Ακόμη και σε μια πρώτη ματιά, το γιατί οι δρόμοι που
πήραν ο Κώστας Παπαϊωάννου και ο Παναγιώτης Κονδύλης υπήρξαν σε μεγάλο
τους τμήμα παράλληλοι, πρέπει να είναι ευδιάκριτο. Μιλώ βεβαίως για
εκείνη τη σειρά των βιογραφικών συμπτώσεων που τους συνδέουν, συμπτώσεων
που εξηγούν ώς έναν βαθμό και την εσωτερική συνάφεια του έργου τους,
και δικαιολογούν την συνεξέτασή του.
Έτσι, και οι δύο υπήρξαν γόνοι αστικών, καλλιεργημένων
οικογενειών, γεγονός που άφησε τα ίχνη του πρώτα απ’ όλα στην εδραία
ανθρωπιστική παιδεία τους. Και οι δύο ξεκινώντας θα στρατευθούν πολιτικά
στις τάξεις της ελληνικής αριστεράς και θα συμμεριστούν σε καιρούς
δύσκολους την ιστορική της μοίρα· ο Παπαϊωάννου κατά τη διάρκεια της
Κατοχής και της πρώτης εμφυλιοπολεμικής περιόδου, ο Κονδύλης στα
ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του 1960 και της δικτατορίας. Και οι δύο
θα αποστασιοποιηθούν γρήγορα από την πρώτη τους εκείνη συμπαράταξη με το
κομμουνιστικό κίνημα, θα περάσουν μάλιστα στη χορεία των
διεισδυτικότερων κριτικών του. Και οι δύο θα δώσουν πρώιμα δείγματα του
συγγραφικού τους ταλέντου στα ελληνικά, προτού μετοικήσουν εν συνεχεία
σε ξένη χώρα και ξένη γλώσσα – την Γαλλία και τα γαλλικά ο Κ.Π., την
Γερμανία και τα γερμανικά ο Π.Κ. Στις χώρες αυτές θα συμπληρώσουν τις
σπουδές τους και θα γράψουν τα γνωστότερα βιβλία τους. Και οι δύο θα
δουν τα γραπτά τους να αναγνωρίζονται ευρέως στο εξωτερικό, την ίδια ώρα
που στην Ελλάδα θα προσκόπτουν συχνά στην άγνοια ή την αδιαφορία.
Τέλος, και οι δύο θα πεθάνουν νωρίς, αφήνοντας πίσω τους ένα έργο
ογκώδες, στα ουσιώδη του σημεία με ακρίβεια διαγεγραμμένο, αλλά παρ’ όλ’
αυτά ασφαλώς ανολοκλήρωτο: στα πενήντα πέντε του χρόνια ο Παναγιώτης
Κονδύλης, ένα μόλις έτος πρεσβύτερος ο Κώστας Παπαϊωάννου.
Τούτες οι βιογραφικές συμπτώσεις από μόνες τους είναι
νομίζω αρκετά χτυπητές. Και γίνονται εντυπωτικότερες αν δίπλα τους
παραθέσει κανείς μια σειρά από άλλες συγγένειες, εσωτερικότερες αυτή τη
φορά. Η πρώτη από αυτές έχει να κάνει με την διφυΐα του συγγραφικού
έργου των δύο συγγραφέων, το οποίο μοιράζεται μεταξύ ιστορίας των ιδεών
και των μορφών, από την μια πλευρά, και φιλοσοφικής ανθρωπολογίας και
οντολογίας, από την άλλη. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν βιβλία όπως το Τέχνη και πολιτισμός στην Αρχαία Ελλάδα του Παπαϊωάννου και ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός
του Κονδύλη, που χαιρετίστηκαν από την κριτική, ανατυπώθηκαν και
μεταφράστηκαν επανειλημμένα, και απέκτησαν συν τω χρόνω περιωπή
κλασσικού συγγράμματος. Στην δεύτερη, ανήκουν τα κείμενα που περιέχουν
τον σκληρό πυρήνα της σκέψης τους, και εννοώ εδώ για τον μεν Παπαϊωάννου
τα πρώιμα ελληνόγλωσσα φιλοσοφικά του δοκίμια, για τον δε Κονδύλη το Ισχύς και Απόφαση αλλά και την ημιτελή Κοινωνική Οντολογία.
Μια δεύτερη συγγένεια αφορά την μακρόχρονη προσήλωση και
των δύο διανοητών στις μορφές του Χέγκελ και του Μαρξ. Δεν θα κομίσω
γλαύκα ες Αθήνας, απαριθμώντας τη μακρά σειρά των κειμένων του
Παπαϊωάννου που αναφέρονται ευθέως στον Χέγκελ ή στον Μαρξ. Περιορίζομαι
στη μνεία των ομόθεμων κειμένων που φέρουν την υπογραφή του Παναγιώτη
Κονδύλη. Αρχής γενομένης από την ογκώδη διατριβή του για την Γένεση της διαλεκτικήςστο
έργο των Χαίλντερλιν, Σέλλινγκ και Χέγκελ, εγχείρημα που έχει ως
απώτατο κίνητρό του την διασαφήνιση του γενεαλογικού δέντρου απ’ όπου
ανεφύη ο μαρξικός διαλεκτικός υλισμός, ο Κονδύλης θα στρέψει αργότερα το
ενδιαφέρον του στον ίδιο τον Μαρξ. Η μετάφραση και ο υπομνηματισμός της
διατριβής του τελευταίου Διαφορά της δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας, η συναγωγή των μαρξικών (και ενγκελσιανών) κειμένων που απαρτίζουν τον τόμο Η Ελλάδα, η Τουρκία και το ανατολικό ζήτημα, οι δίδυμες μελέτες για τον Μαρξ και την Αρχαία Ελλάδα είναι μερικά ακόμη τεκμήρια αυτού του ενδιαφέροντος, όχι όμως και τα μόνα.
Μια τρίτη συγγένεια, ουσιαστικότερη, μπορεί να εντοπιστεί
στην δραστηριότητα του Παπαϊωάννου και του Κονδύλη ως κριτικών των
πολιτικών ιδεολογιών, και ιδίως στην πρωιμότητα των διαγνώσεών τους. Οι
μελέτες του Παπαϊωάννου για το ολοκληρωτικό κράτος εκπονούνται την
κρίσιμη δεκαετία του 1950, πάνω στο αποκορύφωμα δηλαδή της ακτινοβολίας
του σοβιετικού παραδείγματος ακόμη και μεταξύ των δυτικών διανοουμένων.
Την ίδια εποχή ωστόσο, και διόλου τυχαία, θα αρχίσει να
αποκρυσταλλώνεται και η αντισοβιετική κριτική. Το βιβλίο της Χάννας
Άρεντ για τις Καταβολές του ολοκληρωτισμού, θυμίζω,
πρωτοδημοσιεύεται στα 1951. Οι σχετικές μελέτες του Παπαϊωάννου βλέπουν
το φως της δημοσιότητας στο διάστημα 1954-1959. Εκ των υστέρων, μπορεί
να αναρωτηθεί κανείς ποια θα ήταν η απήχηση των κειμένων αυτών, που
γράφτηκαν όλα στα ελληνικά, αν είχαν δημοσιευθεί εγκαίρως σε μια
γνωστότερη γλώσσα. Όμως ώς το 1959 και με την εξαίρεση ορισμένων άρθρων
του ο Παπαϊωάννου δημοσιεύει αποκλειστικά στα ελληνικά.
Αναλόγως πρώιμη είναι και η κριτική ενασχόληση του Κονδύλη
με το ιστορικό φαινόμενο και το πολιτικό παρόν του συντηρητισμού. Η
σχετική μονογραφία του θα δει το φως της δημοσιότητας το 1986. Θυμίζω
ότι η Θάτσερ κυβερνά στη Βρεταννία από το 1979, ο Ρέηγκαν στις Ηνωμένες
Πολιτείες από το 1980, ενώ η πλήρης επικράτηση της πολιτικής ιδεολογίας
με την οποία συνέδεσαν οι δυό αυτοί ηγέτες το όνομά τους, θα σημειωθεί
μόλις κατά την δεκαετία του 1990, με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου
και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Η κριτική του Κονδύλη στον συντηρητισμό του 20ού αιώνα δεν
είναι απλώς πρώιμη αλλά και η ριζικότερη που έχει ποτέ διατυπωθεί. Ο
συγγραφέας θεωρεί τον σύγχρονο συντηρητισμό φαινόμενο ψευδώνυμο και του
αρνείται κάθε ιστορική συνάφεια με το ομώνυμο ρεύμα των προηγούμενων
αιώνων. Ανατρέχοντας στη διαπάλη των πολιτικών ιδεών κατά τους Νέους
Χρόνους, δείχνει ότι ο ιστορικός συντηρητισμός συνδέεται άρρηκτα με τους
υποστηρικτές του Παλαιού Καθεστώτος που ανέτρεψε η Γαλλική Επανάσταση,
και την μετέπειτα Παλινόρθωση, και ότι εκμετρά ουσιαστικά το ζην το
1848, όταν οι τελευταίοι εναπομείναντες εκπρόσωποί του, μέλη της
κληρονομικής αριστοκρατίας και των ανά την Ευρώπη Αυλών, προσχωρούν
εκόντες άκοντες, και ως ελάσσονες πλέον εταίροι, στο στρατόπεδο του
φιλελεύθερου αστισμού. Αυτός ο τελευταίος θα επωμιστεί στο εξής το βάρος
του αγώνα εναντίον των ιδεών της σοσιαλιστικής, σοσιαλδημοκρατικής και
κομμουνιστικής Αριστεράς.
Το παράδοξο να επιβιώνει έως σήμερα ο όρος «συντηρητισμός»
ενώ εξέλιπαν πλήρως οι δυνάμεις που ιστορικά τον εξέφραζαν, ο Κονδύλης
το εξηγεί ως προϊόν πολεμικών αναγκών. Έτσι μια μερίδα της αριστεράς,
στην προσπάθειά της να δυσφημήσει τους φιλελεύθερους αστούς αντιπάλους
της, θα αρχίσει να τους αποκαλεί κατά σύστημα «συντηρητικούς» ή και
«αντιδραστικούς». Την ίδια περίοδο, ένα τμήμα της ίδιας της αστικής
φιλελεύθερης παράταξης, θορυβημένο από την ραγδαία άνοδο των αριστερών
αντιπάλων του, θα υιοθετήσει για λογαριασμό του τον χαρακτηρισμό του
«συντηρητικού», προκειμένου να διαχωρίσει ευκρινέστερα τη θέση του όχι
μόνο από τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές, αλλά και από την
αριστερόστροφη πτέρυγα του αστικού φιλελευθερισμού που αναζητούσε σημεία
επαφής και συμβιβασμού με αυτούς τους τελευταίους. Οι οικονομικές ιδέες
των Χάγεκ και Φρήντμαν, λ.χ., όπως εφαρμόστηκαν την τελευταία
τριακονταετία, είναι μια τέτοια ευθεία επίθεση κατά του ρεφορμιστικού
κοινωνικού φιλελευθερισμού, ιδίως του κευνσιανισμού, ο οποίος αποτέλεσε
μεταπολεμικά το θεωρητικό υπόβαθρο της σοσιαλδημοκρατικής οικονομικής
πολιτικής στην Ευρώπη και αλλού. Μολονότι οι συγγραφείς αυτής της
γραμμής είχαν φροντίσει εξ αρχής να τονίσουν ότι πηγή έμπνευσης και
θεωρητική τους αφετηρία στάθηκε ο ριζοσπαστικός κλασσικός φιλευθερισμός
(εξ ου και το προσωνύμιο «νεοφιλελεύθεροι» που τους αποδόθηκε), οι
πολιτικές δυνάμεις που έμελε να θέσουν τις ιδέες τους σε εφαρμογή
δήλωναν επισήμως θιασώτες του «συντηρητισμού».
Ο Κονδύλης δείχνει γλαφυρά πόσο παράδοξο είναι το γεγονός
να αυτοαποκαλούνται «συντηρητικοί», πολιτικοί όπως η Θάτσερ και ο
Ρέηγκαν, των οποίων η πολιτική υπήρξε ακριβώς η βιαιότερη ρήξη με το
κοινωνικοοικονομικό status quo, την οποία γνώρισε η Δύση τις τελευταίες
τρεις δεκαετίες. Το φαινόμενο των ιδεολογικών μεντόρων της κυβέρνησης
του Τζωρτζ Μπους του νεώτερου, που από τη μία πλευρά προωθούν την
επαναστατική, ακόμη και διά των όπλων, εξαγωγή της «δημοκρατίας», του
«ελεύθερου εμπορίου» και των δυτικών ιδεωδών σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη
του πλανήτη και ιδίως στον αραβομουσουλμανικό κόσμο, και από την άλλη
ονοματίζουν τον εαυτό τους «νεοσυντηρητικούς», είναι μια ακόμη επίρρωση
του γνωστού γλωσσικού φαινομένου, του οποίου την κλασσική διάγνωση
οφείλουμε στον Θουκυδίδη: των λέξεων δηλαδή που χάνουν βαθμηδόν το νόημά
τους, διολισθαίνοντας τελικά στο αντίθετό τους.
* * *
Ο κατάλογος των σημείων στα οποία η σκέψη του Κώστα
Παπαϊωάννου και εκείνη του Παναγιώτη Κονδύλη συγκλίνουν ή έστω
διασταυρώνονται δεν εξαντλείται στα όσα ανέφερα. Ένας περισσότερο
λεπτολόγος αναγνώστης θα μπορούσε να αποκομίσει ενδιαφέροντα
συμπεράσματα, ακολουθώντας λ.χ. τα ίχνη που κατέλιπε στα κείμενα και των
δύο η σκέψη και η παρουσία του Ραιυμόν Αρόν. Ή μελετώντας τον κρίσιμο
ρόλο που διαδραμάτισε στη διαμόρφωση τους η αρχαιοελληνική σκέψη και
γραμματεία. Οι έννοιες της μάζας και της μαζικής δημοκρατίας είναι ένα
ακόμη τέτοιο σημείο, διασταύρωσης περισσότερο παρά σύγκλισης, που
επιτρέπει την συγκριτική εξέταση.
Εν προκειμένω, δεν θα επιμείνω. Κι αυτό, διότι σε μια
τέτοια περίπτωση θα διατρέχαμε τον κίνδυνο να υπερτονίσουμε τα σημεία
επαφής των δύο συγγραφέων και να υποτιμήσουμε τα διεστώτα τους
χαρακτηριστικά. Και είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι αυτά τα
τελευταία είναι και τα πλέον βαρύνοντα.
Εντελώς σχηματικά: Στην περιγραφική θεωρία της απόφασης
του Κονδύλη, που έχει τις απαρχές της στην αξιολογική ουδετερότητα του
Βέμπερ, αντιτίθεται ευθέως η ιστοριογραφική και φιλοσοφική στάση του
Παπαϊωάννου, η οποία είναι εμφανώς στρατευμένη. Ο Παπαϊωάννου
συμμεριζόταν ασφαλώς το χειραφετητικό ιδεώδες της εγελομαρξικής
παράδοσης, παρ’ όλη την κριτική που άσκησε σε ό,τι ο ίδιος θεωρούσε ως
ιστορική στρέβλωσή του. Επιπλέον, η αρχαιοστρέφεια του Παπαϊωάννου, η
εμμονή του δηλαδή στο όραμα ενός ελληνικού ουμανισμού, ικανού να
αντισταθμίσει το φάσμα του ιστορικά μερικευμένου και κατακερματισμένου
ανθρώπου που παρήγαγαν μαζικά οι Νέοι Χρόνοι, είναι και αυτή δείγμα
σαφές της προτίμησής του για τον μάχιμα πολιτικό, ευθέως παρεμβατικό
ρόλο του διανοουμένου.
Απ’ εναντίας, ο Κονδύλης πίστευε ότι μόνο οι διανοούμενοι
νομίζουν ότι καταλαβαίνουν τον κόσμο καλύτερα από τους υπόλοιπους
ανθρώπους, ειρωνευόταν δε τα ευγενή ιδεώδη των πάσης φύσεως οραματιστών,
τα οποία θεωρούσε συλλήβδην κεκαλυμμένες αξιώσεις ισχύος. Από την μομφή
αυτή δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να εξαιρεθεί η παπαϊωάννεια αντίληψη
του πεπληρωμένου και ολοτελούς ανθρώπου, που διαβιοί συμφιλιωμένος με
τον κόσμο και την φύση. Ο Κονδύλης, σε έσχατη ανάλυση, σε επίπεδο δηλαδή
γνωσιολογικό, υπήρξε συνεπής μηδενιστής, αν και πάντα φρόντιζε να
διευκρινίζει ότι ένας τέτοιος μηδενισμός αφορά αποκλειστικά τους
«επαΐοντες του περιθωρίου». Η μετοχή στην κοινωνική πράξη προϋποθέτει
αναγκαστικά την χρήση ιδεών. Ιδίως στην πολιτική αλλά και την θεωρητική
διαπάλη, οι ιδέες δεν είναι παρά όπλα, που αντλούν το πρακτικό τους
κύρος όχι από την αντιστοίχισή τους προς μια ανώτερη αλήθεια, αλλά από
την ικανότητά τους να πλήξουν καίρια τον εκάστοτε αντίπαλο.
* * *
Υπάρχει ένα χωρίο του Θουκυδίδη που προσφέρεται όσο κανένα
άλλο για να εικονογραφήσουμε τις διακριτές αυτές προσεγγίσεις και να
αποτιμήσουμε το μέγεθος της απόστασης που τις χωρίζει. Πρόκειται για τον
περίφημο Διάλογο Μηλίων και Αθηναίων του Θουκυδίδη, τον οποίο
σχολιάζουν και οι δύο συγγραφείς, ο Κώστας Παπαϊωάννου στο βιβλίο του
για την αρχαιοελληνική τέχνη, ο Παναγιώτης Κονδύλης στον πρόλογο της
ανθολογίας Ο φιλόσοφος και η ισχύς που ο ίδιος επιμελήθηκε και εξέδωσε στην Γερμανία το 1992.
Στα μάτια του Παπαϊωάννου, ο διάλογος αυτός είναι «η
τελευταία αισχύλεια τραγωδία που μας κληροδότησε η κλασική εποχή» και ως
τέτοια μας παρέχει τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσουμε «σε ποιο βαθμό
μηδενισμού είχε φτάσει η δίψα των Αθηναίων για την απόκτηση ισχύος». Ο
«στυγνός ρεαλισμός» που κηρύσσουν οι Αθηναίοι και ο οποίος δεν γνωρίζει
άλλη οδό παρά την άνευ όρων υποταγή των Μηλίων ή την ανελεή εξολόθρευσή
τους, είναι για τον Παπαϊώαννου σημείο δηλωτικό της κατάρρευσης των
κλασσικών αθηναϊκών ιδεωδών της εποχής του Σόλωνα και του Αισχύλου.
Το έστι δίκης οφθαλμός, η κλασσική ελληνική
αντίληψη που έβλεπε την ανθρώπινη δικαιοσύνη ως κομμάτι αναπόσπαστο της
ευρύτερης κοσμικής τάξης, καταρρέει την στιγμή κατά την οποία οι
Αθηναίοι πρέσβεις επικαλούνται υπέρ τους την εύνοια των θεών, και
διακηρύσσουν ότι ο θείος νόμος ταυτίζεται με τον φυσικό νόμο της
επικράτησης του ισχυρού επί του ασθενέστερου. Τη στιγμή αυτή, την έννοια
του κλασσικού μέτρου, του εξανθρωπισμένου κόσμου της τραγωδίας,
διαδέχεται η παλινδρόμηση στον κόσμο της φυσικής βίας. Για τον
Παπαϊωάννου, η άλωση της νησιωτικής πολιτείας και ο επακόλουθος
παραδειγματικός εξανδραποδισμός των υπερασπιστών της συνιστά «θρίαμβο
της ύβρεως». Η μετέπειτα παράδοση του αθηναϊκού δήμου στον λαϊκιστικό
τυχοδιωκτισμό ενός Αλκιβιάδη, η σικελική καταστροφή και η τελική ήττα
της πόλης δεν είναι παρά «η τιμωρία [που] θα έλθει με την αμείλικτη
σκληρότητα του τιμωρού πεπρωμένου».
Η ερμηνεία του Κονδύλη δεν θα μπορούσε να είναι
διαμετρικότερα αντίθετη. Αν για τον Παπαϊωάννου «ο πόλεμος φέρνει στην
επιφάνεια τους παλιούς δαίμονες της ύβρεως και της παραφροσύνης που ο
πολιτισμός καλύπτει με έναν λεπτό υμένα», για τον Κονδύλη ο πόλεμος, και
ο Θουκυδίδης ως εξηγητής της παθολογίας του, φέρνει στην επιφάνεια την
πραγματική και βαθύτερη φύση των ανθρώπων, και αποκαλύπτει «τι κινεί
εκείνους και την ιστορία». Με τις ομιλίες των Αθηναίων κηρύκων
«καθιερωμένοι θεσμοί και παμπάλαια έθιμα παραμερίζονται στο άψε-σβήσε»,
«τα ιερά δεσμά της ηθικής και της θρησκείας καταρρακώνονται αιφνίδια».
Όμως αυτό ακριβώς αποδεικνύει ότι πρόκειται για τεχνητές κατασκευές και
θεσμίσεις, όχι για γεννήματα της φύσης. «Το αληθινό πρόσωπο της φύσης»,
σημειώνει ο Κονδύλης, «είναι το πρόσωπο των Αθηναίων όταν ζητούν από
τους Μηλίους να υποταγούν», «η θεία ή φυσική τάξη, ο εσώτερος νόμος του
Όντος είναι ακριβώς ο νόμος του ισχυρότερου.» Η επίκληση της
δικαιοσύνης, στην οποία προσφεύγουν οι Μήλιοι είναι ένα μοιραίο σφάλμα, η
πίστη τους «στην υπερίσχυση των ηθικών κανόνων γεννά απλώς φρούδες
ελπίδες» και τους «ωθεί σε απελπισμένες και αυτοκαταστροφικές ενέργειες.
Η πράξη θα όφειλε να προσανατολίζεται στους κανόνες της φρόνησης, οι
οποίοι πάλι πρέπει να υπηρετούν τη φυσική επιταγή της αυτοσυντήρησης.
Βεβαίως», συμπληρώνει ο Κονδύλης, «η αυτοσυντήρηση έχει διαφορετικό
νόημα για τον ισχυρό, ο οποίος μπορεί να διατηρήσει την ισχύ του μονάχα
διευρύνοντάς την συνεχώς, και για τον αδύνατο, ο οποίος σώζεται
ανταποκρινόμενος στις επιθυμίες του ισχυρότερου».
Οι δύο αυτές αντίμαχες αναγνώσεις του Θουκυδίδη
εκπροσωπούν σχεδόν ιδεοτυπικά τις κρατούσες σήμερα ερμηνείες του
Αθηναίου ιστορικού, και για τον λόγο αυτό παραμένουν εξόχως επίκαιρες.
Η πρώτη από αυτές, που αντιστοιχεί στη γνώμη του Κονδύλη,
πιστεύει ότι ο Θουκυδίδης δίνει δίκαιο στους Αθηναίους και άδικο στους
Μηλίους για την στάση τους στη μεταξύ τους διένεξη. Η έκβαση της
εκστρατείας, η κυρίευση του νησιού, το αποδεικνύει εν τοις πράγμασι.
Επιπλέον, οι Αθηναίοι έχουν δίκιο και για έναν άλλο, ακόμη κρισιμότερο
λόγο. Στο γενικότερο πλαίσιο της αντιπαράθεσής τους με τους
Λακεδαιμόνιους, οποιαδήποτε ταλάντευσή τους στο ζήτημα της Μήλου, θα
ερμηνευόταν ως έλλειψη αποφασιστικότητας και αδυναμία. Αυτή πάλι με τη
σειρά της θα ενθάρρυνε την αποσκίρτηση και άλλων δυσαρεστημένων συμμάχων
των Αθηνών, και θα οδηγούσε στην τελική κατάρρευση της Αθηναϊκής
συμμαχίας έναντι των αντιπάλων της. Οι Αθηναίοι, συνεπώς, δεν επέλεξαν
ελαφρά τη καρδία την ολοκληρωτική εξόντωση των αδύναμων νησιωτών, ήταν
οι ζωτικές ανάγκες του πόλεμου, εν ολίγοις η δική τους επιβίωση, που
τους την επέβαλαν.
Αντιρρητική προς αυτήν την γνώμη, η άλλη κύρια ερμηνεία
του διαλόγου, εντάσσει τα γεγονότα της Μήλου στο ευρύτερο πλαίσιο του
Πελοποννησιακού Πολέμου. Έτσι τονίζει ότι ο Θουκυδίδης ξεκινά την
εξιστόρηση της Σικελικής Εκστρατείας αμέσως μετά από την έκβαση εκείνης
κατά της Μήλου. Με αυτόν τον τρόπο θέλει να υπογραμμίσει παραστατικότερα
την από μέρους των Αθηναίων αλαζονική υπερεκτίμηση των δυνάμεών τους,
που στην περίπτωση των Σικελικών θα τους οδηγήσει στον όλεθρο και,
αργότερα, στην οριστική ήττα και την ιστορική δύση της ηγεμονίας τους.
Αυτή η αλαζονική υπερεκτίμηση των δυνάμεων τους είναι εν προκειμένω ό,τι
ο Κώστας Παπαϊωάννου θα ονόμαζε «θρίαμβο της ύβρεως».
* * *
Συνοψίζω. Στις έσχατες, μη περαιτέρω αναγώγιμες παραδοχές
τους, η σκέψη του Κώστα Παπαϊωάννου και εκείνη του Παναγιώτη Κονδύλη
είναι αντίδρομες μεταξύ τους. Με κριτήριο τη θεώρηση του Παπαϊωάννου, η
κονδύλεια ανθρωπολογία, που εδράζεται στην σταθερά της ισχύος, συνιστά
σε τελική ανάλυση μια φιλοσοφία της ύβρεως, έναν βιολογικό αναγωγισμό
που, ανεξαρτήτως προθέσεων, μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε εργαλείο
χειραγώγησης. Με γνώμονα την οπτική του Κονδύλη, η σκέψη του
Παπαϊωάννου, αυτού του φιλοσόφου της καταλλαγής, όπως τον αποκάλεσε ο
Οκτάβιο Πας, δεν είναι παρά μια εκδοχή πλατωνίζοντος ουμανισμού, που
παρά τις επιμέρους συλλήψεις του, στερείται εδραίου ανθρωπογνωστικού
θεμελίου.
Παρ’ όλα αυτά, η συνεξέταση του έργου αλλά και της
βιοπορείας των δύο αυτών συγγραφέων μπορεί να φέρει στην επιφάνεια και
σημεία στα οποία πορεύονται παράλληλα. Κατά τούτη την έννοια, η απόπειρα
της αντιπαραβολής τους ίσως φανεί και στο μέλλον εγχείρημα δελεαστικό.
Πηγή: Αντίφωνο, από τον συλλογικό τόμο Αφιέρωμα στον φιλόσοφο Κώστα Παπαϊωάννου, Καβάφεια 2006: Δεκατέσσερις εισηγήσεις, πρόλογος Α. Αποστολόπουλος, επιμ. Δ. Αρμάος, Αθήνα 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου