Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ



Το ήθος του προσώπου
Εκκλησιολογική θεώρηση της ύπαρξης
                                                                               
                                                                                         Σταύρου Γιαγκάζογλου
Συμβούλου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου























































 Το ήθος της ελευθερίας
Αν η χριστιανική θεολογία και Εκκλησία παραμένουν στο περιθώριο, δίχως να επηρεάζουν τον σύγχρονο πολιτισμό, τούτο οφείλεται στη διαπλοκή τους με μια χρεοκοπημένη ηθική, ανίκανη να αρθρώσει πρόταση και νόημα ζωής για τον κόσμο, τον άνθρωπο και την Ιστορία.
Η ορθόδοξη θεολογία δεν αποτελεί μια μεταφυσική και άσαρκη διδαχή για τη ζωή του κόσμου και του ανθρώπου. Έχοντας στο επίκεντρό της την Οντολογία του προσώπου με καίριες υπαρξιακές συνέπειες, δεν συμμερίζεται τα φιλοσοφικά και θεολογικά συστήματα που τέθηκαν στο περιθώριο από τις ραγδαίες εξελίξεις κατά τη νεωτερική φάση του δυτικού πολιτισμού. Στην εποχή της εκκοσμίκευσης η ορθόδοξη θεολογία κομίζει μια τελείως διαφορετική πρόταση ζωής από εκείνη που κληροδότησε στον σύγχρονο κόσμο η μεσαιωνική θρησκευτική παράδοση της Δύσης.
Η ορθόδοξη Παράδοση ουδέποτε συστηματοποίησε μια ηθική διδασκαλία ως αυτόνομη περιοχή της θεολογίας κατασκευάζοντας νομικά και ηθικολογικά πρότυπα για τον άνθρωπο. Η αντίληψη για μια δικανική σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού δεν συμβιβάζεται με την αλήθεια που εκφράζει η θεολογία, η λατρεία και η ζωή της. Η αλήθεια που μαρτυρεί η θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είναι η ηθική των αξιών και των κανονιστικών διατάξεων αλλά το ήθος του προσώπου ως κοινός τρόπος υπάρξεως του Θεού και του ανθρώπου. Η πρότασή της για το ήθος του ανθρώπου εκφράζεται στη δυναμική μεταμόρφωση της βιολογικής ατομικότητας σε υπόσταση προσωπικής ύπαρξης. Το ήθος της εκκλησιαστικής εμπειρίας είναι ακριβώς αυτή η διάβαση ζωής από το άτομο στο πρόσωπο. Η ίδια η Εκκλησία συνιστά τον τρόπο της ιστορικής πραγμάτωσης του προσώπου. Πέρα από κάθε κοινωνική συμπεριφορά και συμβατικότητα, η αλήθεια του προσώπου διαφοροποιεί το ήθος της Εκκλησίας και από την ευγενέστερη ηθική σκοπιμότητα.
«Ο άνθρωπος μοιάζει με τα ζώα σε ο,τιδήποτε συνεπάγεται υποταγή σ’ αυτό που του δόθηκε. Οτιδήποτε είναι ελεύθερο από μια τέτοια υποταγή αποτελεί σημάδι της παρουσίας του ανθρώπου. Αυτό μπορεί να οδηγήσει πολύ μακριά, μέχρι την καταστροφή από τον άνθρωπο αυτού που του δόθηκε… Γιατί κανένα ζώο δεν θα μπορούσε να εναντιωθεί στην έμφυτη λογικότητα της φύσεώς του. Ο άνθρωπος μπορεί να το κάνει αυτό και κάνοντάς το δείχνει ότι το ιδιάζον χαρακτηριστικό του δεν είναι η λογικότητα, αλλά κάτι άλλο: είναι η ελευθερία»[1].
Κάνοντας λόγο για το περί Θεού, κόσμου και ανθρώπου δόγμα, εντοπίσαμε το στοιχείο τού κατ’ εικόνα Θεού στον άνθρωπο ακριβώς στην ελευθερία του, ως τρόπο υπάρξεως του προσώπου. Ο άκτιστος Τριαδικός Θεός, απόλυτα ελεύθερος στο είναι του, συνιστά ως προσωπική κοινωνία το αρχέτυπο του ανθρώπου. Όμως, ο κτιστός άνθρωπος είναι απόλυτα ελεύθερος; Συνήθως εκλαμβάνουμε την ανθρώπινη ελευθερία ως δυνατότητα επιλογών. Η ύπαρξη του ανθρώπου δεσμεύεται καθοριστικά από την εκ του μη όντος ανάδυσή του στο είναι. Και ο κόσμος μέσα στον οποίο περιορίζεται να ζει είναι και αυτός δεδομένος. Αλλά και η κτιστή ύπαρξή του είναι σχετική και εξαρτημένη, αφού προέρχεται από τον Θεό. Αυτή, λοιπόν, η σχετική και περιορισμένη ελευθερία, ως αμυδρή αντανάκλαση της απόλυτης ελευθερίας του Θεού, αποτελεί το κατ’ εικόνα; Και η δυναμική τάση του ανθρώπου προς το καθ’ ομοίωσιν Θεού, η θέωση, επιτυγχάνεται μέσω αυτής;
Η δραματική αστοχία της πτώσης αλλά και ο μετέπειτα πολιτισμός του προπατορικού αμαρτήματος φανερώνουν τη βαθιά δίψα του ανθρώπου να υπερβεί τα υπαρκτικά του δεδομένα, να κατακτήσει την απόλυτη ελευθερία. Το απόλυτο είναι η πραγμάτωση της ελευθερίας. Διαφορετικά, η ύπαρξη του ανθρώπου καθίσταται τραγική, επιλέγοντας είτε την ανελεύθερη υπακοή και υποταγή στα δεδομένα όριά της είτε τον δρόμο της ανταρσίας και της αυτονόμησης απέναντι στα υπαρκτικά όριά της. Μια τέτοια θεώρηση δικαιώνει απόλυτα όχι μόνο την έννοια της ηθικής ελευθερίας των δυνατοτήτων αλλά και της κανονιστικής ηθικής. Ο Ντοστογιέφσκι διεκτραγωδεί τα αδιέξοδα αυτής της σχετικής ελευθερίας, όταν ο «άθεος» ήρωας Κυρίλοφ διακηρύσσει στους Δαιμονισμένους: «Ο καθένας που θέλει τη γενική ελευθερία πρέπει να τολμά και ν’ αυτοκτονήσει. Εκείνος που αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του γνώρισε καλά τα μυστικά της απάτης. Πιο πέρα δεν υπάρχει άλλη ελευθερία. Tούτο αποτελεί το παν, δε βρίσκεις τίποτα παραπέρα. Όποιος τολμάει ν’ αυτοκτονήσει γίνεται ο ίδιος θεός. Τώρα ο καθένας μπορεί να ενεργήσει έτσι, που να εξαφανίσει τον Θεό που ξέρουμε και καθετί άλλο» (κεφ. Γ΄, σ. 8). Και ο Wittgenstein, έχοντας υπόψη του τον Ντοστογιέφσκι, επισημαίνει στα σημειωματάριά του: «Αν η αυτοκτονία επιτρέπεται, τότε τα πάντα επιτρέπονται. Αν κάτι απαγορεύεται, τότε η αυτοκτονία απαγορεύεται. Αυτό ρίχνει φως στην ουσία της ηθικής· διότι η αυτοκτονία είναι, τρόπον τινά, το θεμελιώδες αμάρτημα»[2]. Είναι αμάρτημα το να διψά κάποιος για την απόλυτη ελευθερία; Το να ξεπεράσει όλα τα δεδομένα της ύπαρξής του, να γίνει θεός; Αλλά αυτή η κίνηση του ανθρώπου, το να φτάσει στην απόλυτη ελευθερία, συνιστά την ιδιοσυστασία του ως προσώπου κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού[3]. Η κλήση του Θεού προς τον άνθρωπο περιέχει ακριβώς την πληρότητα και όχι τη σχετικοποίηση της ελευθερίας του. Η ελευθερία του ανθρώπου, όμως, είναι ανάγκη να υπερβεί την κτιστότητα της φύσεώς του, η οποία εξαρχής υπόκειται στον θάνατο και στη φθορά. Η μόνη δυνατότητα υπέρβασης της κτιστότητας είναι η θετική ανταπόκριση του ανθρώπου στην υπαρκτική κλήση του Θεού. Η κοινωνία με τον Θεό, δηλαδή, με τον τρόπο υπάρξεως του Θεού, σώζει τον κτιστό άνθρωπο από τα δεδομένα όρια της ύπαρξής του, αποκαθιστά την ακεραιότητα και πληρότητα του είναι του, δίχως να κινδυνεύει να επιστρέψει στο μηδέν, απ’ όπου αναδύθηκε στην ύπαρξη.
Συνεπώς, ο τρόπος άσκησης του κατ’ εικόνα, δηλαδή της ελευθερίας, έχει αποφασιστική σημασία και δεν συνιστά απλώς μια δικανική συνέπεια που θέτει ηθικά όρια στην υπερβατική ροπή του ανθρώπου. Η υπαρκτική αποτυχία του πρώτου ανθρώπου φωτίζει, έστω και αρνητικά, τη δυναμική της ελευθερίας. Οι πρωτόπλαστοι, «της ψευδούς ορεχθέντες θεώσεως»[4] θέλησαν να γίνουν θεοί για τον εαυτό τους. Δίχως κοινωνία και σχέση με τον Θεό, ο άνθρωπος αντλεί ζωή από τη φυσική του αυτοτέλεια και αυτονόμηση, δηλαδή από την κτιστή και θνητή φύση του. Όχι μόνο εγκαταλείπει και την υπόλοιπη δημιουργία στην κλειστή αυτάρκεια της κτιστότητας, αντί να οδηγήσει και αυτή στην απελευθέρωση των ορίων της, αλλά την εκλαμβάνει και ως τρόπο της αυτοθέωσης και αυτοϊκανοποίησης. Ο κόσμος γίνεται κτήμα του ανθρώπου, ο οποίος θηρεύει σ’ αυτόν την ηδονή μιας έγκλειστης και τραγικής ελευθερίας. Ο θάνατος και το κακό εισάγεται διά του ανθρώπου στη δημιουργία ως απειλή και εκμηδενισμός κάθε συγκεκριμένης ύπαρξης. Ο άνθρωπος απλώς διαιωνίζει  το είδος του μαζί με την επιβίωση της άλογης φύσης και γεύεται ποικιλοτρόπως την τραγικότητα του θανάτου ως πρόσωπο που θέλει αλλά δεν μπορεί να ξεπεράσει τα κτιστά όριά του.
Η Χριστολογία ως διαλεκτική ένωση κτιστού και ακτίστου δείχνει τη θετική υπέρβαση των ορίων του ανθρώπου, την υπέρβαση της νεκρούμενης ζωής, την ιστορική πραγμάτωση της θέωσης. Φανερώνει τις απεριόριστες δυνατότητες του καινού ήθους ως νέου τρόπου υπάρξεως στη δυναμική της κοινωνίας των ανθρώπων με τον Θεό. «Ο Χριστός με το να ενώσει κτιστό και άκτιστο ασυγχύτως και αδιαιρέτως νίκησε το θάνατο με μια νίκη που δεν είναι αναγκαστικό για την ύπαρξη γεγονός, αλλά μια δυνατότητα που κερδίζεται μόνο με την ελευθερία και την αγάπη»[5]. Το δόγμα της Χριστολογίας θα ήταν μια μεταφυσική πεποίθηση ή και αφορμή μιας ηθικής διδασκαλίας, αν δεν ήταν η καρδιά και το βίωμα της Εκκλησίας αν δεν σημασιοδοτούσε έναν καινό τρόπο υπάρξεως για τον άνθρωπο και την κτίση ολόκληρη, αν δεν ενσάρκωνε το ήθος της ελευθερίας και της αγάπης.
Η Εκκλησία συγκροτεί μια άλλη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, τον συνάνθρωπο και τον Θεό, η οποία δεν καθορίζεται από τη βιολογική του ατομικότητα και τη φυσική νομοτέλεια. Ως εκκλησιολογική υπόσταση ο άνθρωπος υπερβαίνει τα συμβατικά προσωπεία του και μετέχει στην υπαρκτική αλήθεια του προσωπικού τρόπου της ύπαρξης. Ό,τι ισχύει για τον Θεό γίνεται τρόπος και περιεχόμενο ζωής για τον άνθρωπο. Η ελευθερία του προσώπου –και όχι η βιολογική ατομικότητα της φύσης– ταυτίζεται με το είναι του ανθρώπου. Ο άνθρωπος αγαπά ελεύθερα, πέρα από τις βιολογικές αποκλειστικότητες, ελεύθερα και πέρα από οποιεσδήποτε ηθικές και κοινωνικές συμβάσεις, επειδή συνιστά εξαρχής μια νέα υπόσταση. Η εκκλησιαστική υπόσταση εντάσσει τον άνθρωπο σε μια κοινότητα, όπου πραγματοποιεί ένα νέο πλέγμα σχέσεων. Κάθε μέλος της γίνεται Χριστός και Εκκλησία, δηλαδή αγαπητική και κοινωνική ύπαρξη που μάχεται και υπερβαίνει μέσα στην Ιστορία την ατομικότητα, τη φθορά και τον θάνατο.
Το πρόσωπο αποκτά υπόσταση ζωής, δίχως να εκπίπτει στην τραγικότητα του ατόμου, επειδή συνιστά έναν καθολικό τρόπο ύπαρξης. Η καθολικότητα είναι εκείνη η διάσταση της προσωπικής ύπαρξης που υποστασιάζει σε ένα συγκεκριμένο ον την ολότητα και πληρότητα της φύσης. Αυτή η θεώρηση αναδεικνύει κάθε ξεχωριστή ύπαρξη, όχι ως απλή διαίρεση και αριθμητικό επιμερισμό της φύσης, αλλά μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη προσωπική ετερότητα, η οποία συγκεφαλαιώνει και ακέραια εκφράζει το όλον της φύσης. Το πρόσωπο υπερβαίνει τη φύση με το να την κάνει να υφίσταται καθολικά.
Συγχρόνως, το πρόσωπο εμπεριέχει τη διάσταση της κοινωνίας, της εκστατικής σχέσης ως ελεύθερη αγάπη. Πέρα από οποιαδήποτε αποκλειστικότητα, το πρόσωπο ανοίγεται ως αγαπητική αυθυπέρβαση της ατομικότητας, το οποίο ενώνεται με άλλα πρόσωπα σε μια αδιάρρηκτη κοινωνία, δίχως να χάνει την ετερότητά του. Μάλιστα, η ιδιάζουσα ταυτότητά του δεν είναι αυτόνομη, αλλά εκπηγάζει ακριβώς από αυτή τη σχέση και κοινωνία. Το πρόσωπο αντλεί το είναι από το γεγονός της κοινωνίας. Η εκστατική φορά τού προσώπου επιτρέπει τη διαλεκτική ενσωμάτωση των πολλών στον ένα Χριστό, κάνει την Εκκλησία Σώμα Χριστού και κάθε μέλος της Εκκλησίας γίνεται ο ίδιος Χριστός και Εκκλησία. Σπουδάζουμε αυτή την αλήθεια του προσώπου, η οποία υπερβαίνει κάθε ατομικότητα, διαίρεση και θάνατο της ύπαρξης, όχι απλώς εννοιολογικά και αφηρημένα, αλλά στη ζωή και την εμπειρία της Εκκλησίας, που είναι η ευχαριστιακή συγκρότησή της σε Σώμα Χριστού. Προσεγγίζουμε, λοιπόν, το ήθος του προσώπου όχι ως απόρροια μιας ηθικής διδασκαλίας, ακόμη και της πιο υψηλής, αλλά στο πλαίσιο μιας κοινότητας που πραγματοποιεί μέσα στην Ιστορία την αλήθεια του προσώπου ως υπαρξιακή συμπεριφορά και στάση ζωής.

 Το ήθος της Ευχαριστίας
Στους αντίποδες κάθε φιλοσοφικής, κοινωνικής και θρησκευτικής ηθικής, η Ευχαριστία της Εκκλησίας, ως κοινότητα που συνιστά ένα νέο πλέγμα σχέσεων, αρνείται το ιδιωτικό επίτευγμα της αρετής ή των καλών πράξεων, όπως αρνείται και την έννοια της ατομικής σωτηρίας. Η ευχαριστιακή σύναξη εκφράζει καθολικές σχέσεις αγάπης και ελευθερίας μεταξύ ανθρώπου, κόσμου και Θεού. Σε αυτή την ιδιάζουσα κοινωνία των όντων δεν νοείται ατομική ψυχωφέλεια ούτε ατομική αξιολόγηση και αξιομισθία. Η Θεία Ευχαριστία, ως σύναξη των πριν διεσκορπισμένων και διαιρεμένων όντων στο Σώμα του Χριστού, δεν είναι μέσο προς εξυπηρέτηση της ατομικής ευσέβειας, προσπορισμός χάρης προς ηθική βελτίωση αλλά αυτοσκοπός και έκφραση της Εκκλησίας. Γιατί η Ευχαριστία ως λειτουργική πράξη αποκαλύπτει το καθολικό μυστήριο της Εκκλησίας, που είναι η ανακεφαλαίωση και μετοχή του όλου Μυστηρίου του Χριστού. Είναι η εν Χριστώ κοινωνία του κόσμου και του ανθρώπου με την πηγή της ζωής, η αποκατάσταση του είναι και του ήθους του ανθρώπου κατ’ εικόνα και ομοίωσιν προς το Είναι και το ήθος της Αγίας Τριάδας. Το ήθος της Ευχαριστίας αποσκοπεί «εις εκείνην την ενότητα ήτις κέκτηται διδάσκαλον την Αγίαν Τριάδα»[6].
Η Ευχαριστία είναι μια διαρκώς ανανεούμενη πράξη ενότητας, λειτουργία της όλης Εκκλησίας που επισυνάγει τις διαιρεμένες ατομικότητες, για να τις εγκεντρίσει σε ενιαίο Σώμα. Δεν αφορά μεμονωμένα άτομα, δεν επευλογεί την ατομική ευσέβεια. Ό,τι γίνεται στην Ευχαριστία αφορά την υπέρβαση της βιολογικής υπόστασης, τη μεταβολή των υπαρκτικών δυνατοτήτων της φύσης, την κοινωνία και αλληλοπεριχώρηση των μελών του Σώματος του Χριστού, την πραγμάτωση του προσώπου. Ενώ ο Χριστός κατά την ενανθρώπηση ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση, δεν προσέλαβε καμία από τις διακεκριμένες ανθρώπινες υποστάσεις. Το γεγονός του Χριστού επεκτείνεται στην ευχαριστιακή σύναξη της Εκκλησίας, προσλαμβάνοντας καθεμία ιδιαίτερη ύπαρξη. Ο Χριστός γίνεται η συλλογική Προσωπικότητα, η οποία περιλαμβάνει ελεύθερα και ενοποιεί χαρισματικά κάθε ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτός ο νέος τρόπος της διαρκούς παρουσίας του Χριστού στον κόσμο ενεργοποιείται μετά την Πεντηκοστή και συνιστά την οντολογική βάση της ευχαριστιακής συγκρότησης της Εκκλησίας. Η Ευχαριστία και κάθε μυστηριακή πράξη που συνδέεται με αυτή αναγεννά και μεταμορφώνει το σύνολο της ανθρώπινης υπόστασης στην ενότητα της φύσης και του προσώπου Του, υποστασιάζει στον Χριστό. Η ευχαριστιακή εμπειρία ουδέποτε αφορά το βίωμα μεμονωμένων ατόμων, σαν να επρόκειτο για ιδιαίτερη έμπνευση μιας ορισμένης τάξης εκλεκτών και προνομιούχων, η οποία διακρίνεται από το κοινό Σώμα της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία ως Σώμα, που έχει κεφαλή και προσωπικό κέντρο της ενότητας τον Χριστόν άρρηκτα συνδεδεμένο με τα διάφορα μέλη του, τις ιδιαίτερες ανθρώπινες υποστάσεις, είναι έργο κατεξοχήν του Αγίου Πνεύματος ως φορέα και δότη της ζωής και της κοινωνίας της Αγίας Τριάδας. Το Άγιο Πνεύμα, το οποίο πλήρως ενοικεί και αναπαύεται στον Θεάνθρωπο, καθιστά τη θεωμένη ανθρωπότητα μεριστή, ώστε η χαρισματική κοινωνία του προσωπικού τρόπου υπάρξεως του Θεού να περνά διά του Χριστού και προς την υπόλοιπη ανθρωπότητα και προς την κτίση ολόκληρη. Αυτό το ιδιαίτερο έργο του Αγίου Πνεύματος στην ευχαριστιακή κοινότητα –όχι βέβαια κάποια θολή και αφηρημένη πνευματικότητα ή ατομική αρετή και ηθική αυτάρκεια– συνιστά την ανέφικτη –με μόνα τα μέτρα της ανθρώπινης προσπάθειας– πραγματικότητα του προσώπου, χαρισματικά εφικτή. Διά του Αγίου Πνεύματος, ο ένας Χριστός μερίζεται αμερίστως και μετέχεται πλήρως από πολλούς χριστοειδείς. Το κτιστό και το άκτιστο ενώνονται τέλεια, δίχως να αναιρείται η ετερότητά τους. Αυτή η προσωπική κοινωνία του Σώματος του Χριστού αποβαίνει γεγονός ελευθερίας και αγάπης, υπερβαίνοντας τα δεδομένα όρια του κτιστού και του ακτίστου.
Αλλά το ήθος της Ευχαριστίας ως ενσωμάτωση των πολλών στον ένα Χριστό δεν αφορά απλώς τον άνθρωπο αλλά τέμνει καίρια τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και το φυσικό του περιβάλλον. Το λειτουργικό ήθος της ορθόδοξης Παράδοσης συγκεφαλαιώνει μια ιδιάζουσα θεώρηση του κόσμου και της δημιουργίας του Θεού, ως τελικών νοημάτων και λόγων ύπαρξής τους. Αυτή η κοσμολογική διάσταση της Ευχαριστίας συσκοτίστηκε –αν δεν αφανίστηκε– στη χριστιανική Δύση. Κάτω από την επίδραση γνωστικών και νεοπλατωνικών ιδεών, κυρίως στον Αυγουστίνο και στην επεξεργασία της παράδοσης του τελευταίου από τους σχολαστικούς του Μεσαίωνα μέχρι τις κατοπινές μεταλλάξεις του ίδιου πνεύματος στον δυτικό πολιτισμό, η Θεία Ευχαριστία αποψιλώνεται από την κοσμολογική της διάσταση. Αν η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο αναφέρεται αποκλειστικά στο λογικό του, τότε τα Μυστήρια της Εκκλησίας και η Ευχαριστία αποτελούν απλώς μια νοερή λατρεία, άσχετη με την υλική δημιουργία. Αφού ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που σκέπτεται και συνειδητοποιεί τον εαυτό του και τον κόσμο, υπερτερεί ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο έναντι της άλογης δημιουργίας.
Τα αισθητά σύμβολα της Ευχαριστίας θεωρούνται απλώς μέσα για τη σωτηρία της ψυχής. Η πίστη θεωρείται μεταφυσική και ιδεαλιστική πεποίθηση που αντιλαμβάνεται τα αντικείμενα του υλικού κόσμου ως ουδέτερα και χρηστικά στοιχεία προς επιβίωση. Αυτή η διχοτόμηση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού, υλικού και πνευματικού, βέβηλου και ιερού, παραδόξως συνεχίστηκε και στον Διαφωτισμό, τροποποιημένη ασφαλώς στο πλαίσιο της ραγδαίας εκκοσμίκευσης. Ο άνθρωπος ως σκεπτόμενο ον είναι ο κύριος και ιδιοκτήτης της άλογης φύσης, την οποία μπορεί να χρησιμοποιεί και να απολαμβάνει και από την οποία μπορεί να επωφελείται, αντί να επιζητεί τη σωτηρία της ψυχής του από τον μάταιο και προσωρινό υλικό κόσμο. Αυτή η χρηστική εκδοχή του φυσικού περιβάλλοντος, η οποία υποστηρίχθηκε και από ορισμένες χριστιανικές ομολογίες στη Δύση (Πιετισμός, Καλβινισμός), στην εποχή μας έλαβε τις πιο ακραίες διαστάσεις της. Οι ραγδαίες τεχνολογικές εφαρμογές των θετικών επιστημών αποκαλύπτουν ξεκάθαρα πλέον το αβυσσαλέο χάσμα μεταξύ ανθρώπου και φύσης στην οικολογική και βιοτεχνολογική κρίση του πολιτισμού μας. Κρίση η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια ατομοκρατική, ανθρωπομονιστική και ωφελιμιστική θεώρηση του κόσμου και της ζωής.
Η ορθόδοξη λειτουργία συνιστά μια κατεξοχήν ευχαριστιακή πράξη αναφοράς του κόσμου και της ζωής από τον άνθρωπο στον Θεό. Είναι μια πρόσληψη του υλικού κόσμου από τον άνθρωπο, τον οποίο δεν χρησιμοποιεί για την ικανοποίηση της ατομικής του αυτοτέλειας και επιβίωσης, αλλά τον αναφέρει στον Δημιουργό του. Αυτή η έμπρακτη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό αναδεικνύει την προσωπική χρήση της δημιουργίας, το νόημα και το τέλος της υλικής πραγματικότητας. Η υπαρκτική αστοχία του ανθρώπου στο προπατορικό αμάρτημα σήμανε την κατάχρηση του κόσμου για την ικανοποίηση της ατομικής του αυτάρκειας. Αυτή ακριβώς η αυτονομημένη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, η αυτοθέωσή του μέσω του κόσμου, εισήγαγε όχι μόνο την καταχρηστική αντιπαράθεση του ανθρώπου προς τη φύση, προς τον συνάνθρωπο και τον Θεό, αλλά τον θάνατο και τη φθορά και στην υπόλοιπη δημιουργία.
Τόσο ο άνθρωπος όσο και ο κόσμος μετά την πτώση υφίστανται τις συνέπειες της κτιστότητας ως εμπειρίας του κακού και του θανάτου. Το μηδέν διαβρώνει τα συγκεκριμένα όντα και η φυσική διαιώνιση του είδους δεν επιλύει το δράμα του προσωπικού αφανισμού ούτε βέβαια την αέναη διάλυση και ανακύκλωση της φύσης. Ο άνθρωπος όχι μόνο απέτυχε να ανυψώσει την υλική δημιουργία προς τον Θεό, αλλά την εγκλώβισε στον βυθό της αλογίας του θανάτου.
Η ευχαριστιακή επαναπρόσληψη του κόσμου πραγματώνεται στο χριστολογικό Μυστήριο της κοινωνίας κτιστού και ακτίστου. Ο Θεός προσλαμβάνει την κοινή σάρκα του κόσμου και του ανθρώπου. Διά της ύλης του κόσμου ο Θεός κοινωνεί με τον άνθρωπο. «Σέβων ου παύσομαι τη ύλη δι’ ης η σωτηρία μου είργασται», επισημαίνει με ευχαριστιακό τρόπο ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός[7]. Ο κόσμος γίνεται και πάλι ο τρόπος της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό. Ο Χριστός είναι η δυναμική απαρχή της ευχαριστιακής χρήσης του κόσμου, της πρόσληψης και αναφοράς της δημιουργίας στον Θεό.
H oρθόδοξη Θεία Λειτουργία συνιστά ακριβώς αυτή την κίνηση της πρόσληψης, της αναφοράς και της ευχαριστιακής χρήσης του κόσμου και της ζωής. Ο πιστός μεταφέρει στην ευχαριστιακή πράξη τον ίδιο τον εαυτό του, την έμπρακτη σχέση του με το φυσικό περιβάλλον, τις σχέσεις του με τους άλλους. Τα τίμια δώρα, ο άρτος και ο οίνος, ως τα υλικά στοιχεία που συνοψίζουν τη ζωή, καθαγιάζονται και μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Χριστού. Σε αυτό το υλικό σώμα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού ενσωματώνονται και τα υπόλοιπα υλικά δώρα του κόσμου που προσκομίζουν οι πιστοί στην Εκκλησία. Τα πάντα στην Ευχαριστία περνούν μέσω της ύλης του κόσμου, που συνιστά τον τόπο συνάντησης Θεού και ανθρώπου. Η ίδια η Ευχαριστία προσφέρεται «υπέρ της του κόσμου ζωής». Είναι μια κοσμική λειτουργία. Αυτή την ξεκάθαρη αποδοχή και χρήση της υλικής δημιουργίας στην Ευχαριστία δεν μπορεί να την αποψιλώσει καμία ευσεβιστική ψυχολογική ενδοστρέφεια ή μανιχαϊστική εχθρότητα προς την υλική σύσταση του κόσμου και της ζωής.
Ωστόσο, η υλική δημιουργία εισέρχεται στην Ευχαριστία όχι απλώς για να επευλογηθεί στη φθειρόμενη κατάστασή της, αλλά για να καθαγιαστεί και να αναφερθεί στον Θεό ως πηγή της όντως ζωής. Η ευχαριστιακή πράξη της αναφοράς του κόσμου στον Θεό αποκαλύπτει την προσωπική σχέση του ανθρώπου με την κτίση, το ιερατικό και λειτουργικό ήθος του ανθρώπου. Μόνο ο άνθρωπος, ως εικόνα του Θεού, αποτελεί το κυρίαρχο και ελεύθερο πρόσωπο πάνω στην αυτονομημένη φύση. Ως πρόσωπο αλλά και μικρόκοσμος, που συγκεφαλαιώνει στην ύπαρξή του την ολότητα της κτίσης, ο άνθρωπος μπορεί να απελευθερώσει την ύλη από τους περιορισμούς της και από φορέα θανάτου και φθοράς να την καταστήσει αθάνατη μέσα από τη σχέση και την κοινωνία με τον Θεό[8]. Η «λογοποίηση» και ο «εξανθρωπισμός» της δημιουργίας γεφυρώνουν το χάσμα μεταξύ κόσμου και ανθρώπου, αναδεικνύουν το κάλλος της ύλης, τη μεταβολή της φθειρόμενης ζωής σε αιωνιότητα, δίνουν νόημα και σκοπό στην ιστορική πορεία, φωτίζοντας την αλήθεια του κόσμου από τη μελλοντική κατάληξή του.
  Το ασκητικό ήθος
Η ευχαριστιακή πράξη της πρόσληψης και αναφοράς της ζωής του κόσμου εκφράζει έμπρακτα τη δυνατότητα του ανθρώπου να γίνει πρόσωπο μέσα στην Ιστορία, υπερβαίνοντας τη βιολογική του υπόσταση, η οποία τελεί υπό το κράτος της φθοράς και του θανάτου. Αλλά το ήθος της Ευχαριστίας ως περιεχόμενο ζωής του προσώπου δεν αντλείται από την Ιστορία αλλά από την έκβαση και το τέλος της. Η υπέρβαση της οντολογικής αναγκαιότητας της φύσης, η αλήθεια και η πληρότητα του προσώπου ανήκουν στο μέλλον της Βασιλείας του Θεού. Διά της Ευχαριστίας προ-γευόμαστε, προ-λαμβάνουμε ό,τι πρόκειται να πραγματωθεί στα Έσχατα της Ιστορίας.
Η Ευχαριστία, εκτός από πράξη εν τόπω, είναι ταυτόχρονα κίνηση και πορεία εν χρόνω προς αυτή την εσχατολογική πραγμάτωση. Η Οντολογία της αποτελεί μια αποκαλυπτική εικόνα των Εσχάτων. Γι’ αυτό και το ευχαριστιακό ήθος του προσώπου εκφαίνεται ακριβώς ως εσχατολογοποίηση της βιολογικής ατομικότητας. Το πρόσωπο στην ευχαριστιακή εμπειρία της Εκκλησίας συμπορεύεται διαλεκτικά με την ατομική αυτοτέλεια της φύσης, με τη βιολογική υπόσταση της ζωής. Η ένταση μεταξύ προσώπου και βιολογικής ατομικότητας δεν σημαίνει άρνηση του κόσμου ή της βιολογικής φύσης. Το ευχαριστιακό ήθος αποδέχεται τη φύση και τον κόσμο, για να υποστασιάσει στην καθολικότητα του προσώπου τις δυνατότητες της φύσης και του κόσμου. Αυτή η κίνηση του προσώπου, που διά της Ευχαριστίας καθίσταται εδώ και τώρα, ήδη και όχι ακόμη, εικόνα και πρόγευση των Εσχάτων, συνιστά το περιεχόμενο του ασκητικού ήθους.
Η άσκηση, στο πλαίσιο του ευχαριστιακού ήθους της Εκκλησίας, εκφράζει την ελευθερία του προσώπου να υπερβεί τη φθειρόμενη βιολογική ζωή, να μεταμορφώσει και να ανακαινίσει τη φύση από τους περιορισμούς της ατομικής αυτοτέλειας. Για τούτο, ακριβώς, η άσκηση είναι η πάλη του προσώπου με την ίδια την αυτονομημένη φορά της φύσης του. Το ορθόδοξο ήθος της άσκησης, που εκκινεί από την ευχαριστιακή θεώρηση του κόσμου και της ζωής, καθόλου δεν σχετίζεται με τη νομική αντίληψη της ατομικής αρετής, τις αξιόμισθες πράξεις ή την ηθική πειθαρχία για λόγους κοινωνικής ή θρησκευτικής ευπρέπειας. Εξάλλου, το ασκητικό ήθος της Εκκλησίας αρνείται τη δυϊστική υποτίμηση του υλικού σώματος προς όφελος της πνευματικά υπέρτερης ψυχής. Η άσκηση αφορά όλο τον άνθρωπο ως σώμα και ψυχή, όπως ακριβώς και η σωτηρία αναφέρεται στην ψυχοσωματική ακεραιότητα και πληρότητα του ανθρώπου.
Η άσκηση δίχως ευχαριστιακό υπόβαθρο εύκολα εκτρέπεται σε μια πνευματική εκγύμναση και αυτοπειθαρχία, σε ιδιωτικό επίτευγμα των εκλεκτών, που με τις επιδόσεις τους κατακτούν υψηλές κορυφές στην κλίμακα της ηθικής αρεταλογίας και των πνευματικών αξιών. Το ασκητικό ήθος δεν συνιστά ατομικό αλλά κατεξοχήν εκκλησιαστικό γεγονός. Είναι η προσωπική εμπειρία της αυθυπέρβασης από κάθε αδιέξοδη εμμονή στην αυτάρκεια της ύπαρξης, το κοινωνικό άνοιγμα του προσώπου στη ζωή της κοινότητας ως συνύπαρξη και σχέση με τα άλλα μέλη του Σώματος του Χριστού, η κατάφαση στη ζωή ως αγάπη και ελευθερία. Η ανθρώπινη προσπάθεια δεν κατορθώνει, παρά μόνο αποδέχεται ελεύθερα και οικειώνεται αγαπητικά τον τρόπο υπάρξεως του Θεού.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, ο ασκητικός χαρακτήρας του προσώπου δεν αφορά απλώς κάποια ατομική ηθική συνέπεια, η οποία τείνει να αναχθεί σε μια διανοητική και ψυχολογική σχέση με τον Θεό, αλλά προσλαμβάνει όλες τις δυνατότητες της φύσης, για να τις υποστασιάσει κατά τρόπο οντολογικό, να τους προσδώσει αληθινή και όχι νεκρούμενη ζωή. Τα πάντα προσλαμβάνονται για να γίνουν αλήθεια και ζωή. Ο έρως και το σώμα δεν καταργούνται ούτε απαξιώνονται, αλλά νοηματοδοτούνται προσωπικά στο ασκητικό ήθος της Εκκλησίας.
Ο έρως, από σπασμωδική και αδιέξοδη κίνηση διαιώνισης στα όρια της αυτονομημένης φύσης, γίνεται ελεύθερη εκστατική φορά, αγαπητική αυθυπέρβαση της ατομικότητας κατ’ εικόνα του τρόπου υπάρξεως της Αγίας Τριάδας. Το πρόσωπο αγαπά ελεύθερα από την αναγκαιότητα της φύσης, όταν υπερβαίνει ασκητικά την αναγκαιότητα και αποκλειστικότητα. Αγαπά σε ένα άλλο πρόσωπο τους πάντες και τα πάντα, αφού το πρόσωπο μπορεί να συγκεφαλαιώνει και να εκφράζει ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή τη μεταμόρφωση και ανακαίνιση της διασπασμένης μετά την πτώση φύσεως ευλογεί η Εκκλησία στο Μυστήριο του γάμου, το οποίο, δίχως την ευχαριστιακή του προσαγωγή και ενσωμάτωση στην Εκκλησία, θα παρέμενε απλώς επευλογία και θρησκευτική καταξίωση του φυσικού έρωτα και της οικογένειας. Δίχως το ήθος της άσκησης και της Ευχαριστίας, ο γάμος μένει στα συμβατικά πλαίσια αξιοσέβαστων κοινωνικών σκοπιμοτήτων, όπως ο εναρμονισμός των χαρακτήρων, η ανάγκη της οικογένειας κ.ά.
Η πληρωματική διάσταση του έρωτα ως εικόνα της κοινωνίας των προσώπων της Αγίας Τριάδας, ενώ δεν συνιστά αποπνευμάτωση της φυσικής σχέσης του γάμου, τον απελευθερώνει από τη φυσική αναγκαιότητα διαιώνισης του είδους, δηλαδή, από τον αφανισμό και τον θάνατο του προσώπου. Το ασκητικό ήθος μεταμορφώνει τον έρωτα σε κοινωνία αγάπης και ελευθερίας των προσώπων, σε εσχατολογική αντανάκλαση της πληρότητας και ακεραιότητας της φύσης, γεγονός που ήδη προγεύεται «εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν», πέρα από φυσικές ή κοινωνικές συμβατικότητες. Αν σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, ο γάμος περνά την πλέον ολική κρίση του, αν ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα, όπως λέγεται συχνά, είναι επειδή ακριβώς παραθεωρείται η ασκητική πρόσληψη του έρωτα. Όταν ο άλλος δεν συνιστά παρά το μέσο για την ατομική ικανοποίηση, ο έρως γίνεται απλώς το μέσο για την κάλυψη μιας ατομοκεντρικής ανάγκης, το τραγικό προσωπείο του όντως έρωτα.
Αλλά και το σώμα, όπως και ο έρως, ως έκφραση της φυσικής ατομικότητας μπορεί να υποστασιάζεται ασκητικά από το πρόσωπο, δηλαδή να μην υπηρετεί την αυτονομημένη φύση ως φορέα διαίρεσης, διάστασης και θνητότητας. Το ανθρώπινο σώμα αποβαίνει έκφραση κοινωνίας και αγάπης, όταν απελευθερώνεται από τους περιορισμούς της ατομικότητας και αποκλειστικότητας. Αυτό το σώμα ως καινή κτίση προσέλαβε ο Χριστός, σε αυτό το σώμα μας εισάγει το βάπτισμα, σωματική είναι η γνώση και η συμμετοχή μας στην αλήθεια της ζωής. Το σώμα του ανθρώπου είναι η σάρκα του κόσμου, συγκεφαλαιώνει την ύλη της άλογης δημιουργίας. Αυτό προσφέρουμε στην Ευχαριστία, αυτό καθαγιάζεται, αυτό μεταβάλλεται σε Σώμα Χριστού, σε σώμα της Ευχαριστίας, με αυτό κοινωνούμε με τους άλλους και με τον ίδιο τον Θεό.
Το ασκητικό ήθος εκδηλώνεται σε κάθε μυστηριακή πράξη, που εγκεντρίζει στο ευχαριστιακό γεγονός της Εκκλησίας ως προσωπική πραγμάτωση των υπαρκτικών δυνατοτήτων της φύσης. Διά των μυστηρίων ο άνθρωπος φέρει κάθε φάση της ζωής του και την ενσωματώνει στο ευχαριστιακό Σώμα της Εκκλησίας. Ενοποιεί την ασκητική του συνεργία με τη ζωή του Χριστού, αλληλοπεριχωρεί το ήθος του με τον τρόπο υπάρξεως της ελευθερίας και της αγάπης. Στο βάπτισμα μια συγκεκριμένη ύπαρξη αναγεννάται προσωπικά και προσάγεται στην ευχαριστιακή κοινωνία της Εκκλησίας. Στο χρίσμα λαμβάνει την προσωπική υιοθεσία της σχέσης με την κοινωνία των προσώπων της Αγίας Τριάδας. Στον γάμο ο έρως μεταβολίζεται στον τρόπο υπάρξεως του Χριστού και της Εκκλησίας.
Όλα τα Μυστήρια της ευχαριστιακής σύναξης συντελούν στην υπαρκτική μεταβολή του ατόμου σε πρόσωπο, κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού. Το ασκητικό ήθος που εκφράζει την προσωπική αντίσταση κατά της επαναστατημένης φύσης δεν λειτουργεί μηχανικά και αυτόματα, στο πλαίσιο μιας αιτιοκρατικής διαλεκτικής προσπάθειας και αποτελέσματος, όπως στην περίπτωση μιας κανονιστικής και χρησιμοθηρικής ηθικής. Ο ασκητικός αγώνας του προσώπου δεν αποβλέπει στην ατομική εξασφάλιση ή στην κοινωνική ευπρέπεια, αλλά στη δυναμική αναμέτρηση με το υπαρκτικό πρόβλημα της αλήθειας του ανθρώπου. Εκφράζει μια δυναμική κίνηση και πορεία και ποτέ δεν θεωρείται τετελεσμένη, επειδή η πληρότητα της αλήθειας του προσώπου βιώνεται εσχατολογικά, δεν αντλεί τον τρόπο υπάρξεώς του όχι από αυτό που είναι τώρα, αλλά από αυτό που θα είναι τελικά στα Έσχατα της Ιστορίας.
Στο ήθος της άσκησης εντάσσεται και η επίγνωση της αποτυχίας του προσώπου να υπερβεί τη βιολογική του υπόσταση. Αυτή η επίγνωση δεν οδηγεί στην απελπισία και στην παραίτηση, αλλά στο ευχαριστιακό και ασκητικό ήθος της μετάνοιας, ως αδιάκοπης δοκιμασίας της ανθρώπινης ελευθερίας να επαναπροσλαμβάνει την επαναστατημένη φύση. Το ίδιο πράττει και η Εκκλησία, όταν συνέρχεται κάθε φορά στην ευχαριστιακή πρόσληψη του κόσμου και της ζωής. Πέρα από κατηγορίες που ερμηνεύουν το τραυματισμένο εγώ της βιολογικής ατομικότητας, η μετάνοια δεν συνιστά ψυχοθεραπευτικό μέσο ατομικής εξιλέωσης. Το ήθος δεν αναφέρεται σε μια απρόσωπη καθηκοντολογία ή δικανική αυθεντία, για να εκλαμβάνεται ως ηθική αυτάρκεια ή νομική παράβαση, αλλά στην αλήθεια του προσώπου ως κοινωνία και σχέση με τον Θεό.
Η ορθόδοξη Παράδοση δεν γνώρισε την ποιμαντική του φόβου, το βίωμα του τρομοκράτη και τιμωρού Θεού, την έννοια της ατομικής δικαίωσης, την καταβολή τιμήματος για την εξαγορά των αμαρτημάτων. Το ψυχολογικό σύνδρομο του Θεού ως σαδιστή πατέρα, ο οποίος χαίρεται να τιμωρεί κάθε παράβαση του αδύναμου ανθρώπου, εκφράζει μια καταλυτική αλλοίωση της αλήθειας του Θεού και του ανθρώπου. Η αλλοτρίωση του ήθους από το οντολογικό περιεχόμενό του μετατρέπει τη μετάνοια σε ηθικολογικό και ψυχολογικό πατρονάρισμα των συνειδήσεων, τον Θεό σε δικαστή και τον άνθρωπο σε παραβάτη. Αλλά η δικαιοσύνη του Θεού δεν είναι ο θεός του Θεού, η δικανική αυτοδικαίωση του ανθρώπου, ο οποίος εκλαμβάνει τον Θεό ως Νόμο και τη σωτηρία ως ηθική αυτοδικαίωση. Η δικαιοσύνη του Θεού είναι η αγάπη του Θεού∙ η μετάνοια του ανθρώπου είναι η επίγνωση της πτώσης της ύπαρξής του.
Γι’ αυτή τη δικαιοσύνη του Θεού και τη μετάνοια του ανθρώπου κάνει λόγο ο Ντοστογιέφσκι στο Έγκλημα και Τιμωρία, όταν ο «ανήθικος» Μαρμελάντοφ αναφωνεί: «Μα μόνο Εκείνος θα μας ευσπλαχνισθεί, που έχει ευσπλαχνισθεί όλους τους ανθρώπους. Αυτός τάχει νιώσει όλα, ο Μόνος και μοναδικός κριτής… Όλους θα τους κρίνει Αυτός, και τους καλούς και τους κακούς, και θα τους συγχωρήσει… Και τότε ο Χριστός θα μας πει, ελάτε και σεις. Όλοι εσείς. Εσείς οι μέθυσοι, εσείς οι αδύνατοι, εσείς οι ακόλαστοι!… Και θα μας πει: Όντα άθλια, γίνατε σύμμορφοι με την εικόνα του θηρίου και έχετε την σφραγίδα του στο μέτωπό σας… Ελάτε όμως και σεις! Και τότε οι δίκαιοι θα διαμαρτυρηθούν και οι φρόνιμοι θα απορήσουν: Μα, Κύριε, πώς τους δέχεσαι; Και ο Χριστός  θα πει: Εάν τους δέχομαι, κύριοι δίκαιοι, εάν τους δέχομαι, κύριοι σώφρονες, το κάνω γιατί κανένας από αυτούς δεν έκρινε ποτέ τον εαυτό του άξιο. Και θα μας απλώσει τα χέρια Του, θα μας ανοίξει την αγκαλιά Του και μεις θα πέσουμε στα πόδια του και θα τα καταλάβουμε όλα! Ναι, τότε θα τα καταλάβουμε όλα… Κύριε, ελθέτω η Βασιλεία Σου!» (ενότητα Ι, κεφάλαιο 2). Η συγχώρηση του Χριστού, η συγχώρηση της Εκκλησίας δεν συνιστά δικανική τιμωρία και άφεση των παραπτωμάτων αλλά ασκητική και φιλάνθρωπη συν-χώρηση - επανένταξη στο ζωηφόρο Σώμα της Ευχαριστίας, σε αυτή την κοινωνία των Εσχατων

  Ισαάκ ο Σύρος, Τα ευρεθέντα ασκητικά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου