Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

ΔΙΧΑΣΜΕΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

ΔΙΧΑΣΜΕΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΙΧΑΣΜΕΝΟΥ
ΜΑΡΓΑΡΙΤΕΣ
ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΤΟ ΦΩΣ
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ
ΚΟΜΠΑΡΣΟΣ
ΘΕΑΤΗΣ
ΧΑΟΤΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
ΠΙΑΣΤΕ ΤΟΥΣ
ΠΕΣ ΜΟΥ
ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΙΧΑΣΜΕΝΟΥ
Εσύ που κλέβεις τον αέρα που αναπνέω
και στις φλέβες σου κυλάει δικό μου αίμα
δικά σου λάθη μου χρεώνεις κι ας μην φταίω
βλέπεις τον κόσμο σου απ’ το δικό μου βλέμμα
Εσύ γελάς και με πετάς μες στη μιζέρια
δανείζεσαι τη σάρκα μου και φεύγεις μακριά
πιάνεις τους φόβους σου με τα δικά μου χέρια
στη λογική του παραλόγου σαν ανόητα παιδιά
Εσύ που διώχνεις όλα αυτά που αγκαλιάζω
απο το σάλιο μου κρατιέσαι τραγουδάς
μου μολύνεις το μυαλό μα δεν αλλάζω
απ’ τα δικά μου χείλη ασταμάτητα μιλάς
είμαστε θύματα απο το ίδιο σπέρμα
με το δικό μου όνομα κοιμάσαι και ξύπνας
είσαι κρυμμένος κάτω απο το δικό μου δέρμα
τις αξίες και τα λόγια μου πουλάς
ο καλύτερός μου φίλος και ο χειρότερος εχθρός
σε μισώ γιατί είσαι μέρος της ζωής μου
μα είσαι η μόνη μου παρέα όταν μένω μοναχός
είσαί μικρόβιο της βρωμερής αναπνοής μου
είσαι η αιτία που αισθάνομαι τρελός
όταν γίνεσαι ο πόνος της ψυχής μου
όταν φράζεις τη ροή της λογικής μου
βγάλε τον σκασμό όταν μιλάω
και πρόσεξε τα λόγια μου καλά
σου απαγορεύω να ονειρεύεσαι
σου απαγορεύω να ερωτεύεσαι
σου απαγορεύω να αγαπάς
σου απαγορεύω να αγαπιέσαι
σου απαγορεύω να εμπιστεύεσαι
για να ‘σαι ευτυχισμένος
είσαι ένα φρικιό, και γαμάς ότι γαμάω
είσαι ένας δειλός, που επάνω του πατάω
θα πεθάνουμε μαζί, όταν τινάξω τα μυαλά μου
και τα έντερά μου απλώσω, μαζί με τα όνειρά μου
ΜΑΡΓΑΡΙΤΕΣ
Τι είπες πως είναι απλό
να έχεις λεφτά να φτύνεις το φτωχό
να έχεις στα χέρια σου εξουσία μαζεμένη
κι οι υπηρέτες σου να ζουν δυστυχισμένοι
τους ακούς να πεθαίνουν
τους ακους να πονάνε
βοήθεια να ζητάνε
τα σκυλιά σου θα φάνε
τα παιδια τους πεινάνε
το έλαιος σου ζητάνε
Τι ειπές πως είναι απλό
να είσαι κυρίαρχος στον κόσμο αυτό
να αποφασίζεις πως
και ποιοί θα πεθαίνουν
και να αφανίζεις όσους σε κοντράρουν
νομίζεις πως είσαι ο ένας πως είσαι ο θεός
ένα μπαστάρδι κοινώς
Μαργαρίτες
Τι είπες πως είναι απλό
να ‘σαι της τάξης το όργανο
με γκλοπ και κράνη μόνο γέρους βαράς
και δακρυγόνα στα παιδιά σου πετάς
ο νόμος φίλος καλός φύλακας άγγελος
ένα μπαστάρδι κοινώς
ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΤΟ ΦΩΣ
Εγώ είμαι ένας ξένος που ακούει τις φωνές σας
το μαύρο αίμα γλύφω που κυλάει απο τις πληγές σας
βλέπω μες τα μάτια σας το μίσος τη φοβία
και είμα πάντα δίπλα σας στα πορφυρά σφαγεία
σε αυτόχειρες φαντάρους και σε παιδιά του δρόμου
το πιστόλι εκπυρσοκρότησε με το δάκτυλο του νόμου
εγώ στεκόμουν πλάι τους και κοιτούσα απ’ τη γωνία
να οργιάζουν οι ψυχές απο αρρωστημένη βία
εγώ ειμί το φως σε μια στημένη απάτη
αυτό που οι υποκριτές ονομάσανε αγάπη
με σύρριγγες στο δέρμα και μπουκάλια δηλητήριο
σε ιδρύματα θανάτου σ’ ενα φρικτο βασανιστήριο
εγώ ειμί το φως σε μπαρ της αμαρτίας
σε φλέβες με ξυράφι, στα ρητά της αδικίας
σε καπνούς απο τσιγάρα, σε ροκ επαναστάσεις
που πέθαναν στην σκηνή με χαμηλές εντάσεις
Δεν γνωρίζω αν είμαι ο γιός του διαβόλου
δεν γνωρίζω αν είμαι ο γιός του θεού
ζω στο γυάλινο κλουβί της λογικής σας
σαν δραπέτης ενός κόσμου μοχθηρού
δεν γνωρίζω αν σας φέρνω σωτηρία
και αν μοιάζω στην μορφή καταστροφής
ήρθα να φέω μια αλήθεια διχασμένη
και εσείς θα με σταυρώσετε στο δρομό της φυγής
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ
Απόψε λέω να ντυθώ θεός
και να φορέσω την πιό όμορφή μου μάσκα
Θέλω να έχω μια λάμψη φιλική
να ξεγελιέται κάθε ηλίθιος θνητός
Φιλίστε μου τα πόδια προσκυνήστε με
ξέρω πως είμαι ο σωτήρας που ζητάτε
θαυμάστε με, αγκαλιάστεμε, αγαπήστε με
Κάντε θυσίες για τη φρίκη που περνάτε
Απόψε λέω να ντυθώ υποκριτής
να μολύνω την ατμόσφαιρα με ψέματα
Θέλω να φαίνομαι μεγάλος και τράνος
στην ασήμαντη ζωή σας να είμαι ο υποκριτής
ΚΟΜΠΑΡΣΟΣ
Θνητέ αντικρύζω το φόβο σου
στις προσευχες που αγάπη ζητιανεύεις
στο μικρό & ασήκωτο θρόνο σου
να προσκυνάς, να ικετεύεις
δειλός μοιρολογάς και γονατίζεις
αδύναμος να ανέβεις στη σκηνή
αξιοθρήνητος με δάκρυα αιχμαλωτίζεις
σε έναν καθρέπτη μια ευάλωτη μορφή
ένα χαμόγελο φοράς εικονικό
πια κόλαση που πίσω σου κοχλάζει
πες μου ποιο όνειρο που έχει βγει αληθινό
ποιος κατώτερος θεός σε δοκιμάζει
Θνητέ το βασίλειο της θλίψης
είναι απέραντο γεμάτο δυστυχία
Σκέψεις που σε γεμίζουνε με τύψεις
ενοχές που σε ποτίζουν αμαρτία
σιωπηλός και απόμακρος κοιτάζεις
κάθε σημάδι από την νέα σου πληγή
κάποιου ξένου τη σκιά θα αγοράζεις
αφού στο πλήθος η δικιά σου έχει χαθεί
ΘΕΑΤΗΣ
Αναρωτιέμαι ποιος ρόλος μου ανήκει
όταν έρμαιος πάνω σε σάπιες πόλεις
οι δρόμοι μαστιγώνουνε τη πλάτη μου
και το αλκοόλ μολύνει τις πληγές μου
έχω χαθεί κάπου μέσα στο κεφάλι μου
σε μελωδίες της απέναντι πλευράς
νοιώθω να με έλκουνε σκηνές θανάτου
αδυναμίες μιας αλλόκοτης φθοράς
Αναρωτιέμαι ποιος ρόλος μου ανήκει
Αναρωτιέμαι αν η ζωή μου, μου ανήκει
Αναρωτιέμαι ποιος ρόλος μου ανήκει
όταν δεμένος στο κατάρτι κάποιου φόβου
τα Φώτα ναυαγούν κάθε ελπίδα μου
και οι νύχτες αγκαλιάζουν τη σιωπή μου
γνωστές φωνές με τραβάνε από το χέρι
με αποξενώνουν με λόγια απελπισίας
ψιθυρίζουνε πως τίποτα δεν διαρκεί για πάντα
μ’αποτελειώνουν με σενάρια υποκρισίας
ΧΑΟΤΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ
Έλα κλαψιάρα σκύλα να με πάρεις
πριν με ρίξουνε στον κύκλο του θανάτου
που χάραξες στα δέντρα πριν ρεφάρεις
για την εκδίκηση ενός θεού φευγάτου
Έλα μανιασμένο ερπετό στην αγκαλιά μου
και γλύψε από των ζώων τισ βρωμιές
καθώς έρχεσαι να φέρεις τα φτερά μου
δεν έχει ήλιο να πετάξουμε στο χθες
εκεί που τα γραφεία των φονιάδων
ήταν αλάνες για νεράιδες και γιορτές
που μεθούσαν οι εραστές των πατεράδων
κι οι γιοι τους παίζουν με κούκλες πλαστικές
εκεί που ήταν όλοι πριν τους δέσεις
στον χαοτικό ωκεανό της μοναξιάς
Έλα πόρνη μητριά πριν πέσεις
να με πας στην άλλη άκρη της χαράς
εκεί που τα παιχνίδια ήταν αθώα
σαν λέξεις και χαμλογελα μωρού
τώρα γίνατε τα χειρότερα τα ζώα
καρφώνετε την γλώσσα ενός δειλού
πάρε με και μένα μίζερη γριά
στονχαοτικό ωκεανό σου να χαθώ
και κάψε όλες τις μάγισσες με χάρτινα κεριά
μήπως έτσι από τα μάτια τους σωθώ
όμορφη παράνοια να με φιλήσεις
στα απόκρυφα σημεία της καρδιάς μου
κι από ολα τα δάκρυα που θα χύσεις
κάποια θα είναι λάσπη της φωλιάς μου
ΠΙΑΣΤΕ ΤΟΥΣ
Πάντα η ίδια ιστορία
νεκροί στους δρόμους και ανεργία
χιλιάδες κάθε μέρα πεθαίνουν για ψωμί
ενώ τα αφεντικά έχουν χαβιάρι και κρασί
και αντί να κάτσουνε στους κώλους
τους να βρουν μια λύση
βιομηχανίες τους γαμούν τη φύση
πιάστε τους
γαμήστε τους
πιάστε τους
και από τα ύψη κατεβάστε τους
κάποτε θα έρθει εκείνη η μόνη μέρα
που όλοι αυτοί οι πάτανοι
θα πάρουν τον αέρα
τι με οιτάζεις ρε το ξέρεις πως θα γίνει
θα πέσει αυτός ο μπάσταρδος
που αίμα και ιδρώτα πίνει
σου είπα μην κοιτάς το ξέρεις έχεις γίνει πιόνι
με χημικές ουσίες σε μαστουρώνει
και αντί να τρέξεις να αποτοξινωθείς
λες και ευχαριστώ που τον υπηρετείς
για κοίτα αυτό δεν πάει άλλο
τραβάς κανένα ζόρι
εγω πάντως πολύ μεγάλο
πρόσεξε να ξέρεις πως κινδυνεύεις
να ξέρεις πως δεν με νοιάζει
αν εσύ δεν με πιστεύεις
τώρα ήρθε η ώρα
στη μάζα της εκδίκησης έλα και ‘σύ προχώρα
οι καπιτάλες πέφτουνε
πετιούνται στα σκουπίδια
αυτοί που γαμηθήκανε τους κόψανε τα αρχίδια
όλοι οι κεφαλαιούχοι υποκύπτουνε στη βια
τους αξίζει αφανίστε τους δεν είναι αμαρτία
τώρα ήρθε εκείνη η στιγμή που η ολική συνείδηση
θα γίνει αρχική και τ΄ρα απ’ την άλλη μεριά κοιτάς
όμως ακούω πες τι ζητάς
άντε γαμήσου γιατί δεν μου μιλάς
ΠΕΣ ΜΟΥ…
Για τα δάκρυα μιας πουτάνας, τα δάκρυα μιας παρθένας
πες μου τι αισθάνθηκα όταν δε νοιάστηκε κανένας
πόσο ήμουν όταν ξύπνησα σε ξεραμένα φύλλα
και μόνος μου αισθάνθηκα σε απέραντη μαυρίλα
πες μου πότε σκέφτηκα το δρόμο αυτοκτονίας;
Στο κέτρο μιας αρένας, εκεί που με έχουν δέσει
πες μου για όσα είχα, και όσα άφησα στη μέση
πότε ρώτησα αν μ’αρέσει ό,τι περισσότερο μονάει
ότι τρυπάει τη σάρκα μου ή τη καρδιά μου ότι τρυπάει
πόσο ήμουν όταν μίσησα το χαμένο εαυτό μου;
Σα μάτια ενός μωρού που επιθυμεί να μεγαλώσει
πες μου για όσα είδα, για όλα αυτά που μ’έχουν δώσει
πως ήμουν όταν θέλησα με φόρα να χτυπήσω
το κεφάλι μου στον τοίχο, και από χρόνια να ξυπνήσω
σ’ένα κόσμο τέλειο με τέλειους ανθρώπους!
σπάσε! χτύπα! γάμα! κλάψε!
Στη σκηνή ενός θεάτρου κάποιος ρόλος περισσεύει
πες μου πότε φόρεσα τη μάσκα που μπερδεύει
τη νύχτα με τη μέρα και το χάδι με τη βία
τα χείλη μου αν μάτωσαν για μια μικρή κυρία
πες μου πότε ήταν όταν θέλησα να φύγω;
Στο γάμο ενός άγιου, στο γάμο του διαβόλου
πες μου αν τσατίστηκα με μάγισσες του κώλου
με όνειρα που φύγανε χωρίς να εκπληρώσω
τι γρήγορα μεγάλωσα και πρέπει να πληρώσω
τι μέρα ήταν τότε που ρώτησα τι κρύβουν;
Για την ανάσα ενός παιδιού που έτρεχε μονάχο
πες μου ποιο τραγούδι ζωγράφισα στο βράχο
που έριξα τα δάκρυα στο τελευταίο πάρτυ
όταν άκουσα πως σβήσανε την αλήθεια από χάρτη
πες μου γιατί άντεξα; και από τότε ζω;
ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ
Κάτι τρώει τα σωθικά σου σου σαλεύει το μυαλό
Κάτι τρελαίνει τα παιδιά σου σε ταξιδεύει προς τα εδώ
με δυο μπουκάλια ρετσίινα δυο μπουκάλια κρασί
Κάτι τον τελευταίο μήνα σου χαλάει την γιορτή
και το πικάπ το παλιό ένα δισκάκι σου παίζει
βλέπεις έχει καιρό που η καρδιά τρεμοπαίζει
Κάτι στη σάρκα σου τρέχει κάτι στο αίμα σου ρέει
αυτός που έρχεται έχει εκείνο που φταίει
πάλι χάνεσαι γέρο
σε λιβάδια, ουρανούς
ότι κερδίσω θα φέρω
στης ζωης τους χορούς
και το Σάββατο βράδυ
προσπαθείς να αγκαλιάσεις
μια μητέρα με χάδι
και εμάς να ξεχάσεις
πόσοι ήρθαν για κοίτα
και όλοι είναι απο αλλού
από τους αγγέλους για ζήτα
τη συντροφιά του θεού
όλοι σου δίνουν το χέρι
και σου δείχνουν το δρόμο
το άλογο σου θα φέρει
όσα φορτώνεις στον ώμο
για δες που περιμένουν
και είναι οι ανάσες σου μικρές
με τα δάκρυα τους δένουν
κάποιες κουβέντες από το χθες
και στα χέρια των δικών σου,
στα χέρια του γιου σου
σβήνει η ζωή των ματιών σου
και η ελπίδα του νου σου
και η καμπάνα χτυπάει
και λουλούδια σου φέρνουν
όλος ο κόσμος περνάει
και αναμνήσεις τους σέρνουν
ενώ φοράς τα καλά σου
ξέρω από εκεί πως ακούς
θα πιω αυτό στην υγειά σου
στους μαρμάρινους σταυρούς

Leave a Reply

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου