Η κοινωνιολογία (sociologie) είναι επιστήμη. Ο κοινωνισμός
(socialisme) είναι πόθος. Η κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ί α είναι μελέτη όσο γίνεται
πιο αντικειμενική. (Ο άνθρωπος, δηλαδή το όργανο που μελετά, δεν μπορεί ποτέ να
είναι ολότελα αντικειμενικός). Ο κ ο ι ν ω ν ι σ μ ό ς είναι κάτι τι όλως
διόλου υποκειμενικό, επάνω κάτω εκείνο που λέει ο κ. Σκληρός «υποκειμενική
κοινωνιολογία», είναι δηλαδή η κοινωνιολογία, όπως τη νοιώθει ο σοσιαλιστής.
Την κοινωνιολογία τη μελετά ο επιστήμονας, δηλαδή μια τάξη ανθρώπων. Τον
κοινωνισμό τον αισθάνεται ο προλετάριος, δηλαδή άλλη τάξη ανθρώπων. Επειδή ο
κοινωνισμός είναι κοινωνικό φαινόμενο, το μελετά κ α ι αυτό ο κοινωνιολόγος.
Είναι λοιπόν και ο κοινωνισμός ένα από τα άπειρα ζητήματα που ξεδιαλύνει και
μελετά η κοινωνιολογία. Αν τύχει από μεγάλη ψυχοπονιά και συμπάθεια να
αισθάνεται ο κοινωνιολόγος σαν τους προλετάριους, μπορεί να γίνει κοινωνιστής,
θεωρητικός όμως. Δεν ξέρω αν μπορεί να συμβεί και το αντίθετο, δηλαδή ένας
σοσιαλιστής να είναι και κοινωνιολόγος, γιατί τότε θα πρέπει να έχει αφήσει την
«υποκειμενική κοινωνιολογία», που του αρέσει, και να έχει γίνει επιστήμονας,
πράμα που δε συμβιβάζεται πολύ πολύ με συμπάθειες και αντιπάθειες. Ο
κοινωνισμός ή σοσιαλισμός είναι η λαϊκή έκφραση μερικών κοινωνικών θεωριών. Γεννήθηκε
από τις ανάγκες και τα αισθήματα των εργατικών, που γυρεύουν να καλλιτερέψουν
την τύχη τους, να δουλεύουν δηλαδή λιγώτερο, να κερδίζουν περισσότερο, και να
γλεντούν και να ξεκουράζουνται όσο μπορούν περισσότερο ― γιατί είναι αλήθεια
κατακουρασμένοι άνθρωποι. Αλλά γιατί το ιδανικό των εργατών να γίνει όλων των
ανθρώπων ιδανικό, αυτό δεν το νοιώθω....
Ο σοσιαλισμός γίνηκε έπειτα θεωρία στα κεφάλια των θεωρητικών, μελετήθηκε από τους κοινωνιολόγους που τον έβαλαν στη θέση του (τον ταξινόμησαν), κατάντησε ουτοπία (δηλαδή μεταφυσικό φαινόμενο σε μερικά άλλα κεφάλια, που τονέ γενίκεψαν υπερβολικά), και αρματωμένος σαν τον αστακό με τα θεωρητικά επιχειρήματα, κατέβηκε σαν ουρανοκατέβατος πάλι σε μια τάξη του λαού, στην εργατική τάξη, και την ξεσήκωσε. Γιατί είναι συμπαθητική θεωρία, κολακεύει την ελπίδα της ευτυχίας ( = ησυχίας). Αλλοιώς όμως μιλεί ένας επιστήμονας σ’ άλλους επιστήμονες, και αλλοιώς ένας πολιτικός (έστω και κοινωνιολόγος) στο λαό. Στους επιστήμονες ο κοινωνιολόγος θα πει πως ο σοσιαλισμός είναι φαινόμενο που παρουσιάζεται στις κοινωνίες άμα κουραστεί η εργατική τάξη από το να μνήσκει σκλαβωμένη στα ιδανικά και στις ανάγκες άλλης τάξης. Στο λαό θα πει ο πολιτικός, με επιστημονικοφανή ίσως επιχειρήματα, ότι ο σοσιαλισμός είναι το τέλειο, «το άκρον άωτον της προόδου και εξελίξεως», le dernier cri και ε π ο μ έ ν ω ς η ευτυχία. Είναι, βέβαια κατ’ ανάγκη ο πολιτικός στα λόγια του αποκλειστικός, και μόνο με την αποκλειστικότητα ξεσηκώνονται και σαλεύουν οι κοινωνικές τάξες. Ο αποκλεισμός όμως δεν είναι επιστήμη, και άρα ο σοσιαλισμός που θέλει να αποκλείσει τις ανάγκες και τα ιδανικά κάθε άλλης τάξης, δεν είναι επιστημονικό επιχείρημα, αλλά α ί σ θ η μ α (υποκειμενική κοινωνιολογία). Με κατηγορεί ο κ. Σκληρός πως έχω «αφηρημένες ψύχωσες». Ίσως, μα δεν είναι λιγώτερο ευγενικές από μιαν άλλη επίσης «αφηρημένη ψύχωση» που ξέρω, το θεωρητικό σοσιαλισμό. Γιατί, καθώς είπα, και ο σοσιαλισμός από αίσθημα μεταμορφώνεται και γίνεται θεωρία ιδανικό, ψύχωση, και ουτοπία, όπως κάθε άλλο ανθρώπινο αίσθημα, όσο και αν προέρχεται από συγκεκριμένους λόγους. Και με κατηγορεί ο κ. Σκληρός, και λέει πως κάθομαι στην ησυχία μου, και για τις «αφηρημένες μου ψυχώσεις» στέλνω τους «συγκεκριμένους ανθρώπους στο μακελειό, κόβοντας και ράβοντας με ελαφρή συνείδηση την τύχη και την ευτυχία τους». Δε με συγκινεί πολύ αυτός ο χαρακτηρισμός μου. Όπως εγώ στέλνω στο μακελειό συγκεκριμένους ανθρώπους για τα ιδανικά μου, έτσι και ο κ. Σκληρός στέλνει στο μακελειό ― ο κακούργος! ― άλλους συγκεκριμένους ανθρώπους για τα δικά του ιδανικά, που τα νομίζει πιο σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ευτυχία των συγκεκριμένων ανθρώπων. Γιατί όταν αυγατίσουν οι προλετάριοι στον Ελληνισμό και τους σηκώσουν στο πόδι τα σοσιαλιστικά αισθήματα, ένστικτα ή ιδανικά, θα κάμουν και απεργίες και σηκωμούς, και μπορεί και να σκοτωθούν πολλοί, μαλώνοντας με το πισωδρομικό κράτος. Όσο για την ευτυχία των ανθρώπων δε φροντίζω, γιατί, ούτε τη δική μου ευτυχία δε γυρεύω. Το αν κάθομαι στην ησυχία μου ή όχι, εκείνοι που με γνωρίζουν μπορούν να κρίνουν....
Ο σοσιαλισμός λοιπόν είναι το ιδανικό, η ψύχωση, η λαχτάρα του εργάτη σε
μερικές εποχές της ζωής των κοινωνιών. Ο κ. Σκληρός γυρεύει την πάλη ανάμεσο
στις τάξες, αυτό θεωρεί ιδανικό, και όχι το σοσιαλισμό. Επειδή όμως πιστεύει
πως η πάλη αυτή θα πάει μπροστά με το να υποστηρίζονται τα ιδανικά του εργάτη,
δηλαδή ο σοσιαλισμός, ― ξεγελιέται και γενικεύει και λέει τον εαυτό του
σοσιαλιστή, και βγάζει το σοσιαλισμό κοινωνιολογία και πανάκεια των νέων
κοινωνιών. Εκείνος όμως, που καταλαβαίνει τα κοινωνικά ζητήματα, και νοιώθει
πως μικρά και μεγάλα α ρ χ ί ζ ο υ ν από οικονομικούς λόγους, δε σημαίνει πως
είναι και σοσιαλιστής…. Του κ. Σκληρού το ιδανικό δεν είναι ο σοσιαλισμός,
παρά, όπως λέει ο ίδιος, «εκπολιτιστικά ιδεώδη που συμπίπτουν με τη
συγκεκριμένη ευτυχία των συγκεκριμένων ανθρώπων.» Αφού έθεσα έτσι τα ζητήματα,
τώρα ας αναλύσω τον εαυτό μου, και ας κοιτάξω πώς σχετίζομαι με όλ’ αυτά εγώ,
το Ελληνικό άτομο του 1908. Με συμβουλεύει ο κ. Σκληρός να γίνω σκληρός, και
σκληρότητα, κατά τη γνώμη του, είναι «να αναλώνει κανείς αμείλικτα τα ένστικτά
του, τσαλαπατώντας τις πρόληψές του, συντρίβοντας τις αφηρημένες ψύχωσές του».
Πού να ξέρει, πως από μικρός άλλο τίποτε δεν κάνω παρά να αναλύνω με λύσσα και
ευσυνειδησία τον εαυτό μου και να σημειώνω τις ανάλυσες σα συνταγές χημικού που
αναλύνει τα σώματα. Λοιπόν δεν είμαι «πατριώτης». Αλλά γεννήθηκα Έλληνας και
Έλληνας θα μείνω, θέλοντας και μη, ως που να πεθάνω. Αναγνωρίζω τη σκλαβιά μου
και δε νομίζω πως υπάρχει ε λ ε ύ τ ε ρ η θ έ λ η σ η, γιατί αν ύπαρχε θα
μπορούσα να γίνω κοσμοπολίτης. Ο κ. Σκληρός, που ξεπέρασε τάχα τον εθνισμό, αν
τον ξεπέρασε, γιατί βάλθηκε και καλά να συλλογίζεται την Ελληνική κοινωνία και
δε στοχάζεται κοσμοπολίτικα; Γιατί του έρχεται τόσο φυσικά να μιλά για την
κοινωνία μας; Δε μιλεί βέβαια στους Έλληνες με «πατριωτικά ξελαρυγγίσματα» όπως
οι ουτοπιστές πατριώτες, αλλά με «σοσιαλιστικές θεωρίες», όπως οι θεωρητικοί
σοσιαλιστές. Το ίδιο κάνει: μιλεί στους Έλληνες, ελληνικά. Αλλά, τέλος πάντων,
υπόθεσε πως είμαι εγώ, ή ο Α ή ο Β, «πατριώτης», Και μεις τότε είμαστε μιαν
ανάγκη, όπως είναι ο κ. Σκληρός. Το να υπάρχω κ α ι εγώ, είναι αρκετή
δικαιολογία της ύπαρξής μου. Αν υπάρχουν σοσιαλιστές, υπάρχω όμως και εγώ.
Έχουμε ίσα δικαιώματα να ζήσουμε, και οποίος νικήσει.... Ο σοσιαλισμός γίνηκε έπειτα θεωρία στα κεφάλια των θεωρητικών, μελετήθηκε από τους κοινωνιολόγους που τον έβαλαν στη θέση του (τον ταξινόμησαν), κατάντησε ουτοπία (δηλαδή μεταφυσικό φαινόμενο σε μερικά άλλα κεφάλια, που τονέ γενίκεψαν υπερβολικά), και αρματωμένος σαν τον αστακό με τα θεωρητικά επιχειρήματα, κατέβηκε σαν ουρανοκατέβατος πάλι σε μια τάξη του λαού, στην εργατική τάξη, και την ξεσήκωσε. Γιατί είναι συμπαθητική θεωρία, κολακεύει την ελπίδα της ευτυχίας ( = ησυχίας). Αλλοιώς όμως μιλεί ένας επιστήμονας σ’ άλλους επιστήμονες, και αλλοιώς ένας πολιτικός (έστω και κοινωνιολόγος) στο λαό. Στους επιστήμονες ο κοινωνιολόγος θα πει πως ο σοσιαλισμός είναι φαινόμενο που παρουσιάζεται στις κοινωνίες άμα κουραστεί η εργατική τάξη από το να μνήσκει σκλαβωμένη στα ιδανικά και στις ανάγκες άλλης τάξης. Στο λαό θα πει ο πολιτικός, με επιστημονικοφανή ίσως επιχειρήματα, ότι ο σοσιαλισμός είναι το τέλειο, «το άκρον άωτον της προόδου και εξελίξεως», le dernier cri και ε π ο μ έ ν ω ς η ευτυχία. Είναι, βέβαια κατ’ ανάγκη ο πολιτικός στα λόγια του αποκλειστικός, και μόνο με την αποκλειστικότητα ξεσηκώνονται και σαλεύουν οι κοινωνικές τάξες. Ο αποκλεισμός όμως δεν είναι επιστήμη, και άρα ο σοσιαλισμός που θέλει να αποκλείσει τις ανάγκες και τα ιδανικά κάθε άλλης τάξης, δεν είναι επιστημονικό επιχείρημα, αλλά α ί σ θ η μ α (υποκειμενική κοινωνιολογία). Με κατηγορεί ο κ. Σκληρός πως έχω «αφηρημένες ψύχωσες». Ίσως, μα δεν είναι λιγώτερο ευγενικές από μιαν άλλη επίσης «αφηρημένη ψύχωση» που ξέρω, το θεωρητικό σοσιαλισμό. Γιατί, καθώς είπα, και ο σοσιαλισμός από αίσθημα μεταμορφώνεται και γίνεται θεωρία ιδανικό, ψύχωση, και ουτοπία, όπως κάθε άλλο ανθρώπινο αίσθημα, όσο και αν προέρχεται από συγκεκριμένους λόγους. Και με κατηγορεί ο κ. Σκληρός, και λέει πως κάθομαι στην ησυχία μου, και για τις «αφηρημένες μου ψυχώσεις» στέλνω τους «συγκεκριμένους ανθρώπους στο μακελειό, κόβοντας και ράβοντας με ελαφρή συνείδηση την τύχη και την ευτυχία τους». Δε με συγκινεί πολύ αυτός ο χαρακτηρισμός μου. Όπως εγώ στέλνω στο μακελειό συγκεκριμένους ανθρώπους για τα ιδανικά μου, έτσι και ο κ. Σκληρός στέλνει στο μακελειό ― ο κακούργος! ― άλλους συγκεκριμένους ανθρώπους για τα δικά του ιδανικά, που τα νομίζει πιο σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ευτυχία των συγκεκριμένων ανθρώπων. Γιατί όταν αυγατίσουν οι προλετάριοι στον Ελληνισμό και τους σηκώσουν στο πόδι τα σοσιαλιστικά αισθήματα, ένστικτα ή ιδανικά, θα κάμουν και απεργίες και σηκωμούς, και μπορεί και να σκοτωθούν πολλοί, μαλώνοντας με το πισωδρομικό κράτος. Όσο για την ευτυχία των ανθρώπων δε φροντίζω, γιατί, ούτε τη δική μου ευτυχία δε γυρεύω. Το αν κάθομαι στην ησυχία μου ή όχι, εκείνοι που με γνωρίζουν μπορούν να κρίνουν....
Επειδή ψυχολόγησα πολύ τον εαυτό μου, είδα πως έχει τάσες θεωρητικές, και επειδή το θ ε ω ρ η τ ι κ ό άνθρωπο τονέ βλέπω μ ι σ ό ν άνθρωπο, γι’ αυτό ανάγκασα τον εαυτό μου να ανακατωθεί με τους ανθρώπους για να γίνει και μ η θ ε ω ρ η τ ι κ ό ς. Θα είναι και το φυσικό μου τέτοιο: να είμαι δηλαδή μισός θεωρητικός και μισός μη θεωρητικός. Είμαι σα δυο άνθρωποι: ένας που ζει και ένας άλλος που κ ο ι τ ά ζ ε ι απ’ όξω τη ζωή μου. Και έτσι νοιώθω καλλίτερα και τον εαυτό μου και τους άλλους. Όταν όμως ανακατώθηκα με τους ανθρώπους, κατάντησα πολιτικός τους. Φαίνεται, είμαι φυσικά «αρχικός», όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Αλλά δεν έγινα δούλος της πολιτικής. Την ονομάζω και αυτήν, όπως και τον έρωτα και την επιστήμη, ― β ά ρ α θ ρ ο, γιατί τις περισσότερες φορές χάνεται ο άνθρωπος μέσα της. Πριν ανακατωθώ με τους ανθρώπους, επειδή μ’ άρεζε, σπούδαζα την κοινωνιολογία στα βιβλία. Τώρα τη σπουδάζω στην κοινωνία μέσα. Και επειδή γύρω μου έτυχε να έχω μ ι α κοινωνία, την Ελληνική, μ’ αυτήν καταγίνομαι. Αλλά έζησα και σ’ άλλους τόπους και σ’ άλλους χρόνους, και παράβολα, σύγκρινα, και είδα τη ν έ κ ρ α της τωρινής κοινωνίας, της Ελληνικής. Δε μ’ άρεσε η νέκρα της, και γύρεψα πως μπορούσε κανείς να ζωντανέψει την κοινωνία μου. Πρώτα πρώτα ένοιωσα πως κοινωνία Ελληνική δεν είναι η κοινωνία που ζει μέσα στα σύνορα του Ε λ λ α δ ι κ ο ύ κράτους, παρά όλοι οι Έλληνες που βρίσκονται στον κόσμο, όσοι δεν έγιναν ακόμη ούτε ξένοι, ούτε κοσμοπολίτες, γιατί κάτι τους συνδέει όλους αυτούς αναμεταξύ τους. Και είδα την Ελληνική αυτή κοινωνία ― λιμνοθάλασσα αποκοιμισμένη. Κατάλαβα πως πρέπει να κουνηθούν μεγάλες μάζες της κοινωνίας αυτής. Και διάλεξα τον πιο σύντομο δρόμο για να φτάσω σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Πήγα και ηύρα τους Έλληνες που κακοπερνούσαν περισσότερο, τους Μακεδονίτες, τους Ηπειρώτες, τους Θράκες, και έβαλα ν’ αστράψει μπροστά στα μάτια, τους μ ι α ν ε λ π ί δ α, η ελπίδα να γλυτώσουνε από την κακοπέραση. Αιτία της κακοπέρασης ολοφάνερη ― ο Τούρκος. Άμα τον ξεφορτωθούνε αυτόν αμέσως θα καλοπεράσουν. Δηλαδή τι κάνω; Κολακεύω: α’) Τον πόθο του γλυτωμού από το βάρος του Τούρκου, και β’) την ελπίδα καλλίτερης τύχης. Μέσο για να φτάσουμε στο ξεσήκωμα των δούλων ― η αλληλοβοήθεια. Και άρχισα να διοργανώνω τους ανθρώπους με κοινή ενέργεια....
Είχα και ένα παράδειγμα ζωντανό μπροστά μου. Οι Βούλγαροι στα 1903 πώς έκαμαν και σήκωσαν τόσα χωριά στη Μακεδονία, και δικά τους και μη δικά τους, κατεπάνω στον Τούρκο; Είπαν στους χωριανούς πως άμα διώξουν τους Τούρκους μπέηδες, τα τσιφλίκια θα γίνουνε δικά τους (των χωριανών δηλαδή). Και μάλιστα τους τα ξεμοίρασαν από πριν στους χωριανούς, και τους έδειξαν του καθενός το κομμάτι που θα πάρει. Αυτό ηύρα κατάλληλο μέσο και γρήγορο για να κουνηθεί ένα μέρος τουλάχιστο της Ελληνικής κοινωνίας. Τώρα βρίσκονται άλλοι που προτείνουν να ξεσηκώσουν τις εργατικές τάξες του Ε λ λ α δ ι κ ο ύ κράτους κατεπάνω στο κεφάλαιο. Δεν το αποκλείνω και αυτό ως καλό μέσο, μα μου φαίνεται πως γ ι α τ ώ ρ α πιο γρήγορα μπορεί να πιάσει το άλλο. Γιατί; Γιατί η βιομηχανία δεν είναι αρκετή στο Ελλαδικό βασίλειο για να βγάλει πολλούς προλετάριους, και ίσως οι εργάτες στην Ελλάδα, συγκριτικά με άλλες κοινωνίες, ζουν καλά. Πιο μακριά είναι ο εργάτης στην Ελλάδα από το σοσιαλισμό, παρά ο δούλος Ρωμιός από ένα σηκωμό κατεπάνω στον Τούρκο. Δε φοβούμαι τις νέες ιδέες, ούτε το αίστημα του σοσιαλισμού, όπως υποθέτει ο κ. Σκληρός. Νομίζω όμως πως ακόμα δεν ήρθε φυσικά η ώρα του. Δηλαδή τι κάνω; Αφίνω την Ε λ λ α δ ι κ ή κοινωνία να σκουληκιάζει για την ώρα, αφού δεν έχει αρκετή βιομηχανία για να γεννήσει προλετάριους, και παίρνω το λαό του δούλου Ελληνισμού, και προσπαθώ να τον σηκώσω κατεπάνω στους «τυράννους», όποιοι και αν είναι. Τους Δεσποτάδες του Φαναριού, αν δεν μπορέσω να τους φέρω στα νερά μου, θα τους χτυπήσω κι αυτούς, γιατί είναι πάντα έτοιμοι να συμμαχήσουν με τον Τούρκο. Το ίδιο θα γίνει και με τους κοτζαμπασήδες. Τώρα κάνω κ’ ένα άλλο. Πατριώτης, είπα, δεν είμαι. Ως τόσο τον πατριωτισμό, όπου υπάρχει γύρω μου, θα τον εκμεταλλευτώ σ υ ν ε ι δ η τ ά. (το έκαμε και ο Μπίσμαρκ), και μ’ αυτό θα προκαλέσω αγώνες, γιατί πιστεύω πως οι αγώνες εξυγιαίνουν τους ανθρώπους και ξυπνούν τους κοιμισμένους. Το να ταράζω τα νεύρα των πατριωτών της Ελληνικής κοινωνίας (σε κάθε κοινωνία υπάρχουν ουτοπιστές πατριώτες), τους ξεσηκώνω, και φωνάζουν και αυτοί. Αν δεν κάνουν άλλο τίποτε οι φωνές τους, όμως καταστρέφουν ολότελα την πίστη του Έλληνα στο ελεεινό Ε λ λ α δ ι κ ό κράτος. Όλα αυτά ετοιμάζουν την κοινωνική επανάσταση....
Με τον κ. Σκληρό δεν είμαι σύμφωνος ότι το έθνος δεν είναι ανθρωπινό, παρά είναι σκιά έθνους. Συμφωνώ όμως ότι το κράτος είναι ελεεινό. Το κίνημα των οργανωμένων ραγιάδων θα ξεσπάσει σίγουρα έπειτα και στην Ε λ λ α δ ι κ ή κοινωνία, χτυπώντας και κει κατακέφαλα κάθε παλιανθρωπάκο και τυραννίσκο, που θα θελήσει, άμα ελευτερωθούν και αυτοί να τους εκμεταλλευτεί. Αλλά κάνω και ένα άλλο ακόμη. Επειδή πιστεύω, όπως ο κ. Σκληρός, ότι «μόνο μια μεγάλη οικονομική εξέλιξη θα ζωντανέψει το δυστυχισμένο τόπο», κοιτάζω να βρω τρόπο να κουνήσω τα κεφάλαια προς τη διεύθυνση των επιχειρήσεων, για να φουντώσει η βιομηχανία και το εμπόριο. Αυτό θα αυγατίσει και τους προλετάριους, και τ ό τ ε, θα είναι πια καιρός να σηκωθούν και αυτοί για να γυρέψουν τύχη καλλίτερη. Θα πει ο κ. Σκληρός, πως ένα άτομο και δυο δε θα σπρώξουν το κεφάλαιο να κουνηθεί. Ο ίδιος όμως στο άρθρο του, σε μιαν ερώτηση δική του: «Και π ο ι ο ς θα τους αναγκάσει αυτούς (εννοώ τους πολιτικούς και την κυβερνήτρα τάξη) ναφήσουν το χουζούρι τους;» ― απαντά: «Οι άλλες τάξες, ο λαός». Αλλά λίγο παρακάτω προσθέτει: «Τότε μόνο μπορεί το άτομο να παίζει σπουδαίο ρόλο, όταν στηριχτεί, σε καμιά κοινωνική ομάδα, υποστηρίζοντας κυρίως τα συμφέροντά της. Έτσι έκαμαν και οι μεγάλοι πολιτικοί», και αναφέρνει με τόνομά τους τον Μπίσμαρκ και τον Καβούρ. Δεν είπα ποτέ, ούτε σκέφτηκα το εναντίο, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ κανένα άτομο, και προπάντων άτομο πολιτικό, ξεκάρφωτο από την κοινωνία όπου μεγάλωσε και ζει και πολιτεύεται. Όχι μόνο ο Καβούρ και ο Μπίσμαρκ, παρά και ο Περικλής και ο Καίσαρ ακούμπησαν στις κοινωνικές τάξες για να αναδειχτούνε. Αλλά, ενώ ο κ. Σκληρός θα στηριχτεί στους προλετάριους, που ακόμα δεν υπάρχουν ή δεν είναι σωστοί προλετάριοι, εγώ, άλλο άτομο, θα στηριχτώ στην τάξη των βιομήχανων και εμπόρων, και θα υποστηρίξω τα συμφέροντά της, θα προσπαθήσω να τους συνασπίσω, να τους δείξω τη δύναμη της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης. Και φέρνω ένα μικρούτσικο παράδειγμα: εδώ που είμαι γνωρίζω έναν που πασκίζει να φτειάσει μια coopérative de crédit από Έλληνες κεφαλαιούχους κ’ εμπόρους. Αυτή άμα γίνει, θα βοηθήσει την Ελληνική βιομηχανία και το εμπόριο και τη ναυτιλία. Αυτή η υποστήριξη της βιομηχανίας θα φέρει φυσικά την ανάπτυξη της τάξης των εργατών (προλετάριων). Και τότε θα είναι ευχαριστημένος ο κ. Σκληρός. Όταν έγραψα στο άλλο μου άρθρο πως κ α ι οικονομικούς αγώνες έκαμε η Ιταλία πριν από την ένωση της, ίσα ίσα τον Καβούρ είχα στο νου μου....
Λοιπόν, από μια μεριά θα στηριχτώ στους δούλους και θα τους βοηθήσω για να γυρέψουν και να επιτύχουν καλύτερη τύχη, και από την άλλη, θα προσπαθήσω να ενωθούν κεφάλαια σ’ όλο τον Ελληνισμό, για να αρχίσουν μεγάλες επιχείρησες εμπορικές, ναυτιλιακές, βιομηχανικές. Αυτό είναι με λίγα λόγια το πολιτικό-κοινωνικό πρόγραμμα ενός σύγχρονου Ρωμιού. Δεν αναφέρνω και μερικές άλλες προσπάθειές μου (και αυτές κοινωνικές), όπως είναι η προπαγάντα για τη διάδοση της δημοτικής, και για την αλλαγή του συστήματος στην εκπαίδεψη. Θέλω να παρατηρήσω εδώ και το εξής: ο σοσιαλισμός πηγαίνει πλάγι στον κοσμοπολιτισμό. Και τον κοσμοπολιτισμό τον προβλέπω, έρχεται. Μα δεν τονέ φοβούμαι ούτε αυτόν, ούτε τον σέβομαι υπερβολικά, ούτε ξιππάζομαι μπροστά του. Θα έρθει και ίσως περάσει πάλι όπως τόσα άλλα. Και, το κάτω κάτω της γραφής, ο άνθρωπος είναι τόσο μικρό πράμα στον κόσμο τον απέραντο! Θα ήμουν ανόητος να αρνηθώ τον κοσμοπολιτισμό ή το σοσιαλισμό, ή να βαλθώ να τα πολεμήσω. Αλλά επειδή έτυχε να γεννηθώ Έλληνας, και επειδή οι Έλληνες την τωρινή στιγμή δε βρίσκονται α κ ό μ α στο στάδιο του σοσιαλισμού και επειδή περιτριγυρίζονται από έθνη με σύνορα που θέλουν να μας φάγουν, να μας εξαφανίσουν αν μπορούν, και επειδή εμένα δε μου καλοέρχεται να φαγωθώ από Βουλγάρους ή Ρώσσους (είμαι, βλέπετε, κ’ εγώ μια ανάγκη, αφού υπάρχω), ― για τούτο θέλω π ρ ώ τ α ν α ε ξ α σ φ α λ ι σ τ ε ί η ε λ λ η ν ι κ ή μ ο υ υ π ό σ τ α σ η (μας το απαιτούν, βλέπετε, μας το επιβάλλουν τα τριγυρινά μισοάγρια έθνη), έ π ε ι τ α ν’ α ν α π τ ύ ξ ω τ ι ς ο ι κ ο ν ο μ ι κ έ ς μ ο υ δ υ ν ά μ ε ι ς, και ύστερα ας διαλυθεί, ας κοσμοπολιτιστεί, ας σοσιαλιστεί, ας κάμει ό,τι θέλει το έθνος μας. Αν ήμουν Ιταλός και ζούσα πριν από τα 1868 θα έλεγα το ίδιο. Αν ήμουν Ιταλός σημερινός θα πάσκιζα ίσως να γενικέψω το σοσιαλισμό στο έθνος μου, και τον κοσμοπολιτισμό σ’ όλους τους ανθρώπους. Ο κ. Σκληρός, χωρίς να το πολυπαραδέχεται, είναι Έλληνας ως στο κόκκαλο, και γι’ αυτό συλλογίζεται π ρ ώ τ α π ρ ώ τ α πώς να διορθώσει την Ελληνική κοινωνία. Αδιάφορο αν η διάγνωση του δεν ήταν εντελώς σωστή. Κατά τη γνώμη μου, δεν έπρεπε να μιλήσει μόνο για την Ε λ λ α δ ι κ ή κ ο ι ν ω ν ί α, έπειτα δεν έπρεπε να βιαστεί να γυρέψει προλετάριους εκεί που δεν υπάρχουν, ύστερα δεν ήταν σωστό, νομίζω, να γενικέψει το σοσιαλισμό και να τον κάμει απόλυτη οικονομολογική και κοινωνιολογική θεωρία. Και έπρεπε να ξεχωρίσει πιο καθαρά την κοινωνιολογία από τον κοινωνισμό....
Προσθέτω ότι εγώ τουλάχιστο δεν πιστεύω να διορθώνεται καμιά κοινωνία. Οι κοινωνίες ζουν ζωντανά ή κοιμισμένα. Η Ελληνική κοινωνία δε θέλει διόρθωμα, παρά ξύπνημα, αν ξυπνιέται, γιατί είναι σα μαραμένη. Για να αλλάξεις μια κοινωνία πρέπει να αλλάξεις το χαραχτήρα των ατόμων της. Μα πώς γίνεται αυτό, αφού το χαραχτήρα μας, μας τον έφτειασαν οι αιώνες; Και πάλε οι αιώνες, με τη βοήθεια των πρώτων της φυλής, θα τον αλλάξουν. Ο Έλληνας είναι συντηρητικός και δεν τον έβλαψε πολύ που έμεινε τέτοιος. Αυτή η συντηρητικότητά του έσωσε τον εθνισμό του. Μα ίσως αυτό δεν πολυσημαίνει, αδιάφορο, είναι γεγονός. Όπως το γλωσσικό ζήτημα που οι Ιταλοί το έλυσαν από τον 15ον αιώνα, οι Έλληνες έμειναν τόσο πίσω που στον 20όν αιώνα να μην το έχουνε λύσει ακόμα, έτσι και στάλλα ζητήματα έμειναν πίσω. Αυτό όμως δε θα πει πως είναι κατώτεροι από άλλους λαούς. Ο κ. Σκληρός λέει πως είναι σκεπτικιστής ― όπως όλοι οι. . . σοσιαλιστές. Μα ίσως εγώ είμαι πιο σκεπτικιστής ακόμα, και το σοσιαλισμό που τον παραδέχεται αυτός για τελειωτική σχεδόν εξέλιξη, εγώ αμφιβάλλω και διστάζω να τον παραδεχτώ για σχετική προκοπή. Όλα είναι σχετικά. Έτσι και για την επιστήμη. Δεν την περιφρονώ, όπως νομίζει ο κ. Σκληρός, αλλά υποψιάζομαι τη σημερινή επιστημονική διάθεση των πολλών που χαντακώνει κάθε ενέργεια άλλη και στενεύει πολλά ανθρώπινα μυαλά. Ότι τ ώ ρ α ο σοσιαλισμός δίνει και παίρνει σε μερικούς τόπους, το βλέπω και δεν είμαι τυφλός. Και συνταράζει τις μάζες τις λαϊκές. Μα ό,τι κυριαρχεί τ ώ ρ α σ ε μ ε ρ ι κ ο ύ ς τόπους της Ευρώπης, δεν είναι και τέλειο, ούτε τελειωτικό. Ίσως ο κ. Σκληρός, περιτριγυρισμένος, όπως είναι αυτή τη στιγμή, από θεωρίες, αισθήματα, ψύχωσες και ιδανικά κοινωνικών κύκλων της Γερμανίας, επηρρεάστηκε υπερβολικά από μερικούς κύκλους και λησμόνησε άλλους κύκλους, και λησμόνησε ολότελα πως κάθε έθνος έχει τα φυσικά του και δεν μπορεί να τα παραβλέψει ένας επιστήμονας....
Παντού ίσως βρίσκονται σοσιαλιστές, αλλοιώς όμως αισθάνονται και αλλοιώς πολιτεύονται στη Γαλλία, διαφορετικά στη Γερμανία, και αλλοιώτικα στην Αγγλία ή στη Ρωσσία ή όπου αλλού. Αλλά και τα αποτελέσματα του σοσιαλισμού στα διάφορα έθνη είναι διαφορετικά. Έχουνε βέβαια κάτι τι κοινό οι σοσιαλιστές σ’ όλα τα έθνη ― τον πόθο να καλλιτερέψουν την τύχη τους, δηλαδή να ξεκουράζονται όσο μπορούν περισσότερο, ― αλλά δεν παρατηρεί τάχα πως έχουν και διαφορές, κα| ότι οι διαφορές αυτές βγαίνουν από τη διαφορά των χαρακτήρων και του πολιτισμού του κάθε έθνους; Είναι δυνατό το συγκαιρινό αίσθημα των λαών για τα σοσιαλιστικά ιδανικά. Μα είναι επίσης δυνατό και το αίσθημα, όχι του πατριωτισμού, αλλά της διαφοράς που υπάρχει αναμεταξύ Γάλλους, Άγγλους, Γερμανούς κτλ. Η διαφορά φτάνει ως στον πόλεμο αναμεταξύ στα έθνη ― για την επικράτηση. Η κληρονομικότητα είναι τρισμέγιστη δύναμη. Αν με τον καιρό σβυστούνε οι διαφορές, ― αν οι συγκοινωνίες γίνουν τόσο γρήγορες και τέλειες, που να μπορεί ο άνθρωπος σήμερα να γεννιέται στο Τουμποκτού και αύριο να βρίσκεται στο βόρειο πόλο, μεθαύριο στη Νέα Υόρκη, και την άλλη μέρα στην Τεχεράνη, ― αν οι επιγαμίες μεταξύ των ανθρώπων των τωρινών εθνών γίνουν πυκνότερες, ― αν καταργήσουμε τα κλίματα, γινόμενοι νομάδες, όπως μπορεί μπορεί μια μέρα να συμβεί, ― τότε βέβαια, ύστερα από αιώνες, θα καταντήσουμε κοσμοπολίτες, τότε βέβαια και η κληρονομικότητα θα αρχίσει να γίνεται κοινή σ’ όλους τους ανθρώπους, και δε θα υπάρχουν χωριστές κληρονομικότητες, και χωριστά επομένως έθνη, αλλά μια κληρονομικότητα και έ ν α έθνος ― η α ν θ ρ ω π ό τ η . Όμως πάντα θα υπάρχουν μάζες ανθρώπινες, που θα ξεχωρίζουνται με σύνορα αναμεταξύ τους, και τους ανθρώπους της κάθε μάζας θα τους συνδέουν κάποια συμφέροντα κοινά. Δε θα είναι έθνη, μα θα είναι μάζες. Μονάχα οι λέξες αλλάζουν! Και η Α ν ά γ κ η, η Μοίρα η παντοτεινή, θα ορίζει αιώνια και θα κυβερνά τους ανθρώπους....
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου