Τζον Στάινμπεκ (1902 - 1968)
από Kedros Publishers - Ekdoseis Kedros, Πέμπτη, 20 Δεκεμβρίου 2012 στις 3:05 μ.μ. ·
Σαν σήμερα, το 1968, έφυγε από τη ζωή ο Τζον Στάινμπεκ.
Ο Τζον Στάινμπεκ γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 1902 στην Καλιφόρνια. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του. Στη συνέχεια εργάστηκε ως εργάτης και ως δημοσιογράφος, γράφοντας παράλληλα το πρώτο του μυθιστόρημα, τη Χρυσή Κούπα (1929).Έγινε γνωστός το 1935 με τη συλλογή ιστοριών Η Πεδιάδα της Τορτίγια. Ασταμάτητος πειραματιστής σε όλη την καριέρα του ο Στάινμπεκ, το έργο του είναι πολυποίκιλο. Τη δεκαετία του 1930 επικεντρώθηκε στα προβλήματα της εργατικής τάξης, παρουσιάζοντας τρία από τα πιο σημαντικά του μυθιστορήματα: Σε αμφίβολη μάχη (1936),Άνθρωποι και ποντίκια (1937) και το βιβλίο που θεωρείται από πολλούς το καλύτερό του, Τα σταφύλια της οργής (1939), για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1940 ο Στάινμπεκ γίνεται κινηματογραφικός παραγωγός με το The Forgotten Village (1941) και ένας σοβαρός μελετητής της θαλάσσιας βιολογίας με το Sea of Cortez. Το 1952 εκδίδεται το Ανατολικά της Εδέμ, ένα φιλόδοξο έπος για την κοιλάδα Σαλίνας και την ιστορία της οικογένειάς του. Το 1962 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του στη Νέα Υόρκη και στο Σαγκ Χάρμπορ μαζί με την τρίτη σύζυγό του, με την οποία έκανε πολλά ταξίδια. Πέθανε τοΣτην Ελλάδα κυκλοφορούν τα έργα του: Τα σταφύλια της οργής, Άνθρωποι και ποντίκια, Ο δρόμος με τις φάμπρικες, Ανατολικά της Εδέμ, Η χρυσή κούπα, Ο χειμώνας της διχόνοιας, Σ’ έναν άγνωστο θεό, Σε αμφίβολη μάχη, Το φεγγάρι έπεσε, Το κόκκινο αλογάκι,Το μαργαριτάρι, Γλυκιά Πέμπτη, Οι ταξιδιώτες, Η μακριά κοιλάδα, Ουράνιες βοσκές, Τορτίλα φλατ, Θαλασσινές ιστορίες (συλλογικό), Πέντε συνεντεύξεις (συλλογικό), Ταξίδια με τον Τσάρλυ.
Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί, σε μετάφραση της Κίρας Σίνου, το βιβλίο του Ρωσικό ημερολόγιο, που συνοδεύεται από φωτογραφίες του περίφημου Ρόμπερτ Κάπα. Ο Στάινμπεκ και ο Κάπα περιγράφουν το ταξίδι τους στη Ρωσία του ψυχρού πολέμου δίνοντας στον αναγνώστη την ευκαιρία να ανακαλύψει το αληθινό πρόσωπο ενός κόσμου που για περισσότερο από έναν αιώνα ήταν κρυμμένο.
Με την απομόνωση της Ανατολικής Ευρώπης πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα ο συγγραφέας Τζον Στάινμπεκ και ο φωτογράφος Ρόμπερτ Κάπα ταξίδεψαν στη Σοβιετική Ένωση, από τις 31 Ιουλίου ως τα μέσα Σεπτεμβρίου του 1947, ως απεσταλμένοι της εφημερίδας New York Herald Tribune. Αυτή η σπάνια ευκαιρία τους οδήγησε όχι μόνο στη Μόσχα και στο Στάλινγκραντ αλλά και στις αγροτικές περιοχές της Ουκρανίας και του Καυκάσου.
Στόχος τους, όπως δήλωναν οι ίδιοι, να κάνουν μια ειλικρινή ανταπόκριση, να καταγράψουν όσα είδαν και άκουσαν χωρίς σχόλια, χωρίς να βγάζουν συμπεράσματα για πράγματα που δεν γνωρίζουν αρκετά. Καρπός του ταξιδιού αυτού ήταν το Ρωσικό Ημερολόγιο, το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 1948 και παραμένει σήμερα ένα κλασικό έργο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και ένα σπάνιο ιστορικό ντοκουμέντο.
Αυτά τα οποία είδαν και κατέγραψαν με λέξεις και εικόνες είναι αυτό που ο Στάινμπεκ αποκαλεί «η μεγάλη άλλη πλευρά…η ιδιωτική ζωή του ρωσικού λαού».
«Αργότερα επισκεφτήκαμε το Μουσείο Λένιν. Αίθουσες επί αιθουσών με τα ψήγματα της ζωής ενός ανθρώπου. Φαντάζομαι ότι τόσα ντοκουμέντα δεν υπάρχουν για τη ζωή καμίας άλλης ιστορικής προσωπικότητας. Ο Λένιν δεν θα πρέπει να πετούσε τίποτα. Οι αίθουσες και οι προθήκες είναι γεμάτες με αποσπάσματα από τα γραπτά του, με λογαριασμούς, ημερολόγια, μανιφέστα, φυλλάδια. Οι πένες και τα μολύβια του, τα μαντίλια, τα ρούχα του, τα πάντα βρίσκονται εκεί μέσα, ενώ ολόγυρα στους τοίχους είναι κρεμασμένοι τεράστιοι πίνακες με κάθε περιστατικό της ζωής του, από τότε που ήταν αγόρι. Κάθε περιστατικό της Επανάστασης στο οποίο είχε πάρει μέρος απεικονίζεται σε θεόρατους πίνακες στους τοίχους. Τα βιβλία του βρίσκονται μέσα σε λευκά μαρμάρινα πλαίσια, επίσης αναρτημένα στους τοίχους, με τους τίτλους τους να αναγράφονται σε μπρούντζινες επεξηγηματικές πλακέτες. Υπάρχουν αγάλματα του Λένιν σε κάθε πιθανή στάση, ενώ πιο μετά, στους πίνακες για τη ζωή του, εμφανίζεται και ο Στάλιν. Παρ’ όλα αυτά, σε ολόκληρο το μουσείο δεν υπάρχει ούτε ένα πορτρέτο του Τρότσκι. Όσον αφορά τη ρωσική ιστορία, ο Τρότσκι έχει πάψει να υπάρχει, δεν υπήρξε καν ποτέ. Αυτού του είδους η ιστορική προσέγγιση μας φαίνεται ακατανόητη. Είναι η ιστορία όπως θα θέλαμε να ήταν και όχι όπως ήταν στην πραγματικότητα. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τρότσκι άσκησε μεγάλη ιστορική επίδραση στη Ρωσική Επανάσταση, όπως και ότι η απομάκρυνση και η εξορία του είχαν μεγάλη ιστορική σημασία. Ωστόσο, για τους νέους Ρώσους ο Tρότσκι δεν υπήρξε ποτέ. Για τα παιδιά που πηγαίνουν στο Μουσείο Λένιν και βλέπουν την ιστορία της επανάστασης δεν υπάρχει Τρότσκι, ούτε καλός ούτε κακός.
Το μουσείο ήταν γεμάτο κόσμο. Υπήρχαν ομάδες Σοβιετικών στρατιωτών, παιδιά και τουρίστες από τις διάφορες δημοκρατίες. Η κάθε ομάδα είχε τον ξεναγό της και ο κάθε ξεναγός είχε μια ράβδο με την οποία έδειχνε τα διάφορα αντικείμενα υπό συζήτηση.
Όσο ήμαστε εκεί μπήκε μια στοιχημένη ομάδα παιδιών που είχαν μείνει ορφανά στον πόλεμο, αγοράκια και κοριτσάκια από έξι μέχρι δεκατριών χρόνων, φρεσκοπλυμένα και ντυμένα με τα καλά τους. Διέσχισαν κι εκείνα το μουσείο και κοιτούσαν με ορθάνοιχτα μάτια την τεκμηριωμένη ζωή του νεκρού Λένιν. Κοιτούσαν με θαυμασμό τον γούνινο σκούφο του, το πανωφόρι του με τον γούνινο γιακά, τα παπούτσια του, τα τραπέζια πάνω στα οποία έγραφε, τις καρέκλες στις οποίες καθόταν. Οτιδήποτε αφορά αυτό τον άνθρωπο είναι εκεί, τα πάντα, εκτός από το χιούμορ. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι έστω και μία φορά σε όλη του τη ζωή έκανε μια αστεία ή ελαφριά σκέψη, ότι υπήρξε μια στιγμή που γέλασε με την καρδιά του ή ότι πέρασε ένα ευχάριστο απόγευμα. Είναι απολύτως βέβαιο ότι υπήρξαν τέτοιες στιγμές, αλλά ίσως η Iστορία του τις απαγορεύει.
Το μουσείο αυτό σου δίνει την εντύπωση ότι ο ίδιος ο Λένιν είχε επίγνωση της θέσης του στην Iστορία. Όχι μόνο φυλούσε κάθε ψιχίο της σκέψης και των γραπτών του, αλλά είχε και εκατοντάδες φωτογραφίες του. Φωτογραφιζόταν παντού, σε οποιαδήποτε περίσταση και σε κάθε ηλικία, σαν να είχε σχεδόν προβλέψει ότι κάποια μέρα θα υπήρχε ένα Mουσείο Λένιν.
Σε ολόκληρο το χώρο κυριαρχεί σιγή. Ο κόσμος μιλάει ψιθυριστά και οι ξεναγοί με τις ράβδους μιλούν με μια περίεργη, μελωδική ψαλμωδία. Γιατί στο μυαλό των Ρώσων αυτός ο άνθρωπος έχει πάψει να είναι άνθρωπος. Δεν είναι πια πλασμένος από σάρκα, αλλά από πέτρα, μπρούντζο και μάρμαρο. Το φαλακρό κεφάλι και το μυτερό μουσάκι βρίσκονται παντού στη Σοβιετική Ένωση. Τα έντονα μάτια του με το λοξό βλέμμα σε κοιτάζουν μέσα από τους καμβάδες και σε παρατηρούν από τις γύψινες κόγχες τους.
Το βράδυ πήγαμε σ’ ένα πάρτι στην αμερικανική λέσχη, ένα μέρος όπου πηγαίνουν για ψυχαγωγία οι υπάλληλοι της πρεσβείας και οι στρατιώτες και οι ναύτες από τα γραφεία του στρατιωτικού και του ναυτικού ακολούθου. Είχαν ένα φαρμακερό ποντς από βότκα και χυμό γκρέιπφρουτ, που θύμιζε τις μέρες της ποταπαγόρευσης. Ο Εντ Γκίλμορ, λάτρης του σουίνγκ, διηύθυνε μια μικρή ορχήστρα. Κάποτε την αποκαλούσε Κοράκια του Κρεμλίνου, αλλά αυτή η ονομασία δεν άρεσε και πολύ στον κόσμο, οπότε την άλλαξε σε Αρουραίοι του Ποταμού Μόσκοβα.
Ύστερα από ένα σοβαρό απόγευμα στο μουσείο Λένιν, η σχετική ένταση, ο θόρυβος και τα γέλια εκείνου του πάρτι ήταν μια ευχάριστη αλλαγή.
Ανάμεσα στις κοπέλες του πάρτι ήταν αρκετές από τις διάσημες πλέον Aμερικανίδες και Aγγλίδες συζύγους που απαγορεύεται να εγκαταλείψουν τη Σοβιετική Ένωση. Νόστιμες και μάλλον θλιμμένες κοπέλες. Δεν μπορούν να πάνε στους συζύγους τους στην Αγγλία ή στην Αμερική, κι έτσι εργάζονται στις πρεσβείες τους μέχρι να παρθεί τελικά κάποια απόφαση.
Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν μπορούμε να καταλάβουμε για τη Σοβιετική Ένωση, και ένα είναι κι αυτό. Αυτές οι γυναίκες είναι καμιά πενηνταριά. Δεν χρησιμεύουν σε τίποτα στη Σοβιετική Ένωση, είναι ύποπτες, οι Ρώσοι αποφεύγουν τη συναναστροφή μαζί τους, κι όμως δεν τους επιτρέπεται να φύγουν από τη χώρα. Eξαιτίας τους μάλιστα, εξαιτίας αυτών των πενήντα ασήμαντων γυναικών, η Σοβιετική Ένωση έχει αποκτήσει χειρότερη φήμη απ’ ό,τι για οποιοδήποτε άλλο μικρό γεγονός. Βέβαια αποκλείεται να προκύψει ξανά μια τέτοια κατάσταση, καθώς, σύμφωνα με ένα καινούργιο διάταγμα, απαγορεύεται σε Ρώσους να παντρεύονται αλλοδαπούς. Ωστόσο αυτές κάθονται στη Μόσχα, αυτές οι θλιμμένες γυναίκες, που δεν είναι πια Ρωσίδες αλλά ούτε Αγγλίδες ή Αμερικανίδες, και δεν μπορούμε να καταλάβουμε βάσει ποιας λογικής παραμένουν εδώ. Ίσως ο λόγος να είναι ότι οι Ρώσοι δεν ανέχονται να τους λέει κανείς τι πρέπει να κάνουν. Μπορεί να είναι τόσο απλό. Όταν ο Κλέμεντ Άτλι ζήτησε ο ίδιος προσωπικά να τις αφήσουν να φύγουν από τη Ρωσία, του απάντησαν ούτε λίγο ούτε πολύ να κοιτάει τη δουλειά του. Πρόκειται απλώς για άλλη μια διεθνή βλακεία, από εκείνες που φαίνεται ότι διαπράττονται όλο και πιο συχνά στον κόσμο. Καμιά φορά, θα ’λεγε κανείς ότι οι ηγέτες των εθνών δεν είναι παρά αγοράκια που ψοφάνε για καβγά και προκαλούν το ένα το άλλο να αναμετρηθούν.
Το πάρτι στην αμερικανική λέσχη ήταν καλό, ένα ωραίο, θορυβώδες πάρτι, που μας έκανε να νοσταλγήσουμε λίγο την πατρίδα. Όλοι εκεί μέσα νοσταλγούσαν την πατρίδα, αφού η Ρωσία δεν δείχνει μεγάλη καλοσύνη στους ξένους, προπάντων αν τυχαίνει να είναι υπάλληλοι ξένων κυβερνήσεων. Έτσι, παρ’ όλο που δεν είχαμε περάσει μεγάλο διάστημα στη Σοβιετική Ένωση, το κραγιόν, το μακιγιάζ και τα βαμμένα νύχια των κοριτσιών μάς φαίνονταν πολύ ωραία.
Το επόμενο απόγευμα πήγαμε στην αεροπορική επίδειξη. Αν και οι πολίτες συμμετείχαν σε μερικές εκδηλώσεις, το μεγαλύτερο μέρος των επιδείξεων διεξαγόταν από τη σοβιετική πολεμική αεροπορία. Το κάθε σώμα των σοβιετικών ενόπλων δυνάμεων γιορτάζει τη δική του ημέρα. Υπάρχει η Ημέρα των Τεθωρακισμένων, η Ημέρα του Πεζικού, η Ημέρα του Ναυτικού, κι εκείνη ήταν η Ημέρα της Αεροπορίας. Μια και ήταν κατά το ήμισυ στρατιωτικός εορτασμός, μας είπαν πως απαγορεύονταν οι φωτογραφικές μηχανές. Αυτό μας φάνηκε λιγάκι αστείο, γιατί θα βρίσκονταν εκεί όλοι οι στρατιωτικοί ακόλουθοι απ’ όλες τις πρεσβείες, άνθρωποι που είχαν γνώσεις για τα αεροπλάνα. Εμείς δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε ένα αεροπλάνο από μια τρύπα στο χώμα. Ήταν πολύ πιθανότερο να αρχίσουν όλοι οι στρατιωτικοί ακόλουθοι να σκιτσάρουν αυτά που έβλεπαν και αντιλαμβάνονταν παρά εμείς.»
Από το βιβλίο του Τζον Στάινμπεκ Ρωσικό ημερολόγιο (Κέδρος, 2009, μτφ. Κίρα Σίνου, σελ. 98-100)
Ο Τζον Στάινμπεκ γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 1902 στην Καλιφόρνια. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του. Στη συνέχεια εργάστηκε ως εργάτης και ως δημοσιογράφος, γράφοντας παράλληλα το πρώτο του μυθιστόρημα, τη Χρυσή Κούπα (1929).Έγινε γνωστός το 1935 με τη συλλογή ιστοριών Η Πεδιάδα της Τορτίγια. Ασταμάτητος πειραματιστής σε όλη την καριέρα του ο Στάινμπεκ, το έργο του είναι πολυποίκιλο. Τη δεκαετία του 1930 επικεντρώθηκε στα προβλήματα της εργατικής τάξης, παρουσιάζοντας τρία από τα πιο σημαντικά του μυθιστορήματα: Σε αμφίβολη μάχη (1936),Άνθρωποι και ποντίκια (1937) και το βιβλίο που θεωρείται από πολλούς το καλύτερό του, Τα σταφύλια της οργής (1939), για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1940 ο Στάινμπεκ γίνεται κινηματογραφικός παραγωγός με το The Forgotten Village (1941) και ένας σοβαρός μελετητής της θαλάσσιας βιολογίας με το Sea of Cortez. Το 1952 εκδίδεται το Ανατολικά της Εδέμ, ένα φιλόδοξο έπος για την κοιλάδα Σαλίνας και την ιστορία της οικογένειάς του. Το 1962 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του στη Νέα Υόρκη και στο Σαγκ Χάρμπορ μαζί με την τρίτη σύζυγό του, με την οποία έκανε πολλά ταξίδια. Πέθανε τοΣτην Ελλάδα κυκλοφορούν τα έργα του: Τα σταφύλια της οργής, Άνθρωποι και ποντίκια, Ο δρόμος με τις φάμπρικες, Ανατολικά της Εδέμ, Η χρυσή κούπα, Ο χειμώνας της διχόνοιας, Σ’ έναν άγνωστο θεό, Σε αμφίβολη μάχη, Το φεγγάρι έπεσε, Το κόκκινο αλογάκι,Το μαργαριτάρι, Γλυκιά Πέμπτη, Οι ταξιδιώτες, Η μακριά κοιλάδα, Ουράνιες βοσκές, Τορτίλα φλατ, Θαλασσινές ιστορίες (συλλογικό), Πέντε συνεντεύξεις (συλλογικό), Ταξίδια με τον Τσάρλυ.
Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί, σε μετάφραση της Κίρας Σίνου, το βιβλίο του Ρωσικό ημερολόγιο, που συνοδεύεται από φωτογραφίες του περίφημου Ρόμπερτ Κάπα. Ο Στάινμπεκ και ο Κάπα περιγράφουν το ταξίδι τους στη Ρωσία του ψυχρού πολέμου δίνοντας στον αναγνώστη την ευκαιρία να ανακαλύψει το αληθινό πρόσωπο ενός κόσμου που για περισσότερο από έναν αιώνα ήταν κρυμμένο.
Με την απομόνωση της Ανατολικής Ευρώπης πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα ο συγγραφέας Τζον Στάινμπεκ και ο φωτογράφος Ρόμπερτ Κάπα ταξίδεψαν στη Σοβιετική Ένωση, από τις 31 Ιουλίου ως τα μέσα Σεπτεμβρίου του 1947, ως απεσταλμένοι της εφημερίδας New York Herald Tribune. Αυτή η σπάνια ευκαιρία τους οδήγησε όχι μόνο στη Μόσχα και στο Στάλινγκραντ αλλά και στις αγροτικές περιοχές της Ουκρανίας και του Καυκάσου.
Στόχος τους, όπως δήλωναν οι ίδιοι, να κάνουν μια ειλικρινή ανταπόκριση, να καταγράψουν όσα είδαν και άκουσαν χωρίς σχόλια, χωρίς να βγάζουν συμπεράσματα για πράγματα που δεν γνωρίζουν αρκετά. Καρπός του ταξιδιού αυτού ήταν το Ρωσικό Ημερολόγιο, το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 1948 και παραμένει σήμερα ένα κλασικό έργο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και ένα σπάνιο ιστορικό ντοκουμέντο.
Αυτά τα οποία είδαν και κατέγραψαν με λέξεις και εικόνες είναι αυτό που ο Στάινμπεκ αποκαλεί «η μεγάλη άλλη πλευρά…η ιδιωτική ζωή του ρωσικού λαού».
«Αργότερα επισκεφτήκαμε το Μουσείο Λένιν. Αίθουσες επί αιθουσών με τα ψήγματα της ζωής ενός ανθρώπου. Φαντάζομαι ότι τόσα ντοκουμέντα δεν υπάρχουν για τη ζωή καμίας άλλης ιστορικής προσωπικότητας. Ο Λένιν δεν θα πρέπει να πετούσε τίποτα. Οι αίθουσες και οι προθήκες είναι γεμάτες με αποσπάσματα από τα γραπτά του, με λογαριασμούς, ημερολόγια, μανιφέστα, φυλλάδια. Οι πένες και τα μολύβια του, τα μαντίλια, τα ρούχα του, τα πάντα βρίσκονται εκεί μέσα, ενώ ολόγυρα στους τοίχους είναι κρεμασμένοι τεράστιοι πίνακες με κάθε περιστατικό της ζωής του, από τότε που ήταν αγόρι. Κάθε περιστατικό της Επανάστασης στο οποίο είχε πάρει μέρος απεικονίζεται σε θεόρατους πίνακες στους τοίχους. Τα βιβλία του βρίσκονται μέσα σε λευκά μαρμάρινα πλαίσια, επίσης αναρτημένα στους τοίχους, με τους τίτλους τους να αναγράφονται σε μπρούντζινες επεξηγηματικές πλακέτες. Υπάρχουν αγάλματα του Λένιν σε κάθε πιθανή στάση, ενώ πιο μετά, στους πίνακες για τη ζωή του, εμφανίζεται και ο Στάλιν. Παρ’ όλα αυτά, σε ολόκληρο το μουσείο δεν υπάρχει ούτε ένα πορτρέτο του Τρότσκι. Όσον αφορά τη ρωσική ιστορία, ο Τρότσκι έχει πάψει να υπάρχει, δεν υπήρξε καν ποτέ. Αυτού του είδους η ιστορική προσέγγιση μας φαίνεται ακατανόητη. Είναι η ιστορία όπως θα θέλαμε να ήταν και όχι όπως ήταν στην πραγματικότητα. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τρότσκι άσκησε μεγάλη ιστορική επίδραση στη Ρωσική Επανάσταση, όπως και ότι η απομάκρυνση και η εξορία του είχαν μεγάλη ιστορική σημασία. Ωστόσο, για τους νέους Ρώσους ο Tρότσκι δεν υπήρξε ποτέ. Για τα παιδιά που πηγαίνουν στο Μουσείο Λένιν και βλέπουν την ιστορία της επανάστασης δεν υπάρχει Τρότσκι, ούτε καλός ούτε κακός.
Το μουσείο ήταν γεμάτο κόσμο. Υπήρχαν ομάδες Σοβιετικών στρατιωτών, παιδιά και τουρίστες από τις διάφορες δημοκρατίες. Η κάθε ομάδα είχε τον ξεναγό της και ο κάθε ξεναγός είχε μια ράβδο με την οποία έδειχνε τα διάφορα αντικείμενα υπό συζήτηση.
Όσο ήμαστε εκεί μπήκε μια στοιχημένη ομάδα παιδιών που είχαν μείνει ορφανά στον πόλεμο, αγοράκια και κοριτσάκια από έξι μέχρι δεκατριών χρόνων, φρεσκοπλυμένα και ντυμένα με τα καλά τους. Διέσχισαν κι εκείνα το μουσείο και κοιτούσαν με ορθάνοιχτα μάτια την τεκμηριωμένη ζωή του νεκρού Λένιν. Κοιτούσαν με θαυμασμό τον γούνινο σκούφο του, το πανωφόρι του με τον γούνινο γιακά, τα παπούτσια του, τα τραπέζια πάνω στα οποία έγραφε, τις καρέκλες στις οποίες καθόταν. Οτιδήποτε αφορά αυτό τον άνθρωπο είναι εκεί, τα πάντα, εκτός από το χιούμορ. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι έστω και μία φορά σε όλη του τη ζωή έκανε μια αστεία ή ελαφριά σκέψη, ότι υπήρξε μια στιγμή που γέλασε με την καρδιά του ή ότι πέρασε ένα ευχάριστο απόγευμα. Είναι απολύτως βέβαιο ότι υπήρξαν τέτοιες στιγμές, αλλά ίσως η Iστορία του τις απαγορεύει.
Το μουσείο αυτό σου δίνει την εντύπωση ότι ο ίδιος ο Λένιν είχε επίγνωση της θέσης του στην Iστορία. Όχι μόνο φυλούσε κάθε ψιχίο της σκέψης και των γραπτών του, αλλά είχε και εκατοντάδες φωτογραφίες του. Φωτογραφιζόταν παντού, σε οποιαδήποτε περίσταση και σε κάθε ηλικία, σαν να είχε σχεδόν προβλέψει ότι κάποια μέρα θα υπήρχε ένα Mουσείο Λένιν.
Σε ολόκληρο το χώρο κυριαρχεί σιγή. Ο κόσμος μιλάει ψιθυριστά και οι ξεναγοί με τις ράβδους μιλούν με μια περίεργη, μελωδική ψαλμωδία. Γιατί στο μυαλό των Ρώσων αυτός ο άνθρωπος έχει πάψει να είναι άνθρωπος. Δεν είναι πια πλασμένος από σάρκα, αλλά από πέτρα, μπρούντζο και μάρμαρο. Το φαλακρό κεφάλι και το μυτερό μουσάκι βρίσκονται παντού στη Σοβιετική Ένωση. Τα έντονα μάτια του με το λοξό βλέμμα σε κοιτάζουν μέσα από τους καμβάδες και σε παρατηρούν από τις γύψινες κόγχες τους.
Το βράδυ πήγαμε σ’ ένα πάρτι στην αμερικανική λέσχη, ένα μέρος όπου πηγαίνουν για ψυχαγωγία οι υπάλληλοι της πρεσβείας και οι στρατιώτες και οι ναύτες από τα γραφεία του στρατιωτικού και του ναυτικού ακολούθου. Είχαν ένα φαρμακερό ποντς από βότκα και χυμό γκρέιπφρουτ, που θύμιζε τις μέρες της ποταπαγόρευσης. Ο Εντ Γκίλμορ, λάτρης του σουίνγκ, διηύθυνε μια μικρή ορχήστρα. Κάποτε την αποκαλούσε Κοράκια του Κρεμλίνου, αλλά αυτή η ονομασία δεν άρεσε και πολύ στον κόσμο, οπότε την άλλαξε σε Αρουραίοι του Ποταμού Μόσκοβα.
Ύστερα από ένα σοβαρό απόγευμα στο μουσείο Λένιν, η σχετική ένταση, ο θόρυβος και τα γέλια εκείνου του πάρτι ήταν μια ευχάριστη αλλαγή.
Ανάμεσα στις κοπέλες του πάρτι ήταν αρκετές από τις διάσημες πλέον Aμερικανίδες και Aγγλίδες συζύγους που απαγορεύεται να εγκαταλείψουν τη Σοβιετική Ένωση. Νόστιμες και μάλλον θλιμμένες κοπέλες. Δεν μπορούν να πάνε στους συζύγους τους στην Αγγλία ή στην Αμερική, κι έτσι εργάζονται στις πρεσβείες τους μέχρι να παρθεί τελικά κάποια απόφαση.
Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν μπορούμε να καταλάβουμε για τη Σοβιετική Ένωση, και ένα είναι κι αυτό. Αυτές οι γυναίκες είναι καμιά πενηνταριά. Δεν χρησιμεύουν σε τίποτα στη Σοβιετική Ένωση, είναι ύποπτες, οι Ρώσοι αποφεύγουν τη συναναστροφή μαζί τους, κι όμως δεν τους επιτρέπεται να φύγουν από τη χώρα. Eξαιτίας τους μάλιστα, εξαιτίας αυτών των πενήντα ασήμαντων γυναικών, η Σοβιετική Ένωση έχει αποκτήσει χειρότερη φήμη απ’ ό,τι για οποιοδήποτε άλλο μικρό γεγονός. Βέβαια αποκλείεται να προκύψει ξανά μια τέτοια κατάσταση, καθώς, σύμφωνα με ένα καινούργιο διάταγμα, απαγορεύεται σε Ρώσους να παντρεύονται αλλοδαπούς. Ωστόσο αυτές κάθονται στη Μόσχα, αυτές οι θλιμμένες γυναίκες, που δεν είναι πια Ρωσίδες αλλά ούτε Αγγλίδες ή Αμερικανίδες, και δεν μπορούμε να καταλάβουμε βάσει ποιας λογικής παραμένουν εδώ. Ίσως ο λόγος να είναι ότι οι Ρώσοι δεν ανέχονται να τους λέει κανείς τι πρέπει να κάνουν. Μπορεί να είναι τόσο απλό. Όταν ο Κλέμεντ Άτλι ζήτησε ο ίδιος προσωπικά να τις αφήσουν να φύγουν από τη Ρωσία, του απάντησαν ούτε λίγο ούτε πολύ να κοιτάει τη δουλειά του. Πρόκειται απλώς για άλλη μια διεθνή βλακεία, από εκείνες που φαίνεται ότι διαπράττονται όλο και πιο συχνά στον κόσμο. Καμιά φορά, θα ’λεγε κανείς ότι οι ηγέτες των εθνών δεν είναι παρά αγοράκια που ψοφάνε για καβγά και προκαλούν το ένα το άλλο να αναμετρηθούν.
Το πάρτι στην αμερικανική λέσχη ήταν καλό, ένα ωραίο, θορυβώδες πάρτι, που μας έκανε να νοσταλγήσουμε λίγο την πατρίδα. Όλοι εκεί μέσα νοσταλγούσαν την πατρίδα, αφού η Ρωσία δεν δείχνει μεγάλη καλοσύνη στους ξένους, προπάντων αν τυχαίνει να είναι υπάλληλοι ξένων κυβερνήσεων. Έτσι, παρ’ όλο που δεν είχαμε περάσει μεγάλο διάστημα στη Σοβιετική Ένωση, το κραγιόν, το μακιγιάζ και τα βαμμένα νύχια των κοριτσιών μάς φαίνονταν πολύ ωραία.
Το επόμενο απόγευμα πήγαμε στην αεροπορική επίδειξη. Αν και οι πολίτες συμμετείχαν σε μερικές εκδηλώσεις, το μεγαλύτερο μέρος των επιδείξεων διεξαγόταν από τη σοβιετική πολεμική αεροπορία. Το κάθε σώμα των σοβιετικών ενόπλων δυνάμεων γιορτάζει τη δική του ημέρα. Υπάρχει η Ημέρα των Τεθωρακισμένων, η Ημέρα του Πεζικού, η Ημέρα του Ναυτικού, κι εκείνη ήταν η Ημέρα της Αεροπορίας. Μια και ήταν κατά το ήμισυ στρατιωτικός εορτασμός, μας είπαν πως απαγορεύονταν οι φωτογραφικές μηχανές. Αυτό μας φάνηκε λιγάκι αστείο, γιατί θα βρίσκονταν εκεί όλοι οι στρατιωτικοί ακόλουθοι απ’ όλες τις πρεσβείες, άνθρωποι που είχαν γνώσεις για τα αεροπλάνα. Εμείς δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε ένα αεροπλάνο από μια τρύπα στο χώμα. Ήταν πολύ πιθανότερο να αρχίσουν όλοι οι στρατιωτικοί ακόλουθοι να σκιτσάρουν αυτά που έβλεπαν και αντιλαμβάνονταν παρά εμείς.»
Από το βιβλίο του Τζον Στάινμπεκ Ρωσικό ημερολόγιο (Κέδρος, 2009, μτφ. Κίρα Σίνου, σελ. 98-100)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου