ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΖΩΗ
Ο Πέτρος Μαρτινίδης σχολιάζει το βιβλίο «Μόνο μια υπόσχεση ευτυχίας» του Αλέξανδρου Νεχαμά, καθηγητής φιλοσοφίας στο Πρίνστον – το απόσπασμα επέλεξε ο Γιώργος Τζίβας.
Στη ζωή, όπως στην τέχνη, λοιπόν. Ή στην τέχνη όπως στη ζωή, κάνοντας πρωτίστως τη ζωή μια αγάπη για την τέχνη. Με μια ειλικρίνεια που δεν συναντάται συχνά, ο Νεχαμάς ομολογεί προσωπικές του αρέσκειες και απαρέσκειες, το πώς απαλλάχτηκε από καθηλώσεις, σε έργα τα οποία ένιωθε υποχρεωμένος να εκτιμά, ή το πώς επανήλθε σε έργα προς τα οποία η αρχική συμπάθεια έγινε σταδιακά έρως και πηγή νέων νοημάτων κι ακόμα πλουσιότερων αποκαλύψεων ομορφιάς, πέρα από όποιες νόμιζε πως ήδη εποπτεύει.
Κορυφαία παραδείγματα αυτού του είδους το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ και η Ολυμπία του Μανέ. Μέσα από τα όσα παραθέτει, σε εικόνες και παρατηρήσεις, για να εκθέσει προσωπικά αισθήματα, πέρα από σχολαστικές κριτικές, έχει κανείς την ευκαιρία να μάθει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τις συνθήκες δημιουργίας αυτών των έργων (ιδίως της Ολυμπίας και του περίφημου βλέμματός της). Λεπτομέρειες τις οποίες ποτέ δεν αξιοποιούν οι σχολαστικές κριτικές. Ενώ μέσω ενός τόνου εκμυστήρευσης, ο Νεχαμάς όχι μόνο πληροφορεί, μα και εμπνέει τους αναγνώστες του.
«Όσο επιχειρώ να εμβαθύνω στην Ολυμπία τόσο καλούμαι να διευρύνω τη σχέση μου με τον υπόλοιπο κόσμο», επισημαίνει στο μέσον του τελευταίου κεφαλαίου. «Για να κατανοήσουμε την ωραιότητα ενός πράγματος πρέπει να συλλάβουμε την ιδιαιτερότητά του, πράγμα που απαιτεί να μάθουμε σε τι διαφέρει από άλλα πράγματα. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει να μπορούμε να αντιληφθούμε, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, τι είναι τα άλλα πράγματα και πώς το καθένα τους διαφέρει επίσης από καθετί άλλο στον κόσμο. Ο έρωτάς μου για κάτι είναι αδιαχώριστος από την επιθυμία μου να το γνωρίσω και να το καταλάβω καλύτερα, και η επιθυμία αυτή δεν με απομονώνει από τον κόσμο –όπως πολλοί πιστεύουν– αλλά, αντίθετα, με φέρνει πιο κοντά σ’ αυτόν».
Το γεγονός ότι αυτή η επισήμανση ενός φιλοσόφου συμπίπτει απολύτως με εκείνο το τραγούδι που λέει: «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία / Σ’ αγαπώ γιατί είσαι εσύ / Κι αγαπώ όλο τον κόσμο / Γιατί ζεις κι εσύ μαζί», σίγουρα ανατιμά τους στίχους του τραγουδιού. Χωρίς καθόλου να μειώνει, κατά τη γνώμη μου, την ίδια τη φιλοσοφική επισήμανση.
Τελικά, εκείνο που παρουσιάζει ο Νεχαμάς στο βιβλίο του δεν είναι μια ιστορία των αισθητικών θεωριών, από τον Πλάτωνα ώς τον Άρθουρ Ντάντο, ούτε ένα πανόραμα των πιο σημαντικών καλλιτεχνημάτων και των σχέσεών τους με την υποδοχή που τους έτυχε, μέσα στην κοινωνική εξέλιξη, κι ούτε καν έναν συνοπτικό κατάλογο έργων που ο ίδιος εκτιμά, μαζί με τους λόγους για τους οποίους τα εκτιμά. Όχι ότι λείπουν αυτές οι πλευρές. Κι ο υπότιτλος: «Η θέση του Ωραίου στην τέχνη και στη ζωή» δεν υπόσχεται τίποτε λιγότερο από ό,τι ο συγγραφέας επιδίδει εν τέλει στον αναγνώστη του, με εξαιρετικά εύστοχες στη συντομία τους αναφορές. Εκείνο όμως που κυρίως κάνει ο Νεχαμάς είναι να δείχνει, εύγλωττα και εύληπτα, το πώς αλλάζει κανείς τον εαυτό του και τη ζωή του, μαθαίνοντας να αγαπά ή να ερωτεύεται την ομορφιά, στα έργα της τέχνης, ή να αγαπάει και να ερωτεύεται την ομορφιά, εν γένει.
Κατά τούτο πιστεύω πως το συγκεκριμένο βιβλίο ενδείκνυται για τις μέρες που ζούμε. Εάν ούτε σε τέτοιες περιόδους κρίσης δεν μάθουμε να εμπιστευόμαστε τις υποσχέσεις της ομορφιάς, δεν θα αξίζουμε καμιά υπόσχεση ανάκαμψης, ευμάρειας ή επαναστατικών αλλαγών, ακόμα κι αν πραγματοποιούνταν, όλες τους, κατά ιδεώδη τρόπο.
Δημοσιεύθηκε στο «Π»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου