Στοχασμοί πάνω στην ουσία του ψυχικού - ΚΑΡΛ ΓΙΟΥΝΓΚ (2)
Συνέχεια απο: Τετάρτη, 23 Μαΐου 2012
Στοχασμοί πάνω στην ουσία του ψυχικού 2
Πρωτοεκδόθηκε στο Eranos-Jahrbuch 1946, με τον τίτλο «Der Geist der Psychologie» (Το πνεύμα της ψυχολογίας)
Στοχασμοί πάνω στην ουσία του ψυχικού 2
Πρωτοεκδόθηκε στο Eranos-Jahrbuch 1946, με τον τίτλο «Der Geist der Psychologie» (Το πνεύμα της ψυχολογίας)
Αν
και εγώ κατέληξα με
καθαρά ψυχολογικούς συλλογισμούς στο να αμφιβάλλω περί της καθαρά
ψυχικής
ουσίας των αρχετύπων, η ίδια η ψυχολογία φαίνεται πως εξαναγκάζεται,
μέσω των
αποτελεσμάτων της φυσικής, να αναθεωρήσει τις θέσεις της. Η φυσική τής
έδειξε
το συμπέρασμά της, πως δηλ. στο επίπεδο των ατομικών μεγεθών απαιτείται
ένας
παρατηρητής εντός τής αντικειμενικής πραγματικότητας, και μόνο κάτω από
αυτήν
την προϋπόθεση είναι δυνατή μια ικανοποιητική εξήγηση. Αυτό σημαίνει από
την
μια, πως πάνω στην φυσική εικόνα του κόσμου προσκολλάται ένα
υποκειμενικό
βάρος, και από την άλλη, πως για την ερμηνεία της ψυχής είναι απαραίτητη
η
σύνδεσή της με το αντικειμενικό συνεχές του χωρο-χρόνου. Όσο δύσκολο
είναι να
παρασταθεί το φυσικό συνεχές, τόσο αδιαφανής είναι και η αναγκαίως
παρούσα
ψυχική πτυχή του. Ύψιστη θεωρητική σημασία έχει η σχετική, ή τμηματική
ιδιότητα της ψυχής και του φυσικού συνεχούς, γιατί η ιδιότητα αυτή
σημαίνει μια
τεράστια απλοποίηση, αφού γεφυρώνει την φαινομενική ασυμβατότητα μεταξύ
του
φυσικού και του ψυχικού κόσμου. Αυτό βέβαια δεν γίνεται με παραστατικό
τρόπο,
αλλά από την πλευρά τής φυσικής με μαθηματικές εξισώσεις, και από την
πλευρά
της ψυχολογίας μέσω προτάσεων που προκύπτουν από την εμπειρία, δηλαδή τα
αρχέτυπα, τα περιεχόμενα των οποίων, εάν υπάρχουν, δεν μπορούν να
παρασταθούν
με την φαντασία. Τα αρχέτυπα κάνουν την
εμφάνισή τους κατά την παρατήρηση και την εμπειρία, δηλαδή με το να
διενεργούν διάταξη των παραστάσεων, πράγμα που συμβαίνει ασυνείδητα, και
γι’
αυτό αναγνωρίζεται πάντα εκ των υστέρων. Τα αρχέτυπα αφομοιώνουν
υλικό-εικόνες
που χωρίς αμφιβολία προέρχονται από τον κόσμο των φαινομένων, και με την
αφομοίωση αυτή το υλικό γίνεται ορατό και ψυχικό. Για τον λόγο αυτό, το
υλικό
αυτό προσλαμβάνεται εξ αρχής ως ψυχικό μέγεθος, στον ίδιο βαθμό
δικαιολογημένα,
όπως και τα άμεσα αντιληπτά φυσικά φαινόμενα τα αντιλαμβανόμαστε στον
ευκλείδειο χώρο (τον τρισδιάστατο, χωρίς καμπύλωση χώρο). Μόνο η
ερμηνεία
ψυχικών φαινομένων με την πιο μικρή φωτεινότητα μάς εξαναγκάζει να
υποθέσουμε
πως τα αρχέτυπα πρέπει να έχουν μια μη-ψυχική πτυχή. Ώθηση για να βγει
αυτό το
συμπέρασμα δίνουν τα φαινόμενα συγχρονότητας, τα οποία συνδέονται με την
δράση
ασυνείδητων παραγόντων, και τα οποία γινόταν μέχρι τώρα αντιληπτά ως
«τηλεπάθεια» κτλ., και για τον λόγο αυτό απορρίπτονταν. Ο σκεπτικισμός
όμως θα
έπρεπε να ισχύει μόνο για τις εσφαλμένες θεωρίες, και όχι για
επιβεβαιωμένα
γεγονότα. Κανένας αμερόληπτος παρατηρητής δεν μπορεί να τα απορρίψει. Η
αντίσταση ως προς την αναγνώρισή τους οφείλεται κυρίως στην απέχθεια
προς μια αποδιδόμενη στην ψυχή υπερφυσική ικανότητα, δηλαδή την
ικανότητα πρόβλεψης. Οι
πολυποίκιλες και περίπλοκες πτυχές τέτοιων φαινομένων εξηγούνται πλήρως,
όπως
μπόρεσα να το διαπιστώσω, εάν παραδεχθούμε την ύπαρξη ενός σχετικού προς
την ψυχή χωροχρονικού συνεχούς. Όταν ένα ψυχικό περιεχόμενο περάσει το
κατώφλι
του συνειδητού, εξαφανίζονται τα συγχρονιστικά παράπλευρα φαινόμενα. Ο
χώρος
και ο χρόνος προσλαμβάνουν τον συνηθισμένο, απόλυτο χαρακτήρα τους, και η
συνείδηση είναι πάλι απομονωμένη στο υποκείμενό της. Εδώ έχουμε μια
περίπτωση,
την οποία μπορούμε να περιγράψουμε με την μεγαλύτερη ακρίβεια, με τον
γνωστό
από την φυσική όρο: «συμπληρωματικότητα». Όταν ένα ασυνείδητο
περιεχόμενο
μεταβεί στη συνείδηση, τότε παύει η συγχρονιστική του εκδήλωση. Και
αντίστροφα,
με την μετατόπιση του υποκειμένου σε μιαν ασυνείδητη κατάσταση (trance), μπορούν να προκληθούν συγχρονιστικά φαινόμενα.
Η ίδια σχέση συμπληρωματικότητας μπορεί να παρατηρηθεί σε όλες εκείνες τις
συχνές και για την ιατρική εμπειρία συνηθισμένες περιπτώσεις, κατά τις οποίες,
ορισμένα κλινικά συμπτώματα εξαφανίζονται, όταν συνειδητοποιηθούν τα αντίστοιχα
ασυνείδητα περιεχόμενά τους. Είναι επίσης γνωστό, πως μπορούν να προκληθούν
συγκεκριμένα ψυχοσωματικά φαινόμενα, τα οποία είναι πέραν από την βούληση, μέσω
της ύπνωσης, δηλαδή μέσω του περιορισμού του συνειδητού. Ο Pauli διατυπώνει αυτή την σχέση
συμπληρωματικότητας, την οποία εκφράζουμε εδώ, από πλευράς της φυσικής ως
εξής: «Επαφίεται στην ελεύθερη επιλογή του πειραματιστή (και αντίστοιχα του
παρατηρητή στην ψυχολογία)..., ποιες γνώσεις θέλει να αποκτήσει και ποιες να χάσει.
Ή για να το πούμε λαϊκά, αν θέλει να μετρήσει το Α και να καταστρέψει το Β, ή να
καταστρέψει το Α και να μετρήσει το Β. Δεν είναι όμως δοσμένο να κερδίζει,
χωρίς να χάνει κάποιες». Κι αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για την σχέση που έχει η στάση
της φυσικής ως προς την στάση τής ψυχολογίας. Η φυσική προσδιορίζει μεγέθη και
την σχέση που έχει το ένα προς το άλλο, η ψυχολογία όμως προσδιορίζει
ποιότητες, χωρίς να μπορεί να μετρήσει κάποια μεγέθη. Παρ' όλα αυτά, και οι δυο
επιστήμες καταλήγουν σε έννοιες, οι οποίες είναι σε σημαντικό βαθμό
παραπλήσιες. Ο C.A.Meier έχει υποδείξει τον παραλληλισμό μεταξύ ψυχολογικής και φυσικής ερμηνείας
στο δοκίμιό του : «Moderne Physik-Moderne Psychologie». Λέει: «και οι δυο
επιστήμες, μετά από πολύχρονη εργασία χωρίς μεταξύ τους συνεργασία, έχουν
μαζέψει παρατηρήσεις και επαρκή συστήματα σκέψης. Και οι δυο επιστήμες έφτασαν
σε συγκεκριμένα όρια, που έχουν ουσιαστικά κοινό χαρακτήρα (τα όρια). Το
αντικείμενο έρευνας και ο άνθρωπος με τα αισθητήρια και τα όργανα γνώσης
του (μαζί με τις προεκτάσεις τους, δηλαδή τα όργανα και τις μεθόδους μέτρησης),
βρίσκονται σε μιαν άρρηκτη συσχέτιση. Αυτή η συσχέτιση είναι συμπληρωματικότητα,
τόσο στην φυσική όσο και στην ψυχολογία». Μεταξύ φυσικής και ψυχολογίας
υπάρχει μάλιστα μια «αληθής και δικαιολογημένη σχέση συμπληρωματικότητας».
Μόλις ελευθερωθεί κανείς από
την μη επιστημονική δικαιολογία, πως πρόκειται απλά περί τυχαίας σύμπτωσης, θα
δει πως τα εν λόγω φαινόμενα δεν είναι με κανέναν τρόπο σπάνια, αλλά σχετικά
συχνά γεγονότα. Η παρατήρηση αυτή συμφωνεί πλήρως με τα αποτελέσματα περί
στατιστικής, στα οποία έφτασε ο Rhine (βιολόγος, ιδρυτής του πρώτου εργαστηρίου παραψυχολογίας στο Duke University). Η ψυχή δεν είναι με κανέναν τρόπο ένα χάος που
αποτελείται από αυθαιρεσίες και τυχαιότητεςL=(mv2)/2 περιέχει τους παράγοντες
μάζα (m) και ταχύτητα (v),που μας φαίνονται ασύμβατοι προς την ουσία
της εμπειρικής ψυχής. Και όταν η ψυχολογία επιμένει να χρησιμοποιεί την δική
της έννοια της ενέργειας για να εκφράσει την ενέργεια της ψυχής, δεν
χρησιμοποιεί φυσικά κανέναν μαθηματικό τύπο, αλλά μιαν αναλογία του. Αυτή όμως
είναι μια παλαιότερη άποψη, από την οποία προέκυψε η έννοια της ενέργειας στην
φυσική. Η έννοια της ενέργειας στην φυσική προέρχεται από παλαιότερη, μαθηματικά
μη προσδιορισμένη χρήση του όρου, που εν τέλει προέρχεται από μιαν αρχαϊκή αντίληψη
του «εξαιρετικά αποτελεσματικού (ενεργού)». Αυτή είναι η λεγόμενη έννοια του mana (στην γλώσσα Kiswahili το mana σημαίνει «σημασία»), που δεν περιορίζεται μόνο στην Μελανησία, αλλά
απαντάται και στην ολλανδική Ινδία και την ανατολική ακτή της Αφρικής. Τον απόηχο
αυτού του όρου βρίσκουμε στα λατινικά στους όρους numen και genius (genius loci -το πνεύμα κάποιου τόπου). Η χρήση του όρου libido στην νεότερη ιατρική ψυχολογία, έχει μιαν
απρόσμενη πνευματική συγγένεια με το πρωτόγονο mana.
Η αρχετυπική αυτή αντίληψη δεν είναι με κανέναν
τρόπο μόνο πρωτόγονη, αλλά διακρίνεται από την έννοια της ενέργειας όπως
την
ορίζει η φυσική, με το να είναι κυρίως ποιοτική, και όχι ποσοτική
έννοια. Στην
θέση τής ακριβούς μετρήσεως των ποσοτήτων, η ψυχολογία βάζει έναν "στο
περίπου" προσδιορισμό
των εντάσεων. Για τον προσδιορισμό αυτόν χρησιμοποιείται η λειτουργία
της
αίσθησης( αξιολόγηση). Η λειτουργία της αίσθησης αντιστοιχεί στην
ψυχολογία στην μέτρηση της φυσικής. Οι ψυχικές εντάσεις και οι βαθμιαίες
διαφορές τους,
υποδεικνύουν ποσοτικά προσδιορισμένες διαδικασίες, οι οποίες όμως είναι
απροσπέλαστες στην άμεση παρατήρηση και μέτρηση. Ενώ οι διαπιστώσεις τής
ψυχολογίας είναι στην ουσία ποιοτικές, κατέχει κατά κάποιον τρόπο και
μια
λανθάνουσα «φυσική» ενέργεια, γιατί τα ψυχικά φαινόμενα επιτρέπουν την
διαπίστωση και μιας κάποιας ποσοτικής πτυχής. Αν οι ποσότητες αυτές
μπορούσαν
να μετρηθούν, η ψυχή θα έπρεπε να εμφανίζεται ως κάτι το οποίο κινείται
στον
χώρο, και πάνω στο οποίο μπορεί να εφαρμοστεί ο τύπος για την ενέργεια.
Και
επειδή η μάζα και η ενέργεια έχουν την ίδια ουσία, έτσι οι έννοιες μάζα
και
ταχύτητα θα έπρεπε να είναι κατάλληλες για την ψυχή, εφόσον η ψυχή
επιδεικνύει
μιαν ενέργεια η οποία διαπιστώνεται στον χώρο. Με άλλα λόγια, θα έπρεπε
να έχει
μια πτυχή, με την οποία θα εμφανιζόταν ως μάζα εν κινήσει. Και αν κανείς
δεν
θέλει να υποθέσει μιαν αρμονία ως υπόβαθρο, εν σχέσει προς τα φυσικά και
ψυχικά
γεγονότα, τότε μπορεί να υποτεθεί μόνο η αλληλεπίδραση. Η τελευταία
υπόθεση
όμως απαιτεί μια ψυχή, η οποία αγγίζει κατά κάποιον τρόπο την ύλη, και
αντίστροφα, μιαν ύλη με λανθάνουσα ψυχή. Από αυτή την διατύπωση δεν
είναι πολύ
μακριά μερικές διατυπώσεις της μοντέρνας φυσικής (Eddington, Jeans,…). Εδώ πρέπει να υπενθυμίσω την ύπαρξη παραψυχολογικών φαινομένων, η
ύπαρξη των οποίων έχει βέβαια αξία μόνο γι’ αυτούς που είχαν την ευκαιρία να τα
παρατηρήσουν επαρκώς οι ίδιοι.
Αν οι στοχασμοί αυτοί
στέκουν, θα προέκυπταν σημαντικά συμπεράσματα για την ουσία τής ψυχής. Η
αντικειμενική της φύση θα ευρίσκετο τότε σε στενή συσχέτιση, όχι μόνο με τα
φυσιολογικά και βιολογικά φαινόμενα, αλλά και με αυτά της φυσικής, και μάλιστα
της ατομικής φυσικής. Όπως θα έχει φανεί από την παρουσίασή μου, πρόκειται κατ’
αρχάς για τη διαπίστωση ορισμένων αναλογιών, από την ύπαρξη των οποίων δεν
μπορεί όμως να βγει το συμπέρασμα, πως η συσχέτιση έχει αποδειχθεί. Με βάση τη γνώση
που έχουν προς το παρόν η φυσική και η ψυχολογία, πρέπει να είμαστε
ικανοποιημένοι με την απλή ομοιότητα ορισμένων θεμελιωδών στοχασμών. Οι
υπάρχουσες αναλογίες είναι όμως αρκετά σημαντικές, έτσι ώστε να δικαιολογείται και η
επισήμανσή τους.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου