ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ
Κεφάλαιο πρώτο:
Μ Ε Τ Α Τ Α Φ Υ Σ Ι Κ Α
Έτσι η Μεταφυσική κατέκτησε
τον τίτλο της απόλυτης αμηχανίας
της φιλοσοφίας.
(Μ. ΧΑÏΝΤΕΓΚΕΡ, Ο Καντ και το Πρόβλημα της Μεταφυσικής )
Έτσι η Μεταφυσική κατέκτησε
τον τίτλο της απόλυτης αμηχανίας
της φιλοσοφίας.
(Μ. ΧΑÏΝΤΕΓΚΕΡ, Ο Καντ και το Πρόβλημα της Μεταφυσικής )
«Υπάρχει
μια επιστήμη που μελετά το όντως Είναι και τα βασικά του γνωρίσματα». Η
δήλωση αυτή του Αριστοτέλη στην αρχή του βιβλίου Γ της Μεταφυσικής,
μοιάζει κοινότυπη, μετά από τουλάχιστον είκοσι αιώνες μεταφυσικής
αναζήτησης. Δεν ήταν όμως για τους συγχρόνους του. Ίσως η βεβαιότητα με
την οποία ο Αριστοτέλης επέμενε αποφασιστικά στην ύπαρξη
μιας τέτοιας επιστήμης, αντιπροσώπευε λιγότερο μια διαπίστωση από ό,τι
πρόδιδε μια ανεκπλήρωτη ως τότε ελπίδα. Η επιμονή του για την ύπαρξη
μιας επιστήμης του καθεαυτό Είναι όπως
προδίδουν τα λόγια του – την στιγμή που αυτή η ιδιαίτερη φροντίδα
απουσιάζει όταν πρόκειται για τις «ειδικές» επιστήμες – δείχνει ακριβώς
ότι η σκοπιμότητα και το νόημα αυτής της νέας επιστήμης δεν ήταν
αυτονόητα για τους ακροατές του, και ίσως ακόμη ούτε γι’ αυτόν τον ίδιο.
Οι διακρίσεις της γνώσης
Η επιστήμη αυτή δεν είχε ούτε
προγόνους ούτε παράδοση. Αρκεί να ανατρέξουμε στα αναγνωρισμένα πεδία
της γνώσης πριν από τον Αριστοτέλη για να αντιληφθούμε ότι πουθενά δεν
υπήρξε θέση γι’ αυτό που σήμερα αποκαλούμε οντολογία.
Οι πλατωνικοί κατέτασσαν γενικά την θεωρητική γνώση σε τρεις
κατηγορίες: την διαλεκτική, την φυσική και την ηθική. Σύμφωνα με τον Sextus Empiricus,
ο Ξενοκράτης είχε υποκαταστήσει την διαλεκτική με την λογική, και ο
Αριστοτέλης ο ίδιος διατηρεί αυτή την κατάταξη σε ένα από τα κείμενά
του, πλατωνικής επιρροής, τα Τοπικά,
η οποία όπως φαίνεται επεκράτησε και στην Σχολή: «Εάν περιορισθούμε
στην απλή περιγραφή, θα διακρίνουμε τρία είδη προτάσεων και προβλημάτων:
σε ό,τι αφορά τις προτάσεις, άλλες είναι ηθικές, άλλες φυσικές και
άλλες τέλος λογικές» (Τοπ., Ι, 14, 105 b
20)· μια διάκριση που ο Αριστοτέλης δέχεται ότι είναι κατά προσέγγιση,
επιφυλασσόμενος να την αντικαταστήσει στο μέλλον από μια περισσότερο
επιστημονική.
Το
παράδοξο είναι ότι αυτή η τριμερής διάκριση, που δεν αφήνει χώρο για
«μεταφυσικές» αναζητήσεις, επέζησε του αριστοτελισμού, σαν οι διάδοχοί
του να παρέλειψαν ή να αγνόησαν την προσπάθεια του Αριστοτέλη να
δημιουργήσει μια νέα επιστήμη. Γνωρίζουμε την διατύπωση με την οποία οι
Στωικοί οριοθετούν και διακρίνουν ολόκληρο τον τομέα της φιλοσοφίας: ένα
χωράφι στο οποίο η φυσική αποτελεί το έδαφος, η λογική την περίφραξη
και η ηθική την σοδειά. Ο Διογένης ο Λαέρτιος, ερμηνευτής περιορισμένης
ευφυΐας αλλά πιστός στην μέση φιλοσοφική παράδοση, επαναλαμβάνει ως
αυτονόητη την πλατωνική και στωϊκή διάκριση: «Η φιλοσοφία διακρίνεται σε
τρία μέρη: την φυσική, την ηθική και την διαλεκτική. Η φυσική
πραγματεύεται τον κόσμο και το περιεχόμενό του, η ηθική την ζωή και τα
ήθη, η διαλεκτική προσφέρει στην δύο άλλες κατηγορίες τα μέσα έκφρασης».
Επί πλέον αυτός ό ίδιος ο Διογένης ο Λαέρτιος, συνοψίζοντας την
φιλοσοφία του Αριστοτέλη, θεωρεί φυσικό να την επαναφέρει στα
παραδοσιακά πλαίσια: αν και δέχεται την αριστοτελική διάκριση ανάμεσα
στην πρακτική και την θεωρητική φιλοσοφία, διακρίνει
την πρώτη σε ηθική και πολιτική και την δεύτερη σε φυσική και λογική,
γεγονός που επαναφέρει την κλασσική κατάταξη, με μια μικρή διαφορά – τον
διαχωρισμό της ηθικής από την πολιτική.
Η
διατήρηση μιας παράδοσης που ο Αριστοτέλης επιθυμούσε χωρίς αμφιβολία
να τροποποιήσει, προδίδει κατ’ αρχήν την αποτυχία του στο συγκεκριμένο
πεδίο. Η επιστήμη του όντως Είναι δεν είχε προϊστορία: δεν θα έχει ούτε
άμεση συνέχεια. Ο Θεόφραστος μόνο θα επαναφέρει, σε απορητική εξ άλλου
μορφή, τα μεταφυσικά προβλήματα που έθεσε ο δάσκαλός του.
Από την εποχή του Στράτωνα η αριστοτελική σχολή θα ασχοληθεί με την
φυσική και ηθική αναζήτηση κυρίως, και σε μικρότερο βαθμό με την λογική,
σαν να ήταν αυτό μόνο το αντικείμενο ολόκληρης της φιλοσοφίας: όχι μόνο
η αναγκαιότητα και το νόημα, αλλά ακόμη και η ύπαρξη προβλημάτων
που δεν άπτονται της φυσικής, της ψυχικής ή της ηθικής τάξεως,
παραγνωρίζονται έκτοτε, ακόμη και σε έναν χώρο που υποτίθεται ότι
τροφοδοτεί η σκέψη του Αριστοτέλη. Η νεογέννητη επιστήμη του όντως Είναι
θα αφεθεί για αιώνες στη λήθη.
Η μεταφυσική σε λήθη
Η ιδιότυπη μοίρα της Μεταφυσικής,
πρώτα κατά την διάρκεια της νεοπλατωνικής ανανέωσης και μετά, ύστερα
από μια νέα έκλειψη, κατά την σχολαστική αναγέννηση του 13ου και του 14ου
αιώνα, μας οδηγεί να συμπεράνουμε ότι η εναλλαγή αυτή λήθης και
αναγέννησης, υπογείων διαβάσεων και αναδύσεων, είναι απόδειξη μιας
παράξενης διανοητικής περιπέτειας. Εάν, εξ άλλου, δώσουμε βάση στην λίγο
ως πολύ μυθολογική περιγραφή που διατηρείται από την Αρχαιότητα, οι
παραπάνω χαρακτηρισμοί σχεδόν χάνουν τον μεταφορικό τους χαρακτήρα.
Σύμφωνα με την μυθιστορηματική εκδοχή που μας κληρονόμησαν ο Στράβων και
ο Πλούταρχος, τα χειρόγραφα του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου
παραδόθηκαν από τον δεύτερο στον σύγχρονό του Νηλέα· οι κληρονόμοι του
Νηλέα, άνθρωποι απαίδευτοι, τα έθαψαν σε μια σπηλιά στην Σκήψη (της
Μικράς Ασίας) για να τα προστατέψουν από την βιβλιοφιλική βουλιμία των βασιλέων της Περγάμου· πολλά χρόνια αργότερα, τον 1ο
αιώνα π. Χ., οι απόγονοί τους τα μοσχοπούλησαν στον Περιπατητικό
Απολλικώνα της Τέω, που τα αντέγραψε. Τέλος, κατά τον πόλεμο εναντίον
του Μιθριδάτη, ο Σύλλας ιδιοποιήθηκε την βιβλιοθήκη του Απολλικώνα και
την μετέφερε στην Ρώμη, όπου και αγοράστηκε από τον γραμματικό
Τυραννίωνα: απ’ αυτόν παρέλαβε τα αντίγραφα ο τελευταίος μαθητής του
Λυκείου, Ανδρόνικος ο Ρόδιος, και περί το 60 π. Χ. δημοσίευσε την πρώτη
έκδοση των «εσωτερικών» (esoteriques) κειμένων του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου (ενώ τα «εξωτερικά» (exoterique)
έργα, που δημοσίευσε ο ίδιος ο Αριστοτέλης και έχουν χαθεί, δεν έπαψαν
να είναι γνωστά). Το γεγονός επομένως ότι το αριστοτελικό Corpus επέζησε της
υγρασίας και των σκουληκιών, μέχρι την «εκταφή» του από τον Ανδρόνικο
της Ρόδου, οφείλεται σε μια σειρά από ευτυχείς συμπτώσεις.
Σήμερα έχουμε την τάση να αποκαλούμε αυτή την διήγηση, σύμφωνα με την έκφραση του Robin,
διαφημιστικό «φυλλάδιο», εμπνευσμένο από τον ίδιο τον Ανδρόνικο,
προκειμένου να μας πείσει για τον ολοκληρωτικά πρωτότυπο χαρακτήρα των
κειμένων που εξέδιδε. Δεν είναι πράγματι πιθανό, τα επιστημονικά κείμενα
του Αριστοτέλη να αγνοήθηκαν από την αριστοτελική σχολή μετά τον
Στράτωνα, είτε και από τους αντιπάλους της Σχολής (Μεγαρείς,
Επικούρειους, Στωικούς), οι οποίοι συχνά τα αναφέρουν στην πολεμική
τους. Αυτό όμως που συνήθως μας
διαφεύγει είναι ότι η διήγηση του Στράβωνα αναδεικνύει ευδιάκριτα την
φιλοσοφική παρακμή της περιπατητικής σχολής μετά τον Στράτωνα και
ιδιαίτερα την απόλυτη αποσιώπηση των μεταφυσικών αναζητήσεων: «Συχνά, οι
αρχαίοι Περιπατητικοί, διάδοχοι του Θεόφραστου, που δεν διέθεταν αυτά
τα κείμενα, εκτός από έναν περιορισμένο αριθμό, και κυρίως εξωτερικής
φιλοσοφίας, αδυνατούσαν να φιλοσοφήσουν επιστημονικά (πραγματικῶς) και περιορίζονταν σε απαγγελίες προϋπαρχόντων πραγματειών» (Στράβων, XIII, 54). Ο Πλούταρχος ερμηνεύει επίσης την παραγνώριση των έργων του Δασκάλου, σαν δικαιολογία, την ανεπάρκεια της Σχολής.
Φαίνεται
ότι τόσο ο Στράβων όσο και ο Πλούταρχος προσπάθησαν αφ’ ενός να
δικαιολογήσουν τις ελλείψεις της περιπατητικής σχολής και αφ’ ετέρου να
επαινέσουν την πρωτοτυπία του έργου του Ανδρόνικου. Πίσω από τις απόψεις
τους διακρίνουμε το διπλό συναίσθημα έκπληξης και ικανοποίησης των
λόγιων συγχρόνων τους, όταν αντιλήφθηκαν την ανεκτίμητη «ανακάλυψη» που
τους προσέφερε η έκδοση του Ανδρόνικου. Η ευκολότερη εξήγηση γι’ αυτούς
ήταν να παραδεχτούν ότι τα κείμενα αυτά δεν άσκησαν καμία επίδραση,
γιατί είχαν αγνοηθεί: πνεύματα που έλκονται από ρομαντισμό θα μπορούσαν
να αποδεχθούν την κατά κάποιο μυθικό τρόπο ταφή και εκταφή για να
ερμηνεύσουν την ιστορία μιας απώλειας και μιας ανεύρεσης, που ίσως
οφείλεται σε βαθύτερες αιτίες. Ακόμη και αν δεχθούμε κατά γράμμα την
περιγραφή του Στράβωνα και του Πλούταρχου, θα πρέπει να εξηγήσουμε γιατί
ο Θεόφραστος παρέδωσε άφρον τις στον σκοτεινό Νηλέα μια βιβλιοθήκη, την
οποία ο διάδοχός του στο Λύκειο θα μπορούσε να αξιοποιήσει· αν του
αποδώσουμε πραγματικά την ευθύνη αυτής της ενέργειας, θα πρέπει να
συμπεράνουμε ότι κυκλοφορούσαν αρκετά αντίγραφα των παραδόσεων του
Αριστοτέλη, ώστε το Λύκειο να μην στερηθεί, εξ αιτίας του, σημαντικών
κειμένων· αν όμως όντως τελικά τα χειρόγραφα του Αριστοτέλη κατέληξαν σε
μια αποθήκη, αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχε κανείς που να ενδιαφερόταν
γι’ αυτά. Οποιαδήποτε εκδοχή και αν διαλέξουμε, η διατήρηση του Λυκείου
ως οργανωμένη σχολή με σκοπό την διάδοση του έργου του Αριστοτέλη, μας
εμποδίζει να δεχτούμε μια τυχαία απώλεια: σε καμία περίπτωση η απώλεια
δεν εξηγεί την λήθη, η λήθη είναι που ερμηνεύει την απώλεια, και αυτή
την λήθη θα πρέπει πρώτα να διαλευκάνουμε.
Αυτή
η λήθη, όπως αποδείχθηκε πρόσφατα, δεν υπήρξε ποτέ οριστική για
ορισμένα έργα του Αριστοτέλη: ορισμένα κείμενα της σχολής του Επίκουρου
κυρίως ή ακόμη και του Κικέρωνα ερμηνεύονται μόνο στη βάση της γνώσης εσωτερικών έργων
του Αριστοτέλη, η οποία μάλιστα προηγείται της έκδοσης του Ανδρόνικου.
Υπάρχει όμως ένα σύνολο μελετών, απ’ τις οποίες δεν συναντάται κανένα
ίχνος μετά τον Θεόφραστο, μέχρι τον 1ο αιώνα μ. Χ. (δηλαδή
σχεδόν έναν αιώνα μετά την έκδοση του Ανδρόνικου), και για τις οποίες
επομένως το ερώτημα παραμένει: αφορούν στην ομάδα των αποκαλουμένων μεταφυσικών κειμένων.
Μπορούμε
να προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τις αιτίες αυτής της λήθης: η δυσκολία
του αντικειμένου, ο αφηρημένος χαρακτήρας της έρευνας του όντως Είναι, η
συγκρότηση του πνεύματος που απαιτείται για την σύλληψη ενός μη
ιδιαίτερου Είναι, εξηγεί ήδη την στάση ορισμένων λιγότερο προικισμένων ή
απλώς προικισμένων με περισσότερο θετική σκέψη πνευμάτων, καθώς και το
γεγονός ότι ο δάσκαλός τους εγκατέλειψε πρόωρα την ανάγνωση κειμένων που
τους απωθούσαν με την ξηρότητα και την αφηρημένη μορφή τους, ενώ
επιπλέον η μεταφυσική έρευνα, στερημένη από την ενθάρρυνση και την
στήριξη των αριστοτελικών κειμένων, πολύ σύντομα στέρεψε. Αλλά η
ερμηνεία αυτή δεν επαρκεί: το να μην καταλαβαίνει κάνεις τα μαθηματικά
είναι διαφορετικό από το να ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν·
οι μαθητές του Αριστοτέλη θα μπορούσαν να αποστραφούν την μεταφυσική,
παραχωρώντας της ωστόσο μια θέση στο γνωστικό οικοδόμημα. Αυτό που στην
πραγματικότητα χάθηκε για αιώνες δεν είναι μόνο η κατανόηση των
μεταφυσικών προβλημάτων, αλλά το ίδιο το νόημα της ύπαρξής τους.
Συνέπεια και αιτία αυτής της θεμελιακής απώλειας υπήρξε προφανώς η
διατήρηση της διάκρισης του Ξενοκράτους κατά την λογική, την φυσική και
την ηθική τάξη: συνέπεια ασφαλώς, επειδή η εγκυρότητά της θα είχε
επανεξεταστεί εάν η μεταφυσική είχε επιβληθεί σαν νέα επιστήμη· αλλά και
αιτία επίσης, με την έννοια ότι η διάκριση αυτή που διεκδικούσε την
πληρότητα διαπότισε τα πνεύματα, σε βαθμό που να καταστήσει ψυχολογικά
αδύνατη κάθε νέα διάρθρωση του φιλοσοφικού πεδίου. Εδώ παρατηρείται
το φαινόμενο της «διανοητικής εμπλοκής», ανάλογο με αυτό που
περιγράφεται και σε άλλους τομείς της ελληνικής σκέψης. Και αυτή είναι
πιθανότατα η βαθύτερη αιτία για την οποία τα μεταφυσικά κείμενα
αγνοήθηκαν ή παραγνωρίστηκαν μέχρι την εποχή του Ανδρόνικου του Ρόδιου:
αντί να επιχειρηθεί η αναγκαία ριζική αναθεώρηση των φιλοσοφικών
δεδομένων, που θα παραχωρούσε μια θέση σ’ αυτούς τους ‘εισβολείς’,
προτιμήθηκε η διατήρηση της παραδοσιακής διάκρισης της φιλοσοφίας,
επιλογή που είχε σαν συνέπεια τον αποκλεισμό, δια του χαρακτηρισμού του
σκοτεινού σε πρώτη φάση, και στην συνέχεια του ανύπαρκτου,
συνεπικουρούσης της λήθης, σε οτιδήποτε δεν μπορούσε να ενταχθεί σ’
αυτήν.
Απώλεια του ενδιαφέροντος για την μεταφυσική
Είναι γεγονός πάντως ότι ο Αριστοτέλης δεν κατόρθωσε να προκαλέσει, όσο ζούσε, την αναδιάρθρωση του φιλοσοφικού
πεδίου που προϋπέθετε η εμφάνιση μιας νέας επιστήμης, που για πρώτη
φορά θα είχε ως αντικείμενο, όχι πλέον κάποιο ιδιαίτερο Είναι αλλά το
όντως Είναι. Είναι κατανοητό το ότι ο Αριστοτέλης δεν κατόρθωσε να
επιβάλει την άποψή του στις αντίπαλες σχολές, οι οποίες όμως, σε έναν
άλλο τομέα, στον οποίον ο Σταγειρίτης φάνηκε πιο τυχερός, αναγκάστηκαν να του αναγνωρίσουν την
θεμελίωση της λογικής. Το γεγονός όμως ότι δεν κατόρθωσε να πείσει τους
ίδιους τους μαθητές του για τον ιδιάζοντα χαρακτήρα μιας επιστήμης του
όντως Είναι και της σημασίας που θα είχε η έρευνά της, μας δημιουργεί
μια περίεργη αίσθηση, που μας αναγκάζει να αναρωτηθούμε μήπως ο
Αριστοτέλης προκάλεσε ο ίδιος αυτή την εξέλιξη. Θα ήταν ενδιαφέρον να
αναφερθούμε σ’ αυτό το σημείο, στις απόψεις του W. Jaeger
για την εξέλιξη της σκέψης του Αριστοτέλη: κατ’ αυτόν τα μεταφυσικά
κείμενα δεν τοποθετούνται στην τελευταία περίοδο της ζωής του φιλοσόφου
(υπόθεση που θα επιβεβαίωνε όσους επιθυμούν να ερμηνεύσουν έτσι την μη
ολοκλήρωσή τους), αλλά είχαν ήδη ξεκινήσει να γράφονται κατά την δεύτερη
περίοδο της παραμονής του στην Αθήνα. Υποστηρίζει δηλαδή ότι ο
Αριστοτέλης, πριν ολοκληρώσει την συγγραφή τους εγκατέλειψε τις
μεταφυσικές του έρευνες, για να αφοσιωθεί σε μελέτες ιστορικού και
βιολογικού περιεχομένου: συλλογή συνταγματικών κανόνων, θέσπιση μιας
λίστας νικητών στα Πύθια, προβλήματα πρακτικής φυσικής, παρατηρήσεις επί των ζώων. Ο W. Jaeger μας
παρουσιάζει επίσης έναν Αριστοτέλη, που στο τέλος της ζωής του
μετέτρεψε το Λύκειο σε κέντρο επιστημονικής έρευνας. Μαρτυρία γι’ αυτή
την εξέλιξη αποτελεί ένα κείμενο από το βιβλίο Ι της πραγματείας Περί ζώων μορίων:
η γνώση των γήινων πραγμάτων που υπόκεινται στην εξέλιξη και την φθορά,
δεν είναι λιγότερο αξιοπρεπής, ενώ διαθέτει μεγαλύτερη έκταση και
βεβαιότητα από αυτήν των αιωνίων και θείων υπάρξεων· και εις επήρειαν
αυτής της άποψης, ο Αριστοτέλης μνημονεύει την απάντηση του Ηρακλείτου
στους επισκέπτες που τον βρήκαν να ζεσταίνεται στην φωτιά της κουζίνας
του και δίστασαν να τον πλησιάσουν: «Ελάτε, υπάρχουν και εδώ θεοί, και ενταύθα θεούς».
Στο απόσπασμα αυτό, εισαγωγικού χαρακτήρα, είναι εμφανής η πρόθεση
αναβάθμισης της γνώσης του ανθρώπινου σώματος, για την οποία ο νεαρός
Αριστοτέλης δεν είχε κρύψει την αποστροφή του. Αν παραδεχτούμε ότι η
φιλοσοφία, η σοφία, δεν
ασχολείται με ό,τι γεννιέται και χάνεται, δεν θα πρέπει να αναγνωρίσουμε
επίσης σ’ αυτή την αποκατάσταση της «γήινης» αναζήτησης, την ομολογία
μιας αποποίησης της πέρα από τα ανθρώπινα σοφίας, που έχει το διπλό
μειονέκτημα να είναι δυσχερής στην πρόσβαση και να μην αφορά άμεσα στην
ανθρώπινη συνθήκη;
Αυτό είναι, εξ άλλου, και το συμπέρασμα των ερευνών του W. Jaeger.
Θα πρέπει όμως να αναρωτηθούμε αν αυτή η ερμηνεία της σταδιοδρομίας του
Αριστοτέλη είναι η μόνη δυνατή και αν η σταδιακή επικράτηση των θετικών
αναζητήσεων δεν συμπεραίνει την διεύρυνση του φιλοσοφικού πεδίου ή μια
μετουσίωση του νοήματός του, άλλο τόσο όσο εκφράζει την εγκατάλειψή του.
Μήπως θα πρέπει να θεωρήσουμε πιθανό, οι μαθητές του Αριστοτέλη να
ερμήνευσαν ως οριστική παραίτηση την παραδοχή μιας αμφιβολίας του
φιλοσόφου, απαραίτητης για την ίδια την μεταφυσική; Ενδέχεται όμως οι
ενασχολήσεις του γηράσκοντος Αριστοτέλη, που ίσως παρερμηνεύτηκαν και
πιθανότατα δεν ερευνήθηκαν επαρκώς, να αποτελούν την απαρχή της
απομάκρυνσης του Λυκείου από την αφηρημένη αναζήτηση και τον εμπειρικό
προσανατολισμό των προηγουμένων έργων του δασκάλου. Έτσι η εξωτερική
ιστορία της Μεταφυσικής μας επαναφέρει στην εσωτερική ερμηνεία: η αφήγηση του Στράβωνα και του Πλούταρχου απλώς σκιαγραφεί, σε δεύτερο επίπεδο, το δράμα της απώλειας και της ανεύρεσης, που παίζεται κυρίως μέσα στο έργο του ίδιου του Αριστοτέλη.
*
* *
Η τάξη της γνώσης
Μέχρι τώρα, αναφερθήκαμε στην μεταφυσική και την επιστήμη του όντως Είναι εξομοιώνοντας προσωρινά,
κατά την παράδοση, τις δύο έννοιες. Στην πραγματικότητα η εξομοίωση
αυτή δεν είναι αυτονόητη, χρειάζεται να ερευνηθεί: γνωρίζουμε ότι ο
προσδιορισμός μετά τα φυσικά είναι μεταγενέστερος του Αριστοτέλη· πιστεύεται συνήθως ότι οι εκδότες του Αριστοτέλη βρέθηκαν
στην ανάγκη να εφεύρουν έναν τίτλο, επειδή ο Σταγειρίτης δεν άφησε
καμία σχετική ένδειξη. Όπως θα δούμε όμως υπήρξε μία ένδειξη αναφερόμενη
στην πρώτη φιλοσοφία ή θεολογία.
Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον τριών όρων: επιστήμη του όντως Είναι, πρώτη
φιλοσοφία (ή θεολογία) και μεταφυσική. Είναι άραγε συνώνυμοι; Αν
ναι, γιατί η παράδοση δεν αρκέστηκε στους δύο πρώτους, δηλ. αυτούς που
καθιέρωσε ο ίδιος ο Αριστοτέλης; Αν όμως δεν είναι συνώνυμοι, ποια είναι
η σχέση τους; Μήπως η πρώτη φιλοσοφία είναι και η επιστήμη του όντως Είναι, και αν δεν ταυτίζονται, ποια από τις δύο είναι η μεταφυσική;
Η πρώτη αναφορά του τίτλου μετά τα φυσικά που γνωρίζουμε συναντάται στον Νικόλαο της Δαμασκού (1ο ήμισυ του 1ου
μ.Χ αιώνα). Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται από τον Διογένη τον Λαέρτιο –
πηγή του οποίου υπήρξε ένας κατάλογος που αποδίδεται στον Έρμιππο ή
ίσως ακόμη και στον Αρίστωνα τον Κείο, κατά πολύ προγενέστερο του
Νικολάου της Δαμασκού – οδήγησε στην απόδοση της πατρότητας του ορισμού
σ’ αυτόν (ο τίτλος επαναλαμβάνεται σε μεταγενέστερους καταλόγους: του
Ανωνύμου της Μενάγης και του Πτολεμαίου). Η ύστερη προέλευση αυτού του
τίτλου θεωρήθηκε για καιρό σαν αρκετή απόδειξη του μη αριστοτελικού του
χαρακτήρα: είναι ένας καθαρά εξωγενής προσδιορισμός, είπαν, για την
κατάταξη των έργων στην έκδοση του Ανδρόνικου του Ρόδιου.
Η κλασσική αυτή ερμηνεία βασίζεται στο κατ’ αρχήν αμφισβητήσιμο αξίωμα ότι τα κριτήρια της κατάταξης είναι αναγκαία εξωγενή και
επομένως δεν έχουν φιλοσοφικό περιεχόμενο. Όπως όμως παρατηρήσαμε
νωρίτερα, οι τρείς αρχικοί κατάλογοι των έργων του Αριστοτέλη βασίστηκαν
σε μια συστηματική κατάταξη που ενέπνευσαν μερικώς οι οδηγίες του ίδιου
του Σταγειρίτη. Και είναι πιθανό η έκδοση του Ανδρόνικου να
ανταποκρίνεται σε αντίστοιχες προθέσεις· υπάρχει εξ άλλου και μια
μαρτυρία του Ιωάννη του Φιλόπονου που πιστοποιεί, ότι η φροντίδα της
ενδογενούς κατάταξης της διδασκαλίας και της μελέτης, που θα αποτελέσει
κλασσικό αντικείμενο έρευνας των σχολιαστών, ήταν ήδη παρούσα στον
Ανδρόνικο: «o Βοήθιος
της Σιδώνας λέει ότι η κατάταξη πρέπει να ξεκινήσει από την φυσική,
διότι μας είναι γνωστότερη και περισσότερο οικεία· θα πρέπει λοιπόν να
αρχίσουμε από το περισσότερο βέβαιο και γνωστό. Αλλά ο δάσκαλός του ο
Ανδρόνικος ο Ρόδιος έλεγε, βασιζόμενος σε μια βαθύτερη έρευνα, ότι θα
έπρεπε να αρχίσουμε από την λογική, διότι αυτή πραγματεύεται την
απόδειξη». Και τόσο πιστή θεωρήθηκε στην Αρχαιότητα η κατάταξη του Corpus από τον Ανδρόνικο, ώστε ο Πορφύριος, στο κεφάλαιο 24 της Ζωής του Πλωτίνου, πρότεινε να ληφθεί σαν πρότυπο για την κατάταξη των έργων και του δικού του δασκάλου.
Αν η ονομασία μεταφυσική
υπήρξε τυχαία, είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι προσφέρθηκε τόσο άμεσα
σε μια φιλοσοφική ερμηνεία. Ο Καντ δεν πιστεύει ότι μπορεί συμπτωματικά
μια αυθαίρετη ονομασία να καταλήξει στον θετικό προσδιορισμό του ίδιου
του περιεχομένου του έργου: «Σε ό,τι αφορά την ονομασία της μεταφυσικής,
είναι τόσο κατάλληλη γι’ αυτήν την επιστήμη, που δεν μπορούμε να
πιστέψουμε ότι προήλθε τυχαία: εάν ορίσουμε την φύση και παραδεχθούμε
ότι η γνώση της είναι εμπειρικό γεγονός, η επιστήμη που την ακολουθεί
καλείται μεταφυσική. Είναι μια επιστήμη που κατά κάποιον τρόπο βρίσκεται
εκτός, δηλαδή πέρα από τον τομέα της φυσικής.
Το νόημα του μετά
Ο ενδογενής χαρακτήρας της ονομασίας Μεταφυσική
είναι ο μόνος που υιοθέτησαν οι Έλληνες σχολιαστές, οι οποίοι, αν και
απέδωσαν λανθασμένα την πατρότητα στον ίδιον τον Αριστοτέλη, γνώριζαν
οπωσδήποτε περισσότερα από εμάς για την προέλευσή της. Υπάρχουν δύο είδη
ερμηνείας, ανάλογα με το νόημα που αποδίδεται στην πρόθεση μετά.
Σύμφωνα με την πρώτη, που θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε «πλατωνίζουσα», η πρόθεση μετά προσδιορίζει ιεραρχικά το αντικείμενο· η μεταφυσική έχει ως αντικείμενο αυτό που βρίσκεται πέρα από την φύση: υπέρ φύσιν ή επέκεινα των φυσικών. Αυτές οι εκφράσεις συναντώνται σε μια πραγματεία του Ερέννιου, αλλά σε ένα απόσπασμα που, σύμφωνα με τον R. Eucken,
παρεμβάλλεται κατά την Αναγέννηση: η ερμηνεία αυτή, που είναι τρέχουσα
στον Μεσαίωνα, κυριάρχησε ακριβώς με την ανανέωση του πλατωνισμού. Η
ιδέα είναι ήδη αναμφισβήτητα παρούσα στους νεοπλατωνικούς σχολιαστές.
Κατά τον Σιμπλίκιο «ό,τι πραγματεύεται περιεχόμενα εντελώς διαφορετικά
από την ύλη (περί τα χωριστά πάντη της ύλης) και την καθαυτό δραστηριότητα της ενεργητικής Διάνοιας … αποκαλείται θεολογία, πρώτη φιλοσοφία και μεταφυσική (μετά τα φυσικά), διότι τοποθετείται πέρα από τα φυσικά πράγματα (ως επέκεινα των φυσικών τεταγμένην).» Και επίσης «οι συγκεκριμένες μελέτες επί της αρχής
της ουσίας που είναι διακριτή και υφίσταται ως αντικείμενο σκέψης …
αποτελούν πρώτη φιλοσοφία ή, κατά το αυτό νόημα, πραγματεία περί αυτών
που είναι πέρα από τα φυσικά πράγματα (της υπέρ τα φυσικά πραγματείας) και αποκαλείται μεταφυσική (μετά τα φυσικά).»
Η
ερμηνεία αυτή απορρίφθηκε ως νεοπλατωνική. Ίσως όμως να είναι απλώς
πλατωνική. Οπωσδήποτε αντιστοιχεί σε έναν από τους πλατωνίζοντες
ορισμούς που δίνει ο Αριστοτέλης στο περιεχόμενο της πρώτης φιλοσοφίας.
Εάν υπάρχει «κάτι το αιώνιο, το ακίνητο και το διακριτό», η μελέτη του
ανήκει στον χώρο της πρώτης φιλοσοφίας, δηλαδή της θεολογίας (Μετ., Ε,
Ι, 1026 α 10). Διότι αυτό είναι το κατ’ εξοχήν θεολογικό πρόβλημα:
«Υπάρχει, πέρα (παρά) από
τις αισθητές ουσίες, μια ακίνητη και αιώνια ουσία ή όχι· και αν αυτή η
ουσία υπάρχει, τί είναι;» (Μετ., Μ, Ι, 1076 α 10). Ασφαλώς οι
νεοπλατωνικοί σχολιαστές θα μετατρέψουν σε σχέση υπέρβασης (υπέρ) αυτό που για τον Αριστοτέλη είναι απλώς μια σχέση διαχωρισμού (παρά)· η ιδέα όμως της προτεραιότητας είχε ήδη σαφώς καθοριστεί από την κατηγορία της πρώτης
φιλοσοφίας: η φιλοσοφία του διακριτού και ακίνητου Είναι, είναι πρώτη,
όχι μόνο χάρη στη θέση της στην τάξη της γνώσης, αλλά επίσης για την
οντολογική εντιμότητα του αντικειμένου της. Η προτεραιότητα είναι επίσης συνώνυμη της εντιμότητας: « Η κατ’ εξοχήν έντιμη επιστήμη (τιμιωτάτη) πρέπει να αφορά στο πλέον έντιμο είδος» (Μετ. Ε, Ι, 1026 α 21), είδος που αποτελεί την απόλυτη αρχή:
κατ’ αυτόν τον τρόπο, η πρώτη επιστήμη, επιστήμη της αρχής, θα
γνωρίσει, κατά μείζονα λόγο, αυτό του οποίου η αρχή είναι αρχή και θα
γίνει έτσι «καθολική επειδή είναι πρώτη» (Μετ. Ε, Ι, 1026 α 30). Δεν
υπήρχε τίποτε σ’ αυτές τις θέσεις που θα εμπόδιζε ένα πνεύμα πλατωνικής
παιδείας να τις αφομοιώσει στην δική του θεωρία: η πλατωνίζουσα ερμηνεία
λοιπόν, όχι μόνο δεν ήταν αυθαίρετη, αλλά επιβεβαιωνόταν και μέσα από
ορισμένα κείμενα του ίδιου του Αριστοτέλη· και επιπλέον πρόσφερε την
δυνατότητα συμβιβασμού του μετά της μεταφυσικής, με την προτεραιότητα που απέδωσε ο Αριστοτέλης στην επιστήμη του ακίνητου και διακριτού Είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου