Έρωτας και θάνατος – Λιαντίνης και Νερούντα
«Κάθε
φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Η, για να
μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται
ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του. Και κάθε φορά που πεθαίνει
ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Η, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε
φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό εκρήγνυται ένας
αστέρας supernova.
Έτσι , από την άποψη της ουσίας ο
έρωτας και ο θάνατος δεν είναι απλώς στοιχεία υποβάθρου. Δεν είναι δύο
απλές καταθέσεις της ενόργανης ζωής. Πιο πλατιά, και πιο μακρυά, και πιο
βαθιά, ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο πανεπίσκοποι νόμοι ανάμεσα
στους οποίους ξεδιπλώνεται η διαλεκτική του σύμπαντος. Το δραστικό
προτσές δηλαδή ολόκληρης της ανόργανης και της ενόργανης ύλης. Είναι το Α
και το ω του σύμπαντος κόσμου και του σύμπαντος θεού. Είναι το είναι
και το μηδέν του όντος. Τα δύο μισά και αδελφά συστατικά του.Έξω από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρχει. Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Και οι τέσσερες θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, ηλεκτρομαγνητική, ασθενής, ισχυρή, βαρυτική, λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Όλα τα όντα, τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου. Γι αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί κα ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του ιδίου προσώπου.»
“Γκέμμα” Λιαντίνης
Για την καρδιά μου αρκεί..
Για την καρδιά μου αρκεί το στήθος σου,
για την ελευθερία σου αρκούν τα φτερά μου.
Απ’το δικό μου στόμα φτάνουν ως τον ουρανό
όσα εκοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.
Μέσα σου στέκει το ξεγέλασμα της κάθε ημέρας.για την ελευθερία σου αρκούν τα φτερά μου.
Απ’το δικό μου στόμα φτάνουν ως τον ουρανό
όσα εκοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.
Έρχεσαι σαν τη δροσιά πάνω στα στόματα των λουλουδιών
Στέλνει στα καταχθόνια τους ορίζοντες η απουσία σου.
Στους αιώνες των αιώνων αλαργεύοντας
σαν της θαλάσσης τα κύματα
Και είπα τότε πως ετραγούδαγες στον άνεμο
ωσάν τα πεύκα και ωσάν τα κατάρτια των πλοίων
Σαν πεύκο είσαι εσύ και σαν κατάρτι πανύψηλη και αμίλητη.
Και ξαφνικά μελαγχολείς, σαν επιβάτης σε μπάρκο.
Φιλόξενη, ανοιχτόκαρδη σα δρόμος παλιός.
Σε κατοικούν φωνές και αντίλαλοι της νοσταλγίας.
Ξυπνάω εγώ και τότε, κάπου-κάπου, αποδημούνε
τα πουλιά που εκοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.
Πάμπλο Νερούντα “Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι χωρίς καμιά ελπίδα”