❀ Πιο κοντά από όσο νομίζεις❀
Κατεβήκαμε τρέχοντας την πλαγιά... Όπως
όταν ήμασταν παιδιά, έτσι και τώρα τρέχαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε να
τους προλάβουμε. Να προλάβουμε τους κύκνους που κάθε καλοκαίρι
μαζεύονταν στο ποτάμι μας. Κάπου στη μέση κόψαμε ταχύτητα, ο Οδυσσέας
μου έκανε νόημα να σωπάσω. Τους πλησιάσαμε σιγά σιγά και τους
παρακολουθούσαμε όσοι ώρα βουτούσαν στα νερά και παίζανε ενώ τα
τραγούδια τους σκέπαζαν την γύρω περιοχή και ενώ ο αντίλαλος τους έφτανε
πέρα ως το παλιό κάστρο..ο Οδυσσέας με αγκάλιασε. Η αληθινή ευτυχία
ήταν πιο κοντά μας απ' όσο νομίζαμε τόσα χρόνια. Όμως μόλις τώρα την
ανακαλύπταμε και οι δυο σιγά σιγά. Αλλά, ας τα πάρουμε καλύτερα από την
αρχή...
Η άδεια μου ξεκινούσε στις 3 Ιουνίου και
ήδη από τα τέλη του Μάη τα τηλέφωνα είχαν σπάσει. Δεν ήταν άλλη από την
κυρά Σωτηρία, κολλητή της μητέρας μου και μαμά του Οδυσσέα, που
ανυπομονούσε να της φέρω τις παραγγελίες της, γιατί "σ' αυτόν τον άχαρο
το γιο μου, που να του πω για αρώματα; Είναι ικανός να μου φέρει τίποτα
ψαρόζουμα σαρδέλας" Μην την παρεξηγείται τον Οδυσσέα τον αγαπάει και τον
θαυμάζει αλλά όταν πρόκειται για περιποίηση και ομορφιά δεν τον
εμπιστεύεται. Μια φορά του ζήτησε και αυτή κάτι -πρώτη και τελευταία-
και τα αποτελέσματα ήταν τραγικά. Όμως βγήκα από το θέμα.
Η άδειά μου ξεκινούσε και τα τηλέφωνα
είχαν πάρει φωτιά. Το πόσο θα εκπλαγώ με τις αλλαγές στο χωριό, με το τι
αγωνία με περίμενε η Αννέτα, μου χε λέει ένα καλό παλικάρι, η κλασσική
γιαγιά μου. Τα ρούχα που έπρεπε να πάρω μαζί, έβαζε κρύο το βράδυ και τα
σχετικά. Λες και δεν γνώριζα το κλίμα του τόπου μου. Είπαμε έμενα τώρα
δυο χρόνια στην Αθήνα αλλά τίποτα δεν είχα ξεχάσει.. Το θέμα όμως- όπως
συνειδητοποίησα από την πρώτη μου στιγμή στο χωριό- δεν ήταν το τι
θυμόμουν εγώ, αλλά το τι δεν είχα μάθει.
Βγαίνοντας στο λιμάνι -κατεβαίνοντας από
το πλοίο-, η μυρωδιά των κέδρων από ψηλά με κατέκλυσε. Τι και αν ο
τόπος μου ήταν μακριά από τη θάλασσα. Ο θαλασσινός αέρας ανακατευόταν με
το άρωμα των κέδρων και όλη η πλάση μοσχοβολούσε. Περίμενα υπομονετικά
να κατέβουν οι τουρίστες που έχουν μάθει στο σπρώξιμο και στο ποδοπάτημα
και κατέβηκα με τους τελευταίους. Έσυρα αργά τη βαλίτσα μου μέχρι
να βρω τα δυο χέρια που με έκλεισαν στην αγκαλιά τους και με γύρισαν
μαζί με τη βαλιτσούλα μου. Πρώτα άκουσα το γέλιο του και μετά γύρισα
να δω τα μάτια του. Το καθαρό τους γαλάζιο με ηρεμούσε, βρισκόμουν
σπίτι.
Τι σήμαινε το ότι ήμασταν μέρα παρά μέρα
μαζί στην Αθήνα, το ότι έμενε δίπλα μου; Ο Οδυσσέας μου, ο αδερφός, ο
κολλητός , το παιδί μου και η πιο μεγάλη μου αγάπη -όπως θα ανακάλυπτα
αργότερα- ήταν κοντά μου μετά από μια ολόκληρη βδομάδα δε θα χαιρόμουν;
Με άφησε κάτω και τότε μου ήρθε κεραυνός. Το διακριτικό γελάκι της με
τάραξε και ενώ μπροστά μου, έβλεπα μια πολύ συμπαθητική κοπέλα, εγώ
φοβήθηκα σαν να είδα τον όλεθρο. "Αγαπημένη μου Νεφέλη, από δω η Δανάη, η
αρραβωνιαστικιά μου." Έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί, ενώ εγώ χώνευα μία
μία τις λέξεις. Όχι τότε δε ζήλευα ακόμα. Απλώς μου φαινόταν αδιανόητο
το πως σε μία εβδομάδα, πρόλαβε να γνωρίσει, να αγαπήσει και να
αποφασίσει πως θα παντρευτεί αυτήν τη κοπέλα. Ο κολλητός μου ήταν πάντα
αυθόρμητος αλλά αυτό δεν είχε προηγούμενο...
Με πήγαν με το αμάξι να αφήσω τα
πράγματα μου και αργότερα θα περνούσαν να με πάρουν να πάμε στο φαράγγι.
Μπήκα μέσα με κρύα καρδιά και έπεσα πάνω στη γάτα μας που εκείνη την
ώρα έπαιρνε τον υπνάκο της δίπλα στην κουζίνα. "Άρε νύχτα -την λέγαμε
έτσι γιατί τη βρήκα μέσα σε ένα χαρτόκουτο μια βροχερή νύχτα καθώς
επέστρεφα από το ποτάμι- εσύ κοιμάσαι και ονειρεύεσαι. Εγώ που είμαι
ξύπνια, γιατί βλέπω εφιάλτη;"
Η μητέρα μου με άκουσε από το σαλόνι και
μαζί με μια Αννέτα γεμάτη ρόλεϊ για μπούκλες έτρεξε να με καλωσορίσει.
"Παιδάκι μου όμορφο, ώφου μωρέ αδυνάτισες τι τρως εκεια πάνω χαρώτο μου;
Δεν σ' αρέσει το φαΐ;" Η κυρά Μαρία τα είπε όλα με μιαν ανάσα και ως
συνήθως δεν πρόλαβα να αρθρώσω λέξη. Ευτυχώς η Αννέτα επενέβη. "Τι να
κάμει μωρέ Μαρία; Ζαλίστηκε ήδη. Άσε τη κοπελιά να πάρει μιαν ανάσα.
Ίντα μου κάνεις Νεφέλη μου; Τι νέα μας φέρνεις από την πρωτεύουσα.;" "Τα
ίδια γιαγιά όπως τα ξέρεις δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά."
Τα πήρε η Αννέτα, αφού προσπέρασε το
γιαγιά, που από μωρό που ήμουν ακόμα δεν της καθόταν καλά να την ε λένε
έτσι, με κοίταξε πονηρά και μου είπε. "Αυτό θα σε φάει εσένα πουλάκι μου
και άντε να δεις χαρά μετά. Μην ανησυχείς και σου χω γω ένα παλικάρι να
μην ξανασηκωθείς από δίπλα του." "Μάνα! -πετάχτηκε η Μαρία- τι λόγια
είναι αυτά; Άκου κει προστυχιές δεν ντρέπεσαι; Σε μικρή κοπέλα να τα λες
αυτά;" εγώ τους χαμογέλασα και είπα να σώσω την γιαγιά από το
κατακεραύνωμα της κόρης της."Έλα μαμά τώρα τι μικρή; Κοντεύω τα τριάντα
πια! Τι φοβάσαι πως επειδή μεγαλώνω γερνάς και συ;" Άστραψε αλλά δε
μίλησε τις άφησα και τις δυο με ένα φιλί και πήγα να ξαπλώσω γιατί
προβλεπόταν μεγάλη νύχτα η αποψινή...
Στο γεφύρι οι φωνές διαδέχονταν η μια
την άλλη και από τα χαιρετίσματα και τις μαντινάδες περάσαμε γρήγορα στα
τραγούδια και στις εξομολογήσεις. Ο Σήφης ερωτεύτηκε το Κατερινιώ. Η
Όλγα μέθυσε προχτές και τη βρήκαν οι δικοί της μούσκεμα δύο η ώρα στο
συντριβάνι της πλατείας να τραγουδά το " I'm singing in the rain" Και η
ώρα περνούσε ευχάριστα μέχρι που η ρημάδα η μπουκάλα έδειξε τη Νεφέλη
και τον Οδυσσέα.
Άρχισε τα γέλια η παρέα, τις
δικαιολογίες ο Οδυσσέας, να κοκκινίζω εγώ και να χει γίνει πράσινη η
Δανάη που πριν λίγο τραγουδούσε και τώρα νύσταζε. Τελικά με τα πολλά, ο
Οδυσσέας γύρισε και κοίταξε απολογητικά τη Δανάη, πριν γυρίσει
παιχνιδιάρικα προς το μέρος μου και σκύψει να με φιλήσει στο μάγουλο όσο
εγώ κοιτούσα γύρω ανήσυχα. Αφού οι φίλοι μας τον γιούχαραν κανονικά,
την ώρα που εγώ απομακρυνόμουν με άρπαξε και με φίλησε...
Τον είχα δει πολλές φορές να φιλάει
κοπέλες του. Με τη ορμή έπεφταν τα χείλη του και συνέθλιβαν τα δικά
τους. Με πόση ανυπομονησία και τέχνη έφερνε τα χείλη του στα δικά
τους και μετά λίγο πριν τελειώσει άνοιγε ελάχιστα το κάτω χείλος και η
ανάσα του τις πλημμύριζε. Η ζεστή ανάσα με άρωμα κανέλας κατέλυσε και
μένα αφήνοντας με μετέωρη όταν με άφησε. Όσο απότομα το άρχισε τόσο το
διέκοψε και εγώ παραλίγο να πέσω μπροστά. Ευτυχώς βρήκα ισορροπία και
δεν προσγειώθηκα φαρδιά πλατιά. Γυρίζοντας στη θέση μου, παρατήρησα τη
Δανάη που είχε στραβωμουτσουνιάσει και τον Νικολή τον αδερφό του
Οδυσσέα να με κοιτά επιδοκιμαστικά.
Άφησα να περάσουν 15 λεπτά πριν
προφασιστώ πονοκέφαλο και φύγω γρήγορα από το φαράγγι. Δεν είχα
αυτοκίνητο και έτσι αναγκαστικά θα περπατούσα μέχρι το σπίτι. Όμως αυτό
μου έδωσε την ευκαιρία να σκεφτώ. Προσπαθούσα να καταλάβω τι σήμαινε
αυτό το φιλί για μένα και γιατί απο τη μία με πονούσε και από την άλλη
στενοχωρήθηκα όταν σταμάτησε. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα για το φιλί
του Οδυσσέα, ήταν ότι ενώ όταν το έβλεπες νόμιζες ότι το φιλί του ήταν
μια επίθεση, ένας πόλεμος, στην πραγματικότητα τα χείλη του ήταν
τρυφερά πάνω στα δικά σου και σ' άγγιζαν με έναν παιχνιδιάρικο τρόπο.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα αργά, ντύθηκα
λοιπόν νωχελικά και αρπάζοντας το ποδήλατο κατέβηκα την πλαγιά και
έφτασα στην παραλία των νεράιδων. Βούτηξα στα κρυστάλλινα νερά και
αφέθηκα στο ελαφρό νανούρισμα του κύματος, όταν κάποιος με πλησίασε.
Τρόμαξα και γύρισα για να δω τον Οδυσσέα.
"Πάντα τόσο εύκολα τρόμαζες;" με ρώτησε
γελώντας. " Μπα, μόνο όταν έβλεπα τη φάτσα σου" Είπα και γω και άρχισα
να βγαίνω έξω. Με ακολούθησε. "Τι έγινε εχτές; Πως και έφυγες τόσο
νωρίς;" Ρώτησε και κάθισε δίπλα μου. "Πονοκέφαλος είπα και κοίταξα
αλλού." "Σε παρακαλώ εσένα δε σε βάζουν κάτω οι πονοκέφαλοι." "Τι θέλεις
να σου πω, ότι δε με σήκωνε το κλίμα; Την είδες δα πως έκανε." Πήγε
κάτι να πει, μάλλον να με διαψεύσει, όμως εκείνη την ώρα χτύπησε το
κινητό του. Η κουβέντα ξεκίνησε με ένα έλα, ναι όχι και συνεχίστηκε με
τσιρίδες και ένα πάλι με αυτήν είσαι ,από την άλλη άκρη, μέχρι να της
κλείσει το τηλέφωνο. Περιττό να πω ότι ήταν η Δανάη.
Μετά από δύο ακόμη τέτοια περιστατικά,
ένα μπροστά σε όλη την παρέα και ένα επειδή συναντηθήκαμε στο σούπερ
μάρκετ. Αποφάσισα πως το κλίμα δε με σήκωνε άλλο. Δεν μπορούσα και να
αντέχω της προσβολές της Δανάης και να κρύβω τα συναισθήματά μου. Την
επομένη κιόλας θα έφευγα.
Ξεκίνησα πρωί, δεν ήθελα να δω κανέναν
και έτσι έφτασα στο πλοίο δύω ώρες πριν σαλπάρει. Ανέβηκα και αφού
βόλεψα τις "λιγοστές" βαλίτσες μου - η μία είχε γίνει τρεις μία εκ των
οποίων ήταν γεμάτη τάπερ και τοπικά προϊόντα για μένα και άλλη μία για
τους φίλους στην Αθήνα. Έβαλα τα ακουστικά στα αυτιά και έπιασα μια
καρέκλα στο κατάστρωμα να χαζέψω θάλασσα και κόσμο. Παράλληλα στο σπίτι
μου έφτασε ο Οδυσσέας με διάθεση για κουβέντα. "Τι γίνεστε κυρία
Αννέτα;" "Τι να γίνομαι παιδί μου, που έφυγε η προκομμένη και δεν
πρόλαβε ούτε το παλικάρι να γνωρίσει." Την κοίταξε χαμογελώντας.." Δεν
είναι η Νεφέλη για προξενιά...Εμ, πως το πατε φεύγει;" Έχασε το χρώμα
του και ίσα που πρόλαβε να ακούσει την Αννέτα να του λέει ότι έφυγε πριν
κανά δίωρο, αλλά δεν σάλπαρε ακόμα.
Την έψαξε στο πλήθος και την εντόπισε
πάνω στο τρίτο κατάστρωμα. Ανέβηκε γρήγορα, η ώρα των καλεσμένων είχε
περάσει και ένας ελεγκτής παραλίγο να τον πετάξει με τις κλοτσιές. Αλλά
ευτυχώς βρέθηκε ο Λαυρέντης συντοπίτης του και τον άφησε να περάσει. Την
πλησίασε, "Θα έφευγες χωρίς να χαιρετήσεις;" Της είπε και εκείνη τον
κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. "Τι στο καλό θες εσύ εδώ; Το πλοίο φεύγει."
"Θα βγάλω εισιτήριο στο καράβι. Δεν θα χω πρόβλημα νομίζω." Γούρλωσε
ακόμη πιο πολύ και δύσπιστη ρώτησε. "Και η Δανάη;"
Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο- έναν
εκνευριστικό συγχρονισμό που χε αυτή η κοπέλα. Κοίταξε την οθόνη και
της χαμογέλασε.."Δεν υπάρχει Δανάη χωρίσαμε εχτές. Είχε γίνει
εκνευριστική η ζήλια της. Λες και είχε λόγο να ζηλεύει εσένα σωστά;"
Παραλίγο να πνιγεί αλλά το έσωσε και
ψέλλισε πως Φυσικά και όχι. Ο Οδυσσέας την πλησίασε "Νεφέλη; Λέμε και
ψέματα;" Κοκκίνισε άνοιξε το στόμα και "Οδυσσέα να σου εξ..." Της
έκλεισε το στόμα με ένα φιλί.. Εκείνο το βράδυ έμεινε σπίτι της, ούτε
ρούχα, ούτε καν τα κλειδιά του διαμερίσματός του δεν είχε, -άλλο που δεν
ήθελε και αυτός. Μια βδομάδα μετά μετακόμισε κανονικά σπίτι της. Και να
που ένα καλοκαίρι μετά κάθονται μαζί στο ποτάμι και κατασκοπεύουν τους
κύκνους αγκαλιασμένοι..
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΗ ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου