“Η ΚΥΡΙΑ ΜΠΟΒΑΡΥ” του Γουστάβου Φλομπέρ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 462
Ο συγγραφέας της την ολοκλήρωσε το 1856. “Η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ”, δήλωνε από την πρώτη στιγμήο Γουστάβος Φλομπέρ. Στην Ελλάδα πρωτοεκδόθηκε το 1924, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Ήδη διάσημη, όλοι την ξέρουν, κι ας μην την έχουν ίσως διαβάσει ποτέ. Η μανιακή καταναλώτρια, ερωτευμένη κατ’ έξιν με τον έρωτα, Έμμα Μποβαρύ, που πνίγεται στον επαρχιακό μικρόκοσμο και μοιάζει να μη χωρά πουθενά, ο φαρμακοποιός και τα μαντζούνια του, ο έρωτάς της για τον Ροδόλφο, η ιστορία με τον Λέοντα, η απιστία, η λαγνεία, η λαχτάρα για κάτι μεγάλο και αιώνιο, η ολοσχερής ήττα και η φρικτή αυτοκτονία της, τελικά.
Ο μικρόκοσμος που νικά, εκείνο το ελάχιστο – τίποτε που στο φινάλε και θριαμβεύει. Κι όμως, κάποια στιγμή ήλπισε, εκείνη ήλπισε πραγματικά: “Επέστρεψαν στην Υονβίλλη από τον ίδιο δρόμο. Ξαναείδαν στη λάσπη τα ίχνη των αλόγων τους, τα μεν δίπλα στα δε, και τους ίδιους θάμνους, τα ίδια χαλίκια επάνω στα χορτάρια. Τίποτε γύρω τους δεν είχε αλλάξει. Για την Έμμα όμως είχε συμβεί κάτι που ήταν τόσο σημαντικό όσο θα ήταν εάν τα βουνά άλλαζαν θέση”. Κι ο έρωτας για την Έμμα για όσο κρατά, αποδεικνύεται πραγματικά καταλυτικός: “Όταν κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη, το πρόσωπό της την έκανε να εκπλαγεί. Ποτέ άλλοτε δεν είχε μάτια τόσο μεγάλα, τόσο μαύρα, ούτε τόσο βαθιά. Κάτι το άυλο, απλωμένο πάνω στον εαυτό της, τη μεταμόρφωνε. Επαναλάμβανε μόνη της: “Έχω εραστή, έναν εραστή!” Ευχαριστιόταν με την ιδέα αυτή τόσο όσο εάν έξαφνα είχε ξαναγίνει νέα. Θα αποκτούσε επιτέλους τις χαρές της αγάπης, τον πυρετό εκείνο της ευτυχίας, για τα οποία είχε απελπιστεί”…
Χαμένη και χωμένη στα ρομαντικά της μυθιστορήματα, νοσταλγούσε λες απ’ το μέλλον μια συγκλονιστική αγκαλιά. Ακουμπώντας στον Κάρλο Μποβαρύ που τρέχοντας στους ασθενείς του, στάθηκε ανίκανος να την καταλάβει, μπορούσε όμως τόσο τυφλά να την αγαπά. Αλλά εκείνη, για άλλα διψούσε. Και δεν θα τα βρει πουθενά. Ούτε στην ιστορία της με τον Ροδόλφο προτού την εγκαταλείψει, αλλά ούτε και στο πρόσωπο του πιστού Λέοντα, “Δεν ήταν ποτέ ευτυχισμένη και δεν είχε σταθεί ποτέ ευτυχισμένη”, θα αναγκαστεί κάποια στιγμή να το αποδεχθεί. Βιώνοντας τα κουρελάκια ενός ξεφτισμένου πια πάθους όπου “Κάθε χαμόγελο έκρυβε ένα χασμουρητό ανίας, κάθε χαρά μια κατάρα, κάθε ηδονή την αηδία της και τα καλύτερα φιλιά δεν άφηναν πάνω στα χείλη παρά έναν απραγματοποίητο πόθο μιας ηδονής ανώτερης”.
Κι όταν τα πράγματα οδηγηθούν από την απρονοησία της στο μη παρέκει, μόνος ο θάνατος θα αναλάβει εκείνο που δεν κατόρθωσε η εκάστοτε ερωτική αγκαλιά. Η κυρία Μποβαρύ, συνώνυμο του ανικανοποίητου πάθους, ενέπνευσε αργότερα τον Τζούλιαν Μπαρνς (“Ο Παπαγάλος του Φλωμπέρ”) και τον Φίλιπ Ντουμένκ (“Ποιος σκότωσε την μαντάμ Μποβαρύ”), και πρωτοκυκλοφόρησε στη γλώσσα μας το 1924 σε βιβλίο τσέπης, από εκδόσεις “Εξάντας” το 1994 σε μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη και από τις εκδόσεις “Πατάκη” το 2000, επίκαιρη πάντοτε, αλλά ειδικά σήμερα, όσο ποτέ. “Η πλούσια ποικιλία των διαθέσεών της, που άλλοτε την έκανε μυστικοπαθή και άλλοτε χαρούμενη, φλύαρη, σιωπηλή, παράφορη, ήσυχη” που “άναβε χίλιους πόθους είτε με τα ένστικτα είτε με τις αναμνήσεις” στον εκάστοτε εραστή “ήταν ο τύπος της ερωμένης όλων των μυθιστορημάτων, η ηρωίδα όλων των δραμάτων, η “εκείνη” όλων των ποιημάτων”, διαχρονικά άπληστη, μονίμως ερωτευμένη με το ανέγγιχτο, επιτρέποντας ως ηρωίδα χάρτινη μονάχα από έναν άνδρα, τον συγγραφέα της, τελικά, να αλωθεί.
Υγ. Για ό,τι αγαπήσαμε και εν όψει της ταινίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου