ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η «ΖΗΤΟΥΜΕΝΗ» ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Κεφάλαιο ΙΙ
Ε Ι Ν Α Ι Κ Α Ι Λ Ο Γ Ο Σ
3. Η πολλαπλότητα των νοημάτων του όντος: η θεωρία (συνέχεια 2)
Ομωνυμία και συνωνυμία
Μια
σαφής επιφύλαξη διατυπώνεται όμως εδώ ως προς την εγκυρότητα αυτής της
θεωρίας: πώς το όν μπορεί να έχει πολλαπλά νοήματα χωρίς να υποπέσει ο
ανθρώπινος λόγος στην αμφιβολία και να αναιρεθεί αυτόχρημα ως λόγος
σημαίνων; Μήπως ήρθε η στιγμή να ανατρέξουμε στην μεγαλόστομη
προειδοποίηση που απηύθυνε ο Αριστοτέλης, διά του βιβλίου Γ, στους
αρνητές της αρχής της αντιφάσεως: «Το να μην σημαίνει κάτι ένα πράγμα
είναι σαν να μην σημαίνει τίποτε, και αν τα ονόματα δεν σημαίνουν
τίποτε, τότε αναιρείται κάθε διάλογος μεταξύ των ανθρώπων και στην
πραγματικότητα ακόμη και με τον ίδιο τον εαυτό μας»; Εάν η ενότητα του
νοήματος είναι προϋπόθεση της δυνατότητας ύπαρξης ενός κατανοητού διάλογου
όπως και μιας συγκροτημένης σκέψης, η πολλαπλότητα των νοημάτων που
οδηγούμαστε να αναγνωρίσουμε στη σημαντικότερη όλων των λέξεων, την λέξη
είναι, δεν κινδυνεύει να
ακυρώσει αυτόν τον διάλογο και αυτή την σκέψη; Συνέπεια φυσικά
αδιανόητη, αφού η ύπαρξη του ανθρώπινου λόγου επιβεβαιώνει, ως γεγονός,
την δυνατότητα ύπαρξης αυτού του διπλού διαλόγου, τόσο με τους άλλους
όσο και με τον εαυτό μας· συνέπεια επίσης παράλογη, αφού η ίδια η
ανάλυση των προϋποθέσεων ύπαρξης του λόγου μάς οδήγησε στην διάκριση των
νοημάτων του όντος. Η αλήθεια είναι ότι το βιβλίου Γ μελετούσε τις
προϋποθέσεις συγκρότησης του λόγου , ενώ η διάκριση των νοημάτων
επιτρέπει την κατανόηση του πλούτου του (τη γονιμότητα). Πώς όμως να
στηρίξουμε την γονιμότητα στην ασυνέπεια; Και αντίθετα, τί είδους
συνέπεια θα είχε ένας λόγος που δεν εκφράζει τίποτε, που δεν σημαίνει
τίποτε για τον άλλον, επειδή ακριβώς δεν έχει κανένα νόημα;
Θα
πρέπει επομένως να ερευνήσουμε την συνθήκη των πολλαπλών νοημάτων του
είναι και, για να το πετύχουμε αυτό, να ανατρέξουμε εκ νέου στις
σκόρπιες υποδείξεις του Αριστοτέλη περί της γενικής θεωρίας των
νοημάτων. Όπως είδαμε, το όν είναι πολλαχῶς λεγόμενον. Αλλά τί ακριβώς συνεπάγεται αυτό το πολλαχῶς;
Σημαίνει ότι η λέξη στην οποίαν αφορά, λέγεται για πολλά διαφορετικά
υποκείμενα, όπως για παράδειγμα: ο άνθρωπος είναι ένα όν, το ζώο είναι
ένα όν κ.τ.λ.; Αν ήταν όμως έτσι, κάθε όνομα – εκτός από τα κύρια – θα
λεγόταν πολλαχῶς, σύμφωνα
με την διαπίστωση που αναφέραμε, ότι δηλαδή τα πράγματα είναι ιδιαίτερα
ενώ ο λόγος γενικός. Με αυτή την έννοια υπάρχει όντως μια βασική και
ανυπέρβλητη αβεβαιότητα του ανθρώπινου λόγου, και είναι φυσικό η λέξη ὂν,
η γενικότερη όλων, να ενέχει αυτήν την απροσδιόριστη σχέση με μιαν
πολλαπλότητα, πιθανώς αναρίθμητων υποκειμένων. Είναι όμως διαφορετικό το
να σημαίνει κανείς διαφορετικά πράγματα και διαφορετικό το να τα
σημαίνει με διαφορετικό τρόπο: θα πρέπει εδώ να στρέψουμε την προσοχή
μας κυρίως στην μορφή του επιρρήματος πολλαχῶς ή πλεοναχῶς και όχι στην ιδέα της πολλαπλότητας. Η λέξη όν, όπως και με γενικό τρόπο τα πολλαχῶς λεγόμενα, δεν
σημαίνει μόνο τα διαφορετικά πράγματα αλλά και τις διαφορετικές
σημασίες τους, και δεν είμαστε ποτέ βέβαιοι ότι έχει το ίδιο νόημα κάθε
φορά: πρόκειται επομένως εδώ για μια πολλαπλότητα σημασιών και όχι μόνο
για πολλαπλότητα σημαινομένων – παρατήρηση που περικλείει μιαν ολόκληρη
θεωρία του λόγου, διότι τείνει να αναγνωρίσει, ανάμεσα στο σημείο και το
σημαινόμενο πράγμα, την ύπαρξη ενός ενδιάμεσου χώρου, αυτού της
σημασίας, που εισάγει έναν πρόσθετο παράγοντα απροσδιοριστίας στην ήδη
αμφίβολη σχέση του σημείου με το σημαινόμενο πράγμα.
Τις
διαφορετικές μορφές της νέας αυτής σχέσης ανάμεσα στο σημείον και την
σημασία διακρίνει ο Αριστοτέλης από τις πρώτες γραμμές του έργου του Κατηγορίες: «Αποκαλούμε ομώνυμα τα πράγματα των οποίων το όνομα μόνον είναι κοινό, ενώ η αναφορά της σύμφωνης με το όνομα ουσίας (ὁ κατά τοὒνομα λόγος τῆς οὐσίας) είναι
διαφορετική»· έτσι ένας πραγματικός άνθρωπος και ένας ζωγραφισμένος
είναι ομώνυμοι ως προς το μόνο κοινό που έχουν, δηλαδή το όνομα, ή ακόμη
– ένα ευκρινέστερο παράδειγμα που η Σχολή ανέδειξε ως κλασσικό και
δανείστηκε και ο Σπινόζα – η ομωνυμία ανάμεσα στον αστερισμό του Κυνός
και στο ζώο που γαυγίζει. Αντιστρόφως, «αποκαλούμε συνώνυμα τα πράγματα που έχουν κοινό όνομα όταν και ο προσδιορισμός της ουσίας που ανταποκρίνεται σ’ αυτό το όνομα είναι ο ίδιος» (Κατ., Ι, 1a 6): για παράδειγμα, ο άνθρωπος και το βόδι είναι συνώνυμα ως ζώα, διότι ζώο είναι η κοινή τους ουσία.
Δύο
παρατηρήσεις είναι εδώ απαραίτητες σχετικά με αυτή τη διάκριση (η οποία
υπό την ονομασία αμφισημία και μονοσημία επεκράτησε στον
σχολαστικισμό). Η πρώτη είναι ότι η διάκριση αυτή αφορά άμεσα στα
πράγματα και όχι στα ονόματα: συνώνυμο ή ομώνυμο δεν καλείται το όνομα
αλλά το πράγμα στο οποίο αναφέρεται. Τα πράγματα φυσικά καλούνται
ομώνυμα ή συνώνυμα από την στιγμή που θα ονομαστούν, και θα μπορούσαμε
να πούμε ότι πρόκειται για μια
σχέση εξωγενή και κατά συμβεβηκός· στην πραγματικότητα όμως το
παράδειγμα που μας δίνει ο Αριστοτέλης ( ο άνθρωπος και το άλογο είναι
συνώνυμα στον βαθμό που και τα δύο είναι ζώα) δείχνει ότι αυτό δεν
ισχύει στην περίπτωση της συνωνυμίας: η συνωνυμία εκφράζει μια σχέση
απολύτως πραγματική, που συνίσταται εδώ στο γεγονός ότι ανήκουν σε ένα
κοινό είδος· σε ό,τι αφορά δε στην ομωνυμία, θα δούμε ότι δεν είναι
πάντοτε τυχαία. Επομένως η συνωνυμία και η ομωνυμία δεν είναι απλά
συμβεβηκότα των πραγμάτων, εφ’ όσον ονομάζονται μεν, αλλά μπορούν να
εκφράσουν πραγματικές ιδιότητες, καθ’ όσον αυτές αποκαλύπτονται δια του
λόγου.
Η
δεύτερη παρατήρηση είναι ότι η ομωνυμία και η συνωνυμία αφορούν και οι
δύο στην σχέση ενός μοναδικού σημείου με μια πολλαπλότητα σημαινομένων (άνθρωπος σε σχέση με τον πραγματικό άνθρωπο και τον εικονιζόμενο άνθρωπο, στην μια περίπτωση· ζώο,
σε σχέση με το βόδι και τον άνθρωπο, στην άλλη). Άρα η διαφορά ανάμεσα
στην συνωνυμία και την ομωνυμία δεν βρίσκεται ούτε στην ονομασία (που
είναι η ίδια και στις δύο περιπτώσεις), ούτε στα σημαινόμενα (που είναι
πολλαπλά και στις δύο περιπτώσεις), αλλά στο ενδιάμεσο επίπεδο του
νοήματος (σημασίας) (στις Κατηγορίες προσδιορίζεται με την έκφραση ὁ κατά τοὒνομα λόγος τῆς οὐσίας), που είναι το ίδιο στην περίπτωση της συνωνυμίας, και διπλό ή γενικότερα πολλαπλό στην περίπτωση της ομωνυμίας.
Η
συνωνυμία δεν χρειάζεται περαιτέρω ερμηνεία, διότι αποτελεί τον κανόνα,
ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε αν θέλουμε να έχει νόημα ο λόγος. Εκφράζει
την απαίτηση, που διατυπώνεται στο βιβλίο Γ, μιας μοναδικής σημασίας
για ένα μοναδικό όνομα. Ή καλύτερα, προσδιορίζει το νόημα αυτής της
απαίτησης: για να γίνει ο λόγος μας κατανοητός και να είναι η σκέψη μας
συγκροτημένη, δεν χρειάζεται απαραίτητα κάθε όνομα να σημαίνει ένα
μοναδικό πράγμα, κάτι που
είναι μάλλον αδύνατο, δεδομένου ότι τα ονόματα είναι περιορισμένα ενώ τα
πράγματα απεριόριστα· χρειάζεται όμως κάθε όνομα να έχει ένα μόνο νόημα ή – κατ’ αντιστοιχία – να σημαίνει μια μόνο ουσία. Έτσι η λέξη ζώο,
παρότι χρησιμοποιείται για το βόδι, τον άνθρωπο, για ένα πλήθος ειδών
και μιαν απειρία ατόμων, δεν παύει να είναι μονοσήμαντη, διότι ο
άνθρωπος, το βόδι κ.τ.λ. έχουν κοινή ουσία εφόσον ανήκουν στο γένος του
ζώου.
Εάν
η συνωνυμία είναι ο κανόνας, η ομωνυμία δεν μπορεί παρά να είναι
αβάσιμη. Είδαμε την χρήση (στην πραγματικότητα ασυνείδητη, ελλείψει μιας
θεωρίας του νοήματος) που επεφύλασσαν
οι σοφιστές στην ομωνυμία: χρήση την οποία ο Αριστοτέλης καταγγέλλει ως
την απαρχή όλης της πλάνης τους. Ένας αμφιλεγόμενος λόγος παύει να
είναι σημαίνων και επομένως αυτοκαταργείται: θα πρέπει επομένως να
αποδεχθούμε ότι η ομωνυμία, εφ’ όσον υφίσταται, είναι μια εξαίρεση, και
ότι απάδει προς την φύση του λόγου. Γι’ αυτό και οι σχολιαστές θα
αποφανθούν ότι η καθαυτό ομωνυμία είναι τυχαία, περιστασιακή, ότι είναι ἀπό τύχης. Αν όμως όντως αυτό συμβαίνει, μπορεί εύκολα να διορθωθεί: θα αρκούσε να
δώσουμε διαφορετικά ονόματα στις διαφορετικές σημασίες του κυρίου
ονόματος ή τουλάχιστον να αναγνωρίσουμε ότι είναι δυνατή αυτή η
διευθέτηση (έτσι ο διανοητής θα μπορέσει, αν επιθυμεί οπωσδήποτε να
αποφύγει την ομωνυμία, να δώσει διαφορετικά ονόματα στον Κύνα-αστερισμό
και στο κύνα-ζώο). Η μόνη αδικαιολόγητη και αθεράπευτη ομωνυμία, αυτή
που επικαλούντο οι αρνητές της αρχής της αντίφασης, θα συνίστατο στην
απόδοση μια απειρίας νοημάτων σε ένα συγκεκριμένο όνομα. Στον βαθμό όμως
που οι κατηγορίες των νοημάτων είναι περιορισμένες και γνωστές, θα
υπάρξει μεν ατέλεια, αλλά όχι σε βαθμό που να κινδυνέψει ο λόγος: «Εάν
αποδώσουμε πολλά νοήματα σε μία λέξη, κι αν αυτά έχουν περιορισμένο
αριθμό, δεν θα προκύψει διαφορά, διότι είναι δυνατόν να αποδώσουμε σε
κάθε ορισμό και ένα διαφορετικό όνομα: θα μπορούσαμε για παράδειγμα να
πούμε ότι η λέξη άνθρωπος έχει πολλά νοήματα, ένα από τα οποία έχει τον ορισμό ζώο δίποδο,
ενώ ακολουθούν και αρκετοί άλλοι ορισμοί, που όμως έχουν περιορισμένο
αριθμό· διότι έτσι ο κάθε ορισμός θα είχε και ένα ιδιαίτερο όνομα».
Ομωνυμία του όντος
Αυτή
είναι η διάκριση ανάμεσα στην συνωνυμία, φυσική μορφή σχέσης των
πραγμάτων με τα ονόματα, και μιαν ομωνυμία ευκαιριακή (συμβαίνουσα) και
εύκολα μεταστρέψιμη, στην οποία και καταλήγουν οι Κατηγορίες και τα Τοπικά.
Σε ποια κατηγορία όμως θα κατατάξουμε το όν; Η απάντηση δεν φαίνεται
και τόσο εύκολη, και στα κείμενα που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε – και
γι’ αυτόν, μεταξύ άλλων, τον λόγο – ότι ανήκουν σε μια παλαιότερη
περίοδο της έρευνας του Αριστοτέλη, υπάρχει ένα είδος αβεβαιότητας. –
Στα Τοπικά κυρίως, το όν
φαίνεται να θεωρείται ως ομώνυμο: ο Αριστοτέλης δεν το αναφέρει καθαρά,
αλλά αποδίδει στο Αγαθό μιαν ομωνυμία που προϋποθέτει καθαυτή την
ομωνυμία του όντος. Υπάρχουν, λέει, πολλοί τρόποι για να βεβαιωθούμε αν
ένας όρος είναι ομώνυμος ή συνώνυμος (πότερον πολλαχῶς ἢ μοναχῶς τῷ εἲδει λέγεται)·
κι ένας απ’ αυτούς είναι να αναρωτηθούμε, αν ο ίδιος όρος μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για διαφορετικές κατηγορίες του όντος: έτσι θα
καταλάβουμε, λέει ο Αριστοτέλης, αν αυτός ο όρος, ή μάλλον το πράγμα που
εκφράζει, μπορεί να θεωρηθεί ως ομώνυμος. Η μέθοδος αυτή συνίσταται
στην προέκταση και σε άλλους όρους, πέρα από το όν, της προϋποτιθέμενης
ομωνυμίας, που συμπεραίνεται από το γεγονός ότι το όν ανάγεται σε
πολλαπλές κατηγορίες. Το παράδειγμα του Αγαθού φωτίζει την προεικαζόμενη
από τον Αριστοτέλη μέθοδο: «Έτσι το Αγαθό, στην περίπτωση της τροφής
είναι φορέας ικανοποίησης, στην περίπτωση της ιατρικής φορέας υγείας, ενώ αν το αποδώσουμε στην ψυχή σημαίνει ένα είδος ποιότητας,
όπως ψυχή εγκρατής, γενναία ή δίκαια· το ίδιο και αν το αποδώσουμε στον
άνθρωπο. Μερικές φορές το αγαθό ανήκει στην κατηγορία του χρόνου:
αν, για παράδειγμα, εμφανισθεί στην κατάλληλη στιγμή, διότι αυτό που
έρχεται στην κατάλληλη στιγμή το αποκαλούμε αγαθό. Συχνά πρόκειται και
για την κατηγορία της ποσότητας, όταν το αγαθό αποδίδεται στο σωστό μέτρο, διότι και το σωστό μέτρο αποκαλείται επίσης αγαθό» (Τοπ., Ι, 15, 107a
5). Αυτή η ανάλυση της σημασίας του μας αποκαλύπτει, ότι το αγαθό
ανάγεται σε πολλές κατηγορίες του όντος: εδώ πρόκειται για τις
κατηγορίες του πράττειν, της ποιότητας, του χρόνου, της ποσότητας. Από
αυτή την παρατήρηση ο Αριστοτέλης συμπεραίνει, σύμφωνα με τον κανόνα που
τέθηκε προηγουμένως: «Επομένως το αγαθό είναι ένα ομώνυμο» (ό.π., 107a 11).
Ερμηνεύοντας
αυτή την κατάληξη στο φως των προηγουμένων ορισμών της ομωνυμίας και
της συνωνυμίας, μπορούμε να εκτιμήσουμε την έκταση της αξίας της, όχι
μόνο στο σημασιολογικό αλλά και στο μεταφυσικό επίπεδο: δεν πρόκειται
μόνο για την διαπίστωση ότι η λέξη αγαθό μπορεί να αφορά σε μια πληθώρα
αντικειμένων – γεγονός που θα αποτελούσε μιαν απλή κοινοτοπία – αλλά για
το ότι, από ένα γένος πραγμάτων σε ένα άλλο, αλλάζει ολοκληρωτικά η
σημασία του. Στο επίπεδο του όντος, θεμέλιο της συνωνυμίας του βοδιού με
το άλογο είναι ότι και τα δύο είναι ζώα, ότι και τα δύο ανήκουν στο
γένος ζώο. Στην ομωνυμία
όμως δεν υπάρχει οντολογικό θεμέλιο: ή καλύτερα, κάθε ομωνυμία
παραπέμπει σε ομωνυμία πιο θεμελιώδη, αυτήν του καθαυτό όντος, και
εκφράζεται με την διάσπασή του σε μια πληθώρα από κατηγορίες. Όταν λέμε
ότι το Αγαθό μπορεί να αποδοθεί στον τρόπο συμπεριφοράς, στην ποιότητα,
στην ποσότητα, στον χρόνο, αναγνωρίζουμε – και αυτή είναι εδώ ακριβώς η
ανομολόγητη πρόθεση του Αριστοτέλη – ότι δεν υπάρχει τίποτε κοινό
ανάμεσα στην αγαθή πράξη, την ποιοτική βελτίωση, το δίκαιο μέτρο και τον
κατάλληλο χρόνο: δεν πρόκειται για τα είδη του ιδίου γένους, που θα
αντιπροσώπευε την ουσία τους, ή τουλάχιστον το κοινό υπόβαθρο των
αντίστοιχων ουσιών τους· πράγμα που σημαίνει επίσης ότι το καθαυτό Αγαθό
(δηλαδή ένα αγαθό που δεν αντιμετωπίζεται σύμφωνα με κάποια
συγκεκριμένη κατηγορία) δεν είναι γένος, ότι το Αγαθό ως Αγαθό, δεν έχει
ουσία. Και τούτο διότι οι κατηγορίες του όντος δεν αποτελούν τα είδη
του γένους όν, και επίσης
επειδή το όντως όν δεν είναι ένα γένος και δεν έχει ουσία. Εάν αυτό που
επιτρέπει την συνωνυμία είναι η μετοχή σε ένα και το αυτό γένος, σε μία
και μόνη ουσία, η ομωνυμία του όντος, όπως και του αγαθού, προϋποθέτει
την ανυπαρξία μιας τέτοιας κοινότητας ουσιών.
Διαπιστώνουμε εδώ την πολεμική μορφή της θέσης που υποστηρίζουν τα Τοπικά:
η θεωρία της ομωνυμίας του όντος, και ακόμη περισσότερο της ομωνυμίας
του Αγαθού, που εμφανίζεται ως συνέπεια της πρώτης, έχουν στόχο τον
Πλάτωνα. Υπάρχουν διαφορετικά αγαθά, και επιπλέον υπάρχουν αγαθά με διαφορετικά νοήματα, αλλά δεν υπάρχει μια Ιδέα του Αγαθού, κατά
την έννοια που αυτή η Ιδέα θα προσδιόριζε την ενότητα μιας
πολλαπλότητας· επομένως δεν μπορεί να υπάρξει μια επιστήμη, όσο υψηλού
επιπέδου και αν είναι, που θα μπορούσε να συλλάβει το Αγαθό ως
αντικείμενο, διότι το Αγαθό διαφεύγει κάθε κοινού προσδιορισμού. Στα Ηθικά Ευδήμεια
εξ άλλου, ο Αριστοτέλης επικαλείται ειδικά την ομωνυμία του Αγαθού κατά
της θεωρίας των Ιδεών: «Το να πούμε ότι υπάρχει μια Ιδέα, όχι μόνο του
Αγαθού, αλλά και οποιουδήποτε άλλου πράγματος, αποτελεί λογικό κενό…
Διότι το αγαθό λέγεται με πολλές έννοιες, με όσες έννοιες και το όν».
Και αφού απαριθμήσει και πάλι τα πολλαπλά νοήματα του όντος και τα
αντίστοιχα του αγαθού, ο Αριστοτέλης καταλήγει: «Όπως και το όν δεν
είναι ένα στις κατηγορίες που αναφέραμε, έτσι και το αγαθό δεν είναι
επίσης μόνο ένα· και επιπλέον δεν υπάρχει μια μοναδική επιστήμη του
όντος, ούτε του αγαθού». Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε εδώ ότι η κριτική
του πλατωνισμού δεν αφορά μόνο στην ανώτερη Ιδέα – του Αγαθού ή του
όντος – αλλά στην Ιδέα εν γένει. Η ομωνυμία του όντος δεν είναι παρά μιά
περίπτωση της γενικότερης ομωνυμίας, δηλαδή αυτής κάθε κοινού όρου.
Τούτο μαρτυρεί η συνέχεια του κειμένου των Ηθικών Ευδημείων:
«Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι δεν ανήκει σε μια μοναδική επιστήμη η
μελέτη των αγαθών, ακόμη και της ίδιας κατηγορίας, όπως για παράδειγμα η
καταλληλότητα και το μέτρο· διότι μια διαφορετική επιστήμη θα ερευνήσει
μια διαφορετική καταλληλότητα και μια διαφορετική επιστήμη ένα
διαφορετικό επίσης μέτρο». Έτσι
η καταλληλότητα ή η εν μέτρω διατροφή ανήκουν στην ιατρική, ενώ σε
καιρό πολέμου η καταλληλότητα της δράσης είναι αντικείμενο της
στρατηγικής. Και ο Αριστοτέλη συμπεραίνει: εάν η μελέτη ενός γένους του
αγαθού δεν μπορεί να ανήκει σε μια μόνον επιστήμη, πόσο μάλλον «θα ήταν
χάσιμο χρόνου να προσπαθήσει κανείς να αποδώσει σε μια μοναδική επιστήμη
την μελέτη του καθαυτό Αγαθού», αφού το καθαυτό Αγαθό, κατά τον
Πλάτωνα, είναι ακριβώς αυτό που έχουν από κοινού τα ιδιαίτερα αγαθά. –
Αλλά μήπως, προσπαθώντας να αποδείξει πολλά αυτό το απόσπασμα, δεν
αποδεικνύει τίποτε ως προς το πρόβλημά μας; Διότι αν η ομωνυμία του εν
γένει Αγαθού είναι της ιδίας τάξεως με αυτήν κάθε γένους του αγαθού, ή
ακόμη εάν η ομωνυμία του καθαυτό όντος απλώς προστίθεται σε κάθε
κατηγορία του όντος, τότε αυτή η ομωνυμία δεν προσδιορίζει τίποτε
περισσότερο στον ανθρώπινο λόγο από την αναπόφευκτη αναντιστοιχία,
καθότι ουσιαστική, ανάμεσα στα ονόματα, που είναι κοινά, και στα
πράγματα, που είναι ιδιαίτερα. Θα μπορούσαμε ίσως εδώ να πούμε ότι ο
Αριστοτέλης αντιμάχεται τον εαυτό του· διότι στην πολεμική του κατά του
Πλάτωνα επιμένει τόσο πολύ στην κατ’ ουσίαν απροσμέτρητη ιδιαιτερότητα
των πραγμάτων, ώστε να θέτει σε αμφισβήτηση την σωκρατική έρευνα των
κοινών ορισμών· εάν όμως τελικά υπάρχει ένας καλώς εννοούμενος πόλεμος,
είναι επίσης γεγονός ότι είναι η κριτική κατά των σοφιστών που ανέδειξε
την ύπαρξη αντικειμενικών ενοτήτων του νοήματος: τις ουσίες (ως θεμέλιο της ενότητας του νοήματος μιας λέξης) και τα γένη
(ως θεμέλιο της δυνατότητας εφαρμογής ενός όρου σε μια πολλαπλότητα
πραγμάτων μέσα από ένα μοναδικό νόημα, δηλαδή ως θεμέλιο της
συνωνυμίας).
Το πρόβλημα, που δεν λύνει ούτε το κείμενο των Τοπικών ούτε των Ηθικών Ευδημείων
– κείμενα και τα δύο παλαιότερα, που προδίδουν μια κάποια αβεβαιότητα
στην ορολογία, όπως και μια σχετική υπερβολή ως προς την σκέψη –, είναι
το εάν το όν καλείται ομώνυμο με την πολύ γενική έννοια, σύμφωνα με την
οποία ο Αριστοτέλης αντιπαραθέτει στην πλατωνική πραγματικότητα των
Ιδεών την ομωνυμία των «καθολικών όρων», ή αν το όν είναι ομώνυμο με το
πιο περιορισμένο νόημα που του αποδίδουν οι Κατηγορίες:
το νόημα μιας απεριόριστης πολλαπλότητας νοημάτων. Στην πρώτη περίπτωση
ο Αριστοτέλης θα αντιπαρέθετε απλώς την ιδιαίτερη και άρρητη
πραγματικότητα των συγκεκριμένων όντων σε μιαν αφηρημένη οντολογία του
Είναι γενικώς: δεν υπάρχει ένα Όν, αλλά όντα, κατά τον ίδιο τρόπο που
δεν υπάρχει ένας κοινός ορισμός της καταλληλότητας, αλλά η καταλληλότητα
εμφανίζεται πάντοτε με την μορφή του συμβαίνοντος ή του ιδιαίτερου ή
ακόμη και του ότι η μερίδα φαγητού του Μίλωνος δεν είναι ίδια με αυτήν
ενός αρχάριου αθλητή· αλλά αυτός ο πλούτος συγκεκριμένων προσδιορισμών
που αγνοεί ο Πλάτων, διαχωρίζοντας την Ιδέα από αυτό του οποίου είναι η
Ιδέα, δεν εμποδίζει η απόδοση της λέξης είναι στα όντα να έχει έναν αντικειμενικό χαρακτήρα: αυτά τα όντα ανήκουν στο γένος Είναι, με τον ίδιο τρόπο που η πολεμική καταλληλότητα (ευκαιρία) και η ιατρική καταλληλότητα ανήκουν σε ένα κοινό γένος,
που είναι ο κατάλληλος χρόνος, ή οι διαφορές ανάμεσα στην αρετή του
άνδρα και αυτήν της γυναίκας δεν καθιστούν εντελώς μάταιη την σωκρατική
αναζήτηση κοινών ορισμών. – Στην δεύτερη περίπτωση η θεωρία της
ομωνυμίας του όντος έχει μια πιο αποφασιστική συνέπεια: σημαίνει ότι η
απόδοση του Είναι στα όντα δεν ανταποκρίνεται σε μιαν αντικειμενική
ολοκληρία, ότι το καθαυτό Είναι δεν είναι καθολικό, αλλά τοποθετείται
πέρα από την καθολικότητα, ή τουλάχιστον αυτήν την καθολικότητα που
κυριαρχείται από τον λόγο που είναι η καθολικότητα του γένους, δηλαδή
ότι η ενότητα των όντων, που προσδιορίζεται από την κοινή τους ονομασία,
δεν έχει κανένα υπόβαθρο, ή ότι αυτό το υπόβαθρο είναι προβληματικό και
αβέβαιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου