Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Η ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ.

Η ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ
στη ζωή της παλιάς και της σύγχρονης οικογένειας
ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ
"Στους γέροντες γονείς και παππούδες"

1. Πρόλογος
Οι χρόνοι κυλάνε, πάντοτε, χωρίς σταθμό. Οι δεκαετίες διαδέχονται η μία την άλλη. Οι μικροί στην ηλικία γίνονται έφηβοι και ακολούθως ώριμοι άνδρες και γυναίκες. Η τρίτη ηλικία, όμως, για όσους την φθάσουν υγιείς ή πληγωμένοι, από τα χτυπήματα της ζωής, σηματοδοτεί πάντοτε την αρχή του τέλους. Αυτή είναι η ανθρώπινη πορεία, για το χθες, το σήμερα και το παντοτινό αύριο «αι ημέραι (ημών) ωσεί χόρτος και ως το άνθος του αγρού», όπως λέει η Γραφή. (Ψαλ. 102 στιχ. 13) Πόσο δίκιο έχει η παροιμία, όταν παρουσιάζει το γέρο, να μιλάει στο παιδί, που τον κοροϊδεύει, για τα γεράματά του και να του λέει · Εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θα'ρθεις.
Αγαπητοί φίλες και φίλοι, η ζωή είναι επιθυμητή, ακόμη και μέσα στη δυστυχία της. Θέλουμε να τη συνεχίσουμε και όταν στη ράχη μας κουβαλάμε πολλές και βασανισμένες δεκαετίες. Πολύ παραστατικά ο αρχαίος μύθος (Αίσωπος), μας μιλάει για την αγάπη τηςζωής μας: Γέροντας φορτωμένος με ξύλα, προχωρούσε, για το καλύβι του, με κόπο πολύ. Σε κάποιο σημείο πέταξε τα ξύλα κάτω και κάθισε στην πέτρα να ξαποστάσει. Σκεπτόμενος τα βάσανα της ζωής του, κάλεσε το χάρο να τον πάρει κοντά του και έτσι να αναπαυθεί για πάντα. Ο χάρος παρουσιάστηκε μπροστά του, λέγοντας: Σε άκουσα και ήρθα να σε πάρω. Και ο γέροντας απαντάει: Μα δε σε κάλεσα να πάρεις εμένα, αλλά το φορτίο μου, για να ξεκουραστώ.
Η τρίτη ηλικία, που σαν θέμα θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, δεν έχει καθορισμένα χρονικά πλαίσια. Άλλοι άνθρωποι μπαίνουν σ' αυτή γρήγορα και άλλοι αργότερα. Συνήθως, η είσοδος στο χώρο αυτό, αρχίζει όταν οι άνθρωποι έχουν παραδώσει την ευθύνη της ζωής των παιδιών τους, σ' αυτά τα ίδια. Τότε που τα παιδιά έχουν αποκατασταθεί επαγγελματικά και έχουν αποκτήσει την προσωπική τους οικογένεια. Έτσι οι γονείς περνάνε σε κάποιο περιθώριο, μικρό ή μεγαλύτερο, που μπορεί να καλύπτει κάποτε και αρκετές δεκαετίες.
Στην εποχή μας με τη φροντίδα της υγείας μας, συχνά κάνουμε λόγο και για τέταρτη ηλικία. Πρόκειται για τους αιωνόβιους που, στις μέρες μας, δεν αποτελούν σπάνιο φαινόμενο.
Η τρίτη ηλικία επηρεάζει και επηρεάζεται, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά, από τις μικρότερες ηλικίες. Ο αμοιβαίος αυτός επηρεασμός είναι ανάλογος με τη συμπεριφορά των ανθρώπων και με την εποχή μέσα στην οποία θα τον αναζητήσουμε. Διαφορετικός ήταν όταν εμείς είμαστε παιδιά και άλλη μορφή έχει στην εποχή μας, των αρχών του 21ου αιώνα.
Με αυτό το δεδομένο, θα κοιτάξουμε την τρίτη ηλικία, μέσα στη ζωή της παλιάς οικογένειας και κατόπιν τη θέση της κοντά στη σύγχρονη οικογένεια.
Αυτή η θεώρηση, μας ενημερώνει για την πρέπουσα συμπεριφορά σε κάθε περίπτωση και προφυλάσσει από ενδεχόμενες συγκρούσεις, μεταξύ νέων και ηλικιωμένων ατόμων. Ακόμη, βοηθάει στην ανετώτερη συγκρότηση της νέας οικογένειας και στην, κατά το δυνατόν, ηρεμία της τρίτης ηλικίας, που είναι τόσο αναγκαία γι' αυτήν στα χρόνια της, τα προχωρημένα.

2. Η τρίτη ηλικία
Με τις πιο πάνω σκέψεις, αναφερόμαστε στους ανθρώπους, που έχουν διαβεί τα χρόνια της προσωπικής δημιουργικής ζωής, και έχουν παραδώσει τη σκυτάλη τού καθημερινού αγώνα, στους νεώτερους. Αυτοί τώρα, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, δεν κάνουν για το μέλλον προσωπικά όνειρα. Οι επιθυμίες τους τελειώνουν σε μία ήσυχη και αγαπημένη ζωή, με τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Σε μια ζωή χωρίς πολλές περιπέτειες. Η φιλική επικοινωνία με τους συνανθρώπους, τους ξεκουράζει. Η αγάπη των άλλων τους ενθαρρύνει περισσότερο από άλλοτε, ενώ η ειρηνική έξοδος από τον παρόντα κόσμο, συχνά τους απασχολεί.
Μερικοί δε θέλουν ούτε να σκέπτονται το τέλος. Φοβούνται πολύ όταν κάποια μηνύματα τους πληροφορούν ότι το αγώνισμα της ζωής πλησιάζει στο νήμα του τέρματος. Κάποτε πάλι καταλαμβάνονται από πανικό όταν χτυπήσει το «καμπανάκι» που πληροφορεί ότι ο δρομέας μπαίνει στην τελική ευθεία.
Οι αντιδράσεις αυτές, όσο ανθρώπινες και αν είναι, σε τίποτε δεν εξυπηρετούν. Αντίθετα αυξάνουν το άγχος που, είναι φυσικό, να συνοδεύει, κατά περιόδους, τα ηλικιωμένα πρόσωπα, όταν μάλιστα πλησιάζουν στο τέλος.
Υπάρχουν βέβαια και οι ψύχραιμοι γέροντες. Αυτοί έχουν την ευλογία του Θεού να χαίρονται, πάντοτε, ακόμη και όταν τους απασχολούν μικροπροβλήματα υγείας. Μεταξύ αυτών θα συναντήσουμε πολλούς, που, όχι μόνο δεν παραιτούνται από τη ζωή, αλλά συνεχίζουν με ενθουσιασμό τη δραστηριότητα των περασμένων χρόνων. Συχνά συνεργάζονται σε προσωπικές επιχειρήσεις με τα παιδιά τους και αναλαμβάνουν, με την πείρα που διαθέτουν, πρωτοβουλίες που προκαλούν το θαυμασμό. Η εργασία είναι το δυναμωτικό φάρμακο της ζωής τους. Η αγροτική εργασία στην ύπαιθρο, το ψάρεμα στη θάλασσα, η επιστημονική εργασία και η συγγραφή, οι εκδρομές, η συμμετοχή σε φιλανθρωπικές, εκκλησιαστικές και κοινωφελείς δραστηριότητες και πολλά άλλα τους τονώνουν και δίνουν προοπτικές ακόμη και για μελλοντικά όνειρα. Και τούτο όταν άλλοι, κατ πολύ νεώτεροί τους, διαθέτουν το χρόνο τους στο τάβλι, σε συζητήσεις, συχνά ανωφελείς και στην πολυθρόνα της τηλεόρασης, ισχυριζόμενοι ότι τώρα πια για αυτούς τα πάντα έχουν τελειώσει.
Σε κάθε περίπτωση, θα είμαστε κοντά στην αλήθεια αν, κοιτάζοντας το διάβα του ανθρώπου, μέσα στις περιόδους της ζωής του, από την αρχή μέχρι το τέλος, θα διαπιστώσουμε ότι όλες οι ηλικίες είναι και καλές και ωφέλιμες. Αρκεί ο άνθρωπος να μην υποφέρει πολύ και να γνωρίζει τον προορισμό που έχει η κάθε μια ηλικία, και έτσι να συμφιλιωθεί με αυτόν.
Η κατάσταση του ανθρώπου σε κάθε ηλικία, είναι συνάρτηση των σωματικών και ψυχικών του δυνάμεων.
Ένα παιδί ούτε μπορεί, ούτε επιτρέπεται να βιώνει τη συμπεριφορά του γέροντα. Και βέβαια ο γέρος, αν επιχειρήσει να γίνει παιδί – παιδαριογέρος –, θα καταντήσει γελοίος. Η ηλικία, το σώμα, η ψυχή και η ακολουθούσα συμπεριφορά, πρέπει πάντοτε να συμβαδίζουν. Το συνηθισμένο πρόβλημα της τρίτης ηλικίας, είναι τα μικρά και κάποτε τα μεγάλα πάθη του σώματος και της ψυχής. Ο οργανισμός έχει εξασθενήσει και η ψυχή έχει κουραστεί. Όμως, πολύ συχνά, δε λείπουν και οι περιπτώσεις των ανθρώπων, που φθάνουν σε βαθιά γηρατειά και, όπως λένε, δεν αρρώστησαν ποτέ. Οπωσδήποτε όμως η καρδιά του ανθρώπου επηρεάζεται δυσμενώς από τα βάσανα της ζωής, ενώ συχνά ευεργετείται από τις χαρές της.
Οι χαρούμενοι άνθρωποι είναι οι πιο ευτυχισμένοι. Πολλές φορές ακούμε να λέγεται: «Μά πόσο καλά στέκεσαι. Ο χρόνος δεν περνάει από πάνω σου». Αυτό είναι αληθινό, μέσα σε λογικά, βέβαια, πλαίσια και είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της υγείας του σώματος, αλλά και του χαρούμενου χαρακτήρα, που μένει ανεπηρέαστος από τον εγωισμό και την πλεονεξία, που αποτελούν τα κύρια φθοροποιά στοιχεία της ζωής.
Όπως και αν έχει το πράγμα, θα θυμάμαι πάντοτε τις σοφές κουβέντες μιας ηλικιωμένης κυρίας, που μας έλεγε κάποτε: «χάρηκα τη ζωή μου σε όλες τις περιόδους της. Όταν ήμουνα παιδί είχα πολλή χαρά γιατί είχα δική μου όλη την αγκαλιά των γονιών μου, την αγάπη των αδερφών μου και τα παιχνίδια του σχολείου και της γειτονιάς. Όταν έγινα ώριμη γυναίκα χαιρόμουνα την οικογένειά μου. Την αγάπη που έδινα και έπαιρνα από τα παιδιά και τον άντρα μου. Θα φυλάω πάντα στη μνήμη μου τα Κυριακάτικα, εκείνα, μεσημέρια, όταν όλη η οικογένεια, μαζί με τον παππού και τη γιαγιά, γύρω από το τραπέζι απευθύναμε στον Κύριο την προσευχή του φαγητού. Τότε ένιωθα, κάποιον αόρατο άγγελο, να φτερουγίζει πάνω από μας, για να μας φέρει τη χαρά και την ευτυχία. Αλλά και τώρα, γερόντισσα πια, χαίρομαι τη ζωή μου. Δίνω την αγάπη μου σε όλους και παίρνω τη δική τους. Των παιδιών μου και των εγγονιών μου, των φίλων μου. Δεν έχω βέβαια όνειρα για το υποθετικό μέλλον, εκτός εκείνου της ειρηνικής εξόδου μου από τη ζωή. Έχω όμως για παντοτινή συντροφιά μου, τις ευτυχισμένες αναμνήσεις των χρόνων που πέρασαν και γλύκαιναν την ύπαρξή μου».
Ποιος θα μπορούσε να απαξιώσει για τον εαυτό του, μια τέτοια ευτυχία στην περίοδο της προχωρημένης ηλικίας;
Αλλοίμονο όμως, οι περιπτώσεις αυτές είναι σπάνιες. Οι πιο γνώριμες είναι εκείνες της βασανισμένης ζωής και βέβαια η καθολικότητα της συμμετοχής μας στην κοινή μοίρα, όλων των θνητών, που χαράσσει την πορεία προς την αιωνιότητα.
Τελικά η ζωή μας, αγαπητοί φίλες και φίλοι, είναι ένας κλαυσίγελος και μια χαρμολύπη. Την τρίτη ηλικία, όπως και να την αξιολογήσουμε, τις πιο πολλές φορές, θα τη συναντάμε στα πλαίσια της αδυναμίας, και γι' αυτό, της αναγκαίας αγάπης, που όσο περνάνε τα χρόνια, θα τη χρειάζεται πιο πολύ.
Η ηλικία αυτή έχει το δικαίωμα της αναγνωρίσεως των κόπων και των μόχθων, που πρόσφερε, στους άλλους, στο διάβα των χρόνων της ωριμότητάς της. Αναγνώριση που πρέπει να αποτελεί το κύριο μέλημα των παιδιών εκείνων που οι γονείς έφεραν στον κόσμο. Γιατί, η αχαριστία προς τους γεννήτορες, είναι το πιο μεγάλο αμάρτημα, μετά τη βλασφημία του Ονόματος του Αγίου Θεού. Και ας θυμόμαστε πάντοτε, αδελφοί, μα ιδιαίτερα οι νέοι στην ηλικία, ότι το πιο δύσκολο πράγμα στη ζωή, είναι η φτώχεια του γέροντα. «Ο γέρων άπορος», όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Άπορος όχι μόνο από τα αναγκαία υλικά αγαθά της ζωής, αλλά και από αγάπη, σεβασμό και αναγνώριση, εκ μέρους των νεωτέρων.

3. Οι γέροντες στη ζωή της παλιάς οικογένειας
Όταν αναφερόμαστε στη ζωή της παλιάς οικογένειας, εννοούμε εκείνη, όπως τη γνωρίσαμε μέχρι τα χρόνια του β' μεγάλου πολέμου, ή και λίγο μετά από αυτόν. Μέχρι τότε, η ζωή στην Ελληνική κοινωνία και οικογένεια, διατηρούσε τα γνωρίσματα των περασμένων δεκαετιών ή και αιώνων. Η δομή της οικογένειας ήταν πατριαρχική. Ο γέροντας παππούς, είχε τον πρώτο λόγο, και η γιαγιά ήταν προϊσταμένη του νοικοκυριού, με βοηθό τη νύφη της. Συχνά όταν το σπίτι ήταν μεγάλο και αρχοντικό, ζούσαν, κάτω από την αυτή στέγη, ακόμη και δύο ή τρεις οικογένειες. Τα παιδιά – αδέρφια και ξαδέρφια – γέμιζαν τα δωμάτια και χαίρονταν μαζί με τα παιχνίδια τους, την υποταγή και το σεβασμό στους γονείς, τους θείους, τις θείες, τον παππού και τη γιαγιά.
Η ζωή όμως ήταν συχνά πολύ στενόχωρη, με δυσμενείς επιπτώσεις στην καθημερινή συμπεριφορά, όταν σε ένα μικρό φτωχικό σπίτι, έπρεπε να συγκατοικήσουν περισσότερες της μιας οικογένειας. Δεν ήταν φαινόμενο σπάνιο, σε τέτοιες περιπτώσεις, να κατοικεί, σε κάθε δωμάτιο, και μια πολυμελής οικογένεια. Τότε οι σχέσεις των συγγενών, που συγκατοικούσαν, γίνονταν πολύ δύσκολες. Όμως, αντίθετα με τη ζωή της οικονομικής δυστυχίας των φτωχών, η ζωή στα μεγάλα πλουσιόσπιτα, με τα πολλά χωράφια, τα ζώα και τα πολλά αγαθά, ήταν ευτυχισμένη.
Εκεί οι εργασίες του σπιτιού, των χωραφιών, και των ζώων, μοιράζονταν ανάλογα με την ηλικία, την αντοχή και την επιτηδειότητα του καθενός.
Βοηθοί – εργάτες των πλουσίων ήσαν πάντοτε οι φτωχοί του χωριού, που συχνά δεν είχαν προσωπική ζωή. Η ζωή τους ήταν εξάρτημα της ζωής των πλουσίων, των αφεντάδων. Η δική τους έμοιαζε με τη ζωή των πτωχών δουλοπάροικων, όπως ήσαν γνωστή από τα παλιά τα χρόνια.
Τις μορφές αυτές της οικογενειακής ζωής, δηλ. των πλουσίων και φτωχών, τις συναντούσαμε ιδιαίτερα στην Ελληνική ύπαιθρο.
 Όμως τα χωριά, στα χρόνια εκείνα πλημμύριζαν από παιδιά. Ήταν ευτυχισμένη η εικόνα να τα βλέπεις, όταν με το πρωινό χτύπημα της καμπάνας για το σχολείο, ξεχύνονταν στις ρούγες και τα σοκάκια του χωριού, με ένα κομμάτι ζυμωτό ψωμί στο χέρι και στον ώμο την πάνινη τσάντα, με το αναγνωστικό και την πλάκα με το κοντηλά.
Οι άντρες του σπιτικού, έφευγαν με τα ζώα, νωρίς για τα χτήματα. Οι γυναίκες, όταν δεν ακολουθούσαν τους άντρες στα χωράφια, είχαν πολλές δουλειές στο σπίτι. Το κουβάλημα του νερού με το βαρέλι στον ώμο από το κεφαλάρι. Τη μπουγάδα των ρούχων, το ζύμωμα του ψωμιού, το κάψιμο του φούρνου για τη ζεστή μυρωδάτη κουλούρα, που θα την φέρουν στο κολατσιό, των εργατών, μαζί με το κρασί και τις σαρδέλες.
Η γιαγιά, αρχόντισσα πάντα στο σπίτι, θα δίνει οδηγίες και συμβουλές. Θα ανάψει το παραγώνι και θα φροντίζει στην κούνια, το νεογέννητο της οικογένειας.
Ο παππούς σοβαρός και γελαστός απολαμβάνει το σεβασμό όλων. Μετά το πρωινό ψωμοτύρι με τις ελιές, κοντά στο τζάκι, θα ρίξει στους ώμους το παλτό και θα φύγει για το μικρομάγαζο του χωριού. Εκεί θα πάρει τον καφέ του και θα κουβεντιάσει με τους συντοπίτες. Αν έχει φθάσει στο χωρικό κάποια επαρχιακή εφημερίδα, θα φορέσει τα γυαλιά του και καθισμένος στη μικρή καρέκλα του καφενείου, θα αναγνώσει τα νέα της εβδομάδας, σχολιάζοντάς τα με τους άλλους θαμώνες.
Αυτή ήταν μια από τις συνηθισμένες μορφές της οικογενειακής ζωής, στην υπαιθροχώρα, με κορυφαίους παράγοντες τους γέροντες γονείς.
Άλλοτε πάλι, όταν τα παιδιά παντρεύονταν σε άλλες περιοχές, πόλεις ή χωριά, ή ο μοναχογιός μάθαινε γράμματα και γινόταν δημόσιος υπάλληλος στην πόλη, η μορφή της οικογενειακής ζωής, ήταν διαφορετική. Οι γέροντες έμεναν μονάχοι στο χωριό. Εργάζονταν στα χωράφια, όσο καιρό μπορούσαν, με βοηθούς κάποιους εργάτες, από το χωριό και βέβαια πάντοτε με το γαϊδούρι, το άλογο ή το μουλάρι, για τις βαριές δουλειές.
Όπως πάντα, έτσι και τώρα, η φροντίδα για τις κατσίκες και τα κοτερά συμπλήρωναν τη ζωή τους.
Η επικοινωνία των γερόντων με τα παιδιά και τα εγγόνια της πόλης, γινόταν μόνο με αλληλογραφία. Ο ταχυδρόμος, μία-δύο φορές την εβδομάδα, ήταν ο άγγελος της χαράς για το χωριό, και κάποτε ο άγγελος της λύπης, από τα τυχόν δυσάρεστα νέα των ξενιτεμένων.
Και το καλοκαίρι, τι χαρά! Όταν έκλειναν τα σχολεία, η μητέρα άφηνε, το σύζυγο και πατέρα των παιδιών στην πόλη, και με τα παιδιά έφευγε για το χωριό κοντά στον παππού και τη γιαγιά. Πήγαιναν στην εξοχή. Εδώ όλα γελούσαν. Όλα έλαμπαν από χαρά. Τα τρεχάματα και τα ξεφωνητά παρέα με τα παιδιά του χωριού, συμπλήρωναν την ευτυχία τους. Εδώ οι αγαπημένες αγκαλιές της γιαγιάς και του παππού, θαρρείς πως κατέβαζαν πιο κοντά, στο ευτυχισμένο σπίτι το γελαστό ουρανό.
Και τι δεν είχε ετοιμάσει η χρυσοχέρα η γιαγιά για τα εγγόνια της. Και όλα, ήταν δικά της, καλοδουλεμένα. Τα μικρά παιδιά, συχνά, συνόδευαν τον παππού στο καφενείο. Εκεί, μαζί με τα χαϊδευτικά λόγια των χωρικών για τα εγγόνια, του ευτυχισμένου παππού, γεύονταν το γλυκό του κουταλιού και το μυρωδάτο λουκούμι.
 Το καλοκαίρι, ακόμη, η κόρη ή η νύφη, θα έφτιαχναν με τη γιαγιά τα ζυμαρικά του χειμώνα. Τις χυλοπίτες, τον τραχανά, αλλά και τα γλυκά του κουταλιού.
 Σε όλα μπροστά η γιαγιά. Η μητέρα και πεθερά. Ήταν το πρόσωπο της αναφοράς, στο καθετί. Και όταν στο τέλος του Αυγούστου, με τον αποχαιρετισμό των παιδιών και των εγγονιών, τα γεροντικά δάκρυα, έβρεχαν τα κεφαλάκια των μικρών, μια ευχή θέρμαινε τις ψυχές των ηλικιωμένων, που έμεναν και πάλι μονάχοι στο σπιτικό του χωριού. Η ευχή, να αντέξουν μέχρι να ξαναζήσουν και πάλι, ευτυχισμένες μέρες, το επόμενο καλοκαίρι, μαζί με τα παιδιά και τα εγγονάκια τους.
Οι γέροντες γονείς, φίλες και φίλοι, δεν ήταν μόνο για το χωριό, τα μαγικά πρόσωπα της οικογένειας. Απολάμβαναν την αγάπη και το σεβασμό και στην πόλη. Την πόλη που είχε ανθρώπινο πρόσωπο. Τα σπίτια τότε ήταν ισόγεια ή διώροφα το πολύ. Είχαν την αυλή και τον ανθισμένο κήπο. Η γειτονιά γινόταν ο παράδεισος των παιδιών και η μικρή κοινωνία των μεγαλυτέρων στην ηλικία. Βέβαια, η οικογένεια δεν είχε το ηλεκτρικό ψυγείο, την τηλεόραση, ή το τηλέφωνο. Δεν είχε την κουζίνα με το φούρνο και βέβαια το αυτοκίνητο. Και όμως, παρά τις ελλείψεις αυτές, μια οικογένεια που διέθετε τα αναγκαία υλικά αγαθά, αν συγκριθεί με τη σημερινή, κάθε άλλο παρά υστερούσε. Τα χρόνια εκείνα η ζωή ήταν ανθρώπινη. Τα παιδιά δε γινόντουσαν μηχανές πολυγνωσίας, για να τρέχουν, μετά το σχολείο, σε άλλες πόρτες μάθησης. Είχαν το χρόνο να γελάσουν, να παίξουν τα παιχνίδια της γειτονιάς και να χαρούν το χάδι του παππού και της γιαγιάς. Τα δύο τρία σκαλοπάτια, που πρόβαλαν στο πεζοδρόμιο, από την εξώπορτα του ισόγειου, πόσα και πόσα παραμύθια, θα μπορούσαν να διηγηθούν, αν κάποια από αυτά υπάρχουν ακόμη, μετά τα μεγαθήρια της ακοινωνησίας που υψώθηκαν στη θέση τους με αντιπαροχή.
Με το ηλιοβασίλεμα, το σύνθημα κυκλοφορούσε στη γειτονιά · παιδιά απόψε η γιαγιά της Μαρίας και του Πέτρου, μας περιμένει στα σκαλοπάτια της αυλής για τις ιστορίες της. Και στη μαγική νύχτα του αυγουστιάτικου φεγγαριού, η βάβω της γειτονιάς, μέσα στο λεπτό άρωμα του γιασεμιού, που ερχόταν από το διπλανό κήπο, ξεδίπλωνε στα μεγάλα μάτια των μικρών ιστορίες με δράκοντες και βασιλοπούλες. Παραμύθια με ιππότες, που ήρθαν από τη μακρινή χώρα, για να πάρουν την πεντάμορφη αρχοντοπούλα. Ιστορίες παιδικές, αλλά ανθρώπινες.
Πιο πέρα, από την παιδική συντροφιά της γιαγιάς, ο παππούς, με τους φίλους της γειτονιάς, χτυπώντας, με ρυθμό τις μεγάλες χάντρες του κομπολογιού, αστειευό-μενος γελούσε και χαιρόταν τις ευτυχισμένες βραδιές.
Αυτή ήταν η ζωή εκείνη. Φτωχή σε υλικά αγαθά, μα πλούσια σε αισθήματα αγάπης και σεβασμού στους ηλικιωμένους. Τους γέροντες, που αποτελούσαν κομμάτι της οικογένειας αναπόσπαστο, μέχρις ότου ο Πανάγαθος τους καλούσε κοντά Του. Ήταν η εποχή, που όλοι στην οικογένεια, προσπαθούσαν να κλείσουν έξω από την πόρτα του σπιτιού, την όποια κακία και να τη διαφυλάξουν σαν μια μικρή θεϊκή κοινωνία. Ζούσαν τη ζωή με συνέπεια και προοπτική.
Τα παιδιά γέμιζαν την ψυχή τους με αγάπη, γιατί γεύονταν τη χαρά των αδερφών τους, των γονέων, του παππού και της γιαγιάς. Γινόντουσαν θαρρετά, πειθαρχημένα και περισσότερο κοινωνικά πρόσωπα.

4. Ο παππούς και η γιαγιά, στη σύγχρονη οικογένεια
Οι μεταπολεμικές 10/ετίες με τις τεράστιες αλλαγές που, χωρίς εξαίρεση, επέφεραν σε όλους τους τομείς της ζωής, επηρέασαν καταλυτικά και την παραδοσιακή οικογένεια.
Στη μεταβολή αυτή συνετέλεσε αποφασιστικά η ερήμωση της υπαίθρου χώρας. Τα χωριά δεν είναι πια οι κυψέλες της πληθυσμιακής τροφοδοσίας και η δεξαμενή των δυνάμεων της πατρίδας μας. Είναι ερημότοποι με μισογκρεμισμένες στέγες και λιακωτά. Σπίτια με κλειστά πορτοπαράθυρα. Κάποιοι γέροντες εδώ, φρουροί μιας άλλης ξεχασμένης εποχής, σέρνουν τα τελευταία βήματά τους. Η καμπάνα για το Σχολείο ποτέ δε χτυπάει και η Εκκλησία θα λειτουργηθεί μόνο στη μνήμη του Αγίου της ή σε κάποια άλλη μεγάλη γιορτή, όπου θα κοινωνήσουν οι τελευταίοι Χριστιανοί του χωριού. Αλλά οι νέοι καιροί άλλαξαν και τη δομή της οικογένειας στην πόλη. Η τρίτη ηλικία διαφοροποιήθηκε από τη ζωή της νέας οικογένειας. Η νέα νοοτροπία περί της ζωής, και τα διαμερίσματα στις πολυκατοικίες, έσπασαν τους δεσμούς της παραδοσιακής οικογένειας, που έμειναν επί αιώνες απαραβίαστοι.
Στις μεγάλες πόλεις, με τις αποστάσεις των χώρων εργασίας, από την κατοικία, και με τις απαιτήσεις της νέας εποχής, η οικογένεια μοιάζει με κουρντισμένη μηχανή. Τα μέλη της χωρίστηκαν σε μονάδες. Το τρέξιμο για να προφθάσουν το σχολείο, τη δουλειά στο γραφείο, την επιχείρηση, και το νοικοκυριό ανεβάζουν την πίεση του σώματος και της ψυχής.
Η γυναίκα δεν είναι μόνο η μάνα, η σύζυγος και νοικοκυρά. Δεν φτάνουν άραγε αυτά; Σήμερα είναι η εργάτρια, η υπάλληλος, η προϊσταμένη, η επιχειρημα-τίας, και ό,τι άλλο υπάρχει στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή. Η αύξηση των υλικών απαιτήσεων, του καταναλωτισμού, και της απελευθέρωσης από τα «δεσμά» του σπιτιού και της οικογένειας, έβγαλαν τη γυναίκα στον ελεύθερο ανταγωνισμό με τους άντρες. Το νοικοκυριό, σε σχέση με τους στόχους της νέας εποχής, βρίσκεται σε τρίτη και τέταρτη θέση. Το σπίτι θα το αναλάβει, όταν το επιτρέπουν τα οικονομικά, κάποια φτω-χή γυναίκα, ξένης χώρας, που εγκατέλειψε άντρα και παι-διά, στο μακρινό φτωχικό της, για να τους βοηθήσει δυο-λεύοντας στη χώρα μας. Αν οι γνώσεις της το επιτρέπουν, θα ετοιμάσει κάτι για το μεσημεριανό των παιδιών, άλλως κάποιο σάντουιτς θα βολέψει την ανάγκη του φαγητού.
Τις πρώτες απογευματινές ώρες, θα φθάσει στο σπίτι η μάννα κουρασμένη. Τί να πρωτοκάνει; Εδώ πια ξεχνάει τον εαυτό της. Πρέπει να συμπληρώσει το φαγητό των παιδιών. Να ρωτήσει για τα μαθήματά τους. Να τα ετοιμάσει για την επόμενη μέρα και φυσικά για τα απογευματινά μαθήματα. Τη γλώσσα, τη μουσική, το χορό, τη γυμναστική. Κάθε μέρα κάποιο από αυτά θα είναι στο πρόγραμμα.
Αργά το απόγευμα έρχεται και ο πατέρας. Έχει συχνά υποφέρει όχι μόνο από την αναίδεια του προϊσταμένου της δουλειάς του, αλλά προ παντός από την αφόρητη κίνηση στους δρόμους. Θα βοηθήσει και αυτός όσο μπορεί, την υπόθεση που λέγεται σπίτι και νοικοκυριό. Θα πλύνει πιάτα, που δεν τα πρόφθασε η γυναίκα του, και θα μαγειρέψει το βραδινό των παιδιών. Όλοι, σε όλα. Τρέξιμο, κούραση, άγχος. Αυτή είναι η ζωή στις απρόσωπες πόλεις της εποχής μας. Μα εδώ κάτι σημαντικό ξεχάσαμε. Τη γιαγιά και τον παππού. Τί έγιναν αυτές οι ψυχές; Ε, τί άλλο μπορούσαν να γίνουν ή να κάνουν, από το να τραβήξουν το δικό τους μοναχικό δρόμο. Γι' αυτούς, στη σύγχρονη οικογένεια, δεν υπάρχει ούτε χρόνος, ούτε χώρος, ούτε διάθεση. Έτσι, ή θα παραμείνουν οι τελευταίοι ξωμάχοι του χωριού, ή κάποιο δυαράκι στη διπλανή πολυκατοικία, θα στεγάσει τα γηρατειά τους. Στη διπλανή πολυκατοικία, γιατί, όλο και κάποια δουλειά, θα βρεθεί γι' αυτούς, στη ζωή της οικογένειας των νέων καιρών και προσανατολισμών. Και εδώ η γιαγιά θα γίνει πολύτιμη βοηθός. Όταν όμως, η υπηρεσία της τελειώσει, θα φύγει για τη δική της φωλιά, κοντά στο γέρο της. Η πιο πέρα παρουσία της, είναι τουλάχιστον περιττή.
Πού, η παλιά οικογένεια με τις αγκαλιές, τα παραμύθια και τις πολλές αγάπες. Αυτά ανήκουν σε άλλους χρόνους. Ίσως τα εγγόνια να μάθουν, για τη ζωή εκείνη, από τα Σχολικά αναγνωστικά τους. Μα ποτέ δε θα τη ζήσουν. Δε θα τη χαρούν ποτέ. Ανήκει σε ένα κόσμο που έφυγε και δε θα ξαναγυρίσει ποτέ πια.
Έχουν όμως και οι γέροντες τα τυχερά τους στη νέα ζωή. Όταν οι γονείς των μικρών λείπουν, στη δουλειά τους, και τους αφήνουν τα παιδιά, θα τα οδηγήσουν στο κοντινό πάρκο και εκεί θα παίξουν μαζί τους στις κούνιες και τα αλογάκια. Ύστερα όταν περνάνε έξω από την Εκκλησία της γειτονιάς, θα τα οδηγήσουν στο εικόνισμα του Χριστούλη και της Παναγίτσας, για να προσκυνήσουν και να ανάψουν το κεράκι τους. Ο πολύτιμος ρόλος των γερόντων, θα υπάρχει πάντοτε έστω και έξω από το σπιτικό των παιδιών. Αλλά, ας μην είμαστε άδικοι. Πρέπει να πούμε, ότι και οι ίδιοι οι γέροντες γονείς, δεν επιθυμούν πια τη συγκατοίκηση, με τη ζωή που έχει η σημερινή οικογένεια των παιδιών τους. Δε βολεύονται με τη ζωή της βιασύνης. Θέλουν την ησυχία τους, και όταν ακόμη η σκέψη τους είναι δεμένη με τα παιδιά και τα εγγόνια. Έτσι, τα βράδια κοιμούνται κοντά στο τηλέφωνο, μήπως και κάποιο εγγονάκι πονέσει, για να τρέξουν. Κοντά, αλλά και χώρια, από παιδιά και εγγόνια, με εναλλασσόμενες τις χαρές και τις στενοχώριες, που δε λείπουν, από την καθημερινότητα, μετράνε τα χρόνια, που γρήγορα φεύγουν.
Και όσο χρόνο υπάρχουν και οι δύο τους στη ζωή, τα πράγματα προχωρούν υποφερτά. Όταν όμως ο ένας φύγει, η ζωή γίνεται δύσκολη, μάλιστα όταν η γυναίκα ή ο άντρας έχει τη νοοτροπία της παλιάς εποχής. Τότε η μοναξιά γίνεται σκληρή και μελαγχολική παρέα. Όμως αυτή είναι η ζωή, δεν αλλάζει.
Στο μεταξύ η οικογένεια του γιου ή της κόρης δε τους χρειάζεται πια. Τα μικρά μεγάλωσαν. Αυτοεξυπη-ρετούνται και πηγαίνουν μόνα τους στο σχολείο. Κάπου εδώ αρχίζουν και οι συχνές αρρώστιες του παππού ή της γιαγιάς. Τα παιδιά δεν ευκαιρούν να τους προσέξουν, όπως θα ήθελαν. Σε κάποιες περιπτώσεις και δεν το επιθυμούν. Η νύφη ή ο γαμπρός αισθάνονται κάποτε, ότι ήρθε ο καιρός, να απελευθερώσουν κάποια απωθημένα των περασμένων χρόνων. Το σπίτι δε χωράει τους γέρους πια.
Τότε ανοίγονται άλλοι δρόμοι. Αν τα οικονομικά επιτρέπουν, κάποια γυναίκα, θα αναλάβει τη φροντίδα της γιαγιάς ή του παππού. Η άλλη λύση είναι το γηροκο-μείο ή το άσυλο. Τα πανδοχεία, δηλαδή της φτωχολογιάς.
Μέσα στους οίκους της ευγηρίας, όπως τους λέμε, με την επίπλαστη χαρά, παρέα με άλλους εξόριστους της οικογενειακής εστίας, θα μετράνε τις τελευταίες μέρες της ζωής. Κάπου κάπου, ο γιος ή η κόρη, συνοδευόμενοι από ένα εγγονάκι, θα κάνουν την παρουσία τους στον απόβλητο γέροντα του σπιτιού. Εκεί με ένα λυπημένο χάδι, για την αυθάδεια της ζωής, θα δίνουν μια μικρή πνοή, πονεμένης χαράς, στην ύπαρξη εκείνη, που για μια ολόκληρη ζωή, έδωσε το σώμα και την ψυχή της, στο σημερινό επισκέπτη.
Εδώ, μακριά από το φυσικό τους περιβάλλον, η γιαγιά ή ο παππούς, μόνοι και πικραμένοι, θα τελειώσουν την κουρασμένη ζωή, για να αναπαυθούν στη φιλόξενη αγκαλιά του Πατέρα της Ουράνιας γαλήνης.

5. Αντιπαλότητες στην παλιά και τη σύγχρονη οικογένεια
Το φαινόμενο της αντιπαλότητας μεταξύ νύφης και πεθεράς είναι διαχρονικό. Το συναντάμε σε όλες τις εποχές. Οφείλεται στην ελλιπή ψυχική καλλιέργεια αφ' ενός, και αφ' ετέρου στη διαφορετική νοοτροπία δύο ανθρώπων που, από κάποια μέρα και ύστερα, έπρεπε να συγκατοικήσουν ή έστω να επικοινωνούν φιλικά. Και στις καλές εποχές, όπως πιο πάνω περιγράψαμε, όχι πάντοτε, αλλά συχνά και δειλά, η αντιπαλότητα υπήρχε. Μόνο που τα χρόνια εκείνα συνήθως δεν εκδηλώνονταν φανερά. Η ζωή κυλούσε υποφερτά και όταν ακόμη η πεθερά με τη νύφη δεν κατόρθωναν να συνεννοηθούν.
Η ζωή δεν είχε άλλη διέξοδο. Τα αντίπαλα μέρη, ήσαν υποχρεωμένα να συνυπάρξουν. Σε πολλές περιπτώσεις η συνύπαρξη ήταν αποτέλεσμα οικογενειακής βίας. Τα εγγόνια ζούσαν σε διαρκή στενοχώρια και αμηχανία, ενώ ο πατέρας τους ένοιωθε να τον χτυπούν δύο συμπληγάδες. Της γιαγιάς τους αφ'ενός και της γυναίκας του αφ' ετέρου.
Η νύφη για την πεθερά, ήταν εκείνη, που έκλεψε το γιο της και τώρα, αυτή η ξένη, ήρθε στο σπιτικό της για να επιβάλει, «με το έτσι θέλω» την παρουσία της. Αλλά και ο γαμπρός, αυτό το φτωχοπαίδι της άλλης ρούγας του χωριού, αφού άρπαξε τη μοναχοκόρη και την περιουσία της, θέλει τώρα να κυριαρχήσει στο αρχοντικό μας.
Η δεύτερη αυτή περίπτωση αναφέρεται, στη μαρτυρική ζωή, του φτωχόπαιδου που έγινε «σώ-γαμπρος», στο σπιτικό των πεθερικών του.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι, φίλες και φίλοι, με διαφορετική σκέψη και συμπεριφορά, θα υπάρχουν και τα προβλήματα που πληγώνουν τη ζωή μας. Ο κόσμος, πάντοτε, αυτός ήταν. Και όπως λέει ένας σοφός στοχαστής «οι σημερινοί άνθρωποι σε τίποτα δε διαφέρουν από τους παλαιούς, παρά μόνο στο ένδυμα και στο όπλο, τα οποία έχουν τελειοποιήσει στην εποχή μας».
Όμως η θυμωμένη εποχή μας, μέσα στη γνωστή υποκρισία της, είναι πιο ειλικρινής από τις προηγούμενες. Όχι, γιατί οι άνθρωποι έγιναν καλλίτεροι, αλλά γιατί έχουν καλλίτερες οικονομικές δυνατότητες.
Το νέο ζευγάρι από τις παραμονές του γάμου, θα τακτοποιηθεί στο διαμέρισμα ανάλογα με τα οικονομικά του, χωρίς καμιά έννοια για τους γέροντες γονείς. Αυτοί θα παραμείνουν εκεί που μέχρι σήμερα κατοικούσαν. Έχουν βέβαια οι νέοι άνθρωποι το δικαίωμα να χτίσουν τη δική τους ζωή, όπως την ονειρεύονται. Συχνά οι επεμβάσεις των μεγαλυτέρων, με επιλογές μιας άλλης εποχής, δημιουργούν δυσκολίες στη νέα οικογένεια.
Ας είμαστε ανεκτικοί στους νέους οικογενειάρχες. Αυτοί στα πρώτα τους βήματα, πρέπει να αφομοιώσουν τις δικές τους διαφορές και αδυναμίες, για να φθάσουν στην αναγκαία οικογενειακή ενότητα.
 Η παρουσία των γονιών, πρέπει πάντοτε να συνοδεύεται από την πρέπουσα διακριτικότητα για να μη δημιουργούνται στενοχώριες. Έτσι, δε θα φθάνουμε στο θλιβερό φαινόμενο, οι γονείς να μην επικοινωνούν με τα παιδιά και τα εγγόνια και τα παιδιά με τους γονείς.
Όπου υπάρχει η δυνατότητα, οι γονείς θα προσφέρουν τη βοήθειά τους, στις νέες οικογένειες με τα μικρά παιδιά, έστω και αν η νύφη μιλάει στην πεθερά με το Μαρία, Ευγενία ή Ευτέρπη και ο γαμπρός στον πεθερό με το Πέτρο, Παύλο ή Αριστοτέλη. Η καρδιά της γιαγιάς και του παππού είναι σαν μια αγκαλιά μεγάλη, που τα δέχεται και να χωνεύει όλα.
Αγαπητοί, όπως αλλάζουν οι εποχές, έτσι αλλάζουν και οι συμπεριφορές των ανθρώπων. Αυτές που μένουν, αμετάβλητες, είναι μόνο οι ηθικές αξίες της ζωής. Ας είμαστε διαλλακτικοί και οπλισμένοι με υπομονή.
Φίλες και φίλοι, η ζωή δεν πλάθεται ανάλογα με τις προσωπικές μας πεποιθήσεις και επιθυμίες. Δε μπαίνει στα καλούπια της δικής μας επιλογής. Κυλάει ελεύθερα, όπως το νερό στο αυλάκι, ξεπερνώντας μικρά και μεγάλα εμπόδια. Έτσι κυλούσε από την αρχή της ζωής των ανθρώπων και έτσι θα συνεχίσει να κυλάει.
Το σύνθημα «αντισταθείτε», που ακούγεται στους κοινωνικούς αγώνες, προσωπικά, δε με εκφράζει, για τους ηθικούς αγώνες της ζωής μας. Προτιμώ σαν σύνθημα το «μη συσχηματίζεσθε». Δηλαδή, κρατείστε στη ζωή σας τις ηθικές αξίες, όπως την αγάπη, και την πνευματική ελευθερία, την ανοχή και την ευγένεια, την επιείκεια και τη διακριτικότητα, που διαφοροποιούν τη συμπεριφορά των ανθρώπων από εκείνη των αλόγων ζώων και δίνουν ποίηση στην καθημερινότητά μας, την κουρασμένη.
Γιατί η ποίηση στη ζωή μας, είναι εκείνη, που τελικά, προδιαγράφει την αξιοπρεπή επικοινωνία με τους συνανθρώπους μας και προετοιμάζει μιαν ευλογημένη έξοδο προς την αιωνιότητα, η οποία, ιδιαίτερα στην εποχή μας, είναι άγνωστο πότε θα έρθει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου