του Γιώργου Κόκουβα
Οι υπερπολύτιμες φωνητικές χορδές της Μαρίας Κάλλας έβγαλαν τους τελευταίους τους ήχους στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977. Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, η φωνή της, η παράδοσή της, η επιβλητική της προσωπικότητα λάμπουν ακόμη. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνει το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, το οποίο εγκαινιάζει αυτόν τον μήνα την έκθεση «Μαρία Κάλλας για πάντα» σε συνεργασία με το Ίδρυμα Μελετών και Αλληλεγγύης, φέρνοντας μέχρι τις 13 Νοεμβρίου κοντά στο κοινό προσωπικά αντικείμενα της σοπράνο.
Ρούχα από την ξεχωριστή ενδυματολογική Ιστορία της καλλιτέχνιδας, γυαλιά ηλίου, κοσμήματα, το μονόγραμμα «Ω», απομεινάρι από την συμβίωσή της με τον Αριστοτέλη Ωνάση στον Σκορπιό συγκαταλέγονται στα αντικείμενα που φιλοξενεί το φουαγιέ του Μεγάρου, χτίζοντας λιθαράκι-λιθαράκι την πορεία, την καθημερινότητα και την προσωπικότητα της Μαρίας Κάλλας. Τα ίχνη αυτού του μύθου ακολουθεί και το in2life, αποτίοντας φόρο τιμής στην Ελληνίδα που κατέκτησε τον κόσμο, μόνο με την φωνή της.
Τα πρώτα «πολεμικά» βήματα Γεννημένη στο Μανχάταν το 1923, η Μαρία Άννα Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου είχε μάλλον μεγάλο όνομα για να γίνει… «μεγάλο όνομα» - δεν ήταν έκπληξη που το «έκοψε» σε Μαρία Κάλλας. Η μοίρα την προίκισε –εκτός από ένα δυνατό λαρύγγι- με μάλλον προβληματική μητέρα. Για την Λίτσα Καλογεροπούλου, η μικρή της κόρη ήταν το ασχημόπαπο της οικογένειας, και ενώ πάντα φρόντιζε να παινεύει την μεγαλύτερη αδερφή της, πίεζε την ίδια να τραγουδά και να δουλεύει από… μονοψήφια ηλικία.
Η πίεση πέρασε και σε άλλα επίπεδα όταν η μητέρα της πήρε μια ωραία ημέρα τις κόρες της, εγκατέλειψε τον σύζυγο στη Νέα Υόρκη και επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εκτός από τα πρώτα μαθήματα φωνητικής, η Μαρία Κάλλας πήρε και τα πρώτα μαθήματα… βιοπάλης, αφού εν μέσω Κατοχής, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε αργότερα το στενό περιβάλλον της, η μητέρα της την ανάγκαζε να βγαίνει με διάφορους άνδρες, κυρίως Ιταλούς και Γερμανούς φαντάρους, ώστε να εξασφαλίζει τα προς το ζην για το σπίτι τους.
«Ήμουν το ασχημόπαπο, χοντρούλα και καθόλου δημοφιλής. Είναι σκληρό πράγμα να κάνεις ένα παιδί να νιώθει άσχημο και ανεπιθύμητο… Ποτέ δεν θα την συγχωρήσω που μου στέρησε την παιδική μου ηλικία. Όλα εκείνα τα χρόνια που κανονικά έπρεπε να παίζω, εγώ είτε θα τραγουδούσα είτε θα έβγαζα χρήματα», φέρεται να δήλωσε αργότερα η Κάλλας.
Παρ’ όλα αυτά, το καλό από όλη αυτή την ενδοοικογενειακή ένταση ήταν η ακατάπαυστη ενασχόληση της μικρής Μαρίας με την φωνή της. Έπειτα από δύο χρόνια εντατικών μαθημάτων η 15χρονη υψίφωνος κάνει την πρώτη της εμφάνιση ως μαθητευόμενη σοπράνο, ενώ , αφού ακολούθησαν οι σπουδές της στο Ωδείο των Αθηνών, δεν άργησε τοεπαγγελματικό της ντεμπούτο το 1942.
Παρά τα κολακευτικά σχόλια των κριτικών μετά την πρώτη της παράσταση –ή ίσως ακριβώς εξαιτίας αυτών- οι υπόλοιπες νεαρές κοπέλες της αθηναϊκής όπερας της έκαναν την ζωή δύσκολη. Το παρασκήνιο εκείνων των πρώτων παραστάσεων περιλάμβαναν τις «συμπρωταγωνίστριες» της Κάλλας να γελούν επίτηδες όσο εκείνη ερμήνευε και να την δείχνουν με το δάχτυλο για να νιώσει άσχημα. Με τις περισσότερες γυναίκες του περιβάλλοντός της να της βάζουν εμπόδια στον δρόμο της, η Κάλλας δεν άργησε να φύγει από την Ελλάδα, επιστρέφοντας στην Νέα Υόρκη το 1945 για να κυνηγήσει το πεπρωμένο της.
Η «διεθνής» Κάλλας Η αναγνώριση δεν άργησε να έρθει και παρά τις πρώτες ατυχίες στις μεγάλες σκηνές της Νέας Υόρκης, το έμπειρο αφτί του καλλιτεχνικού διευθυντή της Αρένας της Βερόνας, Τζοβάνι Τζενατέλο την «κλέβει» και την καθοδηγεί στην Ιταλία, όπου έμελλε να κατακτήσει τον μουσικό κόσμο.
Σημαντικός σταθμός προς αυτό το κατόρθωμα υπήρξε η γνωριμία της με τον Τζιοβάνι Μενεγκίνι, σπουδαίο επιχειρηματία, τον οποίο και παντρεύτηκε το 1949. Εκείνος της προσέφερε όλες τις κομβικές διασυνδέσεις προς την καθιέρωσή της ως σταρ, ενώ την ίδια περίοδο η συνεργασία της με τον μαέστρο Τούλιο Σεραφίν την απογείωσε. Η «εκτόξευση» έγινε στο ανέβασμα του «I puritan» στην Βενετία το 1949, όπου η Κάλλας έπρεπε σε τρεις ημέρες να μάθει τον ρόλο της Ελβίρα και να προσαρμοστεί σε δύσκολους τόνους. Οι κριτικοί και οι άνθρωποι της όπερας είχαν προετοιμαστεί για φιάσκο, γι’ αυτό και δεν πίστευαν στα αφτιά τους όταν η νεαρή σοπράνο πραγματοποίησε έναν φωνητικό «περίπατο» εκείνο το βράδυ.
Από εκείνη την ημέρα, όλες οι πόρτες άνοιξαν για την Κάλλας, ακόμη και αυτή τηςΣκάλας του Μιλάνου, που μέχρι τότε την σνόμπαρε επιδεικτικά. Aida, La Gioconda, La Traviata, ο Σικελικός Εσπερινός, η Ιφιγένεια εν Ταύροις γνώρισαν νέα επίπεδα ερμηνείας από την Ελληνίδα-φαινόμενο, την οποία λάτρεψαν όλοι οι μεγάλοι μαέστροι της εποχής: Von Karajan, Zefirelli, Μινωτής, Wallmann, Visconti.
Μία σοπράνο… με βάρος Η Κάλλας εξελίσσεται στην απόλυτη ντίβα του παγκόσμιου μουσικού στερεώματος. Παρ’ όλα αυτά, έμενε να διορθωθεί μια μικρή λεπτομέρεια. Μπορεί η Κάλλας να μην φορούσε πλέον τα τεράστια γυαλιά μυωπίας που την έκαναν στόχο πειραγμάτων στην παιδική της ηλικία, αλλά της είχε μείνει… η όρεξη για το φαγητό. Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 είχε φτάσει τα 90 κιλά, και ενώ η ίδια θεωρούσε φυσιολογικό να τρώει πολύ κατά την διάρκεια της πρόβας, ο μέντοράς της, Σεραφίν, την ανάγκασε να ζυγιστεί μπροστά του για να της αποδείξει ότι το είχε παρακάνει.
Με την προτροπή του συζύγου της, η Κάλλας πραγματοποίησε εντατική δίαιτα, που της χάρισε μια σιλουέτα περίπου 35 κιλά ελαφρύτερη – μάλιστα πολλές εταιρίες τροφίμων έσπευσαν να καρπωθούν την επιτυχία της δίαιτας, υποτίθεται χάρη στα ιταλικά τους προϊόντα, αλλά η Κάλλας τους έβαλε στην θέση τους με χορταστικές μηνύσεις. Ο κόσμος της όπερας έκανε λόγο για μία ερμηνεύτρια που επιτέλους ήταν σε τέλεια φόρμα, «όπως την προόριζε η φύση», ικανή να ερμηνεύσει κάθε ρόλο.
Ούτε ο κινηματογράφος ξέφυγε από τις ερμηνευτικές της αναζητήσεις, καθώς ο Πιερ Πάολο Παζολίνι της έδωσε τον ρόλο της Μήδειας στην ομώνυμη ταινία του, η οποία αν και απέτυχε εμπορικά, αποδεικνύει το πολύπλευρο ταλέντο της Ελληνίδας ντίβας.
Η Βιογραφία της μεγάλης ντίβας που ακολουθεί έχει αντιγραφεί από την ιστοσελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών
Μαρία Κάλλας (1923-1977)
Η Μαρία Κάλλας νίκησε το θάνατο χάρη στη ζωή της. Έχει αγαπηθεί και αμφισβητηθεί από πολλούς όπως κάθε ξεχωριστή προσωπικότητα που αναδείχθηκε σε μύθο αναλλοίωτο από τη φθορά του χρόνου.
H Μαρία Αννα Καικιλία Σοφία Καλογεροπούλου γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Ν. Υόρκη - την ίδια χρονιά που οι γονείς της μετανάστευσαν στις Η.Π.Α. Από νωρίς εκδηλώνει το μεγάλο ταλέντο της στη μουσική και το 1931 ξεκινά μαθήματα πιάνου και σολφέζ. Την πρώτη της επαφή με τη μουσική την αποδεικνύει μια μαγνητοταινία από το 1935, στην οποία η Κάλλας με το ψευδώνυμο Νίνα Φορέστι μιλάει και κατόπιν τραγουδάει την άρια "un bel di vedremo" από τη Μαντάμ Μπάτερφλάϊ.
Το 1937 η Μαρία Κάλλας επιστρέφει με τη μητέρα της στην Ελλάδα και έχοντας ήδη εκδηλώσει τα φωνητικά της χαρίσματα γίνεται δεκτή δωρεάν από το Εθνικό Ωδείο και φοιτά στην τάξη της Μαρίας Τριβέλλα. Η πρώτη καθοριστική επιρροή της όμως προήλθε στο διάστημα 1939-1943 όταν φοιτούσε στο Ωδείο Αθηνών από την καθηγήτρια της Elvira de Hidalgo. Η διδασκαλία της - η οποία συχνά κρατούσε από το πρωί μέχρι το βράδυ - θεωρείται ότι έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής της προσωπικότητας. Για τη χρυσή φωνή ο κριτικός Ζακ Μπουρζουά σημείωσε πως "είναι σαν την Ακρόπολη: όλο και πιο ωραία όσο φθείρεται". Ακόμη και μετά το θάνατό της, το 1977, ζει στις μνήμες όλων ως μια ανεπανάληπτη υψίφωνος αλλά και ως μια μεγάλη ηθοποιός που διέγραψε εκθαμβωτική τροχιά στον κόσμο της όπερα.
Το 1939 ερμηνεύει τη Santuzza στην "Cavalleria Rusticana" σε μαθητική παράσταση του Ωδείου Αθηνών. Το 1940 εμφανίζεται με το Ωδείο ως Αμέλια στο "Un Ballo in Maschera" και ως Aida στην ομώνυμη όπερα του Verdi. Στις 27 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου πραγματοποιεί την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση με τη Λυρική Σκηνή όπου γίνεται η Βεατρίκη στο "Boccaccio" του Suppe. Για τα επόμενα πέντε χρόνια (1940 - 1945) συνεργάζεται με τη Λυρική Σκηνή. Τραγουδά Tosca, Cavalleria, τη Σμαράγδα στον "Πρωτομάστορα" του Μ.Καλομοίρη, τη Μάρθα στο "Tiefland" του d' Albert και τη Leonora στο "Fidelio". Στις 3 Αυγούστου 1947 κάνει την πρώτη εντυπωσιακή της εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνα με την "La Gioconda" του Ponchielli. Τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει την Ιζόλδη στη Βενετία. Το 1948 θριαμβεύει με το Turandot. Ο ένας θρίαμβος διαδέχεται τον άλλο. Το 1949 εμφανίζεται στο Buenos Aires με τη Norma στο Theatro Collon. Το 1950 στο Μεξικό γίνεται Leonora στο "Il Trovatore", Fiorila στο "Il Turco in Italia" στη Ρώμη, Traviata στο Communale της Φλωρεντίας. Τον ίδιο χρόνο πάλι στο Communale της Φλωρεντίας ερμηνεύει την Ελένη στο "I Vespri Siciliani" και την Ευρυδίκη στο "Ορφέας και Ευρυδίκη". Στις 2 Απριλίου 1952 πρωτοεμφανίζεται στη Σκάλα του Μιλάνου ως Κοστάντζα στο "Die Entfuhrung aus dem Serail" του Mozart. Τραγουδάει Armida στη Φλωρεντία, Lucia και Jilda στο "Rigoletto" στο Μεξικό, και Lady Macbeth στο "Macbeth" στη Σκάλα. Το 1953 στο Μουσικό Μάιο της Φλωρεντίας ερμηνεύει εκπληκτικά τη Μήδεια στην ομώνυμη όπερα του Cherubini. Οι τίτλοι, φυσικά, δεν σταματούν εδώ. Η εκπληκτική της πορεία συνεχίζεται....
Για έξι χρόνια (1954-1960) κυριαρχεί στη Σκάλα του Μιλάνου. Η καριέρα της απογειώνεται. Γίνεται Αλκηστη, Ελισάβετ στο "Don Carlos", Julia στο "La Vestale", Madalena στο "Andrea Chenier", Rozina στο "Il Barbiere di Siviglia", Fedora, Anna Bolena, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Amelia στο "Un Ballo in Maschera", Ιμογένη στο "Il Pirata" και Paulina στο "Poliuto". Η παράσταση της "Traviata" το 1955 σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι υπήρξε θριαμβευτική. Το 1957 επιστρέφει στην Αθήνα και εμφανίζεται στο Φεστιβάλ Αθηνών. Το 1960-61 τραγουδάει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου Νόρμα και Μήδεια σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Το 1962 αποθεώνεται σαν Μήδεια με σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη. Το 1964 σημειώνει νέο καλλιτεχνικό θρίαμβο στην Όπερα του Παρισιού με τη Νόρμα. Στις 5 Ιουλίου 1965 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε παράσταση όπερας. Είναι στο Covent Garden του Λονδίνου με την "Tosca" σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Το 1970 γυρίζει σε ταινία τη "Μήδεια" σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι. Το 1973 κλείνει την καριέρα της με το Giuseppe di Stefano να σκηνοθετεί το "I Vespri Siciliani" του Verdi. Η 8η Δεκεμβρίου 1973 θεωρείται η τελευταία της δημόσια εμφάνιση όπου η Μαρία Κάλλας τραγούδησε άριες στην όπερα του Παρισίου. Εκείνη την ημέρα το κοινό την κάλεσε στη σκηνή 10 φορές. Η κραυγή "Viva Maria" συγκλόνιζε την αίθουσα όσο οι ανθοδέσμες έπεφταν στη σκηνή. Πρόκειται πραγματικά για μια ανεπανάληπτη, εξαιρετική καλλιτεχνική σταδιοδρομία από την οποία δεν είναι δυνατό να παραλειφθεί τίποτα. Οι επιτυχίες της Κάλλας δημιουργούν ως ψηφίδες το ψηφιδωτό της μοναδικότητάς της. Υπήρξε μοναδική προσωπικότητα.
Γι αυτήν ο Antonio Gringielli, 24 χρόνια διευθυντής της Σκάλα του Μιλάνου, αυτός που γνώρισε και συμβούλευσε καλλιτεχνικά τη μεγάλη λυρική τραγωδό είπε πως "Η Μαρία Κάλλας δεν έχει δύσκολο χαρακτήρα, απλώς έχει χαρακτήρα με προσωπικότητα". Η προσωπική ζωή της Μαρίας Κάλλας έθρεψε ακόμη περισσότερο το μύθο της. Η εμμονή της με τη δίαιτα και κυρίως ο έρωτας της για τον Αριστοτέλη Ωνάση και η 9ετής σχέση τους, υπήρξαν συνεχής σχεδόν τροφή των κοσμικογράφων της εποχής - οι οποίοι ναι μεν συνέβαλαν στη δημιουργία του μύθου της αλλά παρακολουθούσαν με ασφυκτικό μερικές φορές τρόπο, την προσωπική της ζωή. Ο γάμος της με τον κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερό της βιομήχανο Giovanni Battista Meneghini το 1949 αλλά και η θέση άλλων ανδρών στη ζωή της όπως ο Pier Paolo Pasolini και ο τενόρος Giuseppe di Stefano απασχόλησαν την κοινή γνώμη.
Ο θάνατος από καρδιακή προσβολή στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 στο διαμέρισμά της στο Παρίσι μοιάζει με γεγονός που δεν συνέβη ποτέ. Το σώμα της αποτεφρώθηκε και η τέφρα της ρίχθηκε στη θάλασσα του Αιγαίου. Τα καταγάλανα νερά έγιναν ο μόνιμος και αιώνιος τόπος κατοικίας της.
Η ίδια η Μαρία Κάλλας εκμυστηρεύεται στην τελευταία της συνέντευξη: "Ξέρεις, είναι πολύ παράξενο συναίσθημα να είμαι ζωντανός μύθος, ενώ βρίσκομαι ακόμη στη γη. Ίσως θα ήταν καλύτερο αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θαυμάζουν τη φωνή μου, αποφάσιζαν να με θεωρούν αθάνατη μετά το θάνατό μου. Αν γινόταν αυτό θα καθόμουν πάνω σε κάποιο σύννεφο, θα κοίταζα κάτω και θα απολάμβανα το θέαμα αντί να κάθομαι και να ανησυχώ αν θα καταφέρω να βγάλω τις ψηλές μου νότες". Μέσα από τις συνεντεύξεις και τις βιογραφίες της, αποκαλύπτεται η ανθρώπινη ευαίσθητη πλευρά της Μαρία Κάλλας, της γυναίκας που αγαπήθηκε, θαυμάστηκε και αποθεώθηκε.
Η ζωή της Μαρίας Κάλλας υπήρξε ασύγκριτη, μοναδική και ανεπανάληπτη σαν κι αυτή την ίδια. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι έχουν ταυτίσει το όνομά της με την όπερα και το λυρικό θέατρο, ενώ ρόλοι όπως αυτός της Μήδεια για παράδειγμα, είναι δύσκολο να γίνουν πλέον αποδεκτοί με διαφορετική ερμηνεία. Η εικόνα της Μαρία Κάλλας ενσαρκώνει την "απόλυτη Ντίβα" - και κατ' αυτό τον τρόπο η μορφή της θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στις καλύτερες σελίδες της παγκόσμιας μουσικής ιστορίας.
(Τα στοιχεία είναι στηριγμένα και σε κείμενα από το: "Μαρία Κάλλας", εκδ. ΠΑΝΟΣ)
Σχετικοί Κόμβοι
1st International Congress for Maria Callas, Athens, 1997
The Art Of Maria Callas
The Serendipity Maria Callas Page
The International Maria Callas Club
Sopranos Bios: Maria Callas
The Incomparable Callas
απο την Χριστιανα Λουπα
Οι υπερπολύτιμες φωνητικές χορδές της Μαρίας Κάλλας έβγαλαν τους τελευταίους τους ήχους στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977. Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, η φωνή της, η παράδοσή της, η επιβλητική της προσωπικότητα λάμπουν ακόμη. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνει το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, το οποίο εγκαινιάζει αυτόν τον μήνα την έκθεση «Μαρία Κάλλας για πάντα» σε συνεργασία με το Ίδρυμα Μελετών και Αλληλεγγύης, φέρνοντας μέχρι τις 13 Νοεμβρίου κοντά στο κοινό προσωπικά αντικείμενα της σοπράνο.
Ρούχα από την ξεχωριστή ενδυματολογική Ιστορία της καλλιτέχνιδας, γυαλιά ηλίου, κοσμήματα, το μονόγραμμα «Ω», απομεινάρι από την συμβίωσή της με τον Αριστοτέλη Ωνάση στον Σκορπιό συγκαταλέγονται στα αντικείμενα που φιλοξενεί το φουαγιέ του Μεγάρου, χτίζοντας λιθαράκι-λιθαράκι την πορεία, την καθημερινότητα και την προσωπικότητα της Μαρίας Κάλλας. Τα ίχνη αυτού του μύθου ακολουθεί και το in2life, αποτίοντας φόρο τιμής στην Ελληνίδα που κατέκτησε τον κόσμο, μόνο με την φωνή της.
Τα πρώτα «πολεμικά» βήματα Γεννημένη στο Μανχάταν το 1923, η Μαρία Άννα Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου είχε μάλλον μεγάλο όνομα για να γίνει… «μεγάλο όνομα» - δεν ήταν έκπληξη που το «έκοψε» σε Μαρία Κάλλας. Η μοίρα την προίκισε –εκτός από ένα δυνατό λαρύγγι- με μάλλον προβληματική μητέρα. Για την Λίτσα Καλογεροπούλου, η μικρή της κόρη ήταν το ασχημόπαπο της οικογένειας, και ενώ πάντα φρόντιζε να παινεύει την μεγαλύτερη αδερφή της, πίεζε την ίδια να τραγουδά και να δουλεύει από… μονοψήφια ηλικία.
Η πίεση πέρασε και σε άλλα επίπεδα όταν η μητέρα της πήρε μια ωραία ημέρα τις κόρες της, εγκατέλειψε τον σύζυγο στη Νέα Υόρκη και επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εκτός από τα πρώτα μαθήματα φωνητικής, η Μαρία Κάλλας πήρε και τα πρώτα μαθήματα… βιοπάλης, αφού εν μέσω Κατοχής, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε αργότερα το στενό περιβάλλον της, η μητέρα της την ανάγκαζε να βγαίνει με διάφορους άνδρες, κυρίως Ιταλούς και Γερμανούς φαντάρους, ώστε να εξασφαλίζει τα προς το ζην για το σπίτι τους.
«Ήμουν το ασχημόπαπο, χοντρούλα και καθόλου δημοφιλής. Είναι σκληρό πράγμα να κάνεις ένα παιδί να νιώθει άσχημο και ανεπιθύμητο… Ποτέ δεν θα την συγχωρήσω που μου στέρησε την παιδική μου ηλικία. Όλα εκείνα τα χρόνια που κανονικά έπρεπε να παίζω, εγώ είτε θα τραγουδούσα είτε θα έβγαζα χρήματα», φέρεται να δήλωσε αργότερα η Κάλλας.
Παρ’ όλα αυτά, το καλό από όλη αυτή την ενδοοικογενειακή ένταση ήταν η ακατάπαυστη ενασχόληση της μικρής Μαρίας με την φωνή της. Έπειτα από δύο χρόνια εντατικών μαθημάτων η 15χρονη υψίφωνος κάνει την πρώτη της εμφάνιση ως μαθητευόμενη σοπράνο, ενώ , αφού ακολούθησαν οι σπουδές της στο Ωδείο των Αθηνών, δεν άργησε τοεπαγγελματικό της ντεμπούτο το 1942.
Παρά τα κολακευτικά σχόλια των κριτικών μετά την πρώτη της παράσταση –ή ίσως ακριβώς εξαιτίας αυτών- οι υπόλοιπες νεαρές κοπέλες της αθηναϊκής όπερας της έκαναν την ζωή δύσκολη. Το παρασκήνιο εκείνων των πρώτων παραστάσεων περιλάμβαναν τις «συμπρωταγωνίστριες» της Κάλλας να γελούν επίτηδες όσο εκείνη ερμήνευε και να την δείχνουν με το δάχτυλο για να νιώσει άσχημα. Με τις περισσότερες γυναίκες του περιβάλλοντός της να της βάζουν εμπόδια στον δρόμο της, η Κάλλας δεν άργησε να φύγει από την Ελλάδα, επιστρέφοντας στην Νέα Υόρκη το 1945 για να κυνηγήσει το πεπρωμένο της.
Η «διεθνής» Κάλλας Η αναγνώριση δεν άργησε να έρθει και παρά τις πρώτες ατυχίες στις μεγάλες σκηνές της Νέας Υόρκης, το έμπειρο αφτί του καλλιτεχνικού διευθυντή της Αρένας της Βερόνας, Τζοβάνι Τζενατέλο την «κλέβει» και την καθοδηγεί στην Ιταλία, όπου έμελλε να κατακτήσει τον μουσικό κόσμο.
Σημαντικός σταθμός προς αυτό το κατόρθωμα υπήρξε η γνωριμία της με τον Τζιοβάνι Μενεγκίνι, σπουδαίο επιχειρηματία, τον οποίο και παντρεύτηκε το 1949. Εκείνος της προσέφερε όλες τις κομβικές διασυνδέσεις προς την καθιέρωσή της ως σταρ, ενώ την ίδια περίοδο η συνεργασία της με τον μαέστρο Τούλιο Σεραφίν την απογείωσε. Η «εκτόξευση» έγινε στο ανέβασμα του «I puritan» στην Βενετία το 1949, όπου η Κάλλας έπρεπε σε τρεις ημέρες να μάθει τον ρόλο της Ελβίρα και να προσαρμοστεί σε δύσκολους τόνους. Οι κριτικοί και οι άνθρωποι της όπερας είχαν προετοιμαστεί για φιάσκο, γι’ αυτό και δεν πίστευαν στα αφτιά τους όταν η νεαρή σοπράνο πραγματοποίησε έναν φωνητικό «περίπατο» εκείνο το βράδυ.
Από εκείνη την ημέρα, όλες οι πόρτες άνοιξαν για την Κάλλας, ακόμη και αυτή τηςΣκάλας του Μιλάνου, που μέχρι τότε την σνόμπαρε επιδεικτικά. Aida, La Gioconda, La Traviata, ο Σικελικός Εσπερινός, η Ιφιγένεια εν Ταύροις γνώρισαν νέα επίπεδα ερμηνείας από την Ελληνίδα-φαινόμενο, την οποία λάτρεψαν όλοι οι μεγάλοι μαέστροι της εποχής: Von Karajan, Zefirelli, Μινωτής, Wallmann, Visconti.
Μία σοπράνο… με βάρος Η Κάλλας εξελίσσεται στην απόλυτη ντίβα του παγκόσμιου μουσικού στερεώματος. Παρ’ όλα αυτά, έμενε να διορθωθεί μια μικρή λεπτομέρεια. Μπορεί η Κάλλας να μην φορούσε πλέον τα τεράστια γυαλιά μυωπίας που την έκαναν στόχο πειραγμάτων στην παιδική της ηλικία, αλλά της είχε μείνει… η όρεξη για το φαγητό. Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 είχε φτάσει τα 90 κιλά, και ενώ η ίδια θεωρούσε φυσιολογικό να τρώει πολύ κατά την διάρκεια της πρόβας, ο μέντοράς της, Σεραφίν, την ανάγκασε να ζυγιστεί μπροστά του για να της αποδείξει ότι το είχε παρακάνει.
Με την προτροπή του συζύγου της, η Κάλλας πραγματοποίησε εντατική δίαιτα, που της χάρισε μια σιλουέτα περίπου 35 κιλά ελαφρύτερη – μάλιστα πολλές εταιρίες τροφίμων έσπευσαν να καρπωθούν την επιτυχία της δίαιτας, υποτίθεται χάρη στα ιταλικά τους προϊόντα, αλλά η Κάλλας τους έβαλε στην θέση τους με χορταστικές μηνύσεις. Ο κόσμος της όπερας έκανε λόγο για μία ερμηνεύτρια που επιτέλους ήταν σε τέλεια φόρμα, «όπως την προόριζε η φύση», ικανή να ερμηνεύσει κάθε ρόλο.
Ούτε ο κινηματογράφος ξέφυγε από τις ερμηνευτικές της αναζητήσεις, καθώς ο Πιερ Πάολο Παζολίνι της έδωσε τον ρόλο της Μήδειας στην ομώνυμη ταινία του, η οποία αν και απέτυχε εμπορικά, αποδεικνύει το πολύπλευρο ταλέντο της Ελληνίδας ντίβας.
Μαρία Κάλλας: 34 χρόνια χωρίς τη μεγαλύτερη Ελληνίδα ντίβα
H Μαρία Κάλλας γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1923 στο Μανχάταν από Έλληνες
γονείς. Το πατρικό της επώνυμο ήταν Καλογεροπούλου, το οποίο ο πατέρας
της συντόμευσε αρχικά σε "Kalos" και αργότερα στο πιο εύηχο "Callas".
Μεγαλωμένη σε ένα σπίτι όπου οι τσακωμοί των γονιών της ήταν καθημερινό
φαινόμενο και με δεδομένη την πίεση της υπερπροστατευτικής της μητέρας, η
Κάλλας στράφηκε από μικρή στη μουσική. Βέβαια, η μητέρα της την πίεζε
ακόμα και σε αυτό. Η υψίφωνος είχε δηλώσει ότι η μητέρα της την ανάγκαζε
να τραγουδάει από τα 5 της κι εκείνη το μισούσε.
Το 1937, η μητέρα της, Ευαγγελία, παίρνει τις δύο κόρες της και
επιστρέφει στην Αθήνα. Η Κάλλας θα σπουδάσει μουσική στο Εθνικό Ωδείο
και στο Ωδείο Αθηνών, ενώ η γνωριμία της με τον καλλιτεχνικό διευθυντή
της Αρένας της Βερόνα θα αλλάξει άρδην τη ζωή της και θα την βάλει στην
τροχιά της μετέπειτα λαμπρής καριέρας της.
Στις 3 Αυγούστου 1947, η Κάλλας κάνει το ντεμπούτο της στην Αρένα της
Βερόνα με την "Τζοκόντα" του Πονκιέλι, ενώ την ίδια χρονιά ερμηνεύει την
Ιζόλδη στο "Τριστάνος και Ιζόλδη" στη Βενετία.
Λίγους μήνες μετά, η Κάλλας θα γνωρίσει τον μουσικόφιλο Ιταλό βιομήχανο
Τζοβάνι Μενεγκίνι, τον οποίον και θα παντρευτεί. Η καριέρα της
απογειώνεται με την εμφάνισή της στον "Σικελινό Εσπερινό" στη Σκάλα του
Μιλάνου το 1951 και αργότερα με την "Τραβιάτα" του Βέρντι.
Το 1956, η ντίβα θα εμφανιστεί για πρώτη φορά στη Μητροπολιτική Όπερα
της Νέας Υόρκης ως «Νόρμα» και το 1957 επιστρέφει στην Αθήνα και
εμφανίζεται στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Δυο μήνες νωρίτερα, η Κάλλας είχε γνωρίσει τον άντρα που θα σημάδευε τη
ζωή της, τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση.
Το κεφάλαιο Ωνάσης
Η θυελλώδης σχέση της ντίβας με τον Ωνάση γίνεται πρωτοσέλιδο στις
εφημερίδες της εποχής και το Νοέμβρη του 1959, η Κάλλας χωρίζει από τον
Μενεγκίνι.
Η Κάλλας θα αφήσει προσωρινά στην άκρη την καριέρα της και θα
προσπαθήσει να ζήσει τον μεγάλο έρωτα, να "ολοκληρωθεί σαν γυναίκα" όπως
θα πει η ίδια στον Φράνκο Τζεφιρέλι το 1963, όταν ο διάσημος σκηνοθέτης
την ρώτησε γιατί σταμάτησε να "δουλεύει" τη φωνή της.
Σύμφωνα με κάποιους βιογράφους της Κάλλας, ο Ωνάσης και εκείνη απέκτησαν
και ένα αγόρι το οποίο πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του. Στο βιβλίο του
με θέμα τη σύζυγό του, ο πρώην άντρας της Κάλλας, Τζοβάνι Μενεγκίνι,
υποστήριξε ότι αυτό δεν θα μπορούσε να είναι δυνατόν, αφού η Κάλλας δεν
μπορούσε να κάνει παιδιά.
Η Κάλλας και ο Ωνάσης χωρίζουν το 1968, όταν ο εφοπλιστής θα την αφήνει
για τα μάτια της Ζάκλιν Κένεντι. Σύμφωνα με έγκυρες πηγές της εποχής, ο
Ωνάσης ταξίδευε συχνά στο Παρίσι, όντας σύντροφος της Τζάκι, για να
βλέπει την Κάλλας και να συνεχίζουν για λίγες μέρες τη σχέση που
σημάδεψε τη ζωή και των δύο.
Το τέλος μιας ντίβας
Η Κάλλας, που είχε πέσει σε κατάθλιψη μετά τον χωρισμό με τον Ωνάση,
πεθαίνει μόνη της στο Παρίσι σε ηλικία μόλις 53 ετών από καρδιακή
ανακοπή. Οι στάχτες της σκορπίστηκαν στα νερά του Αιγαίου, μετά από δική
της επιθυμία.
Σήμερα, η Εθνική Λυρική Σκηνή τιμά τη μνήμη της Μαρίας Κάλλας με μια
συναυλία που θα πραγματοποιηθεί στον προαύλιο χώρο του Εθνικού
Αρχαιολογικού Μουσείου, στην οδό Πατησίων. Στη συναυλία, οι Λουκία
Σπανάκη, Αντωνία Καλογήρου, Γιούλη Καραγκούνη, Ειρήνη Καραγιάννη θα
ερμηνεύσουν άριες από τις διασημότερες όπερες της Κάλλας.
Επίσης, έκθεση με προσωπικά αντικείμενα και ενδύματα της Μαρίας Κάλλας
εγκαινιάζεται σήμερα, 16 Σεπτεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης
και θα διαρκέσει μέχρι τις 13 Νοεμβρίου.
|
Βιβλιογραφία | Δισκογραφία | Βιντεοσκοπήσεις | Ηχογραφήσεις | Ενδιαφέρουσες σελίδες στο Internet σχετικά με την Μαρία Κάλλας
Στις 16 Σεπτεμβρίου συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια από το θάνατο της
Μαρίας Κάλλας. Μια πορεία πολύπτυχη και άκρως δημιουργική είναι ό,τι
άφησε ως παρακαταθήκη. Μια πορεία που σημαδεύτηκε από μεγάλες επιτυχίες
σε όλα τα σημαντικά λυρικά θέατρα του κόσμου (Il Teatro alla Scala di
Milano, Metropolitan Opera of New York, Covent Garden, Lyric Theatre of
Chicago, κ.λπ.), εκδηλώσεις λατρείας από το κοινό αλλά και μεγάλες
απογοητεύσεις στα τελευταία χρόνια της ζωής της. Η Καικιλία Σοφία 'Αννα
Μαρία Καλογεροπούλου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, εκτός του ότι
υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα καλλιτεχνικά φαινόμενα του 20ου αιώνα,
είναι εκείνη που σηματοδότησε μια νέα εποχή στην ιστορία της όπερας. Ο
χαρακτηρισμός της diva δεν της αποδόθηκε χωρίς λόγο. Η ίδια η Κάλλας
δημιούργησε, τόσο με την τέχνη όσο και με την προσωπική της ζωή, έναν
μύθο που διατηρήθηκε και μετά το θάνατό της.
Στις 28 Ιανουαρίου 1937, σε ηλικία 13 ετών, συμμετείχε σε μια προσαρμογή της οπερέττας HMS Pinafore των
Gilbert και Sullivan στην τελετή αποφοίτησης από την όγδοη τάξη του
σχολείου της στη Νέα Υόρκη. Σε αυτήν την παράσταση η Μαρία Κάλλας
απέσπασε θερμά χειροκροτήματα από το κοινό,1 γεγονός που οδήγησε την μητέρα της, Ευαγγελία Καλογεροπούλου, να την ωθήσει προς τη συστηματική μελέτη της μουσικής.
Από τα πρώτα της βήματα, ως σπουδάστρια του Ωδείου Αθηνών στην τάξη της υψιφώνου Elvira de Hidalgo, στην πρώτη της εμφάνιση στην Cavalleria rusticana σε μια μαθητική συναυλία καθώς και στην πρώτη επαγγελματική της εμφάνιση στην οπερέττα του Franz von SuppeBoccaccio στο
ρόλο της Beatrice με την Εθνική Λυρική Σκηνή (που την εποχή εκείνη
αποτελούσε ακόμη τμήμα του Βασιλικού Θεάτρου) έδειξε μια πολλά
υποσχόμενη καλλιτέχνιδα.Την
πρώτη εκείνη παράσταση που έδωσε στις 21 Ιανουαρίου του 1941 ως
Beatrice ακολούθησαν σύντομα άλλες παραστάσεις στη Λυρική Σκηνή και το
Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Στις 27 Αυγούστου του 1942 εμφανίστηκε στην
όπερα του Giacomo Puccini Tosca στον ομώνυμο ρόλο ενώ το 1943 και το 1944 εμφανίστηκε στις παραστάσεις του Πρωτομάστορα και του Fidelio.
Οι κριτικές που απέσπασε από τον Τύπο και από Έλληνες συνάδελφους της
καταξιωμένους στην παγκόσμια λυρική σκηνή ήταν ενθουσιώδεις. Ο Νίκος
Μοσχονάς, που εκείνο τον καιρό έκανε καρριέρα στην Metropolitan Opera
της Νέας Υόρκης, προέβλεψε από πολύ νωρίς την επιτυχία που θα σημείωνε η
Κάλλας στο εξωτερικό.
Παρά το αντισυμβατικό του χαρακτήρα της, που κατά καιρούς της
δημιούργησε δυσκολίες (για παράδειγμα, το 1946 αρνήθηκε την πρόταση της
Metropolitan Opera να τραγουδήσει Fidelio καιMadama Butterfly επειδή η παράσταση του Fidelio θα
ήταν στα αγγλικά, κάτι που η Κάλλας θεωρούσε αδιανόητο), άρχισε από
νωρίς να δίνει παραστάσεις στα μεγαλύτερα ιταλικά λυρικά θέατρα. Το
επίσημο ντεμπούτο της στην Ιταλία έγινε τον Ιούνιο του 1947 με την
παράσταση τηςGioconda του Ponchielli στην Arena di Verona. Ακολούθησαν
παραστάσεις στο Teatro La Feniceκαι σε άλλα θέατρα σε πολλές πόλεις της
Ιταλίας. Οι μελοδραματικές της ικανότητες σε συνδυασμό με την
εκφραστικότητα και τη δύναμη της φωνής της, καθώς και η ευχέρεια που
είχε η Κάλλας στην μελέτη νέου ρεπερτορίου, την οδήγησαν γρήγορα στην
επιτυχία. Παρά το γεγονός ότι η Κάλλας είχε δώσει αρκετές παραστάσεις σε
λυρικά θέατρα της Αμερικής, το ντεμπούτο της στην Metropolitan Opera καθυστέρησε αρκετά. Την πρώτη της εμφάνιση ως Normaστην όπερα της Νέας Υόρκης τον Οκτώβριο του 1956 ακολούθησαν άλλοι σημαντικοί ρόλοι της Κάλλας, όπως αυτοί της Lucia, από τη Lucia di Lammermoorτου
Donizetti, και της Tosca, από την ομώνυμη όπερα του Puccini. Είχαν,
εξάλλου, προηγηθεί εμφανίσεις της σε άλλα σπουδαία λυρικά θέατρα της
Ευρώπης (Covent Garden, Opera de Paris, Wiener Staatsoper, κ.α.) εκτός των ιταλικών.
Ο Τύπος φαίνεται πως υπήρξε σχεδόν πάντα διχασμένος σε σχέση με την
Μαρία Κάλλας: πολλοί ήταν αυτοί που εκθείαζαν, στην κυριολεξία, τις
ερμηνείες της και αρκετοί αυτοί που προβληματίζονταν σε σχέση με την
ιδιομορφία της φωνής της. Μια κάποια τραχύτητα που, κατά γενική
ομολογία, είχε η φωνή της πέρασε σε δεύτερο πλάνο και αυτό γιατί
ουσιαστικά παραμερίστηκε από τις εξαιρετικές μελοδραματικές της
ικανότητες, την μουσικότητα αλλά και τις τεχνικές δυνατότητές της, την
εκπληκτική έκταση της φωνής της που κάλυπτε τρεις οκτάβες.
Ένα στοιχείο που εντυπωσιάζει, αν παρακολουθήσει κανείς την καλλιτεχνική
πορεία της Κάλλας, είναι το γεγονός ότι μπορούσε να ερμηνεύει την ίδια
χρονική περίοδο ρόλους εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους τόσο από
δραματουργικής όσο και από τεχνικής άποψης. Αυτός, εξάλλου, ήταν ένας
από τους λόγους που η Κάλλας εξάντλησε πολύ νωρίς τις δυνατότητες της
φωνής της και απομονώθηκε καλλιτεχνικά τα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Κάποιοι υποστηρίζουν πως ουσιαστικά η καρριέρα της έληξε τον Ιούλιο του
1965 με την παράσταση της Tosca στο Covent Garden. Η μετέπειτα
καλλιτεχνική της δραστηριότητα περιορίστηκε σε μια σειρά Master Classes
που έδωσε στη Juilliard School στη Νέα Υόρκη την περίοδο 1971 - 1972 και
στην τελευταία της περιοδεία με το Giuseppe Di Stefano από το 1973 ως
το 1974. Το 1975 έδωσε ένα τελευταίο ρεσιτάλ στο Παρίσι.
Η γεμάτη διακυμάνσεις προσωπική ζωή της και ο απαιτητικός της χαρακτήρας
καλλιέργησαν το μύθο ενός ανθρώπου σκληρού με τους συνεργάτες του. Οι
μαρτυρίες, όμως, όσων τη γνώρισαν από κοντά σκιαγραφούν μια προσωπικότητα ευάλωτη με πολλές ευαισθησίες.
Μια πολύ σημαντική προσφορά της Κάλλας, από ιστορική άποψη, είναι οι
αναβιώσεις σπουδαίων λυρικών έργων που για ένα μεγάλο διάστημα
απουσίαζαν από το ρεπερτόριο των θεάτρων όπερας. Ανάμεσα σε αυτά τα έργα
συγκαταλέγονται οι όπερες: Norma του Bellini, Alceste και Iphigenie en
Tauride του Gluck, Armida και Il turco in Italiaτου Rossini, Medee του
Cherubini, La Vestale του Spontini κ.α. Με τις εξαιρετικές της
ερμηνείες σε όλους αυτούς τους ρόλους πέτυχε να εδραιώσει ξανά τη θέση
αυτών των έργων στο παγκόσμιο οπερατικό ρεπερτόριο.
Tα τελευταία χρόνια έχουν κυκλοφορήσει, κατόπιν επεξεργασίας, σχεδόν
όλες οι ηχογραφήσεις της Κάλλας σε δίσκους ακτίνας καθώς και αρκετές
μονογραφίες σχετικά με τη ζωή και το έργο της. Πολλές από αυτές
συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης της
Ελλάδος “Λίλιαν Βουδούρη”. Έχει, εξάλλου, θεσπισθεί ο διεθνής
διαγωνισμός “Μαρία Κάλλας”, ο οποίος διοργανώνεται κάθε χρόνο από το
Διεθνές Καλλιτεχνικό Κέντρο “Athenaeum” και απευθύνεται εκ περιτροπής σε
μονωδούς και πιανίστες. Επίσης, κάθε χρόνο την ημέρα του θανάτου της το
“Athenaeum” διοργανώνει συναυλία στη μνήμη της στο Ωδείο Ηρώδου του
Αττικού. Ενόψει της 20ης επετείου του θανάτου της πραγματοποιήθηκε στην
Αθήνα (11-14 Σεπτεμβρίου) το 1ο Διεθνές Συνέδριο στη μνήμη της με θέμα
"Από την αρχαία τραγωδία στην όπερα και μετά τι;", στο οποίο συμμετείχαν
με εισηγήσεις τους συνεργάτες και φίλοι της.
Χριστίνα Γ. Βέργαδου
1 G. Jellinek, Portrait of a Prima Donna (New York: Dover, 1960, repr.1986), σ. 2.
Μαρσάν, Πολύβιος, Μαρία Κάλλας: η ελληνική σταδιοδρομία της (Αθήνα: Γνώση, 1983)
Μπακουνάκης, Νίκος, Κάλλας - Μήδεια(Αθήνα: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1995) Νικολαΐδης, Βασίλης, Μαρία Κάλλας: οι μεταμορφώσεις μιας τέχνης, 2η εκδ.(Αθήνα: Μπάστας- Πλέσσας, 1995) Ράπτης, Μιχάλης, Επίτομη ιστορία του ελληνικού μελοδράματος και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής 1888 -1988 (Αθήνα: Λιβάνης, 1989) Allegri, Renzo, La veritable histoire de Maria Callas, trans. by Τ. Laget (Paris: Belfond, 1992) Ardoin, John, The Callas Legacy, 4th edn (Portland: Amadeus, 1995) Callas, ed. by Attila Csampai (Milano: Rizzoli, 1994) Celletti, Rodolfo, Grandi voci alla Scala (Milano: Teatro alla Scala, 1991) Huffington, Arianna Stassinopoulos, Maria: Beyond the Callas Legend (London: Weidenfeld, 1980) Jellinek, George, Portrait of a Prima Donna (New York: Dover, 1960, repr.1986) Lacouture, Jean, ‘Il etait une voix…Maria Callas’, Nouvel Observateur, 1712 (28 Aout - 3 Septembre 1997) ‘Maria Callas. Ses recitals 1954 - 1969’, L’ Avant-Scene Opera, 44 (1982) Meneghini, Giovanni Battista, My Wife Maria Callas, trans. by H. Wisneski (New York: Farrar Straus Giroux, 1982) The Oxford Illustrated History of Opera, ed. by Roger Parker (Oxford : Oxford University Press, 1994) Remy, Pierre-Jean, Callas: une vie (Paris: Ramsay, 1978) Scott, Michael, Maria Meneghini Callas (Boston: Northeastern University Press, 1992) Verga, Carla, Maria Callas: un mito (Milano: Mursia, 1986)
Bellini, Vincenzo, Norma,CDS
7 47304 8 8, 3CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1993), Callas, Stignani,
cond.: T. Serafin, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano
Bellini, Vincenzo, Il piratα,CMS 7 64938 2, 2CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1993), Callas, Ego, Ferraro, Peterson, cond.: N. Rescigno, Orchestra and Chorus of the American Opera Society, Concertgebouw Orchestra, περιλαμβάνεται και η δεύτερη εκδοχή της τελικής σκηνής της όπερας Bellini, Vincenzo, I Puritani,CDS 7 47308 8, 2CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1992), Callas, Di Stefano, Panerai, cond.: T. Serafin, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano Bellini, Vincenzo, La sonnambula, CDM 26003, 2CD set (Milano: Melodram, 1993), Callas, Monti, Zaccaria, cond.: A. Votto, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano Bizet, Georges, Carmen, CDS 7 54368 2, 2CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1991), Callas, Guiot, Gedda, Massard, cond.: G. Pretre, Orchestre du Theatre National de l' Opera de Paris Cherubini, Luigi, Medea, MEL 26005, 2CD set (Milano: Melodram, 1987), Callas, Vickers, Cossotto, cond.: N. Rescigno, Orchestra and Chorus of the Royal Opera House Covent Garden Donizetti, Gaetano, Anna Bolenα, CMS 7 64941 2, 2CD set, (Hayes, Middlesex: EMI, 1993), Callas, Simionato, Carturan, Raimondi, cond.: G. Gavazzeni, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano Donizetti, Gaetano, Lucia di Lammermoor, CDM 26034, 2CD set (Milano: Melodram, 1992), Callas, Campora, Sordello, Moscona, cond.: F. Cleva, Orchestra and chorus of the Metropolitan Opera of New York, περιλαμβάνονται και γνωστές άριες από άλλες όπερες Donizetti, Gaetano, Lucia di Lammermoor,CDS 7 47440 8 9, 2CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1993), Callas, Tagliavini, Cappuccilli, cond.: T. Serafin, Philharmonia Chorus & Orchestra Donizetti, Gaetano, Poliuto, MEL 26006, 2CD set (Milano: Melodram, 1986), Callas, Corelli, Bastianini, cond.: A. Votto, Coro e Orchestra del Teatro alla Scala di Milano Great Moments of…Maria Callas, 7243 5 65534 2 2, 3CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1995), Bellini, Cherubini, Donizetti, Meyerbeer, Rossini, κ.α., Various artists Μaria Callas sings operatic arias, CDM 7 63259 2, 1 CD (Hayes, Middlesex: EMI, 1989), Rossini, Verdi, Bizet, κ.α., Various artists Maria Callas: The Unknown Recordings, CDC 7 49428 2, 1 CD (Hayes, Middlesex: EMI, 1987), Callas, conds.: A. Votto, N. Rescigno, A. Tonini, Athens Festival Orchestra, Concertgebouw Orchestra, Philharmonia Orchestra, Paris Opera Orchestra, περιλαμβάνονται έργα Wagner, Verdi, Bellini, Rossini Ponchielli, Amilcare, La Gioconda, CDS 7 49518 2 0, 3CD set, (Hayes, Middlesex: EMI, 1987), Callas, Cossotto, Companeez, Ferraro, cond.: A. Votto, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano Puccini, Giacomo, La Boheme(Hayes, Middlesex: EMI Classics, 1987), 2CD set, CDS 7 47475 8 5, Callas, Moffo, di Stefano, Panerai, cond.: A. Votto, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano Puccini, Giacomo, Madama Butterfly, CDS 7 47959 8 2, 2CD set(Hayes, Middlesex: EMI, 1993), Callas, Danieli, Gedda, Borriello, cond.: H. von Karajan, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano Puccini, Giacomo, Manon Lescaut, CDS 7 47393 8 2, 2CD set(Hayes, Middlesex: EMI, 1992), Callas, Di Stefano, Fioravanti, cond.: T. Serafin, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano Puccini, Giacomo, Tosca, CDS 7 47175 8, 2 CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1991), Callas, Di Stefano, Mercuriali, Gobbi, cond.: V. De Sabata, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano Puccini, Giacomo, Turandot, CDS 7 47971 8, 2CD set(Hayes, Middlesex: EMI, 1992), Callas, Schwarzkopf, Fernandi, Zaccaria, cond.: T. Serafin, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano Rossini, Gioachino, Il Turco in Italia, CDS 7 49344 2 8, 2CD set, (Hayes, Middlesex: EMI, 1993), Callas, Gardino, Gedda, cond.: G. Gavazzeni, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano Spontini, Gaspare, La Vestale, MEL 26008, 2CD set(Milano: Melodram, 1988), Callas, Stignani, Corelli, cond.: A. Votto, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano Verdi, Giuseppe, Rigoletto, CDS 7 47469 8 4, 2CD set(Hayes, Middlesex: EMI, 1993), Callas, Gobbi, Di Stefano, cond.: T. Serafin, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano Verdi, Giuseppe, La traviata, CMS 7 63628 2, 2CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1990), Callas, Di Stefano, Bastianini, cond.: C. M. Giulini, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano
“I live for art”, Tosca, 15 of the Century’s Greatest Prima Donnas In Their Role as Tosca, ed. by Muriel Balash, αρ. 1150 (Long Branch: Kultur, 1983)
Maria Callas at Covent Garden: 1962 and 1964, MVD 4912833 (Hayes:
Picture Music International, EMI, 1994), Callas, conds.: G. Pretre, C.
F. Cillario, Orchestra and Chorus of the Royal Opera House, Covent
Garden
Maria Callas: Debuts a Paris (19 decembre 1958), MVD 99 1258 3(Hayes:
Picture Music International, EMI, 1991), Callas, cond.: G. Sebastian,
Orchestre et Choeurs du Theatre National de l' Opera de Paris
|
Η ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΩΔΕΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ |
(Αποσπάσματα από το βιβλίο του ΝΙΚΟΥ ΠΕΤΣΑΛΗ-ΔΙΟΜΗΔΗ «Η άγνωστη ΚΑΛΛΑΣ» Eκδόσεις Καστανιώτη 1988)
Το
ΩΔΕΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ ιδρύθηκε το 1871, επί πρωθυπουργίας Αλέξανδρου
Κουμουνδούρου. Στα χρόνια εκείνα η κύρια μουσική απόλαυση των Αθηναίων
φιλόμουσων περιοριζόταν στις περιστασιακές εμφανίσεις της στρατιωτικής
μπάντας και των ελάχιστων περαστικών ξένων σολίστ, κυρίως ιταλικών
μελοδραματικών θιάσων.
Μετά την ίδρυσή του το Ωδείον Αθηνών στεγάστηκε, ύστερα από παραχώρηση της κυβέρνησης, στο κτήριο που είχε στεγάσει την Σχολή των Τεχνών (πρόγονο του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου) στην οδό Πειραιώς 35. Στην αίθουσα συναυλιών του κτηρίου αυτού, διαμορφωμένη από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Ernst Ziller έκανε, τον Ιούνιο του 1940, την δεύτερη επί σκηνής εμφάνισή της η μέλλουσα Μαρία Κάλλας. Το 1939 η Μαίρη, εγκαταλείποντας την Μαρία Τριβέλλα και τα επί δύο χρόνια μαθήματα κοντά της στο Εθνικό Ωδείο, έδωσε κρυφά εξετάσεις στο Ωδείον Αθηνών για να εγγραφεί τυπικά, αλλά και να πάρει την απαραίτητη υποτροφία. Οι εισαγωγικές αυτές εξετάσεις έγιναν με τρείς σειρές υποψηφίων, στις 16 και 25 Σεπτεμβρίου και στις 5 Οκτωβρίου 1939. Την είσοδο της Μαίρης στο Ωδείον Αθηνών υποστήριξε ένθερμα η Elvira de Hidalgo, καθηγήτρια των Σχολών Μονωδίας και Μελοδραματικής του Ωδείου η οποία είχε διορισθεί σ’ αυτό τον Απρίλιο του 1934. Η πρόσληψη της de Hidalgo στο Ωδείον Αθηνών είχε αποτελέσει έκπληξη, διότι αυτό δεν είχε παράδοση στην διδασκαλία της φωνητικής μουσικής και ιδίως της ιταλικής. Οφειλόταν κυρίως στις προσωπικές προτιμήσεις του Φιλοκτήτη Οικονομίδη, Υποδιευθυντή από το 1925 και διευθυντή του Ωδείου από το 1935- ο οποίος ανήκε στην γερμανική σχολή και αντιμετώπιζε την ιταλική όπερα ως «υποδεέστερο» μουσικό είδος. Η εγγραφή της Μαίρης στο Ωδείον Αθηνών δεν ήταν ένα απλό θέμα, παρά τα σπάνια φωνητικά προσόντα της και την επιρροή της de Hidalgo, και τούτο γιατί ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης, αλλά ίσως και κάποιοι άλλοι, αντιδρούσε επειδή ηυποψήφια μαθήτρια προσπαθούσε να αποφύγει τα υποχρεωτικά θεωρητικά μαθήματα. Η de Hidalgo θυμάται : «Θέλησα να παρουσιάσω τη Μαρία στους άλλους καθηγητές και στον Διευθυντή του Ωδείου. Και το έκανα με ενθουσιασμό γιατί τη θαύμαζα. Αλλά οι άλλοι έδειξαν αδιαφορία. Μου είπαν : Αγνοήστε την. Δεν θα καταφέρει τίποτε κι επιπλέον θα σας δημιουργήσει προβλήματα επειδή είναι υπερόπτης. Εγώ επέμεινα ότι δεν συμφωνούσα διόλου και ότι φωνή σαν της Μαρίας δεν θα ξανακούγανε. Δεν κατάφερα να πείσω κανένα αλλά επειδή ήμουν σίγουρη για την κρίση μου έδωσα μια κοφτή λύση στη συζήτηση. Καλά, είπα, ας μη συνεχίσουμε την κουβέντα. Αυτή την μαθήτρια την ξεχωρίζω και την αναλαμβάνω με δικά μου έξοδα. Εσείς δεν χρειάζεται ν’ απασχοληθείτε καθόλου για την πληρωμή των μαθημάτων που θα της κάνω». Οι εξετάσεις έγιναν στο θέατρο του Ωδείου και η Μαίρη τραγούδησε την εντυπωσιακή «΄Αρια του Ωκεανού» από τον Oberon του Weber. Μετά από σύντομη σύσκεψη, ενώ η Μαίρη «περίμενε σαν υπνωτισμένη», κάποιος από την επιτροπή της ανακοίνωσε ότι γινόταν δεκτή και απαλλασσόταν από τα δίδακτρα. Τελικά, της απονεμήθηκε η Αβερώφειος υποτροφία, την οποία θα εξακολουθούσε να παίρνει και στα τέσσερα χρόνια των σπουδών της στο Ωδείον Αθηνών. Καθώς στο Ωδείο δεν υπήρχε το ανώτερο ενδιάμεσο στάδιο της Δεξιοτεχνίας, η Μαίρη γράφτηκε στην Ανωτέρα τάξη. Επειδή, όμως, τα υποχρεωτικά μαθήματα των άλλων Ωδείων δεν αναγνωρίζονταν έπρεπε να τα ξανακάνει από την αρχή, κάτι που σίγουρα θα την ενόχλησε πολύ. Ο αριθμός εγγραφής της «Μαριάννας Γ. Καλογεροπούλου» στο μαθητολόγιο του Ωδείου Αθηνών ήταν 1862, ενώ στο βιβλίο Καταμερισμού Μαθητών κατά τάξεις είχε αριθμό ετησίου μαθητολογίου 488 και αύξοντα αριθμό 19, από τους 30 συνολικά μαθητές της de Hidalgo. O τρόπος διδασκαλίας της de Hidalgo δεν ήταν μια απλή μέθοδος αλλά ένα ολόκληρο σύστημα κανόνων άσκησης της φωνής, μια «σχολή» δηλαδή που αποτελούσε ιδιαίτερο τρόπο ερμηνείας, γνωστό ως “bel-canto”. Το bel-canto είχε ήδη ανθίσει τον 18ο αιώνα και ήταν ένας τρόπος «ποικιλμένου» τραγουδιού βασισμένου αποκλειστικά στην μουσική έκφραση. Η de Hidalgo ήταν ένας από τους τελευταίους φορείς της μεγάλης παράδοσης και των διδαγμάτων αυτής της σχολής. Πριν αρχίσει το μάθημα η de Hidalgo, όλοι έκαναν αναπνευστικές ασκήσεις στην καθαρή τότε ακόμη ατμόσφαιρα της οδού Πειραιώς. Μετά τις ασκήσεις άρχιζε η όπερα-άριες, ντουέτα, κουαρτέτα- όπου τόσο η καθηγήτρια όσο και η Μαρία ένοιωθαν «στο στοιχείο τους». Ακομπανιάριζε συνήθως ο Γεράσιμος Κουντούρης και ο Ανδρέας Παρίδης, σπουδαίος πιανίστας με πρόσφατο δίπλωμα του Ωδείου Αθηνών. Η γνώμη της ίδιας της Μαρίας υπήρξε πάντα ανεπιφύλακτα θερμή και εκθειαστική για την de Hidalgo, τόσο για την δασκάλα όσο και για τον άνθρωπο. Για την δασκάλα έλεγε : «΄Ηταν μεγάλη δασκάλα. ΄Όχι μόνο ήξερε να διδάξει ένα κορίτσι να τραγουδάει, αλλά έδινε προσοχή και στο τι θα τραγουδούσε καλύτερα. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ καλών και μεγάλων δασκάλων Ο καλός εκμεταλλεύεται τα μέσα του μαθητής του, ενώ ο μεγάλος προβλέπει την εξέλιξή του. Η de Hidalgo αντιλήφθηκε ότι θα τραγουδούσα καλύτερα Bellini και Donizetti, εν μέρει διότι το είδος της μουσικής τους με συγκινούσε. Και με προσανατόλισε προς εκείνους». Η Μαρία γράφτηκε, βέβαια, και στην τάξη μελοδραματικής της de Hidalgo. Στη μελοδραματική διδασκαλία της από την de Hidalgo θ’ αναφερόταν συχνά και η ίδια : Διδάχτηκα κινήσεις, όχι ακριβώς ηθοποιία, κυρίως από την de Hidalgo. Τότε, στα δεκατέσσερά μου,, έμαθα για τη συνεχή ροή μιας κίνησης [...] Πώς να παίζω, δηλαδή [πώς να κάνω] ένα βήμα εκεί, να κοιτάζω το κοινό αλλού, πώς να γυρίζω. Για τον άνθρωπο de Hidalgo έλεγε : «΄Ηταν μάρτυρας όλης μου της ζωής στην Αθήνα, τόσο της καλλιτεχνικής όσο και της οικογενειακής. Θα μπορούσε να πει για μένα περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο, γιατί μαζί της είχα την μεγαλύτερη επαφή και οικειότητα». Τον πρώτο καιρό η Μαρία πήγαινε στο Ωδείο και χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, πάντα κλειστή στον εαυτό της, πήγαινε κατευθείαν σε κάποιο πιάνο και μελετούσε για πολλές ώρες. Παρά την προβληματική όμως εικόνα και την κοινωνική συμπεριφορά της στο Ωδείο η Μαρία «άρχισε προοδευτικά να εξελίσσεται» όπως θυμάται μια συμμαθήτριά της. Παράλληλα, εκτός από την εμφάνισή της που καλυτέρευε, οι τρόποι της γίνονταν μαλακότεροι και οι αντιδράσεις της λιγότερο απότομες. Το καινούργιο της περιβάλλον, η αποδοτική δουλειά με την de Hidalgo και το συλλογικό κλίμα της τάξης άρχισαν να δρούν πάνω της καταπραϋντικά. Κι αυτό της χάρισε μια πρωτόγνωρη ψυχική ευφορία. Στις ετήσιες εξετάσεις της Ανωτέρας που έγιναν στο Ωδείον Αθηνών την Τρίτη 28 Μαϊου 1940 ενώπιον επιτροπής υπό τον Υποδιευθυντή του Ωδείου Θρασύβουλο Γεωργιάδη η de Hidalgo έγραψε στο σχετικό Πρακτικό εξετάσεων με το χέρι της – όπως έκανε πάντα – τον βαθμό Ι (άριστα) τρείς φορές, για επιμέλεια, πρόοδο και ικανότητα. Στις πρώτες εκείνες εξετάσεις της Μαρίας η δασκάλα της αναφέρθηκε με θαυμασμό. Προσθέτοντας φιλάρεσκα : «Κι όλοι οι καθηγητές που είχαν εναντιωθεί στην πρόσληψή της ήρθαν να με συγχαρούν». Οι εξετάσεις της Μελοδραματικής έγιναν την Κυριακή 16 Ιουνίου 1940 με την παρουσίαση της όπερας “Suor Angelica” του Puccini. Η εμφάνιση της Μαρίας με το ράσο της ηρωίδας θα μείνει αλησμόνητη σε όσους την είδαν : «Συνήρπασε τους πάντας, όλα και όλες έσβησαν μπροστά της. Κι όλοι στο Ωδείο άρχισαν τότε να μιλούν ακόμα περισσότερο για το φαινόμενο Καλογεροπούλου, άλλοι με γνήσιο θαυμασμό κι άλλοι με φθόνο…». Η Μαρία Κάλλας φοίτησε στο Ωδείον Αθηνών στα σχολικά έτη 1939-1943 χωρίς τελικά να πάρει δίπλωμα από αυτό. Σ’ αυτό συντέλεσαν αφ’ ενός μεν η υστέρησή της στο να ολοκληρώσει την φοίτησή της στα υποχρεωτικά μαθήματα αφ’ ετέρου δε η μεγάλη επιτυχία που σημείωσε κάθε καλλιτεχνική της εμφάνιση, γεγονός που άνοιγε όλο και περισσότερο τον δρόμο που θα την έφερνε σε λίγα χρόνια στην πιο ψηλή κορυφή της λυρικής τέχνης. Τα προγράμματα εξετάσεων κατά την φοίτησή της στο Ωδείον Αθηνών έχουν ως εξής :18 Σεπτεμβρίου 1939, Ωδείο Αθηνών, εισαγωγικές εξετάσεις σχολικού έτους 1939-40 (ακομπανιατέρ ο Γεράσιμος Κουντούρης) Oberon, “Ocean, thou mighty Monster!” ή Cavalleria Rusticana, “Voi lo sapete, o mamma”. 23 Φεβρουαρίου 1940, Ωδείο Αθηνών, μαθητική συναυλία υπέρ Ταμείου απόρων μαθητών του Ωδείου, ακομπανιατέρ ο Γεράσιμος Κουντούρης Norma, “Mira, o Norma” με την ΄Αρντα Μαντικιάν 28 Mαϊου 1940, Ωδείο Αθηνών, ετήσιες εξετάσεις Μονωδίας τάξης de Hidalgo, ακομπανιατέρ ο Γεράσιμος Κουντούρης 1. Atalanta, “Care selve” 2. Norma, “Casta diva” 3. Trovatore, [“D’ amor sull’ ali rosee”/ “Tacea la notte placida”] 4. “Elegie” (Duparc). 16 Ιουνίου 1940, Ωδείο Αθηνών, ετήσιες εξετάσεις Μελοδραματικής τάξης de Hidalgo Suor Angelica, ομώνυμος ρόλος, ακομπανιατέρ ο Γεράσιμος Κουντούρης Στη διάρκεια του σχολικού έτους 1939-40 η Μαρία μελέτησε μεταξύ άλλων και τη σκηνή και άρια κοντσέρτου “Ah, Perfido!” του Beethoven ενώ από όπερες-εκτός από Norma, Trovatore και Aida ίσως μελέτησε και Cenerentola, την οποία η de Hidalgo της έδωσε για να «ελαφρύνει» την φωνή της. Κατά την διάρκεια των σχολικών ετών 1940-41 και 1941-42 η Μαρία εξακολούθησε να τραγουδάει Norma, Aida και πιθανόν μελέτησε Gioconda και Dido and Aeneas. Επίσης διάφορες άριες, όπως το “Ombra Leggera” απότην Dinorah, μερικές άριες που θα τραγουδούσε στις ετήσιες εξετάσεις, όπως το “La mamma morta” από τον Andrea Chenier και το “Bel raggio lusinghier” από το Semiramide και ίσως το “Qui la voce” από τους Puritani. Φέρεται, επίσης, να τραγουδάει αδιευκρίνιστα Lieder του Schubert και του Brahms και τραγούδια του Pizzetti (Tre canti greci, Il Ballo) του Arditi (Il Bacio) και του Delibes (Les filles de Cadix). Τέλος, εκτός από μερικές Arie antiche μεταξύ εκείνων που η Μαρία μελέτησε αναφέρονται και άριες από τα Κατά Ματθαίον Πάθη του Bach, τον Μεσσία του Handel, τα Stabat Mater των Pergolesi και Rossini, τo Requiem και την Grosse Messe, KV 427, του Mozart. 29 Μαϊου 1942, Ωδείο Αθηνών, ετήσιες εξετάσεις Μονωδίας τάξεως de Hidalgo (ακομπανιατέρ ο Γεράσιμος Κουντούρης) 1. Grosse Messe, (Mozart, KV 427) Et incarnatus est 2. Andrea Chenier, « La mamma morta » 3. Semiramide, «Bel raggio lusinghier » 4. “Il Ballo” (Pizzetti) 27 Μαϊου 1943, Ωδείο Αθηνών, ετήσιες εξετάσεις Μονωδίας τάξεως de Hidalgo, (ακομπανιατέρ ο Γεράσιμος Κουντούρης) 1. Orfeo ed Euridice, “Che faro senza Euridice » ? 2. Grosse Messe (Mozart, KV 427) Et incarnatus est 3. La Gioconda, «Suicidio » 4. « Il Ballo » (Pizzetti). Ευχαριστούμε θερμότατα τον συγγραφέα του βιβλίου «Η άγνωστη ΚΑΛΛΑΣ» κ. Νίκο Πετσάλη-Διομήδη και τον εκδότη κ. Θανάση Καστανιώτη για την ευγενική παραχώρηση της άδειας χρησιμοποίησης στοιχείων του βιβλίου που αφορούν την μαθήτρια Μαρία Κάλλας στο Ωδείον Αθηνών. |
Από την Όπερα Τόσκα του Πουτσίνι
|
Μαρία Κάλλας - Αριστοτέλης Ωνάσης
Μαρία Κάλλας - Leonard Bernstein - Νοέμβριος 1976
Το διαμέρισμά της στο Παρίσι
Η Μαρία Κάλλας ως Ιφιγένεια
Στο αεροδρόμιο του Λονδίνου - Στο απώγειο της δόξας της
Απολαμβάνοντας το μπάνιο της σε πισίνα του Μόντε Κάρλο μαζί μ' ένα παιδάκι
Λάτρευε τα παιδιά
Η Μαρία με τον σύζυγό της Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι
Μαρία Κάλλας (1923-1977)
Η Μαρία Κάλλας νίκησε το θάνατο χάρη στη ζωή της. Έχει αγαπηθεί και αμφισβητηθεί από πολλούς όπως κάθε ξεχωριστή προσωπικότητα που αναδείχθηκε σε μύθο αναλλοίωτο από τη φθορά του χρόνου.
H Μαρία Αννα Καικιλία Σοφία Καλογεροπούλου γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Ν. Υόρκη - την ίδια χρονιά που οι γονείς της μετανάστευσαν στις Η.Π.Α. Από νωρίς εκδηλώνει το μεγάλο ταλέντο της στη μουσική και το 1931 ξεκινά μαθήματα πιάνου και σολφέζ. Την πρώτη της επαφή με τη μουσική την αποδεικνύει μια μαγνητοταινία από το 1935, στην οποία η Κάλλας με το ψευδώνυμο Νίνα Φορέστι μιλάει και κατόπιν τραγουδάει την άρια "un bel di vedremo" από τη Μαντάμ Μπάτερφλάϊ.
Το 1937 η Μαρία Κάλλας επιστρέφει με τη μητέρα της στην Ελλάδα και έχοντας ήδη εκδηλώσει τα φωνητικά της χαρίσματα γίνεται δεκτή δωρεάν από το Εθνικό Ωδείο και φοιτά στην τάξη της Μαρίας Τριβέλλα. Η πρώτη καθοριστική επιρροή της όμως προήλθε στο διάστημα 1939-1943 όταν φοιτούσε στο Ωδείο Αθηνών από την καθηγήτρια της Elvira de Hidalgo. Η διδασκαλία της - η οποία συχνά κρατούσε από το πρωί μέχρι το βράδυ - θεωρείται ότι έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής της προσωπικότητας. Για τη χρυσή φωνή ο κριτικός Ζακ Μπουρζουά σημείωσε πως "είναι σαν την Ακρόπολη: όλο και πιο ωραία όσο φθείρεται". Ακόμη και μετά το θάνατό της, το 1977, ζει στις μνήμες όλων ως μια ανεπανάληπτη υψίφωνος αλλά και ως μια μεγάλη ηθοποιός που διέγραψε εκθαμβωτική τροχιά στον κόσμο της όπερα.
Το 1939 ερμηνεύει τη Santuzza στην "Cavalleria Rusticana" σε μαθητική παράσταση του Ωδείου Αθηνών. Το 1940 εμφανίζεται με το Ωδείο ως Αμέλια στο "Un Ballo in Maschera" και ως Aida στην ομώνυμη όπερα του Verdi. Στις 27 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου πραγματοποιεί την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση με τη Λυρική Σκηνή όπου γίνεται η Βεατρίκη στο "Boccaccio" του Suppe. Για τα επόμενα πέντε χρόνια (1940 - 1945) συνεργάζεται με τη Λυρική Σκηνή. Τραγουδά Tosca, Cavalleria, τη Σμαράγδα στον "Πρωτομάστορα" του Μ.Καλομοίρη, τη Μάρθα στο "Tiefland" του d' Albert και τη Leonora στο "Fidelio". Στις 3 Αυγούστου 1947 κάνει την πρώτη εντυπωσιακή της εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνα με την "La Gioconda" του Ponchielli. Τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει την Ιζόλδη στη Βενετία. Το 1948 θριαμβεύει με το Turandot. Ο ένας θρίαμβος διαδέχεται τον άλλο. Το 1949 εμφανίζεται στο Buenos Aires με τη Norma στο Theatro Collon. Το 1950 στο Μεξικό γίνεται Leonora στο "Il Trovatore", Fiorila στο "Il Turco in Italia" στη Ρώμη, Traviata στο Communale της Φλωρεντίας. Τον ίδιο χρόνο πάλι στο Communale της Φλωρεντίας ερμηνεύει την Ελένη στο "I Vespri Siciliani" και την Ευρυδίκη στο "Ορφέας και Ευρυδίκη". Στις 2 Απριλίου 1952 πρωτοεμφανίζεται στη Σκάλα του Μιλάνου ως Κοστάντζα στο "Die Entfuhrung aus dem Serail" του Mozart. Τραγουδάει Armida στη Φλωρεντία, Lucia και Jilda στο "Rigoletto" στο Μεξικό, και Lady Macbeth στο "Macbeth" στη Σκάλα. Το 1953 στο Μουσικό Μάιο της Φλωρεντίας ερμηνεύει εκπληκτικά τη Μήδεια στην ομώνυμη όπερα του Cherubini. Οι τίτλοι, φυσικά, δεν σταματούν εδώ. Η εκπληκτική της πορεία συνεχίζεται....
Για έξι χρόνια (1954-1960) κυριαρχεί στη Σκάλα του Μιλάνου. Η καριέρα της απογειώνεται. Γίνεται Αλκηστη, Ελισάβετ στο "Don Carlos", Julia στο "La Vestale", Madalena στο "Andrea Chenier", Rozina στο "Il Barbiere di Siviglia", Fedora, Anna Bolena, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Amelia στο "Un Ballo in Maschera", Ιμογένη στο "Il Pirata" και Paulina στο "Poliuto". Η παράσταση της "Traviata" το 1955 σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι υπήρξε θριαμβευτική. Το 1957 επιστρέφει στην Αθήνα και εμφανίζεται στο Φεστιβάλ Αθηνών. Το 1960-61 τραγουδάει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου Νόρμα και Μήδεια σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Το 1962 αποθεώνεται σαν Μήδεια με σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη. Το 1964 σημειώνει νέο καλλιτεχνικό θρίαμβο στην Όπερα του Παρισιού με τη Νόρμα. Στις 5 Ιουλίου 1965 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε παράσταση όπερας. Είναι στο Covent Garden του Λονδίνου με την "Tosca" σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Το 1970 γυρίζει σε ταινία τη "Μήδεια" σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι. Το 1973 κλείνει την καριέρα της με το Giuseppe di Stefano να σκηνοθετεί το "I Vespri Siciliani" του Verdi. Η 8η Δεκεμβρίου 1973 θεωρείται η τελευταία της δημόσια εμφάνιση όπου η Μαρία Κάλλας τραγούδησε άριες στην όπερα του Παρισίου. Εκείνη την ημέρα το κοινό την κάλεσε στη σκηνή 10 φορές. Η κραυγή "Viva Maria" συγκλόνιζε την αίθουσα όσο οι ανθοδέσμες έπεφταν στη σκηνή. Πρόκειται πραγματικά για μια ανεπανάληπτη, εξαιρετική καλλιτεχνική σταδιοδρομία από την οποία δεν είναι δυνατό να παραλειφθεί τίποτα. Οι επιτυχίες της Κάλλας δημιουργούν ως ψηφίδες το ψηφιδωτό της μοναδικότητάς της. Υπήρξε μοναδική προσωπικότητα.
Γι αυτήν ο Antonio Gringielli, 24 χρόνια διευθυντής της Σκάλα του Μιλάνου, αυτός που γνώρισε και συμβούλευσε καλλιτεχνικά τη μεγάλη λυρική τραγωδό είπε πως "Η Μαρία Κάλλας δεν έχει δύσκολο χαρακτήρα, απλώς έχει χαρακτήρα με προσωπικότητα". Η προσωπική ζωή της Μαρίας Κάλλας έθρεψε ακόμη περισσότερο το μύθο της. Η εμμονή της με τη δίαιτα και κυρίως ο έρωτας της για τον Αριστοτέλη Ωνάση και η 9ετής σχέση τους, υπήρξαν συνεχής σχεδόν τροφή των κοσμικογράφων της εποχής - οι οποίοι ναι μεν συνέβαλαν στη δημιουργία του μύθου της αλλά παρακολουθούσαν με ασφυκτικό μερικές φορές τρόπο, την προσωπική της ζωή. Ο γάμος της με τον κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερό της βιομήχανο Giovanni Battista Meneghini το 1949 αλλά και η θέση άλλων ανδρών στη ζωή της όπως ο Pier Paolo Pasolini και ο τενόρος Giuseppe di Stefano απασχόλησαν την κοινή γνώμη.
Ο θάνατος από καρδιακή προσβολή στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 στο διαμέρισμά της στο Παρίσι μοιάζει με γεγονός που δεν συνέβη ποτέ. Το σώμα της αποτεφρώθηκε και η τέφρα της ρίχθηκε στη θάλασσα του Αιγαίου. Τα καταγάλανα νερά έγιναν ο μόνιμος και αιώνιος τόπος κατοικίας της.
Η ίδια η Μαρία Κάλλας εκμυστηρεύεται στην τελευταία της συνέντευξη: "Ξέρεις, είναι πολύ παράξενο συναίσθημα να είμαι ζωντανός μύθος, ενώ βρίσκομαι ακόμη στη γη. Ίσως θα ήταν καλύτερο αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θαυμάζουν τη φωνή μου, αποφάσιζαν να με θεωρούν αθάνατη μετά το θάνατό μου. Αν γινόταν αυτό θα καθόμουν πάνω σε κάποιο σύννεφο, θα κοίταζα κάτω και θα απολάμβανα το θέαμα αντί να κάθομαι και να ανησυχώ αν θα καταφέρω να βγάλω τις ψηλές μου νότες". Μέσα από τις συνεντεύξεις και τις βιογραφίες της, αποκαλύπτεται η ανθρώπινη ευαίσθητη πλευρά της Μαρία Κάλλας, της γυναίκας που αγαπήθηκε, θαυμάστηκε και αποθεώθηκε.
Η ζωή της Μαρίας Κάλλας υπήρξε ασύγκριτη, μοναδική και ανεπανάληπτη σαν κι αυτή την ίδια. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι έχουν ταυτίσει το όνομά της με την όπερα και το λυρικό θέατρο, ενώ ρόλοι όπως αυτός της Μήδεια για παράδειγμα, είναι δύσκολο να γίνουν πλέον αποδεκτοί με διαφορετική ερμηνεία. Η εικόνα της Μαρία Κάλλας ενσαρκώνει την "απόλυτη Ντίβα" - και κατ' αυτό τον τρόπο η μορφή της θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στις καλύτερες σελίδες της παγκόσμιας μουσικής ιστορίας.
(Τα στοιχεία είναι στηριγμένα και σε κείμενα από το: "Μαρία Κάλλας", εκδ. ΠΑΝΟΣ)
Σχετικοί Κόμβοι
1st International Congress for Maria Callas, Athens, 1997
The Art Of Maria Callas
The Serendipity Maria Callas Page
The International Maria Callas Club
Sopranos Bios: Maria Callas
The Incomparable Callas
απο την Χριστιανα Λουπα
2007, Έτος ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΛΛΑΣ
Σβόλη Σταυρούλα – Δόσιου Καλομοίρα, μαθήτριες της Β΄ Λυκείου
Η
Καικιλία-Σοφία-Αννα-Μαρία Καλογεροπούλου (Μαρία Κάλλας) ήταν το τρίτο
παιδί του φαρμακοποιού από τον Μελιγαλά, Γιώργου Καλογερόπουλου, γόνου
αγροτικής οικογένειας και της Ευαγγελίας Δημητριάδη από την Στυλίδα,
θυγατέρας οικογένειας στρατιωτικών. Τα άλλα της αδέλφια ήταν η μεγάλη
της αδελφή Υακίνθη-Τζάκυ που γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1917 και ο Βασίλης
ο οποίος γεννήθηκε πιθανόν στις αρχές του 1920 πέθανε σε ηλικία 2 ετών
από μηνιγγίτιδα. Όλα αυτά συνέβησαν στον Μελιγαλά όπου ο πατέρας της
είχε φαρμακείο. Ο θάνατος του μικρού αγοριού αλλά και οι καυγάδες με την
μητέρα της Μαρίας συνέτειναν στο να πάρει την απόφαση ο Γιώργος
Καλογερόπουλος να φύγει για την Αμερική. Το πλοίο «έδεσε» στο λιμάνι της
Νέας Υόρκης στις 2 Αυγούστου 1923 και το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν
ήταν μεσίστιες σημαίες ενώ το πρώτο που άκουσαν ήταν πένθιμες σειρήνες.
Εκείνη την μέρα, εντελώς απρόοπτα, είχε πεθάνει ο πενηντατετράχρονος
ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Γουώρεν Χάρτινγκ.
Στις
2 Δεκεμβρίου 1923 στο Flower Hospital στην διασταύρωση της 5ης Λεωφόρου
με τον 105ο δρόμο στο Μανχάταν γεννήθηκε ένα κοριτσάκι μαυρομάλλικο και
ασυνήθιστα εύσωμο. Ο Γιώργος και η Ευαγγελία οι οποίοι δεν είχαν
ξεπεράσει τον θάνατο του Βασίλη, περίμεναν αγόρι. Η πρώτη αντίδραση της
Ευαγγελίας ήταν μια αποστροφή. «Τέσσερις μέρες αργότερα κοίταξα την κόρη
μου για πρώτη φορά. Γιατί δεν μ’ αγαπάς μητέρα έμοιαζαν να μου λένε τα
μάτια της. Την σφιχταγκάλιασα και την φίλησα και μετά από αυτό την
αγάπησα», θα πει αργότερα η μητέρα της. Ήταν άραγε τα πρώτα σημάδια μιας
φοβερής κόντρας που θα κρατούσε για όλη τους την ζωή;
Στις
26 Φεβρουαρίου 1926 στην ορθόδοξη ελληνική Μητρόπολη της Αγίας Τριάδας
στον αριθμό 319 του 74ου Ανατολικού Δρόμου στο Μανχάτταν οι δύο ανάδοχοι
– Λατζούνης και Καρούζος – έδωσαν τέσσερα ονόματα στην μικρή: Σοφία –
Καικιλία – Άννα-Μαρία.
Ο
Γιώργος Καλογερόπουλος και η Ευαγγελία δεν ταίριαξαν ποτέ. Εκείνος ήταν
μάλλον άβουλος και απαθής σαν άνθρωπος σε αντίθεση με την εκρηκτική
σύζυγό του. Η Ευαγγελία έστρεψε όλη της την ενεργητικότητα στην ανατροφή
των παιδιών της, μια ανατροφή αυστηρότατη, ενώ ο Γιώργος ήταν
απόμακρος. Τα δύο κορίτσια της οικογένειας δεν πέρασαν ευτυχισμένα
παιδικά χρόνια. Η Ευαγγελία επιτίθετο στον Γιώργο συνεχώς και για τα
πάντα. Από την μεριά του ο Γιώργος Καλογερόπουλος προτιμούσε τη φυγή και
τη συναναστροφή με άλλες γυναίκες – όπως έκανε και στον Μελιγαλά - για
να αποφεύγει την αφόρητη Ευαγγελία, η οποία μόλις το ανακάλυπτε γινόταν
ακόμα πιο επιθετική. Η Ευαγγελία «υπενθύμιζε» στους καυγάδες αυτούς, τις
«ταξικές» τους διαφορές, αποκαλώντας τον Γιώργο «βλάχο», ενώ επιπλέον
«φρικιούσε», όταν εκείνος «τολμούσε» να ακούσει ένα δίσκο με δημοτικά ή
«μπουζούκια». Για την «αστή» Ευαγγελία, μουσική ήταν μόνο η όπερα. Όλα
αυτά έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην διαμόρφωση του χαρακτήρα της Μαρίας,
γιατί σύντομα ένιωσε πως ήταν μόνη, ουσιαστικά, στην ζωή και
συνειδητοποίησε την ανάγκη να στηρίζεται περισσότερο στον εαυτό της παρά
στους άλλους.
Ο
Γιώργος Καλογερόπουλος αρχικά δούλευε ως υπάλληλος προσπαθώντας όχι και
τόσο επίμονα να μάθει αγγλικά ώστε να ανοίξει ξανά φαρμακείο. Τα
κατάφερε και όλα πήγαιναν καλά ως την «Μαύρη Πέμπτη» της 24ης Οκτωβρίου
1929 που το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κατέρρευσε. Στο φαρμακείο του ο
Γιώργος Καλογερόπουλος εκτός από τα φάρμακα πουλούσε και σάντουιτς,
παγωτά, ποτά, αρώματα ακόμα και βιβλία τσέπης. Με την οικονομική κρίση
ναι μεν ο κόσμος δεν σταμάτησε να αγοράζει φάρμακα σταμάτησε όμως να
αγοράζει από τα άλλα. Έτσι ο Καλογερόπουλος αναγκάστηκε να πουλήσει το
φαρμακείο και να βρει δουλειά ως πωλητής καλλυντικών. Αυτό ήταν και το
τελειωτικό χτύπημα στον έτσι και αλλιώς κατεστραμμένο γάμο του.
Το
1929 ήταν επίσης η πρώτη χρονιά που η Μαρία γράφτηκε στο σχολείο. Η
οικονομική κρίση ανάγκαζε την οικογένειά της να μετακομίζει από σπίτι σε
σπίτι με συνέπεια το κορίτσι να μην μπορεί να αποκτήσει σταθερό
περιβάλλον και φιλίες. Η συναισθηματική της ανασφάλεια την έστρεψε προς
τα μαθήματά της. Ήταν πάρα πολύ καλή μαθήτρια, και ανέπτυξε μια
υπερβολική προσήλωση προς το καθήκον. Ζώντας ουσιαστικά με την μητέρα
της και την αδελφή της, καθώς ο πατέρας της έλειπε όλο και πιο πολύ από
το σπίτι, απολάμβανε τέσσερα πράγματα που η Ευαγγελία προσέφερε στις
κόρες της. Επισκέψεις σε δανειστική Δημόσια Βιβλιοθήκη από όπου μπορούσε
να δανειστεί κανείς και δίσκους, δύο προς δέκα σέντς κάθε φορά, σινεμά,
μουσική στο Σέντραλ Πάρκ, και φαγητό σε κινέζικο. Σε όλη της την ζωή
βιβλία δίσκοι, σινεμά και φαγητό θα είναι οι αγαπημένες της απολαύσεις.
Ήταν
στα τέλη του 1931 όταν η Ευαγγελία αποφάσισε να ανακαλύψει τις μουσικές
ικανότητες των παιδιών της. Παρά την σοβαρή οικονομική κρίση της
οικογένειας αγόρασαν ένα πιάνο και προσέλαβαν μια δασκάλα την σινιορίνα
Σαντρίνα για να κάνει μαθήματα αρχικά μόνο στην Τζάκυ. Σύντομα άρχισε να
κάνει μαθήματα και η Μαρία, η Μαίρη, όπως την φώναζαν στο σπίτι. Η
μουσική άρχισε να μπαίνει για τα καλά στην ζωή της. Από τους πρώτους
δίσκους που δανειζόταν από την βιβλιοθήκη άρχισε να ακούει τις μεγάλες
φωνές να τραγουδούν. Οι μεγάλες φωνές της εποχής ήταν ο Ενρίκο Καρούζο
και η Ρόζα Πονσέλε.
Όλα
αυτά επηρέασαν βαθύτατα την Μαρία στην αρχή όμως ασυνείδητα, μην
ξεχνάμε ότι το ’31 ήταν μόλις 8 ετών. Έγινε ωστόσο φανατική ακροάτρια
του ραδιοφώνου. Μια φορά, αφηγήθηκε ο πατέρας της, οικογένεια και
μερικοί φίλοι άκουγαν από το ραδιόφωνο να τραγουδάει το γαλλικό αστέρι
της Μετροπόλιταν Όπερας ή Λίλυ Πόνς. Αυτό συνέβη το 1934. Η εντεκάχρονη
Μαρία είπε ότι η Πόνς τραγουδάει φάλτσα. Κάποιος της αντέτεινε ότι η
Πόνς είναι μεγάλο αστέρι και η Μαρία είπε. «Δεν μ’ ενδιαφέρει αν είναι
αστέρι, τραγουδάει φάλτσα. Περιμένετε λίγο και θα δείτε, μια μέρα θα
γίνω και εγώ αστέρι, μεγαλύτερο από αυτήν».
Η
Μαίρη τραγουδούσε στο σχολείο κάθε χρόνο στην τελετή απονομής των
διπλωμάτων. Τα χειροκροτήματα που εισέπραττε, όμως, ήταν κερδισμένα με
το αίμα της ψυχής της, καθώς η Ευαγγελία πίεζε αφόρητα το παιδί να
μελετά, ενώ στεκόταν με τις ώρες στην ουρά για να εξασφαλίσει συμμετοχή
της Μαίρης σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Ο Γιώργος Καλογερόπουλος, μια
«λεπτομέρεια» πλέον, στην ζωή της Μαρίας δεν το καταλάβαινε και
κατηγορούσε την γυναίκα του ότι πίεζε την Μαρία να κάνει κάτι το οποίο
στην πραγματικότητα ήθελε να κάνει η ίδια. Έχουν γραφεί πολλά για την
πίεση αυτή, μια πίεση που στάθηκε καθοριστική για την ζωή της Κάλλας.
Από την μια κατέστρεφε τον ψυχικό της κόσμο, από την άλλη χάρη σε αυτήν
την πίεση – πρέπει να το ομολογήσουμε - έγινε ό,τι έγινε.
Στα
τέλη Φεβρουαρίου του 1937, η Ευαγγελία Καλογεροπούλου με την Μαρία
εγκατέλειψε την Νέα Υόρκη. Η Τζάκυ είχε φύγει ένα χρόνο νωρίτερα. Στην
διάρκεια του ταξιδιού, η Μαρία έπαιζε και τραγουδούσε που και πού – για
να περνάει η ώρα - στο πιάνο της τουριστικής θέσης, όπου τυχαία την
άκουσε ο καπετάνιος και της πρότεινε να τραγουδήσει στην κυριακάτικη
λειτουργία του πλοίου. Το κοινό έμεινε κατάπληκτο από την απαίδευτη –
ακόμα –φωνή και ήταν τότε που κέρδισε την πρώτη της ανθοδέσμη για
«δημόσια» εμφάνιση, αλλά και την πρώτη της …κούκλα. Ήταν 13 ετών.
Σεπόλια,
1937. Σε αυτή τη συνοικία των Αθηνών θα εγκατασταθεί η Μαρία Κάλλας με
την μητέρα της. Βέβαια δεν έμειναν για πολύ εκεί. Εξι συνολικά
μετακομίσεις μέχρι την εγκατάσταση στις αρχές του 1940 στην οδό Πατησίων
61. Η Ευαγγελία Δημητριάδη άρχισε γρήγορα να συλλέγει πληροφορίες για
τα Ωδεία. Το αρχαιότερο ήταν το Ωδείο Αθηνών και είχε και το μεγαλύτερο
κύρος. Διευθυντής ήταν ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης και τραγούδι δίδασκε η
Ελβίρα ντε Χιντάλγκο. Το Ωδείο ήταν πολύ αυστηρό και ο Φιλοκτήτης
Οικονομίδης έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο να πληρούν οι μαθητές τα τυπικά
προσόντα και να έχουν κάποια θεωρητική βάση. Στο πολύ νεώτερο Εθνικό
Ωδείο, διευθυντής ήταν ο Καλομοίρης και ήταν κατά κάποιο τρόπο πιο
ελαστικό. Προϋπόθεση βεβαίως για μουσικές σπουδές ήταν η δωρεάν φοίτηση
των κοριτσιών με κάποια υποτροφία.
Η
πρώτη απόπειρα να γραφτεί η Μαρία Κάλλας στο Ωδείο Αθηνών ήταν
αποτυχημένη. Δεν «πέρασε» την οντισιόν, κανείς δεν διέκρινε τίποτα (!)
σε αυτή τη φωνή που βεβαίως δεν είχε δουλευτεί ακόμα και μάλιστα σύμφωνα
με μαρτυρίες συναντήθηκε με τον Οικονομίδη και του είχε πει ότι θέλει
να γραφτεί στο Ωδείο γιατί «είχε φωνή». Εκείνος την ρώτησε αν είχε κάνει
θεωρία, σολφέζ, κλπ τα υποχρεωτικά δηλαδή. Η Κάλλας απάντησε αρνητικά
και εκείνος της είπε ότι αφού δεν ήξερε μουσική έπρεπε να γραφτεί πρώτα
για τα υποχρεωτικά.
Το καλοκαίρι του 1937 η Ευαγγελία Καλογεροπούλου με τις δύο της κόρες, επισκέφθηκε το Εθνικό Ωδείο και την Μαρία Τριβέλλα.
-
Ήρθα να σας εμπιστευθώ την κόρη μου Μαριάννα για να μάθει μουσική και
μελόδραμα. Για τα δίδακτρα θα σας παρακαλέσω να φανείτε πολύ επιεικής
και συγκαταβατική.
- Θα την ακούσω και θα σχηματίσω γνώμη.
«Κτύπησα
τα πλήκτρα του πιάνου σε γνωστή μελωδία και η Μαίρη Καλογεροπούλου
άρχισε να τραγουδά», θυμάται η Μαρία Τριβέλλα. «Αυτό που υποπτευόμουν
μόλις είδα το κορίτσι με τα κοντά καλτσάκια και το παγερό βλέμμα πίσω
από τα ματογυάλια βγήκε σωστό. Η ζεστή παλλόμενη φωνή της παρόλο ότι
ήταν κάπως πρωτόγονη και τελείως αφορμάριστη, πιστοποιούσε το μεγάλο
πάθος που κατέκλυζε την καρδιά της. Όταν τελείωσε, γύρισα και είπα πολύ
συγκινημένη στη μητέρα της. Θα διδάξω την κόρη σας μουσική και
μελοδραματική εντελώς δωρεάν, γιατί είναι μεγάλο ταλέντο.»
Η
Μαρία Καλογεροπούλου ρίχτηκε με πάθος στην μελέτη, μέρα και νύχτα και
πολλές φορές ξεχνούσε να φάει. Από την άλλη η Μαρία ήταν μια
προσωπικότητα που δύσκολα επικοινωνούσε με τους άλλους και αυτό σε
συνδυασμό με τον ζήλο της δεν την έκανε ιδιαίτερα αγαπητή στους
συμμαθητές της.
Σε
ό,τι αφορά τα μαθήματα, η Κάλλας ήταν γεννημένη με μια σπάνια
«μουσικότητα», γεννημένη δηλαδή με ενστικτώδη μουσική αίσθηση και
έκφραση και δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τα θεωρητικά μαθήματα. Σίγουρα
παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στην τάξη της Μελοδραματικής του
Καρακαντά, ο οποίος υποστήριζε ότι η πρώτη ευφυΐα στο μελόδραμα είναι ο
συγγραφέας και μετά ο συνθέτης που στολίζει με την μουσική το κείμενο. Η
Κάλλας αντιδρούσε σε αυτό, ενστικτωδώς αρχικά και αργότερα το 1968 θα
πει: «Το πρώτιστο καθήκον ενός τραγουδιστή, ενός μουσικού είναι να
προσπαθεί να αισθάνεται εκείνο που επιθυμούσε ο συνθέτης. Τα λογοτεχνικά
έργα είναι οι βατήρες εκκινήσεως, αλλά εκείνο που προέχει είναι το τι
κάνει μ’ αυτά ο συνθέτης».
Στις
11 Απριλίου 1938 στην επίδειξη των τάξεων τραγουδιού της Μαρίας
Τριβέλλα στην αίθουσα «Παρνασσός» η Μαρία Καλογεροπούλου έκλεισε το
πρόγραμμα, ερμηνεύοντας ένα ντουέτο από την Τόσκα μαζί με τον Ζαννή
Καμπάνη. Ήταν 14 ετών. Η πρόοδος της Κάλλας ήταν εντυπωσιακή μέσα σε ένα
εξάμηνο. Η «δαιμόνια» Ευαγγελία κατάφερε να κλείσει μια ακρόαση της
Μαρίας από την Ελβίρα ντε Χιντάλγκο του Ωδείου Αθηνών. Η Ισπανίδα
διέκρινε αμέσως το σπάνιο ταλέντο και ήθελε να την πάρει κοντά της. Εδώ η
Ευαγγελία είχε τις ενστάσεις της. Από την στιγμή που η Μαρία είχε μπει
στις τάξεις ταλέντων της Τριβέλλα θα μπορούσε σε ένα χρόνο να πάρει
δίπλωμα και να αρχίσει να εργάζεται. Πηγαίνοντας στο Ωδείο ουσιαστικά
ξεκινούσε από την αρχή. Έπεισε λοιπόν την ντε Χιντάλγκο να παρακολουθεί
την Μαρία που όμως θα συνέχιζε για ένα ακόμα χρόνο με την Τριβέλλα. Η
Ισπανίδα αποφάσισε ότι αξίζει τον κόπο να περιμένει.
Στις
2 Απριλίου 1939 ερμήνευσε τον ρόλο της Σαντούζα από την Καβαλερία
Ρουστικάνα του Μασκάνι. Ήταν η πρώτη της δημόσια εμφάνιση, στο θέατρο
«Ολύμπια». Στο τέλος αυτού του σχολικού έτους της απενεμήθη χρηματικό
βραβείο και το φθινόπωρο του 1939 γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών στην τάξη
της Ελβίρας ντε Χιντάλγκο.
Η
στάση αυτή τόσο της Ευαγγελίας όσο και της Μαρίας πλήγωσε πολύ την
ανιδιοτελή Μαρία Τριβέλλα και πιο πολύ την στενοχώρησε ότι η Κάλλας δεν
της έστειλε ποτέ ούτε μία κάρτα. Η αλήθεια είναι ότι η Μαρία Κάλλας
ντρεπόταν την δασκάλα της και ένιωθε τύψεις για την συμπεριφορά της.
Όταν γύρισε στην Αθήνα, μετά από 12 χρόνια απουσίας, το 1957, ένα από τα
πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να της τηλεφωνήσει. Αγκαλιές, δάκρυα και
πολλή συγκίνηση στην συνάντησή τους. Η Μαρία Τριβέλλα δεν ανέφερε λέξη
για το παρελθόν. Η Κάλλας της υποσχέθηκε ότι θα περάσει να την δει. Στις
3 Απριλίου 1940 η φωνή της Μαρίας Κάλλας ακούστηκε από τον ραδιοφωνικό
«αέρα» του Σταθμού Αθηνών, στις 16 Ιουνίου έγιναν οι ετήσιες εξετάσεις
της Μελοδραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών και στις 20 Ιουνίου υπέγραψε
το πρώτο της συμβόλαιο με τη Λυρική Σκηνή.
Στις
28 Οκτωβρίου ο ιταλικός φασισμός χτύπησε την Ελλάδα. Η Κυριακή 27
Απριλίου 1941 βρήκε την Αθήνα μια πόλη έρημη με κλειστές πόρτες και
παράθυρα και σφιγμένες καρδιές. Η Λυρική Σκηνή δεν ανανέωσε το συμβόλαιο
της Κάλλας τον Ιούνιο του 1941. Κάτι ακόμα χειρότερο ήταν ότι η μητέρα
της έδειχνε συμπάθειες στους Ιταλούς, που μπαινόβγαιναν στο σπίτι,
εκθέτοντας και την Κάλλας. Βεβαίως η Μαρία Κάλλας δεν ήταν αγωνίστρια,
αυτό είναι σίγουρο, όπως σίγουρο είναι και ότι ποτέ δεν συνεργάστηκε με
τον κατακτητή. Εκείνο που την ενδιέφερε κυρίως ήταν το τραγούδι. Στις 27
Αυγούστου του 1942 στο θερινό θέατρο της Πλατείας Κλαυθμώνος μια
αποκάλυψη. Η Μαρία Κάλλας στην πρώτης της επαγγελματική εμφάνιση σε
όπερα ερμηνεύει «Τόσκα» του Τζιάκομο Πουτσίνι. Την ίδια χρονιά
συμμετείχε σε συναυλία της Λυρικής στην Θεσσαλονίκη. Στις 19 Φεβρουαρίου
ερμηνεύει Πρωτομάστορα του Μανόλη Καλομοίρη, και εννέα μέρες αργότερα
συμμετέχει σε μεγάλη συναυλία για τα συσσίτια της Νέας Σμύρνης στον
κινηματογράφο Σπόρτινγκ. Στις 12 Δεκεμβρίου ερμηνεύει άριες του Μπετόβεν
και του Ροσίνι σε συναυλία υπέρ των φυματικών.
Εν
τω μεταξύ όλα αυτά τα χρόνια ωρίμαζε σιγά-σιγά στο μυαλό της Μαρίας η
ιδέα να φύγει από την Ελλάδα. Οι κυριότεροι λόγοι ήταν η περιρρέουσα
ατμόσφαιρα στο επαγγελματικό περιβάλλον της Λυρικής Σκηνής, η Μαρία ποτέ
δεν ήταν συμπαθής στους συναδέλφους της, οι κακές σχέσεις με την μητέρα
της και η έλλειψη του πατέρα της. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1945 έφυγε για
τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Στις 3 Αυγούστου του 1947 η Μαρία
Κάλλας ερμηνεύει «Tουραντό» του Τζιάκομο Πουτσίνι στην Βερόνα, ενώ τη
χρονιά αυτή θα συναντήσει και τον ιταλό βιομήχανο, Τζιοβάνι Μπατίστα
Μενεγκίνι, τον οποίο παντρεύτηκε στις 21 Απριλίου 1949. Ο Μενεγκίνι
ορκίστηκε να την κάνει την μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου. Την
υπέβαλε σε εξαντλητική δίαιτα και το «ασχημόπαπο» γίνεται «κύκνος»: η
Μαρία θα φθάσει να ζυγίζει λιγότερο από 63 κιλά.
Το
1950 χωρίζουν οριστικά οι δρόμοι της Μαρίας και της μητέρας της και
στις 7 Δεκεμβρίου 1951 είναι η ημερομηνία που παίρνει σάρκα και οστά για
την Κάλλας το όνειρο όλων των ερμηνευτών του λυρικού θεάτρου του
κόσμου: Ανοίγουν γι’ αυτήν οι πόρτες της Σκάλας του Μιλάνου όπου
ερμηνεύει τον «Σικελικό Εσπερινό» του Τζουζέπε Βέρντι. Το 1954 μπαίνει
στην ζωή της ο Λουκίνο Βισκόντι και μαζί του η αντιμετώπιση των ηρωίδων
της θα γίνει απόλυτα θεατρική. Η παράσταση της «Τραβιάτα» του Βέρντι στη
Σκάλα του Μιλάνου το 1955, σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι, έμεινε
ιστορική. Στις 27 Οκτωβρίου 1956 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην
Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης.
Στις
5 Αυγούστου 1957 η Μαρία Κάλλας επιστρέφει στην Αθήνα και εμφανίζεται
κάτω από την σκιά της Ακρόπολης στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Στις αρχές
του καλοκαιριού του 1957, η κοσμικογράφος των προσωπικοτήτων, Ελσα
Μάξγουελ, οργάνωσε στην Βενετία ένα πάρτι και εκεί η Μαρία Κάλλας θα
γνωριστεί με τον Έλληνα Κροίσο, Αριστοτέλη Ωνάση. Γεννιέται ένας μεγάλος
έρωτας, ένας ανεμοστρόβιλος που θα διαρκέσει εννέα χρόνια. Ο Ωνάσης θα
χωρίσει από την πρώτη του γυναίκα, Τίνα Λιβανού και η Κάλλας από τον
Μενεγκίνι. Η Μαρία θα αγαπήσει τον Αριστοτέλη. Όσο για εκείνον, αγάπησε,
τελικά, την Κάλλας με τον τρόπο του και πάντα όταν υπέφερε, στην Μαρία
Κάλλας κατέφευγε. Αρχικά ο Ωνάσης συμπεριφερόταν σαν 18άρης ερωτευμένος,
ωστόσο, ταυτόχρονα, η Κάλλας ήταν γι’ αυτόν μια πρόκληση, ένα στοίχημα
που έβαλε με τον εαυτό του, καθώς ο δαιμόνιος Σμυρνιός ποτέ δεν έγινε
αποδεκτός «ολοκληρωτικά» από το διεθνές «τζέτ σέτ» ως «δικός τους». Οι
επιχειρήσεις δεν έφταναν να τον «καθιερώσουν».
Το
1957, όμως, στάθηκε σημαδιακή χρονιά για την Μαρία Κάλλας, καθώς τότε
εμφανίστηκαν κάποια προβλήματα στην υψηλή φωνητική της περιοχή. Η Κάλλας
όταν τραγουδούσε υπερέβαινε τον εαυτό της, αλλιώς δεν θα ήταν η Κάλλας.
Τον Ιανουάριο του 1958 εγκατέλειψε στην Ρώμη την παράσταση της «Νόρμα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου