Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

ΕΡΩΣ & ΘΑΝΑΤΟΣ

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
Ὑπό ΢π. Κ. Σσιτσίγκου
Ὡς γνωστό, ὁ S. Freud (1856-1939) διατύπωσε δύο θεωρίες γιά τά ἀνθρώπινα ἔνστικτα: τήν κλασική (1915) καί τή λεγόμενη δυαδική θεωρία (1920), ἡ ὁποία δέχεται ὅτι ὁ ἀνθρώπινος ψυχισμός δονεῖται βασικά ἀπό τήν ὁρμή ζωῆς (Lebenstrieb), πού ἀντιστοιχεῖ σέ ὅ, τι ἀποκαλοῦμε «ἔνστι-κτο» ἤ «ὁρμή» αὐτοσυντήρησης (Selbst-Erhaltungstrieb ἤ self-preservation1) ἤ Ich-Trieb καί ἀπό τή Libido, δηλ. τό sexual instict.
Καί τά δύο αὐτά εἴδη ἐνστίκτων ὁ ἴδιος ὁ Freud ἀργότερα, στά ἔργα του <Jenseits des Lustprinzips> (1920), <Massenpsychologie und Ich Analyse> (1921) καί <Das Ich und das Es> (1923), συγχώνευσε στήν ἔννοια τοῦ «ἔρωτα» (Eros)2, προσθέτοντας (γιά ἀντιστοίχιση πρός τήν ὁρμή τῆς αὐτο-κατα-στροφῆς) τό λεγόμενο «ἔνστικτο τοῦ θανάτου» (Todestrieb)3, πού ἀντανα-κλᾶ τήν <ἀρχή τῆς Nirvana> (Thanatos)4.
1 Ch. Rycroft, A Critical Dictionary of Psychoanalysis, 1968, Penguin Books, New York 1985 (repr.), pp. 74, 149.
2 Πρβλ. F. R. Halligan & J. J. Shea (Eds.), The fires of desire: Erotic energies and the spiritual quest, New York: Crossroad, 1992.
3 Πρβλ. Seneca, Epistulae morales, London: William Heinemann LTD, Cambridge, Massachusetts, Harvard University Press MCMLXXI, XXIV: Lucilio suo salutem, Liber III, 25: ‚Vir fortis ac sapiens non fugere debet e vita sed exire; et ante omnia ille quoque vitetur affectus qui multos occupavit, libido moriendi‛ (πρβλ. Φ. Μαλεβίτση, Πάουλ Τίλλιχ ― Τό θᾶρρος τῆς ὑπάρξεως, ἐκδ. ΔΨΔΨΝΗ, Ἀθήνα 1976, σ. 32). Ὁμοίως, ὁ G. Marcel (Être et avoir, μτφρ. Ν. Μακρῆ, ἐκδ. ΔΨΔΨΝΗ, Ἀθήνα 1978, σ. 36) κάνει λόγο γιά μία «καταστροφική θέ-ληση» ἤ «θέληση ἀπωλείας». Ἡ δυνατότητα τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς νά ἀρνεῖται τόν ἑαυτό της, δηλ. ἡ δυνατότητα τῆς ἀπελπισίας, πού βέβαια συνδέεται μέ τήν ἐλευθερία, ὑπερ-βαίνεται μέ τήν ἀγάπη, ἀφοῦ «τό νά ἀγαπᾶς ἕνα ὄν εἶναι σάν νά τοῦ λές: σύ δέν θά πε-θάνεις» (G. Marcel, Être et avoir, σ. 109).
4 S. Freud, «Ἡ ψυχοπαθολογία τῆς καθημερινῆς ζωῆς», Ἅπαντα, μτφρ. Π. Κ. ΢ύρρου, ἐκδ. ΠΑΝΕΚΔΟΣΙΚΗ, Ἀθῆναι 1965-72, ἀπό γαλλική ἔκδοση Payot (transl. by S. Jankélévitch) ὑπό τήν ἄμεση ἐποπτεία τοῦ S. Freud καί μέ ἀντιπαραβολή τῆς Gesammelte Schriften (IPV, τόμοι 11, Βιέννη 1924-1925), τ. 3 (1963) 174, D. Lagache, «Πρόλογος», στοῦ S. Freud, Ἅπα-ντα 4 (1965) 14., 14 (1971) 134, S. Freud, «Σό Ἐγώ καί τό Ἐκεῖνο», Ἅπαντα 7 (1967) 97, Ch. Rycroft, A Critical Dictionary of Psychoanalysis, 1968, Penguin Books, New York 1985 (repr.), pp. 74, 27, P. Daco, Les Triomphes de la Psychanalyse, Editions Marabout – Gérard, Verviers – Belgique, μτφρ. Κ. Ἐμμανουήλ, ἐκδ. ΔΙΠΣΤΦΟ, Ἀθήνα 1970, σ. 335-337. Ἡ <ἀρχή τῆς Νιρβά-να> (Nirvanaprinzip), ἀπό τόν ὁμώνυμο σανσκριτικό ὅρο τοῦ Βουδισμοῦ, ἡ ὁποία ἀπό τό 1895 χρησιμοποιεῖται στήν Χυχανάλυση γιά τίς διαδικασίες «ἐκφορτώσεως», πού συνο-δεύονται ἀπό αἴσθημα ἱκανοποιήσεως, καθώς καί τῆς ἄμυνας ἐναντίον τῶν ἐρεθισμῶν, μέσω τοῦ Γερμανοῦ φυσικοῦ καί φιλόσοφου Gustav Theodor Fechner (1801-1887), σημαίνει τήν τάση τοῦ ψυχισμοῦ νά διατηρεῖ τήν ποσότητα ἐρεθισμοῦ σέ ἕνα ἐπίπεδο ὅσο τό δυνα-τόν πιό χαμηλό ἤ τουλάχιστον πιό σταθερό· βλ. D. Lagache, «Πρόλογος», στοῦ S. Freud, «Ὁμαδική Χυχολογία καί ἀνάλυσις τοῦ Ἐγώ», Ἅπαντα 4 (1965) 17.
Ζωή καί θάνατος συνυφαίνονται5· κατασκευή καί καταστροφή εἶναι καταστάσεις ἀδιαχώριστες: ἡ βρώση εἶναι μία διαδικασία καταστροφῆς, σκοπός τῆς ὁποίας ὅμως εἶναι ἡ θρέψη τοῦ ὀργανισμοῦ. Ὁμοίως, ἡ σε-ξουαλική πράξη ἀποτελεῖ μία ἔκφραση ἐπιθετικότητας, ὁ σκοπός της ὅμως εἶναι ἡ πλήρης ἕνωση τῶν δύο προσώπων6.
Βέβαια, στό ‚Eros und Thanatos‛ (<Jenseits des Lustprinzips>, 1920) ὁ Freud ὑποστήριζε ὅτι ἡ πίστη στόν θάνατο δέν βρίσκει κανένα σημεῖο ὑποστήρι-ξης μέσα στά ἔνστικτά μας καί ὅτι τό ἀσυνείδητο δέν γνωρίζει τήν ἔννοια τοῦ θανάτου, ἀφοῦ «κατά βάθος κανείς δέν πιστεύει στόν ἴδιο τό θάνατό του, ὄντας στό ὑποσυνείδητό του πεπεισμένος γιά τήν προσωπική του ἀθα-νασία»7· ὁμοίως, ἕως τό 1914 (βλ. Formulierungen über die zwei Prinzipien des psychischen Geschehens, 1911) ὁ Freud θεωροῦσε τά ἔνστικτα ὡς δυνάμεις τῆς ζωῆς, πού τείνουν στόν πολλαπλασιασμό ἤ, τουλάχιστον, στή διατήρηση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς8. Ἀργότερα, πειστικές αἰτίες τόν ὤθησαν νά παρεμβά-λει τήν ἔννοια τοῦ Ναρκισσισμοῦ, ἐντάσσοντας τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυ-ντήρησης στόν αὐτο-ερωτισμό9. Ἡ δυναμική ἀντίθεση μεταξύ τοῦ λεγόμε-νου «πρωτογενοῦς ναρκισσισμοῦ»10 ―εἴδους «λιβιδινικῆς κάθεξης»11 σέ μία
5 Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΙΗ’, 42, Ἐπιτάφιος εἰς τόν πατέρα, παρόντος Βασιλείου, MPG 35, 1041A: «…Ζωή γοῦν καί θάνατος, ταῦθ’ ἅπερ λέγεται, πλεῖστον ἀλλήλων διαφέρειν δοκοῦντα, είς ἄλληλα περιχωρεῖ πως καί ἀντικαθίσταται».
6 B. B. Wolman, Contemporary Theories and Systems in Psychology, Harper & Row, New York, 1960, p. 229. Πρβλ. S. Freud, New Introductory Lectures on Psychoanalysis, London and New York, 1933; Standard Ed., 22 (1932-1936), 1939, γαλλ. Nouvelles Conférences sur la psychanalyse, Paris: Gallimard, 1936, pp. 146-147.
7 Βλ. S. Freud, «Πόλεμος καί θάνατος», Ἅπαντα 11 (1969) 133, 143, τοῦ ἰδίου, Δοκί-μια Ψυχανάλυσης, ἐκδ. Γ. ΑΝΑΓΝΨ΢ΣΙΔΗ, σ. 67.
8 R. Jaccard, Freud, PUF 1983, μτφρ. Ἰ. Ράλλη – Κ. Φατζηδήμου, ἐκδ. I. ΦΑΣΖΗΝΙΚΟΛΗ, Ἀθήνα 1985, σ. 64.
9 R. Jaccard, Freud, 1985, σ. 63. Μέ αὐτό τόν τρόπο, τό ἑνιαῖο ὑποκείμενο ἀρχίζει νά ὑπόκειται σέ ἕνα βαθύ διχασμό μέσω τοῦ φράγματος τῆς ἀπώθησης (βλ. Μ. Μαρκίδη, Ἡ ψυχανάλυση τοῦ διχασμένου ὑποκειμένου ― εἰσαγωγή στό ἔργο τοῦ J. Lacan, ἐκδ. ΕΡΑ΢ΜΟ΢, Ἀθήνα 1977, σ. 10, 11).
10 «Πρωτογενής» καλεῖται ὁ ναρκισσισμός (τό «στάδιο τοῦ καθρέφτη», κατά τόν J. Lacan), πού δέν προϋποθέτει ἀκόμα ἀντικειμενότροπες σχέσεις, ἐνῶ «δευτερογενής» ὀνο-μάζεται, ὅταν ἀποτελεῖ συνέπεια παλινδρόμησης πάνω στό ἴδιο τό Ἐγώ, κατά τή διαδικα-σία μιᾶς νευρωσικῆς σύγκρουσης (βλ. Μ. Μαρκίδη, Ἡ ψυχανάλυση τοῦ διχασμένου ὑπο-κειμένου, σ. 87, M. Dethy, Introduction à la psychanalyse de Lacan, Éditions Chronique Sociale, μτφρ. Ν. Ποταμιάνου, ἐκδ. ΚΑ΢ΣΑΝΙΨΣΗ, Ἀθήνα 1998, 2000, σ. 138).
11 Ὁ ὅρος «λιβιδινική κάθεξη» (Besetzung) σημαίνει τήν ἐπένδυση (Kathexis) τῆς ἐνέρ-γειας τοῦ σεξουαλικοῦ ἐνστίκτου (libido) πάνω στά πράγματα τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου (ἀντικειμενική libido) ἤ πάνω στό ἴδιο τό Ἐγώ («Ἐγώ-κάθεξη» ἤ ὑποκειμενική libido = Ναρκισσισμός) [βλ. Μ. Μαρκίδη, Ἡ ψυχανάλυση τοῦ διχασμένου ὑποκειμένου, σ. 87, ὑποσ. 12]. Γενικότερα γιά τήν κάθεξη (investissement) βλ. Ch. Rycroft, A Critical Dictionary of Psychoanalysis, p. 16, Ν. Γ. Παπαδόπουλου, Λεξικό τῆς Ψυχολογίας, Ἀθήνα 2005, σ. 424.
ὁρισμένη στιγμή― καί τῆς (ἀντικειμενότροπης) σεξουαλικῆς libido12 ἀντανακλᾶται στήν ἀντίθεση μεταξύ ναρκισσιστικῆς libido καί «ἐνστί-κτου θανάτου» (ἔνστικτα καταστροφῆς: ἐπιθετικότητα)13. Ἔτσι, τά ἔνστικτα γιά τόν Freud ὁδηγοῦν, μέ μία ἀκαταμάχητη ἐντροπία, σέ ἀντιστροφή τοῦ πόθου τῆς ἀθανασίας, δηλ. στόν θάνατο14.
Σήν ἐπιθετικότητα συνδέει καί ὁ Lacan μέ τή ναρκισσιστική σχέση· στό οἰδιπόδειο σύμπλεγμα, ἡ ἐπίθεση τοῦ παιδιοῦ πρός τόν πατέρα του ἔρχεται νά ἐνδυναμώσει τόν ναρκισσισμό τοῦ παιδιοῦ15. «Στή ναρκισσική ἀναδίπλωση», γράφει ὁ Pierre Fougeyrollas, «ὑπάρχει μία πισωδρόμηση τῆς ζωτικῆς ὁρμῆς, πού ἡ αἰσιοδοξία, ἡ ἐπιστημονικότητα καί ὁ ρασιοναλισμός, κληρονομία τοῦ δέκατου ἔνατου αἰώνα, δέν ἐπαρκοῦν γιά νά τήν ἐξηγή-σουν»16. Ὡστόσο, ἄν γιά τή δική μας ὕπαρξη τό ἀσυνείδητό μας λειτουργεῖ ἄλλοτε «προστατευτικά» καί «ἐγωιστικά»17, καί ἄλλοτε αὐτοκαταστροφι-κά (πρβλ. Μαζοχισμό)18, γιά ὅλους τούς ἄλλους μπορεῖ ἀκόμα καί νά «σκοτώσει» (ὡς θανατική ψυχικά τιμωρία), ἀκόμα καί γιά μικροπράγμα-τα19! Ἔτσι, τό ἀσυνείδητο βλέπει, τελικά, τόν θάνατο ἀφενός μέν ὡς κατα-
12 Κατά τόν S. Freud (‚Totem and Tabou‛, Collected Papers, 1912, p. 127), ἡ ἀνιμιστική φάση ἀντιστοιχεῖ στόν ναρκισσισμό· ἡ θρησκευτική φάση ἀντιστοιχεῖ στήν ἀντικειμενό-τροπη περίοδο, καί ἡ ἐπιστημονική φάση ἀντιστοιχεῖ στό στάδιο ὡριμότητας τοῦ ἀνθρώ-που.
13 Βλ. M. Dethy, Introduction à la psychanalyse de Lacan, σ. 160, Μ. Μαρκίδη, Ἡ ψυχανά-λυση τοῦ διχασμένου ὑποκειμένου, σ. 21.
14 Βλ. Μ. Μαρκίδη, Λόγος περί τῆς ἐπιθυμίας, Ἀθήνα 1984, 2008, σ. 27.
15 M. Dethy, Introduction à la psychanalyse de Lacan, σ. 44-45, 63: «Ὁ Νάρκισσος παρουσιάζει…αὐτοκτονικές τάσεις».
16 La révolution Freudiennè, ἐκδ. Denoël, 1970, p. 177.
17 S. Freud, Aus den Anfängen der Psychoanalyse (1950), London. *Includes ‘Entwurf einer Psychologie’ (1895)+, *Trans.: The Origins of Psycho-Analysis, London and New York, 1954. (Partly, including ‘A Project for a Scientific Psychology’, in Standard Ed., 1.)+, ἑλλην. μτφρ. Εἰσαγωγή στήν Ψυχανάλυση, μτφρ. Ἀ. Πάγκαλου, ἐκδ. Γκοβόστη, Ἀθήνα χ.χ., σ. 116: «Αὐτός ὁ ‛ἱερός ἐγωισμός’ τοῦ ὀνείρου δέν εἶναι ἀσφαλῶς ἄσχετος πρός τόν ὕπνο, πού εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐξάλειψη κάθε ἐνδιαφέροντός μας γιά τόν ἐξωτερικό κόσμο».
18 S. Freud, New introductory Lectures, 1932-1936, xxii. Πρβλ. Μ. Μαρκίδη, Ἡ ψυχανά-λυση τοῦ διχασμένου ὑποκειμένου, σ. 82: «Ὁ βαθύτερος λόγος αὐτῆς τῆς κλίσης εἶναι ἡ γε-νική τάση τῆς ζωῆς ‛πρός τήν παλινόρθωση μιᾶς προγενέστερης κατάστασης πραγμά-των’. ‛Ἄν εἶναι ἀλήθεια πώς κάποτε, σ’ ἕνα ἀσύλληπτα μακρυνό παρελθόν καί μ’ ἕναν τρόπο πού δέν μποροῦμε νά φαντασθοῦμε, ἡ ζωή ξεπήδησε ἀπ’ τήν ἄψυχη ὕλη, τότε, σύμφωνα μέ τήν ὑπόθεσή μας, δημιουργήθηκε ταυτόχρονα ἕνα ἔνστικτο, πού σκοπός του ἦταν νά καταργήσει πάλι τή ζωή καί νά ξαναεγκαταστήσει τήν ἀνόργανη τάξη’».
19 S. Freud, «Πόλεμος καί θάνατος», Ἅπαντα 11 (1969) 144, τοῦ ἰδίου, Εἰσαγωγή στήν Ψυχανάλυση, σ. 172. Κατά τόν J. Lacan (‚Fonction et champ de la parole et du langage en Psychanalyse‚, Écrits, Le Seuil, 1966) «τό σύμβολο ἐκδηλώνει τόν ἑαυτό του πρίν ἀπό ὅλα σάν φόνος τοῦ ἀντικειμένου, κι αὐτός ὁ θάνατος συνιστᾶ στό ὑποκείμενο τή διαιώνιση τῆς ἐπιθυμίας του» (πρβλ. Μ. Μαρκίδη, Ἡ ψυχανάλυση τοῦ διχασμένου ὑποκειμένου, σ. 95, ὑποσ. 81).
στροφέα τῆς ζωῆς20 καί ἀφετέρου ὡς κάτι τό ἀνύπαρκτο καί ἐξωπραγματι-κό21.
Σό δίπολο ἔρως καί θάνατος, πού εὐρύτερα ἀντιστοιχεῖ στό παλιό φι-λοσοφικο-θεολογικό πρόβλημα τῆς ἐναρμόνισης εἶναι (δηλ. βιοφιλίας, δη-μιουργικότητας, λόγου, τάξης, ἡσυχίας, ἁρμονίας, κάλλους, ἕλξης, συνο-χῆς/κοινωνίας καί φιλότητος22/ἀγάπης) καί γίγνεσθαι (δηλ. νεκροφιλίας, χάους, ἀταξίας, δαιμονισμοῦ, δυσμορφίας, ἀ-λογίας, ἄπωσης, διάσπα-σης/διχασμοῦ, καταστροφικότητας, ἐγωισμοῦ καί νείκους/πολέμου)23, ἔχει ἀποτελέσει ἀπό τήν ἐποχή ἤδη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων Σραγικῶν24 καί τοῦ Πλάτωνα25 προσφιλέστατο θέμα γιά πολλούς συγγραφεῖς26.
20 S. Freud, Das Unbehagen in der Kultur [1929] (1930), Vienna. G.S., 12, 29; G.W., 14, S. 419-506, trans.: Civilization and its Discontents, London: Hogarth, and New York: Norton 1930; Standard Ed., 21 (1930/1961) 59-145, p. 18. Πρβλ. Μ. Μαρκίδη, Ἡ ψυχανάλυση τοῦ διχασμέ-νου ὑποκειμένου, σ. 81, 83: «Ἄν ὁ Ἔρως, ὁ λιβιδινικός δεσμός, εἶναι τό ἐνεργειακό φορτίο πού παράγει καί συντηρεῖ τή διϋποκειμενικότητα, ὅπου τό κάθε ἄτομο ἐξουδετερώνει με-ρικά τό ἔνστικτο τοῦ θανάτου τῶν ἄλλων, ὁ Θάνατος ‛εἶναι τελικά ὁ σκοπός ὅλης τῆς ζωῆς’ κι ἡ πανηγυρική ἐπιβεβαίωση τοῦ ἐσωτερικοῦ σολιψισμοῦ μας...Ἡ ἐπιθυμία, ἡ ἀρχή τῆς ἀπόλαυσης, φαίνεται νά εἶναι, σέ τελευταία ἀνάλυση, στήν ὑπηρεσία τοῦ θα-νάτου».
21 S. Freud, «Πόλεμος καί θάνατος», Ἅπαντα 11 (1969) 146. Πρόκειται γιά μία στενή ἀλληλεξάρτηση τῶν συναισθημάτων ἀγάπης καί μίσους (βλ. S. Freud, Abriss der Psycho-analyse, Frankfurt: Fischer, 1964, μτφρ. Σ. Κοσμᾶ, ἐκδ. Μ. ΑΒΡΑΑΜ, Ἀθήνα χ.χ., σ. 19, ὑποσ. 4).
22 S. Freud, Abriss der Psycho-analyse, μτφρ. Σ. Κοσμᾶ, ἐκδ. Μ. ΑΒΡΑΑΜ, Ἀθήνα χ.χ., σ. 19. Ἐμπεδοκλῆ, Περί Φύσεως, Fragment 17, ἐκδ. H. Diels and W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, vol. 1 (Berlin: Weidmann, 1951, repr. Dublin/Zurich: 19666) 308-374.
23 Βλ. V. von Weizsäcker, Pathosophie, Vandenhoeck & Ruprecht, Göttingen 1956, 1967, S. 146. ΢τό δίπολο αὐτό ἐνδιατρίβει σήμερα, ὅπως ἀπό τήν ἀρχαιότητα τό YangYin τῆς κινεζικῆς φιλοσοφίας ἤ ἡ (ἡρακλείτεια) ἐναντιοδρομία τοῦ C. Jung (Symbols of Transformation, vol. II, New York 1962, p. 438) τήν ὁποία μάλιστα ὁ τελευταῖος συνέδεε μέ τή διαλεκτική τῆς ζωῆς (libido/σεξουαλικότητας) καί τοῦ θανάτου (εὐνουχισμοῦ/κατα-στροφῆς-συντέλειας τοῦ κόσμου), καί ἡ Transpersonal Theory, στά πλαίσια τῆς θεωρίας τοῦ χάους, ὑπερβαίνοντας ἔτσι τόν δυϊσμό μεταξύ τῆς τάξης καί τῆς ἀταξίας [βλ. W. R. Rogers, ‚Order and Chaos in Psychopathology and Ontology‚, in: P. Homans (Ed.), The Dialogue between Theology and Psychology, Essays in Divinity Series, ed. Gerald C. Brauer, Chicago: University of Chicago Press, 1968, pp. 259-260, S. F. Greenwood, ‚Transpersonal Theory and Religious Experience‚, in: R. W. Hood (Ed.), Handbook of Religious Experience, REP Birmingham, Alabama 1995, p. 513].
24 ΢οφοκλῆ, Ἀντιγόνη, 781, ἐκδ. Α. Dain, vol. 1, Paris 1955, 1967: «Ἔρως ἀνίκατε μάχαν».
25 Συμπόσιον 207a, ἐκδ. J. Burnet, Platonis opera, vol. 2. Oxford: Clarendon Press, 1901 (repr. 1967): St III. 172a-223d, ἐκδ. Γ. Δ. ΥΕΞΗ - Γ. ΛΑΔΙΑ & ΢ΙΑ Ο.Ε., ἐν Ἀθήναις 1912. Πρβλ. Ἰ. ΢υκουτρῆ, Πλάτωνος Συμπόσιον, Ἀθῆναι 19502, H. Slochower, «΢έξ καί γλώσσα: ἡ διαλεκτική ἔρωτας-θάνατος», Sesso e Linguaggio, μτφρ. Κ. Φατζηδήμου ― Ἰ. Ράλλη, ἐκδ. Ι. ΦΑΣΖΗΝΙΚΟΛΗ, Ἀθήνα 1984, σ. 254, π. Θ. Ζήση, Πλατωνικά, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 120.
26 Βλ. H. Spencer, First Principles, 1860-1862, Bowden, Parker, Bowne 1874, New York: D. Appleton & Company, 1897, B. B. Wolman, Contemporary Theories and Systems in Psychology, Harper & Row, New York, 1960, p. 229 ἑξ., E. Μουτσόπουλου, Ἔρως καί θάνα-
΢τήν Π.Δ. ὁ Ἐκκλησιαστής (3, 2) παρατηρεῖ σχετικά: «καιρός τοῦ τεκεῖν καί καιρός τοῦ ἀποθανείν», συσχετίζοντας τούς δύο ἀνθρώπινους πόλους: τή γέννηση καί τόν θάνατο. Ὁμοίως, τό Ἆσμα Ἀσμάτων (8, 6) συγκρίνει τήν ἀγάπη μέ τόν θάνατο. Κατά τούς ἀνατολικούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (Θεόφιλο Ἀντιοχείας, Μ. Βασίλειο, Ἰωάννη Φρυσόστομο, Γρηγόριο Ναζιαν-ζηνό καί Γρηγόριο Νύσσης), τό ὡς ἄνω ζεῦγμα αὐτό (ἔρως καί θάνατος) δέν ὀφείλεται οὔτε στήν ἀντίστοιχη ὀρφική διδασκαλία, κατά τήν ὁποία ἡ γέννηση ἀντιμετωπιζόταν ὡς θάνατος καί ὁ θάνατος ὡς γέννηση, οὔτε στό γεγονός ὅτι τάχα καί τά δύο αὐτά μεγέθη (ἔρως καί θάνατος), ὡς ὁριακά, ἐνέχουν, κατά τή βίωσή τους, ἀνυπέρβλητη δυσκολία (πρβλ. Ἆσμα Ἀσμάτων καί φροϋδική «ὁρμή ζωῆς» καί «ὁρμή θανάτου») ἤ βιώνονται μέσα σέ ἕνα εἶδος ἀπέραντης (ὑπαρξιακῆς) μοναξιᾶς27. Κατά τόν ἱερό Φρυσό-στομο, «ὅπου θάνατος, ἐκεῖ γάμος»28, γιατί ἐνῶ προπτωτικά (ὅπου ἐπικρα-τοῦσε ἡ ἀγάπη) ἡδονή προκαλοῦσε ὁ ἔρωτας τοῦ Ἄλλου, μεταπτωτικά (ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ ἀτομισμός) ἡδονή προκαλεῖ ὁ θάνατος τοῦ Ἄλλου (πρβλ. ἐπιθετικότητα)29. Μόνο, λοιπόν, μέσω τοῦ «θανάτου» (ὑπαρξιακοῦ «θνήσκειν»: «σταυροῦσθαι»), πού ὅμως δέν εἶναι φθορά (σήψη) ἀλλά νέ-κρωση, τοῦ (ἐγωκεντρικοῦ) ἑαυτοῦ μας30, μποροῦμε, κατά τό ὑπόδειγμα
τος, Ἀθήνα 1977, H. Slochower, «΢έξ καί γλώσσα: ἡ διαλεκτική ἔρωτας-θάνατος», Sesso e Linguaggio, μτφρ. Κ. Φατζηδήμου ― Ἰ. Ράλλη, ἐκδ. Ι. ΦΑΣΖΗΝΙΚΟΛΗ, Ἀθήνα 1984, σ. 250-255, H. Staten, Eros in mourning Homer to Lacan, Baltimore 1995, G. W. F. Hegel, Wissenschaft der Logik, 3 Bände, 1812-1816, Passagen Verlag; Auflage: 1998, Μέρος Γ’, Κεφ. 2, ὑποκ. 2: «Ἡ γέν-νηση εἶναι ἡ στιγμή τοῦ θανάτου».
27 F. Dolto, Les Évangiles et la foi au risque de la psychanalyse, Éditions Gallimard 1996, μτφρ. Ἐ. Κούκη, ἐκδ. Ε΢ΣΙΑ, Ἀθήνα 2002, σ. 245. Πρβλ. R. M. Rilke (1875-1926), Angela Nova. Die Weise von Liebe und Tod des Dichters, 1906, Wiesenburg 2006, τοῦ ἰδίου, Die Aufzeichnungen des Malte Laurids Brigge, Leipzig 1910, S. Sammlung 1984, τοῦ ἰδίου, Duineser Elegien, 1922.
28 Περί παρθενίας, MPG 48, 544.
29 Πρβλ. J.-P. Sartre, Huis-clos, 1944, μτφρ. Μ. Λαέρτη, ἐκδ. ΜΕΝΣΨΡ, γ’ ἔκδοση, Ἀθήνα χ.χ., σ. 59: "L'enfer, c'est les autres".
30 M. Dethy, Introduction à la psychanalyse de Lacan, σ. 149, 150: «…ἡ σεξουαλική ἐπιθυμία, ὅσο κι’ ἄν μοιάζει νά ἀφορμᾶται ἀπό ἕνα ἐρωτικό συναίσθημα (βλ. Φαντασιακό), καταλήγει νά γλιστρᾶ στήν ἐρωτική πράξη, δηλαδή νά ἐκπίπτει στό Πραγματικό…Ἡ σεξουαλικότητα `αὐτοκτόνησε’ τόν ἔρωτα». Πρβλ. J. Hyppolite, ‚A spoken commentary on Freud's Verneinung‛, in: The seminar of Jacques Lacan. Book 1: Freud's papers on technique, 1953-1954 (John Forrester, Trans.), New York: W. W. Norton 1988, p. 172: «…ὁ ἔρωτας εἶναι μία μορφή αὐτοκτονίας». Ἀπό μία πανθεϊστική (Spinoza), φυσιοκρατική, (νεο)βιταλιστική (Nietzsche) καί κοινωνιστική ὀπτική, ὁ βιολογικός θάνατος τοῦ ἀτόμου (ὅπως λ.χ. τῶν γηρασμένων κυττάρων) θά διέσωζε τήν ὕπαρξη (διαιώνιση) τοῦ ὅλου (τοῦ εἴδους). Ἡ θυσία δηλ. τοῦ Ἄλλου ἤ τοῦ ἑαυτοῦ (αὐτοθυσία) θά ἐξασφάλιζε τή Ζωή. Ἡ ζωή, ἔτσι, παρουσιάζεται ὡς ἄθροισμα ἀτόμων· ὅσο «δεμένος» (ἀγαπητικά) εἶναι κανείς μέ τόν Ἄλλο, τόσο μειώνει τόν φόβο τοῦ δικοῦ του θανάτου, ἐφόσον πιστεύει ὅτι δέν χάθηκε τό ὅλο, ἀλλά ἕνα μόνο μέρος του (βλ. Κ. Ε. Παπαπέτρου, Ὁ μηδενισμός, Ἀθῆναι 1973, σ. 42-43).
τοῦ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου