Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ......


Η ΕΛΛΑΣ & Η ΕΛΛΑΣ

(Κατά: Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 39)

 

«Ὦ Πατρίς! Ὦ Ἑλλάς! Ὦ Ἕλληνες! Ὦ φίλοι μου γλυκύτατοι! (πίπτει λιποθυμισμένος).», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 166)
«Τότε δὲ θέλομεν ἀποδείξει ἐμπράκτως τὴν πρὸς αὐτὸν εὐγνωμοσύνην μας, ὑψώνοντες εἰς τὸ κέντρον τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος στεφάνους δόξης καὶ θριάμβους εἰς μνημόσυνον αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἀνδρός, ὡς ἀρχηγοῦ καὶ πρώτου συνεργοῦ εἰς τὴν τῆς Ἑλλάδος ἐλευθέρωσιν.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 39)

Μυθοπλάστης: Ανώνυμος Έλλην
Απάντηση: Εδώ



ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΓΕΝΝΟΥΝΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΕ ΝΟΜΑΡΧΙΕΣ

(Κατά: Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία, σσ. 24-25, 29, 51-52, 56)


«Ἔχοντες ὅλοι οἱ ἐλεύθεροι ἄνθρωποι τὴν ἰδίαν ζέσιν καὶ ἀγάπην εἰς τὴν διοίκησίν τους, ὅταν ἡ χρεία τὸ καλῇ, ὅλοι ὁμοθυμαδὸν τρέχουσι εἰς διαυθέντευσιν τῆς πατρίδος των, ἤτοι τῶν νόμων των καὶ τῆς εὐτυχίας των. Οἱ δοῦλοι δὲ εὑρισκόμενοι πάντοτε ἀσύμφωνοι, κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ διαυθεντεύσῃ τὴν πατρίδα του, ἑκουσίως καὶ μὲ πόθον, νομίζοντές την ἓν ἀλλότριον κτῆμα, καὶ διὰ τοῦτο πάντοτε νικῶνται. Εἰς αὐτούς, ἀγαπητοί μου, λείπει τὸ κυριώτερον μέσον διὰ τὴν νίκην, τοὺς λείπει, λέγω, ἡ ὁμόνοια, ἐπειδή, ὡς προεῖπον, δὲν ἔχουν ὅλοι τὸν ἴδιον σκοπόν, καὶ ἐν καιρῷ βίας, ὁ δοῦλος δὲν στοχάζεται δι᾿ ἄλλο, εἰμὴ μόνον καὶ μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν του, καὶ εἰς τὸν ἑαυτόν του μόνον εὑρίσκει καὶ πατρίδα, καὶ συγγενεῖς, καὶ φίλους, καὶ τέλος πάντων τὴν εὐτυχίαν του. Καὶ μὴν ἠμπορῶντας νὰ ἐλπίζῃ εἰς ἄλλο τι, οὔτε δι᾿ ἄλλο τι τὸν μέλει, παρὰ διὰ τὸν ἑαυτόν του, καὶ οὕτως ἀκολουθεῖ: ὅπου δοῦλοι, ἐκεῖ καὶ ἀσυμφωνία, ὅπου δὲ ἀσυμφωνία, ἐκεῖ καὶ ὄλεθρος.», σελ. 56
«Ἐγὼ ὅμως παραιτῶ τὰ περισσότερα χάριν συντομίας, μάλιστα ὁποὺ παρεμπρὸς θέλει παρησιασθῶσι διάφοροι αἰτίαι εἰς τὸ νὰ ἀποδείξω τὴν διαφορὰν τῶν ἐλευθέρων στρατευμάτων ἀπὸ τῶν ὑποδουλωμένων, καὶ μόνον τὸ παράδειγμα τοῦ Λεωνίδα θέλω ἀναφέρει, τὸ ὁποῖον ἀρκετῶς ἀποδεικνύει τὴν γενναιότητα καὶ μεγαλοψυχίαν, ὁποὺ ἡ ἐλευθέρα ζωὴ ἐμφυτεύει εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, οὖσαι αὐταὶ αἱ δύο ἀρεταὶ ἡ πρώτη καὶ ἀναγκαιοτέρα βάσις τῆς πολεμικῆς ἐπιστήμης.», σελ. 29
«Αὐτός, λοιπόν, ὁ φόβος, ὁ στερεώτερος στῦλος τῆς τυραννίας, αὐτός, ὦ Ἕλληνες, ὁδηγεῖ τοὺς δούλους εἰς τὸν πόλεμον. Καί, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ δοῦλοι εἰς αὐτὸν παρομοίως ὑπόκεινται, οὕτως ὁ δεύτερος ἀκολουθεῖ τὰ βήματα τοῦ πρώτου, καὶ ὁ τρίτος τοῦ δευτέρου μέχρι τοῦ ἐσχάτου. Ὑπάγουν, πολεμοῦσι, κοπιάζουν, φονεύονται, τέλος πάντων, χωρὶς νὰ ἠξεύρουν οὔτε διατί ἐπῆγαν, οὔτε διατί δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάγουν. [...] Ἴσως διὰ τοὺς τρεῖς, ἢ τέσσαρες ὀβολούς, ὁποὺ ὁ τύραννός των τοὺς δίδει διὰ μισθόν; ἢ διὰ τὸν φόβον τῆς ἀτιμίας; Αὐτοί, καὶ νικηταὶ καὶ νικημένοι, τὸν μισθόν τους θέλουν τὸν ἔχει, καὶ νικηταὶ καὶ νικημένοι ἀτιμίαν δὲν φοβοῦνται, οὔτε τιμὴν ἔχουν. Ἢ μήπως ἔχουν, τέλος πάντων, συγγενεῖς, φίλους καὶ πατρίδα, ὁποὺ νὰ τοὺς παρακινήσουν; Αὐτοὶ οἱ δυστυχεῖς εἶναι ἀγορασμένοι ἀπὸ τὸν τύραννόν τους, ὡσὰν τόσα βόδια ἢ ἄλογα. [...] Ἡ δειλία εἶναι τὸ πρῶτον καὶ ἄφευκτον σημεῖον εἰς αὐτούς, ἡ ὁποία αὐξάνει εἰς τὰς ἰδέας των κάθε παραμικρὸν κίνδυνον, καὶ κάθε δύσκολον ἐπιχείρημα δι᾿ αὐτοὺς εἶναι ἀδύνατον.», σσ. 51-52
«Ὁ ἐντελὴς ἀρχιστράτηγος πρέπει ἀκόμη νὰ γνωρίζῃ τὴν γλῶσσαν τῶν ἐχθρῶν του, καὶ τὰς φυσικὰς κλίσεις των, νὰ γνωρίζῃ κατὰ μέρος τὸν ἀρχιστράτηγον αὐτῶν, καὶ τὴν ἀξιότητά του, ἐν ἑνὶ λόγῳ ὅλας τὰς στρατιωτικὰς γυμνάσεις, τῆς τε ἱππικῆς καὶ τοῦ πεζοῦ στρατεύματος, καὶ τοῦτο διὰ νὰ προστάζῃ ὀρθῶς, καὶ νὰ ὑπακούεται εὐθύς. Ὡσὰν ὁποὺ ὅποιος ἀρχιστράτηγος ἢ ὁποιουδήποτε ἄλλου μεγάλου ἐπαγγέλματος ἄνθρωπος, δὲν ὑπακούεται, τὰς περισσοτέρας φορὰς τὸ σφάλμα εἶναι ἐδικόν του, ἐπειδὴ ὅποιος ἠξεύρει νὰ προστάζῃ, ἀναμφιβόλως καὶ ὑπακούεται.
Τοιαῦται γυμνάσεις καὶ μαθήσεις, μὲ πολλὰς ἄλλας, ὁποὺ χάριν συντομίας δὲν ἀναφέρω, ἐνεργοῦντο μὲ πᾶσαν προσοχὴν καὶ τελειότητα παρὰ τῶν προγόνων μας, καὶ αὐταὶ ἐσύνθετον τὴν τέχνην τοῦ πολέμου, ἤτοι τὴν τακτικήν.
Περὶ δὲ τῶν στρατιωτῶν εἶναι ἀναγκαῖον νὰ γνωρίζουν, διὰ τῆς πράξεως, ἐντελῶς, τὴν γύμνασιν τῶν ἀρμάτων, καὶ νὰ βαδίζουν τακτικῶς, νὰ ὑπακούουν εὐθὺς εἰς τὰς προσταγὰς τῶν ἀρχηγῶν, αἱ ὁποῖαι πρέπει νὰ εἶναι ὅσον τὸ δυνατὸν βραχύλογοι.
Τέλος πάντων, πρέπει νὰ εἶναι συνηθισμένοι εἰς τὸ νὰ ὑποφέρουν κάθε κόπον, ἀλλὰ τὰ τοιαῦτα διὰ μέσον τῆς καλῆς διοικήσεως μόνον ἀποκτῶνται, καὶ μόνη ἡ ἐλευθερία εἶναι πρόξενος καὶ πρώτη αἰτία τῶν μεγάλων κατορθωμάτων.», σσ. 24-25

Μυθοπλάστης: Ανώνυμος Έλλην
Απάντηση: Εδώ


ΜΟΝΟ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ  ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 


 

ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΚΟΡΑΗ




 ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ



«Το αποτέλεσμα απέδωσε το σπουδαιότερο μνημείο πολιτικής θεωρίας του νεοελληνικού Διαφωτισμού (της Ελληνικής Νομαρχίας), που προσφέρει μια οξυδερκή ερμηνεία της δυσπραγίας και των προοπτικών του ελληνικού γένους με τους όρους της πολιτικής σκέψης του Montesquieu, του Rousseau, του Alfieri και του Beccaria και με σταθερό υπόβαθρο τον Αριστοτέλη και τον Ξενοφώντα, τον Πολύβιο και τον Πλούταρχο», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 345)



ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

 

Ο Μεταφυσικός ορθολογισμός του Πλάτωνα προϋποθέτει την μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση, εφόσον διατείνεται πως η γνώση προϋπάρχει μέσα μας ως ενθύμηση της προηγούμενης ζωής, πράγμα αναπόδεικτο και αντίθετο με την Ορθόδοξη Θεολογία. Θα μπορούσε κανείς να πει πως εδώ επίσης λαμβάνεται μια προϋπόθεση ως βάση αυτής της θεωρίας, εκτός της μετενσάρκωσης. Πως η ψυχή προΰπαρχε πάντοτε πριν το σώμα. Διότι αν δεν προΰπαρχε τότε δεν θα έστεκε η θεωρία της «ενθύμησης», την πρώτη φορά που έλαβε χώρα η πρώτη σύνδεση ψυχής και σώματος. Στην Ορθοδοξία σώμα και ψυχή είναι αλληλένδετα και η ψυχή δεν προϋπάρχει του σώματος. Έχει κανείς να κάνει με μεταφυσικό σύστημα πίστης που ανάγεται σε αιγυπτιακές θρησκευτικές δοξολογίες που πιθανώς με τον Πυθαγόρα πέρασαν και στην Ελλάδα.
Αν ο Μαθηματικός ορθολογισμός μεταφέρει το γνωσιολογικό επίπεδο μόνο στην επιστήμη των μαθηματικών και της γεωμετρίας χωρίς ανάγκη εμπειρικής απόδειξης, σημειώνει μια παραδοξότητα στο χώρο τουλάχιστον της μεταφυσικής, διότι χρησιμοποιείται η γεωμετρία, επιστήμη δηλαδή που περιγράφει τον αισθητό κόσμο της εμπειρίας, για έναν άγνωστο και μη αποδείξιμο για τέτοιες θεωρίες χώρο, τον μεταφυσικό ως αυτός να έχει γεωμετρικές διαστάσεις. Επίσης λίγα μπορεί να πει μια τέτοια θεωρία μαθηματικών για την αλήθεια των βιολογικών οργανισμών, εφόσον η γνώση αυτών επιτυγχάνεται μόνο δια της παρατηρήσεως και όχι ασφαλώς δια της «μαθηματικής ορθολογικής» σκέψεως που ανάγει τις αποδείξεις της αφ’ εαυτής. Πρακτικά εδώ η σκέψη του ανθρώπου μάλλον οδηγείται εις την δημιουργία-κατασκευή νέων εικονικών πλασμάτων παρά σε μελέτη των υπαρκτών, με ότι συνεπάγεται κάτι τέτοιο για μια επιστήμη ως η ιατρική και τα παρακλάδια της.
Γενικά οι διατιθέμενοι πως δεν υπάρχει σωστή γνώση δια της εμπειρίας αλλά μόνο δια του ορθολογισμού άνευ χρήση της πρώτης, διδάσκουν θεωρίες παράδοξες και υποκριτικές, αφού όσο καιρό αναπτύσσονταν ως βιολογικοί οργανισμοί, χρησιμοποιούσαν τόσο την ακοή, όσο και την όραση αλλά και την αφή τους και δηλαδή τα εμπειρικά τους αισθητήρια όργανα, άνευ των οποίων είναι τρομερά αμφίβολο αν ποτέ θα μπορούσαν να αποκτήσουν γνώση ώστε να εκφράσουν «ορθολογικές» απόψεις, εφόσον ποτέ δεν θα είχαν μάθει να μιλούν, να γράφουν και να εκφράζουν τις σκέψεις τους αλλά δεν θα είχαν και κανένα δεδομένο στην μνήμη τους (αισθητήριες εμπειρίες) για να το επεξεργαστούν για παραπέρα συμπεράσματα.
Πρακτικά και «αθεϊστικά» οι θεωρίες του ιδεολογήματος των ορθολογιστών μοιάζουν σαν έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή άνευ δεδομένων και περιφερειακών εισόδου-εξόδου (input-output), δηλαδή σαν ύπαρξη κεντρικής μονάδας επεξεργασίας (CPU) αλλά άνευ ουδενός δεδομένου να εισέρχεται από την μνήμη (εμπειρία) ή τον σκληρό δίσκο (βίωμα) δια μέσω του διαύλου επικοινωνίας. Ως εκ τούτου θα ήσαν ανίκανοι να εκτελέσουν οιαδήποτε «ορθολογική πράξη» ακόμη και αν ήσαν ικανοί προς τούτο. Οι μεταφυσικοί ορθολογιστές «ξεπερνάν» αυτό το πρόβλημα διατιθέμενοι πως «κάποτε» η δική τους κεντρική μονάδα επεξεργασίας ήταν και παραμένει και μνήμη ταυτόχρονα, κάποιας μορφής παλαιάς γνωστικής εμπειρίας την οποία θυμούνται μόλις εξοβελίσουν την αίσθηση. Όμως η μνήμη είναι αποθήκευση εμπειρίας και δηλαδή βιώματος και όχι ορθολογισμός. Η όλη θεωρία μοιάζει με τις ρωσικές κούκλες, όπου το πρόβλημα τους να αποφύγουν την γνώση της αίσθησης δεν το λύνουν αλλά το μεταθέτουν σε μια άλλη ζωή και μάλιστα προηγούμενη γνωστικισμού, την οποία μεταφέρουν στην παρούσα ως γνώση αυτεπάγγελτης εγκυρότητας a priori επί παντός θέματος, χωρίς όμως δυνατότητα απόδειξης, εφόσον όλα όσα σκέφτονται συμβαίνουν μέσα στον αισθητό χώρο ενώ εκείνος ο μη αισθητός δεν πιστοποιείται  από καμιά απόδειξη.
Ο ορθός λόγος είναι συμβατός με την Ορθόδοξη θεολογία, αλλά η ιδεολογία του ορθολογισμού όχι, εφόσον μπορεί και απορρίπτει την εμπειρία ως γνώση, δηλαδή το βίωμα της Τριαδικής Θεότητας εις την καρδιά του ανθρώπου και καταφεύγει στον αναπόδεικτο πολλές φορές ορθολογισμό για να βρει την αλήθεια, χωρίς την  εφαρμογή των κανόνων της Κ.Δ. του Ιησού, που στην Ορθόδοξη Θεολογία ταυτίζεται με την Αλήθεια (πρβλ. Κατά Ιωάννην, Κεφ. Ιδ΄, 5) και ασφαλώς με τον Θεό που αποκαλύφθηκε και δεν ανακαλύφθηκε από κανέναν. Αποκάλυψη Θεού που έχει την αρχή της στην Π.Δ. Με Ορθόδοξα λόγια ο Χριστός για τον αυστηρό ορθολογισμό θα μπορούσε να μην είναι αλήθεια εφόσον ο νους μπορεί μόνος του να την συλλάβει δια μέσω των μαθηματικών ή της σκέψης άνευ της ενσαρκωμένης εμπειρίας. Ο δύσπιστος Θωμάς δεν πιάνει τα χέρια του Κυρίου για να βρει τις τρύπες στα χέρια Του, αλλά στρέφει την πλάτη του σε Αυτόν και στους υπόλοιπους μαθητές Του, ανοίγει την πόρτα και φεύγει χαμένος μέσα στις σκέψεις του. Όλα όσα είχε βιώσει ως μαθητής Του είναι φαινόμενα και όχι τα ουσιαστικά πράγματα. Ο Ιούδας πρόδωσε ένα «φαινόμενο» και πέθανε γι’ «αυτό». «Κακός» μαθητής της ορθολογιστικής θεωρίας, όπως και του Χριστιανισμού άλλωστε.

Επιστήμη και ορθολογισμός

Η υποκρισία που καταλαμβάνει τους νεοπαγανιστές αλλά και αθεϊστές «ορθολογιστές», είναι πως ενώ η θρησκεία αποβάλλεται από τα συστήματά τους ως «λαϊκό» βίωμα για «κατώτερους» ανθρώπους, ταυτόχρονα ούτοι είναι πιστοί ενός ακόμη ιδεολογήματος που καταπατά πολλές όψεις της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα μάλλον ασύμβατα με τον ορθολογισμό ως αρχή της γνώσης είναι η αρχαιολογική επιστήμη καθώς και η έρευνα γύρω από τον μικρόκοσμο ή τον μακρόκοσμο. Καμιά σοφή ιδέα του ορθολογικού ιδεολογήματος δεν μπορεί να γνωρίσει το παρελθόν άνευ χειροπιαστών τεκμηρίων, ούτε φαίνεται η καθαρή σκέψη να μπορεί να διακρίνει τον κόσμο των μικροσωματιδίων ή των αχανών πλανητών. Γι’ αυτό και η άγνοια εξορκίζεται με μεταφυσικές απόπειρες προηγούμενων ζωών, όπως έπραξε ο Πλάτωνας.
Μια μεγάλη ένδειξη πως η γνώση δεν είναι αποτέλεσμα περισσότερο της ορθολογικής διανόησης αποτελεί η γνώση των όποιων φυτικών ή ζωικών συστημάτων που δεν διαθέτουν κανέναν ορθό λόγο. Εδώ είναι άγνωστο τι θα μπορούσε να προτείνει ένας ορθολογιστής για την γνώση αυτή. Θα του έμεναν μάλλον μερικές θεωρίες από τις οποίες θα μπορούσε να διαλέξει και μέσα στις οποίες βρίσκεται και η θρησκευτική άποψη:
1ον ότι η γνώση αυτών των συστημάτων οφείλεται στην μεταφυσική πίστη της μετενσάρκωσης.
2ον ότι η εκπληκτική (1) πολλές φορές γνώση τους οφείλεται αποκλειστικά στην εμπειρία.
3ον ότι η γνώση οφείλεται σε κάποιον Δημιουργό που τους την «εμφύτεψε».


Η αποτυχία της Ορθόδοξης θέωσης δια μέσω της ιδεολογίας του ορθολογισμού

Το πιο κρίσιμο ζήτημα όμως που συνοδεύει το ιδεολόγημα του ορθολογισμού, ως ελέχθει περιληπτικά ανωτέρω, είναι επιτυχία ή μη της θέωσης, δηλαδή η επιτυχής ή μη ένωση του ανθρώπου με τον Θεό και η ακόλουθη κατοικία του Αγίου Πνεύματος μέσα στο σώμα του πρώτου ως Χάρη (2). Οι Ορθολογιστές υποστήριξαν πως ο νους είναι ανώτερος από την εμπειρία και συνέπεια τούτου ο νους να μπορεί να συμπληρώνει και την χριστιανική θρησκεία γύρω από τις ιδιότητες του Θεού.
Θα μπορούσε λοιπόν ένας ορθολογιστής διανοούμενος να κατανοήσει τον Θεό και την Ουσία Του με την χρήση της «ορθολογικής ιδεολογίας» άνευ εμπειρίας;
Μια τέτοια γνώση όσο αφορά τα περί του Χριστιανικού Θεού αποκλείεται και ο λόγος είναι απλός. Ο Χριστιανικός Θεός σαφώς επιθυμεί να Τον αγαπά κανείς με τον νου του, την διάνοια και την καρδιά του (3). Όμως ξεκαθαρίζει ότι η Αγάπη αυτή προς τον Θεό συνοδεύεται από έργα (4) και δεν μπορεί να μένει απλώς σε καθαρά νοητικό επίπεδο, αν θέλει κανείς να καταστεί τέλειος (5) και δηλαδή όμοιος με τον Θεό (6). Σε αντίθετη περίπτωση, και δηλαδή στην περίπτωση του ορθολογικού ιδεολογήματος ο άνθρωπος υποτίθεται ενώνεται ή γνωρίζει τα του Θεού ακόμη και δίχως κανένα έργο, εφόσον όλα μπορούν να ανάγονται στον νου και όχι στο εμπειρικό βίωμα περί των νόμων του Θεού που οδηγούν στην ομοίωση με την Χριστιανική Αγία Τριάδα. Μια τέτοια θεωρία υποστηρίζει δηλαδή, πως ο Χριστιανικός Θεός θα μπορούσε να «προτιμήσει» όχι έναν φιλάνθρωπο ασκητή ή έστω και κοσμικό που έχει έργα και γνωρίζει τον Θεό μέσα από το εμπειρικό βίωμα των πράξεων που οδηγούν στην δική του θέωσή, αλλά έναν διανοούμενο δίχως κανένα έργο Αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Με άλλα λόγια ο Θεός γίνεται απλά αντικείμενο υπολογισμού και σκέψης, λες και ο Ίδιος απλός στοχαστής, παρά στόχος προς ομοίωση πράξεων και βιώματος προς Αυτόν που δημιουργεί από Αγάπη και δηλαδή Ενεργεί και πράττει έργα Αγαθότητας. Ενώ λοιπόν από την μια υπάρχει ένας Θεός που Αγαπά, και όχι μόνο σκέφτεται, αλλά ενεργεί και πέρα της αρχικής δημιουργίας με την μαρτυρία Του στον σταυρό για τα Πλάσματά Του, από την άλλη ο ορθολογιστής προσπαθεί να «μοιάσει» στον Θεό όχι με την ταύτιση των όποιων έργων του προς Αυτόν αλλά απλά με τη διανόησή του αρνούμενος τα έργα ως μέθοδο προσέγγισης και γνώσης του Θεού. Αντίθετα όλα γι’ αυτόν δύναται να προσεγγιστούν με την σκέψη του.
Ο διαλογιζόμενος απλά τον Θεό δεν παράγει έργα αγαθότητας, ίσα ίσα που μπορεί να παράγει και έργα φαυλότητας μη γνωρίζοντας, και όλη η προσπάθεια πλησιάσματος προς τον Θεό να είναι μια εικονική πραγματικότητα που οδηγεί σε αμφίβολους ατραπούς. Μια τέτοια μεθοδολογία προσέγγισης του θείου εφαρμοσμένη από έναν άνθρωπο, απαιτεί από τον Θεό την άπλετη αλήθεια, χωρίς όμως να αποδεικνύει πως όντως την αξίζει ο αγωνιζόμενος. Διότι για να αξίζει κανείς την αλήθεια οφείλει πρώτα από όλα να προσπαθεί να παράγει έργο αληθείας και όχι να πράττει έργο φαυλότητας ή καθόλου. Ο άνθρωπος έχει και σώμα και νου. Σώμα και διάνοια πρέπει να εργάζονται παράλληλα και δεν δύνανται μήτε ο σκεπτόμενος τον Θεό που παράγει φαύλα έργα, μήτε ο πράττων τα έργα αλλά σκεπτόμενος άλλη θεότητα να ομοιάσει στον Χριστιανικό Θεό, εφόσον στην πρώτη περίπτωση η πορεία προς την ομοίωση είναι καθαρά μια άνευ καρπών καλλιέργεια, ενώ στην δεύτερη περίπτωση υπάρχει καλλιέργεια έργων που μοιάζουν σε κάποιο ή κάποιους άλλους θεούς (7).

Σημειώσεις
1. Ένα άλλο έντομο «αμμόφιλος ή ακανθώδης» θα καταφέρει εννέα! αλλεπάλληλα κεντρίσματα σε μια πεταλούδα, όπου υπάρχουν τα 9 ισάριθμα νευρικά της κέντρα, για να επιτύχει την επιθυμητή παραλυσία, όχι όμως τον θάνατο. Γιατί ο θάνατος θα επιφέρει σήψη, και τότε το θήραμα, που τοποθετείται πλάι στα αυγά δεν θα είναι κατάλληλη τροφή για τα μικρά, που θα προέλθουν από τα αυγά... ....Πώς;; Ποιος;; Τύχη ή Δημιουργία;; Ή τα έντομα αυτά σκέπτονται ή κάποιος σκέφτηκε γι’ αυτά. Η επιστήμη ονόμασε «ένστικτον» τις ενέργειες αυτές, «προσαρμογή, εξέλιξη» στο πέρασμα γενεών και αιώνων χωρίς και να κατορθώνει να αναλύσει βαθύτερα το πρόβλημα. Μα αυτό δεν είναι ερμηνεία, δεν είναι εξήγηση που να ικανοποιεί. (Πηγή: Από τα θαυμάσια της δημιουργίας, Τύχη ή Δημιουργία, Β.Π. Νικολόπουλου, Χημικού, Πάτρα 1987)
2. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιδ΄«23 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιησόμεν.»
3. Κατά Ματθαίον, Κεφ Κβ΄ «36 Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; 37 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· 38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή.»
4. Κατά Ιωάννη, Κεφ. Ιδ΄ «12 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει»
5. Κατά Μάρκον, Κεφ Ι΄ «20 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· Διδάσκαλε, ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 21 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἕν σοι ὑστερεῖ· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι, ἄρας τὸν σταυρόν σου.»
6. Κατά Ματθαίον, Κεφ Ε΄ «48 Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὡς ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν.»
7. Κατά Λουκάν, Κεφ. Στ΄ «43 Οὐ γάρ ἐστι δένδρον καλὸν ποιοῦν καρπὸν σαπρόν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν ποιοῦν καρπὸν καλόν· 44 ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται. οὐ γὰρ ἐξ ἀκανθῶν συλλέγουσι σῦκα, οὐδὲ ἐκ βάτου τρυγῶσι σταφυλὴν. 45 ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τὸ ἀγαθόν, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τὸ πονηρόν· ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα αὐτοῦ.»


ΓΕΝΙΚΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΕΣ & ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΑ


Πολλές φορές διάφοροι άνθρωποι για τις όποιες απόψεις τους χαρακτηρίζονται «σοφοί» ή «φιλόσοφοι» δηλαδή φίλοι της σοφίας. Ο Θεόφιλος Καΐρης είναι ένα τέτοιο παράδειγμα διαφωτιστή, την θρησκεία όμως του οποίου, και αυτή είναι που ενδιαφέρει έναν Χριστιανό Απολογητή και όχι οι επιστημονικές του απόψεις, δεν την ακολούθησε κανείς, ούτε ασφαλώς αυτοί που γράφουν με θαυμασμό γι’ αυτόν πολεμώντας μερικές φορές κατ’ εξαίρεση βέβαια την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη. Τέτοια συμπεριφορά είναι ένδειξη ανακολουθίας και υποκρισίας εφόσον τις «θρησκευτικές σοφίες» του «σοφού» δεν τις ακολουθεί κανείς από τους όποιους υποστηρικτές του. Πράγμα το οποίο οδηγεί τον αμερόληπτο μελετητή να συμπεράνει πως ο «πιστός» της θρησκείας του «σοφού» είναι άπιστος και απολογείται υπέρ του «σοφού» επειδή βλέπει τον Χριστιανισμό ως αντίπαλο και όχι για κάποιο άλλο λόγο. Ουσιαστικά ο «σοφός» αποτελεί ένα μέσο και έναν «δούρειο ίππο» ο οποίος αφού χρησιμοποιηθεί ενάντια στον Χριστιανισμό, μετά πέφτει σε «αχρηστία». Ο Χριστιανός ως οιοσδήποτε απολογητής όμως, θρησκεύεται με τον Χριστό στην καρδιά. Και αυτό αποτελεί ακολουθία και ταύτιση πράξεων και λόγων. Δεν πολεμά την φιλοσοφία ως αντίπαλη γενικά αλλά ειδικά όπου αυτή εχθρεύεται τον Χριστό. Δεν πολεμά τους ανθρώπους, αν και υπάρχουν εξαιρέσεις φανατισμού και αιρετικής συμπεριφοράς, αλλά τις αντίθετες προς το δίδαγμα του Χριστού ιδεολογίες οι οποίες μπορεί να αποβούν μοιραίες για τους ακολούθους τους. Δηλαδή όλα έχουν κίνητρο το ενδιαφέρον προς τον άνθρωπο και το πρόσωπό του και όχι την απρόσωπη ιδεολογία η οποία κάθε φορά αποκτά διαφορετικό προσωπείο.
Προς Ρωμαίους, Κεφ. Α΄«20 τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους, 21 διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, ἀλλ’ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· 22 φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν, »
 

ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ & ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

 

Το 1800 [Ο Θεόφιλος Καΐρης 1784-1853] επέστρεψε στις Κυδωνίες για να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Φοίτησε στην Ανώτερη Φιλοσοφική Ακαδημία των Κυδωνιών υπό τον διάσημο λόγιο Βενιαμίν τον Λέσβιο (1762-1824), από τον οποίο μυήθηκε στις νέες ιδέες των Φυσικών Επιστημών, των Μαθηματικών και της Αστρονομίας, ενώ τα ελληνικά στοιχεία της Φιλοσοφίας τα διδάχθηκε από τον Γρηγόριο Σαράφη.
Σε ηλικία 18 ετών, το 1801, χειροτονήθηκε ιερομόναχος και ονομάσθηκε Θεόφιλος. Ακολούθησε τον μοναχικό βίο, γιατί τότε μόνο μέσω της Εκκλησίας μπορούσε κάποιος να αποκτήσει πρόσβαση σε περαιτέρω μόρφωση. (Πηγή: Θεόφιλος Καΐρης, ο εισηγητής μιας νέας θρησκείας στην Ελλάδα, Στράτος Θεοδοσίου, Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών - Μάνος Δανέζης, Επίκουρος Καθηγητής αστροφυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 48, σελ. 105)

Το παραπάνω έντονο κείμενο είναι μια εκούσια μαρτυρία για κάτι πολύ γνωστό που δεν φανερώνεται από κανένα νεοπαγανιστικό περιοδικό της Ελλάδας. Μηδενός εξαιρουμένων παρουσιάζουν την Εκκλησία ως ένα χώρο απαίδευτων.
Επίσης η είσοδος μιας όποιας κάθε φορά νέας και προσωπικής θρησκείας, όπως π.χ. από τον Θεόφιλο Καΐρη αλλά και άλλους «διαφωτιστές», δεν παρουσιάζεται εκτεταμένα αλλά ούτε και λεπτομερώς πιθανώς σε κανένα ελληνικό πανεπιστήμιο εις το μάθημα του νεοελληνικού διαφωτισμού. Όλα παρουσιάζουν στους σπουδαστές τους μια αποπροσανατολιστική «περιορισμένη» και εικονική διαμάχη «Εκκλησίας-Επιστήμης», που όμως από τα ίδια τα γεγονότα υπό καθολική άποψη μελετημένα, τίθεται ξεκάθαρα υπό αμφισβήτηση, και την οποία αναμασούν οι νεοπαγανιστές για να προωθούν τα όποια θρησκευτικά τους πιστεύω.
Οι πλάνες του διαφωτισμού είναι ποικίλες και διάφορες, ενώ αυτός δεν αποτελεί κανένα «αλάθητο επιστημονικό» ιδεολόγημα. Κάθε άλλο. Πλάνες, όχι μόνο θρησκευτικές αλλά και επιστημονικές του διαφωτισμού ως ειδώλου λατρείας, τριγυρίζουν ακόμη και στους πιο σπουδασμένους της ελληνικής κοινωνίας, οι οποίοι απομνημονεύουν συγγράμματα διαφωτιστών, δίχως καμιά κριτική σκέψη ή διάθεση απέναντί τους. Κανείς δεν γνωρίζει το γιατί ο «διαφωτισμός» έχει λάβει μια τέτοια διάσταση «αυθεντίας» μέσα στο μυαλό αρκετών. Μια πιθανή απάντηση πάνω σε αυτό το ζήτημα μπορεί να δοθεί μόνο από την κριτική εξέταση της μονομερούς αστικής παιδείας, των ιδεολογημάτων και των κοινωνικών διαφορών που προωθεί και αναπαράγει αυτή και των συμφερόντων της καθώς και από την στείρα μάθηση επί μορφής «παπαγαλίας» αυστηρά εξειδικευμένων μαθημάτων άνευ παράλληλης εξετάσεως διαφοροποιούμενων απόψεων γύρω από τα κοινωνικά, φιλοσοφικά και θρησκευτικά φαινόμενα της νέας ελληνικής εποχής, που θα μπορούσαν να ωθήσουν σε μια ουσιαστική κριτική σκέψη, παρά σε χειραφέτηση της «κριτικής σκέψης» μονομερώς από την πλευρά του διαφωτισμού. Ουσιαστικά δηλαδή ενώ γίνεται διαρκώς παρουσίαση του ορθού λόγου, από την άλλη ο (χριστιανικός) αντίλογος, που αποτελεί και αυτός ορθό λόγο, δεν παρουσιάζεται εκτεταμένα στην αστική παιδεία. Συνέπεια τούτων η ολοένα παθητική εκπαιδευτική «αποχριστιανοποίηση» των «άνω» πολιτών του νέου Ελληνικού κράτους που με την σειρά τους διαχεόμενοι στις εργασιακές εκπαιδευτικές θέσεις με την σειρά τους αναπαράγουν τις αστικές αντιλήψεις και προς τις «κατώτερες» κοινωνικές μάζες «αποχριστιανοποιώντας περαιτέρω» ακούσια ή εκούσια. Ο φραγμός όμως που αντιστέκεται σε αυτό το φαινόμενο και που οι «άνω» μάζες φαίνεται να μην  αντιλαμβάνονται μέσα από την εκπαιδευτική αλαζονεία τους, που εκφράζεται με την μονομέρεια των απόψεων που ενστερνίζονται αποβάλλοντας μερικές φορές και τον ίδιο τον Χριστό, είναι η πραγματική Παρουσία της Θεότητας σε εκείνους που δεν διάλεξαν ελεύθερα τον δρόμο της a priori απόρριψης κάτω από τις προς διαφορετικές κατευθύνσεις βολές των ιδεολογημάτων. Εκεί οι όποιες φιλοσοφικές και ιδεολογικές «σοφίες» καταρρίπτονται κάθετα από την εμπειρία του Θεού που βιώνει ο καθείς προσωπικά. Εκεί η «εμπειριοκρατία» νικά την στείρα ιδεολογία και ορθώνεται ο αντίλογος απέναντι στον ορθολογισμό. Εδώ θα παρατεθεί ως παράδειγμα η αλλοιωμένη σκοπιά από την οποία βλέπει την Ορθοδοξία και τον Θεό ο διαφωτιστής Θεόφιλος Καΐρης:
«Στο εύλογο ερώτημα, γιατί, αφού αρνιόταν τον Χριστιανισμό και τις αρχές του, χειροτονήθηκε ιερέας, η απάντηση δίνεται στην υπάρχουσα αλληλογραφία του από τον ένθερμο μαθητή του, τον ιατρό Γρηγόριο Δεσποτόπουλο, ο οποίος αναφέρει ότι, σε σχετική ερώτηση των μαθητών, ο Ανδριώτης στοχαστής απάντησε:  «Απεφάσισα να προαχθώ εις  όλους τους ιερατικούς βαθμούς, πρώτον μεν ίνα επέλθει και εις εμέ το ¶γιον Πνεύμα, αλλά αφού είδον ότι δεν επήλθεν, ανεχαιτίσθην. Δεύτερον δε επί της πεποιθήσει ότι και παρ’ άλλοις εγγενήθηκε όμοιος περί του Χριστιανισμού ενδοιασμός και ενδέχεται να μην τολμώσι να εκμυστηρευθώσι τα ενδόμυχα της πεποιθήσεως των εις μικρού αξιώματους κληρικόν»» (Πηγή: ό.π., σσ. 109-110)

Προσευχή πριν από την θεία Κοινωνία στα Μέγαρα, του Θεόδωρου Ράλλη. (Πηγή: Εφημερίδα Το Βήμα, Πέμπτη 22 Μαΐου 2008, σελ. Α26)

Μέσα από τον παραπάνω ζωγραφικό πίνακα μπορεί κανείς να καταλάβει το πόσο άλλαξε η Ελλάδα από τον περασμένο αιώνα μέχρι σήμερα.

 

ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΟΧΙ ΕΘΝΙΚΗ





ΚΟΡΑΗΣ & ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ


«Τί συμφέρει εἰς τὴν ἐλευθερωμένην ἀπὸ Τούρκους Ἑλλάδα νᾶ πράξῃ εἰς τὰς παρούσας περιστάσεις διὰ νὰ μὴ δουλωθῇ εἰς Χριστιανοὺς τουρκίζοντας. [«Διάλογος δύο Γραικῶν», εκδόμενος από το Γ. Πανταζίδην, Παρίσι 1830, 36 (είναι ψευδώνυμο του Κοραή)]», (Πηγή: Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Κ.Θ. Δημαράς, Έκδοση Ε΄,  Νεοελληνικά Μελετήματα Ερμής, Αθήνα 1989, σελ. 514)
Η υποδούλωση «εἰς Χριστιανοὺς τουρκίζοντας» είναι η διατήρηση της Βασιλείας έναντι της Γαλλικής εμπνεύσεως Δημοκρατίας (βλ. γεγονότα με Καποδίστρια). Η «ελευθερία» δεν ήταν ζήτημα αλλαγής «εθνικής» κυβέρνησης, αλλά ζήτημα αλλαγής «πολιτικής» κυβέρνησης. Ζήτημα λεπτότατο, βαρύνον και παντελώς παραμερισμένο από το σημερινό βόρβορο της αντικληρικής μανίας ορισμένων.

Αριστερά: [Ο έλληνας διαφωτιστής] Αδαμάντιος Κοραής (1748 - 1833). (Πηγή: Πολίτης και Μοναχός, Βασίλης Μπακούρος, Περιοδικό Τρίτο Μάτι, τεύχος 139, σελ. 64)

Ακόμη κι όταν ο γνωστός μελετητής του νεοελληνικού διαφωτισμού παρατηρεί τον «Ἀνώνυμον Ἕλληνα», ο οποίος εκλαμβάνεται ως κάποιου είδους «ἐθνικὸς ἐπαναστάτης» σημειώνει:
«Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι και ο ίδιος ο ανώνυμος πατριώτης θα μπορούσε να κατηγορηθεί για την ίδια ηθική αποτυχία, αφού ζούσε στην Ιταλία και εξαπέλυε τους μύδρους του κατά της τυραννίας και της διαφθοράς απ’ έξω. Θα μπορούσε βέβαια να αντιτείνει ότι ο ίδιος έγραφε για πολιτικά ζητήματα και όχι για αδιάφορα θέματα...», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 360)


Είναι αρκετοί οι εχθροί της Εκκλησίας οι οποίοι αποφεύγουν να ξεκαθαρίσουν ορισμένα σημαντικά πράγματα εις το μυαλό του αναγνώστη τους. Από αυτά, το κυριότερο ίσως είναι ότι ο Διαφωτισμός δεν στόχευε εις τις εθνικές επαναστάσεις των λαών προς δημιουργία αντίστοιχων εθνικών κρατών. Στόχευε εις την εγκαθίδρυση φιλελευθέρων πολιτευμάτων. Προς τούτο εις την Γαλλία  συνετέλεσε εις την επανάσταση του ίδιου του Γαλλικού λαού εναντίον του βασιλέα του, εναντίον της αριστοκρατίας του και των κληρικών του, οι οποίοι τον καταπίεζαν οικονομικά κι όχι ενάντια ενός ξένου εισβολέα, ως εις την Ελλάδα και την Αμερική, οι μεν Έλληνες εξηγέρθησαν ενάντια στον Οθωμανό και οι Αμερικάνοι ενάντια εις τον Άγγλο αντίστοιχα:
1. «Η αποκήρυξη του δεσποτισμού σε όλες του τις μεταμφιέσεις, συμπεριλαμβανομένης και της "φωτισμένης" εκδοχής του, η οποία είχε κυριαρχήσει στην ελληνική πολιτική σκέψη στο άμεσο παρελθόν, ήταν μια ακόμη ένδειξη της ιδεολογικής απελευθέρωσης την οποία βίωνε η ελληνική συνείδηση. Με το αβασίλευτο δημοκρατικό πολιτειακό σχήμα ο Διαφωτισμός πρότεινε μια εναλλακτική πολιτική επιλογή, την οποία αντιπαρέθετε στις διαψευσμένες υποσχέσεις της απολυταρχίας.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 350)
2. «Η ρητή κατάφαση της ηθικής προτεραιότητας του λαού και η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των υπηκόων προβάλλονταν για να τονιστεί ότι μοναδικός στόχος και δικαίωση του κυβερνήτη ήταν η παροχή υπηρεσιών προς το λαό του. Αν, υποκύπτοντας στους πειρασμούς του βασιλικού αξιώματος, ένας μονάρχη έκανε κατάχρηση της δύναμή του και καταπίεζε τον λαό του, θα προκαλούσε με βεβαιότητα την επανάσταση. [Σύμφωνα με τον Fénelon που πρόβαλλε μερικές από τις βασικές ιδέες της διαφωτισμένης πολιτικής σκέψης]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 95)
Όταν η ιδεολογία του Διαφωτισμού μεταλαμπαδεύτηκε προς την Ελλάδα, το μήνυμα της Δημοκρατίας επέπεσε επί του εκείνην την περίοδο ευρισκομένου ως Μονάρχη των Ελλήνων, δηλαδή του Τούρκου Σουλτάνου· επέπεσε εναντίον του, όχι μόνο επειδή ήτο Τούρκος, όπως σήμερα αντιλαμβάνεται ο μέσος Έλληνες μετά από δεκαετίες εθνικιστικής πλύσης εγκεφάλου, αλλά επειδή κυρίως ήτο Μονάρχης. Κανείς δε μπορεί να παραβλέπει την δογματική αντιπάθεια των Διαφωτιστών για τις μοναρχίες και τους μονάρχες σε γενικές γραμμές· και μάλιστα ακόμη κι εκείνη την αντιπάθεια ενάντια σε Μονάρχες που ο σημερινός ελληνικός εθνικισμός οπωσδήποτε θαυμάζει, τους Μακεδόνες Φίλιππο και Μέγα Αλέξανδρο:
α. Ο Δημητριείς έλεγον ότι: «Η διαφθορά ανέτρεψε τη δημοκρατική τάξη στην αρχαία Αθήνα , όπου η τρυφηλότητα και η ιδιοτέλεια -για να αναφερθεί η εξαχρείωση της πολιτικής ζωής με την παρέμβαση του Φιλίππου της Μακεδονίας-εκτόπισαν τη θερμή αγάπη της ελευθερίας και της πατρίδας [Γεωγραφία Νεωτερική, σελ. 113]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 148)
β. «Ἡ Ἑλλάς, ὦ ἀγαπητοί μου, ὀκτακοσίους χρόνους πρὸ Χριστοῦ ἤκμαζε, καὶ ἦτον εἰς τὸν ἄκρον βαθμὸν τῆς εὐτυχίας της. Ἀφοῦ ὅμως εἰς τοὺς 375 πρὸ Χριστοῦ, Φίλιππος, ὁ πατὴρ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἔλαβε τὸ μακεδονικὸν σκῆπτρον, διὰ πρώτην φοράν, ἤρχισε, φεῦ! νὰ μιάνῃ τὴν ἐλευθέραν γῆν τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν ἀνεξάρτητον ἀρχήν του. Αὐτὸς ὄντας πολλὰ φιλόδοξος, καὶ ἐν αὐτῷ φιλομαθὴς καὶ δίκαιος, ὅταν δὲν ἦτον πρὸς ζημίαν του, ἢ διὰ νὰ εἰπῶ καλλίτερα ὅταν ἦτον πρὸς ὄφελός του, εἵλκυσε κατ᾿ ὀλίγον ὀλίγον εἰς τὴν φιλίαν του τοὺς περισσοτέρους ἀρχηγοὺς τῶν τότε ἐλληνικῶν πόλεων, καὶ οὕτως προετοίμασεν εἰς μὲν τὸν υἱόν του μεγάλας νίκας, εἰς δὲ τὴν πατρίδα του καὶ ὅλην τὴν Ἑλλάδα ἕνα ἐπικείμενον καὶ ἄφευκτον ἀφανισμόν. Ἐξ αἰτίας του, εὐθύς, ἤρχισεν ὁ πόλεμος ἀναμεταξύ των, αἱ διχόνοιαι ηὔξησαν, καὶ ἡ ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος ἀπ᾿ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἐφθείρετο, ἕως εἰς τοὺς 146 πρὸ Χριστοῦ, ὁποὺ παντελῶς ἠφανίσθη ὑπὸ τῆς ρωμαϊκῆς μεγαλειότητος.», (Πηγή: Ελληνική Νομαρχία, Ανώμυμος Έλλην, σελ. 73)
Δεν πρέπει να ξαφνιάζει δε το γεγονός ότι νεοπαγανιστές, ο Ρασσιάς του ΥΣΕΕ είναι ένα τυπικό παράδειγμα, ασπάζονται αυτές τις ιδέες κατά του Μέγα Αλέξανδρου, αφού η σκούφια τους είναι διαφωτιστική· αυτή συμπληρώνεται από τη χρήση ιδίας ποιότητος επιχειρημάτων από σημερινούς εθνικιστές των Βαλκανίων κατά του ελληνικού έθνους, δηλαδή απόψεις σύγχρονων σχετικά Ελλήνων, των Διαφωτιστών, χρησιμοποιούνται κατά των Μακεδόνων Βασιλέων, αποκρύπτοντας πως η αποστροφή εκείνων ήταν πολιτική κι όχι εθνική.
Εντούτοις, το ζήτημα δεν είναι αυτό. Το ζήτημα είναι πως ο Ελληνικός Διαφωτισμός προσπαθεί να αδράξει τα στεφάνια του «πατριώτου ἀντιστασιακοῦ» κατά του «Ὀθωμανικού ζυγού» έναντι του «Χριστιανισμού» των «Αντιδιαφωτιστών». Αυτό μπορεί και το καταφέρνει μόνο μέσα από ιστορικές συγκυρίες για τις οποίες ο ίδιος δεν ευθύνεται. Διότι αν εις τον Ελληνικό χώρο δεν υπήρχε η Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά η Βυζαντινή, τότε το ελληνικό γένος ή οι Ρωμιοί, αν είχαν καταπεισθεί από το Διαφωτισμό, θα είχαν ακολουθήσει έναν ακόμη εμφύλιο πόλεμο ορισμένων ίσως επαναστατημένων Ελλήνων, εναντίον ενός Έλληνα ηγεμόνος, κι όχι ενός Τούρκου ή Οθωμανού, με ότι αυτό συνεπάγεται για τους πολιτικούς εν Ελλάδι συμμάχους του πρώτου· τότε ο ρόλος του «πατριωτῶν ἀντιστασιακῶν των Διαφωτιστών θα ήτο αμφιλεγόμενος. Και λέγεται «ίσως επαναστατημένων» διότι σε τελική ανάλυση δεν ήταν ο Διαφωτισμός εκείνος ο οποίος προκάλεσε την επανάσταση εις τον Ελληνικό χώρο ενάντια εις τους Οθωμανούς, πόσο μάλλον ολιγότερο θα ευθύνονται για μια κάποια επανάσταση ενάντια σε κάποιον Βυζαντινό ηγεμόνα :
α. «Η επανάσταση δεν άρχισε από τους διανοουμένους του Διαφωτισμού, αλλά από τις αγροτικές μάζες στην Ήπειρο και στην Πελοπόννησο, που είχαν φτάσει σε απόγνωση εξαιτίας των δηώσεων των οθωμανικών στρατευμάτων μετά την καταστολή της ανταρσίας του Αλή Πασά.», (Πηγή: Ελληνική Νομαρχία, Ανώμυμος Έλλην, σελ. 408)
β. «Η επανάσταση ήταν σε μεγάλο βαθμό μια αγροτική εξέγερση που διενεργήθηκε μέσα σε έντονες κοινωνικές συγκρούσεις, με κορυφώσεις τους δύο εμφυλίους πολέμους στα 1823-1824. Σ’ αυτό το πλαίσιο οι δυτικόφρονες διανοούμενοι αποτελούσαν μικρή μειοψηφία και , εξαιτίας των ιδεών τους, μειοψηφία όχι ιδιαίτερα δημοφιλή»., (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 467)
γ. «Οι νέες ιδέες και η φιλελεύθερη προδιάθεση περιοριζόταν ως επί το πλείστον μεταξύ των νέων εμπόρων και των διανοουμένων, που διατηρούσαν άμεσες ή έμμεσες επαφές με τη Δύση. Ο Διαφωτισμός έγινε δεκτός κατά κανόνα με καχυποψία ή και ανοιχτή εχθρότητα σε όλα σχεδόν τα άλλα κοινωνικά περιβάλλοντα στην Ελληνική Ανατολή...», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 506)
δ. «...οι διαφωτιστές δεν φαίνεται να είχαν συνειδητοποιήσει την εσωτερική αντίφαση μεταξύ της πνευματικής ανάπτυξης και της αναιμικής κοινωνικής βάσης της θεωρητικής τους θέσης. Η εσωτερική αυτή αντινομία συνδεόταν με τη θέση των οπαδών του Διαφωτισμού στην ελληνική κοινωνία:  αποτελούσαν μια ισχνή μερίδα του πληθυσμού συγκεντρωμένη στις εμπορικές πόλεις των Βαλκανίων και της Δυτικής Μικράς Ασίας και στις κοινότητες της ελληνικής διασποράς, από δε τη φύση των πραγμάτων παρέμειναν γενικά απομονωμένοι από την κύρια μάζα μιας παραδοσιακής θρησκευτικά προσανατολισμένης και αναλφάβητης σε μέγιστο ποσοστό αγροτικής κοινωνίας.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 500)
Ο Κοραής κι ο Μοισιόδαξ είχαν κατανοήσει πως μια επανάσταση εις τον Ελλαδικό χώρο για να φέρει κάποιο «φιλελεύθερο» πολίτευμα όφειλε να στηριχθεί επάνω σε αναμόρφωση των κοινωνικών αντιλήψεων για την πολιτική, δηλαδή ο λαός όφειλε να περάσει μέσα από ένα ευρύτερο πρόγραμμα πολιτικής προπαγάνδας βασισμένο εις τις αρχές που είχαν επιλέξει οι «διανοούμενοι» της Δύσεως:
α. «Η αμάθεια αποτελούσε πρωταρχική αιτία της κοινωνικής δυσπραγίας. Στο μέτρο που η άγνοια μπορούσε να ξεπεραστεί και να ξεριζωθεί, η διαφθορά θα μπορούσε να δαμαστεί και να επιτευχθεί η κοινωνική αναμόρφωση. Με βάση αυτή την αιτιολογία των κοινωνικών δεινών, η θεωρητική ενασχόληση του Μοισιόδακα συναρθρώθηκε γύρω από τις προϋποθέσεις της πολιτισμικής ανανέωσης και τα μέσα για τον έλεγχο της αμάθειας. Η κριτική του εμπνεόταν από αυτόν τον στόχο και επιδίωκε να εκθέσει τα εμπόδια και τους περιορισμούς που έπρεπε να παραμεριστούν πριν παταχθεί η αμάθεια. Μόνον αφού θα είχε συντελεστεί αυτή η αρχική φάση της κριτικής, θα ήταν δυνατό να τεθεί σε εφαρμογή οποιοδήποτε μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. [Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Ηθική Φιλοσοφία, σσ. ια -ιδ] », (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 227)
β. «Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είχε στρέψει όλη την ενεργητικότητά του [ο Αδαμάντιος Κοραής] στην προσπάθεια της πολιτισμικής αναδημιουργίας και της ηθικής αναμόρφωσης, η οποία έπρεπε να προηγηθεί της κατάκτησης της ελευθερίας», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 408)
γ. «Θεωρούσε πάντως [ο Κοραής] ότι απαιτούνταν αρκετές δεκαετίες για να ωριμάσουν στην Ελλάδα οι κοινωνικές προϋποθέσεις μιας ελεύθερης πολιτείας. [Στην Αυτοβιογραφία του, γραμμένη το 1829 και δημοσιευμένη για πρώτη φορά στη Συλλογή Προλεγομένων (1833), σσ. ζ-λθ,, ιδιαίτερα σ. κθ, ο Κοραής διατυπώνει την πεποίθηση ότι η Ελληνική Επανάσταση, έπρεπε να πραγματοποιηθεί γύρω στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα (σημ:1850). Φθάνοντας τριάντα χρόνια νωρίτερα, η επανάσταση είχε προηγηθεί της εμφάνισης μίας ώριμης πολιτικής ηγεσίας που θα μπορούσε να καθοδηγήσει τις τύχες του έθνους με μεγαλύτερη σύνεση.]»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 408 & 588)
δ. «Σε αυτή την προοπτική η προτίμηση του Κοραή για τη φιλελεύθερη δημοκρατία θα μπορούσε να φανεί άκαιρη, γιατί οι βάσεις της κοινωνικής μετριοπάθειας που θα προσέδιδαν βιωσιμότητα σε ένα τέτοιο πολιτικό σύστημα απουσίαζαν από την οθωμανική Ελλάδα, η οποία πολύ απείχε από τη φιλελεύθερη Βρετανία. Η επίγνωση αυτού του εξόφθαλμου γεγονότος, την οποία διέθετε πλήρως ο Κοραής, εξηγεί και τη θέση του υπέρ της εξελικτικής αλλαγής \και της αναβολής της επαναστατικής έκρηξης ως τη στιγμή που θα ωρίμαζαν οι προϋποθέσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Διαφορετικά φοβόταν ότι ο Διαφωτισμός θα έχανε τη μάχη, όπως άλλωστε συνέβη τελικά. Στην ελληνική ιστορία, κατά συνέπεια, ο Διαφωτισμός παρέμεινε μάλλον περίγραμμα οραματισμών του μέλλοντος και κριτικής του παρόντος παρά ένα εφαρμόσιμο πρόγραμμα πρακτικών επιλογών. »,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 504)
Αυτή λοιπόν η αναγνώριση της αναγκαίας πολιτικής «αναμόρφωσης» πριν μια επανάσταση, δεικνύει πως τα πράγματα θα ήτο εντελώς διαφορετικά άπαξ κι εις τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο ευρίσκονταν έτι μια Βυζαντινή αυτοκρατορία με τον ηγεμόνα της αντί εκείνου των Οθωμανών· αν η εξέγερση κατά των Τούρκων το 1821 μπορούσε και στελεχώνονταν από τις αντιδράσεις ενάντια εις την κοινωνική καταπίεση ενός αλλόθρησκου κατακτητή, εκείνη η υποθετική ενάντια εις ένα Βυζαντινό ηγεμόνα ο οποίος ήτο προστάτης δεν θα μπορούσε να το πράξει:
«ὅταν ἡ Διοίκησις βιάζῃ, ἀθετῇ, καταφρονῇ τὰ δίκαια τοῦ λαοῦ καὶ δὲν εἰσακούῃ τὰ παράπονά του, το νὰ κάμῃ τότε ὁ λαὸς ἤ κάθε μέρος τοῦ λαοῦ ἐπανάστασιν, νὰ ἁρπάζῃ τὰ ἄρματα καὶ νὰ τιμωρήσῃ τοὺς τυράννους του, εἶναι τὸ πλέον ἱερὸν ἄπὸ ὅλα τὰ δίκαιά του καὶ τὸ πλέον ἀπαραίτητον ἄπὸ ὅλα τὰ χρέη του [Ρήγας Βελεστινλής, Τα δίκαια του ανθρώπου, άρθρο 35]». , (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 324-325)
Έτσι, κανείς δε γνωρίζει πόσο «πατριωτικὲς» θα μπορούσαν να ήταν ορισμένες Διαφωτιστικές απόψεις διανοουμένων σε ένα Βαλκανικό χώρο υπό τη διοίκηση των Βυζαντινών Βασιλέων, εάν δεν υπήρχε γενική κι ευρεία κοινωνική κατακραυγή κατά της φορολογικής αδικίας. Πάντως, παρά τις διακηρύξεις πως αν «υποκύπτοντας στους πειρασμούς του βασιλικού αξιώματος, ένας μονάρχη έκανε κατάχρηση της δύναμή του και καταπίεζε τον λαό του, θα προκαλούσε με βεβαιότητα την επανάσταση», πρέπει να λεχθεί ότι επαναστάσεις κατά Μοναρχών άνευ ουσιαστικής καταπίεσης του λαού συνέβησαν, όπως ατυχώς το παράδειγμα της δολοφονίας του Καποδίστρια δηλοί.
Επιπλέον μια επανάσταση εναντίον του οιοδήποτε διαφορετικού πολιτεύματος παρεκτός της «Δημοκρατίας» στοιχειοθετείται μέσα από το χάρτη των δικαιωμάτων του ανθρώπου που συνέταξε ο Ρήγας Βελεστινλής με κάθε τρόπο:
α. «Πέρα από την αναγνώριση αυτών των κοινωνικών δικαιωμάτων στη Διακήρυξη [των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη του Ρήγα Βελεστινλή που ακολουθεί πιστά την "Déclaration des Droits de l' Homme et du Citoyen" του γαλλικού συντάγματος του 1793], οι ειδικότερες θεσμικές ρυθμίσεις που προτείνονταν στο κυρίως κείμενο του συντάγματος υπαγορεύονταν από γνήσια δημοκρατική έμπνευση. Αυτό πρόβαλλε πολύ καθαρά με τη διεύρυνση της πολιτικής συμμετοχής στη θέσπιση της καθολικής ανδρικής ψήφου. Ο δημοκρατικός χαρακτήρας υπογραμμιζόταν με την τοποθέτηση της ισότητας στην πρώτη γραμμή μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων (άρθρο 2), καθώς και με την έμφαση, με την οποία τονίζονταν η αντίσταση στην τυραννία και το δικαίωμα για εξέγερση, ως τα πιο ιερά και απαράγραπτα καθήκοντα του πολίτη (άρθρο 35).» , (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 319)
β. «Η Δημοκρατία του Ρήγα δεν αποτελούσε πολίτευμα βασισμένο στην αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση και στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Μεγάλο μέρος των πολιτικών πρωτοβουλιών, ιδιαίτερα σε ζητήματα συνταγματικής αναθεώρησης, ανήκε απ’ ευθείας στο λαό. Σε περίπτωση που όλες αυτές οι διαρθρωτικές ρυθμίσεις και οι θεσμοί αποδεικνυόταν ανεπαρκείς εγγυήσεις κατά των μηχανορραφιών της τυραννίας, η προστασία και η υπεράσπιση της δημοκρατικής πολιτείας ετίθετο υπό την "ἄγρυπτον φύλαξιν ὅλων τῶν ἐναρέτων φιλελευθέρων ἄνδρῶν, ὁπού, διὰ νὰ μὴ ὑποκύψουν εἰς τὸν ζυγὸν τὴς Τυραννίας, ἐνηγκαλίσθησαν τὴν στρατιωτικὴν ζωήν, καὶ ἀρματωμένοι ὤμοσαν αἰώνιον πόλεμον κατὰ τῶν τυράννων" [Ρήγας Βελεστινλής, Σύνταγμα, άρθρο 123]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 324-325)
Η διαχείριση της «δημοκρατίας», ως «βούλησης του λαού», δια μέσω «επαναστάσεων» είναι χαρακτηριστική σε όλα τα πολιτεύματα και σε όλους τους αιώνες, αρκεί πάντοτε να μην έρχεται ο «αντίπαλος δαίμων» εις την εξουσία. Ακόμη κι αυτή η ίδια η «βασιλική της Γαλλίας» δημοκρατία, επιζητά τη χρήση βίας για να επιβληθεί. Η κοσμικότητα, όπως κι ο παπισμός ως επέκταση της, αντιλαμβάνεται πάντοτε την επέκταση των «ορθών» εκάστοτε απόψεων της μόνο δια μέσω της βίας, ακόμη κι αν πρόκειται περί «δημοκρατιών»:
1. «Οι φόβοι του Κοραή φάνηκαν να επαληθεύονται από τις συνέπειες του δράματος της βασιλοκτονίας. Η καταστροφή της παλαιάς μυθολογίας αποχαλίνωσε τα πάθη και την εκδικητικότητα, με αποτέλεσμα την αιφνίδια μετάπτωση από τη δεσποτεία του παραλόγου στην τυραννία του τρόμου.  Την αρνητική όψη της Επανάστασης εκπροσωπούσε ο αιμοδιψής Marat , άλλοτε γιατρός του πιο αντιδραστικού από τους αδελφούς του βασιλιά, του Κόμη του Αρτουά. Μέλος της Συμβατικής Συνέλευσης, την οποία δυσφημούσε με την παρουσία του, δηλητηρίαζε καθημερινά τα πνεύματα του λαού στο Παρίσι με τα εμπρηστικά δημοσιεύματα της εφημερίδας του Ο φίλος του λαού (Ami du peuple). Κήρυσσε το φόνο ως μέσον για την ενίσχυση της δημόσιας ασφάλειας και υπολόγιζε ότι η εδραίωση της ελευθερίας απαιτούσε την εκτέλεση τουλάχιστον  εκατόν πενήντα χιλιάδων ανθρώπων [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, 1774-1798, σελ. 307].», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 268-270)
2. «Οι επιθέσεις των υποστηρικτών του στέμματος κατά των πολιτικών κομμάτων ως φορέων διχόνοιας, σε συνδυασμό με μια πλατιά διαδεδομένη αντιπάθεια για τους πολιτικούς σχηματισμούς και συσπειρώσεις γενικά, κληροδοτημένη από τις πικρές εμπειρίες της Επανάστασης, καλλιέργησαν κλίμα αρνητικό για τη νομιμότητα των πολιτικών κομμάτων. Τα κόμματα κατέληξαν να θεωρούνται διαιρετικοί μηχανισμοί, που δεν είχαν άλλο κίνητρο παρά την επιδίωξη του προσωπικού κέρδους αδίστακτων αρχηγών και ιδιοτελών οπαδών.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 479)
Αν σημειώσει κανείς εις το νου του, το πως ο λαός πέφτει θύμα ρητόρων και δημαγωγών, βασιλέων κι αυτοκρατόρων, αντιλαμβάνεται περίφημα το πόσο «δίκαιο» έχε η μία κοσμικότητα έναντι της άλλης· ισχύει ότι το μικρότερο κακό είναι η καλύτερη επιλογή.
Μια φορά, κι αυτό είναι που έχει σημασία εδώ, το ότι ο Διαφωτισμός ήταν πολιτικό κίνημα, κι όχι εθνικό. Αυτό θα πρέπει να το εννοήσει ο αναγνώστης μέσα από τα λόγια των ιδικών του αντιπροσώπων:
α. «Οι φόβοι που είχαν καταλάβει τον Κοραή καθώς η Ελληνική Επανάσταση, μετά τις πρώτες νίκες και τους πρώτους ενθουσιασμούς, άρχισε να παραπαίει, είναι προφανείς στην καμπή αυτής της σκέψης του. Γνώριζε ότι η μοίρα του Διαφωτισμού επρόκειτο να κριθεί μέσα στην αναστάτωση των διασταυρούμενων πολιτικών ρευμάτων, των αντιμαχόμενων δυνάμεων και του εμφύλιου σπαραγμού, που σημάδευαν την Ελληνική Επανάσταση. Η σημασία των διακυβευομένων δεν μπορούσε να είναι μεγαλύτερη.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 422)
β. «Καλούσαν τις άλλες εθνότητες, που στέναζαν κάτω από τον αφόρητο ζυγό του οθωμανικού δεσποτισμού, να συνταχθούν υπό τη σημαία της κοινής σταυροφορίας για την ελευθερία. "Χριστιανοὶ καὶ Τούρκοι" έπρεπε να παραμερίσουν τις θρησκευτικές τους διαφορές και να συνειδητοποιήσουν την κοινή ανθρώπινη υπόσταση που συνέδεε όλα τα "πλάσματα τοῦ Θεοῦ" και την αδελφοσύνη που, μέσα από την κοινή δοκιμασία της τυραννίας, έφερνε κοντά όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από κοινωνικές τάξεις και θρησκείες. Έτσι, όλοι οι λαοί που ποθούσαν την ελευθερία τους ανακάλυπταν τη συναδέλφωση στην κοινή επαναστατική τους εξέγερση, επιζητώντας να υπερασπιστούν ενώπιον της οικουμένης τα ιερά και απαραβίαστα δικαιώματά τους [Βρανούσης, επιμ. τα έργα του Ρήγγα, τομ. Β, σσ.681-683]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 317-318)
δ. «Ο Ρήγας κήρυσσε την ισότητα ως το πρώτο και το κατεξοχήν φυσικό δικαίωμα, αλλά επιπλέον επέμενε ότι στην Ελληνική Δημοκρατία δεν θα γινόταν ανεκτή καμία διάκριση βασισμένη στη θρησκεία, τη γλώσσα, τη φυλή ή την εθνική καταγωγή. Εφόσον οι άνθρωποι ήταν από τη φύση τους ίσοι, ο κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να συμμετέχει στη θέσπιση των νόμων», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 321)
ε. «Ίσως η απελπισμένη αγανάκτηση, στην οποία είχε οδηγήσει όλες αυτές τις εθνότητες η κοινή πληγή του δεσποτισμού, να μπορούσε να τις συμπαρατάξει στην επανάσταση που θα ανέτρεπε την τυραννία. Αλλά πως θα μπορούσαν να συνυπάρξουν σε μια ενιαία και αδιαίρετη δημοκρατική πολιτεία; Αυτή ήταν η πραγματική πρόκληση για την πολιτική θεωρία του Ρήγα.
Το πρώτο βήμα προς την υπέρβαση αυτού του προβλήματος συνίστατο στην έμφαση, με την οποία ο Ρήγας τόνιζε τον τεχνητό χαρακτήρα όλων των διακρίσεων που στηρίζονταν στη γλώσσα, τη θρησκεία και τη φυλετική καταγωγή. Παρόμοιες εξωτερικές διαφορές δεν επιτρεπόταν να επισκιάζουν τη θεμελιακή αλήθεια για τη φυσική ισότητα και αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 328)
ζ. Στον Πατριωτικό Θούριο ο Ρήγας «Τους παρότρυνε να εξεγερθούν εμπνευσμένοι από το πνεύμα του πατριωτισμού και καθοδηγημένοι αποκλειστικά από τους νόμους, να ενώσουν αδελφικά τις δυνάμεις τους με τα άλλα υπόδουλα έθνη, λευκούς και μαύρους, και κινημένοι από την ορμή της ελευθερίας να επιτεθούν κατά της τυραννίας, να διαρρήξουν τον ζυγό του δεσποτισμού και να εγκαθιδρύσουν τη δικαιοσύνη και την ελευθερία σε όλη την περιοχή που απλώνονταν από τη Βοσνία και το Μαυροβούνιο, κάλυπτε τη Ρούμελη και τη Μάνη και έφθανε μέχρι την Κρήτη, τη Μικρά Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο.[Claude Fauriel, Chants populaires de la Gréce Moderne, τομ. Β, Παρίσι 1825, σσ. 20-28]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 334)
Δεν είναι μόνο οι αντιπρόσωποι του Διαφωτισμού που αναγνωρίζουν ότι ο Διαφωτισμός είναι πολιτικό κίνημα. Η ίδια η ιστορία αποδεικνύει πως ο Διαφωτισμός έπραξε τα ίδια όπου κι αν έδρασε, πέρα από εθνικά πλαίσια κι «επαναστατικές εθνικές θεωρίες»:
α. «Τη σύγχυση που επικρατούσε στο κράτους [του Σουλτάνου] , την ενίσχυσε η μεταρρυθμιστική προσπάθεια μερικών ηγεμόνων και πολιτικών της Τουρκίας. Δηλαδή κατά το τέλος του Ιη΄ αιώνα κάτω από την επίδραση της γαλλικής επαναστάσεως μεταδόθηκε και στην τουρκική κυβέρνηση η αναμορφωτική τάση.
Ο Σελίμ ο Γ΄ (1789-807) επιχείρησε να εξευρωπαΐσει την Τουρκία, εισάγοντας τολμηρές οικονομικές και στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις. Και προσπάθησε να το πετύχει, συντρίβοντας τους δυσκολοπειθάρχητους Γενίτσαρους και εγκαινιάζοντας τη φωτισμένη δεσποτεία. Αλλά αυτό ξεσήκωσε εναντίον του τους Παλαιότουρκους, τους ουλεμάδες (=νομομαθείς, θεολόγοι) και τους Γενίτσαρους και ξύπνησε στου σκλαβωμένους τις αποκοιμισμένες δυνάμεις τους.», σελ. 189
«Η γαλλική επανάσταση [...] είχε διαλυτική επίδραση στην Τουρκία. Βαθύτερα από τα άλλα έθνη της Βαλκανικής συγκίνησε τους Έλληνες. Ήδη πριν από την επανάσταση οι Γάλλοι φιλόσοφοι είχαν δυσφημίσει την απολυταρχική εξουσία του Σουλτάνου. Πριν από τον πόλεμο του 1788 ο Βολταίρος έγραφε στην αυτοκράτειρα Αικατερίνη: "Χτυπήστε τους Τούρκους στο όνομα του Θεού και για πείσμα του αντιπροσώπου του Πάπα στην Πολωνία, που διάκειται απέναντί τους τόσο φιλικά. Να θριαμβεύσετε συγχρόνως και εναντίον του άγιου πατέρα και εναντίον του Μουφτή. Θα είναι ωραίο θέαμα να βλέπει κανείς δύο αυτοκράτειρες να τραβούν από τα αυτιά στην Ασία το χοντρό Μουσταφά."», σελ. 189
Ο Ρήγας Φερραίος (1759-1798) «κατόρθωσε να κατηχήσει όχι μόνο πολλούς προκρίτους και αρματολούς, αλλά όπως λένε, κατόρθωσε να προσελκύσει ακόμη κι αυτόν τον περίφημο Πασβάνογλου του Βιδινίου.
[...]
Ο Ρήγας σύνθεσε το "Θούριό" του ως Μασσαλιώτιδα της ελληνικής επαναστάσεως. Την επανάσταση τη φανταζόταν ως ένα γενικό ξεσήκωμα των λαών της Τουρκίας εναντίον του απολυταρχικού Σουλτάνου.
Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμιοί
νησιώτες κι Ηπειρώτες με μια κοινή ορμή,
για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί.
[...]
νʼ ανάψουμε μία φλόγα εις όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από τη Μπόσνα έως την Αραπιά», (Πηγή:  Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων, Χ. Θεοδωρίδου - Α. Λαζάρου, ΟΕΔΒ,  Έκδοση Η΄, 1978, σελ. 190)
«...οι σπουδαιότεροι από τους Γάλλους συγγραφείς του Ιη΄ αιώνα, όπως ο Βολταίρος, ο Μοντεσκιέ, ο Ντιντερό, για τους οποίους μιλήσαμε αναλυτικά, δεν είναι καθαροί λογοτέχνες, αλλά πολιτικοί συγγραφείς και εξετάζουν στα συγγράμματά τους, περισσότερο κοινωνικά προβλήματα»,(Πηγή:  Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων, Χ. Θεοδωρίδου - Α. Λαζάρου, ΟΕΔΒ,  Έκδοση Η΄, 1978, σελ. 152)
Η Εθνοσυνέλευση της 1ης Ιανουαρίου 1822 στην Επίδαυρο «έχοντας ως παράδειγμα τις Ενωμένες Πολιτείες και τη γαλλική επανάσταση, έκαμε ένα είδος διακηρύξεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που δικαιολογούσε την επανάσταση. Αυτή απευθυνόταν περισσότερο προς τους Ευρωπαίους και προσπαθούσε να δείξει τη διαφορά της ελληνικής επαναστάσεως από τα στασιακά κινήματα της Ευρώπης.
Η διακήρυξη ανάμεσα στα άλλα έλεγε και τα εξής: "Ὁ κατὰ τῶν Τούρκων πόλεμος ἡμῶν μακρὰν τοῦ νὰ στηρίζεται εὶς ἀρχὰς τινας δημαγωγικὰς καὶ στασιώδεις ἢ ἰδιωφελεῖς μέρους τινὸς τοῦ σύμπαντος Ἑλληνικοῦ Ἔθνους σκοπούς... εἶναι πόλεμος ἐθνικός, τοῦ ὁποίου μόνη αἰτία εἶναι ἡ ἀνάκλησις τῶν δικαίων τῆς προσωπικῆς ἠμῶν ἐλευθερίας, τῆς ἰδιοκτησίας καὶ τῆς τιμῆς..."», (Πηγή:  Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων, Χ. Θεοδωρίδου - Α. Λαζάρου, ΟΕΔΒ,  Έκδοση Η΄, 1978, σελ. 226)
Υπάρχει ένα τελευταίο ερώτημα το οποίο θα πρέπει να έχει στο μυαλό του ο ερευνητής της αλήθειας για τη σχέση Διαφωτισμού και εθνικής επαναστάσεως του 1821:
Αν η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν παρέμενε αυτοκρατορία, αλλά αντιθέτως ασπαζόμενη τις προτάσεις των Διαφωτιστών μετατρέπονταν αυτή σε Οθωμανική Δημοκρατία ή Οθωμανική Διαφωτιστική Μοναρχία πριν δημιουργηθεί οιοδήποτε εθνικό κράτος στα Βαλκάνια, ακόμη κι ελληνικό, τότε ποια θα ήταν η θέση του Διαφωτισμού για τον Ελληνικό χώρο υπό ξένη κατοχή; καταδικαστική ή επαινετική; επαναστατική ή συναινούσα;
Ίσως για το μέσο αναγνώστη μια τέτοια θέση να φαντάζει παράξενη κι ασυνήθιστη· κι όμως δεν ήταν τόσο. Ο Διαφωτισμός στο Βαλκανικό χώρο, κι όχι μόνον, πριν υιοθετήσει την απόρριψη της μοναρχίας, («Κατά τη δεκαετία του 1790, ο ελληνικός Διαφωτισμός αναζητούσε ήδη πολιτική έκφραση πέρα από τα όρια της φωτισμένης απολυταρχίας», (Πηγή: ο.π, σελ. 220) εβρίσκετο εις «ἐρωτικὸν εἰδύλλιον» μετά των «φωτισμένων μοναρχῶν»:
α. «Ο Μοισιόδαξ και ο Καταρτζής είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στη διακυβέρνηση των Φαναριωτών ηγεμόνων, οι οποίον τον δέκατο όγδοο αιώνα διοικούσαν τις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας υπό οθωμανική επικυριαρχία [*]. Υπήρχαν πολλά στο ενεργητικό των Φαναριωτών ηγεμόνων που δικαιολογούσαν αυτές τις ελπίδες. Υπό το φαναριώτικο καθεστώς είχαν γίνει σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και κυρίως η νομοθετική κατάργηση της δουλοπαροικίας από τον Κωνσταντίνο Μαυροκορδάτο με τα διατάγματα των ετών 1746-1749, Η εύνοια προς την παιδεία, που έδειχναν σοβαροί ηγεμόνες, όπως ο Γρηγόριος Γκίκας και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, είχει δημιουργήσει υποδοχές για τον Διαφωτισμό στο χώρο των ηγεμονιών. Οι ακαδημίες του Βουκουρεστίου και του Ιασίου αναδείχθηκαν στις σημαντικότερες εστίες του Διαφωτισμού στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο Μοισόδαξ είχε κατά καιρούς διδάξει και στις δύο ακαδημίες, ενώ ο Καταρτζής σταδιοδρόμησε σε υψηλά αξιώματα στην αυλή του Βουκουρεστίου. Έτσι και οι δύο είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν την πρακτική της μεταρρυθμιστικές μοναρχίας κε των ένδον. Για μια στιγμή φάνηκε ότι η φωτισμένη απολυταρχία θα μπορούσε όντως να θέσει σε πράξη το αίτημα της πολιτισμικής αλλαγής. Ο Μοισιόδαξ εξέφρασε αυτή του την προσδοκία στην εναρκτήρια ομιλία του, όταν ανέλαβε τη σχολαρχία της αυθεντικής Ακαδημίας του Ιασίου του 1765, καθώς και στα αφιερωματικά σημειώματα προς τους ηγεμόνες, τα οποία προέταξε στα δύο τελευταία βιβλία του το 1781 και το 1784. ο Καταρτζής βίωσε διαισθητικά τις υποσχέσεις τη φωτισμένης απολυταρχίας χάρη στη θέση του στη ηγεμονική αυλή.»  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 218-219)
β. [*] Ακόμη ένας που έγραψε από το πνευματικό περιβάλλον των ηγεμονιών κι έγραψε διεξοδικά περί φωτισμένης μοναρχίας ήταν ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, Πολιτικά παράλληλα και Πολιτικά σοφίσματα, Άπαντα, επιμ. εκ. Γ. Βαλέτα, Αθήνα 1969, σσ. 341-477 & Nestor Camariano, Athanasios Christopoulos. Sa vie, son oeuvre littéraire et ses rapports avec la culture roumaine, Θεσσαλονίκη 1981 (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σel. 557).
γ.  Η ενασχόλησή τους [των Βολταίρου και Diderot] με την κοινωνική και την πολιτισμική αλλαγή, ωστόσο, και η ανάμειξή τους στην πρακτική πολιτική του Διαφωτισμού ως κινήματος κοινωνικής ανανέωσης, τους οδήγησαν να λάβουν σοβαρά υπόψη τις προθέσεις, την πολιτική και τα επιτεύγματα μερικών από τους νεωτερίζοντες μονάρχες της εποχής τους. Ο Βολταίρος γνώριζε, από τις έρευνές του στη ρωσική ιστορία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πέτρου του Μεγάλου, ότι η απολυταρχία διέθετε μοναδικό δυναμισμό, ο οποίος, κατευθυνόμενος από έναν ικανό κυβερνήτη, μπορούσε να προσφέρει πολλά στον εκσυγχρονισμό μια καθυστερημένης κοινωνίας και να ανοίξει τις πύλες της στο Διαφωτισμό.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 166)
Ακόμη κι η νεότερη ελληνική ιστορία έχει παρουσιάσει μια τέτοια θέση μέσα από τις σελίδες του νεοπαγανιστικού / νεοδιαφωτιστικού / νεοκοσμικού περιοδικού Δαυλός· εκεί η Τουρκική «Δημοκρατία» επειδή είναι εκκοσμικευμένη, ενίοτε δε και παγανιστική, θαυμάζεται και ουδέποτε προσβάλλεται αν κι ιστορικά έχει αποδείξει εχθρική στάση κατά του βιολογικού ελληνισμού (βλέπε ειδικό θέμα στη σελίδα Δαυλός Απελέκητος).

Αριστερά: «Εορτή του Δία εις την Τουρκία». Οι κοσμικοί του Δαυλού επειδή εναντιώνονται μανιωδώς στη Χριστιανική θρησκεία, θαυμάζουν παντού και πάντα το κοσμικό κράτος των Τούρκων στρατηγών έναντι των εκεί Μουσουλμάνων, ασχέτως από του αν οι στρατοκράτες της Άγκυρας δεν τα πάνε τόσο τέλεια στις σχέσεις τους με το νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος των Αθηνών. (Πηγή: Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 273, εξώφυλλο)

Στην ουσία ο Διαφωτισμός μπορούσε να είναι τόσο αδιάφορος για την ηγεμονία ή τη Δημοκρατία, αρκεί να πετύχαινε τους σκοπούς του, όσο αδιάφορος ήταν ο Αντιδἲαφωτισμός:
«Εφόσον διασφαλιζόταν οι πνευματικοί και θρησκευτικοί στόχοι του προγράμματός του, ο Αντιδιαφωτισμός παρέμεινε αδιάφορος για το πολιτικό πλαίσιο και, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν στο μεταίχμιο του δέκατου όγδοου προς το δέκατο όγδοο αιώνα, εμφανιζόταν κάλλιστα διατεθειμένος να υποκύψει στη διηνεκή παράταση του ζυγού των Οθωμανών.»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 505)
Σ’ αυτή «τη διηνεκή παράταση του ζυγού των Οθωμανών» θα μπορούσε να υποκύψει κι ο Διαφωτισμός, υπό άλλες ιστορικές συνθήκες. Οι παρελθούσες όμως, έδωσαν το δικαίωμα εις τον Διαφωτισμό να παριστά τον «πατριώτην» εις την θέση του «πατριώτου»· όχι δηλαδή ένεκα μιας κάποιας απόλυτης διαφοροποιού σχέσης αλλά ένεκα ιστορικών συγκυριών.
Είναι χαρακτηριστικές οι διαμαρτυρίες του «Ἀνωνύμου τοῦ Ἕλληνος», ο οποίος δεν βγάζει εθνικό λόγο, όσο κοινωνικοπολιτικό παράπονο:
«Τί περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἔχει αὐτός, ὁποὺ τόσον αὐστηρῶς καὶ ὑπερηφάνως κτυπᾶ, ὑβρίζει καὶ καταφρονεῖ τοὺς ἄλλους; Διατί, διατί, ὁ ἕνας νὰ ὀνομάζεται δοῦλος καὶ ὁ ἄλλος κύριος; Διατί ὁ πλούσιος νὰ τρώγῃ, νὰ πίνῃ, νὰ κοιμᾶται, νὰ ξεφαντώνῃ, νὰ μὴν κοπιάζῃ καὶ νὰ ὁρίζῃ, ὁ δὲ πτωχὸς νὰ ὑπόκειται, νὰ κοπιάζῃ, νὰ δουλεύῃ πάντοτε, νὰ κοιμᾶται κατὰ γῆς, νὰ διψῇ, καὶ νὰ πεινᾷ;», (Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, Βενετία 1806, σελ. 107)
Έτσι θα καταπιαστεί να βαπτίζει δούλους όλους τους υπό των Οθωμανών ή Ευρωπαίων Μοναρχών διαλαλουμένων:
«Ἀλλά, τὴν σήμερον, ὁποὺ τὰ ἐννέα δέκατα τῆς οἰκουμένης εἶναι δοῦλα, καὶ ὑπὸ τυραννίας βασανίζονται, δὲν κρίνω τόσον ἀναγκαῖον νὰ περιγράψω καταλεπτῶς τὴν ἰδιότητά της, μάλιστα εἰς ἐσᾶς, ὦ Ἕλληνες, ὁποὺ ἐντὸς ὀλίγου περὶ τῶν ὀθωμανῶν θέλω ὁμιλήσει.», (Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, Βενετία 1806, σελ. 32)
Αντιθέτως δε θα βγάλει άχνα για τους δούλους της αρχαίας Αθήνας ή της
ης, διότι κι οι δύο αυτές πόλεις αποτελούν πολιτικό παράδειγμα για τους διαφωτιστές που βασίζονταν,
«στην επιλογή και την ανάλυση ηθικών διδαγμάτων από την ιστορική εμπειρία των τριών μεγάλων πολιτειών της αρχαιότητας, της Αθήνας, της Σπάρτης και της Ρώμης [Μαυροκορδάτος, Φροντίσματα, σε. 202]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 104)
Παράλληλα ο «Ἀνώνυμος Ἕλλην» θα ξεκαθαρίσει το τοπίο της ανοχής προς τις ολιγαρχίες (α), την ίδια που τόσο ξεδιάντροπα η Διαφωτιστική διανόηση θα παρουσιάσει το Βυζάντιο, που παρέδωσε τους νόμους του Ιουστινιανού Κώδικα σε όλη την Ευρώπη, ως  «θρησκευτικὸν ἤ πολιτικὸν σκοταδισμὸν» (β)
α. « νομαρχία, ἀδελφοί μου, εὑρίσκεται τόσον εἰς τὴν δημοκρατίαν, καθὼς καὶ εἰς τὴν ἀριστοκρατίαν, αἱ ὁποῖαι εἰς ἄλλο δὲν διαφέρουσι, εἰμὴ μόνον, ὅτι ἡ μὲν δημοκρατία κλίνει εἰς τὴν ἀναρχίαν, ἡ δὲ ἀριστοκρατία εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, ἡ ὁποία πολλάκις εἶναι χειροτέρα καὶ ἀπὸ τὴν ἰδίαν τυραννίαν. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ εἰς τὰς δύο αὐτὰς διοικήσεις σώζεται ἡ Ἐλευθερία, ἀδιάφορος εἶναι ἡ ἐκλογή», (Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, Βενετία 1806, σελ. 16)


ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ: ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΔΥΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ


Το ότι ο Διαφωτισμός ήταν μια Δυτική ιδεολογική κίνηση το αντιλαμβάνεται και ο πιο αστοιχείωτος της ιστορίας. Δεν ήταν μια ιδεολογία που γεννήθηκε εις τον ελληνικό χώρο από έλληνες. Όχι ότι αυτό βέβαια είναι ουσιώδες ως προς την αξία του νοήματός του. Αλλά έχει αξία για να καταδείξει ότι τόσα και τόσα επιχειρήματα των ελλήνων διαφωτιστών δεν είναι παρά αντιγραφές της δυτικής πολιτικής σκέψης οι οποίες δεν έχουν να προσθέσουν τίποτα η μία πάνω στην άλλη, εφόσον επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια πράγματα πλείστες φορές.
Εκεί λοιπόν στα επιλαμβανόμενα επιχειρήματα του Διαφωτισμού θα βρει κανείς ως στερεότυπα τον αντικληρικαλισμό, τον αντιμοναχισμό, το θαυμασμό για Σπάρτη και την Αθήνα, τον εξορθολογισμό της Χριστιανικής πίστεως, την προσκόλληση μετά πτώσης εις το κοσμικό φρόνημα, τη φυσική θρησκεία, την προσβολή όλων των βασιλείων [Φιλίππου & Αλεξάνδρου συμπεριλαμβανομένων], την παραγραφή της Βυζαντινής ιστορίας επειδή Μοναρχία χάρη στις επιρροές του ιστορικού και την εμφάνιση των παλαιών παγανιστικών θεών στα λόγια κείμενα των συγγραφέων που εκπροσωπούσαν το κίνημα αυτό.
Οι επαναλήψεις των δυτικών φράσεων κι απόψεων από εκείνους τους λίγους φανατικούς Έλληνες Διαφωτιστές πολέμιους της Εκκλησίας είναι τόσο κουραστικές, που αναρωτιέται κανείς αν όντως αυτοί οι άνθρωποι στα αλήθεια μπορούν να θεωρούνται φιλόσοφοι ή αντίθετα μερικές φορές πιστά «γραμμόφωνα τῆς δύσεως» στρατευμένα εις τον αντικληρικαλισμό, που θεμελιώνονταν σε συγκεκριμένα στερεότυπα ηθικολογίας και δήθεν ανώτερου ορθολογισμού. Για παράδειγμα, η άποψη των Διαφωτιστών πως η η Μοναρχία είναι πάντοτε και κατ’ ανάγκη «κακὴ», έστω κι αν ο ηγεμόνας είναι «φωτισμένος», καταντά μεταφυσική πίστη όταν βλέπει κανείς τους ιδίους παράλληλα να διατείνονται πως η αντιπροτεινομένη απ’ αυτούς καλύτερη πολιτική διοίκηση της «Δημοκρατὶας» έχει ανάγκη από «φωτισμὸν τῶν ἀνθρώπων» για να ευδοκιμήσει:
α. «Γι’ αυτό τον έθλιβαν [τον Κοραή] οι ηθικοί κίνδυνοι που διέκρινε ότι υπονόμευαν εσωτερικά την επανάσταση.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 268)
β. «Η απώλεια της ενότητας δημόσιας και ιδιωτικής ηθικής κατέστρεψε τη δημοκρατική ελευθερία στην αρχαία Ελλάδα.»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 417)
γ. «Η ιστορική αλλαγή, η πτώση των κλασσικών δημοκρατιών και η απώλεια της ελευθερίας των αρχαίων ελληνικών πόλεων ερμηνεύονταν με τη θεωρία της ηθικής αποσύνθεσης και της κοινωνικής διαφθοράς»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 112)
Αυτή λοιπόν η συνεχής επανάληψη του ιδίου αυτού πολιτικο-ηθολογικού επιχειρήματος στα γραπτά Διαφωτιστών για την Αθήνα προς υποστήριξη ενός «καλύτερου» μοντέλου διοίκησης, το οποίο όμως δεν δύναται να αποδώσει αν προηγουμένως οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν έχουν βελτιωθεί ηθικά, είναι ένα στοιχείο που οδηγεί τον αναγνώστη να αναρωτηθεί αν πράγματι η διανόηση του Διαφωτισμού είχε πράγματι κάτι νέο να πει από τις «ηθικές» προτροπές της Χριστιανικής θρησκείας ή απλώς πολύ λόγος γίνονταν για το τίποτα. Δεν πρέπει να ξεχνά ο αναγνώστης πως η ίδιοι οι Εκκλησιαστικοί ελέγχονταν από τους Διαφωτιστές περί ηθικής τελειότητας.
Εντούτοις αυτό είναι κάτι που ο ίδιος ο αναγνώστης θα το κρίνει για δικό του λόγο. Σημασία της παρούσας είναι η παρουσίαση της στελέχωσης αυτού του χαρακτηρισμού περί «γραμμοφώνων τῆς δύσεως»:

1. Αντιγραφές [δεν είναι κατ’ ανάγκη «κακές», αλλά εντούτοις...
α. «Μεγάλο μέρος του έργου τους [των διαφωτιστών] συνιστούσαν μεταφράσεις ή εκλαϊκεύσεις ιδεών, η προέλευση των οποίων βρισκόταν στα έργα ξένων συγγραφέων»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 21)
β. «στην επιλογή και την ανάλυση ηθικών διδαγμάτων από την ιστορική εμπειρία των τριών μεγάλων πολιτειών της αρχαιότητας, της Αθήνας, της Σπάρτης και της Ρώμης [Μαυροκορδάτος, Φροντίσματα, σε. 202]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 104)
γ. «Ο Montesquieu, ως ο μεγαλύτερος πολιτικός νους του Διαφωτισμού, και οι Έλληνες συγγραφείς, ως γνήσια τέκνα του, φαίνονται να ενδιαφέρονται με τον ίδιο τρόπο για την αναμόρφωση των κοινωνιών τους. Οι έλληνες abbés, που είχαν καταγγείλει τη διαφθορά της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, δεν είχαν πολλά πράγματα να χάσουν μέσα στο πλαίσιο της ισχύουσας τάξης πραγμάτων. Αυτό πρόσθετε ψυχολογική δύναμη στο ανατρεπτικό μήνυμα της γεμάτης πάθος έκκλησής τους για μεταφύτευση στη γη της πατρίδας τους των προτύπων που τους πρόσφεραν οι πρωτεύουσες του Διαφωτισμού»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 164)
δ. «Επρόκειτο για σύγκριση μεταξύ της ελληνικής ελευθερίας και του ασιατικού δεσποτισμού. Οι ψυχολογικές διαφορές, που συνδέονταν με αυτά τα διαμετρικά αντίθετα κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια, συνιστούσαν το κλειδί που μπορούσε να ερμηνεύσει τις διαφορές στα κίνητρα καθώς και στην αντίστοιχη επίδειξη ανδραγαθίας μεταξύ Ευρωπαίων και Ασιατών, Ελλήνων και Περσών, των ελεύθερων Γάλλων και των υπηκόων των συνασπισμένων τυράννων. Ο Κοραής είχε πλήρη επίγνωση ότι αυτή η κοινωνική λογική της ελευθερίας, την οποία πρώτος είχε υπαινιχθεί ο Ιπποκράτης, είχε αποτελέσει τη βάση και της θεωρίας του Montesquieu, όπως αυτή διατυπώνεται στο Περί Νόμων βιβλίο του [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, 1774-1798, σσ. 279-280, Πρβλ. Ιπποκράτης, Περί Αέρων, Υδάτων, Τόπων, ΧΙΙ-ΧVI]»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 268)
ε. «Γι’ αυτό τον έθλιβαν [τον Κοραή] οι ηθικοί κίνδυνοι που διέκρινε ότι υπονόμευαν εσωτερικά την επανάσταση. Το κύριο αίτιο της ανησυχίας του παρέμενε η έπαρση και ο φανατισμός των "κολάκων τῆς ἐλευθερίας", οι οποίοι συνέχιζαν να αναμοχλεύουν τα κοινωνικά πάθη, για να εξυπηρετήσουν τους ιδιοτελείς τους στόχους. Ένα εύγλωττο δείγμα της άκρατης ματαιοδοξίας τους ήταν η υιοθέτηση από μερικούς ηχηρών τίτλων, όπως "πρέσβεις τῆς ἀνθρωπότητας" και "ρήτορες τοῦ ἀνθρωπίνου εἶδους". Καθώς αυτή η αδιάντροπη αλαζονεία γινόταν περισσότερο απροκάλυπτη και επιθετική, οι ανησυχίες του Κοραή μεγάλωναν. Γνώριζε καλά ότι η ελευθερία δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει χωρίς αρετή. Και στο ζήτημα αυτό η αρχαία ελληνική εμπειρία πρόσφερε τα πιο κατάλληλα ηθικά μαθήματα. Οι Έλληνες, "ὅταν μὲ τριακοσίους Σπαρτιάτας καὶ μὲ ὅλίγα ἄθλια πλοῖα κατέστρεψαν  τὸν πολυάριθμον στόλον καὶ τὴν ἄπειρον πεζικὴν δύναμιν τῶν Περσῶν, δὲν εἶχεν ἀκόμη γυμνωθῶσιν ἀπὸ τὰς ἀρετάς των". Από τη στιγμή που η αρετή αυτή μολύνθηκε από τη διαφθορά, η ελληνική ελευθερία παράκμασε και οι Έλληνες υποδουλώθηκαν "ὡς ἀνδράποδα" πρώτα τους διαδόχους του Αλεξάνδρου και στη συνέχεια στους Ρωμαίους. Παρόμοιος ήταν και ο έσχατος κίνδυνος που αντιμετώπιζε η Γαλλική Επανάσταση. Παρά τον πατριωτικό ενθουσιασμό που εκδηλωνόταν τόσο με πράξεις πραγματικής ανδρείας όσο και με το επαναστατικό σύνθημα "Ἐλευθερία ἤ θάνατος", η ηθική ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε γύρω από τον Κοραή, του ενέπνεε ανησυχία: "Ἐλευθερία χωρὶς ἀρετὴν δὲν δύναται ποτὲ νὰ σταθῇ· οὓτοι ἐδῶ μάλιστα οἱ κάτοικοι τοῦ Παρισίου εῑναι παντάπασι διεφθαρμένοι, καὶ ἠ μόνη σωτηρία των εἶναι νὰ μεταβάλωσι τὰ ἤθη. [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, 1774-1798, σελ. 228]"
Οι φόβοι του Κοραή φάνηκαν να επαληθεύονται από τις συνέπειες του δράματος της βασιλοκτονίας. Η καταστροφή της παλαιάς μυθολογίας αποχαλίνωσε τα πάθη και την εκδικητικότητα, με αποτέλεσμα την αιφνίδια μετάπτωση από τη δεσποτεία του παραλόγου στην τυραννία του τρόμου.  Την αρνητική όψη της Επανάστασης εκπροσωπούσε ο αιμοδιψής Marat , άλλοτε γιατρός του πιο αντιδραστικού από τους αδελφούς του βασιλιά, του Κόμη του Αρτουά. Μέλος της Συμβατικής Συνέλευσης, την οποία δυσφημούσε με την παρουσία του, δηλητηρίαζε καθημερινά τα πνεύματα του λαού στο Παρίσι με τα εμπρηστικά δημοσιεύματα της εφημερίδας του Ο φίλος του λαού (Ami du peuple). Κήρυσσε το φόνο ως μέσον για την ενίσχυση της δημόσιας ασφάλειας και υπολόγιζε ότι η εδραίωση της ελευθερίας απαιτούσε την εκτέλεση τουλάχιστον  εκατόν πενήντα χιλιάδων ανθρώπων [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, 1774-1798, σελ. 307]. Συντετριμμένος από τις ακρότητες της τρομοκρατίας, ο Κοραής σ’ ένα ξέσπασμα υπερβολής, υποστήριζε ότι το πρόγραμμα του Marat τέθηκε σε εφαρμογή από τον ομοϊδεάτη του Ροβεσπιέρο.
Στα δύο χρόνια της τρομοκρατίας ο Κοραής παρέμεινε σιωπηλός. Επιφύλαξε ωστόσο έναν σκληρό επιτάφιο στο Ροβεσπιέρο, την επαύριον του Θερμιδόρ. Έχοντας διατηρήσει τον αυτοέλεγχό του μέσα στις αναταραχές της Επανάστασης, ο Κοραής προς στιγμήν φαίνεται να διολισθαίνει προς το μελόδραμα: η τυραννία του "τέρατος Ροβεσπιέρου" είχε ανοίξει βαθιές πληγές στη Γαλλία, που μόνον ο χρόνος και η σύνεση θα μπορούσαν να επουλώσουν. Η εξουσία του ήταν μισητή σε χιλιάδες έντιμους Γάλλους που, μαζί με τον Κοραή, ένιωθαν απέχθεια παρακολουθώντας τη μεγάλη Επανάσταση να εκφυλίζεται σε βαρβαρότητα και κανιβαλισμό. Ο αιώνας του Διαφωτισμού έμοιαζε να έχει αλωθεί από την επίθεση του εγκλήματος και της αμάθειας που συντάσσονταν υπό τη σημαία της αθεΐας, ενώ οι επιστήμες και οι τέχνες καταδικάζονταν σε λήθαργο από το βανδαλισμό, και η αρετή και το τάλαντο γίνονταν λεία του ξίφους των δολοφόνων. [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, 1774-1798, σσ.412-413,501] Ο καταληκτήριος αυτός υπαινιγμός του Κοραή, αποτελούσε οργισμένη ελεγεία για το ίνδαλμά του, τον Condorcet. Τη φωτισμένη στάση του Condorcet τόσο θαύμαζε ο Κοραής, ώστε διοχέτευε προς τους συμπατριώτες του φυλλάδια με τα έργα του φιλοσόφου, με σκοπό να τους πληροφορήσει όχι μόνο για τις προόδους της Επανάστασης, αλλά και του ανθρώπινου πνεύματος [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, 1774-1798, σελ. 307]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 268-270)
στ. «Σύμφωνα με τον Σκαλιώρα, ο Κοραής, ανεπαρκής και ανίκανος και στις νέες του επιστημονικές απασχολήσεις, όπως παλαιότερα στο εμπόριό του, είχε οικειοποιηθεί "τὰς ἐννοίας τοῦ Μοισιόδακος καὶ ἄλλων πολλῶν τῆς Εὐρώπης φιλολόγων" και τις είχε παρουσιάσει ως δικές του [Ιγνάτιος Σκαλιώρας, Ἐπιστολὴ τῆς νέας φιλοσοφίας στηλιτευτική, Λιψία 1817, σσ. 3-4, 18-19, 23-24. Πρβλ. Φ. Ηλιού, επιμ. Γράμματα από το Άμστερνταμ, σσ. ξγ-ξζ]. Αυτή η ενδεικτική επισήμανση πνευματικής συγγένειας μεταξύ του Μοισιόδακα και του Κοραή συνιστά τη μόνη εύστοχη αν και συμπτωματική παρατήρηση στη σκανδαλολογία του Ιγνατίου», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 451)
ζ. Για το έργο Ανώνυμου συγγραφέως  «Ρωσσαγγλογάλος» του 1805 καταγράφεται φανταστικά ο ίδιος κλασσικός αντικληριαλισμός: «Ο συγγραφέας του Ρωσσαγγλογάλου ήταν πεπεισμένος ότι η εθνική αναδημιουργία της Ελλάδας ήταν αδύνατη, εφόσον η ελπίδα της απελευθέρωσης προσέκρουε στην υπάρχουσα κοινωνική οργάνωση. Όσοι αποτελούσαν την πνευματική, πολιτική και οικονομική ηγεσία του γένους, αντί να μεριμνούν για τα προβλήματα και τις δυνατότητες της αναγέννησής του, είχαν επιλέξει να υποκύψουν άνευ όρων στη διπλή τυραννία του ξένου δεσποτισμού και της διαφθοράς. Η ορθόδοξη ιεραρχία εξάλλου ήταν παραδομένη στην αναίσχυντη εκμετάλλευση της λαϊκής δεισιδαιμονίας και μόνη της απασχόληση ήταν η συσσώρευση πλούτου κι οι απολαύσεις της σάρκας. "Περὶ δὲ τῆς Ἑλλάδος, ποὺ λέτε, ὀλίγον μὲ μέλλει, ἄν τυραννιέται", λέγει ο μητροπολίτης, ένα από τα πρόσωπα του διαλόγου, το οποίο ο συγγραφέας του Ρωσσαγγλογάλου χρησιμοποιεί για να σατιρίσει την αδιαφορία των ανώτερων κληρικών για τα κοινά», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 339-340)
η.  «Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς στο υπόβαθρο αυτής της επιχειρηματολογίας [της Ελληνικής Νομαρχίας για την μετατροπή της μοναρχίας σε τυραννία] την ανατομία της γενεαλογίας της κοινωνικής διαφθοράς, που παρουσιάζει ο Rousseau στην πραγματεία του για την καταγωγή της ανισότητας», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 346)
θ. «Στην αδιάφθορη μορφή τους όμως τόσο η αριστοκρατία όσο και η δημοκρατία περιφρουρούν την ελευθερία και το πνεύμα της νομαρχίας. Έτσι η επιλογή μεταξύ των δύο εξαρτάται από άλλες κοινωνιολογικές συντεταγμένες της πολιτείας, όπως ο αριθμός των κατοίκων ή η φύση του κλίματος. Οι τοποθετήσεις αυτές δεν αφήνουν αμφιβολία ότι ο Ανώνυμος ο Έλλην αντλεί την προβληματική του από τον Montesquie. Η νομαρχία είναι  αρχή που διέπει το πνεύμα τόσο των δημοκρατικών όσο και των αριστοκρατικών πολιτειών. [Πρβλ. Montesquieu, De l’ esprit des lois, Βιβλία ΙΙΙ και VIII]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 347)
ι. «Η οργή του [Ανώνυμου Έλληνα] ήταν πράγματι η αγανάκτηση ενός τέκνου του Διαφωτισμού. Το φλογερό του ενδιαφέρον για το πεπρωμένο της πατρίδας του επανέφερε στη ζωή τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του Voltaire και του Montesquie σχετικά με την παρακμή της Ελλάδας. Τόσο στη λογική δομή της όσο και στην ευγλωττία της, η ιστορική ανάλυση της πτώσης της Ελλάδας, παρ’ όλη τη συντομία της, διαθέτει επική ποιότητα, την οποία στο ελληνικό πλαίσιο ανακαλεί όσα γράφτηκαν πάνω στο ίδιο θέμα από έναν άλλο μεγάλο θαυμαστή του Montesquie, τον Edward Gibbon.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 352)
ια. «Οι κατεξοχήν εχθροί της ελευθερίας και συνεργάτες της τυραννίας βρίσκονταν κατά τον Ανώνυμο μεταξύ των Μοναχών και της ιεραρχίας της Εκκλησίας. Οι συγγραφείς της Νεωτερικής Γεωγραφίας, πηγής που ο ανώνυμος πατριώτης είχε αναμφίβολα διαβάσει, είχαν παραπονεθεί λίγα χρόνια προηγουμένως ότι οι ιεράρχες είχαν καταστήσει την εκκλησία οίκο εμπορίας των ιερών μυστηρίων, "μυστηριοπώλειο". Αυτό συνιστούσε μάλλον ήπια μομφή σε σύγκριση με τη βίαιη ευγλωττία, με την οποία ο συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας κατήγγελλε τον ανώτερο κλήρο ως πρωταρχικό εχθρό της ελευθερίας. [Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791 ,σσ. 217-218]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 356)
ιβ. «Ο Χριστόδουλος [Παμπλέκης] άρχιζε [το βιβλίο του "Περὶ Θεοκρατίας"] με μια μαχητική υπεράσπιση του Διαφωτισμού, εξαίρωντας ιδίως τη σοφία του "Βολτάϊρου" και του Rousseau και υπογραμμίζοντας ότι οι εχθροί τους "ποτὲ δὲν ἡξιώθησαν [...] οὐδὲ κὰν νὰ τὰ συγγράμματὰ τους νὰ ἀναγνώσωσι", αλλά τους πολεμούσαν εξαιτίας της δικής τους άγνοιας. Όσο για τις συκοφαντίες εναντίον του, οι οποίες τον εμφάνιζαν ως νέο "Βολτάϊρον" ή "Ρουσσόν", ο Παμπλέκης δήλωνε ρητά "καὶ εἴθε καὶ τοιοῦτος νὰ ἤμην διότι [...] ἤθελον ἀνοίξω τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς ὅλου τοῦ κόσμου". Συνέχιζε στηλιτεύοντας τη διαφθορά, τη διαστροφή και το σκοταδισμό του κλήρου, και ιδιαίτερα όσων μοναχών είχε γνωρίσει στο Άγιον Όρος και αλλού, διότι καλλιεργούσαν την δεισιδαιμονία και "πίνουσι τὸ καθαρότατον αἶμα τοῦ δυστυχισμένου κοινοῦ λαοῦ". Οι απεχθείς αυτές πράξεις αποτελούσαν κοινό μυστικό και αντικείμενο γενικής αποδοκιμασίας. Γι’ αυτό ο Παμπλέκης απορούσε "διατί μόνος ἐγὼ εἶμαι καλογεροκατήγορος" [Χριστόφορος Παμπλέκης, Ακολουθία, σσ. 59,72, 138, 77-79, 129-140]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 370)
ιγ. «Στο κείμενο του Παμπλέκη υπάρχουν ενδείξεις, που μαρτυρούν ότι είχε πιθανότατα διαβάσει την παρωδία του κλήρου και της θρησκείας που είχε συντάξει ο "Ἀνώνυμος του 1789":μια χαρακτηριστική σύμπτωση είναι η χρήση και στις δύο πηγές του ίδιου σατυρικού τίτλου "πᾶσης ξηροκαμπίας" για την περιγραφή των επισκόπων. [Χριστόφορος Παμπλέκης, Ακολουθία, σελ. 162] Τα δύο αυτά κείμενα αποτελούν τις μοναδικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο Διαφωτισμός, εγκλωβισμένος στην οξύτητα της ιδεολογικής πολεμικής, ξεπέρασε τον αντικληρικαλισμό και τη συγκρατημένη απόκλιση προς τη φυσική θρησκεία, που διαφαίνεται σε θέσεις υπέρ μιας αποκαθαρμένης και εξορθολογισμένης θρησκείας, όπως εκείνες του Μοισιόδακα ή αργότερα του Κοραή, και έφτασε σε ρητή άρνηση της αλήθειας της ορθόδοξης θρησκευτικής πίστης. Ο Παμπλέκης πέθανε λίγες μέρες  πριν από την εσπευσμένη δημοσίευση του φυλλαδίου του. »,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 371-372)
ιδ. «Για μιαν ακόμη φορά ο επικριτής των αισιόδοξων στόχων του Διαφωτισμού, ο Jean-Jacques Rousseau, πρόσφερε το πιο βαθυστόχαστο σχόλιο στο πρόβλημα. Η νοσταλγία του για τη Σπάρτη και το χαμένο Χρυσό Αιώνα [Judith Shklar, Men and Citizens: A Study of Rousseau's Social Theory, Cambridge 1969, σσ.1-32] δεν ήταν απόδραση από την κοινωνία, αλλά καταγγελία του ξεπεσμού της.  Η επεξεργασία του ουτοπικού οράματος πρόσφερε το μέτρο της κριτικής των υφιστάμενων συνθηκών και πρόβαλλε πρότυπα για το πως θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. Ο πολιτικός ουμανισμός, που εξυμνούσε την πολιτική αρετή και το δημόσιο ήθος, σχολίαζε τόσο την εγωπάθεια των "ἀδέσποτων" ατομιστών, όσο και τη διαφθορά και τη φαυλότητα του δεσποτισμού, της αποπνικτικής αυτής πραγματικότητας του αιώνα.»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 381)
ιε. «Επιπλέον ο Κοραής καταδείκνυε με ακρίβεια πως η βαρβαρότητα αποκτούσε συγκεκριμένη κοινωνική υπόσταση: τα καταστρεπτικά της αποτελέσματα γίνονταν αισθητά στη συμπεριφορά του απαίδευτου κλήρου, των αρχόντων, που ενεργούσαν ως θαλαμηπόλοι του ξένου δεσποτισμού, αλλά και του λαού, τον οποίον η δεισιδαιμονία άφηνε έρμαιο της στυγνότερης εκμετάλλευσης και καταπίεσης.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 388)
ιστ. «...ο Κοραής παρουσίαζε ουσιαστικά μια περίπτωση εμπειρικής εφαρμογής της θεωρίας του Montesquieu για τη σχέση εμπορίου και ελευθερίας...»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 390)
ιζ. «Αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία του κατά της αναγωγής της δικαιοσύνης σε κοινωνικής σύμβαση, ο Κοραής δεν παρέλειψε να αποκαλύψει ότι πηγή της έμπνευσής του ήταν η σοφία του Montesquieu. [Αδαμάντιος Κοραής, Διατριβὴ αὐτοσχέδιος περὶ τοῦ περιβοήτου δόγματος τῶν Σκεπτικῶν φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν "Νόμῳ Καλόν, Νόμῳ Κακόν", δημοσιευμένο με το ψευδώνυμο Στ. Πανταζής και εικονικό τόπο έκδοσης Λιψία, αλλά Βιέννη 1819, σελ 95,σημ. 29. Τα αποσπάσματα του Montesquieu παρατίθενται από το έργο Esprit des Lois, βιβλίο Ι, κεφ. 1 και βιβλίο ΧΧVI, κεφ. 3]»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 411)
ιη. «Από την πίστη του στη θεωρία της προόδου, που είχε διδαχθεί από τον Condorcet πήγαζε η ελπίδα του ότι η μελλοντική αναβίωση της ενότητας πολιτικής και ηθικής ήταν δυνατή ως μέρους του θριάμβου του ορθού λόγου επάνω στα πάθη -του θριάμβου που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις της δίκαιης κοινωνίας [Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, επιμ. Α. Κοραή, Παρίσι 1822, σσ. μγ-μδ με περικοπές Condercet, Esquisse d’ un tableau historique des progrès de l’ esprit humain, σελ. 440, 1822]. Ο Κοραής μνημόνευε τη φιλοσοφική προφητεία του Condorcet [...] Κατά την κρίση του μία πρακτική προσέγγιση προς την ηθική αναμόρφωση της κοινωνίας διαφαινόταν στην πρόταση των Ιδεολόγων ότι με τη συστηματική εκπαίδευση ένας λαός θα μπορούσε να διδαχθεί την αρετή. [ο.π, σελ. οδ, αναφορά Destutt de Tracy, Quels sont les moyens de fonder la morale d’ un peuple, Παρίσι 1819. Πρβλ. Picavet, Les Idélogues, σσ. 391-398]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 418)
ιθ. Τα επιχειρήματα του Κοραή για τη λύση του «ελληνικού προβλήματος» ήταν «αντλημένα πρώτον, από την κλασσική ελληνική σκέψη, υπό το πρίσμα όμως των ερμηνειών που της προσέδωσε ο γαλλικός νεοκλασικισμός του δέκατου όγδοου αιώνα· δεύτερον, από έναν εξορθολογισμένο χριστιανισμό, ο οποίος μερικές φορές πλησιάζει τον δεϊσμό και παρουσιάζει μεγαλύτερη συνάφεια με τον Προτεσταντισμό παρά με την Ορθοδοξία· και τρίτον, από τη ριζοσπαστική και φιλελεύθερη πολιτική σκέψη του Διαφωτισμού.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 423)
κ .«Το αποτέλεσμα απέδωσε το σπουδαιότερο μνημείο πολιτικής θεωρίας του νεοελληνικού Διαφωτισμού (της Ελληνικής Νομαρχίας), που προσφέρει μια οξυδερκή ερμηνεία της δυσπραγίας και των προοπτικών του ελληνικού γένους με τους όρους της πολιτικής σκέψης του Montesquieu, του Rousseau, του Alfieri και του Beccaria και με σταθερό υπόβαθρο τον Αριστοτέλη και τον Ξενοφώντα, τον Πολύβιο και τον Πλούταρχο», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 345)
κα. Ακόμη κι ο Ευγένιος Βούλγαρης «δίδαξε τη Μεταφυσική του Genovesi», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 63),  την ίδια ώρα που κανείς θεμελιώδης Διαφωτιστής δε δίδασκε το Σύμβολο της Πίστεως.
κβ. «Για μία ακόμη φορά οι διαπιστώσεις των συγγραφέων απηχούν το μήνυμα του Montesquieu, που επισήμανε πόσο πρόσφορες ήταν οι ορεινές περιοχές για ελεύθερα πολιτεύματα. [Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791, Πρβλ. Montesquieu, De l’ esprit des lois, βιβλίο XVII, κεφ. 2 & Benjamin r. barber, The Death of Communal Liberty, Princeton 1974]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 160)
κγ. «Η έμπνευση της έκκλησής τους ήταν αντίστοιχη με εκείνη που διέπνεε την ερμηνεία του Rousseau σχετικά με την κοινωνική ζωή στην αγροτική Ελβετία, καθώς και το όραμα του για την Κορσική. Όπως ο Rousseau, έτσι και οι δύο Έλληνες γεωγράφοι...[Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791 & Πρβλ. J.J. Rousseau, Projet de constitution pour la Corse». Oeuvres complétes, τομ. 3, Παρίσι 1964, σσ. 901-939], (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 161)
κδ. «Στο σημείο αυτό οι Έλληνες γεωγράφοι συμμερίζονταν την πολιτική τοποθέτηση του ίδιου του Montesquieu... [Montesquieu, Lettres persanes, αρ. ΙΙ, VII. Πρβλ. Judith Shklar, "Politics and the Intellect", Studies in Eighteenth Century Culture, 7 (1978), σσ. 139-151]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 164)
κε. «Ο Montesquieu και ο Rousseau αρνούνταν στην απολυταρχία ακόμη και κάποιες τυχόν θετικές πλευρές.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 166)
κστ. «Ακολουθώντας αρκετά πιστά τον Locke, ο Μοισόδαξ βάσισε την παιδαγωγική του θεωρία στη γνωσιολογική αντίληψη της ανθρώπινης νόησης ως tabula rasa [John Locke, Some thoughts concerning education]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 235)
κζ. «Η παιδαγωγική έμπνευση του [Ρήγα Βελεστινλή]  πήγαζε από το το έργο του Rousseau. Για να δικαιολογήσει φιλοσοφικά τις παιδαγωγικές επιλογές του παρέθεσε στο προοίμιο της Φυσικής του δύο χωρία από τον Èmile [Ρήγας Βελενστινλής, Φυσικῆς Ἀπάνθισμα γιὰ τοὺς ἀγχίνους καὶ φιλομαθεῖς Ἕλληνας, Βιέννη 1790, σελ. 45]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 292)
κη. Οι φιλόσοφοι «Πάπες» της Δύσεως: «καὶ ἀπόρησα πῶς ἔκαμε τοιοῦτον λάθος ἕνα τόσον μεγάλο πνεῦμα; [Ρήγας Βελενστινλής, Φυσικῆς Ἀπάνθισμα γιὰ τοὺς ἀγχίνους καὶ φιλομαθεῖς Ἕλληνας, Βιέννη 1790, σελ. 64]»
κθ. «Στην περιγραφή της ιστορικής φθοράς ο Ανώνυμος ακολουθούσε περισσότερο τον Machiavelli παρά τον Αριστοτέλη. Ο αμφιλεγόμενος Φλωρεντινός φυσικά δεν αναφέρεται ποτέ ονομαστικά από τον Ανώνυμο τον Έλληνα, ο οποίος έχει απορροφήσει τη μακιαβελική επιρροή έμμεσα, από τους Ιταλούς επιγόνους του Machiavelli του δέκατου όγδοου αιώνα, ανάμεσα στους οποίους έζησε και τα ίχνη των οποίων είναι προφανή στη σκέψη του. [βλ. Elizabeth Rawson, The Sparta Tradition in European Thought, Οξφόρδη 1969, σσ. 301-305. Ο συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας είχε δεχθεί την άμεση επίδραση του Alfieri, από το έργο του οποίου Della Tyrannide υπάρχουν παραθέματα στη σελ. 157]. Η περιγραφή της ηθικής και κοινωνικής αποσάθρωσης του αρίστου πολιτεύματος στην Ελληνική Νομαρχία παραπέμπει στην ανατομία της κοινωνικής διαφθοράς στις Διατριβές στην πρώτη δεκάδα του Τίτου Λίβιου, και πιο συγκεκριμένα στις Φλωρεντινές Ιστορίες [Πρβλ. Machiavelli, The Discourses, Βιβλίο Ι, κεφ. 16-18 & J.G.A. Pocock, The Machiavellian Moment, Princeton 1975, σσ. 204-211]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 349)
λ. «Η τυραννία της δεισιδαιμονίας δεν ήταν η τελευταία βαθμίδα της διαφθοράς. Ο κύκλος της αποσύνθεσης συνέχισε να ανελίσσεται μέχρι που έφτασε στο πιο τρομακτικό και απάνθρωπο σημείο, το οποίο σφραγίστηκε από την υποδούλωση της Ελλάδας στον οθωμανικό δεσποτισμό. Η δεισιδαιμονία και η άγνοια είχαν επί αιώνες προετοιμάσει το θρίαμβο των βαρβάρων, η άγρια πλημμυρίδα των οποίων δεν μπορούσε να αναχαιτισθεί από τους εξουθενωμένους Έλληνες. Η σύγχρονη δυσπραγία της Ελλάδας, που τόσο βαθιά έθλιψε τον ανώνυμο συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας, ήταν το τελικό προϊόν τριών διαδοχικών κύκλων τυραννίας: της τυραννίας των Ρωμαίων, της τυραννίας των κληρικών και τελικά της πιο απεχθούς απ’ όλες, της τυραννίας των Οθωμανών. [Αυτή ήταν η τυπική άποψη της ιστοριογραφίας του Διαφωτισμού για την ελληνική ιστορία. Πρβλ. Montesquieu, Considérations sur les causes de la grandeur des Romains et de décadence, κεφ. ΧΧΙ-ΧΧΙΙ & Voltaire, Essai sur les moeurs, κεφ. LXXXVII, LXXXIX, XCI, XCIII]»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 352)
λα. «Εκτός του Monstesquieu , ο Κοραής έτρεφε θαυμασμό και για τον Condorcet. [Alexandre Koyré, "Condorcet", Journal of the History of Ideas, τομ. 9, τχ.2 (Απρίλιος 1948), σσ.131-152] Η πνευματική συγγένεια που ένιωθε με τον τελευταίο των φιλοσόφων είχε τη συναισθηματική της πηγή στην εντύπωση που προκάλεσε στον Κοραή ο θάρρος, με το οποίο ο Condorcet είχε επικρίνει τις υπερβολές της Επανάστασης. Πέρα από αυτή τη συναισθηματική της πτυχή, η σύνδεση του Κοραή με τη φιλοσοφική κληρονομιά του Condorcet απέκτησε ουσιαστικό περιεχόμενο μέσα από τους δεσμούς του με τους πνευματικούς διαδόχους του Condorcet, τους Idéologues.»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 386)
λβ. «Εμπνευσμένος από την θεωρία της προόδου του Condorcet, ο Κοραής...»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 408)
λγ. «...τον δημιουργικότερο ίσως εκπρόσωπο του νεοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού στον πρώιμο δέκατο ένατο αιώνα, τον Βενιαμίν Λέσβιο, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Πίζα και στο Παρίσι και, όπως ο Κοραής, είχε ασπασθεί τις θεωρίες των Ιδεολόγων»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 449)
λδ. «Η πολιτική φιλοσοφία που πρόβαλλε από τις λόγιες έντυπες πηγές ήταν ο δημοκρατικός εθνικισμός του Διαφωτισμού, του οποίου ο Κοραής υπήρξε ο πιο εύλογος κήρυκας. Τα ονόματα και οι ιδέες του Rousseau, του Mably και του Mirabeau παρέμειναν σταθερά αποτυπωμένα στις πολιτικές συνειδήσεις [βλ. Αικ. Κουμαριανού, επιμ. , Ο τύπος στον Αγώνα, τομ . Α, σσ. 79, 217, 276, τομ. Β, σσ. 11-12, 29, τομ. Γ΄, σ.177, 180, 303: αναφορά στους Bentham, Beccaria, Jefferson, Mably, Mirabau, Montesquieu, Newton, Rousseau]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 471-600)
λε. «Το φιλοδυτικό ρεύμα εκπροσωπούσαν κυρίως οι κύκλοι των διανοουμένων και των πολιτικών. Οι πρώτοι, γιατί ταυτίζονταν στις θεωρητικές αναζητήσεις τους με τους δυτικούς διανοουμένους, ενώ οι δεύτεροι και για λόγους σκοπιμότητας (προσδοκία βοήθειας)»,  (Πηγή: Τουρκοκρατία - Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, εκδόσεις Ακρίτας, Ε΄ Έκδοση, Αθήνα 2000, σελ.86)
λστ. «Κατά την εποχή αυτή είχε αποκτήσει φήμη μεγάλου συγγραφέα ο Ρουσσό (Jan Jacques Rousseau, 1712- 1778). [...] Ο Ρουσσό δεν ήθελε να οργανώσει το κράτος έχοντας ως πρότυπο το αγγλικό, γιατί είχε τη γνώμη ότι οι Άγγλοι έχουν φαινομενική ελευθερία και όχι πραγματική. "Οι άνθρωποι, έλεγε, πρέπει να συγκεντρώνονται και να θεσπίζουν τους νόμους απευθείας οι ίδιοι, όπως γινόταν στα αρχαία κρατίδια, γιατί η κοινή θέληση ζητεί πάντοτε το άριστο" Ο Ρουσσό πιστεύει ότι ο άνθρωπος από τη φύση είναι πλασμένος καλός, αλλά τον έχει διαφθείρει ο πολιτισμός. Για να διορθωθούμε και να αποκτήσουμε την παλιά αθωότητα, πρέπει να ξαναγυρίσουμε στη φύση".», (Πηγή: Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων, Χ. Θεοδωρίδου - Α. Λαζάρου, ΟΕΔΒ,  Έκδοση Η΄, 1978, σ. 211)
ι.. «φοῦ λοιπὸν ἔπαυσεν, ὡς εἶπον, τὸ πρῶτον σύστημα τῶν ἀνθρώπων, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ φύσις ἦτον ἀντὶ τῶν νόμων, ἡ γῆ ὅλη ἀντὶ τῶν πολιτειῶν, καὶ ἡ θέλησις καθενὸς ἀντὶ τῶν ἠθῶν, ἀφοῦ, λέγω, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἠθέλησεν νὰ εὐχαριστηθῇ μὲ τὴν σημερινὴν τροφήν, ἀλλ᾿ ἐζήτησε νὰ προητοιμάσῃ καὶ διὰ τὴν αὔριον, καὶ ἀφοῦ τέλος πάντων ἀπεφάσισε νὰ ζήσῃ μαζὶ μὲ ἄλλους, ἔχασε τὴν ἀληθῆ εὐτυχίαν, καὶ ἔγινε δοῦλος ὄχι μόνον τοῦ ἑαυτοῦ του, καὶ ἄλλων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἰδίων ἀψύχων πραγμάτων.», (Πηγή:  Ελληνική Νομαρχία, Ανώνυμος Έλλην, Βενετία 1806, σελ. 14)
ιι. «Ἕως ὁποὺ ὁ ἄνθρωπος ἠμπόρεσε νὰ τραφῇ καὶ νὰ διαυθεντευθῇ μόνος του, ἕως τότε ἐσώθη ἡ φυσικὴ ζωή, καὶ βέβαια ἡ εὐτυχεστέρα διὰ ἡμᾶς τοὺς θνητούς. Ἀφοῦ ὅμως ὁ ἕνας ἔκραξεν πρὸς βοήθειάν του τὸν ἄλλον, τὸ φυσικὸν σύστημα ἐτελείωσεν, καὶ εὐθὺς ἤρχισεν, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, τὸ ἐλεεινὸν θέατρον τῶν ἀνθρωπίνων περιστάσεων», ( Ελληνική Νομαρχία, Ανώνυμος Έλλην, Βενετία 1806, σελ. 14)

2. Αντιπάθεια προς το μοναχισμό & τους κληρικούς (αντικληρικαλισμός)
α. «...νὰ διορθώσωσιν ὁπωσοῦν τὰς φοβερὰς καὶ ἐπιζημιώδεις καταχρήσεις αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ τάγματος, διὰ νὰ ἀναλάβῃ ἡ Ἑλλὰς τὴν προτέραν της λάμψιν καὶ εὐτυχίαν.
Διὰ τοῦτο, λοιπὸν, μετὰ δακρύων παρακαλῶ τοὺς σοφοὺς καὶ ἐναρέτους ἄνδρας, ὁποὺ φέρουσι τὸ σεβάσμιον ἔνδυμα τῆς ἱερωσύνης, νὰ μὲ συγχωρήσουν, ἂν μὲ ἄκραν τόλμην ἀποφασίζω νὰ ἐλέγξω αὐστηρῶς τοὺς ἀναξίους καὶ ἀμαθεῖς καλογήρους, καὶ νὰ ἀποδείξω μὲ γεωμετρικὴν βεβαιότητα τὸ πόσον κακὸν προξενοῦσι τὴν σήμερον εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Ἂς μὴν μὲ νομίσουν ἀνευλαβῆ, ἂν ἀκούσωσι νὰ καταφρονῶ τὴν σημερινὴν καλογερικήν των σύστησιν καὶ διαγωγήν, ἀλλ᾿ ὡς ζηλωταὶ τῆς ἐπανορθώσεως καὶ δόξης τῆς κοινῆς πατρίδος μας Ἑλλάδος», (Πηγή: Ελληνική Νομαρχία, Ανώνυμος Έλλην, σελ. 99)
β.  «Ο Κοραής ένιωθε πως όλα αυτά μπορούσαν να καταπλήξουν τον καθένα, αλλά "δι’ ἕνα Ἕλληνα, ὅστις ἠξεύρει ὅτι πρὸ δύο χιλιάδων ἐτῶν οἱ πρόγονοί τους εἰς τὰς Ἀθήνας εἶχε φθάσωσιν εἰς τὸν αὐτὸν (καἰ ἵσως ἀνώτερον) βαθμόν τῆς σοφίας, μὲ τὴν ἔκπληξιν σμίγεται καὶ μελαγχολία· ὅταν ὅμως προσεπιλογγισθῇ ὅτι τὰ τοσαῦτα καλὰ ὄχι μόνον ἀπέκτησαν τῆν σήμερον ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἀλλ΄ ἀντιεισήσχθησαν ἀντ’ αὐτῶν μύρια κακὰ, ὅτι ἐκεῖ ὅπου ἐβασίλευαν οἱ σοφώτατοι νόμοι τοῦ Σόλωνος [...], δυναστεύει τὴν σήμερον ἡ ἀμάθεια, ἡ κακία, ἡ βία, τὸ ζορμπαλίκι, ἡ αὐθάδεια καὶ ἡ ἀναισχυντία, ὅτι ἀντὶ τῶν Μιλτιάδων καὶ Θεμιστοκλέων, τοὺς ὁποίους ἀκόμη θαυμάζει ἡ Εὐρώπη, κυβερνώμεθα οἴμοι! ἀπὸ ποίους; Ἤ ἀπὸ χαμάληδες καὶ ντεβετζῆδες ἤ ἀπὸ βαρβάρους καλογερίσκους, χειρότερους καὶ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἔξωτερικοὺς τυρράννους [...] Ὅταν [...] ὁ δυστυχὴς ἕλλην βλέπων ταῦτα, συλλογισθῇ ἐκεῖνα, τότε [...] ἡ μελαγχολία μεταβάλλεται εὶς ἀγανάκτησιν καὶ ἀπόγνωσιν." [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, τομ. Α, 1774-1798, επιμ. Κ.Θ. Δημαρά κ.α., Αθήνα 1964, σσ.100-101]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 253)
γ. «Ήταν κατάφορη αδικία το να υποστηρίζει κανείς ότι ο ξεπεσμός των σύγχρονων Ελλήνων ήταν τέτοιος, ώστε καμιά ανθρώπινη δύναμη να μην είναι σε θέση να τον άρει. Δεν χρειαζόταν υπεράνθρωπα θαύματα, παρά μόνον ελευθερία από τον ζυγό των Τούρκων και από την "ἀλαζονικὴν φιλαρχίαν τῶν καλογήρων" για να μπορέσουν οι Έλληνες να γίνουν αντάξιοι των Ευρωπαίων στην πρόοδο του πολιτισμού [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, τομ. Α, 1774-1798, επιμ. Κ.Θ. Δημαρά κ.α., Αθήνα 1964, σσ.101-102, σ. 345]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 254)
δ. «Καθώς η επαναστατική ζέση μετέδιδε τις δονήσεις της πολιτικής αλλαγής από το Παρίσι στην υπόλοιπη Γαλλία, οι αντιπρόσωποι του έθνους στη Συνέλευση προχωρούσαν σε ριζική αναδιάρθρωση της κοινωνίας. Τα προνόμια των αριστοκρατών, που στον Κοραή φαίνονταν τυραννικοί και αλαζόνες -αριστοκράτες μόνο στο όνομα και όχι στην ψυχή-καταργήθηκαν. Το ίδιο και τα προνόμια και οι απαλλαγές του κλήρου. Τα μοναστήρια, αυτά τα άντρα οκνηρίας, δεισιδαιμονίας και διαφθοράς, κατά τον Κοραή, έκλεισαν και τα ποικίλα θρησκευτικά τάγματα διαλύθηκαν.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 257)
ε. «Με θαυμασμό ο Κοραής μνημονεύει τις ενάρετες κυρίες του Παρισιού που δώρισαν τα κοσμήματά τους στην Εθνοσυνέλευση, ως συνεισφορά στο έργο της αναμόρφωσης του έθνους. Ένα άλλο δείγμα της κατάστασης των πνευμάτων ήταν ο λόγος ενός ιεροκήρυκα, ο οποίος εδίδασκε "ἐπ’ ἄμβωνος ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ περὶ ἐλευθερίας". Ερμηνεύοντας τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου "ὑμεῖς γὰρ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε", ο επαναστάτης ιεροκήρυκας υποστήριζε ότι οι "σταυρώσαντες τὸν Ἰησοῦν ἦσαν ἀριστοκράται (καλόγηροι δηλονότι καὶ εὐγενεῖς)..." και τούτο διότι ο Ιησούς υπερασπίζετο το τρίτον τάγματα και εδίδασκε την αδελφικήν ισότητα [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία 1774-1798, σσ. 118-119]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 259)
στ. «Στα βάθη της ψυχής του [ο Κοραής] συναισθανόταν ότι η τυραννία των Τούρκων και η φαυλότητα των καλογήρων "εἶχε καταστήσει στείραν καὶ ἄγονον τὴν καρποφόρον μητέρα τῶν σοφῶν, τὴν Ἑλλάδα". Ο θρίαμβος της φιλοσοφίας, που έδειχνε ότι το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα θα μπορούσε να φέρει "τὴν πτῶσιν τῶν βασιλέων καὶ τῶν καλογήρων" σε ολόκληρη την Ευρώπη [ο.π,. σελ. 284], δεν μπορούσε να απαλύνει τη βαθιά θλίψη του Κοραή. Το πνεύμα του αγαλλίαζε στο επαναστατημένο Παρίσι, αλλά την καρδιά του βάραινε η μοίρα της πατρίδας του [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία 1774-1798, επιστολή της 15ης Νοεμβρίου 1791, σσ. 196-199» , (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 262)
 ζ. Οι μοναχοί είναι πάντοτε «ἀμαθεῖς» και «σκοταδιστὲς» και πιστεύουν σε «δεισιδαιμονίες»:
«Στη βάση του συστήματος ήταν οι πανταχού παρόντες μοναχοί, που περιέρχονταν τις επαρχίες και τις πόλεις, αναμοχλεύοντας τους τυφλούς φόβους στα πνεύματα των ανθρώπων και εδραιώνοντας έτσι την ερεβώδη άγνοια.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 357)
η. «Ο Χριστόδουλος [Παμπλέκης] άρχιζε [το βιβλίο του "Περὶ Θεοκρατίας"] με μια μαχητική υπεράσπιση του Διαφωτισμού, εξαίρωντας ιδίως τη σοφία του "Βολτάϊρου" και του Rousseau και υπογραμμίζοντας ότι οι εχθροί τους "ποτὲ δὲν ἡξιώθησαν [...] οὐδὲ κὰν νὰ τὰ συγγράμματὰ τους νὰ ἀναγνώσωσι", αλλά τους πολεμούσαν εξαιτίας της δικής τους άγνοιας. Όσο για τις συκοφαντίες εναντίον του, οι οποίες τον εμφάνιζαν ως νέο "Βολτάϊρον" ή "Ρουσσόν", ο Παμπλέκης δήλωνε ρητά "καὶ εἴθε καὶ τοιοῦτος νὰ ἤμην διότι [...] ἤθελον ἀνοίξω τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς ὅλου τοῦ κόσμου". Συνέχιζε στηλιτεύοντας τη διαφθορά, τη διαστροφή και το σκοταδισμό του κλήρου, και ιδιαίτερα όσων μοναχών είχε γνωρίσει στο Άγιον Όρος και αλλού, διότι καλλιεργούσαν την δεισιδαιμονία και "πίνουσι τὸ καθαρότατον αἶμα τοῦ δυστυχισμένου κοινοῦ λαοῦ". Οι απεχθείς αυτές πράξεις αποτελούσαν κοινό μυστικό και αντικείμενο γενικής αποδοκιμασίας. Γι’ αυτό ο Παμπλέκης απορούσε "διατί μόνος ἐγὼ εἶμαι καλογεροκατήγορος" [Χριστόφορος Παμπλέκης, Ακολουθία, σσ. 59,72, 138, 77-79, 129-140]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 370)
θ. Άλλοι διαφωτιστές, αυλοκόλακες της δύσεως, ονομάζουν τους μοναχούς «ἄγρια θηρία»:
«Η καταγγελία της πολιτείας του κλήρου αποτελούσε η βάση της εσωτερικής κριτικής των θρησκευτικών δογμάτων. Επισημαίνοντας την αντίθεση μεταξύ του Διαφωτισμού, ο οποίος εξέφραζε την αρετή και τη φιλοσοφία, και του σκοταδισμού που εκφράζονταν με την αμάθεια και την κακία, ο Παμπλέκης εξήρε τον ορθό λόγο ως το αποκλειστικό μέτρο της κρίσης του. Αισθανόταν ως εκ τούτου συνεπής με τον εαυτό του καταγγέλοντας τον ασκητισμό ως χαρακτηριστικό μάλλον των άγριων θηρίων παρά των αγίων, την αγαμία ως προσβολή κατά της φύσης και της θείας θέλησης, και τη σοφία των Γραφών ως λογοκλοπή εις βάρος της αρχαίας κοσμικής φιλοσοφίας. Απέρριπτε εξάλλου τη λατρεία των προφητών και των αγίων, στο πρόσωπο των οποίων δεν έβλεπε παρά απλούς ανθρώπους. Απεμπολώντας έτσι τα περισσότερα από τα δόγματα της χριστιανικής πίστης και απορρίπτοντας τη διδασκαλία της ιερής παράδοσης της Εκκλησίας, ακόμη και το ίδιο το Σύμβολον της Πίστεως, ως εφευρήματα μέσω των οποίων οι μοναχοί κρατούσαν τα πνεύματα των ανθρώπων σε υποταγή, κατέληγε με την παραδοχή της ύπαρξης του Θεού, ως "ἀναγκαίας καὶ ἀπείρου οὐσίας", προσεγγίζοντας έτσι με τον δικό του τρόπο μια απλοποιημένη εκδοχή του πανθεϊστικού δεϊσμού. [Χριστόφορος Παμπλέκης, Ακολουθία, σσ. 105-115, 124-129, 148-151, 154-155]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 370-371)
ι. «Στην πολιτική κοινωνιολογία της νεότερης Ευρώπης τα κυριότερα εμπόδια για την επανασύνδεση ηθικής και πολιτικής και για την αναγέννηση της ηθικής κοινότητας αποτελούσαν δύο διασπαστικές και δύστροπες φατρίες: οι μοναχοί και οι αριστοκράτες. Και οι δύο αυτές κοινωνικές ομάδες απολάμβαναν δυσανάλογα υλικά πλεονεκτήματα και κοινωνικά προνόμια, τα οποία θα έχαναν, αν υποτάσσονταν τις απαιτήσεις μιας φωτισμένης πολιτικής κοινότητας. Ο Κοραής, που ήταν εξίσου εξοικειωμένος με την ιστορική εμπειρία της νεότερης Ευρώπης όσο και της Ελλάδας, είχε κάθε λόγο να φοβάται τα ρήγματα που μπορούσαν να προκληθούν από τις δύο φατρίες στην αντίθεσή τους προς την κοινωνική αναμόρφωση [Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια, επιμ. Α. Κοραή, Παρίση 1822, σσ. μα-ν]. Ωστόσο, ως Ιδεολόγος και πνευματικός γόνος του Διαφωτισμού δεν απελπιζόταν. Από την πίστη του στη θεωρία της προόδου, που είχε διδαχθεί από τον Condorcet, πήγαζε η ελπίδα του ότι η μελλοντική αναβίωση της ενότητας πολιτικής και ηθικής ήταν δυνατή ως μέρος του θριάμβου του ορθού λόγου επάνω στα πάθη -του θριάμβου που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις της δίκαιης κοινωνίας.  [ό,π.,σσ. μγ-μδ, όπου παρατίθενται περικοπές του Condorcet, Esquisse d’ un tableau hisotrique des progrès de l’ esprit humain, σ. 440 της έκδοσης του 1822]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 417)
ια. Η δημιουργία αισθήματος αντιμοναχισμού κατόπιν ανάγνωσης βιβλίων θεωρητικών ερμηνειών για την κατάπτωση του Βυζαντίου είναι χαρακτηριστικότατη στην κάτωθι περίπτωση, όπου ο μοναχισμός αντιμετωπίζεται καθαρά κι απόλυτα με κοσμικό φρόνημα ή πολιτικό:
«Μολονότι οι ίδιοι οι συγγραφείς ανήκαν στις τάξεις του κλήρου, αυτό δεν τους εμπόδισε να επισημάνουν ότι το κακό αυτό δεν ήταν άλλο από την κοινωνική θέση του κλήρου, και ιδιαίτερα του μοναχισμού. Εκκλησίες και μοναστήρια ήταν πανταχού παρόντα στις ελληνικές περιοχές και τα πιο σημαντικά απ’ αυτά μνημονεύονται από τους συγγραφείς, στις κατά τόπους επισκοπήσεις τους. Στη θέα, ωστόσο, της μοναστικής πολιτείας του Άθω, η δυσφορία τους έφτασε στο σημείο της έκρηξης. [Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791, σσ. 255-260] Ο Κωνσταντάς και ο Φιλιππίδης θα θεωρούσαν άξια απορίας οιαδήποτε διαφορετική αντίδραση ενός φωτισμένου (;) ατόμου, που θα αντίκριζε τα απέραντα εδάφη που εξέτρεφαν την απραξία των μοναχών του Άθω. Η οργή τους συνδυαζόταν με τη γνώση της κοινωνικής ιστορίας του μοναχισμού στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Πράγματι, η εξάπλωση του μοναχισμού, που κορυφώθηκε με την ίδρυση των μοναστηριών στην Αθωνική χερσόνησο, ήταν κατά την κρίση τους υπεύθυνη για την καταστροφή της αυτοκρατορίας και την παρακμή του ελληνικού πολιτισμού. Οι περισσότεροι χριστιανοί αυτοκράτορες είχαν παραπλανηθεί από τη θρησκευτική τους δεισιδαιμονία που υπαγόρευε ότι θα έπρεπε να ενθαρρύνουν, να τιμούν και να υποστηρίζουν τα μοναχικά τάγματα, σαν να επρόκειτο οι μοναχοί κι όχι οι στρατιώτες να αποκρούσουν τις επιθέσεις των Αράβων από το Νότο, των Τούρκων από την Ανατολή, των Σκυθών από το Βορρά και των Φράγκων από τη Δύση. την εποχή των χριστιανών αυτοκρατόρων η Κωνσταντινούπολη και η υπόλοιπη Ελλάδα είχαν κατακλυσθεί από μοναστήρια, μερικά από τα οποία ήταν πολυάνθρωπα και ιδιαίτερα πλούσια. Ο μοναχισμός, ωστόσο, κατά τους συγγραφείς εμπεριείχε μια αντίφαση, αν λάβουμε υπόψη μας ότι στις μοναστικές αδελφότητες κάθε μοναχός έπρεπε να συντηρεί τον εαυτό του με την εργασία του, ακόμη και αν ήταν γιος βασιλιά, εντούτοις όμως όσοι ζούσαν στα μοναστήρια έκαναν άνετη ζωή ει βάρος του υπόλοιπου πληθυσμού. Γίνονταν μοναχοί μάλλον «διὰ νᾶ σώσουν τὸ σῶμα τους καὶ ὄχι τὴν ψυχή τους».
Παρ’ όλα αυτά, οι χριστιανοί αυτοκράτορες συνέχισαν να αυξάνουν τον αριθμό των μοναστηριών και να προικίζουν με προνόμια και δωρεές, ενθαρρύνοντας έτσι το κοινωνικό αυτό φαινόμενο και ανταμείβοντας την οκνηρία, την υποκρισία και τη διαφθορά. Η πολιτική αυτή παραφροσύνη υπέσκαψε τα θεμέλια της πολιτικής κοινωνίας και επέφερε τελικά την πτώση της ατυοκρατορίας: ακριβώς όπως "ἕνα μελίσσι ὅπου ἔχει πολλοὺς κηφῆνας, κλίνει πάντοτε εἰς τὸν ἀφανισμό του". Μία πολιτική κοινότητα, τα μέλη της οποίας δεν είναι εξίσου ενεργά και φιλόπονα, τείνει αργά ή γρήγορα να καταστραφεί. Σε μια τέτοια κοινωνία ο «ἀργὸς καὶ ξοδευτὴς εἶναι ἐχθρὸς τοῦ ἐνεργοῦ καὶ δουλευτοῦ». Σ’ αυτό το περιβάλλον ο πατριωτισμός και η δικαιοσύνη, που η καλλιέργεια τους θα έπρεπε να είναι η μέγιστη φροντίδα και το ύψιστο χρέος των βασιλέων, έτειναν αντίθετα να εξαφανιστούν.  Ακολουθώντας την ερμηνεία του Montesquie για την παρακμή της χριστιανικής αυτοκρατορίας [Πρβλ. Montesquie, Considérations sur les causes de la grandeur et de la décadence des Romains, κεφάλαια XXI-XXIII], οι συγγραφείς της Νεωτερικής Γεωγραφίας κατόρθωσαν να συνδέσουν το σύνδρομο της δεισιδαιμονίας και της μοναστικής απραξίας με το κύκλο της διαφθοράς που θεωρούσαν υπεύθυνο για την δυσπραγία της κοινωνίας τους.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 155-156)
ιβ. Ο αντικληρικαλισμός κι η επίθεση ενάντια στο μοναχισμό της Δύσης, οφείλονταν σε θρησκευτικές αιρέσεις μα και σε κοινωνικά-ταξικά αίτια.
i. «Οι κάτοικοι της Γαλλίας διαιρούνταν σε τρεις τάξεις: στις δύο προνομιούχες, δηλαδή τους ευγενείς και τον Κλήρο, και στο Λαό ή τρίτη τάξη, την Tiers état», (Πηγή:  Ιστορία Ελληνική και Ευρωπαϊκή των Νέων Χρόνων, Χ. Θεοδωρίδου - Α. Λαζάρου, ΟΕΔΒ,  Έκδοση Η΄, 1978, σελ. 121)
ii. «Στην πολιτική κοινωνιολογία της νεότερης Ευρώπης τα κυριότερα εμπόδια για την επανασύνδεση ηθικής και πολιτικής και για την αναγέννηση της ηθικής κοινότητας αποτελούσαν δύο διασπαστικές και δύστροπες φατρίες: οι μοναχοί και οι αριστοκράτες. Και οι δύο αυτές κοινωνικές ομάδες απολάμβαναν δυσανάλογα υλικά πλεονεκτήματα και κοινωνικά προνόμια, τα οποία θα έχαναν, αν υποτάσσονταν στις απαιτήσεις μιας φωτισμένης πολιτικής κοινότητας.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 417)
iii. «Στο Βυζάντιο οι μοναχοί δεν αποτελούσαν μια ξεχωριστή κάστα, ξεχωριστά από την κοινωνία Ήσαν πιστοί, όχι μόνο στους δικούς τους οίκους ή μοναστικούς ηγέτες, αλλά αποτελούσαν και μέρος ενός πλέγματος κοινωνικών, οικονομικών και πνευματικών σχέσεων οι οποίες έδεναν μαζί τους "ισχυρούς" στο μέσο Βυζαντινό κράτος.  Ο Μοναχισμός παρουσίαζε μια άκρως ατομιστική γραμμή, που δεν έμοιαζε με τις Δυτικές θρησκευτικές "τάξεις".», (Πηγή: Monks and laymen in Byzantium 843-1118, Rosemary Morris, Cambridge University Press 1995», οπισθόφυλλο)
Ο αντιδυτικισμός της Ανατολής είχε «όμως και προϋποθέσεις κοινωνικές. Την υποταγή της Εκκλησίας της Δύσης στη φραγκική φεουδαρχία, με την εκγράγκευση και του πατριαρχείου της Παλαιάς Ρώμης (1014) με τη μεταβολή του σε Παπικό Κράτος. Έτσι η Φεουδαρχία, που θεμελιώθηκε πάνω στην πίστη για τη "φυσική" ανισότητα των ανθρώπων, έλαβε στη Δύση χριστιανική καταξίωση. Άλλʼ αυτό ισοδυναμούσε πάλι με ανατροπή του Χριστιανισμού», (Πηγή: Τουρκοκρατία - Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, εκδόσεις Ακρίτας, Ε΄ Έκδοση, Αθήνα 2000, σελ.87)

3. Αντικληρικαλισμός
Η αντιπάθεια προς τον κλήρο συνοδεύεται από εμπαθή ψέματα και υπεργενικεύσεις διαφωτιστών εκμεταλλευομένων «ἡθικοὺς ἐλέχγους» βασισμένους επί του ευαγγελίου, εις το οποίο ο διαφωτισμός ως κοσμική ιδεολογία δε δύναται να πιστεύει:
α. «Σε κάθε μέτρο της Επανάστασης κατά των εξουσιών και των προνομίων του κλήρου, ο Κοραής έβλεπε ένα μάθημα που αφορούσε το εξίσου καίριο πρόβλημα της θέσης του κλήρου στην ελληνική κοινωνία. Κατά τη γνώμη του, η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ανατολή είχε διαπράξει λιγότερες υπερβασίες απ’ ότι η Καθολική Εκκλησία στη Δύση. Ωστόσο, ήταν εξίσου βέβαιο ότι η διαφθορά του κλήρου ήταν η μεγαλύτερη πληγή της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, ο Κοραής δεν έχανε ευκαιρία να τονίζει τη χρησιμότητα των μαθημάτων που πρόσφερε η επαναστατική Γαλλία ως προς το ζήτημα της περιστολής της επιρροής της διεφθαρμένης ιεραρχίας και των μοναστικών ταγμάτων, τα οποία θεωρούσε ως (ΦΑΚΙΟΛΙ)χειρότερους τυράννους από τους Τούρκους. [Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία 1774-1798, επιστολή της 21ης Ιανουαρίου 1791, σσ. 139-145, σ. 199]»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 260)
β. «Ο πατριάρχης και η Σύνοδος προΐσταντο ενός συστήματος ιερατικού ελέγχου, το οποίο, μέσω των επαρχιακών αρχιεπισκόπων και των τοπικών επισκόπων, άπλωνε τα πλοκάμια τους σε ολόκληρη την αυτοκρατορία»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 357)
γ. «Η οξύτητα της επίθεσης της Ελληνικής Νομαρχίας κατά της Εκκλησίας ως του κατεξοχήν συνεργού της τυραννίας, ήταν ενδεικτική του περιεχομένου της ιδεολογικής αντιπαράθεσης στην ελληνική κοινωνία. Η κοινωνική κριτική είχε βρει τον κυριότερο στόχο της. Η επίθεση του Διαφωτισμού επικεντρωνόταν στον κλήρο, ως τώρα κυριότερο εμπόδιο στο δρόμο της ελευθερίας. Κατά συνέπεια, στην ουσία της η διαμάχη γύρω από τη θέση της Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία ήταν πολιτική και όχι θρησκευτική.
[...]
Μόνο σε δύο μεμονωμένες περιπτώσεις το όριο αυτό ξεπεράστηκε και τα ίδια τα θεμελιώδη δόγματα της χριστιανικής θρησκείας τέθηκαν υπό αμφισβήτηση [...]
Η πρώτη [...] που με βάση εσωτερικά τεκμήρια αποκλήθηκε έργο του "Ἀνωνύμου τοῦ 1789" και που τελείως πρόσφατα η έρευνα έχει συνδέσει με πρότυπα από το έργο του Diderot. Πρόκειται για σατιρικό έργο που συνδέεται με το κοινωνικό κλίμα των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Γραμμένο σε προκλητικά ελευθεριάζουσα γλώσσα, συνδύαζε την παρωδία της διαφθοράς και των διαστροφών των κληρικών (και ιδιαίτερα των μοναχών) με την διακωμώδηση ακόμη και μεταφυσικών δογμάτων και μυστηρίων της πίστης.
Η άλλη περίπτωση συνδέεται με την αντίδραση του Χριστοδούλου Ευσταθίου Μαμπλέκη (1733-1793) στη δίωξη που άσκησε εναντίον του η Εκκλησία για τις φιλοσοφικές του απόψεις.»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 366-367)
δ. Εξαιρέσεις υπάρχουν μόνον όταν ανώτατοι κληρικοί έχουν εξαπατηθεί από το διαφωτισμό, όταν δεν αντιλήφθηκαν πως αυτή η ιδεολογία συνοδεύεται από την αθεΐα. Η κριτική κατά του ανωτάτου κλήρου υπήρχε προ διαφωτισμού· ο τελευταίος όμως την υιοθέτησε ο κύριο άρμα για ενορχήστρωση της αθεϊστικής του επίθεσης, παρότι αυτή δεν έγινε κατανοητή από αρκετούς Ανατολικούς υποστηρικτές του:
Υπήρχε δηλαδή «προγενέστερη παράδοση κριτικής του ανώτερου κλήρου, σημαντικότερος εκπρόσωπος της οποίας υπήρξε ο ιεράρχης του δέκατου έκτου αιώνα Δαμασκηνός Στουδίτης»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 44)
ε. Η πηγή αυτή [ένα αδημοσίευτο ανώνυμο κείμενο για τη ιδεολογική διαμάχη της Σμύρνης], μαζί με το Περί Θεοκρατίας του Παμπλέκη και την Ελληνική Νομαρχία, συμπληρώνει το τρίπτυχο της πιο βίαιης καταγγελίας της στάσης της εκκλησίας απέναντι στο Διαφωτισμό.»,   (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 373)
στ. «Ο [Ευγένιος] Βούλγαρης γράφει ακριβώς από τη σκοπιά της χριστιανικής κοινωνίας και για το λόγο αυτό μία από τις κυριότερες επιδιώξεις του είναι να ανασκευάσει και τις υπερβολές, στις οποίες κατά την κρίση του προβαίνει ο Βολταίρος στην πολεμική του κατά της Εκκλησίας στη δική του Πραγματεία περί Ανεξιθρησκίας (1764)»,   (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 65)
ζ. «Όπως ήταν ο κανόνας για τους περισσότερους διανοουμένους που ήθελαν να ακολουθήσουν εκπαιδευτική σταδιοδρομία, ο [Νικηφόρος;] Θεοτόκης σε πολύ νεαρή ηλικία εισήλθε στις τάξεις του κλήρου»,   (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 66)
η. Εις τον «Λίβελλον κατὰ τῶν Ἀρχιερέων» αναφέρεται ότι : «Η θρησκευτική θέση του συγγραφέα, ωστόσο, προϋποθέτει μιαν ακόμη πιο βαθιά κριτική από την καταγγελία της διαφθοράς και της δεισιδαιμονίας στους κόλπους της Εκκλησίας. Η ίδια η υπόσταση της θρησκείας ως κοινωνικού θεσμού τίθεται υπό αμφισβήτηση. Αυτό γίνεται φανερό από το σχόλιο για την επίδραση του κοινωνικού συναισθήματος και της τελετουργίας στο πνεύμα του απλού λαού, με αφορμή την περιγραφή της ενθρόνισης ενός νέου επισκόπου: "ὁ δὲ ἁπλούστατος λαὸς ἀκροάζεται κεχηνότι τῷ στόματι, καὶ ἀτενίζων τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς αὐτὸ τὸ χρυσοστόλιστο ἄγαλμα, φαντάζεται ὁτι βλέπει τὴν ἰδίαν θεότητα." [Βλ. Λίβελλλος κατά των Αρχιερέων, σελ. 101»,   (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 376)
θ. «Η εχθρότητα του Ρήγα προς όλες τις μορφές ιεραρχίας πρόβαλλε αρνητικά μεν από τον πλήρη, αποκλεισμό της Εκκλησίας από το πολιτειακό σύστημα της Ελληνικής Δημοκρατίας...», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 322)
ι. «...προκύπτει το συμπέρασμα, το οποίο εκτίθεται στο επόμενο κεφάλαιο, όπου "ἀπελέγχονται οἱ ἀρχιερεῖς ὡς έχθροὶ τοῦ γένους" [Βλ. Λίβελλλος κατά των Αρχιερέων, κεφάλαια με τους τίτλους "Προβιβασμός", "Ἀποδημία", "Ἐπιστροφὴ εἰς Κωνσταντινούπολιν", "Ἡ σκληροτέρα μάστιξ τοῦ γένους εἰσὶν οἱ ἀρχιερεῖς", "Οἱ ἀρχιερεῖς ἀπελέγχονται ἐχθροὶ τοῦ γένους"]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 374)
ια. «Επιπλέον, το νέο κράτος μετέβαλε την Ορθόδοξη Εκκλησία σε διοικητικό του όργανο, διακόπτοντας κάθε δεσμό διοικητικής εξάρτησης της ιεραρχείας του βασιλείου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως [...] Με την μετατροπή της ελλαδικής εκκλησίας σε κρατική υπηρεσία κατά το πρότυπο των προτεσταντικών κρατών της Ευρώπης, η Ελλάδα θιοθετούσε την ταυτότητα του κοσμικού κράτους, εγκαταλείποντας τις παραδόσεις που η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε κληρονομήσει από το Βυζάντιο.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 470)
ιβ. «Υπό τις συνθήκες αυτές ο Διαφωτισμός έφθινε ως πολιτική επιλογή, μολονότι υπό ορισμένες απόψεις το νέο καθεστώς εγκολπώθηκε ένα μέρος από την ιδεολογική του κληρονομιά. Η σαφέστερη πρακτική συνέπεια του Διαφωτισμού συντελέστηκε στο ζήτημα της Ελληνικής Εκκλησίας, ο χωρισμός της οποίας από την Κωνσταντινούπολη διατηρήθηκε κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων δεκαετιών της βαυαρικής μοναρχίας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι εκκλησιαστικός απολογητής της πολιτικής της αυτοκεφάλου της ελληνικής Εκκλησίας υπήρξε ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, οπαδός του Κοραή και εκδότης του Λόγιου Ἑρμῆ, κατά την τελευταία φάση έκδοσης του περιοδικού. [βλ. Charles A. Frazee, The Orthodox Church and Independent Greece 1821-1852, Cambridge 1969, σσ.103-110, 145-153. Ελληνική Έκδοση: Ορθόδοξη Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821-18521, μεταφρ. Ιωσήφ Ροηλίδη, Αθήνα 1987]» (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 474)


4. «Εξορθολογισμός» της Χριστιανικής πίστεως
Υποτίθεται πως αυτός θα συνέβαινε από κάποιους υποτίθεται «φωτισμένους», οι οποίοι χωρίς να ακολουθούν σε τίποτα τις εντολές του Ιησού Χριστού, έχουν καταφέρει να «φωτισθώσιν» περισσότερο από τους Αγίους της Εκκλησίας εις τα σωτηριολογικά δόγματα που αφορούν τις ψυχές των ανθρώπων. Αυτή η ορθολογική «ἀποκάθαρσις» της πίστεως από τη «δεισιδαιμονίαν» επιτελείται χωρίς καμία δημοκρατική διαδικασία της εκκλησίας, δηλαδή Οικουμενικές Συνόδους, αλλά δια μέσω «προτροπές σε βασιλείς Πατριάρχες»:
α. Ο διαφωτιστής Δ. Καταρτζής: «Ο Βολταίρος όμως, με λόγο πως συντυχαίνει κατά της δεισιδαιμονίας, ήταν ένας άκρος δεισιδαίμων εις την ασέβεια [Δ. Καταρτζής, Τα ευρισκόμενα, σσ. 55, 81, 61]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 211)
β. Ο «εξορθολογισμός» της πίστεως φτάνει μέχρι την απαγόρευση θαυμάτων εις τον απλό πιστό δηλαδή μέχρι την αφαίρεση των ενεργειών του Θεού: «Η έκβαση της παλαιάς διαμάχης συνιστούσε θρίαμβο της επιστήμης και της κριτικής απέναντι στις συμβατικές αλήθειες της παραδοσιακής θρησκείας και της φιλοσοφικής αυθεντίας.
Στη νεότερη ελληνική παιδεία ο Διαφωτισμός μάλλον προκάλεσε τη διαμάχη αρχαίων και νεοτέρων. Ο ορθολογισμός του Διαφωτισμού και η επαφή με τη νεότερη επιστήμη έδωσαν τα πρώτα εναύσματα για τη δειλή αρχικά αμφισβήτηση της αυθεντίας του Αριστοτέλη και των νεοαριστοτελικών σχολιαστών του, ιδίως του Κορυδαλέα», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 223)
γ. «Η εγκατάλειψη των αστήρικτων ιδεών μπορούσε να εξασφαλισθεί, μόνον αν η θρησκευτική αγωγή περιοριζόταν στη διδασκαλία των βασικών δογμάτων της πίστης, αποφεύγοντας επιχειρήματα που αντιβαίνουν στον ορθό λόγο», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 239)
δ. «Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Έλληνα παρατηρητή [Κοραή], η επανάσταση είχε ήδη συντελεστεί στη συνείδηση του λαού. Οι επαναστατημένοι Γάλλοι είχαν αποκτήσει πλήρη επίγνωση της ανοησίας της παραδοσιακής θρησκείας. Έτσι φαινόταν να πλησιάζει η στιγμή του θριάμβου της νέας θρησκείας του λόγου. τον Ιούλιο του 1791, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Κοραή, και άλλων ξένων παρατηρητών, οι πολίτες του επαναστατημένου Παρισιού σε σεμνή και πάνδημη τελετή μετέφεραν μέσα σε γενική έξαρση τα λείψανα του Βολταίρου, κοσμημένα με όλα τα σύμβολα του αιώνα του λόγου, για να ενταφιαστούν στην απελευθερωμένη πόλη, την ελευθερία της οποίας ο ίδιος είχε προετοιμάσει.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 261-262)
ε. «Ο [Αθανάσιος] Πάριος είχε κληρονομήσει τον ζήλο του δασκάλου του και πήρε για πρώτη φορά μέρος στις ιδεολογικές συζητήσεις του τέλους του δέκατου αιώνα, όταν το 1791 κυκλοφόρησε τα χειρόγραφα αντίγραφα επιστολιμαία διατριβή κατά των περί νηστείας απόψεων του Κοραή [Α. Κοραής, Αλληλογραφία, τομ. Α΄:  1774-1798, σσ.150-153]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 439)


5. Μονοπώληση της παιδείας εις το «κοσμικὸν φρόνημα», αντικατάσταση της ηθικής του Χριστιανισμού με την ηθική της αρχαίας Ελλάδας (ποιά είναι αυτή;)
α. «Η απομάκρυνση του Θεού προσέδωσε αυτονομία στο χώρο της ιστορίας [...] Η χριστιανική εσχατολογία παραχώρησε τη θέση της στην τελεολογία του λόγου. Από τη στιγμή που η μυθική αφήγηση της σωτηρίας του κόσμου, όπως την αντιλαμβανόταν ο Bosquet, χάθηκε στο λαβύρινθο των γεγονότων, ο Διαφωτισμός είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει τη δική του προσέγγιση στη μελέτη του παρελθόντος.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 83-84)
β. «Η αγιολογία, τόσο υπό το θρησκευτικό όσο κι υπό το κοσμικό της ένδυμα, εξοβελίστηκε, και την ιστορία των μεγάλων ανδρών άρχισε να υποκαθιστά μια νέα μορφή πνευματικής και κοινωνικής ιστορίας. Αυτή η αναδιάταξη των αξιών στην ιστορική γνώση υπήρξε, σε μεγάλο βαθμό, έργο του Βολταίρου και του Montesquieu», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 84)
γ. «Η ηθική διαπαιδαγώγηση, αν και ακόμη σαφώς επιθυμητή, αποτελούσε εντούτοις μόνο συμπτωματική συνέπεια. Η ιστορία ήταν σημαντική, κυρίως γιατί δίδασκε πως ήταν δυνατή η επίτευξη των στόχων ενός ατόμου ή ενός έθνους [Glébule Tsourkas, Lew débuts de l’enseignement philosophique et de la libre pensée dans les Balkans. La vie et l’ oeuvre de Théophile Corydalée, Θεσσαλονίκη 1967, σ.195]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 93)
δ. «Μολονότι το πολιτικό μυθιστόρημα του Fénelon, ήταν προϊόν μυθοπλασίας, οι Έλληνες το διάβασαν ως ιστορική αναφορά στον προγονικό τους πολιτισμό», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 94)
ε. «Οι ιδέες που διακρίνονταν μέσα από τις σελίδες του εγκυκλοπαιδικού πανοράματος του αρχαίου πολισμού του Rollin [..] Εμπεριείχαν μια παραδοχή της υπεροχής της κοσμικής ιστορίας και την αναγνώριση της αξίας αρχαίων πολιτισμών, που ωστόσο κόμιζαν μια διαφορετική πρόταση από αυτήν που υπέβαλλε η αυθεντία των Γραφών», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 98)
στ. «Παράλληλα, εκδηλώθηκε η τάση, ιδίως μεταξύ όσων καλλιεργούσαν την νέα ιστορική συνείδηση και ενστερνιζόταν τη συλλογική ταυτότητα που συνδεόταν με αυτή, να υποβαθμιστεί η χριστιανική περίοδος της ελληνικής ιστορίας, που συνέδεε τους νεότερους Έλληνες περισσότερο με το βιβλικό παρά με το κλασικό τους παρελθόν», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 104)
ζ. «Η γνώση της αρχαίας ιστορίας ήταν πρωταρχικά χρήσιμη εξαιτίας του ηθικού της περιεχομένου. Αποτελούσε την κυριότερη πηγή των ηθικών διδαγμάτων που υποδείκνυαν τους κανόνες της "πολιτικής επιστήμης"», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 117)
η. «Υπό την εξουσία χριστιανών κυρίων, όπως οι Φράγκοι ευγενείς και η βενετική εμπορική ολιγαρχία, η εκμετάλλευση, η καταπίεση και τα δεινά υπήρξαν χειρότερα απ’ ότι υπό την εξουσία των Τούρκων», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 121)
θ. «Ο χριστιανισμός και οι αιρέσεις του, ο Ιουδαϊσμός, το Ισλάμ, ακόμη και ο ειδωλολατρικός παγανισμός περιγράφονται με την ίδια ουδετερότητα [Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791, σσ. 76-83]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 141)
ι. «Η μοναδικότητα της ελληνικής εμπειρίας συνίστατο στην έντονη πολιτική χροιά της διαμάχης. Ο Διαφωτισμός αμφισβητούσε την αυθεντία του συμβατικού αριστοτελισμού αλλά και καλλιεργούσε στους νεότερους έλληνες τη συνείδηση της εθνικής και πολιτισμικής καταγωγής τους από την κλασσική Ελλάδα. Αυτή υπήρξε η επαναστατική ανακάλυψη που διέσπασε την παραδοσιακή χριστιανική πολιτισμική παράδοση, της οποία η αυτοσυνείδηση μέχρι τότε οριζόταν από την κοινή βιβλική καταγωγή των χριστιανικών λαών», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 224)
ια. «Επιπλέον υπήρχαν εκείνοι οι εξωφρενικοί υποκριτές, που ισχυρίζονταν ότι η συλλογική δυσπραγία ενός αιχμάλωτου έθνους δεν μπορούσε να του επιτρέψει την πολυτέλεια της δαπάνης, που απαιτούσε η αναμόρφωση της εκπαίδευσης. Ξεχνούσαν φυσικά όλα εκείνα τα περιττά έξοδα που αφιερώνονταν σε θρησκευτικούς σκοπούς, τις "ιεροδοξίες", που θα μπορούσαν να συντηρήσουν μια έξοχη ακαδημία», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 241)
ιβ. «Η αρχική αμφιβολία των συγγραφέων της Νεωτερικής γεωγραφίας σύντομα διαλύθηκε στο πνεύμα των συντηρητικών, που ήδη αισθάνονταν αμηχανία απέναντι στην εξάπλωση των εκκοσμικευμένων αξιών του Διαφωτισμού στην κοινωνία, και ιδιαίτερα ανάμεσα στις μορφωμένες γενεές του ορθόδοξου γένους», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 271-272)
ιγ. Ρήγας Βελεστινλής: «Στις μεγάλες πόλεις έπρεπε επίσης να διδάσκονται η γαλλική και η ιταλική, ως γλώσσες του Διαφωτισμού [Ρήγας Βελεστινλής, Τα δίκαια του ανθρώπου, άρθρα 16-34]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 323)
ιδ. «Ο ανώνυμος πατριώτης, ορμώμενος από το ζήλο της ελευθερίας, κατέληγε στη βίαιη επίθεση του κατά της Εκκλησίας καλώντας τους ιεράρχες και όλους τους Έλληνες κληρικούς να ασπασθούν τη δική του εκδοχή της αρετής. Συντασσόμενοι με το μακρόπνοο σχέδιο της ηθικής αναμόρφωσης που απαιτούσε η ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας, θα απελευθερώνονταν και οι ίδιοι από το άχθος της προδοσίας και θα αποκαθιστούσαν την ευαγγελική αξιοπρέπεια της Εκκλησίας, την οποία απαιτούσαν απ’ αυτούς όλοι οι πατριώτες και ιδιαίτερα οι συμβουλές του "νέου Ἱπποκράτους, τοῦ ἐναρέτου φιλοσόφου Ἕλληνος, τοῦ ἐν Παρισίοις κυρίου Κοραῆ".», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 358)
ιε. «Μετά την αποκρυστάλλωση της ιδεολογικής διαμάχης μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων του Διαφωτισμού, η εκκλησία , ως ενσυνείδητος υπερασπιστής της παραδοσιακής τάξης  και των συμβατικών αξιών, ανέλαβε μαχητικές πρωτοβουλίες περιστολής και εξάλειψης των νέων ιδεών, προκαλώντας έτσι την οργισμένη κριτική της φωτισμένης (;!) διανόησης. Η υιοθέτηση του Αντιδιαφωτισμού ως επίσημης πολιτικής από την Εκκλησία, σε συνδυασμό  με τα εξόφθαλμα κρούσματα διαφθοράς στις τάξεις της ιεραρχίας και του μοναχισμού, παρέσχε τα επιχειρήματα που χρειάζονταν οι οπαδοί της φιλοσοφίας και της ελευθερίας για την ιδεολογική τους σταυροφορία. Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων δεκαετιών του δέκατου ένατου αιώνα, ενώ ο Διαφωτισμός φαινόταν να έχει φτάσει πλέον σε στάδιο ωριμότητας και αυτοπεποίθησης, ο αντικληρικαλισμός αποτελούσε το ουσιαστικό περιεχόμενο των αιτημάτων της πολιτισμικής ανανέωσης και της εθνικής αναβίωσης. Αυτό εκφράζονταν ιδίως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ιδεολογικής διαμάχης σε σχέση με το περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Και οι δύο πλευρές γνώριζαν ότι ο έλεγχος του εκπαιδευτικού συστήματος και του εγκοινωνισμού των νεότερων γενεών θα ήταν τελικά ο καθοριστικός παράγοντας για την έκβαση της σύγκρουσης. Εξαιτίας της απουσίας  τυπικών δομών οργανωμένης πολιτικής ζωής, το εκπαιδευτικό σύστημα και η συζήτηση για το περιεχόμενο των σπουδών αποτέλεσαν το πρωταρχικό πεδίο της ιδεολογικής διαμάχης.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 272-273)
ιστ. Στο «Λίβελλον κατὰ τῶν Ἀρχιερέων» αναφέρεται: «"[...] Οἱ Ἀρχιερεῖς μισούσι τὸ φῶς τῆς φιλοσοφίας καθὼς οἱ 'φθαλμιῶντες τὸν ἥλιον ἤ καθὼς οἱ κλέπται τοὺς λύγχνους. Οἱ Ἀρχιερεῖς θέλουσι τοῦς νέους Γραικοὺς ἀμαθεῖς καὶ ἀπαιδεύτους, διὰ νὰ κύπτουσι τὸν αὐχένα ὡς ἄλογα κτήνη εἰς τὸν γυζὸν τῆς πλάνης. Θέλουσι τοὺς Χριστιανοὺς ἀμαθεῖς, διὰ νὰ πιστεύωσιν ὡς δόγματα πίστεως τὰ ἐφευρήματα τῆς δεισιδαιμονίας, τὰ ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπελέγχει ὡς αἱρέσεις. Μισοῦσιν οἱ Ἱεροὶ τοῦ γένους τὸν φωτισμὸν διότι πειράζει τὰ παράνομα αὐτῶν εἰσοδήματα καὶ τὰ ἄδικα δικαιώματα. Μισοῦσιν τοῦ γένους τὸν φωτισμὸν ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι ἡ δίστομος μάχαιρα ἥτις μέλλει νὰ κατακόψῃ τὰς κεφαλὰς τῆς πολυκεφάλου ὕδρας, λέγω τῆς δεισιδαιμονίας [...]
Δυσχαιρένουσιν οἱ Ἅγιοι ὅταν βλέπωσιν ἐκδιδόμενα εἰς φῶς βιβλία ἐπιστημονικὰ καὶ φιλολογικὰ, τὰ ὁπόῖα φωτίσουζι τὸ γένος. [...] δίδαξόν μας, λέγω καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ πάτερ, οὐχὶ τὴν ὑποταγὴν τοῦ κόσμου ἀλλὰ τὸ καλῶς ζῆν ἐν τῷ κόσμῳ, οὐχὶ τὴν μισανρθωπίαν τοῦ Τίμωνος, ἀλλὰ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Σωκράτους, οὐχὶ ὀπτασίας ἀλλὰ ἡθικὴν, [...] οὐχὶ τὰ ὑπὲρ ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὰ ὠφέλιμα εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ τὰ καθήκοντα τῆς πολιτικὴς κοινωνίας", σσ. 119-122», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 376-378)
ιζ. «Αυτές [Χριστόφορου Παμπλέκη, Ελληνικής Νομαρχίας, Λίβελλου κατά Αρχιερέων], ωστόσο, ήταν οι οριακές περιπτώσεις που εκπροσωπούσαν εξαιρετικά ρηξικέλευθες και καθόλου τυπικές θρησκευτικές απόψεις. Στο σύνολό του ο ελληνικός Διαφωτισμός δεν ήταν αντιχριστιανικός στις αρχές του. Ο αντικληρικαλισμός ήταν το αναπόφευκτο προϊόν της διαφθοράς στους κόλπους της Εκκλησίας, αλλά η εσωτερική κριτική της πίστης παρέμενε πέρα από τους συνειδητούς στόχους της πλειονότητας των εκπροσώπων του ελληνικού Διαφωτισμού. Αν η κριτική και η καταγγελία της διαφθοράς του κλήρου στην ουσία υπονόμευε την πίστη θέτοντας υπό αμφισβήτηση της ακεραιότητα της θρησκείας ως οργανικού συστήματος πεποιθήσεων και συμπεριφοράς , αυτό αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό απρόβλεπτη συνέπεια της θρησκευτικής κριτικής. Το στοιχείο αυτό φυσικά αποτελεί γενικό χαρακτηριστικό της διαδικασίας της εκκοσμίκευσης. Στη γενική του θρησκευτική στάση ο ελληνικός Διαφωτισμός, όπως άλλωστε και ο γερμανικός Διαφωτισμός, καθώς και άλλα παρόμοια κινήματα στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, δεν διαλάμβανε παρά παραινέσεις για εξαγνισμό της πίστης και ανόρθωση των ηθών των διακόνων της, τις υπηρεσίες των οποίων ήθελε να εντάξει στη γενική προσπάθεια για κοινωνική αναμόρφωση.
Το ζήτημα της θρησκευτικής κριτικής στον ελληνικό Διαφωτισμό κατά συνέπεια μπορεί να διευκρινιστεί με τους όρους μιας τυπολογίας θεωρητικών στάσεων. Εκτός από την παραδοσιακή χριστιανική κριτική των κακών κληρικών, που με κανέναν τρόπο δεν αποτελούσε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Διαφωτισμού, η νέα φιλοσοφία ανέπτυξε δύο άλλες προσεγγίσεις στο πρόβλημα της Εκκλησίας. Η μια ήταν εκείνη που συνδεόταν με τον αντικληρικαλισμό του πολιτικού ουμανισμού, ο οποίος, στις περισσότερες περιπτώσεις, προσπαθούσε να διασώσει τα βασικά στοιχεία του ορθόδοξου δόγματος και τόνιζε ότι το μόνο που ζητούσε ήταν η αποκάθαρση της Εκκλησίας και η αναβίωση της γνήσιας ευαγγελικής πίστης. Αυτό βεβαίως ισοδυναμούσε κατ’ ουσίαν με την υιοθέτηση προτεσταντικών θέσεων παρά την διακήρυξη της αυστηρής Ορθοδοξίας των οπαδών της αντίληψης αυτής, μερικοί από τους οποίους, όπως ο Μοισιόδαξ και οι συγγραφείς της Νεωτερικῆς Γεωγραφίας, ήταν οι ίδιοι κληρικοί της Εκκλησίας. Η δεύτερη προσέγγιση ήταν εκείνη, την οποία εκπροσωπούσαν οι πιο τολμηροί επικριτές της θρησκείας, η αρχική στάση των οποίων διαμορφωνόταν με βάση τα αξιώματα του ευρωπαϊκού δεϊσμού. Υπό την πίεση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης, ωστόσο, οι Έλληνες δεϊστές μετατοπίστηκαν προς μια εωτερική κριτική και απόρριψη των θεμελιακών αρχών της θρησκευτικής πίστης -κάτι το οποίο οι εκπρόσωποι του πολιτικού αντικληρικαλισμού, έχοντας συνείδηση των απαιτήσεων της πολιτικής στρατηγικής, και ίσως θεωρητικά αβέβαιοι και οι ίδιοι σχετικά με τη θρησκεία, απέφυγαν προσεκτικά να πράξουν.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 379-380)
ιη. Ο Κοραής θεωρούσε την ουσιαστική μόρφωση υπέρ της οποίας τάσσονταν ως «την έννοια της πνευματικής καλλιέργειας που θα συνδύαζε την ηθική της κλασσικής εποχής με τη σύγχρονη φιλοσοφία και επιστήμη. Επέμενε ότι η αναγέννηση στην Ευρώπη είχε συντελεστεί με αυτόν τον τρόπο και κατά συνέπεια η αναγέννηση ης Ελλάδας μπορούσε να επιτευχθεί με την ίδια μέθοδο [Αδαμάντιος Κοραής, Συλλογή Προλεγομένων, επιμ. Φ. Φουρναράκη, τομ. Α, Παρίσι 1833, σσ.249-251]: "Περισσότερον ἤθελ’ ὠφελήσειν τὸ γένος σήμερον ὅστις καίει παρὰ ὅστις γράφει Γραμματικάς" [ό.π, σελ. 67]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 398)
ιθ. «Αυταπάρνηση, ολιγάρκεια, ξερίζωμα των ατομικών παθών, αφοσίωση στην υπόθεση του εθνικού διαφωτισμού και της ηθικής αναγέννησης, ομόνοια στην επιδίωξη των κοινών στόχων και φλογερό ενδιαφέρον για την κοινή ευημερία -αυτά τα ηθικά συναισθήματα άρμοζαν στις ελληνικές ψυχές. Τα κλασσικά έργα έβριθαν από παραδείγματα και θα ’πρεπε να εμπνέουν τους ηθικούς αγώνες των νεότερων Ελλήνων. Από την έρευνα των κλασσικών κειμένων ο Κοραής αντλούσε ηθικά πρότυπα και παρακινούσε τους συγχρόνους του να τα μιμηθούν, αν επιθυμούσαν να αναστήσουν τη δόξα της Ελλάδας. Δεν μπορούσε να υπάρξει οδός προς την ελευθερία, αν όσοι είχαν ενστερνιστεί  αυτά τα ιδεώδη, δεν έστεργαν το κοινωνικό ήθος του πολιτειακού ριζοσπαστισμού. Ο Κοραής είχε φτάσει στις θεωρητικές αυτές θέσεις μελετώντας την πολιτική φιλοσοφία του Rousseau. Γι’ αυτό και την εποχή αυτή ακριβώς αναγγέλλει την πρόθεσή του να μεταφράσει το Πολιτικόν Συνάλλαγμα, εις το οποίον "ὁ περίφημος Ρουσσὼς [...] ἐξετάζει τὰ γενέθλια τῆς πολιτικῆς κοινωνίας" [Πρβλ. σχόλια στο Cesare Beccaria, Περί Αμαρτημάτων και ποινών πολιτικώς θεωρουμένων, μετάφραση Διαμαντή Κοραή, Παρίσι 1802, σελ. 210].
Η στροφή προς το Rousseau προσέδιδε στον ηθικό προβληματισμό μια έντονα πολιτική διάσταση. Η πλήρης αναμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας και η ηθική στράτευση είχαν ως αναγκαίο επακόλουθο την κοινωνική επανάσταση. Το ελληνικό πρόβλημα είχε επιτέλους τεθεί με αναμφίλεκτους πολιτικούς όρους. Η αρχική σύλληψη, που το έβλεπε ως υπόθεση πολιτισμικής ανανέωσης, είχε διευρυνθεί, έτσι ώστε να περιλαμβάνει τις προοπτικές της ηθικής στράτευσης και της πολιτικής δράσης ως προϋποθέσεις της εθνικής αναβίωσης.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 404)
κ. το παράλογον της αντικατάστασης
«...ο Κοραής προχώρησε στην ανασκευή της θεωρίας κατά την οποία η διάκριση του αγαθού από το κακό και του ορθού από το εσφαλμένο είναι απλά ζήτημα κοινωνικής σύμβασης. Εναντίον αυτής της άποψης υποστήριζε ότι η δικαιοσύνη πηγάζει από τη φύση των πραγμάτων, από τη φυσική τάξη του κόσμου. Για να ενισχύσει τα επιχειρήματά του επικαλέσθηκε τις μαρτυρίες της κλασικής σοφίας και της ευαγγελικής αλήθειας [Διατριβὴ αὐτοσχέδιος περὶ τοῦ περιβοήτου δόγματος τῶν Σκεπτικῶν φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν "Νόμῳ Καλόν, Νόμῳ Κακόν", δημοσιευμένο με το ψευδώνυμο Στ. Πανταζής και εικονικό τόπο έκδοσης Λιψία, αλλά Βιέννη 1819, σσ. 2-3] [...] με το κύρος της αυθεντίας των αρχαίων και της Αγίας Γραφής, ο Κοραής κατέληγε θεωρώντας ότι είχε θεμελιώσει τις θέσεις του.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 410-411)
κα. «Το έργο αυτό κατά τον Κοραή ήταν πολύ δυσκολότερο γιατί, αν η κατάκτηση της ελευθερίας απαιτούσε μόνον ανδρεία και ηρωισμό, η διατήρηση της προϋπέθετε δικαιοσύνη, σύνεση και αρετή [Ἀριστοτέλους πολιτικῶν τὰ σωζόμενα, επιμ. Α. Κοραή, Παρίσι 1821, σ. ρμβ]. Επομένως, ο Κοραής θεωρούσε ότι αυτό που χρειάζονταν οι Έλληνες ως προπαρασκευή για να ζήσουν ως ελεύθεροι πολίτες ήταν η ακριβής γνώση των αρχών της πολιτικής επιστήμης , "ἥτις ἄλλο δὲν εἶναι παρὰ ἡ τέχνη πῶς νὰ συζῶσι μετ’ ἀλλήλων εἰρηνικῶς οἱ ἄνθρωποι".», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 412)
κβ. «Το ενδιαφέρον του για τα συγκεκριμένα κοινωνικά προβλήματα εκδηλώθηκε με την επιμονή του στην ανάγκη να ρυθμιστεί η θέση του κλήρου στην ανεξάρτητη Ελλάδα. Η στάση του αυτή δείχνει όχι μόνο τις προδιαθέσεις που του είχε ενσταλάξει ο πολιτικός ριζοσπαστισμός, αλλά και τις υποψίες του ως προς τους ενδεχόμενους εχθρούς της δημοκρατικής διαμόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας. Γι’ αυτό επέμενε ότι έπρεπε να υπάρξει ιδιαίτερη μέριμνα για την επιλογή των κληρικών, την εκπαίδευσή τους και τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων τους στους κόλπους του νέου κράτους. Ο Κοραής ήταν ο πρώτος που υπέδειξε την ανάγκη να χειραφετηθεί η Εκκλησία της ελεύθερης Ελλάδας από το διοικητικό έλεγχο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, όσο το τελευταίο εξακολουθούσε να παραμένει υπό το ζυγό της τυραννίας [Ἀριστοτέλους πολιτικῶν τὰ σωζόμενα, επιμ. Α. Κοραή, Παρίσι 1821, σσ. ρκ-ρκδ]. Αυτό που στην ουσία προτείνει ο Κοραής στα οκτώ άρθρα του για τη ρύθμιση των εκκλησιαστικών θεμάτων, είναι η πολιτική αναδιοργάνωση της Εκκλησίας ως βραχίονα του κοσμικού κράτους, κατά το προτεσταντικό πρότυπο», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 415) και τώρα που η τυραννία έφυγε, παραμένει αυτόνομο.
κγ. «Ήταν επομένως απόλυτα λογική η απόπειρά του να επιστρατεύσει την υποστήριξη της εκκλησίας στη σταυροφορία του Διαφωτισμού. Έχοντας αυτόν τον στόχο, ο Κοραής δεν δίστασε ποτέ να διακρίνει τους ενάρετους από τους διεφθαρμένους κληρικούς και να επαινεί οποιεσδήποτε διαφωτιστικές πρωτοβουλίες συνέβαινε να παρατηρήσει μεταξύ των ανώτερων κληρικών. Οι απόψεις του για τη θρησκεία και την εκκλησία εκτίθενται συστηματικά στο σημαντικό σώμα των θεολογικών του συγγραμμάτων, τα οποία επιδίωκαν να αποκαθάρουν την ορθόδοξη πίστη από ότι ο Κοραής θεωρούσε ως δεισιδαιμονία και να μεταρρυθμίσουν τη θρησκεία σε τρόπο ώστε να ενσωματωθεί αποτελεσματικά στο φάσμα των κοινωνιολογικών προϋποθέσεων της γενικότερης πολιτικής αναμόρφωσης. []», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 416)
κδ. «Πράγματι, ως κορύφωση της πορείας του Διαφωτισμού στην ελληνική σκέψη, αντιπροσώπευε την τελική αναίρεση και υπέρβαση μιας προγενέστερης σύνθεσης, που συνιστούσε την πολιτική θεωρία, σε αντίθεση προς την οποία είχε συντελεστεί η ιδεολογική μεταβολή. Μια ευκρινής πλέον ελληνική εθνική συνείδηση είχε εκτοπίσει την κοινή ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση που οι Ρωμαίοι της Ανατολής είχαν κληρονομήσει από το Βυζάντιο. Ο προσδιορισμός της πολιτικής κοινότητας υπό το πνεύμα του πολιτικού ουμανισμού προβαλλόταν σε αντίθεση προς το ιεραρχικό προστατευτισμό της χριστιανικής μοναρχίας. Μια σύγχρονη εκκοσμικευμένη παιδεία, βασισμένη στην αναβίωση του κλασσικού ανθρωπισμού, προβαλλόταν ως υποκατάστατο της παραδοσιακής θρησκείας στον ορισμό της κοινωνικής ηθικής και ως εννοιολογικό πλαίσιο αυτογνωσίας.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 426)
κε. «Η ανδρεία και η αρετή των πρωταγωνιστών, εκφρασμένη δραματικά με την πρόθυμη αυτοθυσία στο όνομα της ευγενικής φιλίας, έφερναν στο προσκήνιο την ηρωική ηθική των αρχαίων Ελλήνων, τους οποίους ονειρεύονταν να μιμηθούν οι νεότεροί τους απόγονοι. Έτσι, οι λογοτεχνικές επιδιώξεις του Ρήγα, ενοποιημένες στο συγκινησιακό τους περιεχόμενο από τον πόθο για ελεύθερη συναισθηματική έκφραση, ενσωματώθηκαν σ’ ένα ευρύτερο πατριωτικό πρόγραμμα αναβίωσης της ελληνικής αρετής [όχι χριστιανικής]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 300)
κστ. «ο Δαπόντες εκθείαζε τον ηρωισμό του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, ενώ τοποθετούσε τον Αχιλλέα, τον Ηρακλή, τον Θησέα και τον Αλέξανδρο στο ίδιο βάθρο με τον Σαμψών», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 91)
κζ. «Η γνωριμία του παρελθόντος σήμαινε για το αναγνωστικό κοινό του Διαφωτισμού εξοικείωση με τον τρόπο ζωής και τη δυναμική του πολιτισμού των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Αυτό βέβαια συνεπαγόταν σαφή ιδεολογική διάσταση από την εξιστόρηση εξαιρετικών συμβάντων με μεταφυσική σημασία, η οποία συνιστούσε το περιεχόμενο των παραδοσιακών χρονικών. [...] Η νέα προσέγγιση στη μελέτη του παρελθόντος, με άξονα πλέον τον πολιτισμό, αποτέλεσε το δίαυλο δια του οποίου ο Διαφωτισμός διοχέτευσε τις πολιτικές ιδέες και τις ηθικές αξίες της κλασσικής εποχής στη νεότερη ελληνική σκέψη». (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 101)
κη. «Ο ορίζοντάς τους, άλλωστε καθοριζόταν από τη γεωγραφία της θρησκευτικής πίστης, που είχε ως πέρας το προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα. Η επίδραση του Διαφωτισμού αντικατέστησε την προσδοκία του ευλαβικού προσκυνήματος με την αναζήτηση της γνώσης [σήμερα τουρισμός του σεξ] και την ελπίδα της σωτηρίας με την εμπειρία της πνευματικής απελευθέρωσης [σημερινή θεολογική άγνοια]»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 126)
κθ. Παρακάτω διαφαίνεται ο τρόπος με τον οποίο η Χριστιανική παράδοση διαγράφτηκε από την ελληνική - ρωμαίικη εκπαίδευση με το δούρειο ίππο /πρόσχημα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, η οποία αφού στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε κατά μεγάλο μέρος στο σημερινό ελληνικό σχολείο (2010) κι οδεύει ίσως προς απόλυτη φραγή στο μέλλον, εντούτοις είχε καταφέρει εν τω μεταξύ να εξοβελίσει τη γνήσια πατερική σκέψη από τους μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου, αντικαθιστώντας την με αδιάφορα πολιτικά κείμενα που μιλούν για πολέμους και κομματικές ή εξουσιαστικές αντιδικίες που τίποτα άλλο δεν κάνουν παρά να μεγαλώνουν την ηθική απελπισία των μαθητών, καθώς αυτοί αντιλαμβάνονται ότι για χιλιάδες χρόνια η πολιτική δεν έχει τόσα όμορφα ή καλύτερες πράξεις να επιδείξει για την κοινωνική διαβίωση των προσώπων από ότι  η σημερινή αδηφάγα πολιτική πολέμων, σκανδάλων, απατών και επαναλαμβανόμενων «οἰκομικῶν κρίσεων»· ηθική απελπισία που μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με την παρηγοριά της αιώνιας βασιλείας του Θεού:
«Η απαγγελία και η ερμηνεία πατερικών κειμένων, τα οποία διέστρεφαν την ελληνική γλώσσα, καθώς και η άχαρη απομνημόνευση γραμματικών πραγματειών της ύστερης βυζαντινής περιόδου θα ’πρεπε να αντικατασταθούν με ένα πρόγραμμα διδασκαλίας των ίδιων των κλασσικών κειμένων. Αρχαία κείμενα με ουσιαστικό ενδιαφέρον και ζωντάνια, όπως οι μύθοι του Αισώπου, θα μπορούσαν να κινήσουν το ενδιαφέρον των μικρών παιδιών και τα κείμενα αρχαίων ιστορικών, όπως ο Ηρόδοτος, ο Αρριανός και ο Ξενοφών, θα αποτελούσαν ελκυστικά αναγνώσματα, που θα όξυναν τα πνεύματα των μαθητών και θα καλλιεργούσαν την ηθική τους αίσθηση. Το ανανεωμένο πρόγραμμα της κλασσικής εκπαίδευσης θα ’πρεπε να συνεχίζεται με το Δημοσθένη και να κορυφώνεται με τον Θουκυδίδη. Τα κείμενα όφειλαν να μελετώνται μέσα στο ιστορικό και πολιτισμικό τους πλαίσιο, έτσι ώστε να διευκρινίζονται τα σημαντικά πολιτικά τους νοήματα και να καλλιεργείται το αίσθημα της κοινής ταυτότητας, της "ὁμοφυλίας", μεταξύ των αναγνωστών» , (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 237-238)
Επιπλέον ακόμη κι η ίδια η χριστιανική θέωση που παρέχει η Αγάπη του Ιησού Χριστού, μετέπειτα αντικαταστάθηκε με ασήμαντες πολυλογίες ηθικολόγων, όταν ανάμεσα στα προτεινόμενα μαθήματα που τα καθιστούσε απαραίτητα «η πρόοδος του Διαφωτισμού» προτάθηκε και η «ηθική φιλοσοφία, για την διδασκαλία της οποίας [επί παραδείγματι]  ο Μοισιόδαξ είχε μεταφράσει το δίτομο έργο του Muratori [Πρβλ. Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Πραγματεία περί παίδων αγωγής ή Παιδαγωγία, Βενετία 1779, σσ. 110-137, 144-147, 157-158, 160-165]»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 238)
λ. «Ταυτόχρονα ένας καινούργιος όρος θα κρατήσει την προσοχή μας. Στους τίτλους που αναφέρω εδώ θα μπόρεσε  κιόλας ο αναγνώστης να παρατηρήσει τα "εὐτυχῶς" (νὰ ζήση τιμίως καὶ εὐτυχῶς) και "γαλήνη" (νὰ ζήσῃ τινὰς ἔν εἰρήνῃ καὶ γαλήνῃ)· πρόκειται πια για προβλήματα καθαρά επίγεια. Η μετατόπιση αυτή των κοινωνικών αξιών είναι αισθητότερη μέσα σε μια άλλη σημασιολογική εξέλιξη:στη σπουδαιότητα την οποία παίρνει ο όρος "εὐδαιμονία" στους τίτλους των έργων που έρχονται να αντικαταστήσουν τα εμπνευσμένα από τη θρησκεία παλαιά εγχειρίδια: "Ἀληθὴς εὐδαιμονία" (1791), "Ἀληθὴς ὁδὸς εἰς τὴν εὐδαιμονία", δηλαδή την ευτυχία σ’ αυτόν τον κόσμο, αφήνονταν κατά μέρος το πρόβλημα που επρώτευε άλλοτε, την "μακαριότητας", της ευτυχίας, στον άλλο κόσμο»., (Πηγή: Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Κ.Θ. Δημαράς, Έκδοση Ε΄,  Νεοελληνικά Μελετήματα Ερμής, Αθήνα 1989, σελ. 254)

6. Απόκρυψη της αντιχριστιανικής δράσης του διαφωτισμού
α. «Με τον τρόπο αυτόν είχε τη δυνατότητα [ο Κοραής] να ανασκευάσει και να καταρρίψει τα επιχειρήματα του έργου αυτού [Διδασκαλία Πατρική], χωρίς να εμπλακεί σε κατά μέτωπο επίθεση κατά της Εκκλησίας. Έτσι προσπαθούσε ν’ αποφύγει την ανοικτή ρήξη που θα εξέθετε την υπόθεση του Διαφωτισμού στον κίνδυνο να φανεί αντιθρησκευτική», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 278)
β. «Το βασικό ερώτημα που ανακύπτει απ’ όσα έχουν προηγηθεί είναι το ακόλουθο: ήταν ο αντικληρικαλισμός του Διαφωτισμού μια απλή επίθεση κατά της διαφθοράς του κλήρου, μια κριτική, έστω δριμεία, των ηθικών αποτυχιών της εκκλησιαστικής ηγεσίας, κινημένη από γνήσια αφοσίωση στις πνευματικές και ηθικές απαιτήσεις της πίστης, όπως επέμεναν οι περισσότεροι από τους επικριτές της Εκκλησίας, ή η οξεία κριτική του κλήρου στην πραγματικότητα συνεπαγόταν την υιοθέτηση της φυσικής θρησκείας του Διαφωτισμού, οδηγώντας λογικά σε αμφισβήτηση των ίδιων των θεμελίων της ορθόδοξης πίστης; Οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν είναι εύκολες, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη την προφανή αντίφαση μεταξύ των δηλωμένων ορθόδοξων προθέσεων ορισμένων συγγραφέων από τη μια πλευρά και της αντιθρησκευτικής χροιάς των επιχειρημάτων από την άλλη.
Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση τόσο της Ελληνικής Νομαρχίας όσο και του Λιβέλλου κατά των Αρχιερέων. Οι διαβεβαιώσεις των συγγραφέων για τη γνησιότητα της εμμονής τους στην ευαγγελική αλήθεια και την Ορθοδοξία δεν μπορούν να κρύψουν τις διάφανες δεϊστικές θρησκευτικές τους προτιμήσεις, οι οποίες αντανακλώνται στην πρόκριση μιας απλουστευμένης και εξορθολογισμένης θρησκείας. Από αυτή την άποψη θα ήταν εύλογο να υποστηρίξει κανείς ότι οι περί της Ορθοδοξίας διακηρύξεις υπαγορεύονται κατά πρώτο λόγο από τακτικές σκοπιμότητες, συνδεδεμένες με την επιδίωξη της ευρύτερης δυνατής απήχησης για την επιχειρηματολογία τους, η οποία απευθυνόταν σε κοινό έντονα προσηλωμένο στη θρησκεία. Φαινόμενα θρησκευτικής κριτικής που ήδη μνημονεύσαμε, όπως ο αντικληρικαλισμός της Νεωτερικής Γεωγραφίας και η αντινομία που επισήμανε ο Μοισιόδαξ μεταξύ παιδευτικής προόδου και των απαιτήσεων της θρησκείας, αντιπροσώπευαν ουσιαστικά πρώιμες εκδηλώσεις αυτής της πνευματικής στάσης. Η θρησκευτική στάση του Κοραή, όπως θα παρουσιαστεί στο επόμενο κεφάλαιο, μπορεί να γίνει σε μεγάλο βαθμό αντιληπτή με ανάλογους όρους.
Σε πιο ακραίες περιπτώσεις, όπως εκείνες του Παμπλέκη και του "Ανώνυμου του 1789", τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Η θρησκευτική τους κριτική ξεπερνούσε το δεϊσμό, φτάνοντας σε αμφισβήτηση, ανασκευή, ακόμη και διασυρμό βασικών θρησκευτικών δογμάτων και εκκλησιαστικών μυστηρίων -μια θέση που στην ουσία ισοδυναμούσε με απόρριψη της θρησκευτικής πίστης. Μερικές αιχμές της επιχειρηματολογίας του Λιβέλλου κατά των Αρχιερέων, και ιδιαίτερα η άποψη ότι η θρησκεία υπνωτίζει τις μάζες- πράγμα που σχεδόν θυμίζει τη μεταφορά για το "ὄπιο τοῦ λαοῦ", μπορούν να θεωρηθούν ως ένδειξη κάποιας συνάφειας αυτού του κειμένου με το ρεύμα του αντικληρικαλισμού, που εξελίχθηκε σε κριτική της ίδιας της πίστης.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 377-378)

7. Εμφάνιση των αρχαίων θεών εις τα λόγια κείμενα
α. «Η σοφία της [Αικατερίνης] κατά τον Ψαλίδα κατοπτριζόταν στη νομοθεσία της, την οποία μιμούνταν άλλοι φωτισμένοι μονάρχες της Ευρώπης. Εξάλλου, στην επιστολή του, απευθυνόμενος στην Αικατερίνη, έγραφε: "ἡ Σὴ γαρ φρόνησίς τε καὶ ἀνδρεία πρὸς τὴν ἁπάντων εὐδαιμονίαν ἀφορᾷ. Διὸ καὶ σηκοὶ Μουσῶν, σηκοὶ Ἀρεώς τε καὶ Ἀθηνᾶς, σηκοὶ Ἀπόλλωνος καὶ Διὸς ἐγείρονται· "[Αθανάσιος Ψαλίδας, Ἀληθὴς εὐδαιμονία ἤτοι βάσις πάσης θρησκείας. Vera felicitas sive fundamentum omnis religionis, Βιέννη 1792, σσ. 3-5]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 188)
β. «Αυτή ήταν η φύση του οθωμανικού καθεστώτος κατά τον Ανώνυμο. Τα άθλια αποτελέσματά του αποκάλυπτε η ηθική κατάπτωση των ηγετικών τάξεων, μεταξύ των υποδούλων, που είχαν συνθηκολογήσει με την τυραννία. Στην ανάλυση της κοινωνιολογίας της δουλείας, ο Ανώνυμος ο Έλλην είχε επανειλημμένα αναφερθεί σ’ αυτούς τους θαλαμηπόλους της τυραννίας. Αυτοί δεν ήταν άλλοι από τους μεγαλογαιοκτήμονες και τους τοπικούς προύχοντες που ενεργούσαν ως ενδιάμεσοι μεταξύ των Οθωμανών τυράννων και της καταπιεσμένης αγροτιάς και καθόλου δεν διέφεραν από τους πρώτους σε αρπακτικότητα και σκληρότητα. Διεφθαρμένοι από τις συνήθειες της τυραννίας και απαχαλινωμένοι εξαιτίας της παντελούς απουσίας νόμων, ενεργούσαν με ασυγκράτητη απληστία στην είσπραξη των φόρων, δικαίωμα το οποίο νοίκιαζαν από τους Οθωμανούς κυρίους τους. Οι άφρονες και μωροί αυτοί άνθρωποι, "ὁποὺ κραζονται προεστοὶ καὶ ἄρχοντες, οἱτινες, ἀπὸ τὴν βρωμερὰν συνήθειαν, ἔχασαν σχεδὸν καὶ τὴν ἐντροπὴν τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸν φόβον τῶν θεῶν", παρέμεναν αδιάφοροι απέναντι στα δεινά των χριστιανών συμπατριωτών τους. Δεν ήταν απλώς πιστοί υπηρέτες της τυραννίας, υπό την σκέπη της οποίας ευδοκιμούσαν, αλλά ήταν και οι χειρότεροι εχθροί του δούλου γένους τους.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 354)
γ. «Τα σχέδια αυτά [τα μυστικά της Αικατερίνης της Μεγάλης] αποσκοπούσαν στην επαναφορά της σοφίας της Παλλάδας Αθηνάς στην Ελλάδα και στην απελευθέρωση της χώρας από τα κατάλοιπα της βαρβαρότητας. [Αθανάσιος Ψαλίδας, Αικατερίνα η Β΄, Βιέννη 1792, σσ. 3-5]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 190)
δ. «Ἂς ἐξετάσωμεν τώρα τὰς αἰτίας, ὁποὺ ἀποκαταστῶσιν εὔκολον τὴν ἐπανόρθωσιν τῶν Ἑλλήνων· πρώτη λοιπόν, εἶναι ἡ προχώρησις τοῦ γένους μας εἰς τὰ μαθήματα. Ὤ, πόση διαφορὰ εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ δέκα χρόνους ἕως τὴν σήμερον! Μεγάλη, ὦ ἀδελφοί μου, μεγαλοτάτη καὶ καθ᾿ ἑκάστην πρὸς τὸ κρεῖττον φέρεται. Τώρα ἄρχισαν αἱ Μοῦσαι νὰ ἀναλάβουν, καὶ πάλιν νὰ ἐπανορθωθῶσιν εἰς τὰ χρυσόχροα ὄρη τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Ἀπόλλων πάλιν ἐμφανίσθη εἰς τὸ ἀρχαῖον του παλάτιον. Δὲν εὑρίσκεται πόλις τὴν σήμερον, ὁποὺ νὰ μὴν ἔχῃ δύο καὶ τρία σχολεῖα.
Ἐξαλείφθη εἰς τὰ περισσότερα μέρη ἡ δεισιδαιμονία τῶν γραμματικῶν..», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 149)
ε. «Ἀλλὰ τί, τί τάχατες σὲ παρακινεῖ νὰ λάβῃς διὰ γυναῖκα μίαν ἀλλογενῆ; Ὑστερεῖται ἡ Ἑλλάς, ἴσως, ἀπὸ κοράσια; Ἔφυγεν, ἴσως, ἡ Ἀφροδίτη ἀπὸ τὸν πρῶτον της ναόν; Τί σὲ ἀποτύφλωσε τόσον, ὁποὺ σοῦ φαίνονται ὡραιότερα τὰ ζωγραφισμένα ἀναιδέστατα πρόσωπα τῶν κακοηθεστάτων ἀλλογενῶν, ὦ ἀναίσχυντε καὶ ὄντως γιδοκέφαλε ἀποστάτα τῆς πατρίδος; Νομίζεις, ἴσως, νὰ σὲ ἐπαινέσουν οἱ ἄλλοι ἀλλογενεῖς; Ἀπατᾶσαι, δύστυχε, πάλιν εἰς τὴν ἰδίαν σου ἀπάτην.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 134)
στ. «Ἡ τυραννία τῶν ὀθωμανῶν ηὔξησεν τόσον, ὁποὺ μόνη της προδεικνύει τὸν ἀφανισμόν της. Ἡ Ἐλευθερία ἐπλησίασεν εἰς τὴν προτέραν της κατοικίαν. Ὁ ἦχος τῆς σάλπιγγος τοῦ Ἄρεως ἐξύπνησεν ἀπὸ τοὺς τάφους των τῶν προγόνων μας τοὺς ἥρωας.», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 162)
ζ. «Ὅλοι οἱ θεοὶ εἶναι πρὸς βοήθειάν μας!», (Πηγή: Ανώνυμος Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, σελ. 71)

8. Κατάρριψη Χριστιανικής μεταφυσικής ή κι αντικατάσταση με τη φυσική θρησκεία ή τους φυσικούς νόμους ή την πολιτική θρησκεία
Αυτό είναι ένα ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο πάνω εις τη οποίο στήθηκε και στήνεται η αντιδιαφωτιστική επιχειρηματολογία της Εκκλησίας. Οι σημερινοί σπόνσορες του Διαφωτισμού επιμένουν ότι η πολεμική της εκκλησίας ενάντια εις τον Διαφωτισμό είχε να κάνει με «προνόμια ἡθικὰ καὶ οἰκονομικὰ» του ανώτερου κλήρου που διακυβεύονταν με τις πολιτικές αλλαγές, την ίδια ώρα που αυτοί οι ίδιοι διαφημιστές της Διαφωτιστικής επιχειρηματολογίας αντιλαμβάνονται περίφημα τις δονήσεις που επέφερε αυτή η ιδεολογία εις τα θρησκευτικά δόγμα της Χριστιανικής θρησκείας, προσπαθώντας όπως τόσες και τόσες (ιδεολογικές) αιρέσεις να την κλονίσουν, ανεπιτυχώς:
α. «Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Ανθρακίτης ασκεί την κοινωνική του κριτική επικαλούμενος τους "φυσικούς νόμους". Η διάσταση αυτή της επιχειρηματολογίας του μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη μιας μετάβασης στη σκέψη του από τον θρησκευτικό ουμανισμό προς μία διαφορετική θεώρηση, που άρχιζε να κρίνει με κριτήρια εγγενή στη φύση των πραγμάτων μάλλον παρά με αναφορά σε υπερφυσικές αξίες», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 45)
β. «Ασπάζονταν [ο μοναχός Ανθρακίτης] όντως και δίδασκε τις μεταφυσικές θεωρίες του Descartes ή τη θρησκευτική φιλοσοφία του Malebranche», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 45)
γ. «Ο Παχώμιος, επίσης μοναχός, είχε σπουδάσει υπό τον Ανθρακίτη και ήταν μαχητικός επικριτής του αριστοτελισμού και οπαδός του Malebranche», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 47)
δ. «Οι εκδηλώσεις της περιλάμβαναν την πολεμική και καταδίκη το 1793 εις βάρος του Χριστόδουλου Παμπλέκη, Έλληνα καθηγητή της φυσικής φιλοσοφίας στη Λιψία, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος Έλληνας διανοούμενος από την εποχή του Ανθρακίτη που καταδικάστηκε επίσημα από την Εκκλησία  και αφορίστηκε εξαιτίας των θρησκευτικών του απόψεων []», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 274)
ε. Μετά τον αφορισμό του Χριστόφορου Παμπλέκη και του συγγράμματος του, τον οποίο ακολούθησε απόδοση τιμών σε αυτόν εκ μέρων Ελλήνων φοιτητών της Λειψίας φάνηκε ότι «...ο Διαφωτισμός δεν μπορούσε να εξορκιστεί με εκκλησιαστικά επιτίμια, διωγμούς και προσωπικούς λίβελλους. Τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να κάμψει τον ενθουσιασμό των οπαδών της νέας φιλοσοφίας και τη δύναμη των πεποιθήσεών τους, οι οποίες τους οδηγούσαν σε τόσο δραματικές πράξεις αμφισβήτησης της παραδοσιακής αυθεντίας», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 372)
στ. Ο Φραγκίσκος Πυλαρινός, στον επικήδειο λόγο του για τον Κοραή στις 8 Απριλίου του 1883 λέγει:  «Τοιοῦτος λοιπὸν ἐστάθη, ὦ παρευρισκόμενοι! ὁ σεβάσμιος γέρων· ἀπόστολος τῶν δημοκρατικῶν δογμάτων τοῦ αἰῶνος του, καὶ ἀναμορφωτῆς τῆς θρησκείας, φιλοσοφίας καὶ πολιτικῆς ὡς πρὸς ἠμᾶς... [Φραγκίσκος Πυλαρινός, "Λόγος Ἐπιτάφιος [...] εἰς τὴν θανὴν τοῦ Δ. Κοραῆ", Le Polyglotte, Année 1833, Seconde Livraison (Paris, Imprimerie d’ Auffray, 1833, σσ. 4-8)  ]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 427)
ζ. Ο Νικηφόρος Θεοτόκης, πρόδρομος του ελληνικού διαφωτισμού, έλεγε για το έργο του Βολταίρου «La Bible enfin expliquée, το οποίο χαρακτηριζόταν ως ο "κολοφὼν τῆς ἀπιστίας καῖ τῆς φαυλότητος αὐτοῦ"», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 436)
η. «Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών, εγγύηση όχι μόνο καλής και σταθερής διακυβέρνησης αλλά και πολιτικού μεγαλείου, οι συγγραφείς συμπεριέλαβαν την πολιτική θρησκεία της αρχαίας Ρώμης. Το σύστημα της δημόσιας θρησκευτικής πρακτικής, της συλλογικής λατρείας και των κοινών μεταφυσικών δοξασιών είχε διδάξει τους αρχαίους Ρωμαίους να θεωρούν την πόλη τους και τη δόξα της ως προϊόν των ατομικών τους επιδιώξεων, γέννημα των προσπαθειών τους, των θυσιών και της πολιτικής τους αρετής. Φτάνοντας να θεωρούν τους εαυτούς τους πατέρες της πόλης τους, οι Ρωμαίοι είχαν διαποτισθεί με τέτοιο πατριωτικό ζήλο, που μόνο με θρησκευτική έξαρση θα μπορούσε να συγκριθεί. Οι συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις, τις οποίες η Ρώμη διεξήγε σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, κρατούσαν αυτόν το ζήλο αμείωτο. Αυτός ακριβώς δημιούργησε το μεγαλείο της Ρώμης [Γεωγραφία Νεωτερική, σσ. 393-394].
Εγκόσμια επιτεύγματα τέτοιου μεγέθους μπορούσαν να δικαιώσουν τις πρωτογενείς εκφράσεις θρησκευτικής πίστης και δεισιδαιμονίας, από τις οποίες πήγαζε ο ρωμαϊκός πατριωτικός ζήλος. Έδειχναν εξάλλου τις δυνατότητες που είχε η θρησκεία ως συνεκτικό κοινωνικό πνεύμα από τη στιγμή που θα ελευθερωνόταν από τη μάστιγα της απάτης και της διαφθοράς του κλήρου.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 144)
θ. «Αυτό το νέο σύνθημα [Viva la nation] σήμαινε ότι η παράδοση αιώνων, η αίγλη του θείου χρίσματος της βασιλείας και η ακτινοβολία των θαυματουργικών μύθων είχαν διαλυθεί από την Επανάσταση, που είχε συναρπάσει τα πνεύματα των ανθρώπων», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 263-264)
ι. «Η οξύτερη αιχμή της κριτικής του Διαφωτισμού στρεφόταν κατά του συμβατικού Χριστιανισμού, της Εκκλησίας και της λογοκρισίας που αυτή επέβαλλε. Ο Χριστιανισμός συνιστούσε το αντίπαλο δόγμα, το οποίο υπέθαλπε την ανεξέλεγκτη πίστη και κατ’ επέκταση, στα μάτια των Διαφωτιστών τη δεισιδαιμονία. Συμβόλιζε δηλαδή όσα αντιμαχόταν ο Διαφωτισμός.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 336)
ια. «Η εμφάνιση της κριτικής θεωρίας αποτελούσε το πιο βέβαιο σημάδι ότι ο Διαφωτισμός είχε γίνει πραγματικότητα στη συνείδηση τουλάχιστον ενός τμήματος της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό δεν ήταν μικρό επίτευγμα για ένα πολιτισμό, του οποίου, μόλις μερικές δεκαετίες προηγουμένως, το πνευματικό περίγραμμα καθοριζόταν αποκλειστικά από την Ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση. Η έκταση και η πολυμορφία του κριτικού πνεύματος στον ελληνικό Διαφωτισμό μπορεί να κατανοηθεί με την παρακολούθηση της ανέλιξης του σε τρία διαδοχικά στάδια: έχοντας ως αφετηρία το επίπεδο της πολιτισμικής κριτικής, όπως συνήθως συνήθως συνέβαινε με τα αιτήματα του Διαφωτισμού, το πνεύμα της αμφισβήτησης προχώρησε προς την κριτική των υπαρκτών κοινωνικών δομών και τελικά εστιάστηκε στην καταγγελία της Εκκλησίας και της παραδοσιακής θρησκείας, την οποία οι υπέρμαχοι του Διαφωτισμού θεωρούσαν ως τον κυριότερο τους αντίπαλο.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 337)
ιβ. «Στο έργο του Προδιοίκησις εἰς τὸν Ἑρμῆλον, κατάγγελλε [ο Περδικάρης] ότι "οἱ διεφθαρμένοι τῆς Γαλλίας φιλόσοφοι [...] θέλοντας τάχα νὰ σύρουν τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον ἀπὸ τὸ σκότος τῆς δεισιδαιμονίας, τὸ ἔρριψαν χειρότερα εὀς τὸ χάος τῆς ἀσεβείας"», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 430)
ιγ. «Η εμμονή του Ψαλίδα στο πρόγραμμα αυτό φαίνεται και στην επιστολή του της 25 Οκτωβρίου 1799, με την οποία ζητεί την ενίσχυση των "ἀπανταχοῦ φιλομούσων Ἑλλήνων" στην έκδοση πεντάτομου έργου, το οποίο είχε προετοιμάσει και το οποίο κάλυπτε όλο το φάσμα των νεοτέρων επιστημών, περιλαμβανομένων των "Κατηγοριῶν τοῦ περιφήμου Γερμανοῦ Καντίου, της Φυσικῆς Θεολογίας κατὰ τὸν Λεϊβνίτιον, τὸν ἔξοχον τῶν φιλοσόφων, τῆς πρακτικῆς Φιλοσοφίας, ἥς μέρη τὸ Φυσικὸν Δικαίωμα, τὸ Ἠθικὸν, τὸ Πολιτικὸν καὶ Οἰκονομικόν [...] καὶ τέλος πάντων τῆς Πειραματικπης Φυσικῆς [...] κατὰ τὸν κλεινὸν Λαβοϊσιέρ" [βλ. Κ. Αθ. Διαμάντη, "Ὁ Ἀθανάσιος Ψαλίδας καὶ τὸ ἀρχεῖον του", ΔΙΕΕΕ, 16 (1962), σ. 306]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 555)

9. Περιφρόνηση εις το Βυζάντιο
α. «Ο Διαφωτισμός, παρά την περιφρόνησή του για το Βυζάντιο, την οποία συμμερίζονταν αρκετοί από τους Έλληνες εκπροσώπους του, δεν μπορούσε να αγνοήσει την ιστορική αυτή περίοδο, προκειμένου να εξασφαλίσει την επιστημονική σκευή για την αποκατάσταση της καταγωγής των Νεοελλήνων», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 106)
β. «Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η επανασύνδεση προϋπόθετε το ξερίζωμα όλων των καταλοίπων του βυζαντινού "σκοταδισμού" (τον οποίο εκπροσωπούσε και συντηρούσε η Εκκλησία) από την ελληνική ζωή και σκέψη», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 106)
γ. «Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός διατύπωσε την αρχική μορφή της ιστορικής θεωρίας, η οποία εντοπίζεται στη βάση του εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Αυτό το κίνημα ιδεών καταρχήν πρόβαλε ως έκφραση ενός γενικότερου ενδιαφέροντος για τη μη θρησκευτική πλευρά του παρελθόντος, αργότερα εκφράστηκε ως ανάγκη για συστηματική γνώση, και τελικά διατυπώθηκε ως αίτημα για στενότερη γνωριμία με τον αρχαίο πολιτισμό και αναβίωση του πνεύματός του. Σ’ αυτή την τελική διατύπωση η αρχική πνευματική επιδίωξη έμελλε αργότερα να εξελιχθεί σε εθνική σταυροφορία», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 96)
δ. «Η αμηχανία των ιστορικών θα μπορούσε ίσως να ξεπεραστεί  αν προσεγγιζόταν η βυζαντινή ιστορία με τα νέα γνωστικά κριτήρια, που θα επέτρεπαν να παραμεριστούν όσα κατάλοιπα δεισιδαιμονίας ή σκοταδισμού αμαύρωναν την εικόνα της.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 106)
ε. «Τα πλεονεκτήματα της κριτικής προσέγγισης στη βυζαντινή ιστορία ήταν προφανή για τη νέα θεωρία της ελληνικής συνέχειας: με τις νέες μεθόδους της ιστορικής κριτικής θα μπορούσε να μετατοπίσει την προσοχή από την κραυγαλέα εικόνα του μοναστικού σκοταδισμού και την αθλιότητα της μαζικής δεισιδαιμονίας...» (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 107)
στ. «...οι επιθέσεις των ξένων παρατηρητών, οι οποίοι, επηρεασμένοι από την ιστορική θεωρία του Διαφωτισμού για την παρακμή των Ρωμαίων, κατηγορούσαν τους νεότερους Έλληνες για βαρβαρότητα και εκφυλισμό...», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 107)
ζ. Εδώ η περιφρόνηση της Ρωμιοσύνης βάση πολιτικών, κι όχι εθνικών κριτηρίων, είναι χαρακτηριστική:
«Το μέγεθος του συνειδησιακού προβλήματος απεικονιζόταν οδυνηρά στην καθιερωμένη συνήθεια των νεότερων Ελλήνων να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, όταν έπρεπε να δηλώσουν το εθνικό τους όνομα: "...τῶν ἱστορικῶν Βιβλίων ἡ σπάνις κρατεῖ τό ποτε εὐκλεὲς τῶν Ἑλλήνων γένος εἰς ἄγνοιαν, ἡ δὲ ἄγνοια τοσοῦτον κατακυρίευσεν αὐτὸ ὤστε καὶ τὸ ὄνομα Ἕλληνες, οὐ μόνον δὲν θέλομεν νὰ δεχώμεθα, ἀλλὰ καὶ ὅτε τὸ ἀκούωμεν, δυσαρεστούμεθα. Ρωμαῖοι δὲ καλούμενοι χαίρομεν, διὰ νὰ χαρακτηρίζωμενκαλλίτερον τὸ ὄνειδος τῆς δουλείας, τὴν ὁποίαν ἐλάβομεν ἀπὸ τὸν λαὸν τῆς Ρώμης ὡς πατρικήν τινα ἀρετήν"»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 107)
η. «Αμάθεια» είναι η συζήτηση της θεολογίας στο Βυζάντιο....ή η άγνοια που είχαν οι Διαφωτιστές για τις επιστήμες στο Βυζάντιο και για την Ορθόδοξη Θεολογία εκτρεπόμενοι σε αναίσχυντες αιρέσεις; «Έτσι, σύμφωνα με τον Βενιαμίν, διαλύθηκε η αμάθεια που η νεότερη Ελλάδα είχε κληρονομήσει από το Βυζάντιο, όπου "τὰ πνεύματα εἶχον δοθεῖ διόλου εἰς τὰς θρησκευτικὰς συζητήσεις." »,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 466)

10. Μετά από αμφιταλαντεύσεις οριστική αντιπάθεια εις οποιαδήποτε μορφή μοναρχίας ή βασιλείας
Αυτή, ασχέτως από την ικανότητά της εις το ιστορικό γίγνεσθαι βάση εκκοσμικευμένων κριτηρίων, δηλαδή εκείνων ακριβώς που προωθεί ο διαφωτισμός και ασχέτως με την εθνική καταγωγή του βασιλέα ή μονάρχη, η οποία ως παράπλευρη διδασκαλία μεταδόθηκε υποστηριζόμενη από ους οπαδούς του πρώτου ως εθνικισμός:
α. «Ἡ Ἑλλάς, ὦ ἀγαπητοί μου, ὀκτακοσίους χρόνους πρὸ Χριστοῦ ἤκμαζε, καὶ ἦτον εἰς τὸν ἄκρον βαθμὸν τῆς εὐτυχίας της. Ἀφοῦ ὅμως εἰς τοὺς 375 πρὸ Χριστοῦ, Φίλιππος, ὁ πατὴρ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἔλαβε τὸ μακεδονικὸν σκῆπτρον, διὰ πρώτην φοράν, ἤρχισε, φεῦ! νὰ μιάνῃ τὴν ἐλευθέραν γῆν τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν ἀνεξάρτητον ἀρχήν του. Αὐτὸς ὄντας πολλὰ φιλόδοξος, καὶ ἐν αὐτῷ φιλομαθὴς καὶ δίκαιος, ὅταν δὲν ἦτον πρὸς ζημίαν του, ἢ διὰ νὰ εἰπῶ καλλίτερα ὅταν ἦτον πρὸς ὄφελός του, εἵλκυσε κατ᾿ ὀλίγον ὀλίγον εἰς τὴν φιλίαν του τοὺς περισσοτέρους ἀρχηγοὺς τῶν τότε ἐλληνικῶν πόλεων, καὶ οὕτως προετοίμασεν εἰς μὲν τὸν υἱόν του μεγάλας νίκας, εἰς δὲ τὴν πατρίδα του καὶ ὅλην τὴν Ἑλλάδα ἕνα ἐπικείμενον καὶ ἄφευκτον ἀφανισμόν. Ἐξ αἰτίας του, εὐθύς, ἤρχισεν ὁ πόλεμος ἀναμεταξύ των, αἱ διχόνοιαι ηὔξησαν, καὶ ἡ ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος ἀπ᾿ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἐφθείρετο, ἕως εἰς τοὺς 146 πρὸ Χριστοῦ, ὁποὺ παντελῶς ἠφανίσθη ὑπὸ τῆς ρωμαϊκῆς μεγαλειότητος.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 73)
β. «Για ένα διάστημα, ορισμένοι από τους διανοούμενους του Διαφωτισμού φάνηκαν διατεθειμένοι να αποδεχτούν και να υποστηρίξουν την πολιτική μοναρχών που ήθελαν να εμφανίζονται ως φωτισμένοι. Ο Βολταίρος και ο Ντιντερότ υπήρξαν ίσως οι σημαντικότεροι...», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 16)
γ. «Αυτό είχε συμβεί με τη διοίκηση του Μεγάλου Δούκα Λεοπόλδου στην Τοσκάνη. Εκεί όπου προηγουμένως επικρατούσε χάος, ο φωτισμένος ηγεμόνας είχε επιβάλει τάξη και πρόοδο. Εγκαθίδρυσε ελευθερία στο εμπόριο, περιόρισε τις υπερβασίες των κληρικών και τη διαφθορά και πολέμησε τη δεισιδαιμονία. Στη Γένοβα επίσης, η διχόνοια και η διαφθορά, που είχαν υποσκάψει την αρχαία δημοκρατική ελευθερία, παραμερίστηκαν, και ένα σταθερό αριστοκρατικό καθεστώς εδραιώθηκε με την επέμβαση του Andrea Doria. Η σταθερότητα αυτή αποτελούσε τη βάση της ευημερίας και της ισχύος της πόλης. [Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791, σελ. 411 Πρβλ. σσ.359,439]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 143)
δ. «Οι πράξεις των ενάρετων κυβερνητών ξεπερνούν τα ιδιωτικά συμφέροντα και έχουν ως μοναδικό κίνητρο το καλό της ανθρωπότητας. Οι κυβερνήτες αυτοί έπρεπε να φροντίζουν εξίσου την ευημερία του λαού τους όπως και αυτή των γειτόνων τους: τέτοια ήταν η περίπτωση του Γέλωνα των Συρακουσών, για τον ανθρωπισμό και την αρετή του οποίου μπορούσε δίκαια να υπερηφανεύεται το ελληνικό γένος.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 145)
ε. Οι Δημητριείς ανέφεραν ότι: «Η διαφθορά ανέτρεψε τη δημοκρατική τάξη στην αρχαία Αθήνα , όπου η τρυφηλότητα και η ιδιοτέλεια -για να αναφερθεί η εξαχρείωση της πολιτικής ζωής με την παρέμβαση του Φιλίππου της Μακεδονίας-εκτόπισαν τη θερμή αγάπη της ελευθερίας και της πατρίδας», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 148)
στ. «η απολυταρχία, ακόμη κι όταν ήθελε να είναι φωτισμένη, παρέμεινε θεμελιακά ασυμβίβαστη με τις αρχές της ελευθερίας και της κυριαρχίας του νόμου, τις οποίες περίκλειε η πολιτική φιλοσοφία του Διαφωτισμού», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 166)
ζ. «...ήταν παρμένο από τον ορισμό του μονάρχη "κατὰ νόμον" που δίνει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά : "ἄρχων ἐστίν πρὸς τὸ συμφέρον τῶν ἀρχομένων, ἀλλὰ μὴ πρὸς τὸ σφέτερον αὐτοῦ" [Ιωσήπου του Μοισιόδακος, Παραλλαγή του προς Νικοκλέα λόγου περί Βασιλείας του Ισοκράτους ή Κεφάλαια Πολιτικά, Βενετία 1779, σ.4, βλ. Katerina Kinimi, "Les discours à Nicoclès par Moisiodax", Ελληνικά, 29 (1976), σσ. 61-115, Πρβλ. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Αθήνα 1985, σσ. 209-214 & ό.π,. σσ. 345-355]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 198)
η. Δ. Καταρτζής: «Αν ένας κυβερνήτης δεν επιτύγχανε να ευεργετήσει και να διαπαιδαγωγήσει τους υπηκόους του, "εἶν' ἕνας ἀντάρτης τοῦ μεγάλου Θεοῦ, ποὺ ἐσφετέρισε τὴν ἐξουσία, γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὰ ἴδια πάθη του, τὴ φιλοτιμία του, τὴν πλεονεξία του, τὴ σάρκα του, τὴ γαστέρα του" [Δ. Καταρτζής, Τα ευρισκόμενα, σ. 87]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 216)
θ. «Γι’ αυτό τον έθλιβαν οι ηθικοί κίνδυνοι που διέκρινε ότι υπονόμευαν εσωτερικά την επανάσταση. το κύριο αίτιο της ανησυχίας του παρέμενε η έπαρση και ο φανατισμός των "κολάκων τῆς ἐλευθερίας", οι οποίοι συνέχιζαν να αναμοχλεύουν τα κοινωνικά πάθη, για να εξυπηρετήσουν τους ιδιοτελείς τους στόχους. Ένα εύγλωττο δείγμα της άκρατης ματαιοδοξίας τους ήταν η υιοθέτηση από μερικούς ηχηρών τίτλων , όπως "πρέσβεις τῆς ἀνθρωπότητας" και "ρήτορες τοῦ ἀνθρωπίνου εἶδους". Καθώς αυτή η αδιάντροπη αλαζονεία γινόταν περισσότερο απροκάλυπτη και επιθετική, οι ανησυχίες του Κοραή μεγάλωναν. Γνώριζε καλά ότι η ελευθερία δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει χωρίς αρετή. Και στο ζήτημα αυτό η αρχαία ελληνική εμπειρία πρόσφερε τα πιο κατάλληλα ηθικά μαθήματα. Οι Έλληνες, "ὅταν μὲ τριακοσίους Σπαρτιάτας καὶ μὲ ὅλίγα ἄθλια πλοῖα κατέστρεψαν  τὸν πολυάριθμον στόλον καὶ τὴν ἄπειρον πεζικὴν δύναμιν τῶν Περσῶν, δὲν εἶχεν ἀκόμη γυμνωθῶσιν ἀπὸ τὰς ἀρετάς των". Από τη στιγμή που η αρετή αυτή μολύνθηκε από τη διαφθορά, η ελληνική ελευθερία παράκμασε και οι Έλληνες υποδουλώθηκαν "ὡς ἀνδράποδα" πρώτα τους διαδόχους του Αλεξάνδρου και στη συνέχεια στους Ρωμαίους. Παρόμοιος ήταν και ο έσχατος κίνδυνος που αντιμετώπιζε η Γαλλική Επανάσταση. Παρά τον πατριωτικό ενθουσιασμό που εκδηλωνόταν τόσο με πράξεις πραγματικής ανδρείας όσο και με το επαναστατικό σύνθημα "Ἐλευθερία ἤ θάνατος", η ηθική ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε γύρω από τον Κοραή, του ενέπνεε ανησυχία: "Ἐλευθερία χωρὶς ἀρετὴν δὲν δύναται ποτὲ νὰ σταθῇ· οὓτοι ἐδῶ μάλιστα οἱ κάτοικοι τοῦ Παρισίου εῑναι παντάπασι διεφθαρμένοι, καὶ ἠ μόνη σωτηρία των εἶναι νὰ μεταβάλωσι τὰ ἤθη."
Οι φόβοι του Κοραή φάνηκαν να επαληθεύονται από τις συνέπειες του δράματος της βασιλοκτονίας. Η καταστροφή της παλαιάς μυθολογίας αποχαλίνωσε τα πάθη και την εκδικητικότητα, με αποτέλεσμα την αιφνίδια μετάπτωση από τη δεσποτεία του παραλόγου στην τυραννία του τρόμου.  Την αρνητική όψη της Επανάστασης εκπροσωπούσε ο αιμοδιψής Marat , άλλοτε γιατρός του πιο αντιδραστικού από τους αδελφούς του βασιλιά, του Κόμη του Αρτουά. Μέλος της Συμβατικής Συνέλευσης, την οποία δυσφημούσε με την παρουσία του, δηλητηρίαζε καθημερινά τα πνεύματα του λαού στο Παρίσι με τα εμπρηστικά δημοσιεύματα της εφημερίδας του Ο φίλος του λαού (Ami du peuple). Κήρυσσε το φόνο ως μέσον για την ενίσχυση της δημόσιας ασφάλειας και υπολόγιζε ότι η εδραίωση της ελευθερίας απαιτούσε την εκτέλεση τουλάχιστον  εκατόν πενήντα χιλιάδων ανθρώπων. Συντετριμμένος από τις ακρότητες της τρομοκρατίας, ο Κοραής σ’ ένα ξέσπασμα υπερβολής, υποστήριζε ότι το πρόγραμμα του Marat τέθηκε σε εφαρμογή από τον ομοϊδεάτη του Ροβεσπιέρο.
Στα δύο χρόνια της τρομοκρατίας ο Κοραής παρέμεινε σιωπηλός. Επιφύλαξε ωστόσο έναν σκληρό επιτάφιο στο Ροβεσπιέρο, την επαύριον του Θερμιδόρ. Έχοντας διατηρήσει τον αυτοέλεγχό του μέσα στις αναταραχές της Επανάστσης, ο Κοραής προς στιγμήν φαίνεται να διολισθαίνει προς το μελόδραμα: τυραννία του "τέρατος Ροβεσπιέρου" είχε ανοίξει βαθιές πληγές στη Γαλλία, που μόνον ο χρόνος και η σύνεση θα μπορούσαν να επουλώσουν. Η εξουσία του ήταν μισητή σε χιλιάδες έντιμους Γάλλους που, μαζί με τον Κοραή, ένιωθαν απέχθεια παρακολουθώντας τη μεγάλη Επανάσταση να εκφυλίζεται σε βαρβαρότητα και κανιβαλισμό. Ο αιώνας του Διαφωτισμού έμοιαζε να έχει αλωθεί από την επίθεση του εγκλήματος και της αμάθειας που συντάσσονταν υπό τη σημαία της αθεΐας, ενώ οι επιστήμες και οι τέχνες καταδικάζονταν σε λήθαργο από το βανδαλισμό, και η αρετή και το τάλαντο γίνονταν λεία του ξίφους των δολοφόνων. Ο καταληκτήριος αυτός υπαινιγμός του Κοραή, αποτελούσε οργισμένη ελεγεία για το ίνδαλμά του, τον Condorcet. τη φωτισμένη στάση του Condorcet τόσο θαύμαζε ο Κοραής, ώστε διοχέτευε προς τους συμπατριώτες του φυλλάδια με τα έργα του φιλοσόφου, με σκοπό να τους πληροφορήσει όχι μόνο για τις προόδους της Επανάστασης, αλλά και του ανθρώπινου πνεύματος», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 268-270)
ι. «Στην τρίτη του έκκληση προς τους Επτανησίους, μετά την προσωρινή κατοχή των νησιών από τους δημοκρατικούς Γάλλους στα 1797-1798, ο Σταμάτης, με το ψευδώνυμο "Φιλόπατρις Ἐλευθεριάδης", τους παρακινούσε να αγωνιστούν για την ελευθερία, εγκαταλείποντας την "τυφλὴν δεισιδαιμονίαν διὰ τοὺς Μοσχόβους" και συστρατευόμενοι στην υπόθεση "τῶν φιλλελήνων Φραντζέζων" [Αικ. Κουμαριανού, Ενέργειες του Κωνσταντίνου Σταμάτη για την απελευθέρωση της Ελλάδος, 1798-1799, Πρακτικά του Τρίτου Πανιονίου Συνεδρίου, Τομ. Α, Αθήνα 1967, σσ. 154-174]», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 282)
ια. «Οι μονάρχες αυτοί απλώς μεταμφίεζαν τη φαυλότητα τους με το ένδυμα της θρησκείας και των νόμων. Οι υποτιθέμενοι φωτισμένοι ηγεμόνες ήταν εξίσου αδίστακτοι με όλους τους τυράννους στις "ἀδικοπραγίες" εις βάρος των υπηκόων τους -την αδικία, τον καταναγκασμό, τη λεηλασία και το θάνατο- μόνο που απέδιδαν τα πάντα "εἰς τοὺς νόμους, τοὺς ὁποίους ἀυτοὶ μόνοι τους συνθέτουσι, αὐτοὶ ἐνεργοῦσι, καὶ αὐτοὶ δὲν ὑπακούωσι". Το ηθικό δίδαγμα που προέκυπτε από την ανάληψη της τυραννίας ήταν ότι "ἡ ἀνεξάρτητος ἐξουσία ἀφανίζει καὶ τὸν πλέον ἐνάρετον ἄνδρα"», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 350)
ιβ. «Η αποκήρυξη του δεσποτισμού σε όλες του τις μεταμφιέσεις, συμπεριλαμβανομένης και της "φωτισμένης" εκδοχής του, η οποία είχε κυριαρχήσει στην ελληνική πολιτική σκέψη στο άμεσο παρελθόν, ήταν μια ακόμη ένδειξη της ιδεολογικής απελευθέρωσης την οποία βίωνε η ελληνική συνείδηση. Με το αβασίλευτο δημοκρατικό πολιτειακό σχήμα ο Διαφωτισμός πρότεινε μια εναλλακτική πολιτική επιλογή, την οποία αντιπαρέθετε στις διαψευσμένες υποσχέσεις της απολυταρχίας.», (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σελ. 350)


ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ & ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ


Είναι εντυπωσιακό να βλέπει κανείς θεωρητικούς διαφημιστές ή σπουδαστές του Διαφωτισμού να θεωρούν «δράμα» τη δίωξη μια πολιτικής ιδεολογίας έναντι της αποφυγής περαιτέρω θυμάτων εκ μέρους των Ελλήνων:
«Η τελευταία πράξη του δράματος των διώξεων του Διαφωτισμού από την Εκκλησία συντελείται μέσα στο κλίμα του πανικού, που προκάλεσαν τα αντίποινα των Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη, μετά την έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. τον Μάρτιο του 1821 συγκαλείται σύνοδος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο με τη συμμετοχή, εκτός των συνοδικών αρχιερέων, και λαϊκών αξιωματούχων. Σκοπός της Συνόδου ήταν ο κατευνασμός της μανίας των Τούρκων δια της "καθαιρέσεως τῶν φιλοσοφικῶν μαθημάτων", με συγκεκριμένους στόχους τον Κοραή, τον Κούμα και τον Βενιαμίν Λέσβιο, οι οποίο θεωρούνταν ως υποδαυλιστές της αποστασίας. [Κώστας Λάππας, Πατριαρχική Σύνοδος "Περὶ καθαιρέσεως τῶν φιλοσοφικῶν μαθημάτων", τον Μάρτιο του 1821. Μαρτυρία του Κωσταντίνου Οικονόμου, Μνήμων, 11 (1987) , σσ. 123-153]»,  (Πηγή: «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» Π. Μ. Κιτρομηλίδης, σσ. 455-456)
Είναι εντυπωσιακό λοιπόν το ότι οι διαφημιστές του Διαφωτισμού απαιτούσαν η Εκκλησία ίσως να μην προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει τα βιολογικά θύματα του Οθωμανικού κράτους ανάμεσα στο ελληνικό λαό, δεχόμενοι ως «δράμα» την ανατροπή της ασυλίας εις τη διδασκαλία πολιτικών επαναστατικών φιλοσοφιών μέσα σε σχολές ανά την κατεχομένη Ρωμιοσύνη, την στιγμή που οι ίδιοι οι συγγραφείς διαφωτιστές αυτών των φιλοσοφιών ελαχιστοποιούσαν τις δικές τους πιθανότητες να πέσουν θύματα του ίδιου καθεστώτος, επιδιώκοντας δε, οι περισσότεροι εξ αυτών, άλλοι να διακινούν τα δικά τους πολιτικά βιβλία εις τη θέση τη δική τους· το πραγματικό «δράμα» λοιπόν, όσο αφορά τον Π. Κητρομηλίδη, θα έπρεπε να ήταν το ότι χάνονταν πραγματικοί άνθρωποι, παρά μια πολιτική ιδεολογία από τα «επίσημα σχολεία».
Αλήθεια ποιος ήταν εκείνος που κατά τη Χούντα ή τη Γερμανική κατοχή κυκλοφορούσε φανερά εφημερίδες του ΕΑΜ σε σχολεία πόλεων ή χωριών μη αναλογιζόμενος τα αντίποινα των κατεχόντων την εξουσία; Κανείς. Για τους Διαφωτιστές όμως «δράμα» είναι να εξοβελίζονται μερικές «πολιτικές εφημερίδες» μέσα από ένα σχολείο, παρά να εκτελούνται ρωμιοί έλληνες χάριν της δικής τους απομακρυσμένης από τα επικίνδυνα γεγονότα, πολιτικής δημοσιογραφικής ματαιοδοξίας.


Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ & «ΑΟΡΑΤΟ ΧΕΡΙ»

ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΥ ΘΕΩΡΙΑΣ



Ο Διαφωτισμός ήταν το «φιλοσοφικό σύστημα» πολιτικής & οικονομολογίας, το οποίο κατόρθωσε δια της πλύσεως εγκεφάλου της ελληνικής κοινωνίας μετά το 1821, μέσα από μια σειρά προσπαθειών από αντιχριστιανούς, να ταυτίζεται με την «πατριδολατρία» ή τον «αυστηρό ορθολογισμό»· αυτή την αξία περί «ορθολογισμού» την απόκτησε αρκετά «έξυπνα» με δύο τρόπους:
α) από τη μια χρησιμοποίησε ως δεκανίκι του την λόγια υποστήριξη της επιστημονικής έρευνας (δίχως όμως ο ίδιος να είναι επιστήμη)
β) από την άλλη παρουσιάστηκε ως ο «τοπογράφος» των «παραλόγων» της Χριστιανικής θρησκείας (ενώ ο ίδιος είχε ενδυθεί τη Φυσική θρησκεία)
Εκεί όμως που κυριολεκτικά «σαρώνει» ως μεταφυσική κι ως μη επιστήμη η πολιτική «πατέντα» του Διαφωτισμού, είναι ο τομέας της «οικονομολογίας»· σʼ αυτόν τον τομέα ο Διαφωτισμός έρχεται όλος «φώτα» σαν «Χριστουγεννιάτικο» δέντρο, το οποίο αντί να έχει στην κορυφή του το «Άστρο της Βηθλεέμ», έχει αντίθετα κάποιο «Αόρατο Χέρι», μιας κάποιας μεταφυσικής πίστεως η οποία διατείνεται πως όποια ανοησία κι αν κάνουν οι άνθρωποι εις τις οικονομίες τους, αυτό το «Αόρατο Χέρι» θα την διορθώσει «αυτόματα», δίχως να χρειάζεται καμία άλλη έξωθεν παρέμβαση.
Είναι τρελό και μόνο να ακούγεται, αλλά οι σημερινές Δυτικές Οικονομίες στηρίζονται σε αυτή την μεταφυσική ανοησία η οποία έχει πάρει τραγικές διαστάσεις εν έτη 2011.
Ποια είναι τα παιδιά αυτής της θεωρίας περί ενός «Αοράτου Χεριού», μακάρι ενός «θεού» ονόματι «Αυνάν»;
H Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ)...
Ειδικότερα στο άρθρο του Μ.Α. Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Εδιμβούργου Άγγελου Μορφόπουλου, «Εισαγωγή στις θεωρίες των Διεθνών Σχέσεων», μεταξύ των πολιτικών θεωριών του Ρεαλισμού, Νορεαλισμού ή Δομικού Ρεαλισμού, Φιλελευθερισμού, Μαρξιστικών Θεωριών [Κλασικός Μαρξισμός, Στρουκτουραλισμός, Κριτική Θεωρία], Μεταμοντερνισμού, Φεμινισμού, Κοινωνικού Κονστρουκτιβισμού, Οικολογίας, αναφέρονται για τον Διαφωτισμό τα εξής:

«ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ
Ο φιλελευθερισμός είναι μια πολιτική και οικονομική σχολή σκέψης, επίκεντρο της οποίας αποτελεί ο άνθρωπος και οι δυνατότητές του για ηθική βελτίωση και εξέλιξη. Ύψιστος στόχος της φιλελεύθερης θεωρίας είναι η διαφύλαξη και προώθηση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου. Γιʼ αυτό, σε αντίθεση με τον ρεαλισμό, δίνει έμφαση στην αναγκαιότητα των θεσμών, της συνεργασίας και της αλληλεξάρτησης.
Ως αφετηρία του σύγχρονου πολιτικού φιλελευθερισμού θεωρείται το έργο του Ιμμάνουελ Καντ «Διαρκής Ειρήνη», το οποίο δημοσιεύθηκε το 1795. Ο Καντ ισχυρίστηκε ότι προϋπόθεση για την επίτευξη της ειρήνης είναι η εγκαθίδρυση δημοκρατικών καθεστώτων που θα διέπονται από τις αρχές του δικαίου και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών, και τα οποία θα συγκροτήσουν μεταξύ τους μια χαλαρή ομοσπονδία ελεύθερων κρατών. Θεωρούσε ότι η εσωτερική και η διεθνής πολιτική είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Δεν αντιλαμβανόταν την επίτευξη της ειρήνης μέσω της υπερίσχυσης μιας παγκόσμιας εξουσίας, αλλά ως αποτέλεσμα της βούλησης του λαού, ο οποίος στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής πολιτείας θα είναι ο τελικός κριτής για τη διεξαγωγή ή όχι ενός πολέμου. Οι απόψεις του Καντ αποτέλεσαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τη βάση για τη θεωρία του Μάικλ Ντόυλ (Michael Doyle). Ο τελευταίος, βασιζόμενος σε στατιστικές έρευνες σχετικά με τους πολέμους που διεξήχθησαν από το 1816 και εξής, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους και πως ο δρόμος για την προώθηση της ειρήνης περνάει μέσα από τον εκδημοκρατισμό των κρατών και τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έδωσε την κατάλληλη ευκαιρία στους υποστηρικτές της φιλελεύθερης θεωρίας να ισχυριστούν την επικράτηση των απόψεών τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Ένας από αυτούς, ο Φράνσις Φουκουγιάμα (Francis Fukuyama), σε μία από τις πιο γνωστές επιστημονικές μελέτες του, το «Τέλος της Ιστορίας», διατείνεται πως οι φιλελεύθερες αξίες και ο φιλελεύθερος τρόπος οργάνωσης των κοινωνιών είναι σήμερα οι πλέον αξιόπιστες επιλογές από τη στιγμή που το σύστημα αξιών της κομμουνιστικής θεωρίας έχει καταρρεύσει.

Αριστερά: Στρατόπεδο συγκέντρωση στο Άουσβιτς. Το σχέδιο του Διαφωτισμού περί προόδου επικρίθηκε έντονα από τους μεταμοντερνιστές.  (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 107, σελ. 44)
Δεξιά: Τζων Μέυναρντ ο εμπνευστής του κράτους πρόνοιας. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 107, σελ. 43)

Η έμφαση που αποδίδει η φιλελεύθερη θεωρία στην αναγκαιότητα των θεσμών και της συνεργασίας, αντικατοπτρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκκινώντας ουσιαστικά από μια μορφή διακυβερνητικής συνεργασίας, σε οικονομικό κυρίως επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εξελιχθεί σε μια υπερεθνική οντότητα με αυτοτελείς θεσμούς και με απώτερο στόχο της την πολιτική ένωση. Το εν λόγω πείραμα έλκει τη θεωρητική του βάση από τις παραδοχές του «λειτουργισμού», μιας προσέγγισης κατά βάση φιλελεύθερης, η οποία υποστηρίζει ότι τα οφέλη που προκύπτουν από τη συνεργασία σε κάποιον τομέα του κοινωνικού βίου, μπορούν να διαχυθούν και σε περισσότερο σημαντικούς τομείς.
Στην οικονομική του διάσταση, ο φιλελευθερισμός εκφράστηκε πρωτίστως μέσα από το έργο των Άνταμ Σμιθ (Adam Smith) και Ντέιβιντ Ρικάρντο (David Ricardo). Σύμφωνα με τους κλασικούς αυτούς φιλελεύθερους οικονομολόγους, οι άνθρωποι είναι μεν ορθολογικά όντα που καθοδηγούνται από την επιδίωξη του προσωπικού τους συμφέροντος, αλλά το συμφέρον αυτό τείνει να εξυπηρετεί και το συμφέρον της κοινότητας στο σύνολό της. Τα συμφέροντα των ανθρώπων εξυπηρετούνται καλύτερα με την απουσία κρατικών παρεμβατισμών, αφού το «αόρατο χέρι» της αγοράς είναι εκείνο που λειτουργεί ως εξισορροπητικός παράγοντας και εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη ευημερία της κοινωνίας.
Οι κλασικοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι υποστηρίζουν επίσης ότι η ανάγκη ανεύρεσης νέων αγορών, η εισαγωγή πρώτων υλών και τα οφέλη που αποκομίζουν τα κράτη από το μεταξύ τους εμπόριο, στη βάση του συγκριτικού τους πλεονεκτήματος, δικαιολογούν τη θέση ότι το διεθνές εμπόριο είναι μια αμοιβαία επωφελής διαδικασία, απαραίτητη για την ευημερία των κρατών και των πολιτών τους.
Η θεωρία του «αόρατου χεριού» αμφισβητήθηκε μεταπολεμικά από μια γενιά οικονομολόγων οι οποίοι βίωσαν τη μεγάλη οικονομική κρίση του τέλους της δεκαετίας του 1920 και την αποτυχία της αγοράς να ανταποκριθεί σε αυτήν. Ένας από τους πιο σημαντικούς οικονομολόγους της περιόδου, ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς (John Maynard Keynes), προώθησε την ιδέα του «παρεμβατικού κράτους» ως αντισταθμίσματος των κοινωνικών ανισοτήτων που προκαλούσε η λειτουργία της μη ελεγχόμενης, ελεύθερης αγοράς. Σύμφωνα με τον Κέυνς, το κράτος θα έπρεπε να παρεμβαίνει τόσο για την παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών όσο και για την εξασφάλιση κοινωνικών παροχών στους πολίτες.
Αυτό το «κράτος πρόνοιας» ήταν ένα σύνολο κοινωνικών παροχών που κυριάρχησε στην οικονομική πολιτική των κρατών της Δύσης μέχρι το τέλος περίπου της δεκαετίας του 1970. Επιπλέον, στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου, o φόβος για την επιστροφή των κρατών σε παλαιότερες πολιτικές προστατευτισμού οδήγησε στην ίδρυση του συστήματος του Μπρέτον Γουντς με τη δημιουργία τριών θεσμών, οι οποίοι ως στόχο έθεσαν την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων από τον πόλεμο οικονομιών, τη διεθνή ρευστότητα και τη μείωση των περιορισμών στο παγκόσμιο εμπόριο. H Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η τότε Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT), που έχει αντικατασταθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), αποτέλεσαν τον πυρήνα του φιλελεύθερου σχεδιασμού της μεταπολεμικής παγκόσμιας οικονομίας.
Μεγάλο μέρος της κριτικής που ασκείται σήμερα στον φιλελεύθερο τρόπο οργάνωσης της παγκόσμιας οικονομίας αφορά τις ανισότητες που δημιουργεί, διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ των πλούσιων χωρών του Βορρά και των φτωχών του Νότου, και την αδικία εις βάρος των υποανάπτυκτων και αναπτυσσόμενων χωρών με την άνιση συμμετοχή τους στο διεθνές εμπόριο και τους σοβαρούς περιορισμούς που επιβάλλει στην προσπάθειά του να στηρίξει όσες χώρες αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας.
[...]

ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
H θεωρία του μεταμοντερνισμού γεννήθηκε μέσα από τον πολιτικό ριζοσπαστισμό της δεκαετίας του 1960, που εκφράστηκε από ομάδες οι οποίες είχαν αγνοηθεί από τη θεωρία της πάλης των κοινωνικών τάξεων (φεμινίστριες, οικολόγοι, ομοφυλόφιλοι κ.α.). Οι οπαδοί του μεταμοντερνισμού διατηρούν επιφυλακτική στάση απέναντι σε θεωρίες και οικουμενικά οράματα που ισχυρίζονται ότι έχουν ανακαλύψει τα αίτια, τις επιπτώσεις και τις λύσεις της ανθρώπινης δυστυχίας. Ο μεταμοντερνισμός στο επίκεντρο της κριτικής του τοποθετεί τον Διαφωτισμό και το σχέδιο που επικαλέστηκε για ανθρώπινη πρόοδο και χειραφέτηση. Ο Διαφωτισμός στηρίχθηκε στην πεποίθηση της ανακάλυψης οικουμενικών αληθειών, καθώς η ορθολογική οργάνωση της κοινωνίας και η σύγχρονη επιστήμη έδωσαν ελπίδες για την ανακάλυψη «νόμων» της κοινωνικής πραγματικότητας.
Οι μεταμοντερνιστές υποστηρίζουν ότι οι φιλελεύθερες ιδέες για ορθολογική πρόοδο και πολιτισμό χρησιμοποιήθηκαν στην ουσία για την καταπίεση πολλών λαών και εξυπηρέτησαν την κατηγοριοποίηση των λαών σε πολιτισμένους και μη. Οι διάφορες μορφές πολιτιστικής δραστηριότητας χαρακτηρίζονται ως καλές ή κακές επειδή λαμβάνουν ως σημείο αναφοράς τα δυτικά πρότυπα, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο οτιδήποτε «διαφορετικό» να θεωρηθεί ξένο ή ακόμη και επικίνδυνο. Ως σημαντικότερο γεγονός που χαρακτηρίζει την αποτυχία της Δύσης και την πλήρη χρεοκοπία του σχεδίου του Διαφωτισμού, θεωρούν την άνοδο του φασισμού και τη βαρβαρότητα που αυτός προκάλεσε.
Οι δύο σημαντικότεροι εκπρόσωποι του μεταμοντερνισμού θεωρούνται οι Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault) και Ζακ Ντεριντά (Jacques Derrida).
[...]
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ
Η οικολογία είναι μια σχετικά νέα θεωρία του κλάδου των Διεθνών Σχέσεων Οι οικολογικοί προβληματισμοί, βέβαια, απασχόλησαν και άλλες θεωρίες, όπως τον ρεαλισμό και τον φιλελευθερισμό, και μάλιστα από τους πρώιμους ακόμη στοχαστές τους. Ως ανεξάρτητη θεωρία, όμως, άρχισε να διαμορφώνεται με αφορμή την έκθεση της Ομάδας της Ρώμης «Τα όρια της Ανάπτυξης», η οποία δημοσιεύθηκε το 1972. Οι εσχατολογικές προβλέψεις της για την κατάρρευση της ανθρώπινης κοινωνίας, οι οποίες στηρίχτηκαν σε τεχνικά υποδείγματα με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, ώθησαν τους ερευνητές να αρθρώσουν μια αυτόνομη σχολή σκέψης για το περιβάλλον που επαναπροσδιορίζει συνολικά τη σχέση μεταξύ ανθρώπου-φύσης. Εκεί όπου οι άλλες θεωρίες αντιμετωπίζουν τα περιβαλλοντικά προβλήματα ως απλά θέματα προς επίλυση, η οικολογική σκέψη τα εντάσσει στο επίκεντρο της θεωρητικής της ενασχόλησης, αντικαθιστώντας τον ανθρωποκεντρισμό των προηγούμενων χρόνων από μια οικοκεντρική αντίληψη.
Βέβαια, είχαν ήδη προηγηθεί οι κριτικές απέναντι στον Διαφωτισμό, ο οποίος με την πίστη του στην πρόοδο και την τεχνολογία ευνόησε την κυριαρχία του ανθρώπου επάνω στη φύση και την υποταγή της τελευταίας προς όφελός του. Απέναντι στην άποψη του Ντεκάρτ για χρησιμοποίηση της φύσης προς όφελος των ανθρώπων χωρίς ηθικούς περιορισμούς, η οικολογική σκέψη αντιτάσσει την έννοια της «κοινότητας», προκειμένου να συμπεριλάβει και άλλα έμψυχα όντα πλην των ανθρώπων Οικολόγοι, όπως ο Πάτερσον, υποστηρίζουν πως το κράτος με τις πολιτικές που ασκεί στην ουσία καταστρέφει το περιβάλλον Επιπλέον, θεωρούν απαραίτητη την οργάνωση της κοινωνίας σε μικρότερες κοινότητες, οι οποίες θα μπορούσαν να διαχειριστούν καλύτερα το περιβάλλον τους. Την άποψη περί απόκέντρωσης συμμερίζεται και ο Τζων Ντίζεκ (John Dryzek), ισχυριζόμενος ότι μιας μικρής κλίμακας κοινότητα βρίσκεται σε μεγαλύτερη ετοιμότητα σε ότι αφορά την άμεση αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων.»
Πηγή:  Άγγελος Μορφόπουλος, Μ.Α. Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Εδιμβούργου Άγγελου, «Εισαγωγή στις θεωρίες των Διεθνών Σχέσεων», Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 107,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου