόδεια ψυχολογία, την οποία ξεκίνησε ο
Freud και που συνεχίζει να είναι ένα
σημαντικότατο μέρος της σύγχρονης ψυχανάλυσης. Στην ψυχολογία
των αγοριών, η ηλικία από 3 έως 5 είναι η φυσιολογική Οιδιπόδεια
περίοδος κατά την οποία το παιδί εμπλέκεται πολύ έντονα με τον
πατέρα του και την μητέρα, όπως περιγράφηκε στο προηγούμενο
κεφάλαιο. Κανονικά, το παιδί επιλύει την Οιδιπόδεια διαμάχη
μέχρι να γίνει 5, ταυτιζόμενο πλέον με τον πατέρα του. Πρόκειται
για μια κρισιμότατη περίοδο για τον προσδιορισμό του υπέρ-εγώ (super-ego)
του παιδιού (δλδ., το ηθικό σύστημα που προκύπτει από τον
πατέρα), καθώς και τον σχηματισμό της σεξουαλικής του
ταυτότητας. (Εδώ θα μας απασχολήσει κυρίως η ανδρική ψυχολογία,
αφού οι πιο σημαντικοί ιστορικοί αθεϊστές ήσαν όλοι άνδρες. Ο
αθεϊσμός των γυναικών είναι ειδική περίπτωση, και θα συζητηθεί
αργότερα.)
Ο John Bowlby έχει
προσφέρει τα μέγιστα στην κατανόηση της πρώιμης διαμόρφωσης
προσωπικότητας, που συσχετίζεται άμεσα με το θέμα που συζητούμε:
την ιδέα της «ανησυχίας του χωρισμού» (separation
anxiety). Η ανησυχία χωρισμού, ο τρίτος λόγος για τον
οποίον η πρώιμη απώλεια ενός πατέρα είναι τόσο συντριπτική,
προκαλείται από τον χωρισμό του παιδιού από τον αγαπημένο του
πατέρα ή από την απώλεια του πατέρα (ή του γονικού
υποκατάστατου). Κανονικά, το φαινόμενο αυτό προϋποθέτει την
απώλεια της μητέρας, όμως ένας χωρισμός από τον πατέρα μπορεί εξ
ίσου να είναι η πηγή αυτής της ισχυρής και πολύ βασικής
ανησυχίας χωρισμού. Το έργο του Bowlby
αναγνωρίζει ως κρίσιμη την ηλικία μεταξύ 2 έως 4 για τον
εντοπισμό της ανησυχίας χωρισμού.[1]
2. Φρηντριχ Νίτσε
Θα μελετήσω τους
αθεϊστές, και αργότερα τους θεϊστές, κατά χρονολογική σειρά
γέννησής τους, Όμως θα ξεκινήσω με τον
Nietzsche επειδή αυτός είναι πιθανότατα ο πλέον
διάσημος αθεϊστής στον κόσμο. Ειδικώτερα, είχε απορρίψει με
δραματικότατο τρόπο τον Χριστιανισμό και τον Χριστιανικό Θεό. Η
πιο γνώριμη δήλωσή του, «Ο Θεός πέθανε», είναι γνωστή σε
εκατομμύρια ανθρώπους. Τον απασχολούσε βαθύτατα η θρησκεία, σε
όλη την διάρκεια της ζωής του, ενώ επανειλημμένα και επίμονα
αποκήρυσσε τις Χριστιανικές ιδέες και όσους τις πίστευαν.
Επιπρόσθετα, οι βιογράφοι του Nietzsche
συμφωνούν πως η σκέψη του είναι βαθύτατα συνδεδεμένη με την
ιδιαίτερη, πολύπλοκη ψυχολογία του. Ο ίδιος ο
Nietzsche μας παρέχει την βάση αυτής της σύνδεσης: «Σταδιακά
έχει γίνει προφανές σε μένα πως κάθε μεγάλη φιλοσοφία μέχρι
στιγμής ήταν: συγκεκριμένα, η προσωπική ομολογία του συγγραφέα
της, καθώς και ένα είδος ακούσιου και ασυναίσθητου
απομνημονεύματος... Στον φιλόσοφο, αντιθέτως, δεν υπάρχει τίποτε
που να μην είναι προσωπικό, και, πάνω απ’ όλα, η ηθική του
αποτελεί οριστική και αποφασιστική μαρτυρία για το ποιος είναι.»[2]
Σε παρόμοια φλέβα, ο Nietzsche δήλωσε:
«Δεν έχω επ’ ουδενί αντιληφθεί τον
αθεϊσμό ως αποτέλεσμα κάποιου συλλογισμού, πολλώ μάλλον σαν
γεγονός. Σε μένα, είναι ενστικτωδώς προφανής.»[3]
Έχουμε λοιπόν βάσιμο λόγο να πιστέψουμε πως η ψυχολογία (το
ασυναίσθητο «ένστικτο») του Nietzsche
έχει σχέση με την φιλοσοφία του.
Ο Nietzsche
γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό στην Πρωσική Σαξονία (Γερμανία)
στις 15 Οκτωβρίου 1844, ήταν δε γιός ενός Λουθηρανού πάστορα.
Από τις δύο πλευρές της οικογένειάς του είχαν υπάρξει πολλοί
κληρικοί. Ένας από τους βιογράφους του σημειώνει πως παρ’ ότι
δεν έμαθε να μιλάει παρά μόνο όταν έγινε δυόμιση ετών, «είχε
όμως αποκτήσει μια πολύ στενή σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος
μάλιστα του επέτρεπε να εισέρχεται στο γραφείο του την ώρα που
εργαζόταν».[4]
Ο πατέρας του Nietzsche,
ο πάστωρ Ludwig Nietzsche, απεβίωσε
στις 30 Ιουλίου 1849, δύο ή τρεις μήνες πριν από τα πέμπτα
γενέθλια του νεαρού Nietzsche. Ο
πάστορας ήταν άρρωστος όλο τον προηγούμενο χρόνο, από μια
ασθένεια του εγκεφάλου. (Η μεταθανάτια πιστοποίηση μιλούσε για
κάποια «μαλάκυνση» που είχε επηρεάσει μέχρι και το ένα
τεταρτημόριο του εγκεφάλου του[5]).
Πριν πεθάνει, και ακόμα πριν εκδηλωθεί η ασθένειά του,
περιστασιακά εμφάνιζε μικρές επιληπτικές κρίσεις, οι οποίες
ανησυχούσαν την νεαρή σύζυγό του.[6]
Ο Nietzsche συχνά μιλούσε θετικά για
τον πατέρα του, και για τον θάνατό του ως μια μεγάλη απώλεια που
ποτέ του δεν λησμόνησε. Όπως το περιέγραψε ένας βιογράφος του, ο
Nietzsche ήταν «παθιασμένα
προσκολλημένος στον πατέρα του, και το σοκ της απώλειάς του ήταν
βαθύτατο»[7].
Όταν ήταν στην αρχή της εφηβείας του, ο
Nietzsche έγραψε τις αναμνήσεις του από τα παιδικά του
χρόνια – Aus meinem Leben (Από
την Ζωή μου) – οι οποίες συμπεριελάμβαναν και την περιγραφή της
ημέρας που πέθανε ο πατέρας του:
Όταν ξύπνησα εκείνο το πρωί, άκουγα
θρήνους τριγύρω μου. Η αγαπημένη μου μητέρα μπήκε μέσα με
κλάματα, ολολύζοντας «Θεέ μου! Ο αγαπημένος μου Λούντβιχ είναι
νεκρός!» Αν και ήμουν ακόμα μικρός και αθώος, είχα κάποια ιδέα
του τι σημαίνει θάνατος. Καθηλωμένος όπως ήμουν από την σκέψη
πως θα χωριζόμουν για πάντα από τον πολυαγαπημένο μου πατέρα,
έκλαψα πικρά. Οι ημέρες που ακολούθησαν είχαν καταληφθεί από
θρήνους και προετοιμασίες για την κηδεία. Θεέ μου! Είχα γίνει
ορφανό, και η μητέρα μου χήρα! – Στις 2 Αυγούστου, τα γήινα
απομεινάρια του αγαπημένου μου πατέρα παραδόθηκαν στο χώμα… Η
τελετή άρχισε στις μία το μεσημέρι, και συνοδευόταν από τον ήχο
των καμπανών. Ω, θα έχω για πάντα εκείνη την υπόκωφη κλαγγή των
καμπανών μέσα στα αυτιά μου, και δεν θα ξεχάσω ποτέ την
μελαγχολική μελωδία του ύμνου Jesu mein
Zuversicht (Ιησού, Πίστη μου).[8]
Στην ίδια αυτή, πρώιμη αυτοβιογραφία του, ο
νεαρός Nietzsche είχε εκφράσει έντονα
θρησκευτικά συναισθήματα και ταύτιζε τον Θεό με τον νεκρό πατέρα
του: «Στο κάθε τι, ο Θεός με έχει οδηγήσει με ασφάλεια όπως
οδηγεί ένας πατέρας το αδύναμο παιδάκι του… Σαν μικρό παιδάκι,
εμπιστεύομαι την Χάρη Του.»[9]
Όταν ήταν είκοσι τεσσάρων ετών, ο
Nietzsche έγραψε πως ο πατέρας του «πέθανε
πάρα πολύ νωρίς. Μου έλειπε η αυστηρή και ανώτερη καθοδήγηση
μιας ανδρικής διανόησης.»[10]
Όμως κάποια άλλα σχόλια του Nietzsche
φανερώνουν πως παρ’ ότι αγαπούσε και θαύμαζε τον πατέρα του,
τον έβλεπε ταυτόχρονα σαν άτομο αδύναμο και ασθενικό, που του
έλειπε η «δύναμη ζωής». Τον Ιούλιο του 1888, έξι μήνες
πριν υποστεί τον νευρικό κλονισμό από τον οποίο ποτέ δεν
συνήλθε, έγραψε πως υπέφερε «κάτω από την πίεση μιας νευρικής
εξασθένησης (η οποία εν μέρει είναι κληρονομική –από τον πατέρα
μου, ο οποίος επίσης πέθανε εξ αιτίας μιας διάχυτης έλλειψης
δυνάμεως ζωής.)[11]
Ο Nietzsche έκανε τον
συσχετισμό αυτό ξεκάθαρο, όταν έγραψε: «Ο πατέρας μου πέθανε
στην ηλικία των 36. Ήταν εύθραυστος, αγαπητός και ασθενικός, σαν
ένα ον που προορίσθηκε να επισκεφθεί μόνο προσωρινά τον κόσμο
αυτό – ήταν σαν μια λεπτεπίλεπτη υπενθύμιση ζωής, παρά αυτή
καθεαυτή η ζωή.»[12]
Η γενική αδυναμία και ασθενικότητα του πατέρα
του ήταν για τον Nietzsche επίσης
συνδεδεμένη – όπως αναμενόταν – με τον Χριστιανισμό του πατέρα
του. Η κυριότερη κριτική του Nietzsche
για τον Χριστιανισμό – για την ηθική του, για τον Ιησού της
Χριστιανικής θεολογίας, και για την όλη έννοια του Θεού των
Χριστιανών – ήταν πως έπασχε από έλλειψη, ακόμα και απόρριψη,
της «δύναμης ζωής». Ο Θεός που είχε επιλέξει ο
Nietzsche ήταν ο Διόνυσος – μια ισχυρή
παγανιστική έκφραση της «δύναμης ζωής». Έτσι λοιπόν δεν είναι
δύσκολο να κατανοήσει κανείς την απόρριψη του Θεού και του
Χριστιανισμού από τον Nietzsche ως
απόρριψη της αδυναμίας του πατέρα του. Η ιδιαίτερη φιλοσοφία του
Nietzsche, με την έμφαση που έδινε
στον «υπεράνθρωπο» (uebermensch), στην
«θέληση για ισχύ», στο «να γίνεται κανείς σκληρός», στο «ξανθό
θηρίο», καθώς και στην πασίγνωστη υποτίμηση που έδειχνε προς τις
γυναίκες (για παράδειγμα, είχε πει κάποτε: «Πηγαίνεις να δεις
γυναίκα; Μην ξεχάσεις το μαστίγιό σου!» Και αλλού: «Η
ευτυχία του άνδρα είναι το ‘εγώ θα’. Η ευτυχία της γυναίκας
είναι το ‘αυτός θα’»[13]
όλα υποδηλώνουν τις περαιτέρω εκδηλώσεις της απόπειράς του να
ταυτισθεί με ένα αρσενικό πρότυπο που ο πατέρας του (και ως
προέκταση αυτού, η θρησκεία του πατέρα του) δεν μπόρεσαν ποτέ να
του παράσχουν.
Η αναζήτησή του για την αρρενωπότητα είχε
υπονομευθεί ακόμα περισσότερο από μια άλλη επικυριαρχία των
παιδικών του χρόνων, μετά τον θάνατο του πατέρα του: εκείνη της
μητέρας του και των γυναικών-συγγενών του. Ζούσε σε ένα πολύ
Χριστιανικό σπιτικό με την μητέρα του, την νεώτερη αδελφή του,
την εκ πατρός γιαγιά του και δύο θείες εκ πατρός, μέχρι που
έφυγε για το σχολείο του σε ηλικία 14 ετών. Έτσι, δεν μας
εκπλήσσει που για τον Nietzsche η
Χριστιανική ηθική ήταν κάτι που αφορούσε τις γυναίκες – μια
ένδειξη αδυναμίας, μια νοοτροπία σκλάβου. Στο έργο
Ecce Homo (την αυτοβιογραφία του),
είχε δηλώσει: «Όταν αναζητώ το
βαθύτερό μου αντίθετο, την ανυπολόγιστη μικρότητα των ενστίκτων,
πάντοτε βρίσκω εκεί την μητέρα μου και την αδελφή μου – το να
συγγενεύω με τέτοιο συρφετό θα ήταν βλασφημία εναντίον της
θεότητάς μου. Η μεταχείριση που έχω υποστεί από την μητέρα και
την αδελφή μου, μέχρι και αυτή τη στιγμή, με γεμίζει με
ανέκφραστη φρίκη: εδώ ενεργεί ένας απόλυτα διαβολικός
μηχανισμός.»[14]
Στο τοπικό σχολείο που φοιτούσε σαν νεαρός, ο
Nietzsche είχε δυσκολία στο να
ταυτίζεται με άλλα αγόρια. Τον κορόϊδευαν, αποκαλώντας τον
«μικρό πάστορα» εξ αιτίας της σοβαρής, συγκρατημένης και
ευλαβικής συμπεριφοράς του. Λόγω της μυωπίας του, το σωματικά
παθητικό του ταμπεραμέντο, και τις συχνές αδιαθεσίες του, ακόμα
και από την παιδική του ηλικία, δεν συμμετείχε και στα
αγορίστικα παιχνίδια. Προκειμένου να υπερκαλύψει τα κοινωνικά
του ελλείμματα , ακόμα και στην νεαρή αυτή ηλικία, ο
Nietzsche υπερτόνιζε το επιβάλλον του
– πράγματι, είχε ένα αληθινό πόθο για αυτοκυριαρχία. Κάποτε
έκανε μια επίδειξη θάρρους στα άλλα παιδιά, παίρνοντας μια
χούφτα σπίρτα, ανάβοντάς τα και κρατώντας τα μέσα στην παλάμη
του χεριού του, μέχρι που ένας περαστικός τα πέταξε βίαια στο
έδαφος. Το χέρι του είχε υποστεί σοβαρά εγκαύματα.[15]
Πολλοί έχουν παρατηρήσει την έντονη απόκλιση
ανάμεσα στην σκληρή, δραματική και πολύ αρρενωπή φιλοσοφία του
Nietzsche –ένα είδος φανταστικής
περσόνας που είχε δημιουργήσει- και το πραγματικό του
ταμπεραμέντο και συμπεριφορά. «Ο πόλεμος είναι άλλο πράγμα»,
έγραφε. «Εκ φύσεως είμαι
φιλοπόλεμος. Το να επιτίθεμαι είναι ανάμεσα στα ένστικτά μου.»[16]
Όμως από κοντά ήταν ένα κλειστός
και διανοούμενος τύπος που συχνά υπέφερε από κεφαλαλγίες, πόνους
στομάχου και διάφορα άλλα σωματικά προβλήματα, ανάμεσά τους και
τα συμπτώματα σύφιλης. Η υγεία του ήταν τόσο άθλια, που συχνά
έμενε κλινήρης, με την φροντίδα της αδελφής του και της μητέρας
του.
Η φιλοσοφία του μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας
έντονος πνευματικός αγώνας για να ξεπεράσει την αδυναμία του
Χριστιανού πατέρα του – αδυναμία που συχνά έμοιαζε να τον
στοιχειώνει, όπως ένα όνειρο που είχε δει σαν μικρό παιδί το
1850, έξι μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του, και λίγο πριν
πεθάνει ο μικρός αδελφός του, βρέφος ακόμα:
Άκουγα τον ήχο του εκκλησιαστικού οργάνου
να παίζει όπως σε κηδεία. Όταν πήγα να δω τι συμβαίνει, ξαφνικά
ανοίγει μπροστά μου ένας τάφος και βγαίνει από μέσα του ο
πατέρας μου, τυλιγμένος με ένα σάβανο. Προχώρησε βιαστικός προς
την εκκλησία και μετά από λίγο επέστρεψε, κρατώντας ένα μικρό
παιδί στην αγκαλιά του. Ο λοφίσκος του τάφου ξανα-άνοιξε,
εκείνος σκαρφάλωσε και ξαναμπήκε μέσα στον τάφο, και η ταφόπετρα
ξανακάθισε πάνω από το άνοιγμα. Ο ογκούμενος ήχος του
εκκλησιαστικού οργάνου σταματάει ξαφνικά, και εγώ ξυπνάω. Το
πρωί διηγούμαι το όνειρο στη νεκρή μητέρα μου... Μετά από λίγο
καιρό, ο μικρός Ιωσήφ αρρώστησε ξαφνικά. Τον έπιασαν σπασμοί και
εντός λίγων ωρών, είχε πεθάνει.»[17]
Εν ολίγοις, στον Nietzsche
έχουμε μια δυνατή, πνευματικά αρρενωπή αντίδραση σε ένα
νεκρό, πολύ Χριστιανό πατέρα ο οποίος είχε αγαπηθεί και
θαυμαστεί, αλλά είχε θεωρηθεί αρρωστιάρης και αδύναμος – ένα
δείγμα εκείνου που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει «δύναμη
θανάτου» - ακριβώς το αντίθετο της φιγούρας του Υπεράνθρωπου που
είχε εξιδανικεύσει ο Nietzsche. Όπως
ένας από τους βιογράφους του το περιέγραψε, το μεγαλύτερο μέρος
της ζωής του Nietzsche μπορούσε να
χαρακτηρισθεί ως μια μόνιμη «αναζήτηση του πατέρα».[18]
Μάλιστα, ο Υπεράνθρωπος μπορεί να ερμηνευθεί ως η εξιδανικευμένη
πατρική φιγούρα του Nietzsche.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου