Το πρόσωπο του Χριστού στον Νίκο Καζαντζάκη».
«Το πρόσωπο του Χριστού στον Νίκο Καζαντζάκη»
«Με θαρούν λόγιο, διανοούμενο, γραφιά.
Και δεν είμαι τίποτε απ’ αυτά.
Τα δάχτυλά μου, όταν γράφω,
δεν μελανώνουνται, αιματώνουνται.
Θαρώ δεν είμαι παρά τούτο:
Μια απροσκύνητη ψυχή».
Νίκος Καζαντζάκης
Στο Χριστόφορο Αρβανίτη με αγάπη αληθινή και με την ευχή
να συνεχίσει με την ίδια ευαισθησία που τον χαρακτηρίζει
το δρόμο της Θεολογίας εκείνης που αφήνει
την ύπαρξη του ανθρώπου ανοιχτή προς το Θεό…
Μαρία ΧηΑποστόλου
Ο
Νίκος Καζαντζάκης ανήκει αναμφίβολα στους ελεύθερα σκεπτόμενους
ανθρώπους, στους ανθρώπους που αγωνίζονται ακατάπαυστα να βρουν την
αλήθεια ώστε να πλημμυρίσει με φως η ζωή τους. Για το μεγάλο Κρητικό, ο άνθρωπος ανακαλύπτει το Θεό μέσα από τη συνεχή αναζήτηση, την αμφισβήτηση, ακόμη και την άρνηση. Πρέπει
να φτάσει κανείς στην Άβυσσο για να προσεγγίσει το Θεό και σ’ αυτή την
προοπτική ακόμη και η αμφισβήτηση, εφόσον μπορεί να οδηγήσει στην ένωση,
είναι μια απόλυτα υγιής διαδικασία. Η ελευθερία του ανθρώπου
αποτελεί αλήθεια που εμπνέει τον Καζαντζάκη και τον μετατρέπει σε
πολέμιο κάθε συστήματος, όπως της Ηθικής και της Θρησκείας, ως χώρους
που λειτουργούν ως φράχτες που ασφαλίζουν φαινομενικά τους φόβους των
ανθρώπων μπροστά στο άγνωστο. Το καζαντζάκειο ερώτημα αφορά την αγωνία
του μεγάλου συγγραφέα πάνω στα κρίσιμα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης,
της ελευθερίας, της ζωής, του έρωτα και του θανάτου. Ο Νίκος
Καζαντζάκης δεν είναι θεολόγος, αλλά διακατέχεται από την έμπονη αγωνία
και την αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο, στοιχεία που χαρακτηρίζουν
έναν αληθινό θεολόγο.[1]
Αλλά
ας ταξιδέψουμε μαζί στο κλίμα της εποχής του. Ενώ έχει επιστρέψει στην
Αντίπολη της Γαλλίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος επιχειρεί τη δίωξή
του και τον κατηγορεί ως ιερόσυλο με βάση αποσπάσματα του Καπετάν Μιχάλη και κυρίως ολόκληρου του Τελευταίου Πειρασμού, αν και το τελευταίο έργο είχε κυκλοφορήσει μόνο στη γερμανική γλώσσα και δεν είχε μεταφραστεί ακόμη στην ελληνική γλώσσα.[2]
Ακολούθως η ελληνική κυβέρνηση απέστειλε το αίτημα της Συνόδου των
Ιεραρχών στην εισαγγελία Αθηνών, προκαλώντας τον πνευματικό κόσμο, ο
οποίος στη συντριπτική πλειοψηφία του τάχθηκε υπέρ του διωκόμενου
συγγραφέα, καθώς στο πρόσωπό του διώκονταν η ελευθερία της σκέψης και
του πνεύματος, η απρόσκοπτη και ανεπηρέαστη εξέλιξη της πνευματικής
δημιουργίας.
Οι εξελίξεις έρχονται ραγδαίες, καθώς το έτος 1954 ο Πάπας αναγράφει τον Τελευταίο Πειρασμό στο Ρωμαιοκαθολικό Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων (Index Librorum Prohibitorum). Ο Καζαντζάκης τηλεγραφεί στο Βατικανό τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού: «Ad tuum, Dominen, tribunal appello!» δηλαδή «Στο
δικαστήριο σου ασκώ έφεση, ω Κύριε!». Το ίδιο πράττει με τόλμη προς την
επικείμενη απειλή για αφορισμό του ιδίου και των έργων του, απαντώντας
στην Ορθόδοξη Ιεραρχία στην Αθήνα με τον πλέον συγκλονιστικό τρόπο: «Με
καταραστήκατε, Άγιοι Πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου. Εύχομαι η
συνείδηση σας να είναι τόσο καθαρή όσο η δική μου και να είστε τόσο
ηθικοί και θρησκευόμενοι όσο είμαι εγώ». Η θεία Πρόνοια όμως έλαμψε στο
πρόσωπο του μακαριστού Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα Α΄, ο οποίος
απέτρεψε τον αφορισμό του μεγάλου Κρητικού και έσωσε την τελευταία
στιγμή την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά του σώματος της Εκκλησίας. Ο
Νίκος Καζαντζάκης δεν αφορίστηκε ποτέ από την Ορθόδοξη Καθολική
Εκκλησία, παρά την κυριαρχούσα αντίληψη.[3]
Το σύστημα όμως που επικρατούσε την εποχή εκείνη,[4]
όπως άλλωστε και σε κάθε εποχή, δεν καταδέχονταν και δεν ανέχονταν την
αβεβαιότητα και τα ανήσυχα πνεύματα, καθώς το περιρρέον κλίμα της εποχής
κυριαρχούνταν από έναν έντονο εθνικισμό σκοταδισμού με φαντάσματα
κυρίαρχα τον ηθικισμό, το μεσσιανισμό, το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία
ως απότοκους της εξουσιαστικότητας. Η εξουσιαστικότητα λοιπόν χτίζει την
επιχειρηματολογία της: το σύστημα και οι ανελεύθεροι δέσμιοί του,
κατηγόρησαν βάναυσα και άκριτα το μεγάλο συγγραφέα για ασέβεια,
βλασφημία και αμφισβήτηση της θεϊκής υποστάσεως του δευτέρου προσώπου
της Αγίας Τριάδος, δηλαδή του Χριστού, υποστηρίζοντας πως ο λόγος περί
Χριστού του Καζαντζάκη διαπερνάται από αιρετικές διαστάσεις, καθώς του
καταλόγισαν νεστοριανίζουσα σκέψη, ακόμη και αρειανικές αποχρώσεις ενός
ιδιότυπου μονοφυσιτισμού.[5] Ο
ίδιος ομολογεί την υπαρξιακή αγωνία του με συγκλονιστικό τρόπο: «Σε
ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον
κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα,
όλο αίματα, και ξανάρχισα ν’ ανηφορίζω; Πού να βρω μιάν ψυχή
σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της
ξομολογηθώ;».[6]
Το
πρόσωπο του Χριστού, ο Θεάνθρωπος, βασάνισε περισσότερο απ’ όλους και
απ’ όλα τον Νίκο Καζαντζάκη και συγκλόνισε ολάκερη την ύπαρξή του,
οδηγώντας τον σε μια αέναη αναζήτηση.[7] Η φλόγα για τον Χριστό κατακαίει ολόκληρη την ύπαρξή του.[8]
Η ανυπότακτη σκέψη του μεγάλου Κρητικού συνάντησε στο πρόσωπο του
Χριστού το λιμάνι και το καταφύγιο, μα και την αιώνια αγωνία που
χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που ζητά εναγωνίως και διψά αέναα για την ένωσή
του με τον Θεό. Ο Χριστός είναι ζωντανός μέσα στην καρδιά του,
κυρίαρχος στη σκέψη του, πάντα παρών μέσα στο έργο του. Στο πρόσωπο του
Θεανθρώπου αφιερώνει δύο κορυφαία του βιβλία: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο Τελευταίος Πειρασμός, ένα κάντο στις Τερτσίνες, μια τραγωδία από το θεατρικό του έργο με το όνομα Χριστός, ενώ συνεχώς η μορφή του Σαρκωμένου Λόγου, διατηρεί αισθητή την παρουσία της σ’ όλα τα υπόλοιπα έργα του (πχ Ταξιδεύοντας, Αναφορά στον Γκρέκο κ.α.).[9] Ταυτοχρόνως συναντούμε τον Χριστό και το παράπονό του προς τον άνθρωπο,[10] ακόμη και στην Οδύσσεια,[11] το έργο ζωής του.
Η μορφή του Χριστού ρίζωσε στη ψυχή του συγγραφέα[12] από την τρυφερή ακόμη παιδική ηλικία,[13] όταν πούλησε τα παιχνίδια του για ν’ αγοράσει βίους αγίων,[14]
γεγονός που φανερώνει την ατελείωτη αγωνία του για τα αναπάντητα
ερωτήματα της υπάρξεως. Το ερώτημα όμως πρέπει να τίθεται κι’ ας μη
βρίσκεται ποτέ απάντηση. Κάθε λέξη, κάθε σελίδα των βιβλίων του αποτελεί
αντικατοπτρισμό του μαρτυρίου του. Και πράγματι η λέξη Θεός συναντάται στον Καζαντζάκη περισσότερο από κάθε άλλον λογοτέχνη.[15] Μέσα στην παιδική του φαντασία ταυτίζεται η μορφή του αγίου με τη μορφή του ήρωα,[16]
δημιουργώντας έτσι το ανώτατο πρότυπο του ανθρώπου, τον ίδιο τον
Χριστό. Και τούτο αποτελεί το ύψιστο χρέος του ανθρώπου: «Χρέος έχεις
και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας».[17] Και ο ήρωας ως βασικά χαρακτηριστικά του διαθέτει την αίσθηση της ευθύνης και της αυτοθυσίας.[18] Ο δρόμος του είναι πάντα ο ανήφορος[19]
όπου μέσα από την αυτοθυσία θα οδηγηθεί στην κάθαρση όπως στην αρχαία
τραγωδία και ακολούθως στη θέωση. Ο ήρωας έχει καθήκον να βοηθήσει το
Θεό που ασφυκτιά να ελευθερωθεί,[20] ιδέα που συναντούμε συν τοις άλλοις και στην Ασκητική και να αφεθεί στα χέρια του.[21] Η λαχτάρα της αγιοσύνης επενεργεί μέσα του από την τρυφερή ακόμη παιδική ηλικία.[22] Ζει και αναπνέει μέσα από τα συναξάρια των αγίων[23] και οι δύο μεγάλες δίψες του στη ζωή, καθώς ο ίδιος ομολογεί, είναι ο ηρωισμός και η αγιότητα.[24]
Ο Χριστός αποτελεί αναμφισβήτητα το κατεξοχήν σημείο αναφοράς στο έργο του μεγάλου Κρητικού.[25] Στο συνολικό έργο του Καζαντζάκη, το πιο βασικό χαρακτηριστικό της περί Χριστού σκέψεώς του,[26]
αποτελεί ο υπερτονισμός της ανθρώπινης φύσεως που προσέλαβε ο Θεός
Λόγος, τουτέστιν το ανθρώπινο στοιχείο, ουσιαστικά η ανθρώπινη πλευρά
του Χριστού. Ο Χριστός άνθρωπος.[27]
Στον Καζαντζάκη συναντούμε έναν Χριστό πιο ανθρώπινο, που γελά, που
συγχωρεί από τη μεγάλη του αγάπη προς τον άνθρωπο, που παλεύει με τους
πειρασμούς[28] ακόμη και με τα διαβλητά πάθη της σάρκας,[29] όχι για να την εξαφανίσει, αλλά για να τη μεταμορφώσει σε πνεύμα.[30]
Ο μεγάλος συγγραφέας προσπαθεί να καταδείξει την πανηγυρική νίκη του
φωτός μέσα από την ολοκληρωτική πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από τον
Θεό Λόγο. Σε αντίθετη περίπτωση θα οδηγούμασταν σε δοκητισμό, εφόσον ο
Χριστός δεν πάλευε και δεν πονούσε, τούτο θα σήμαινε πως δεν προσέλαβε
ολοκληρωτικά τον άνθρωπο. Έτσι τον Καζαντζάκη, δεν τον απασχολεί η
αναζήτηση μιας απρόσωπης και άρα απάνθρωπης θεότητας,[31]
αλλά βρίσκεται διαρκώς σε αναζήτηση του Σαρκωθέντος Λόγου και της
συνεπακόλουθης κατά Χριστόν θέωσης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα από το έργο
του εξακολουθεί πιστά να τονίζει το στοιχείο του θεϊκού ή πιο σωστά του
θεανθρώπινου μαρτυρίου στον πανανθρώπινο αγώνα για την υπαρξιακή
λύτρωση.
Ο αληθινός Χριστός κατά τον Καζαντζάκη περπατάει και αγωνίζεται[32] μαζί με τους ανθρώπους.[33]
Στο πρότυπο Εκείνου αγωνίζονται και οι ήρωες του συγγραφέα, που
ενσαρκώνουν το πρότυπο του μαχόμενου ανθρώπου, ο οποίος παλεύει μέσα από
τον ηρωισμό, τον αγώνα και την αυτοθυσία, ώστε να οδηγηθεί στη λύτρωση
και να γίνει άγιος. Ο Χριστός στο μεγάλο Κρητικό είναι ατέρμονος ανήφορος[34] κι’ αέναο ταξίδι,[35]
ατέλειωτη αγωνία και ανοιχτή πληγή μέσα του καθώς, «Η δυαδική αυτή
υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα πάντα βαθύ ανεξερεύνητο μυστήριο· η
λαχτάρα, η τόσο ανθρώπινη, η τόσο υπεράνθρωπη, να φτάσει ο άνθρωπος ως
το Θεό -η, πιο σωστά: να επιστρέψει ο άνθρωπος στο Θεό και να ταυτιστεί
μαζί του· η νοσταλγία αυτή, η τόσο μυστική και συνάμα τόσο πραγματική,
άνοιγε μέσα μου πληγές και πηγές μεγάλες».[36] Ο
Χριστός με μια λέξη στον Καζαντζάκη είναι σταυρωμένος. Και γι’ αυτό
ακριβώς αναστημένος. Στη σκέψη του Καζαντζάκη για να αναστηθείς, πρέπει
πρώτα να σταυρωθείς κατά το πρότυπο του Χριστού καθώς: «Κάθε
άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό του κι
ανεβαίνει το Γολγοθά του. Πολλοί, οι πιο πολλοί, φτάνουν στο πρώτο, στο
δεύτερο σκαλοπάτι, λαχανιάζουν, σωριάζονται στη μέση της πορείας και δε
φτάνουν στην κορφή του Γολγοθά -θέλω να πω στην κορφή του χρέους τους-
να σταυρωθούν, ν’ αναστηθούν, και να σώσουν την ψυχή τους. Λιποψυχούν,
φοβούνται να σταυρωθούν, και δεν ξέρουν πως η σταύρωση είναι ο μόνος
δρόμος της ανάστασης. Άλλον δεν έχει...».[37]
Ζώσα
πραγματικότητα η αληθινή αγωνία του, που προκαλεί μεγάλη συγκίνηση στον
αναγνώστη, όπως στο πιο αμφιλεγόμενο βιβλίο του, στο βιβλίο που
παρερμηνεύτηκε σκοπίμως ή δεν κατανοήθηκε στην ολότητά του. Το βιβλίο
που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, παρά τις αληθινές προθέσεις του
συγγραφέα[38] και αποτέλεσε το μήλον της έριδος ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους πολεμίους του Καζαντζάκη, Ο Τελευταίος Πειρασμός αποτελεί ένα από τα πιο αριστουργηματικά έργα[39]
του μεγάλου συγγραφέα καθώς μέσα σ’ αυτό το έργο αποτυπώνονται με
μοναδικά αριστοτεχνικό τρόπο όλες οι υπαρξιακές αγωνίες του συγγραφέα
και κυρίως η υπαρξιακή αυτή αγωνία συνδέεται με το πρόσωπο του Χριστού.[40]
Είναι μια κραυγή αγωνίας μέσα σε μια ατμόσφαιρα ιλίγγου και έντασης,
που μας μεταφέρεται ακέραιη με την αντίσταση του ανθρώπου προς το Θεό,
μέσα από το συνεχές πάλεμα.[41]
Τον Καζαντζάκη τον απασχολεί εδώ ο τρόπος της ενώσεως των δύο φύσεων
του Χριστού, οι συνέπειες της σαρκώσεως του Λόγου για τον άνθρωπο, η
απόλυτη πρόσληψη του ανθρώπου από τον Θεό Λόγο και η ύπαρξη ή όχι
γνωμικού θελήματος στον Θεάνθρωπο. Αν και ο συγγραφέας στον πρόλογο
ακόμη του βιβλίου του μας κοινοποιεί την αληθινή του πρόθεση, παρ’ όλα
αυτά όπως προειπώθηκε το βιβλίο αυτό θεωρήθηκε αιρετικό και δυσνόητο.
Ο σκοπός του στον Τελευταίο Πειρασμό
αποτελεί η υποθετική θεώρηση της υπάρξεως ή όχι γνωμικού θελήματος στον
Χριστό, ώστε ο συγγραφέας να προσπαθήσει ν’ απαντήσει στα εναγώνια
ερωτήματα της υπάρξεως. Όλα καταλήγουν στο κορυφαίο σημείο της
Σταύρωσης. Αλλά πριν από αυτήν την κορύφωση, ενώ ο Χριστός βρίσκεται
επάνω στον Σταυρό, λιγοθυμά[42]
κι’ έχει οπτασία ότι βρίσκεται κάτω από ένα ανθισμένο δέντρο, όπου ένας
άγγελος Κυρίου, του λέει πως ο Θεός αποφάσισε τελικώς να τον σώσει,
επιτρέποντάς του ταυτοχρόνως να ζήσει μια φυσιολογική ζωή σαν όλους τους
ανθρώπους. Ο έσχατος πειρασμός τον πείθει μέσα στη λιγοθυμία του πως
όλα είναι ένα όνειρο,[43]
μια απλή παραίσθηση και τον οδηγεί στην επιλογή μιας ζωής φυσιολογικής
και ανθρώπινης, χωρίς διλήμματα, αγωνίες, μαρτύρια και σταυρούς.[44]
Στιγμιαία, ανοίγει τα μάτια του, συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται πάνω στον
Σταυρό και ότι όλα αυτά ήταν ένα όνειρο, μια αληθοφανής παραίσθηση. Ο
Χριστός νίκησε και τον τελευταίο πειρασμό[45] και σε λίγο θα σταυρωθεί και θα κατέλθει στον Άδη, στη θριαμβευτική κάθοδο της ζωής.[46]
Παντού
σ’ όλο το έργο κυριαρχεί και βασιλεύει η αμφιβολία, η ανασφάλεια και η
αγωνία. Αλλά στο τέλος μας περιμένει η πιο συγκλονιστική πραγματικότητα ή
ακριβέστερα η ομολογία της Αναστάσεως. Ουσιαστικά η τελευταία φράση του
Τελευταίου Πειρασμού:
«–Τετέλεσται! Κι ήταν σα να ’λεγε: Όλα αρχίζουν», ανατρέπει ολόκληρο το
βιβλίο και κραυγάζει παντού την Ανάσταση, την ανακαίνιση των πάντων,[47] ουσιαστικά τη λύτρωση και το θρίαμβο της ζωής.[48] Η κυριαρχία της Αναστάσεως είναι η μεγάλη ανατροπή,[49]
η ανατροπή εκείνη που καθιστά εφικτή την πραγματική ένωση κτιστού
άκτιστου, που μεταμορφώνει το θάνατο σε ζωή και κάνει τη ζωή να μοιάζει
με αληθινή επ-ανάσταση. Η ανακαίνιση των πάντων, η ζωή μέσα από το
θάνατο έρχεται σ’ ένα φαινομενικό τέλος που φαντάζει με αρχή. Με την
αρχή της ζωής μετά το θάνατο.[50] Αλλά και την αληθινή βίωση της παρούσας ζωής πριν από εκείνον.
Ο
Καζαντζάκης παλεύει ώστε ο άνθρωπος να μη σκοτώσει μέσα στην ύπαρξή του
την έκπληξη του μυστηρίου και να διαφυλάξει εντός του το θεανθρώπινο
παράδοξο. Να μη ξεχάσει την αληθινή του αποστολή, καθώς το αληθινό χρέος
του κάθε μαχόμενου ανθρώπου είναι η μίμηση του Χριστού:[51]
«Αυτό λέγεται, αντιμίλησε ο παπα-Γιάνναρος με θυμό, αυτό λέγεται, πάτερ
άγιε: ακολουθώ τ’ αχνάρια του Χριστού. Δεν έμεινε, μαθές, ο Χριστός
παρά σαράντα μέρες στην έρημο· ύστερα κατέβηκε από την κορφή της
μοναξιάς, πόνεσε, πείνασε, πάλεψε με τους ανθρώπους, σταυρώθηκε. Ποιό
’ναι λοιπόν το χρέος του αληθινού χριστιανού; Το ’πα, το ξαναλέω: ν’
ακολουθάει, απάνω στη γης, τ’ αχνάρια του Χριστού».[52]
Η
μετουσίωση του υλικού και σαρκικού στοιχείου σε πνεύμα μέσα από την
αδιάκοπη άσκηση ενός ορθόδοξου μυστικισμού, δε σημαίνει καθόλου
αποπνευμάτωση ή εξαϋλωση της ύλης, αλλά τον καθαγιασμό των αισθήσεων και
τη συνεπακόλουθη καταξίωση του ανθρώπινου σώματος.[53]
Εξάλλου ο ίδιος ο ανθρώπινος έρωτας όχι μονάχα δεν ενοχοποιείται, αλλά
αντιθέτως καθαγιάζεται από το μεγάλο συγγραφέα, καθώς είναι εκείνος που
μας οδηγεί στο θείο έρωτα αφού, «Και
τον έρωτά σου για την Κλάρα, την κόρη του άρχοντα Φαβορίνου Σκίφη, εγώ
μονάχα τον ξέρω· οι άνθρωποι θαρρούν, γιατί ’ναι φοβιτσιάρηδες, πως
αγαπούσες μονάχα την ψυχή της· μα εσύ, πρωτύτερα απ’ όλα, αγάπησες το
κορμί της· από κει κίνησες και πήρες απίδρομο· ύστερα από αγώνα και
παγίδες του πειρασμού και βοήθεια του Θεού, έφτασες στην ψυχή της· και
την αγάπησες την ψυχή αυτή, όμως χωρίς ν’ απαρνηθείς το κορμί της και
χωρίς ποτέ να το αγγίξεις. Κι όχι μονάχα δε σου στάθηκε εμπόδιο ο έρωτας
αυτός ο σαρκικός για την Κλάρα, παρά και σε βοήθησε πολύ να φτάσεις στο
Θεό· γιατί ο έρωτας αυτός σου ξεσκέπασε το μεγάλο μυστικό: με ποιον
τρόπο, με ποιον αγώνα γίνεται η σάρκα πνέμα. Μιά ’ναι η αγάπη, η ίδια
για την γυναίκα, για το γιο, για τη μάνα, για την πατρίδα, για την ιδέα,
για το Θεό· και στο πιό χαμηλό σκαλοπάτι της αγάπης να νικήσεις,
ανοίγεις το δρόμο που σε πάει στο Θεό. Πολέμησες το λοιπόν τη σάρκα, την
έριξες ανήλεα κάτω, τη ζύμωσες με το αίμα σου και με τα δάκρυα, κι
ύστερα από πολύχρονο φοβερό αγώνα την έκαμες πνέμα. Αυτό, το ίδιο, δεν
έκαμες και με τις αρετές σου όλες και με τις κακίες σου όλες; Σάρκα κι
αυτές, Κλάρα κι αυτές, και κλαίγοντας, γελώντας, σπαράζοντας, τις έκαμες
πνέμα. Αυτός είναι ο δρόμος, αυτός, άλλον δεν έχει· και πήγαινες
μπροστά, κι εγώ αγκομαχώντας σε ακολουθούσα».[54]
Ο
μεγάλος Κρητικός χτυπά την υποκρισία και το φαρισαϊσμό, καταφέροντας
ένα καίριο χτύπημα κατά του απάνθρωπου ηθικισμού που στερεί από τον
άνθρωπο την όντως ζωή.[55]
Ο κατασκευασμένος, ο ψεύτικος Χριστός του συστήματος, δικαιολογεί τα
φρικτά εγκλήματα των εξουσιαστών μέσα στην ανύπαρκτη συνείδησή τους. Ο
αληθινός Χριστός όμως αγκαλιάζει τον όλον άνθρωπο, τον πόνο και την
αγωνία του, καθώς κάθε άνθρωπος που διώκεται από το κοινωνικό
κατεστημένο συμβολίζει τον ίδιο τον Χριστό: «Μα τώρα κατάλαβα· ο Χριστός
είναι παντού, τριγυρίζει απόξω από το χωριό μας, χτυπάει την πόρτα μας,
στέκεται και ζητιανεύει απόξω από την καρδιά μας.[56]
Φτωχός, πεινασμένος, άστεγος είναι ο Χριστός στο πλούσιο τούτο
κεφαλοχώρι, όπου ζουν και βασιλεύουν οι Αγάδες, οι Λαδάδες, οι
παπα-Γρηγόρηδες. Φτωχός, κι έχει και παιδιά και πεινούνε. Ζητιανεύει,
χτυπάει τις πόρτες και τις καρδιές, και τον διώχνουν από πόρτα σε πόρτα,
από καρδιά σε καρδιά».[57]
Γι’ αυτό και η ανάγκη του επιτακτικού αγώνα για την αποκατάσταση της
κοινωνικής δικαιοσύνης και την απάλυνση του πόνου του ανθρώπου, είναι
πιο άμεση από ποτέ: «Στράφηκε στο Μανολιό: –Και δεν είναι πάντα ο
Χριστός όπως σκάλισες, Μανολιό, το πρόσωπο του μια φορά στο ξύλο:
καλόβολος, ειρηνικός, που του δίνουν μιαν μπάτσα και γυρίζει και το άλλο
του μάγουλο· είναι κι άγριος, πάει μπροστά, και πίσω του όλοι οι
αδικημένοι της γης» ή σε άλλο ενδεικτικό σημείο «“Θαρρείτε πως ήρθα να
φέρω ειρήνη στον κόσμο; Φωτιά ήρθα να βάλω στη γης, μαχαίρι κρατώ!”.
Ποιανού ’ναι τα λόγια αυτά; Του Χριστού. Αυτό ’ναι πια για μας το
πρόσωπο του Χριστού, Μανολιό!».[58]
Η
στάση του Καζαντζάκη και των ηρώων του απέναντι στο θάνατο είναι μια
στάση ηρωισμού και αδιάκοπου αγώνα, όπως άλλωστε και η στάση του έναντι
της ζωής.[59] Ο θάνατος αντιμετωπίζεται γενναία ως ανάληψη της ευθύνης εκ μέρους του ανθρώπου[60]
και μέσα από την κοινωνία με το Θεό και το συνάνθρωπο, ο άνθρωπος
οφείλει να φτάσει στο χείλος της αβύσσου για να προσεγγίσει το Θεό. Η
επίδραση που άσκησε στη ψυχή του νεαρού συγγραφέα, η εκρηκτική
προσωπικότητα του Αλέξη -κατά κόσμον Γεωργίου- Ζορμπά, έμεινε για πάντα
ανεξίτηλη. Ο Ζορμπάς που αποτελεί το alter ego του
ίδιου του συγγραφέα, σε συνδυασμό μ’ εκείνον, αποτελεί την αρμονική και
τέλεια σύνθεση σάρκας και πνεύματος, τον ιδανικό άνθρωπο. Ο ίδιος ο
συγγραφέας μας εξομολογείται: «Ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να
μη φοβούμαι τον θάνατο».[61] Κι εκείνος που δε φοβάται το θάνατο είναι εκείνος που νικάει το θάνατο,[62] ο πραγματικά ελεύθερος.[63] Όποιος δε φοβάται το θάνατο[64] είναι αθάνατος,[65] έχει νικήσει ήδη το θάνατο,[66] καθώς: «Τι θα πει λεύτερος; Αυτός που δεν φοβάται το θάνατο».[67]
Κατά
τον αείμνηστο καθηγητή Δογματικής Θεολογίας Νίκο Ματσούκα: «Όλοι οι
ήρωες του Καζαντζάκη, και φυσικά και ο ίδιος, φοβούνται δε φοβούνται το
θάνατο, “δεν υπογράφουν” δεν μπορούν να δεχτούν ότι ένα τέτοιο
καλλιτέχνημα, το ανθρώπινο πρόσωπο, χάνεται σαν πυροτέχνημα· είναι
τρομερό και άδικο».[68]
Είναι ολοφάνερο λοιπόν πως τούτη η περήφανη προοπτική αντιμετώπισης του
θανάτου στη σκέψη του Καζαντζάκη είναι παρμένη από την αντίληψη της
ορθόδοξης παράδοσης για το θάνατο. Και ο μεγάλος Κρητικός αντιμετωπίζει
όρθιος και ανυπότακτος τον θάνατο, σαν τον Ζορμπά, γι’ αυτό και τον
νικά.[69] Γιατί με την αγάπη ακόμη κι’ ο θάνατος μεταμορφώνεται σε ζωή ελευθερίας,[70] καθώς: «Για
να δώσω ένα ανώτατο πρότυπο στον αγωνιζόμενο άνθρωπο, για να δείξω πως
δεν πρέπει να φοβάται τον πόνο, τον πειρασμό και το θάνατο, γιατί όλα
αυτά μπορεί να νικηθούν, νικήθηκαν κιόλα, γράφτηκε το βιβλίο ετούτο. Ο
Χριστός πόνεσε, κι από τότε ο πόνος άγιασε· πολέμησε, ως την τελευταία
στιγμή, ο Πειρασμός να τον πλανέψει, κι ο Πειρασμός νικήθηκε· σταυρώθηκε
ο Χριστός, κι από τότε νικήθηκε ο θάνατος».[71]
Η Ανάσταση συμβολίζεται στο έργο του Καζαντζάκη -συν τοις άλλοις- με τα χελιδόνια,[72] τους προπομπούς της Άνοιξης,[73] τους φτερωτούς μαντατοφόρους της ζωής. Άλλωστε Άνοιξη της ύπαρξης δεν είναι και η Ανάσταση;[74]
Η αμυγδαλιά επίσης αποτελεί τον κατεξοχήν αναστάσιμο συμβολισμό του
Καζαντζάκη, καθώς ολόκληρο το έργο του είναι μια ολάνθιστη αμυγδαλιά που
προμηνύει την Ανάσταση.[75]
Μέσα στο μυαλό μας μένει πάντα ολοζώντανη η υπέροχη σε βάθος νοημάτων,
Θεολογία και Ποίηση, έκφραση: «“Αδερφή μυγδαλιά, μίλησέ μου για το Θεό”.
Κι η μυγδαλιά σκεπάστηκε με ανθούς».[76]
Η αμυγδαλιά, αυτός ο εξαίσιος ύμνος στη Δημιουργία, που με την άνθισή
της μας φανερώνει πως ο Θεός είναι η ζωή των όντων και η Όντως Ζωή,
συμβολίζει αναμφισβήτητα την ίδια την Ανάσταση. Και μόνο αυτή η -γεμάτη
ζωή και κατάφαση προς το θαύμα της ζωής- έκφραση να υπήρχε στο έργο του
Καζαντζάκη, θ’ αρκούσε για να μας μεταφέρει στην ποιητική ευαισθησία του
μεγάλου συγγραφέα και στη βαθιά του αγάπη προς το Δημιουργό του παντός.
Η κορυφαία αυτή έκφραση[77] φανερώνει με τον πιο όμορφο και ποιητικό τρόπο την κατάφαση της φύσης στην ύπαρξη του Θεού,[78]
το θαύμα της ζωής, την αναγωγή από το κάλλος των κτισμάτων στο
αρχέγονο, άκτιστο Κάλλος, στο Δημιουργό της πλάσης, αλλά κυρίως μαρτυρά
την πίστη και την προσδοκία της Ανάστασης.[79] Κάθε μορφή ύλης, κάθε οργανική φύση και όχι μονάχα ο άνθρωπος, ανήκει στο σώμα του Χριστού και μέσω αυτού οδηγείται στη μεταμόρφωση,[80]
κατά την οποία το σώμα μας και κατ’ επέκτασιν όλη η ανθρωπότητα
μεταμορφώνεται σε θεωμένη φύση, σε μια πραγματικότητα, κατά την οποία «ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός».[81] Ο Θεός ολάκερος βρίσκεται μέσα στη Κτίση, μέσα στα πάντα αποτελώντας την αρχή και το τέλος, τη γένεση και την κίνηση των όντων.[82] Η
Θεολογία της Κτίσεως που εκφράζεται με τούτη την πολυσύνθετη σκέψη του
Καζαντζάκη, μα και η βαθιά πίστη στην Ανάσταση μας εισάγουν σ’ ένα κλίμα
μυσταγωγίας, στην ατμόσφαιρα μιας καρδιάς γεμάτης ευαισθησία που
ανάγεται από το κάλλος των κτισμάτων προς το Θεό Δημιουργό. Οι εικόνες
αυτές που είναι παρμένες από την Κτίση, συναντώται και στη σκέψη του
αγίου Μαξίμου του Ομολογητού περί θεώρησης ολόκληρης της κτίσεως ως
Εκκλησίας, μα και άλλων κορυφαίων Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Για
τον Καζαντζάκη, ένα από τα κατεξοχήν πρότυπα κατά του θανάτου, υπήρξε
και ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, τον οποίο αγαπά πολύ, καθώς τον
θεωρεί ως το κατεξοχήν ανθρωπολογικό πρότυπο[83] του μαχόμενου και αγωνιζόμενου ανθρώπου[84] και κυρίως ως το φωτεινό πρότυπο της ζωής και της Ανάστασης. Η αγάπη του αγίου Φραγκίσκου για την Κτίση ως δημιουργία του Θεού είναι τόσο μεγάλη, που αγκαλιάζει ακόμη και τους δαίμονες[85] καθώς η πορεία για την τελείωση[86] αφορά ακόμη και αυτά τα εκπεσόντα δημιουργήματα του Θεού.[87] Στο Φτωχούλη του Θεού βλέπουμε πως:
«Ένα θεριό άσκημο, αιμοβόρο είναι ο Σατανάς, μα αν τον φιλήσεις στο
στόμα ξαναγίνεται αρχάγγελος! Αυτό ’ναι η τέλεια αγάπη!».[88]
Η αγάπη αυτή μπορεί να μεταμορφώσει οντολογικά ακόμη και τον εκπεσόντα
άγγελο: «Ο Εωσφόρος θα μετουσιώσει το φοβερό σκοτάδι του σε φως!».[89]
Το φιλί της αγάπης που δύναται να μεταμορφώσει ακόμη και τον Εωσφόρο
δεν είναι διόλου ξεκομμένο από την ορθόδοξη παράδοση αφού: «Και
το φίλημα στο στόμα -πρόκειται για το προσφιλές θέμα στο Νίκο
Καζαντζάκη- είναι μια συμβολική πράξη σαρκωμένη στην ορθόδοξη παράδοση·
πρόκειται για πράξη ζωής και συνάμα για δυνατό σύμβολο».[90]
Σ’
αυτή την αναστάσιμη προοπτική, άκρως ενδιαφέρουσα είναι η αλληλογραφία
του συγγραφέα με έναν κριτικό λογοτεχνίας που χαρακτηρίζει τον συγγραφέα
ως «μεγάλο απελπισμένο». Στην άκρως ενδιαφέρουσα αυτή επιστολή,
συναντούμε και πάλι τη βαθιά θεολογική σκέψη του μεγάλου συγγραφέα: «Γι’
αυτό καθόλου δε θα Σας γράψω για το πρόβλημα Κ. Ένα μονάχα, ήθελα πολύ
να σας παρακαλέσω να προσέξετε, γιατί είναι βασικό. Γράφετε ο Κ. είναι
ένας απελπισμένος. Αυτό είναι απόλυτα λανθασμένο. Ο σταβρομένος ΧC
(δηλ. ο σταβρομένος άρτιος άνθρωπος) τη στιγμή που σταβρόνεται νιώθει
ανεκλάλητη χαρά γιατί ξέρει πως η στάβροση είναι ο μόνος δρόμος
ανάστασης. Ανασταίνεται κι εκείνος που σταβρόνεται, γιατί ξέρει πως
μονάχα με τη στάβροση σώζονται, δικαιώνονται όλοι οι αγώνες! Για κείνους
που τον βλέπουν σταβρομένο, γιατί μονάχα έτσι, σταβρομένος, μπαίνει
στην καρδιά τους ως πρότυπο. Ο θάνατος εδώ είναι η αποκορύφωση της ζωής,
γιατί μονάχα με τέτοιον θάνατο η πρόσκαιρη ζωή μετουσιώνεται σε
αθανασία. Ο ΧC
ήξερε πως, αν δε σταβρόνοταν, το μήνυμά του γρήγορα θα χάνουνταν. Γι’
αυτό, όταν σταβρόνεται, νιώθει ανεκλάλητη χαρά, γιατί ξέρει τώρα πως
θανάτω τον θάνατον ενίκησε. (Αυτό είναι όλο το θέμα του «Τελευταίου
Πειρασμού»). Σας παρακαλώ αγαπητέ φίλε, προσέξτε πολύ αφτό το σημείο·
είναι η μεγαλύτερη παρεξήγηση που γίνεται στο έργο και στη ζωή μου· δεν
ξέρω πώς να εκφραστώ για να γίνω νοητός· μα βαθιά ζω τούτο: μονάχα πέρα
από την απόλυτη απελπισία βρίσκεται η πόρτα της απόλυτης ελπίδας.
Αλοίμονο σε αφτόν που δεν μπόρεσε ν’ ανέβει το φοβερό σκαλοπάτι που
βρίσκεται απάνω από την άκρα απελπισία, αφτός αναγκαστικά είναι
αγιάτρεφτα απελπισμένος. Ο άλος αφτός που μπόρεσε ν’ ανέβει το
σκαλοπάτι, αφτός μονάχα ξέρει τι θα πει απόρθητη χαρά κι αθανασία».[91]
Ας μεταβούμε όμως σ’ ένα ακόμη, πλούσιο θεολογικών νοημάτων, κορυφαίο έργο του. Στην Ασκητική. Η κυρίαρχη έκφραση της Ασκητικής
είναι αναμφισβήτητα η φράση που υπάρχει στην επιτύμβια στήλη του
μεγάλου συγγραφέα: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι
λέφτερος!».[92]
Η θρυλική αυτή ρήση του Καζαντζάκη θεωρήθηκε βουδιστική, ξένη προς τη
δική μας ορθόδοξη παράδοση, ακόμη και ως η μεγαλύτερη απόδειξη για τον
υποτιθέμενο ολικό μηδενισμό του Καζαντζάκη. Οι περισσότεροι όμως, που
διαβάζουν το επίγραμμα αυτό στον τάφο του μεγάλου Κρητικού, μένουν σε
μια ρηχή, επιφανειακή ερμηνεία, αγνοώντας πως σ’ αυτά τα λόγια κρύβεται
το πεντόσταγμα της σκέψεως της καθ’ ημάς ανατολής, τουτέστιν η
πεμπτουσία της ορθόδοξης παράδοσης.[93]
Μέσα σ’ αυτή την υψιπετή σκέψη του Καζαντζάκη συναντούμε και πάλι τη
διδασκαλία των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, ενός Μαξίμου του
Ομολογητού,[94] ενός Ιωάννου του Δαμασκηνού,[95] ενός Γρηγορίου Νύσσης.[96]
Κατά
τον αείμνηστο δογματολόγο Νίκο Ματσούκα, το επίγραμμα στον τάφο του
Καζαντζάκη εκφράζει τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής των ανθρώπου: τη σχέση δούλου-Κυρίου, που χαρακτηρίζεται από το αρνητικό συναίσθημα του φόβου,[97]
τη σχέση μισθίου-εργοδότου, η οποία χαρακτηρίζεται από την προσδοκία
της ανταμοιβής και τελικώς, την τέλεια σχέση παιδιού-πατέρα, δηλαδή
πιστού και Θεού, στην οποία κυριαρχεί η έννοια της αγάπης και ο άνθρωπος
έχει φτάσει σε επίπεδο υιότητας με το Θεό Πατέρα. H
πνευματική τελείωση θα επιτευχθεί μέσα από αυτά τα τρία στάδια, αφού ο
άνθρωπος κατορθώσει να ξεπεράσει το συναίσθημα του φόβου και την ελπίδα
της ανταπόδοσης και κατανοήσει πως η σχέση του με τον Θεό δεν είναι μια
σχέση συναλλαγματική, αλλά μια κατεξοχήν ερωτική σχέση.[98]
Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ο τρόπος προσέγγισης του Θεού είναι
τριπλός, με βάση τα παραπάνω στάδια, καθώς πρέπει να υπάρχει αγάπη
αληθινή προς το Θεό,[99] ούτε φόβος,[100] ούτε συμφέρον, που είναι τα κατεξοχήν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δούλου.[101]
Πάντα κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό οι τρεις κατηγορίες των
ανθρώπων και πιο συγκεκριμένα των πιστών έχουν ως εξής: στην πρώτη
κατηγορία ανήκουν οι υιοί ή αλλιώς οι φίλοι του Θεού, στη δεύτερη οι
μισθωτοί και στην τρίτη κατηγορία οι δούλοι.[102] Για να φτάσει όμως ο άνθρωπος στο επίπεδο της υιότητας[103] οφείλει να αισθανθεί μέσα στην καρδιά του την τέλεια αγάπη[104] για το Θεό και για το συνάνθρωπο.[105]
Το δημιούργημα μόνο τότε θα έχει εκπληρώσει το σκοπό του, δηλαδή θα
έχει φτάσει από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωσιν. Μόνο αν κάποιος είναι
δούλος[106] και υπήκοος Χριστού, γίνεται και απελεύθερος Χριστού.[107] Ο Χριστός κάνει τον άνθρωπο φίλο του, εισάγοντάς τον στη Βασιλεία του.
Ο
μεγάλος Κρητικός ακόμη αναφωνεί: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι
τίποτα, είμαι λεύτερος!», «επειδή αγαπώ», θα έρχονταν να συμφωνήσουν και
να συμπληρώσουν οι Πατέρες της
Εκκλησίας μας: «Ξέρω τώρα· δεν ελπίζω τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι
από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος! Δε θέλω τίποτα άλλο.
Ζητούσα ελευτερία».[108] Ξεκινώντας
από το «Δεν ελπίζω τίποτα», συναντάμε τη σκέψη πως δεν έχω καμία ελπίδα
ανταπόδοσης, οπότε στη σχέση μου με το Θεό δεν ισχύει η σχέση
μισθίου-εργοδότη. Συνεχίζοντας με το «Δεν φοβούμαι τίποτα», φανερώνεται
πως όποιος αγαπά αληθινά το Θεό, δε φοβάται τίποτα, ούτε ακόμη κι’
Εκείνον, δηλαδή δεν υπάρχει η σχέση δούλου-Κυρίου. Και ολοκληρώνοντας με
το «Είμαι λεύτερος», μαρτυρά πως είμαι πραγματικά ελεύθερος επειδή
αγαπώ αληθινά το Θεό και γι’ αυτό είμαι ελεύθερος, επειδή για να τον
αποδεχθώ μέσα μου, για να τον αναστήσω στην καρδιά μου, θα πρέπει και να
τον αγαπήσω με όλη μου την ύπαρξη. Έτσι πραγματικά ελεύθερος, είναι ο
άνθρωπος που αγαπά το Θεό και τον άνθρωπο.
Ο
μεγάλος Κρητικός είναι ο αέναος ταξιδευτής του απείρου και στην εποχή
του κήρυξε την αρχή της αγίας αβεβαιότητας. Η αρχή της βεβαιότητας είναι
το τέλος της αγιότητας και το τέλος της βεβαιότητας είναι η αρχή κάθε
αγιότητας. Η αγιότητα που αποτελεί την κατεξοχήν έκφραση της αγίας
τρέλας του ανθρώπου προς το Θεό, δεν αίρεται από τα λάθη, αλλά
ολοκληρώνει ακόμη και μέσα από τις αστοχίες το ανθρώπινο πρόσωπο. Η αγία
ευαισθησία[109]
των ποιητών και των αφανών, των ταπεινών και των αγίων, διασώζει το
ανθρώπινο πρόσωπο καταξιώνοντάς το και οδηγώντας το στη θέωση. Η αγία
ευαισθησία ήταν και είναι πάντα η μεγάλη δύναμη της αδυναμίας μας.[110]
Μαρία Χατζηαποστόλου
Θεολόγος-Μrs Θεολογίας
Καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης
[1] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Τελευταίος Πειρασμός, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σ. 10: «Ποτέ
δεν ακολούθησα με τόσο τρόμο την αιματωμένη πορεία του στο Γολγοθά,
ποτέ δεν έζησα με τόση ένταση, με τόση κατανόηση κι αγάπη το Βίο και τα
Πάθη του Χριστού, όσο τις μέρες και τις νύχτες που έγραφα τον Τελευταίο
Πειρασμό».
[2] Πηγή: Ελευθεροτυπία, 7 Οκτωβρίου 2007, Καζαντζάκης. Πενήντα Χρόνια Μετά: Ο αφορισμός που δεν έγινε: «Το κατηγορητήριο που του απηύθυνε η Εκκλησία της Ελλάδος ήταν το εξής:"1. Διά του μυθιστορήματος Καπετάν Μιχάλης διασύρεται η Εκκλησία, διαπομπεύονται οι ιεροί αυτής θεσμοί και καθυβρίζεται το τριαδικόν του Θεού.
2. Το μυθιστόρημα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, εκτός του παραδόξου και ασεβούς τίτλου του, περιέχει διάθεσιν ασεβούς χρησιμοποιήσεως ιστορικών αληθειών του Ευαγγελίου. Εξ άλλου, διά του βιβλίου τούτου γίνεται διδασκαλία σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών θεωριών και περιυβρίζονται οι ποιμένες της Εκκλησίας.
2. Το μυθιστόρημα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, εκτός του παραδόξου και ασεβούς τίτλου του, περιέχει διάθεσιν ασεβούς χρησιμοποιήσεως ιστορικών αληθειών του Ευαγγελίου. Εξ άλλου, διά του βιβλίου τούτου γίνεται διδασκαλία σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών θεωριών και περιυβρίζονται οι ποιμένες της Εκκλησίας.
3. Ο εκδοθείς εις Γερμανίαν Τελευταίος Πειρασμός
θεωρείται βιβλίον σκανδαλώδες και επικίνδυνον διά κάθε Χριστιανόν και,
ως εκ τούτου, επιβάλλεται όπως -πάση θυσία- αποφευχθεί η εις την
Ελληνικήν μετάφρασίς του. Ειδικώτερον, αναφέρεται, ότι διά του "Τελευταίου πειρασμού"
υβρίζεται το Θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, ότι επιδιώκεται να
καταρριφθεί η θεότης Αυτού, ως και η χριστιανική ηθική. Τονίζεται, εξ
άλλου, ότι με μεγάλην φαντασιοκοπίαν και αχαλίνωτον αυθαιρεσίαν,
παραποιείται εις αυτό, η διδαχή του Ευαγγελίου, και ό,τι είναι γραμμένο
βάσει των θεωριών του Φρόυντ και του ιστορικού υλισμού.
4. Όλα τα εκδοθέντα έργα του Καζαντζάκη είναι του αυτού ασεβέστατου και αντεθνικού περιεχομένου με τα ανωτέρω βιβλία"».
4. Όλα τα εκδοθέντα έργα του Καζαντζάκη είναι του αυτού ασεβέστατου και αντεθνικού περιεχομένου με τα ανωτέρω βιβλία"».
[3] Δημητρίου Γκιώνη, Καζαντζάκης. Πενήντα χρόνια μετά. Ο αφορισμός που δεν έγινε: «Γεγονός
είναι ότι το 1954 η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την
κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του. Προηγήθηκε η παπική Εκκλησία, η
οποία, ενάμιση χρόνο νωρίτερα, είχε καταγράψει τα έργα του συγγραφέα
στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων (τον περίφημο Index), δεδομένου
ότι είχε προηγηθεί η κυκλοφορία τους στο εξωτερικό. Παράλληλα, αρκετοί
ιεράρχες επέμεναν στον αφορισμό του. Τελικά, ούτε απαγόρευση έγινε ούτε
αφορισμός. Και αυτό γιατί ο Καζαντζάκης είχε ένθερμους υποστηριχτές
(και) από τον λεγόμενο συντηρητικό τύπο (με επικεφαλής την Καθημερινή, η οποία βρισκόταν στον αντίποδα της Εστίας,
που τον πολεμούσε), τον πολιτικό κόσμο (Γ. Παπανδρέου, Αλ. Σβώλος, Κ.
Μητσοτάκης, Γ. Αθανασιάδης-Νόβας κ.ά.), τον πνευματικό (Ε. Π.
Παπανούτσος, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αγ. Θέρος, Αγγ. Τερζάκης, Π.
Πρεβελάκης, Π. Χάρης, Ν. Βρεττάκος, Αν. Καραντώνης, Αιμ. Χουρμούζιος, Μ.
Πλωρίτης κ.ά.), ενώ είχε επιφανείς υποστηριχτές και στο εξωτερικό.
Σημαντικό ρόλο, κατά τον τότε εκδότη του Γιάννη Γουδέλη («Δίφρος»), είχε
παίξει η παρέμβαση της θαυμάστριάς του ψυχαναλύτριας (μαθήτριας του
Φρόιντ) πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη, συζύγου του αρμοστή της Κρήτης
πρίγκιπα Γεωργίου, στην οποία ο Καζαντζάκης είχε αφιερώσει το
μυθιστόρημά του Ο Τελευταίος Πειρασμός».
[4] Παντελή Πρεβελάκη, Νίκος Καζαντζάκης. Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας,
εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1958, σσ. 89-90: «Η ποιητική
δημιουργία είναι, για την ψυχολογία του Καζαντζάκη, μιά Έξοδος. Έξοδος
από τη φυλακή του καιρού και του τόπου, κατά τη φυσική και τη μεταφυσική
έννοια, δραπέτευση από το εξοντωτικό περιβάλλον της μετριότητας, της
νωθρότητας και του συμβιβασμού. Αυτή είναι η μοίρα των μεγάλων».
[5] Ιωάννου Κασσομενάκη, Ο Καζαντζάκης και η κοσμοθεωρία του, Athens Printing Company,
Νέα Υόρκη 1988, σ. 76: «Τα περί υπερφυσικής αποστολής του Θεανθρώπου
απουσιάζουν παντελώς. Κατά την γνώμην του λογοτέχνου, ο Θεάνθρωπος είναι
ένας απλούς άνθρωπος με όλα τα ανθρώπινα πάθη και τις ανθρώπινες
αδυναμίες και τίποτε περισσότερον».
[6] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 17.
[7] Κίμωνος Φράϊερ, Η πνευματική Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη,
εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1979, σ. 14: «Αυτός ο ατέρμονος αγώνας, μέσα από τον
οποίο ο Καζαντζάκης προσδοκούσε ότι ο άνθρωπος θα υπερβεί τους φυσικούς
περιορισμούς του, χαρακτήριζε, όπως είναι γνωστό, όλη την ύπαρξή του,
τόσο σαν ανθρώπου όσο και σαν συγγραφέα, χαρακτηριστικό που γίνεται
αμέσως βαθιά αισθητό από τους αναγνώστες του».
[8] Γιάννη Γουδέλη, Ο Καζαντζάκης ξανασταυρώνεται,
εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1987, σ. 369: «Το Χριστό δε θα τον ιδεί μόνον σαν
Πνεύμα, μα και σαν Σώμα κι αυτό το Σώμα θα επιχειρήσει να το περάσει από
τις δικές του ακτίνες Χ. Τελικά μπορούμε ίσως να πούμε, ότι η
ακτινοβολία του Χριστού τον προσέβαλε, όπως την Μαρία Κιουρί το ράδιο,
που η ίδια είχε ανακαλύψει. Ο Καζαντζάκης θα ομολογήσει στα ύστερά του,
πως ξεγλίτωσε από το ηλεκτρικό πεδίο του Μύστη, όχι με το "Χριστός
ξανασταυρώνεται", αλλά με τον "Τελευταίο Πειρασμό". Η Τραγωδία "Χριστός"
αρχίζει μετά τα Πάθη και την Ανάσταση της Καινής Διαθήκης. Τότε τον
βλέπουν, "νοῦς ὅρα καί νοῦς βλέπει", οι μαθητές κι ο περίγυρός του, τον
θωρούν με τη ματιά του Κρητικού ποιητή!».
[9] Έλλης Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος,
εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2004, σ. 86: «Η μορφή του Χριστού άσκησε επάνω
του τεράστια επίδραση και σαν ηγετική φυσιογνωμία και στο συγγραφικό του
έργο. Αργότερα θα δούμε πως γράφει τραγωδία με ήρωα τον Χριστό, του
αφιερώνει κάντο και δύο μυθιστορήματα: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο Τελευταίος Πειρασμός, λίγα χρόνια προτού πεθάνει».
[10] Νίκου Καζαντζάκη, Οδύσσεια,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1967, Ραψωδία Φ΄, στ. 1165-1166, σ. 779: «Κι
ακούστη πάλε η σιγανή φωνή πικροπαραπονιάρα: "Τόσον καιρό, αδερφέ, μαζί σου ζω κι ακόμα δε με νιώθεις!"».
[11] Νίκου Καζαντζάκη, Οδύσσεια,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1967, Ραψωδία Φ΄, στ. 1130-1134, σ. 788: «Κι
ένας λιγνός λιγνός απάρθενος, με λάβρα αλαφομάτια, τα κοντυλάτα χέρια
σήκωσε χέρια σήκωσε στον ουρανό και κάνει: "Ευλογημένη η χάρη του Θεού,
του αθάνατου Πατέρα! Αυτός με την αγάπη του έπλασε τη θάλασσα, τα ψάρια,
αυτός ξεχείλισε τα δίχτυα μας και φράθηκε η καρδιά μας·"». Στην Οδύσσεια
συναντάται ο Χριστός ως η προσωποποίηση της αγάπης του Θεού Πατέρα,
όπως και η πίστη στην Ανάσταση μέσα από την καταξίωση του ανθρώπινου
σώματος. Βλ. Κίμωνος Φράϊερ, Η πνευματική Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη,
εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1979, σ. 47: «Μια μέρα συναντά κάποιους νέγρους
ψαράδες που άδειαζαν το δίχτυ τους. Ανάμεσά τους ακούει ένα νεαρό ψαρά
να μιλά για τον αιώνιο Πατέρα, ο οποίος είναι η Αγάπη, και για τη γη,
σαν ένα μονοπάτι που οδηγεί στον Ουρανό. Ένας άλλος ψαράς αποκρίνεται
ότι αυτά είναι ανοησίες, φαντασιώσεις, ότι η αδικία κυβερνάει τον κόσμο
και όχι η αγάπη, ότι θριαμβεύει όχι το καλό, αλλά το κακό. Το αγόρι του
απαντά ήρεμα ότι αν κάποιος τον χτυπήσει στο ένα μάγουλο, αυτός πρέπει
να του γυρίσει και το άλλο. Ο Οδυσσέας είναι βέβαιος ότι ακόμη κι αυτό
το ευαίσθητο αγοράκι θα υπερασπιστεί τον εαυτό του, αν κάποιος
προσπαθήσει να το χτυπήσει. Και του δίνει, λοιπόν, ένα γερό χαστούκι στο
μάγουλο. Με έκπληξη του όμως βλέπει ότι αυτό το αγόρι του στρέφει με
άκρα ταπεινότητα και το άλλο μάγουλο. Ο Οδυσσέας τρομοκρατείται από αυτή
τη νέα επανασταστική ιδέα, την ιδέα, δηλαδή, ότι μπορεί κανείς να
ανταποδίδει το κακό με το καλό, το μίσος με την αγάπη. Κάθονται και οι
δυό στην ακρογιαλιά, ο Οδυσσέας κι ο νέγρος Ιησούς Χριστός και συζητούν
όλη τη νύχτα. Ο Οδυσσέας υποστηρίζει ότι πρέπει κανείς ν’ ακολουθεί το
δρόμο του πολέμου και της μάχης, κι ο νεαρός νέγρος το δρόμο της αγάπης
και της ειρήνης για να φθάσει κανείς σ’ ένα έσχατο βασίλειο, όπου ο
άνθρωπος και ο Θεός θα γίνουν πάλι Ένα. Ο Οδυσσέας απαντά ότι ακόμα κι
αυτός ο Ένας είναι κενός αέρας. Ο μικρός νέγρος επιμένει ότι μόνο αυτό
το τελικό Ένα είναι αληθινό. Ο Οδυσσέας τον κατηγορεί ότι αγαπά μονάχα
την ψυχή του ανθρώπου, ενώ αυτός αγαπά και τη σάρκα του, τη δυσωδία του,
τη γη, ακόμα και το θάνατο. Αρνιέται ότι η ψυχή έχει κάποια αξία χωρίς
το σώμα, γιατί πρέπει να διαμορφώσει και να αποκαθάρει τον εαυτό της
μέσα και διαμέσου του σώματος. Οι δυό σύντροφοι χωρίζονται αγαπημένοι
την αυγή».
[12] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 123: «Σώπασα· από τα παιδικά μου
χρόνια το πρόσωπο του Χριστού είχε απάνω μου απερίγραφτη γοητεία. Τον
παρακολουθούσα στα κονίσματα να γεννιέται, να γίνεται δώδεκα χρονών, να
στέκεται σε μια βάρκα, να σηκώνει το χέρι του κι η θάλασσα να γαληνεύει·
κι ύστερα να τον δέρνουν, να τον σταυρώνουν, να φωνάζει απάνω στο
σταυρό: "Πατέρα, πατέρα, γιατί με παράτησες;". Κι ύστερα, ένα καλό πρωί,
να τινάζεται από το μνήμα και ν’ ανεβαίνει, κρατώντας μιάν άσπρη
σημαία, στον ουρανό… Τον έβλεπα, και δέρνουμουν κι ανασταίνουμουν μαζί
του. Κι όταν διάβαζα το Βαγγέλιο, τα παλιά παραμύθια ζωντάνευαν, κι η
ψυχή του ανθρώπου μου φαίνουνταν ένα άγριο θεριό που κοιμόταν και
μούγκριζε στον ύπνο του -κι άξαφνα ανοίγουνταν οι ουρανοί και κατέβαινε ο
Χριστός, τη φιλούσε, κι αυτή αναστέναζε γλυκά, ξυπνούσε και γίνουνταν
πάλι πεντάμορφη βασιλοπούλα». Βλ. Νικηφόρου Βρεττάκου, Νίκος Καζαντζάκης. Η αγωνία και το έργο του,
εκδ. Π. Σύψας - Χρ. Σιαμαντάς, Αθήνα, σ. 585: «Η μορφή του Χριστού,
περισσότερο από κάθε άλλη, απασχόλησε ως το τέλος της ζωής του τον
Καζαντζάκη. Αυτή η σύζευξη του ανθρώπινου και του θείου, αποτέλεσε τον
πυρήνα του φιλοσοφικού του προβλήματος και τον απασχόλησε με διάφορες
μορφές. Η αποκάλυψη ή η νίκη του δεύτερου, -του θείου- θα συνεπάγονταν
το ξεπέρασμα της ύλης και του θανάτου, τη λύτρωση από το φόβο, την
αποδέσμευση από το χρόνο. Το πνεύμα παλεύει με τη σάρκα, ο Θεός με την
ύλη. Το νόημα της ζωής και το νόημα της φύσης βρίσκονται μέσα σ’ αυτόν
τον αγώνα. Πραγματικά προβλήματα για ένα μεγάλο πνεύμα, είναι εκείνα που
βρίσκονται πέρα από τον άνθρωπο».
[13] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 298: «Από μικρό παιδί, από την
εποχή που διάβαζα στην αυλή του πατρικού σπιτιού τα συναξάρια των αγίων,
μ’ έκαιγε η λαχτάρα να πατήσω τα χώματα ετούτα, που τώρα πατώ, και τις
πέτρες που πάτησε ο Χριστός και ν’ ακούσω τη φωνή του. Είχα πάντα ένα
λόγο να του πω, δε θα με λυπηθεί; θ’ απαντήσει! Ο κόσμος κυλάει και
μεταλλάζει ρωτήματα, αγωνίες, δαιμόνους· μπορεί λοιπόν να ’χει ο Χριστός
έναν καινούριο λόγο να πει που να γειάνει τις καινούργιες πληγές· να
δώσει ένα καινούριο πρόσωπο, πιο αντρίκειο, στην αγάπη».
[14] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σσ. 86-87: «Πούλησα στους φίλους μου
όλα μου τα παιχνίδια κι αγόρασα λαϊκές φυλλάδες βίους των αγίων».
[15] Νίκου Ματσούκα, Η ελληνική παράδοση στον Νίκο Καζαντζάκη,
εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1989, σ.55: «Έτσι διαρκώς τον απασχολούν και
τον τυραννούν τα μεγάλα -μα σ’ όλα τα μικρά πράγματα αναφερόμενα-
μεταφυσικά ερωτήματα: Θεός, θάνατος, αγάπη. Για το Θεό, όσο ξέρω, δεν
υπάρχει άλλος Νεοέλληνας συγγραφέας που να κάνει τόσο πολύ λόγο όσο ο
Καζαντζάκης». Βλ. Γεωργίου Ι. Παναγιωτάκη, Νίκος Καζαντζάκης. Η μορφή και το έργο του,
Κρήτη 2001, σσ. 274-275: «Ο Κων/νος Τσάτσος λέει σχετικά: "Από τους
σύγχρονους Έλληνες λόγιους και ποιητές, ο θρησκευτικότερος είναι ο
Καζαντζάκης. Χωρίς να είναι αυτό που λένε θρησκευόμενος, είναι ο μόνος
που, παλεύοντας αδιάκοπα με το θρησκευτικό πρόβλημα, αγωνιά να βρει το
Θεό του". Ο γνωστός επίσης λογοτέχνης Πέτρος Χάρης γράφει: "Δεν ξέρω
άλλον Έλληνα λογοτέχνη, που να έδωσε στο έργο του τόση θέση στο Θεό, στο
Χριστό, στις δυνάμεις τ’ ουρανού. Ούτε αυτός ο Παπαδιαμάντης, ο
θεοφοβούμενος, δεν έχει τόσο συχνά και τόσο κοντά του το Θεό". Οι
άνθρωποι αυτοί με το ψηλό πνευματικό διαμέτρημα είναι από ’κείνους που
ακολουθούν τις συμβουλές του Καζαντζάκη, όπως ο ίδιος τις περιγράφει στο
"Ταξιδεύοντας. Ρουσία". "Πριν ν’ αρχίσεις να διαβάζεις, να ’χεις στο
νου σου τούτο: Τις λέξεις που μεταχειρίζουμαι να τις δέχεσαι σαν ύλη
-δηλαδή σκληρό κουκούτσι που κλείνει μέσα του εκρηκτικές δυνάμες. Τη
κάθε λέξη, για να βρεις τι θέλω να πω, πρέπει να την αφήνεις να κάνει
έκρηξη μέσα σου και να λευτερώνει έτσι την ψυχή που φυλακίζει. Αλλιώς
συνεννόηση δεν υπάρχει. Σύντριψε τη λέξη, λευτέρωσε τη μέσα της
συμπυκνωμένη δύναμη και τότε θα νιώσεις και συ αναγνώστη…"».
[16] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σσ. 95-96: «Λίγα πράγματα καταλάβαινα
από τα καινούρια τούτα συναξάρια, μα καταστάλαζε βαθιά στην ψυχή μου η
ουσία. Άνοιγε το μυαλό μου και γέμιζε τώρα μεσαιωνικούς πύργους και
ξωτικά τοπία και νησιά μυστηριώδη που μύριζαν μοσκοκάρφι και κανέλα.
Έμπαιναν μέσα μου άγριοι, με κόκκινα φτερά, άναβαν πυρές, έψηναν
ανθρώπους, χόρευαν, και τα νησιά γύρα τους χαμογελούσαν σα βρέφη. Κι οι
καινούριοι ετούτοι άγιοι δε ζητιάνευαν· ό,τι ήθελαν το ’παιρναν με το
σπαθί τους· να μπορούσε, λέει, να μπει κανείς έτσι, σαν τους ιππότες
τούτους, καβαλάρης στην Παράδεισο! Ήρωας κι άγιος, να ο τέλειος
άνθρωπος, συλλογίζουμουν».
[17] Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1971, σ. 31.
[18] Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1971, σ. 79: «Η ταύτισή μας τούτη με το
Σύμπαντο γεννάει τις δυό ανώτατες αρετές της ηθικής μας: την ευθύνη και
τη θυσία».
[19] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 16: «Μια λέξη πάντα, σε όλη μου τη
ζωή, με τυραννούσε και με μαστίγωνε· η λέξη Ανήφορος· τον ανήφορο αυτόν
θα ’θελα εδώ, με αλήθεια μαζί και φαντασία, να παραστήσω· και τις
κόκκινες πατημασιές που αφήκε το ανηφόρισμά μου».
[20] Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1971, σ. 79: «Μέσα μας, μέσα στον άνθρωπο,
μέσα στα σκοτεινά πλήθη, χρέος έχουμε να βοηθήσουμε το Θεό, που
πλαντάει, να λευτερωθεί».
[21] Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1971, σ. 79: «Κάθε στιγμή πρέπει να ’μαστε έτοιμοι για χάρη του να δώσουμε τη ζωή μας».
[22] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σσ. 89-90: «Μια μέρα που διάβασα το
συναξάρι του Άι-Γιάννη του Καλυβίτη, πετάχτηκα απάνω, πήρα την απόφαση:
"Θα πάω στο Άγιον Όρος ν’ αγιάσω!". Και χωρίς να στραφώ να δω τη μητέρα
μου -έτσι έκαμε κι ο Άι-Γιάννης ο Καλυβίτης- δρασκέλισα το κατώφλι,
βγήκα στο δρόμο. Πήρα τα πιο απόμερα σοκάκια, έφτασα στο λιμάνι· έτρεχα,
φοβόμουν μη με δει κανένας θείος και με γυρίσει πίσω. Ζύγωσα το πρώτο
καΐκι που ετοιμάζονταν να σαλπάρει· ένας ηλιοκαρβουρντισμένος θαλασσινός
έσκυβε στο σιδερένιο κάβο και μάχουνταν να λύσει το παλαμάρι. Έτρεμα
από τη συγκίνηση, τον ζύγωσα: – Θες να με πάρεις μαζί σου στο καΐκι,
καπετάνιο; – Πού θες να πας; – Στο Άγιον Όρος. – Πού; Στο Άγιον Όρος; Τι
να κάμεις; – Ν’ αγιάσω! Ο καραβοκύρης ξέσπασε στα γέλια· χτύπησε τα
παλαμάκια, σα να ’διωχνε κοτόπουλο. – Σπίτι! Σπίτι! φώναξε. Πήρα δρόμο,
γύρισα σπίτι ντροπιασμένος. Χώθηκα κάτω από τον καναπέ και δε μολόησα
κανενός τίποτα· σήμερα πρώτη φορά το ξομολογιέμαι. Η πρώτη μου απόπειρα
να γίνω άγιος απέτυχε».
[23] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 87: «Να ’σαι σκληρός, υπομονετικός,
να καταφρονάς την ευτυχία, να μη φοβάσαι το θάνατο, να ζητάς πέρα από
τη γης ετούτη το υπέρτατο αγαθό, να ποια φωνή ανέβαινε ακατάλυτα από τις
λαϊκές ετούτες φυλλάδες και δασκάλευε την παιδική καρδιά μου· και
συνάμα δίψα σφοδρή για φυγές κρυφές, για ταξίδια μακρινά, για
περιπλάνησες γεμάτες μαρτύριο».
[24] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 86: «Η πρώτη μου λαχτάρα στάθηκε η
λευτεριά· η δεύτερη, που κρυφά μέσα μου ακόμα αποκρατάει και με
βασανίζει, η δίψα της αγιοσύνης. Ήρωας συνάμα κι άγιος, να το αποπάνω
μου, στο γαλάζο αγέρα, το πρότυπο ετούτο».
[25] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Βραχόκηπος,
εκδ. Καζαντζάκη, Λευκωσία 1981, σ. 217: «Παραδόθηκα σ’ αυτόν τον ρυθμό,
παραμέρισα το μικρόν ερωτικό πόνο μου κι άφησα να παρασυρθώ προς το
μεγάλον Έρωτα, το μόνον άξιον για μιαν ψυχή που σέβεται τον εαυτό της».
[26]
Την ανυπότακτη σκέψη του Καζαντζάκη, δεν μπορούμε να την ορίσουμε ως
«χριστολογία» γιατί ο όρος αυτός αφορά κυρίως τη δογματική διδασκαλία
περί Χριστού της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ η σκέψη του Καζαντζάκη δεν
κλείνεται ποτέ σε συστηματικά πλαίσια.
[27] Παναγιώτη Υφαντή, Η θεολογία του Φραγκίσκου της Ασίζης. Ορθόδοξη κριτική προσέγγιση,
διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 99: «Ο Φραγκίσκος, όπως στο
Θεό Πατέρα ανιχνεύει την απρόσιτη όψη της θεότητας, στο πρόσωπο του
Ιησού Χριστού διακρίνει την προσιτή και οικεία στον άνθρωπο εικόνα της
θεότητας. Κατ’ αυτόν, ο Χριστός αποτελεί την οδό, δια της οποίας ο
άνθρωπος δύναται να πορευθεί προς τον Θεό Πατέρα. Για το λόγο αυτό, η
πίστη στη θεία φύση του Χριστού, στα πλαίσια των φραγκισκανικών πηγών,
εκδηλώνεται κυρίως ως διακήρυξη της υικής σχέσης του Χριστού προς τον
ουράνιο Πατέρα, μια σχέση που θεμελιώνει τη δυνατότητα του ανθρώπου να
φτάσει στο Θεό μέσα από την οδό που ανοίγει ο Χριστός με τη ζωή Του».
[28] Νίκου Ματσούκα, Η ελληνική παράδοση στον Νίκο Καζαντζάκη, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 45-46: «Στο μυθιστόρημά του, Ο τελευταίος πειρασμός,
που επικρίθηκε τόσο άδικα και αβάσιμα, ενώ πλάθει μερικές εικόνες στις
διηγήσεις του και στηρίζεται σε κάποιες σύγχρονες έρευνες της βιβλικής
επιστήμης, είναι καθαρά παραδοσιακός στην περιγραφή και το χαρακτηρισμό
των πειρασμών. Καταρχήν στηρίζεται στις ευαγγελικές διηγήσεις για τους
πειρασμούς που δέχτηκε ο Χριστός από το Σατανά, τόσο στην έρημο όσο και
πάνω στο σταυρό. Αλλάζει μόνο την εικόνα και το περιεχόμενο του
πειρασμού. Αφού ο Σατανάς όμως, κατά τη διήγηση του Ματθαίου, υπόσχεται
στο Χριστό όλα τα βασίλεια της γης, τι θα πείραζε αν ένας
μυθιστοριογράφος βάζει τον Πειραστή να ψιθυρίζει στον Εσταυρωμένο πως
άδικα θανατώνεται για έναν αχάριστο κόσμο και ότι θα μπορούσε κι αυτός
να ζήσει ως οικογενειάρχης τη συνηθισμένη ζωή όλων των "φιλόζωων"
ανθρώπων; Αλλά το ζήτημα δεν βρίσκεται στο περιεχόμενο του πειρασμού, μα
μόνο στον τρόπο που παίρνει ο πειρασμός "υπόσταση" και στην απόκρουσή
του. Και σ’ αυτά τα δυό σημεία ο Καζαντζάκης είναι βιβλικός και
παραδοσιακός. Με άλλα λόγια ο πειρασμός δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, αλλά
είναι καθαρά μια "φαντασματική" εικόνα, είδωλο και "μετασχηματισμός". Η
ορθόδοξη παράδοση των ασκητών δέχεται ότι τούτα τα "φαντάσματα" είναι
καπνός και αγέρας και φαίνονται σαν πραγματικά με την επήρεια του
Πονηρού».
[29] Ιωάννου Δαμασκηνού, Ἔκδοσις Ἀκριβῆς της Ὀρθόδοξου Πίστεως 58, PG
94, 1040D-1041A: «Καί πάλιν Ἐλθων, φησιν, εἰς τόν τόπον, εἶπε· Διψῶ.
Καί ἔδωκαν αὐτω οἶνον μετά χολῆς μεμιγμενον, καί γευσαμενος οὐκ ἤθελε
πιειν. Εἰ μέν οὔν καθο Θεός ἐδιψησε, καί γευσαμενος οὐκ ἠθέλησε πιειν,
ἐμπαθής ἄρα καί καθο Θεός· πάθος γάρ ἡ τέ δίψα καί ἡ γεῦσις. Εἰ δέ οὐ
καθο Θεός, πάντως καθο ἄνθρωπος ἐδιψησε, καί θελητικος ἤν καί καθο
ἄνθρωπος».
[30] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 27: «...κι όσο πιό πολλή σάρκα
μετουσιώνει σε αγάπη, σε παλικαριά κι ελευτερία, τόσο περισσότερο
γίνεται Γιός του Θεού».
[31]
Ο Θεός στον μεγάλο συγγραφέα δεν είναι ποτέ απρόσωπος, αλλά μονάχα ως
πρόσωπο βιώνεται εκ μέρους του ανθρώπου και μάλιστα ως εκείνο το
κατεξοχήν πρόσωπο που δεν απουσιάζει ποτέ από τη ζωή του, αλλά βιώνεται
ως συνεχής ζωντανή παρουσία. Ο Καζαντζάκης μιλά για πρόσωπο, σε μια
εποχή που η Ορθόδοξη Θεολογία δεν τολμούσε να μιλήσει ανοιχτά και να
αρθρώσει θεολογικό λόγο. Και ο καζαντζακικός λόγος για το πρόσωπο δεν
έχει επίδραση από τις ανατολικές θρησκείες, αλλά πηγάζει εξ’ ολοκλήρου
από την Ορθόδοξη παράδοση. Βλ. Νίκου Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σσ. 213-214: «Όμοια σφαλνούσε τον
καιρό τούτον τα μάτια για να δει το Χριστό και ν’ ακούσει τη φωνή του.
Διάβαζε μιά φράση από το Ευαγγέλιο, κι ύστερα σφαλνούσε τα μάτια και
συνέχιζε την πορεία. Μέσα στο δροσερό σκοτάδι ξεχώριζε καθαρά το Χριστό,
ντυμένο κάτασπρα, να οδεύει μπροστά, και πίσω οι μαθητές, κι έμπαινε κι
αυτός, κρυφά, στερνός, στη συνοδεία. – Αύριο έχουμε πολλή δουλειά,
μουρμούρισε σφαλνώντας τα μάτια, πολλή και δύσκολη- βόηθα, Χριστέ μου! –
Βόηθα, Χριστέ μου! αναστέναξε πάλι, σα να μαύλιζε και να καλνούσε το
Χριστό μέσα στη νύχτα. Κι ο Χριστός ήρθε. Κι όταν, πρι να χαράξει η
μέρα, ο Μανολιός βγήκε από τον ύπνο κι έκαμε το σταυρό του, τ’ όνειρο
στραφτάλιζε στο νου του, λαμπερό, σαν τον αυγερινό. Σα να περπατούσε,
λέει, στην άκρα μιας λίμνης καταγάλανης· βιάζουνταν· αναμέριζε τα
καλάμια και τις λυγαριές και προχωρούσε. Μα όσο προχωρούσε, τα καλάμια
κι οι λυγαριές γίνουνταν άντρες και γυναίκες, χιλιάδες, πίσω του. Αγέρας
φύσηξε κι όλοι τότε άρχισαν να φωνάζουν: "Σκοτώστε τον! Σκοτώστε τον!".
Έκαμε να φύγει, μα ένα χέρι ήρθε και του ’πιασε τον ώμο και μιά φωνή
ακούστηκε: "Πιστεύεις; – Πιστεύω, Κύριε! " αποκρίθηκε ο Μανολιός, κι
ολομεμιάς έπεσε ο αγέρας κι οι άντρες κι οι γυναίκες ξαναγίνηκαν
καλάμια. Κι ένας πλάτανος γεμάτος χελιδόνια υψώθηκε μπροστά του και
κελαηδούσε· κι απάνω του κρέμουνταν ένα κορμί και καμπάνιζε στον αγερά·
τινάχτηκε ο Μανολιός σα να ’θελε να φύγει· μα η φωνή ακούστηκε πάλι: "Μη
σταματάς, περπάτα, αυτή ’ναι η φωνή του Θεού: πάμε!"». Όσον αφορά τη
χρήση της αποφατικής γνωσιολογίας εκ μέρους του συγγραφέα, όχι απλώς δεν
υπάρχει απόρριψή της, αλλά αντιθέτως η αποφατική οδός της Θεολογίας
είναι από τα πλέον αγαπημένα του εκφραστικά μέσα, ώστε να ξεπεράσει
δυναμικά την ειδωλοποίηση του Θεού. Απλώς και μόνο το έργο της Ασκητικής,
με την εκτενή χρήση αποφατικών ονομάτων, καταρρίπτει πανηγυρικά τούτο
το επιχείρημα της απόρριψης της αποφατικής γνωσιολογίας εκ μέρους του
συγγραφέα. Βλ. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α΄. Εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία,
εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 205: «Με την κατάφαση και την
απόφαση λειτουργικά συνδεδεμένες η θεολογία δεν διατρέχει δυό μεγάλους
κινδύνους, στους οποίους έχει παγιδευτεί η δυτική θεολογική σκέψη. Ο
πρώτος κίνδυνος μπορεί να οδηγήσει τη θεολογική σκέψη σε μια μελέτη των
κτισμάτων, όπου θα επιχειρεί να εντοπίσει τον Θεό και τις ιδιότητές του.
Αλλά τότε ο Θεός θα μεταβληθεί σ’ ένα φυσικό ή μαθηματικό μέγεθος». Ο Αόρατος
λοιπόν στον Καζαντζάκη είναι το όντως πρόσωπο που έρχεται σε κοινωνία
με το ανθρώπινο πρόσωπο, καθώς ο άνθρωπος τον καθιστά ορατό με την
ελεύθερη αποδοχή του και τη διάσωση μέσα στην καρδιά του και όχι απλώς
μια απρόσωπη θεότητα. Είναι ένας Θεός ακραιφνώς και κατεξοχήν
προσωπικός. Βλ. Παναγιώτη Υφαντή, Ήρωας και συνάμα άγιος. Το ανθρωπολογικό ιδεώδες του Νίκου Καζαντζάκη και ο Φραγκίσκος της Ασίζης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2007, σσ.
128-129: «Είναι ολοφάνερο, από τα παραπάνω, ότι ο καζαντζακικός θεός,
που βιώνεται κατ’ εξοχήν ως απουσία, δεν συμπίπτει με τον προσωπικό Θεό
της χριστιανικής πίστης αλλά με μιαν απρόσωπη οντότητα αμφίβολης
ταυτότητας… Έτσι παρότι ο ίδιος ομολογεί την υπεροχή των αισθήσεων και
της εμπειρίας εις βάρος της λογικής· και παρότι είναι ανιχνεύσιμη στη
σκέψη του η επίδραση ενός γνωσιολογικού αποφατισμού, ο Καζαντζάκης σαν
νέος μύστης, αφού αναζητά μάταια τον Θεό, όχι μόνον απορρίπτει την
αποφατική γνωσιολογία, η οποία αρνείται να προσδιορίσει και να
περιορίσει τον Θεό μέσα σε λογικές κατηγορίες, αλλά, κινούμενος στην
ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, σχετικοποιεί ακόμη και τα θετικά γνωρίσματα
που αποδίδει στον Θεό η συμβατική καταφατική θεολογία. Αυτό είναι
ευεξήγητο, δεδομένου ότι στη θέση του απόντος Θεού, ο κρητικός στοχαστής
θέτει τον "Αόρατο" απρόσωπο θεό, που, εντέλει, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος ή η ανώτερη ουσία του».
[32] Νίκου Καζαντζάκη, Οι Αδερφοφάδες. – Θέλει, λέει, να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1973, σσ. 30-31: «Απρίλης, Κυριακή των
Βαγιών· τ’ Άγια Πάθη κινούσαν· απόψε έμπαινε ο Χριστός, καβάλα σε
γαϊδουράκι, στην άγρια Ιερουσαλήμ που σκοτώνει τους προφήτες. Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός θα
βροντοφωνάξει ο παπα-Γιάνναρος καλωσορίζοντας το Σωτήρα, που έμπαινε,
πικρά χαμογελώντας, στα θανατερά δίχτυα των ανθρώπων. Και θα χτυπούσε
λυπητερά την καμπάνα, να καλέσει τους χριστιανούς στην εκκλησία να δουν
τι υπόφερε και τι υποφέρει ο Θεός από τους ανθρώπους. "Δε γίνεται"
συλλογίζουνταν ο παπα-Γιάνναρος "ακόμα και τα θεριά, οι λύκοι, τα
τσακάλια, τ’ αγριογούρουνα, έχω ακουστά, τις άγιες ετούτες μέρες χωρίς
να ξέρουν το γιατί, μερώνουν μια στάλα· άνεμος χλιαρός, πονετικός
φυσάει, μεγάλη φωνή γρικιέται στον αέρα, γεμάτη αγάπη, γεμάτη πόνο, τα
θεριά δεν ξέρουν ποιός είναι αυτός που φωνάζει, μα οι άνθρωποι το
ξέρουν, είναι ο Χριστός. Γιατί, μαθές, ο Χριστός δεν κάθεται απάνω από
τα σύννεφα, σε θρόνο, όχι· παλεύει απάνω στα χώματα, πονάει κι αυτός,
αδικιέται κι αυτός και πεινάει και σταυρώνεται μαζί μας. Ακούν οι
άνθρωποι όλη τη Μεγάλη Βδομάδα την κραυγή του Χριστού που πονάει, δε
γίνεται το λοιπόν, θα πονέσει κι η καρδιά τους"».
[33] Νίκου Καζαντζάκη, Οι Αδερφοφάδες. – Θέλει, λέει, να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1973, σ. 28: «Το είπα και το ξαναλέω: ο
αληθινός Χριστός περπατάει κι αγωνίζεται και σταυρώνεται κι ανασταίνεται
μαζί με τους ανθρώπους».
[34] Γιάννη Γουδέλη, Ο Νίκος Καζαντζάκης ξανασταυρώνεται,
εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1987, σ. 95: «Ο ανήφορος άλλωστε αποτελεί κάτι σαν
σύνθημα της καζαντζακικής θεώρησης. Το ανέβασμα γίνεται συχνά ανέβασμα
στο μαρτυρικό σταυρό. Αλλά εκεί απάνω στο σταυρό ψηλώνουν οι ήρωες. Μέσα
απ’ το μαρτύριο κερδίζουν τη λύτρωση. Θα το ιδούμε καθαρότερα στον
"Τελευταίο Πειρασμό"».
[35] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 346: «Κοίταζα στο γλυκό φως του
καντηλιού την ασκητικιάν αντρίκεια μορφή του Χριστού, ξέκρινα τα
κοντυλένια χέρια του που κρατούσαν σφιχτά τον κόσμο και δεν τον άφηναν
να πέσει στο χάος κι ήξερα πως, απάνω στη γης, όσο ζούμε, τούτος δεν
είναι το λιμάνι όπου αράζεις, είναι το λιμάνι απ’ όπου ξεκινάς,
ξανοίγεσαι σε άγρια τρικυμισμένη θάλασσα και μάχεσαι ολοζωής ν’ αράξεις
στο Θεό. Δεν είναι ο Χριστός το τέλος, είναι η αρχή· δεν είναι το "Καλώς
όρισες!" είναι το "Καλό ταξίδι!". Δεν κάθεται αναπαμένος σε μαλακά
σύννεφα, θαλασσοδέρνεται κι αυτός μαζί μας, με τα μάτια στηλωμένα ψηλά
στο βορράστρι και κρατάει το τιμόνι. Γι’ αυτό μου αρέσει, γι’ αυτό θα
πάω μαζί του».
[36] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 347.
[37] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 15.
[38] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Τελευταίος Πειρασμός,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σ. 12: «Το βιβλίο τούτο δεν είναι
βιογραφία, είναι εξομολόγηση του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Δημοσιεύοντάς το
έκαμα το χρέος μου· το χρέος ενός ανθρώπου που πολύ αγωνίστηκε, πολύ
πικράθηκε στη ζωή του και πολύ έλπισε. Είμαι βέβαιος πως κάθε λεύτερος
άνθρωπος που θα διαβάσει το βιβλίο ετούτο, το γεμάτο αγάπη, θ’ αγαπήσει
περισσότερο παρά ποτέ, καλύτερα παρά ποτέ, το Χριστό».
[39] Νικηφόρου Βρεττάκου, Νίκος Καζαντζάκης. Η αγωνία και το έργο του,
εκδ. Π. Σύψας - Χρ. Σιάμαντας, Αθήνα, σ. 713: «Ο Τελευταίος Πειρασμός
θα μείνει ασφαλώς σαν το κορυφαίο των έργων του Καζαντζάκη. Τα στοιχεία
που παράθεσα πείθουν νομίζω ως ένα σημείο, αλλά οφείλω να είπω πως το
έργο στο σύνολό του, είναι ανώτερο από κείνο που το δείχνει η ανάλυση
του. Με το βιβλίο αυτό ο συγγραφέας ολοκληρώνει την εξομολόγησή του».
[40] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 239: «Γύρα από μιάν αμετασάλευτη
μορφή, από ένα αθάνατο βορράστρι, το Χριστό, οι πιστοί στροβιλίζουν τον
ουρανό και τη γης και τους αναγκάζουν να μπουν στη δούλεψή του. Ο
Χριστός είναι η Μεγάλη Απόκριση σε όλες τις απορίες· όλα ξηγούνται,
φωτίζουνται, μπαίνουν σε τάξη, κι η ψυχή ησυχάζει. Ρωτάει, αγωνιάει,
χάνει το δρόμο του, απελπίζεται μονάχα ο άπιστος».
[41] Εύης Βουλγαράκη-Πισίνα, Η «Χριστολογία» του Νίκου Καζαντζάκη, περιοδικό Νέα Εστία, έτος 79ο, τόμος 157ος, τεύχος 1776, Μάρτιος 2005, Θρησκεία και Λογοτεχνία 2. Παραδείγματα από τη νεοελληνική λογοτεχνία,
εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σ. 407: «Λαμβάνοντας υπόψη και το
συνολικότερο έργο του Καζαντζάκη βλέπουμε και εδώ να επαναλαμβάνονται
κάποια μοτίβα, όπως η διαπάλη Θεού-ανθρώπου, η προσπάθεια για τη
μεταμόρφωση της σάρκας σε "πνέμα", η προσωπική ευθύνη και ο αδιάκοπος
αγώνας του ανθρώπου, ο έντονος πολιτικός και θρησκευτικός στοχασμός, η
θυσία ενός αθώου ως λυτρωτική του συνόλου».
[42] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Τελευταίος Πειρασμός,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σ. 460: «Και τότε, μεγαλύτερο τρόμο,
μεγαλύτερο πόνο δεν ένιωσε ο Σίμωνας ο Κυρηναίος στη ζωή του, φωνή
μεγάλη έσκισε τον αγέρα αποπάνω έως κάτω, σπαραχτικιά, όλο παράπονο: –
Ηλί… Ηλί… Δεν μπορούσε να φωνάξει άλλο, ήθελε μα δεν μπορούσε, κόπηκε η
πνοή του, έγειρε ο Σταυρωμένος το κεφάλι, και λιποθύμισε».
[43] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Τελευταίος Πειρασμός, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σσ. 462-463:
« – Όνειρο λοιπόν ο σταυρός, τα καρφιά, ο πόνος, ο ήλιος που σκοτείνιασε;
–
Όνειρο· έζησες μέσα στ’ όνειρο όλα σου τα πάθη· ανέβηκες στο σταυρό,
καρφώθηκες μέσα στ’ όνειρό σου, άνοιξαν οι πέντε πληγές στα χέρια σου,
στα πόδια σου και στην καρδιά, με τόση δύναμη, που ακόμα, κοίτα, τρέχουν
αίματα…».
[44] Γεωργίου Ι. Παναγιωτάκη, Νίκος Καζαντζάκης. Η μορφή και το έργο του,
Κρήτη 2001, σ. 191: «Η σταύρωση τελειώνει, ο αγώνας όμως δεν τελειώνει.
Εδώ βρίσκεται και η κορύφωση της δραματικότητας του έργου. Μέσα στην
πρώτη λιποθυμία του Ιησού, που έρχεται με τις φράσεις "Ηλί Ηλί",
παρουσιάζεται ο πιο ωραίος άγγελος που είδε ποτέ του με τη μορφή
πειρασμού. Είναι ο τελευταίος πειρασμός. Ο άγγελος τον κάνει και
δοκιμάζει την άλλη ζωή. Εκείνη που λαχτάρησε, αλλά δεν έζησε ποτέ, γιατί
προτίμησε να σταυρωθεί, για να σώσει τον άνθρωπο. Η σύλληψη, η
σταύρωση, τα καρφιά, ο πόνος και ο ήλιος που σκοτεινιάζει, αποτελούν
τάχα εφιαλτικό όνειρο».
[45] Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοση Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, κείμενο-μετάφραση-σχόλια Νίκου Ματσούκα,
εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 309: «Όλα λοιπόν τα πήρε, για να τα
αγιάσει. Δοκιμάστηκε με τους πειρασμούς και νίκησε, για να πραγματώσει
σε μας την νίκη και να δώσει στη φύση δύναμη για να νικά τον αντίπαλο,
ώστε η φύση που παλιότερα νικήθηκε, με όποιες προσβολές νικήθηκε, με
αυτές να νικήσει αυτόν που παλιότερα την είχε νικήσει».
[46] Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοση Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, κείμενο-μετάφραση-σχόλια Νίκου Ματσούκα,
εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 327: «Θεωμένη η ψυχή κατέβηκε στον
άδη, για να λάμψει επίσης το φως και σ’ αυτούς που βρίσκονταν κάτω από
τη γη στο σκοτάδι και στη σκιά του θανάτου, όπως για όσους διέμεναν στη
γη ανέτειλε ο ήλιος της δικαιοσύνης· για να πραγματοποιηθούν τα ίδια και
στον άδη, όπως στους κατοίκους της γης κήρυξε την ειρήνη, έδωσε την
άφεση στους σκλάβους της αμαρτίας και το φως στους τυφλούς, και έγινε
αίτιος αιώνιας σωτηρίας σε όσους πίστεψαν και έλεγχος απιστίας σε όσους
απείθησαν· "Ἴνα αὐτω κάμψη πᾶν γόνυ ἐπουράνιων καί ἐπίγειων καί
καταχθόνιων", και έτσι αφού ελευθέρωσε τους αιώνια δεμένους, πάλι
ανεχώρησε από τους νεκρούς ανοίγοντας για μας τον δρόμο της αναστάσεως».
[47] Νίκου Καζαντζάκη, Ταξιδεύοντας. Ισπανία,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1969, σ. 110: «Έτσι φαντάζουμαι το θυρωρό
του αληθινού παραδείσου, πρόσχαρο, καλόκαρδο, μ’ ένα γιασεμί στο αυτί
του, ν’ απλώνει το χέρι, να του δίνεις ένα μικρό μπαξίσι και να σου
ανοίγει την πόρτα. Και να ’ναι και μέρες, μια ή δυό φορές τη βδομάδα,
που να μπορούν κι οι φτωχοί -οι κακούργοι, οι ψεύτες, οι άτιμοι, οι
τσιγκούνηδες- να μπαίνουν μέσα δίχως πλερωμή. "Αποκατάσταση των πάντων",
όπως έλεγε ο τρυφερός και σπλαχνικός (πολύ πιο σπλαχνικός από το Θεό
του) ποιητής Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός».
[48] Μαξίμου Ομολογητού, Πευσεις καί ἀποκρίσεις καί ἐρωτήσεις,
PG 90, 796AC: «Τρεῖς ἀποκαταστάσεις οἶδεν ἡ Ἐκκλησία. Μίαν μέν, τήν
ἑκάστου κατά τόν τῆς ἀρετῆς λόγον· ἐν ᾑ ἀποκαθίσταται, τόν ἐπ’ αὐτω
λόγον τῆς ἀρετῆς ἐκπληρωσας. Δευτεραν δέ, τήν τῆς ὅλης φύσεως ἐν τῇ
ἀναστασει. Τρίτην δέ, ἡ καί μάλιστα κατακεχρηται ἐν τοίς ἑαυτοῦ λογοις ὁ
Νυσσης Γρηγόριος, ἐστιν αὐτή, ἡ τῶν ψυχικῶν δυνάμεων τή ἁμαρτία
ὑποπεσουσων, εἰς ὅπερ ἐκτισθησαν πάλιν ἀποκατάστασιν. Δεῖ γάρ, ὥσπερ τήν
ὅλην φύσιν ἐν τῇ ἀναστασει τῆς σαρκός ἀφθαρσίαν χρονω ἐλπιζομενω
ἀπολαβειν· οὕτω καί τᾶς παρατραπεισας τῆς ψυχῆς δυνάμεις, τή παρατασει
τῶν αἰώνων ἀποβαλειν τᾶς ἐντεθεισας αὐτή τῆς κακίας μνημας· καί
περασασαν τούς πάντας αἰώνας καί μή εὑρίσκουσαν στάσιν, εἰς τόν Θεό
ἐλθειν τόν μή ἔχοντα πέρας. Καί οὕτως τή ἐπιγνωσει, οὐ τή μεθεξει τῶν
ἀγαθῶν, ἀπολαβειν τᾶς δυνάμεις, καί εἰς τό ἀρχαῖον ἀποκαταστηναι, καί
δειχθηναι τόν δημιουργόν ἀναίτιόν της ἁμαρτίας».
[49] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Τελευταίος Πειρασμός, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σσ. 11-12: «Μα
κι εκεί ο αγώνας του δεν τελείωσε· απάνω στο Σταυρό τον περίμενε ο
Πειρασμός, ο Τελευταίος Πειρασμός· σε μια βίαιη αστραπή άπλωσε το πνέμα
του Πονηρού μπροστά από τα λιποθυμισμένα μάτια του Σταυρωμένου το
πλανερό όραμα μιας γαλήνιας, ευτυχισμένης ζωής· είχε πάρει, λέει, έτσι
του φάνηκε, τον εύκολο στρωτό δρόμο του ανθρώπου, είχε παντρευτεί, είχε
κάμει παιδιά, τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν οι άνθρωποι· και τώρα γέρος
πια, κάθουνταν στο κατώφλι του σπιτιού του, θυμόταν τις λαχτάρες της
νιότης του και χαμογελούσε ευχαριστημένος· τι καλά, τι φρόνιμα που έκαμε
και πήρε το δρόμο του ανθρώπου, και τι παραφροσύνη ήταν εκείνη να
θέλει, λέει, να σώσει τον κόσμο! Τι χαρά που γλίτωσε από τις κακουχίες,
το μαρτύριο και το Σταυρό. Να ποιος ήταν ο τελευταίος πειρασμός που
ήρθε, σε μιαν αστραπή, να ταράξει τις στερνές στιγμές του Σωτήρα. Μα
ολομεμιάς τίναξε ο Χριστός το κεφάλι, άνοιξε τα μάτια, είδε· όχι, όχι,
δεν πρόδωκε, δόξα σοι ο Θεός, δε λιποτάχτησε, εξετέλεσε την αποστολή που
του μπιστεύτηκε ο Θεός, δεν παντρεύτηκε, δεν έζησε ευτυχισμένος, έφτασε
στην κορυφή της θυσίας, βρίσκεται καρφωμένος απάνω στο Σταυρό. 'Εκλεισε
τα μάτια του ευτυχισμένος· και τότε ακούστηκε θριαμβευτικιά η κραυγή: "Τετέλεσται!". Δηλαδή τέλεψα το χρέος μου, σταυρώθηκα, δεν έπεσα στον πειρασμό».
[50] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Τελευταίος Πειρασμός,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σσ. 514-515: «Ένιωσε φοβερούς πόνους
στα χέρια, στα πόδια και στην καρδιά του· ξεθάμπωσαν τα μάτια του, είδε
το αγκάθινο στεφάνι, τα αίματα, το σταυρό, και μέσα στο σκοτεινιασμένον
ήλιο δυό χρυσοί χαλκάδες στραφτάλισαν και δυό σειρές κοφτερά κάτασπρα
δόντια· δροσερό περιπαιχτικό γέλιο ακούστηκε, χαλκάδες και δόντια
αφανίστηκαν· απόμεινε ο Ιησούς κρεμάμενος στον αγέρα, μόνος. Τίναξε το
κεφάλι, κι ολομεμιάς θυμήθηκε που βρίσκουνταν, ποιος ήταν και γιατί
πονούσε· άγρια αδάμαστη χαρά τον συνεπήρε· όχι, όχι δεν ήταν άναντρος,
λιποτάχτης, προδότης· όχι, όχι, ήταν καρφωμένος στο σταυρό, τίμια
στάθηκε ως το τέλος, κράτησε το λόγο του· μια αστραπή, τη στιγμή που
φώναξε "Ηλί! Ηλί! " και
λιποθύμησε, τον άρπαξε ο Πειρασμός και τον πλάνεσε· ψέματα οι χαρές, οι
παντρειές, τα παιδιά· ψέματα τα χούφταλα, ξευτελισμένα γεροντάκια, που
τον φώναζαν άναντρο, λιποτάχτη, προδότη· όλα, όλα, φαντάσματα του
Πονηρού! Ζουν και βασιλεύουν οι Μαθητές του, πήραν τις στεριές και τις
θάλασσες και διαλαλούν το Καλό Μαντάτο. Τα πάντα έγιναν όπως πρέπει,
δόξα σοι ο Θεός! Έσυρε φωνή θριαμβευτικιά: –Τετέλεσται! κι ήταν σα να ’λεγε: Όλα αρχίζουν».
[51] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Τελευταίος Πειρασμός, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σ. 10: «Πώς
να κινήσουμε κι εμείς για την ανώτατη αυτή κορφή, όπου, πρωτότοκος υιός
της σωτηρίας, έφτασε ο Χριστός -να το ανώτατο Χρέος του αγωνιζόμενου
ανθρώπου».
[52] Νίκου Καζαντζάκη, Οι Αδερφοφάδες. – Θέλει λέει να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1973, σ. 26.
[53] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Βραχόκηπος,
εκδ. Καζαντζάκη, Λευκωσία 1981, σ. 133: «Αγάπη, αγνότητα, παρθενική
δροσιά! Ο αναστημένος Ιησούς πατάει το χλωρό χορτάρι. Και το χορτάρι δε
λυγίζει κάτω από τα πόδια του, γιατί όλη του η σάρκα έγινε πνέμα. Η
Μαγδαληνή, μ’ ανοιχτά χέρια, χιμάει πίσω του· θέλει να τον αγγίξει, να
τον μυριστεί, να τον αγκαλιάσει για να πιστέψει. Είναι γυναίκα. Δεν
πιστεύει στο πνέμα. Μα Εκείνος, το αμάλαγο Πνέμα, αποτραβιέται κι
αναφωνεί μ’ ανάλαφρο φρικίασμα: "Μη μου άπτου!"».
[54] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Φτωχούλης του Θεού, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2008, σ. 19.
[55] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σ. 339: «Ο Μιχελής φούρκισε· πετάχτηκε
απάνω. – Όπως τον καταντήσατε εσείς, οι παπάδες, οι δεσποτάδες, οι
νοικοκυραίοι, ο Χριστός έγινε ένας γέρο-Λαδάς τοκογλύφος, υποκριτής,
παμπόνηρος, ψεύτης, δειλός, με τα σεντούκια γεμάτα τούρκικες κι
εγγλέζικες λίρες… Και τα κάνει πλακάκια, ο Χριστός ο δικός σας, με όλους
τους δυνατούς της γης, για να γλιτώσει το τομάρι του και το πουγγί
του!».
[56] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σ. 287: «Ο Μανολιός κατέβηκε από την
πέτρα, ζύγωσε τον παπα-Φωτή, του φίλησε το χέρι. – Γέροντά μου, είπε
δυνατά, βλέπεις, μην απελπίζεσαι· ζει ακόμα ο Χριστός, περπατάει ακόμα
στη γης, τον είδαν μερικές καρδιές και του άνοιξαν, κουράγιο!».
[57] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σ. 255.
[58] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σ. 389.
[59] Ιωάννη Βράνου, Υπόθεση Νίκου Καζαντζάκη. Τα υπέρ και τα κατά,
εκδ. Νέα Στοιχειοθετική, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 167: «Η ψυχική αντοχή
αυτού του ανθρώπου έντυσε την απαισιοδοξία με ηρωικό μανδύα και τούτο το
ηρωικό στοιχείο είναι το πιο ελκυστικό από τα στοιχεία της σύνθεσης των
έργων του. Όλα όμως τα έργα του τελειώνουν με το φάσμα του θανάτου· με
ένα ηρωικό ξεψύχισμα του πρωταγωνιστή κλείνει και η τελευταία σελίδα
όλων των βιβλίων του. Η τελευταία νότα των έργων του είναι η πικρή
διαπίστωση του αδυσώπητου θανάτου· που δεν τον δέχεται μοιρολατρικά ο
άνθρωπος, ούτε τρέπεται σε φυγή από φόβο· τον δέχεται ηρωικά. Μπορεί
κανείς να διαπιστώσει όλα τούτα ρίχνοντας μια ματιά στο τέλος των
Καπετάν Μιχάλης, Αδερφοφάδες, Τελευταίος Πειρασμός, Ο φτωχούλης του
Θεού, Οδύσσεια, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Βούδας, Ζορμπάς κλπ.».
[60] Νίκου Ματσούκα, Η ελληνική παράδοση στον Νίκο Καζαντζάκη,
εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 58: «Για το θάνατο ο Καζαντζάκης
μιλάει και σκέφτεται διαρκώς, σαν ασκητής και ερημίτης. Όλοι λένε την
κοινότοπη αλήθεια πως η ζωή είναι μικρή, και οφείλει κανείς να προλάβει
να ζήσει. Μα ο Καζαντζάκης και πολλοί ήρωες επισημαίνουν ένα χρέος·
οφείλει κανείς να εκμεταλλευτεί το λιγοστό χρόνο για να δημιουργήσει, να
γίνει "σημαντικός". Έτσι νικάει τη φθορά και το θάνατο. Ευεργέτης,
φίλος, εχθρός· ο θάνατος τα έχει όλα, είναι κι αυτός αντιφατικός. Έτσι
τον είδε και η ελληνορθόδοξη παράδοση: είναι ευεργέτης, γιατί κάνει το
κακό να μην είναι αθάνατο, και συνάμα είναι ο φοβερός εχθρός του
ανθρώπου, αυτός που εκμηδενίζει τα πρόσωπα. Όλος ο καημός είναι να
νικηθεί ο θάνατος».
[61] Νίκου Καζαντζάκη, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2007, σ. 7.
[62] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Φτωχούλης του Θεού,
εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2008, σ. 262: «Σώπασε, κοίταξε ένα ένα τους
αδερφούς πολλήν ώρα, με αγάπη· σα να πήγαιναν στον πόλεμο και δεν ήξερε
αν θα τους ξαναδεί. – Σκληρές είναι οι καρδιές των ανθρώπων, πέτρες,
είπε κι αναστέναξε· μα έχετε το Θεό μαζί σας, μη φοβάστε· και σε κάθε
διωγμό να λέτε: Ήρθαμε στον κόσμο ετούτον για να πονέσουμε, να
σκοτωθούμε και να νικήσουμε. Τι να φοβηθείτε; ποιόν να φοβηθείτε; Κανένα
δε φοβάστε· όποιος έσμιξε με το Θεό, αποχτάει τρεις μεγάλες χαρές:
παντοδυναμία χωρίς δύναμη, μεθύσι χωρίς κρασί, ζωή χωρίς θάνατο».
[63] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Βραχόκηπος,
εκδ. Καζαντζάκη, Λευκωσία 1981, σ. 205: «Το παλικάρι που δε φοβάται το
θάνατο, μήτε τη ζωή, μήτε την αμαρτία… Τέτοιοι άντρες μου αρέσουν,
τέτοιους συντρόφους ζητώ!».
[64] Νίκου Καζαντζάκη, Οι Αδερφοφάδες. – Θέλει λέει να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1973, σ. 67: «Μπήκε στο περιαύλι της
εκκλησίας, σα να του φάνηκε πως από κει είχε ακουστεί το αγκομαχητό του
ανθρώπου. Δρασκέλισε παλιούς τάφους, εδώ, στο περιαύλι, θάβουνταν, από
παλιά συνήθεια, οι παπάδες του χωριού. Εδώ είχε σκάψει κι αυτός, με τα
χέρια μου, τον τάφο, πελέκησε ταφόπετρα και χάραξε απάνω της με κεφαλαία
γράμματα, βαμμένα με κόκκινη μπογιά, τούτα τα λόγια: ΘΑΝΑΤΕ, ΔΕ ΣΕ
ΦΟΒΟΥΜΑΙ! Στάθηκε μια στιγμή πάνω από τον τάφο του ο παπα-Γιάνναρος,
χαρούμενος. "Θάνατε, δε σε φοβούμαι!" μουρμούρισε, κι ένιωσε απότομα
μέσα στο νου του πως είναι λεύτερος. Τι θα πει λεύτερος; Αυτός που δε
φοβάται το θάνατο. Χάδεψε ο παπα-Γιάνναρος τα γένια του ευχαριστημένος.
"Θεέ μου" συλλογίστηκε, "υπάρχει μεγαλύτερη χαρά στον κόσμο, να μη
φοβάσαι το θάνατο; Όχι, δεν υπάρχει"».
[65] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Τελευταίος Πειρασμός,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σ. 416: «Σύντροφοι, ετούτον ακόμα το
στερνό λόγο ήθελα απόψε να πω: Όταν βρεθείτε ομπρός σ’ ένα μνήμα
αγαπημένο, μην αρχίσετε τα κλάματα· να ’χετε πάντα στο νου σας,
παρηγοριά μεγάλη, ετούτο: Ο θάνατος είναι η πόρτα της αθανασίας· άλλη
πόρτα δεν υπάρχει· ο αγαπημένος δεν πέθανε· έγινε αθάνατος».
[66] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Τελευταίος Πειρασμός,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σ. 52: «Από πού να τους πιάσεις; Πώς
να τους βάλεις κάτω; Δε φοβούνται το θάνατο· κι όποιος δε φοβάται το
θάνατο, το ’χε συχνά διαλογιστεί ο εκατόνταρχος εδώ στην Ανατολή, όποιος
δε φοβάται το θάνατο είναι αθάνατος».
[67] Νίκου Καζαντζάκη, Οι Αδερφοφάδες. – Θέλει λέει να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1973, σ. 67.
[68] Νίκου Ματσούκα, Η ελληνική παράδοση στον Νίκο Καζαντζάκη, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 59.
[69] Ιωάννου Μαντζαρίδη, Ηθική ΙΙ,
εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 672: «Η ανάσταση δεν βρίσκεται μετά
τον θάνατο αλλά μέσα από τον θάνατο. Ο Χριστός με τον θάνατο του νίκησε
τον θάνατο και με την ανάστασή του χάρισε στον άνθρωπο την αιώνια ζωή. Ο
απλός και περιεκτικός ύμνος της αναστάσεως, "Χριστός ανέστη εκ νεκρων,
θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος",
παρουσιάζει με απαράμιλλο τρόπο το βαθύτατο ανθρωπολογικό νόημα του
θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού. Ο θάνατος καταργείται με τον
ίδιο τον θάνατο και ο διάβολος νικιέται με το ίδιο το όπλο του. Με τον
τρόπο αυτόν αποκτά ο άνθρωπος τη δυνατότητα να έρθει σε κοινωνία με τον
Θεό και να βρει την αληθινή ζωή».
[70] Νίκου Καζαντζάκη, Οδύσσεια, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1967, Ραψωδία Κ΄, στ. 1224, σ. 370: «Ως τώρα, να, που ξάφνου το ’νιωσε πως λευτεριά ’ναι ο Χάρος!».
[71] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Τελευταίος Πειρασμός, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σ. 12.
[72] Νίκου Καζαντζάκη, Οι Αδερφοφάδες. – Θέλει λέει να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1973, σσ. 158-159: «Μεγάλη Δευτέρα μεσημέρι.
Αγαπημένη μου, ζεστάθηκε ο καιρός, βγήκε σήμερα ο ήλιος, αναπετάρισε η
καρδιά μου· σήμερα είδα το πρώτο χελιδόνι. Έφτασε κι εδώ στ’ άγρια βουνά
η άνοιξη, Μαριώ μου, αναστήθηκε ο Χριστός, σαν πράσινη τρυφερή χλόη,
από το χώμα, γυρίζουν τα πουλιά που μας είχανε φύγει, σε λίγο θ’
αρχίσουν οι φωλιές να χτίζουνται. Σαν αποδημητικό πουλί κι η ελπίδα,
φεύγει, γυρίζει, ψάχνει, ξαναβρίσκει την παλιά φωλιά, την καρδιά του
ανθρώπου, και γεννάει τ’ αυγά της».
[73] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σ. 351: «–Έλα, Μιχελή μου, είπε ο
Μανολιός, να μοιραστούμε το αρχοντικό μου· τη σπηλιά πλάι στην εκκλησιά
μας· θα βρεις εκεί και τη Σταύρωση πού μου ’χεις χαρίσει, με τα
χελιδόνια».
[74] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σ. 174: «Ανέβηκαν λοιπόν σήμερα κι οι
τρεις στο βουνό, και καθένας κρατούσε και το πεσκέσι του στον άρρωστο
φίλο· ο Γιαννακός το Ευαγγελιάκι, ο Κωνσταντής ένα κουτί λουκούμια, ο
Μιχελής ένα μικρό κόνισμα, τη Σταύρωση. Ήταν παλιό πολύ, κληρονομιά της
μάνας του, και παράσταινε το Χριστό σταυρωμένο· και γύρα τριγύρα ήταν
ζωγραφισμένα χιλιάδες χελιδόνια, όχι αγγέλοι, χελιδόνια, κι είχαν
καθίσει στα μπράτσα και στην κορυφή του σταυρού, με το ραμφί ανοιγμένο,
σα να κελαηδούσαν… Κι ο σταυρός αλάκερος είχε ανθίσει, από τη ρίζα ως
την κορφή, κι είχε πετάξει τριανταφυλλένια λουλουδάκια, θαρρείς κι ήταν
μυγδαλιά ανθισμένη. Μέσα στα λουλούδια και στα πουλιά ήταν ο Χριστός
σταυρωμένος και χαμογελούσε· και στη ρίζα του σταυρού η Μαγδαληνή η
πόρνη, κανένας άλλος, και σφούγγιζε με τα ξέπλεκα μαλλιά της το αίμα που
χύνουνταν από τα πόδια του Χριστού… Ο Μανολιός κάθουνταν στο πεζούλι
απόξω από το μαντρί και τους περίμενε. Είχε λουστεί, είχε βάλει τα
κυριακάτικά του, κρατούσε την αγία προσοψίδα που ’χε σκαλίσει και
κοίταζε το στόμα του Χριστού. Πότε καταπρόσωπα, πότε το ’στριβε δεξά,
πότε ζερβά, για να χαρεί το κλάμα, τον πόνο και το χαμόγελο του Θεού. Ο
Μανολιός πήρε τα δώρα, προσκύνησε το Ευαγγέλιο, κοίταξε πολλήν ώρα τη
Σταύρωση. – Δεν είναι τούτη η Σταύρωση, είναι η Άνοιξη, μουρμούρισε».
[75] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 563: «Έμεινα ακόμα κάμποσες μέρες
βυθισμένος στην αυστηρή σιωπή της μοναξιάς· ήταν άνοιξη, κάθουμουν κάτω
από την ανθισμένη λεμονιά της αυλής κι αναμαύλιζα με χαρά ένα λόγο που
είχα ακούσει στο Άγιον Όρος: “Αδερφή μυγδαλιά, μίλησέ μου για το Θεό". Κι η μυγδαλιά σκεπάστηκε με ανθούς.
Αλήθεια, αυτός θα ’ναι ο Θεός, το κεντημένο με ανθούς, πουλιά,
ανθρώπους παραπέτασμα· δεν είναι ο κόσμος ετούτος το φόρεμά του, όπως
μια φορά θαρρούσα, είναι αυτός ο ίδιος· μορφή κι ουσία είναι ένα. Είχα
γυρίσει από το προσκύνημα μου στο Αιγαίο κρατώντας, λάφυρο ακριβό, τη
βεβαιότητα ετούτη. Ο Ζορμπάς το ’ξερε, μα δεν μπορούσε να το πει, το
χόρευε· να μπορούσα, συλλογίζουμουν, το χορόν αυτό να τον κάμω λόγο!».
[76] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 563.
[77] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σσ. 280-281: «Σαράντα μέρες
περιδιαβάζαμε το Άγιον Όρος, κι όταν, τελεύοντας πιά τον κύκλο,
ξαναγυρίζαμε, παραμονή Χριστούγεννα, στη Δάφνη να φύγουμε, το πιο
απροσδόκητο, το πιο αποφασιστικό θάμα μας περίμενε: μέσα στην καρδιά του
χειμώνα, σ’ ένα φτωχικό περβολάκι, μια μυγδαλιά ανθισμένη! Άρπαξα το
φίλο μου από το μπράτσο, του ’δειξα το ανθισμένο δέντρο. – Τυραννούσαν
την καρδιά μας, Άγγελε, είπα, σε όλο μας ετούτο το προσκύνημα, πολλά και
πολύπλοκα ρωτήματα· και τώρα, να η απάντηση! Ο φίλος μου κάρφωσε το
γαλάζο μάτι του απάνω στην ανθισμένη μυγδαλιά· έκαμε το σταυρό του, σα
να προσκυνούσε άγιο θαματουργό κόνισμα, και κάμποση ώρα έμεινε άλαλος.
Κι ύστερα, αργά: – Ένα τραγούδι, είπε, ανεβαίνει στα χείλια μου· ένα
πολύ μικρό τραγούδι, ένα χαϊκάι. Κοίταξε πάλι τη μυγδαλιά: – Είπα στη
μυγδαλιά: "Αδερφή, μίλησέ μου για το Θεό". Κι η μυγδαλιά άνθισε».
[78] Μάξιμου Ομολογητού, Περί διάφορων ἀποριῶν, PG 91, 1124B: «…μόνον τόν Θεόν ὄλον δι’ ὄλου ἐν πασιν ὀντά ἐπίστασθαι…».
[79] Μάξιμου Ομολογητού, Περί διάφορων ἀποριῶν, PG
91, 1217CD: «Πάσης οὔν γενέσεως τέ καί κινήσεως τῶν ὄντων, ἄρχη καί
τέλος ἐστιν ὁ Θεός ὡς ἐξ αὐτοῦ γεγενημενων καί δι’ αὐτοῦ κινούμενων, καί
εἰς αὐτόν τήν στάσιν ποιησομενων».
[80] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Φτωχούλης του Θεού,
εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2008, σ. 99: «Τι θάματα είναι ετούτα,
τραγουδούσε, τι φτερούγες μέσα στις λάσπες, τι Θεός στον αέρα! Όταν σε
συλλογιστούν οι κάμπιες, Κύριε, γίνουνται πεταλούδες!».
[82] Μαξίμου Ομολογητού, Περί διάφορων ἀποριῶν, PG
91, 1217C: «Ἀρχή δέ πάσης κινήσεως φυσικῆς ἐστιν ἡ τῶν κινούμενων
γένεσις, ἄρχη δέ τῆς κινούμενων γενέσεως ὁ Θεός γενεσιουργός».
[83] Παναγιώτη Υφαντή, Ήρωας και συνάμα άγιος. Το ανθρωπολογικό ιδεώδες του Νίκου Καζαντζάκη και ο Φραγκίσκος της Ασίζης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2007, σ.
255: «Το γεγονός ότι ο Καζαντζάκης, ιστορώντας το πορτρέτο ενός δυτικού
αγίου, εμπιστεύθηκε μάλλον τις αυστηρές γραμμές και τις αυγοτέμπερες
της βυζαντινής λειτουργικής τέχνης παρά τη γλυκερή δραματικότητα της
δυτικής θρησκευτικής ζωγραφικής φανερώνει ότι ο Φραγκίσκος ενέπνευσε ή
ενεργοποίησε δραστικά τα ορθόδοξα αντανακλαστικά του βιογράφου του.
Κινούμενος σ’ αυτή την ανακαινιστική προοπτική και αποφεύγοντας κάθε
είδους ηθικισμό, ο Καζαντζάκης διατυπώνει λογοτεχνικά μία από τις
βασικότερες αλήθειες της ανατολικής ανθρωπολογίας: ότι η σωτηρία ή η
απώλεια του ανθρώπου δεν εξαρτάται από την ποσότητα ή τη βαρύτητα των
αμαρτιών του, αλλά κυρίως από τη γνησιότητα και την ένταση της μετάνοιάς
του και από την αγάπη του Θεού».
[84] Γεωργίου Ι. Παναγιωτάκη, Νίκος Καζαντζάκης. Η μορφή και το έργο του,
Κρήτη 2001, σ. 177: «Ο Άγιος Φραγκίσκος πιστεύει πως δεν είναι η αρετή
εκείνη που έχει την πιο μεγάλη αξία για το χριστιανό που αγωνίζεται.
Μεγαλύτερη αξία έχει ο αγώνας και η προσπάθεια για να μετουσιώσει "την
αδιαντροπιά, την ατιμία, την απιστία, την κάκητα μέσα του και να την
κάμει αρετή"».
[85] Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Δ΄. Ο Σατανάς,
εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 216: «Η αγαθοτοπία ανακεφαλαιώνει
τα πάντα στο σώμα του Χριστού, και έτσι η Εκκλησία γίνεται κάτι μεγάλο ή
καλύτερα διευρύνεται στα όρια της κτίσης, καθώς μετέχει στη δόξα της
βασιλείας του Θεού. Και πάλι οφείλει κανείς να τονίσει ότι για το Σατανά
και τους δαίμονες τελικά δεν μένει χώρος· είναι σίγουρος ο εξαφανισμός
τους στην εσχατολογική διάσταση του μέλλοντος».
[86] Νίκου Ματσούκα, Η ελληνική παράδοση στον Νίκο Καζαντζάκη,
εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 41: «Την πορεία για μια τελείωση, στη
στράτα του ανήφορου, ο Καζαντζάκης τη βλέπει σ’ όλη την κτίση, ακόμη
και σε μια αποκατάσταση των δαιμόνων. Σ’ αυτό το σημείο είναι προφανής η
επίδραση του Ωριγένη, του Γρηγορίου Νύσσης και του Μάξιμου Ομολογητή».
[87] Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θειῶν ὀνομάτων, PG 3, 725B: «Καί οὐ παντη ἄμοιροι ἀγαθοῦ, καθ’ ὁ καί εἰσι, καί ζωσι, καί νοουσι, καί ὅλως ἐστι ἐν αὐτοις ἐφέσεως κίνησις·».
[88] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Φτωχούλης του Θεού, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2008, σ. 243.
[89] Νίκου Καζαντζάκη, Ο Φτωχούλης του Θεού, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2008, σσ. 18-19.
[90] Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Δ΄. Ο Σατανάς, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 222.
[91] Γιάννη Γουδέλη, Ο Καζαντζάκης ξανασταυρώνεται, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1987, σ. 327.
[92] Εύης Βουλγαράκη-Πισίνα, Η «Χριστολογία» του Νίκου Καζαντζάκη, περιοδικό Νέα Εστία, έτος 79ο, τόμος 157ος, τεύχος 1776, Μάρτιος 2005, Θρησκεία και Λογοτεχνία 2. Παραδείγματα από τη νεοελληνική λογοτεχνία,
εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σ. 410: «Ασφαλώς η ρήση "Δεν ελπίζω
τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος" επαναλαμβάνεται με
προγραμματική συνέπεια και συχνότητα στο έργο του, είναι εξάλλου
χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ζήτησε να χαραχτεί η παραπάνω ρήση και ως
επίγραμμα στον τάφο του, θεωρώντας προφανώς ότι εκεί συνοψίζεται το
νόημα όλης της ζωής του».
[93] Εύης Βουλγαράκη-Πισίνα, Η «Χριστολογία» του Νίκου Καζαντζάκη, περιοδικό Νέα Εστία, έτος 79ο, τόμος 157ος, τεύχος 1776, Μάρτιος 2005, Θρησκεία και Λογοτεχνία 2. Παραδείγματα από τη νεοελληνική λογοτεχνία,
εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σ. 411: «Είναι όμως η ρήση αυτή
"μηδενιστικού" χαρακτήρα, όπως έχει κατά καιρούς προταθεί; Και μπορεί
στη βάση αυτή να χαρακτηρίζεται ο Καζαντζάκης ως ο στοχαστής ενός
ηρωικού μηδενισμού; Γιατί -παρά την εργασία που έχει γίνει, ώστε να
αναζητηθούν οι προδρομικές επιδράσεις αυτής της διατύπωσης- λησμονείται
συνήθως εντελώς η Πατερική Παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας για τους
δούλους, τους μισθωτούς και τους υιούς ή ακόμα και το παλαιοδιαθηκικό
βιβλίο του Ιώβ, όπου
καταδικάζεται κάθε έννοια ανταποδοτικής θρησκευτικότητας; Μήπως η
χριστιανική θεολογία δεν προβλέπει μεν ότι "ἄρχη παιδείας φόβος Κυρίου",
αλλά στο βάθεμα της χριστιανικής ζωής τονίζει ως κυρίαρχο στοιχείο της
πίστης την έξοδο από το κλίμα του φόβου; Δεν λέγεται χαρακτηριστικά στο
Ευαγγέλιο ότι η "τέλεια ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον";».
[94] Μάξιμου Ομολογητού, Μυσταγωγία, PG
91, 709-712DA: «Πιστούς δέ καί ἐνάρετους καί γνωστικούς ἐκαλει, τούς
εἰσαγόμενους καί τούς προκόπτοντας καί τούς τέλειους, ἠγουν δούλους καί
μίσθιους καί υἱούς· τᾶς τρεῖς τάξεις τῶν σωζόμενων. Δοῦλοι γάρ εἰσι,
πιστοί, οἱ φοβω τῶν ἠπειλημενων ἐκπληροῦντες τοῦ δεσποτου τᾶς ἐντολας,
καί τοίς πιστευθεισιν εὐνοϊκῶς ἐπεργαζομενοι· μίσθιοι δέ, οἱ ποθῶ τῶν
ἐπηγγελμενων ἀγαθῶν βασταζοντες μεθ’ ὑπομονῆς τό βάρος τῆς ἡμέρας καί
τοῦ καύσωνα· τουτεστι, τήν ἔμφυτον καί συνετευγμενην τή παροῦσα ζωή ἐκ
τῆς προπατορικῆς κατάδικης θλίψιν, καί τούς ἐπ’ αὐτή ὑπέρ τῆς ἀρετῆς
πειρασμούς· καί ζωῆς ζωήν σοφως κατ’ αὐθαίρετον γνώμην ἀνταλλασοντες,
τῆς παρουσης τήν μέλλουσαν. Υἱοί δέ, οἱ μήτε φοβω τῶν ἠπειλημενων, μήτε
ποθῶ τῶν ἐπηγγελμενων, ἀλλά τροπω καί ἐξει τῆς πρός τό κάλον κατά γνώμην
τῆς ψυχῆς ροπῆς τέ καί διαθέσεως, μηδέποτε τοῦ Θεοῦ χωριζόμενοι· κατ’
ἐκεῖνον τόν υἱόν, πρός ὀνειρηται, Τέκνον, σύ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἰ, καί
τά ἐμᾶ πάντα σά ἐστι· τοῦτο κατά τήν ἐν χαριτι θέσιν ἐνδεχομένως
ὑπάρχοντες, ὅπερ ὁ Θεός κατά τήν φύσιν καί αἰτίαν καί ἐπί καί
πιστεύεται».
[95] Ιωάννου Δαμασκηνού, Πρός τούς διαβάλλοντας τᾶς ἅγιας εἰκόνας, Λόγος
Γ΄, 32, 4-10, κείμενο-μετάφραση-σχόλια, Νίκου Ματσούκα, εκδ. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 1988, σ. 352: «Καί οὗτος ὁ τρόπος τρισσος ἐστιν· ἡ γάρ κατ’
ἀγαπην λυπεῖται τίς ἡ ὡς μή ἀποτύχη τῶν τοῦ Θεοῦ εὐεργεσιῶν ἡ δεδιως τᾶς
κολάσεις. Καί ἐστιν ὁ μέν πρῶτος ἐξ εὐγνωμοσύνης καί πόθου αὐτοῦ τοῦ
Θεοῦ καί υἱικῆς διαθέσεως, ὁ δεύτερος μισθωτικῆς, ὁ δέ τρίτος δουλικῆς».
[96] Γρηγορίου Νύσσης, Περί τοῦ Βίου Μωυσέως, PG
44, 1429: «Τοῦτο γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς ἡ τελειότης, τό μή δουλοπρεπῶς
φοβω κολάσεως τοῦ κατά κακίαν βίου χωριζεσθαι· μηδέ τή τῶν μισθῶν ἐλπιδι
τό ἀγαθόν ἐνεργειν, πραγματευτικη τινι καί συναλλαγματική διαθέσει
κατεμπορευομενους τῆς ἐνάρετου ζωῆς· ἀλλ’ ὑπεριδοντας πάντων καί τῶν
ἐπαγγελιαις δι’ ἐλπίδος ἀποκειμενων, μόνον ἠγεισθαι φοβερόν, τό τῆς
φίλιάς του Θεοῦ ἐκπεσειν·».
[97] Κυριάκου Μητσοτάκη, Ο Καζαντζάκης μιλεί για Θεό, εκδ. Μίνωας, Αθήνα 1971, σ. 97: «Νίκησε το φόβο, Νίκησε την αρετή, Νίκησε την ελπίδα! Προς τι; για τί; Μη ρωτάς! Πολέμα!».
[98] Χρυσόστομου Σταμούλη, Η γυναίκα του Λωτ και η σύγχρονη Θεολογία,
εκδ. Ίνδικτος, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 179-180: «Δηλαδή, σκοπός της ζωής
δεν μοιάζει να είναι η σωτηρία, αλλά η ένωση, εξάπαντος ερωτική, άκρως
αγαπητική, με το πρόσωπο του πόθου. Η σχέση Θεού και ανθρώπου δεν είναι
ωφελιμιστική, αλλά ερωτική. Ο Θεός δεν είναι το μέσον για να φτάσει
κάποιος στη σωτηρία, είναι η ίδια η σωτηρία, και οι φίλοι Θεού το
γνωρίζουν καλά αυτό. Έτσι, αίρονται κάθε είδους μικροσκοποί και
μικροεπιδιώξεις που εκφράζονται μέσα από προσπάθειες ανακάλυψης για την
ανακάλυψη και την τελική κατάκτηση δίκην αντικειμένου. Σε μια τέτοια
διαδικασία η ανακάλυψη δεν έχει τέλος, είναι ένα συνεχές "κοντεύει",
που κινδυνεύει από την απώλεια της εκπλήξεως και τη δημιουργία απόλυτων
πεποιθήσεων. Αντίθετα, η στάση της εκπλήξεως, σημειώνει ο γέροντας,
φανερώνεται με τη διάθεση του ανθρώπου να δεχτεί "Αυτόν ως θεμελιώδη Αλήθεια", ανεξάρτητα από το γεγονός αν αυτή η οντολογική αλήθεια συμπίμπτει ή όχι με τις ιδέες που έχει ο άνθρωπος γι’ αυτήν την "Αλήθεια"».
[99] Βασιλείου Καλλιακμάνη, Από το φόβο στην αγάπη. Σπουδή και μαθητεία στη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών,
εκδ. Πουρναρά 2009, σ. 260: «Ο φόβος της τιμωρίας δεν αποτελεί
ανιδιοτελές κίνητρο για την αποβολή των παθών και την καλλιέργεια των
αρετών. Ωστόσο ο Χριστιανός δεν είναι εχθρός του Θεού. Βρίσκεται στα
στάδια του δούλου και του μισθωτού. Ως δούλος τηρεί από φόβο το θέλημα
του Θεού, ενώ ο μισθωτός ελπίζει στην αμοιβή. Με την άσκηση όμως και τη
μαθητεία στο χώρο της Εκκλησίας προάγεται στην πνευματική ζωή.
Μεταβαίνει από την πράξη στη θεωρία, από το φόβο στην αγάπη».
[100] Νίκου Καζαντζάκη, Οι Αδερφοφάδες. – Θέλει λέει να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον,
εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1973, σ. 22: «"Δεν πιστεύει στο Θεό, γι’
αυτό φοβάται το θάνατο…" συλλογίστηκε ο παπα-Γιάνναρος και πήρε πάλι
δρόμο. Περνούσε χωριά, χτυπούσε τις πόρτες, όλα είχαν παπά, έφευγε·
κρατούσε παραμάσκαλα το πετραχήλι του και το Βαγγέλιο και πήγαινε.
"Οδήγα, Χριστέ μου" έλεγε και ξανάλεγε "οδήγα, Χριστέ μου, ακλουθώ"».
[101] Ιωάννου Δαμασκηνού, Πρός τούς διαβάλλοντας τᾶς ἅγιας εἰκόνας,
Λόγος Γ΄, 32, 4-10, κείμενο-μετάφραση-σχόλια, Νίκου Ματσούκα, εκδ.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 352: «Καί οὗτος ὁ τρόπος τρισσος ἐστιν· ἡ
γάρ κατ’ ἀγαπην λυπεῖται τίς ἡ ὡς μή ἀποτύχη τῶν τοῦ Θεοῦ εὐεργεσιῶν ἡ
δεδιως τᾶς κολάσεις. Καί ἐστιν ὁ μέν πρῶτος ἐξ εὐγνωμοσύνης καί πόθου
αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ καί υἱικῆς διαθέσεως, ὁ δεύτερος μισθωτικῆς, ὁ δέ τρίτος
δουλικῆς».
[102] Ιωάννου Δαμασκηνού, Πρός τούς διαβάλλοντας τᾶς ἅγιας εἰκόνας,
Λόγος Γ΄, 32, 4-10, κείμενο-μετάφραση-σχόλια, Νίκου Ματσούκα, εκδ.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 353: «Και αυτός ο τρόπος είναι τριπλός· ή
κάποιος λυπάται από αγάπη ή για να μη χάσει τις θείες ευεργεσίες ή από
το φόβο της κόλασης. Κι έτσι ο πρώτος τρόπος γίνεται από ευγνωμοσύνη και
πόθο για τον ίδιο το Θεό και από υική διάθεση, ο δεύτερος από
συμφεροντολογικό σκοπό, και ο τρίτος από δουλικό φόβο».
[103] Ιωάννου Μαντζαρίδη, Ηθική ΙΙ,
εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 261: «Ο Χριστιανός δέχεται την
ελευθερία από τον Χριστό. Και την δέχεται ως κοινωνός του θανάτου και
της αναστάσεως του. Ταυτόχρονα όμως γίνεται συνδημιουργός της ελευθερίας
του. Η δημιουργική συμμετοχή έγκειται στον αγώνα του να αποστραφεί την
αμαρτία και να ζήσει ως αναστημένος άνθρωπος "εν καινότητι ζωής". Χωρίς
αυτόν τον αγώνα και την υπομονή εκούσιων παθημάτων από αγάπη για τον
Χριστό ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει και να συνειδητοποιήσει τον εαυτό
του ως ελεύθερο πρόσωπο. Η ηθική τελείωση συμπίπτει με την τελείωση στην
ελευθερία. Και τα στάδια της ηθικής τελειώσεως είναι στάδια τελειώσεως
στην ελευθερία. Όποιος προσεγγίζει τον Θεό ως "δούλος" ή "μισθωτός",
αγνοεί την αληθινή ελευθερία. Μόνο ο "υιός" γνωρίζει αυτήν την
ελευθερία, γι’ αυτό ονομάζεται και ελεύθερος».
[104] Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια περί αγάπης Α 71, PG 90, 976B: «Ἡ τέλεια ἀγάπη οὐ συνδιασχιζει τήν μίαν τῶν ἀνθρώπων φύσιν, ταίς διαφοροις αὐτῶν γνωμαις·».
[105] Α΄ Ιω.
4, 18: «Φόβος οὐκ ἐστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ’ ἡ τέλεια ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν
φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δέ φοβούμενος οὐ τετελειωται ἐν τῇ
ἀγάπῃ».
[106] Κατά το Μέγα Βασίλειο ο όρος δούλος δεν έχει αρνητική σημασία, αλλά εκφράζει τη σχέση των κτισμάτων με τον Κτίστη. Βλ. Μ. Βασιλείου, Κατ’ Ευνομίου 3, PG 29, 660A:
«Δυό γάρ λεγόμενων πραγμάτων, θεότητος τέ καί κτίσεως, καί δεσποτείας
καί δουλειᾶς, καί ἁγιαστικῆς δυνάμεως, καί τῆς ἁγιαζόμενης, τῆς τέ ἐκ
φύσεως ἐχουσης τήν ἀρετήν καί τῆς ἐκ προαιρέσεως κατορθούσης, ἐν ποιᾷ
μεριδι τό Πνεῦμα ταξομεν».
[107] Α΄ Κορ. 7, 22: «Ὁ γάρ ἐν Κυριῳ κληθεῖς δοῦλος ἀπελεύθερος Κυρίου ἐστιν, ὁμοίως ὁ ἐλεύθερος κληθεῖς δοῦλος ἐστιν Χριστοῦ».
[108] Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1971, σ. 25.
[109]
Η αγία ευαισθησία εκφράζεται με τον ομορφότερο τρόπο στη θεολογική
σκέψη του Γέροντος Πορφυρίου, ως εκείνη η κατεξοχήν έκφραση της
αληθινής, έμπονης και ανυπόκριτης αγάπης που χαρακτηρίζει τον αληθινό
χριστιανό. Βλ. Χρυσόστομου Σταμούλη, Η γυναίκα του Λωτ και η σύγχρονη Θεολογία, εκδ. Ίνδικτος, Θεσσαλονίκη 2008, σ.
219: «Δυναμικά προκλητική η πρόταση του Γέροντος έρχεται οπωσδήποτε να
αναστατώσει τη βεβαιότητα μιάς ύπαρξης πεζής, κλεισμένης στην εξωτερική
παρατήρηση και τον ανέξοδο σχολιασμό. Αντίθετα, η προοπτική που ανοίγει η
όραση του απόλυτου εκφραστή μιάς φιλόκαλης αισθητικής της Ορθοδοξίας
δείχνει το δρόμο τον άλλο, εξάπαντος όχι τον εύκολο, που ανοίγεται μέσα
από τη σύνδεση ευαισθησίας, αποκάλυψης και πόνου. Η αγία ευαισθησία
σχετίζεται άμεσα και λειτουργικά με τον πόνο και κατά συνέπεια με την
αποκάλυψη, διότι μόνον όποιος πονά, βλέπει. Σε μια τέτοια πορεία, η
αγάπη τίθεται στην κορυφή και φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού. "H
ψυχή του Χριστιανού", σημειώνει ο Γέρων, "πρέπει να είναι λεπτή, να
είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει
μες στα όνειρα. Να πετάει μες στ’ άπειρο, μες στ’ άστρα, μες στα
μεγαλεία του Θεού, μες στη σιωπή" και ξανά "όποιος θέλει να γίνει
χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αυτό είναι! Πρέπει να
πονάεις. Ν’ αγαπάεις και να πονάεις"». Βλ. Γέροντος Πορφυρίου
Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι,
εκδ. Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σ. 238: «Η ψυχή του Χριστιανού
πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να
πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στ’ άστρα, μες στα μεγαλεία του Θεού,
μες τη σιωπή. Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει
ποιητής. Αυτό είναι! Πρέπει να πονάεις. Να αγαπάεις και να πονάεις. Να
πονάεις γι’ αυτόν που αγαπάεις. Η αγάπη κάνει κόπο για τον αγαπημένο.
Όλη νύκτα τρέχει, αγρυπνεί, ματώνει τα πόδια, για να συναντηθεί με τον
αγαπημένο. Κάνει θυσίες, δεν λογαριάζει τίποτα, ούτε απειλές ούτε
δυσκολίες, εξαιτίας της αγάπης. Η αγάπη προς τον Χριστό είναι άλλο
πράγμα, απείρως ανώτερο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου