Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

G. RITSOS








Μεγάλοι Έλληνες Ποιητές
 Γιάννης Ρίτσος. Ποιήματα
Ειρήνη
Ο πατέρας που γυρνάει τ' απόβραδο μ' ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ' ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
κ' οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.
'Οταν οι ουλές απ' τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους πούσκαψαν οι οβίδες φυτεύουμε δέντρα
και στις καρδιές πούκαψε η πυρκαϊά δένει τα πρώτα της
μπουμπούκια η ελπίδα
κ' οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχως
παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.
(απόσπασμα)

Από τον "ΕΠΙΤΑΦΙΟ"
ΙV
Γιε μου, ποια Μοίρα στογραφε και ποια μου τόχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν' ανάψει;
Πουρνό - πουρνό μου ψύπνησες, μου πλύθηκες, μου ελούστης
πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.
Κοίταες μην έφεξε συχνά - πυκνά απ' το παραθύρι
και βιαζόσουν σα νάτανε να πας σε πανηγύρι.
Είχες τα μάτια σκοτεινά, σφιγμένο το σαγόνι
κι είσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι.
Και γω η φτωχειά κ' η ανέμελη και γω η τρελλή κ' η σκύλα,
σούψηνα το φασκόμηλο κι αχνή η ματιά μου εφίλα
Μια - μια τις χάρες σου, καλέ, και το λαμπρό σου θωρί
κι αγαλλόμουν και γέλαγα σαν τρυφερούλα κόρη.
Κι ουδέ κακόβαλα στιγμή κι ουδ' έτρεξα ξοπίσω
τα στήθεια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.
Κι έφτασ' αργά κι, ω, που ποτές μην έφτανε τέτοια ώρα
κι, ω, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου η χώρα.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
ΙΧ
Ω Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιο μου θάστελνες τον ʼγγελο από πέρα.
Κι, αχ, Θε μου, Θε μου, αν είσουν Θεός κι αν είμασταν παιδιά σου
θα πόναγες καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.
Κι αν είσουν δίκειος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.
Γιε μου, καλά μου τάλεγε το γνωστικό σου αχείλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:
Εμεί ταγίζουμε ζωή στο χέρι : περιστέρι,
κ' εμείς ούτ' ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.
Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ' αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.
Αχ, γιε μου, πια δε μούμεινε καμιά χαρά και πίστη,
και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη.
Και, τώρα, επά σε ποια φωτιά τα χέρια μου θ' ανοίγω,
τα παγωμένα χέρια μου ναν τα ζεστάνω λίγο;


Στοιχεία Ταυτότητος

Xρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903 π.X. -
εξίσου πιθανόν
το 903 μ.X. Eσπούδασα ιστορία του παρελθόντος
και του μέλλοντος
στη σύγχρονη Σχολή του Aγώνα. Eπάγγελμά μου:
λόγια και λόγια, - τι νά 'κανα; Pακοσυλλέκτη με
είπαν. Kαι τώντι.
Σύναξα ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ' τα κα-
πέλα της υπόγειας Kόρης,
κουμπιά από χλαίνες στρατιωτών, ένα κράνος, δυο
φθαρμένα σαντάλια,
μάζεψα ακόμη δυο σπιρτόκουτα και την καπνοσα-
κούλα
του Mεγάλου Tυφλού. Στο Ληξιαρχείο, τα τελευταία
χρόνια, μού δωσαν
την πλέον απίθανη χρονολογία της γέννησής μου: 1909.
Bολεύτηκα μ' αυτήν, και μένω. Tέλος,
το 3909 κάθισα στο σκαμνί μου να καπνίσω ένα τσι-
γάρο. Tότε
κατάφτασαν οι κόλακες· με προσκυνούσαν· μου περ-
νούσαν στα δάχτυλα
λαμπρά δαχτυλίδια. Oι ανίδεοι δεν ξέραν
πως τά 'χα φτιάξει εγώ με τ' άδεια τους φυσίγγια πού
'χαν μείνει στους λόφους.
Γι' αυτό ακριβώς, για την ωραία τους άγνοια, τους
αντάμειψα πλούσια
με αληθινά πετράδια και διπλάσιες κολακείες. Πάντως
το μόνο σίγουρο: τόπος της γέννησής μου: η Aκρα
Mινώα.
Η καμπάνα
Ποιος ήταν που κρέμασε ( και πότε;) πάνω ακριβώς απ το τραπέζι
καταμεσίς στο ταβάνι, αυτή τη μαύρη καμπάνα; - πριν μήνες; πριν χρόνια;
Σκυμμένοι στο πιάτο μας, δεν την είχαμε δει. Ποτέ δε σηκώσαμε
λίγο πιο πάνω το κεφάλι, - ποιος ο λόγος άλλωστε; Μα, τώρα,
το ξέρουμε είναι εκεί, αμετάθετη. Ποιος τάχα την πρωτό δε; ποιος μας το πε
αφού κανείς μας δε μιλάει; Ίσως, μια νύχτα, ακολουθώντας το ποτήρι,
στραγγίζοντας την τελευταία σταγόνα του κρασιού, μέσ απ το άδειο
θαμπωμένο ποτήρι, να την πήρε το μάτι μας. Σκύψαμε αμέσως
ακόμη πιο πολύ. Πεινάμε, δεν πεινάμε, τρώμε· περιμένοντας πάντα,
από στιγμή σε στιγμή, ένα μεγάλο αόρατο χέρι να χτυπήσει την καμπάνα
εννέα ή δώδεκα φορές ή μία και μόνη, απέραντα μόνη, απειθάρχητα μόνη,
ενώ, από μέσα μας, μετράμε κιόλας, μήπως συμπέσουμε τουλάχιστον στους χτύπους.

''Απροσάρμοστοι'', Τρακτέρ, Ποιήματα 1930-1960, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1972, σσ. 41-42.
Απροσάρμοστοι
Τέτοια ζωή μας μέλλονταν, να γράφουμεν επιστολές
που να μη στέλνουμε από μιαν αξήγητη δειλία
μονάχα να τις δένουμε σε κορδελίτσες παρδαλές
και να το βρίσκουμε και τούτο ασήμαντη ασχολία.
Να πάλλεται βαθιά η καρδιά, που άξια είτανε για τα καλά,
κι όμως να ζούμε πάντοτε στη σκοτισμένη αφάνεια·
οι ταπεινοί πατώντας μας να δείχνουν μέτωπο ψηλά
και τα δικά μας άπρεπα να φέρουνε στεφάνια.
Το πρόσωπο μας να φορεί φρίκης γκριμάτσα τραγική,
φιλάρεσκα ν' αφήνουμε να λεν πως μας πηγαίνει
να βλέπουμε να φεύγει η ζωή μακριά μας ξένη, βιαστική
και να περνάμε, αθόρυβα μισώντας, μισημένοι.
Το κάθε τι, και πιο πολύ τ' όνειρο, να μας τυραγνά
τα βλέμματα των διαβατών στα μάτια μας λεκέδες.
Περήφανοι να δείχνουμε κι όμως τα χέρια μας τ' αγνά
να κράτησαν και να κρατούν ακόμα μενεξέδες.
Να λαχταρούμε σαν παιδάκια ευαίσθητα κι ασθενικά
-δικαίωση και παρηγοριά της ζωής μας την αγάπη
κι αν κάποτε τη βρήκαμε να μας προσμένει μυστικά
όμως το χέρι ν' απλωθεί ζητώντας την εντράπη.
Τα μέτρια ν' αποφεύγουμε μ' αδιάλλαχτην αποστροφή,
αμετανόητοι κυνηγοί του Ωραίου και του Απολύτου
νάναι μας έπαθλο η πληγή, τι μάταιο γνώση μας σοφή
η χρυσή σμίλη δημιουργού, κασμάς του καταλύτου.
Να ξεκινάμε τις αυγές και πάνω μας μαύροι οιωνοί
οι αμφιβολίες να μας κρατούν στην ίδια πάλι θέση
κ' εμείς μ' αηδία να φτύνουμε τον εαυτό μας που θρηνεί
και να φοράμε κόκκινο της ανταρσίας το φέσι.
Τότε να ονειρευόμαστε μιαν αλλαγή κ' ευθύς ξανά
να σκύβουμε, σκλάβοι χλωμοί, σε ιερή λατρεία του πόνου,
τις ήττες ν' ανεμίζουμε φλάμπουρα νίκης φωτεινά
κι αξιοπρεπώς να παίρνουμε το λάχτισμα και του όνου.
Καχύποπτοι και μίζεροι μέσα στα φρούρια της σιωπής
να κλειδωνόμαστε άβουλοι, να κάνουμ' έτσι χάζι
τον κόσμον εξετάζοντας πίσω απ' τον κύκλο μιας οπής
και, θαρραλέοι, σκιά μικρού πουλιού να μας τρομάζει.
Δειλοί και στην αγάπη μας μα και στο μίσος πιο δειλοί
κι ανίσχυροι κι ασάλευτοι να ζούμε ανάμεσα τους,
να μας πληγώνουν και τα δυο και να μετράμε σιωπηλοί
στα παγωμένα δάχτυλα τους ίδιους μας θανάτους.
Εχθρούς να υποψιαζόμαστε παντού κ' οι ολόφωτοι ουρανοί
να ισκιώνονται απ' τον ίσκιο μας και, φεύγοντας κινδύνους,
να ζούμε μόνοι πλέκοντας για τους εχθρούς δημίου σκοινί
και να κρεμάμε εμείς εμάς αθώους αντί για κείνους.

Γ. Ρίτσος, ''Εαρινή Συμφωνία''
ΧVI, Ποιήματα 1930-1960, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1972, σσ. 237-238.

XVI
Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ' αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.
Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.
Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή του απείρου.
'Ενα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
'Ενα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.
Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.
Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδι
την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.
'Ενα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.



"Κουβέντα με τον Γιορντάν Γιόφκωφ"
από τη συλλογή Τα επικαιρικά, δεύτερη έκδοση, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1976, σσ. 365-368.

Γιορντάν, γνωρίζω αυτό το φαρδύ ουρανό της πατρίδας σου που φιλοξενεί τα δέντρα,
αυτό το εύφορο χώμα, το αμερόληπτο και υπάκουο
που ανθίζει κάτω απ' τα ομόφωνα χέρια του λαού σου.
Αυτόν τον 'Aγνωστο Χωρικό, εσύ μου τον σύστησες, Γιορντάν Γιόφκωφ,
κι ας μην έχει τώρα το μπαλωμένο εκείνο πουκάμισο
κι ας άλλαξε το δισταχτικό του χαμόγελο μ' ένα ξεκούμπωτο γέλιο,
-τα ίδια μάτια, τα ίδια χέρια, το ίδιο κομμάτι ψωμί στο χρώμα της καλοσύνης,
το ίδιο κι αυτός θάφηνε το ψωμί του ανέγγιχτο αν αρρωστούσε το άλογό του,
εκείνο το άλογο που μες στα μάτια του σπιθίζανε δυο φούχτες δακρυσμένα αστέρια.

Γιορντάν Γιόφκωφ, νάσαι ήσυχος - το 'Aσπρο σου Χελιδόνι
που αναζητούσε το χλωμό κορίτσι σου με τις μακριές πλεξούδες,
τόδα να κάθεται στα τηλεγραφικά σύρματα της Σόφιας
όταν μετέδιδαν τις ειδήσεις απ' το Πέμπτο Συνέδριο της Ειρήνης του Πλόβντιφ-
είχε το σχήμα του περιστεριού,
το στήθος του ήταν λείο κι ογκωμένο σαν το μαστό μιας νέας μητέρας
που θηλάζει στο φως το πρώτο παιδί της.

Νάσαι ήσυχος, Γιόφκωφ, τ' άσπρα χελιδόνια σου
περνούν κοπαδιαστά πάνω απ' τη λίμνη Μπαντζάρεβο
περνούν πάνω από τους υδατοφράχτες της πατρίδας σου
πάνω απ' τους ριζώνες, τα κριθαροχώραφα, τ' αμπέλια,
πάνω απ' τα χρυσά βουνά του λιναριού και του σταχυού
πάνω από τ' αρωματισμένα βουνά των καρπών,
κάθονται ολόλευκα ανάμεσα στα κόκκινα τούβλα των νέων εργατικών σπιτιών.

Κουβεντιάζουν με τους χτίστες για το νέο τους πλάνο,
κάθονται στους ώμους των κολχόζνικων, τους συμβουλεύουν,
τους δείχνουν τα σημάδια του καιρού στις παλάμες των άστρων,
κάθονται στα κομπάιν δίπλα στους λιοκαμένους θεριστάδες
προσθέτοντας την ευγένεια της λευκότητάς τους
στους απέραντους αριθμούς της μαζικής παραγωγής.

Πες στον Ελίν-Πελίν πως μπορεί να επιστρέψει ο Ματβέικο από τον 'Aλλο Κόσμο
γιατί και δω πολλές ταβέρνες κλείσανε κι ανοίξανε πολλά σχολεία
γιατί και δω τα δέντρα ανθίζουν πιο καλά κι απ' τον παράδεισο
κι οι φορατζήδες, πες του, λείψανε.

Κι η γριά του Ματβέικο μπορεί ν' αλλάξει το μαύρο τσεμπέρι της
μ' ένα μαντήλι κλαδωτό και να χορέψει σόπτσκο στην πλατεία του κολχόζ
ή να μαζέψει φράουλες κι ανθισμένα γέλια.
Γιορντάν Γιόφκωφ, νάσαι ήσυχος - τ' άσπρα σου χελιδόνια
κάθονται στην αυλή του Μουσείου της Επανάστασης
ανεβαίνουν τις σκάλες
κάθονται ανάμεσα στα σοβαρά γένια του Μπλαγκόβιεφ
όπως κάθεται η εμπιστοσύνη ανάμεσα στις έγνοιες των αγωνιστών.

Γιορντάν Γιόφκωφ, ένας έλληνας ποιητής σου φέρνει νέα απ' την πατρίδα σου
Νάσαι ήσυχος, σου λέω, το φως μεγαλώνει σε καλά χέρια,
οι φράχτες πέσαν απ' τα παλιά ανάκτορα,
τώρα οι εργάτες και τα ζευγαράκια αναπαύονται στο Βασιλικό Κήπο -
οι φράχτες πέσαν, ανάμεσα στα χωράφια,
το στέρνο της γης πλάτυνε απ' τις βαθιές ανάσες της ευτυχίας -
οι φράχτες πέσαν ανάμεσα στις ψυχές,
έτσι να κάνεις να χαμογελάσεις σου απαντούν χίλια χαμόγελα.

Αν στήνουν τώρα κάποια φράγματα, αυτά είναι κείνα
που βάζουνε τα ρωμαλέα μπράτσα του νερού στη δούλεψη του ανθρώπου
που βάζουνε και τα λιανά δάχτυλα των ρυακιών
να κινούν τα μοτέρ, να στρίβουν το διακόπτη μέσα στα πανεπιστήμια
ν' ανάβουν τον ηλεκτρικό γλόμπο στην κάμαρα του γέρου αγρότη που μαθαίνει γράμματα
ν' ανάβουν το φως πάνω απ' τα χαρτιά μου
απόψε που σου κουβεντιάζω, Γιορντάν Γιόφκωφ.

Μάθε ακόμη πως τα βράδια η σκιά είναι πιο μαλακιά στα χωράφια
οι αγελάδες έχουν πάντοτε τα ίδια αγαθά μάτια που γνώρισες
αυτά τα μάτια που είναι σα δυο μικρά αλώνια καλοσύνης,
μονάχα που το καστανό τους χρώμα γύρισε στο χρυσαφί
γιατί είναι τώρα πιο πολλά και πιο χρυσά τα στάχυα που αντιγράφουνε τα μάτια τους.
Και το μουγκάνισμά τους μες στο φλωροκαπνισμένο δείλι δεν είναι πια θλιμμένο.

Σαλεύουν αργά την ουρά τους χαϊδεύοντας τα γόνατα της γαλήνης.
Σηκώνουν το κεφάλι και κοιτάζουν ένα ρόδινο σύννεφο.
Ίσως να οσμίζονται τη μυρωδιά του σακακιού σου, Γιόφκωφ.
Είδα σειρές τα κάρα να περνούν στη δημοσιά του Πλόβντιφ
κατάφορτα σανό, σαν κινητοί ναοί της γονιμότητας.

Είδα γριές κολχόζνικες να πίνουν μπύρα στα παλάτια του Μπόροβετς
με το χαράκι της οργής σβησμένο ανάμεσα στα φρύδια τους.
Ένα χαμόγελο έχει ντύσει τα βασανισμένα χρόνια τους
έτσι που ντύνει με λουλούδια η άνοιξη τα μαύρα βράχια.

Α, κι η σιωπή, Γιορντάν, που γνώρισες -η δίβουλη κι απέραντη σιωπή-
τις νύχτες που τ' αστέρια μπλέκανε τα δάχτυλά τους σε μια προσευχή ανεξήγητη,
δεν είναι πια η σιωπή σαν αίνιγμα
σα βήμα που δεν ξέρει πού πηγαίνει
σα φόβος που παραμονεύει και στις τέσσερις γωνιές της νύχτας
σα μια φωνή από αλλού που κρύβεται πίσω απ' τη ράχη σου
με μια αιχμηρή αστραπή σα μαχαίρι στο χέρι ενός ίσκιου -
τώρα η σιωπή είναι σαν τα ήμερα μάτια ενός ζώου που σου δίνει το γάλα του
είναι η σιγουριά της αυριανής δουλειάς
η στρογγυλή σιγουριά του ψωμιού και του γέλιου
η σιγουριά του τραγουδιού και του βιβλίου.

Γιόφκωφ, αν είδες κάποια αδεξιότητα στο νέο γέλιο των ανθρώπων
αν είδες κάποια αμηχανία στο νέο τραγούδι της
είναι η αδεξιότητα της χαράς όταν φοράμε καινούρια ρούχα
όταν φοράμε καινούρια παπούτσια μια Κυριακή κατάφωτη
- κοντοστεκόμαστε λίγο κάτω απ' τα δέντρα
να διορθώνουμε ένα λουλούδι σ' ένα ποτήρι με νερό.
Γι' αυτό σου λέω νάσαι ήσυχος - Γιορντάν Γιόφκωφ.

'Aλλο δεν έχω να σου πω. Α, ναι. κι ένα άσπρο χελιδόνι σου
Μεθαύριο θα το μεταφέρω στην Ελλάδα - ένα άσπρο φως
ειρηνικό χαιρετισμό απ' τα χέρια της πατρίδας σου,
ένα άσπρο φως που φέγγει ένα τοπίο περιστεριών, τριαντάφυλλων και δυνατών χεριών.
ΒΑΡΝΑ, 25.VI.58

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου