ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ:
Η «ΖΗΤΟΥΜΕΝΗ» ΕΠΙΣΤΗΜΗ
… και Έλληνες σοφίαν ζητοῦσιν
Απόστ. Παύλος (1η Κορ.,1,22)
Κανείς δεν πρέπει να εκπλήσσεται που αυτή η πρωταρχική επιστήμη, που ονομάζεται Φιλοσοφία πρώτη, και ο Αριστοτέλης αποκάλεσε επιθυμούμενη ή ζητούμενη, ανήκει ακόμη και σήμερα στις υπό αναζήτηση επιστήμες.
LEIBNIZ (De primae philosophiae emendation et de notione substantiae)
Κεφάλαιο Πρώτο
Ε Ι Ν Α Ι Κ Α Ι Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α
« Ένα χελιδόνι δεν φέρνει την
Άνοιξη».
(Ηθικ. Νικ., Ι, 6, 1098a 18)
Άνοιξη».
(Ηθικ. Νικ., Ι, 6, 1098a 18)
Κύκλος και πρόοδος
Σε ό,τι αφορά τουλάχιστον στον πλατωνισμό, η ιδέα δεν είναι νέα. Για τον Πλάτωνα «οι Αρχαίοι είναι αξιότεροι ημών», διότι «έζησαν πλησιέστερα στους θεούς» (Φίληβος, 16c). «Το αληθές το γνωρίζουν οι Αρχαίοι», όπως λέει ο Σωκράτης στην αρχή του μύθου του Θεύθ (Φαίδρος, 274c)
και «οι σημερινοί», οι Σύγχρονοι, έχουν ξεχάσει αυτές τις παλιές
αλήθειες. Εάν υπάρχει μια ιστορία της αλήθειας, είναι η ιστορία μια
προοδευτικής λήθης που διακόπτεται από μνήμες· αλλά εάν η λήθη είναι ο
κανόνας, η μνήμη είναι η εξαίρεση, διότι «δεν είναι το ίδιο εύκολο σε
όλες τις ψυχές να ξαναθυμηθούν πράγματα του ουρανού με το βλέμμα
στραμμένο στα επίγεια» (Φαίδρος, 250a).
Ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα υποταγεί σ’ αυτή την περίπου θρησκευτική
λατρεία του παρελθόντος, που φαίνεται να αποτελεί κοινό τόπο της
αθηναϊκής παράδοσης: «Το αρχαιότερο είναι και το ιερότερο» (Μετ., Α, 3, 983b
32), ενώ σε άλλο σημείο θα αναφερθεί σε ένα μακρινό και κατά κάποιο
τρόπο προ-ανθρώπινο παρελθόν, του οποίου η ανάμνηση καταργήθηκε, ή
τουλάχιστον αμβλύνθηκε, με την μεσολάβηση των ανθρώπων:
« Μια παράδοση, προερχόμενη από την πρωϊμώτερη Αρχαιότητα, που
μας μεταδόθηκε μέσα από μύθους, διδάσκει ότι τα άστρα είναι θεοί και
ότι το θείο αγκαλιάζει ολόκληρη τη φύση. Οτιδήποτε άλλο περιλαμβάνει
αυτή η παράδοση προστέθηκε αργότερα, σε μυθική μορφή, για να πείσει την
πλειονότητα να υπηρετήσει τους νόμους και το συμφέρον της κοινότητας …
Αν αποσπάσουμε από την διήγηση το αρχικό της θεμέλιο, και απομονώσουμε
την πεποίθηση ότι όλες οι πρώτες ουσίες είναι θεοί, θα ανακαλύψουμε ότι
πρόκειται για μια παράδοση που θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε
πραγματικά θεϊκή. Και παρόλο που πιθανότατα, οι διάφορες τέχνες και η
φιλοσοφία αναπτύχθηκαν πολλές φορές και σε πολύ μεγάλη απόσταση, και
πολλές φορές χάθηκαν, αυτές οι απόψεις αποτελούν κατά κάποιο τρόπο τα
υπολείμματα της αρχαίας σοφίας που διατηρούνται μέχρι τις μέρες μας. Με
αυτές τις επιφυλάξεις μπορούμε να κάνουμε αποδεκτή την παράδοση των
πατέρων μας και των αρχαίων προγόνων μας» (Μετ., Λ, 8, 1074a 38-β 14).
Η
ιδέα μιας αρχικής Αποκάλυψης, της οποίας οι μύθοι αποτελούν τα ίχνη,
είναι εμφανής σ’ αυτό το κείμενο, συνοδευόμενη όμως από τόσο σημαντικούς
περιορισμούς! Ο μύθος έχει χάσει τον ιερό χαρακτήρα του που διατηρούσε
στον Πλάτωνα: δεν ερμηνεύει απλώς την παράδοση αλλά την προδίδει
ερμηνεύοντάς την· η θεία προέλευση χάνεται και η αποκαλυπτική λειτουργία
του διαστρέφεται προκειμένου να υπηρετήσει ανθρώπινες ανάγκες: η
μυθολογία μετατρέπεται σε κοινωνική μυστικοπάθεια. Η σοφία δεν διατηρεί
πλέον τον καθαρτικό ρόλο που κατείχε στον Πλάτωνα: απαλλάσσοντας τους
μύθους από το περίβλημα που τους κάλυπτε, αποκαθίσταται στην καθαρότητά
του ο ίδιος ο λόγος των θεών· επανέρχονται στην μνήμη, με μια μεταστροφή
αντίθετη προς την κατεύθυνση της ιστορίας, οι πρώτες φωτεινές εποχές,
στις οποίες κυριαρχούσε ακόμη μια εκ φύσεως οικειότητα ανάμεσα στο
ανθρώπινο και στο θείο.
Μια
όμως νέα ιδέα κάνει την εμφάνισή της, αποδίδοντας στην ιστορία μια
κίνηση, ακριβώς αντίστροφη της προηγουμένης. Ο Αριστοτέλης υιοθετεί –
περιορίζοντάς την στις τέχνες και την φιλοσοφία, αλλά τί παραμένει όμως
τελικά εκτός; – την ιδέα των Σοφιστών περί της προόδου της γνώσεως και της ανθρώπινης τέχνης, ιδέα που ο Πλάτων είχε διαγράψει στον Ιππία Μείζονα (281d – 282a).
Αυτή η πρόοδος δεν επιτυγχάνεται φυσικά χωρίς πισωγυρίσματα και νέες
αναλαμπές· αλλά η παρακμή δεν αποδίδεται πλέον στον άνθρωπο, διότι οι
διαδοχικές πτώσεις ανάγονται σε κοσμικούς κατακλυσμούς (Μετεωρολογικά., Ι, 14, 351b
8): η πρόοδος αντίθετα της γνώσης και των τεχνών που επιτυγχάνεται στις
ενδιάμεσες περιόδους οφείλεται στην δραστική ανθρώπινη επινοητικότητα
και δραστηριότητα .
Χωρίς
αμφιβολία ο Αριστοτέλης, που τον τρομοκρατούσε η ιδέα της γραμμικής και
αμετάκλητης προόδου που επιβάλλει η αενάως δημιουργική εξουσία του
χρόνου, την μετριάζει με την ιδέα μιας κυκλικής εξέλιξης, εικόνα
εξασθενημένη και ατελής της αιωνιότητας του Κόσμου: «Οι ίδιες γνώμες
επανεμφανίζονται περιοδικά στους ανθρώπους, όχι μια φορά, ούτε δύο
φορές, ούτε μερικές φορές, αλλά άπειρες φορές» (Μετεωρ., Ι, 3, 339b
27). Γεγονός παραμένει ότι ανάμεσα σε δύο περιόδους κοσμικών
καταστροφών, η ανθρωπότητα δεν οπισθοχωρεί αλλά προοδευτικά εξελίσσεται.
Ο χρόνος έχει δύο όψεις: καταστροφέας της φύσης που διαβρώνει και
υποσκάπτει με την συνδυαστική δράση της θερμότητας και του ψύχους,
γίνεται ο καλοπροαίρετος βοηθός – συνεργός αγαθός – της ανθρώπινης δραστηριότητας· και όταν δεν είναι δημιουργός, γίνεται τουλάχιστον εφευρέτης, ευρέτης,
ευνοώντας την εξέλιξη της τεχνικής. Ο Αριστοτέλης φθάνει σε σημείο να
απαρνείται τις ίδιες τις αρχές του περί υπομονής και τη φράση «ένα
χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη»: στο έργο του Περί φιλοσοφίας αντιπαραθέτει
στην διστακτική πρόοδο των τεχνών την ταχεία εκκίνηση της φιλοσοφίας,
και ανακοινώνει την σε σύντομο διάστημα οριστική της ολοκλήρωση: «Όταν ο
Αριστοτέλης, μας λέει ο Κικέρωνας, μέμφεται τους αρχαίους φιλοσόφους
που πίστευαν ότι δι’ αυτών η φιλοσοφία κατέκτησε την τελειότητα, τους
θεωρεί είτε απολύτως ηλίθιους, είτε εξαιρετικά φιλόδοξους, αλλά
ισχυρίζεται επίσης ότι, χάρη στην δυναμική εξέλιξη της φιλοσοφίας στην
πρόσφατη περίοδο, ήταν βέβαιο ότι θα ολοκληρωθεί πολύ σύντομα» (Tusculanes III, 28, 69).
Εάν υπάρχει πρόοδος, ο ρυθμός της είναι τελείως άνισος και εξαρτάται από τους διάφορους τομείς της γνώσης. Στο τέλος του περί Λογικής
έργου του ο Αριστοτέλης, επανερχόμενος με μια εμφανή ικανοποίηση στην
εργασία που είχε ολοκληρώσει, παρατηρεί ότι, εάν η ρητορική είχε ήδη προ
αυτού φτάσει σε ένα ικανοποιητικό στάδιο εξέλιξης, το ίδιο δεν ίσχυε
για την αναλυτική και την διαλεκτική: σχετικά με την διαλεκτική «δεν
υπήρχε τίποτε απολύτως»· «σχετικά με τον διαλογισμό δεν υπήρξε τίποτε να αναφέρει κανείς, ξοδέψαμε όμως πολύ χρόνο σε επίπονες έρευνες» (Περί των σοφ., 34, 184a 1, 184b
Ι). Και όταν ζητά μετέπειτα από τον αναγνώστη να κρίνει, εάν «αυτή η
επιστήμη, που στερείται κάθε προηγούμενο, είναι πολύ υποδεέστερη των
άλλων επιστημών που αναπτύχθηκαν μέσα από συνεχείς προσπάθειες», αυτή η
έκκληση στην επιείκεια κρύβει ανεπιτυχώς το θριαμβευτικό ύφος αναγγελίας
μιας νίκης: ο Αριστοτέλης εδώ
δεν εμφανίζεται απλώς ως ο ανακαινιστής μιας αρχαίας σοφίας, αλλά ως
ιδρυτής μιας νέας επιστήμης. Η βεβαιότητα αυτή του νεωτεριστή ανήκει σε
έναν άνθρωπο που πιστεύει αποφασιστικά στην πρόοδο. Εάν ο Αριστοτέλης
θυσιάζει καμιά φορά στα λόγια τον πλατωνικό σεβασμό του παρελθόντος, εάν
εισάγει την σύγχρονη ιδέα της προόδου στον κυκλικό ρυθμό εξέλιξης της
παραδοσιακής σκέψης, δεν παύει να είναι – περισσότερο από ό,τι και ο
ίδιος πιστεύει – ο κληρονόμος της εποχής που ο Gomperz
αποκάλεσε «εποχή των φώτων». Η αντίληψη περί μιας προοδευτικής εξέλιξης
στις τέχνες και τις επιστήμες – κοινός τόπος για τους σοφιστές, καθώς
και στα έργα των ιπποκρατικών γιατρών – εφαρμόζεται από τον Αριστοτέλη
στην πρόοδο της φιλοσοφίας. Εισάγει όμως ταυτόχρονα και μια καινούργια
ιδέα: δεν θεωρεί ότι η διαδικασία ποσοτικής αύξησης της γνώσης, κατά την
οποία η ανθρωπότητα συσσωρεύει διαδοχικά στρώματα εμπειρίας, μπορεί να
είναι απεριόριστη: διαβλέπει ήδη το τέλος της, και σ’ αυτό το
διαβλεπόμενο τέλος αποδίδει το νόημα των σπασμωδικών προσπαθειών των
φιλοσόφων του παρελθόντος.
Ο
Πλάτων περιφρονούσε τους μέτριους φιλοσόφους. Για τον Αριστοτέλη δεν
υπάρχει μέτριος φιλόσοφος, αλλά άνθρωποι που συνέβαλαν, με περισσότερη ή
λιγότερη επιτυχία – μια επιτυχία για την οποία δεν δύνανται αυτοί οι
ίδιοι να κριθούν – στην κοινή έρευνα: «Η έρευνα της αλήθειας είναι κατά
μια έννοια δύσκολη και κατά μια
άλλη εύκολη. Απόδειξη, ότι κανείς δεν μπορεί να φθάσει ακριβώς στην
αλήθεια, και κανείς δεν μπορεί να την παραβλέψει απολύτως. Ο κάθε
φιλόσοφος βρίσκει κάτι να πει για την φύση· από μόνο του αυτό το κάτι
δεν σημαίνει τίποτε, ή σημαίνει ελάχιστα, αλλά το σύνολο αυτών των
σκέψεων αποτελεί μια γόνιμη συνεισφορά. Σε ό,τι αφορά στην αλήθεια,
θα μπορούσαμε να επικαλεσθούμε την παροιμία που λέει: ποιος δεν μπορεί
να σημαδέψει με το βέλος του μια πόρτα; Υπό αυτήν την άποψη η μελέτη της
μοιάζει εύκολη. Αλλά το γεγονός ότι θα μπορούσαμε ενδεχομένως να
κατακτήσουμε την αλήθεια στο σύνολό της, και όχι ένα συγκεκριμένο σημείο
της, στο οποίο στοχεύουμε, αποδεικνύει την δυσκολία του εγχειρήματος» (Μετ., α, Ι, 993a 30-b 7).
Αναδρομική κίνηση του αληθούς
Κάθε
άποψή λοιπόν κατευθύνεται καθαυτή προς έναν ορίζοντα αληθείας, μέσα
στον οποίο αναγκαστικά αυτή παράγεται· κάθε πρόταση που διατυπώνεται,
περιέχει απόψεις για την φύση και το Είναι, αλλά δεν δύναται να
απαντήσει στο ερώτημα που της θέτουμε σχετικά με ένα συγκεκριμένο Είναι:
παραμένοντας μέσα στο Είναι και την αλήθεια – γιατί πώς θα μπορούσε να
δραπετεύσει; – μας μιλά για κάτι άλλο από αυτό που την ρωτούμε.
Αναγνωρίζουμε εδώ την πλατωνική θεωρία του σφάλματος, αλλά κατά κάποιο
τρόπο αντεστραμμένη: εάν το σφάλμα είναι μια σύγχυση, αποτελεί σφάλμα ως
προς το αντικείμενό του· στο βαθμό όμως που αποτελεί μια πραγματική
αναφορά στο Είναι – ακόμη και αν πρόκειται για ένα διαφορετικό
από αυτό που αναζητούμε – αντιπροσωπεύει την αλήθεια από την άποψη του
συνόλου. Επομένως, το σύνολο των απόψεων – ακόμη και αν πρόκειται για
εσφαλμένες απόψεις, επειδή είναι ‘μερικές’ – δεν μας οδηγούν αναγκαστικά
στην συνολική αλήθεια; Με τον τρόπο αυτό δικαιώνονται παραδόξως οι
συλλογικές προσπάθειες των μετρίων και αγνώστων ερευνητών. Αλλά
ταυτόχρονα εξυψώνεται υπογείως ο ρόλος του Φιλοσόφου, που έρχεται να
προσφέρει νόημα σε αυτά τα ανώνυμα ψηλαφίσματα, όπως ο στρατηγός ο
οποίος στο τέλος της μάχης μετατρέπει σε νίκη στις άτακτες επιθέσεις των
άπειρων ακόμη στρατιωτών του.
Τίποτε
λοιπόν δεν πάει χαμένο στην ιστορία της φιλοσοφίας, αφού τα πάντα
συνεισφέρουν στην ολοκλήρωσή της. Και ο πλέον συγκεχυμένος διανοητής
αποκτά μια αναδρομική αξία, εάν οι ευτελείς προσπάθειές του συνεισέφεραν
στην ανάδειξη ενός σημαντικότερου φιλοσόφου: «Εάν
ο Τιμόθεος δεν είχε υπάρξει, θα είχαμε στερηθεί πολλές μελωδίες, αλλά
χωρίς τον Φρύνη, ο Τιμόθεος δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει. Το αυτό
συμβαίνει και με όσους ασχολήθηκαν με την αλήθεια. Κληρονομήσαμε κάποιες
γνώμες αρκετών φιλοσόφων, όμως οι άλλοι φιλόσοφοι ήταν η αιτία της
ύπαρξης τους» (Μετ., α, Ι, 993b 15).
Ο
Αριστοτέλης διέκρινε σαφώς, ότι η αναγκαιότητα της παραγωγής δεν
πορεύεται από το προϋπάρχον στο συνεπαγόμενο, αλλά αντίστροφα: το έτοιμο
σπίτι αποδεικνύει την αναγκαιότητα ύπαρξης των υλικών κατασκευής του.
Το ίδιο δεν θα πρέπει να ισχύσει και για τις ιδέες; Ο Φρύνης μπορεί να
μην άφηνε καμιά κληρονομιά και να είχε ξεχαστεί εντελώς, αλλά η επιτυχία
του Τιμόθεου προσέφερε αναδρομικά στον Φρύνη τον στέφανο του προδρόμου.
Εάν ατενίσουμε την ιστορία με κατεύθυνση από το παρελθόν προς το
μέλλον, βλέπουμε μόνο μια άσκοπη συσσώρευση υλικού· αν όμως, αντίθετα,
στραφούμε από το παρόν προς το παρελθόν, αυτό το σύνολο του υλικού
αποκτά το νόημα των υλικών για
μια κατασκευή· αυτό που δεν ήταν παρά ένα μεμονωμένο τραύλισμα,
μετατρέπεται σε συνεισφορά σε μια φιλοσοφική σκέψη που πορεύεται προς
την ολοκλήρωσή της. Η κατά κάποιο τρόπο αναδρομική αυτή διαδικασία, που
ατενίζει στο παρελθόν την προετοιμασία του παρόντος, δεν είναι εξ άλλου
σπάνια στην ελληνική σκέψη: το ίδιο το επίρρημα έμπροσθεν δεν υποδεικνύει ταυτόχρονα αυτό που έχει παρέλθει και αυτό που απλώνεται ευρύχωρα μπροστά μας, ενώ αυτό που μας ακολουθεί συμβαίνει πίσω από την πλάτη μας (ὂπισθεν)
και κατά κάποιο τρόπο εν αγνοία μας; Οι σύγχρονοι του Φρύνη αγνοούσαν
ότι ο Τιμόθεος θα γίνει μαθητής του, και καμία όντως αναγκαιότητα δεν
υπαγόρευε κάτι τέτοιο. Αντίθετα όμως η αναδρομική σχέση που οδηγεί από
τον Τιμόθεο στον Φρύνη, όπως από το προϋποτιθέμενο στην προϋπόθεση του,
φέρει την σφραγίδα της αναγκαιότητας: υποθετική αναγκαιότητα βέβαια,
διότι και ο Τιμόθεος και ο Φρύνης θα μπορούσαν να μην υπάρχουν, που όμως
καταλήγει να γίνει απόλυτη, εάν θεωρήσουμε το τέλος της ιστορίας, στου
οποίου την έλευση ο Τιμόθεος και ο Φρύνης συνεισφέρουν, ως μια αναγκαία
κατάληξη. Ο Αριστοτέλης, είναι αλήθεια, δεν έφτασε ως εδώ: θα έπρεπε να
ολοκληρωθεί η φιλοσοφία για να παλινδρομήσει η απόλυτη αναγκαιότητα της
ουσίας της προς την ιστορία της έλευσής της· όπως θα δούμε όμως, η
προοπτική αυτής της ολοκλήρωσης, που τη διαβλέπει κάποια στιγμή στο Περί φιλοσοφίας, θα απομακρυνθεί σταδιακά, σε βαθμό που ο Αριστοτέλης θα καταλήξει να αμφιβάλει, ότι η φιλοσοφία μπορεί να έχει ένα τέλος.
*
* *
Πρόθεση και σύστημα
Ελλείψει λοιπόν πραγματικής ολοκλήρωσης, η ιδέα
μιας ολοκλήρωσης της φιλοσοφίας είναι που καθοδηγεί συνήθως τον
Αριστοτέλη στην ερμηνεία των φιλοσόφων του παρελθόντος. Το βιβλίο Α των Μεταφυσικών
αποτελεί ένα καλό παράδειγμα: ξεκινώντας από την θεωρία των τεσσάρων
αιτίων, θεωρία που την ονομάζει οριστική, ο Αριστοτέλης θα στραφεί προς
τα προηγούμενα συστήματα, ανακαλύπτοντας μέσα σε κάθε ένα απ’ αυτά ένα
μερικό προαίσθημα της απόλυτης αλήθειας.
Η
κατανόηση της ιστορίας είναι λοιπόν αναδρομική, στο βαθμό που το όλον
λογικά προηγείται των μερών, παρόλο που χρονολογικά έπεται. Καταλήγουμε
στην παραδοξότητα ότι πάρα πολλοί φιλόσοφοι αποδείχθηκαν τυφλοί απέναντι
στην αλήθεια που έφεραν εντός τους, επειδή ήταν μια αλήθεια μερική:
έτσι «ο Αναξαγόρας δεν μπόρεσε να αντιληφτεί το νόημα των ίδιων του των
λεγομένων»· παρότι δεν διατύπωσε καν την αιτία της ίδιας του της
θεωρίας, «θα την είχε αναπόφευκτα ακολουθήσει εάν του είχε
παρουσιασθεί».
Η διάκριση αυτή ανάμεσα στην κατανόηση – ή μάλλον
την μη κατανόηση – μιας θεωρίας, καθώς και αυτού που θα μπορούσαμε να
ονομάσουμε αντικειμενικό της νόημα από τον συγγραφέα της, οδήγησε τον
Αριστοτέλη στην εφαρμογή ενός είδους διαχωρισμού στο έργο των προκατόχων
του. Εάν αληθεύει ότι ένα σύστημα είναι πάντοτε ορθό από μιαν άποψη, θα
πρέπει επίσης να αναδεικνύει την ανεπάρκειά του από κάποια άλλη. Η
τυφλότητα του φιλοσόφου απέναντι στην αλήθεια που κατέχει, δεν είναι
χωρίς συνέπειες για την έκφραση αυτής της αλήθειας: η βαθύτερη πρόθεση,
επειδή ακριβώς είναι υποσυνείδητη, δεν μπορεί να εκφραστεί· και η ιδέα
που εξυπακούεται, δεν καταφέρνει να αναδειχθεί σε νοητικό σύστημα. Χωρίς
αμφιβολία αυτό είναι που υπονοεί ο Αριστοτέλης όταν αντιπαραβάλει το βούλεσθαι στο διαρθροῦν, δηλαδή αυτό που οι φιλόσοφοι θα ήθελαν να πουν, σε σχέση με αυτό που στην πραγματικότητα «αρθρώνουν» (Μετ.,Β, 6, 10002b 27).
Υπάρχει ένα είδος
ανικανότητας έκφρασης της αλήθειας, που υποβαθμίζει την προφητική
ενόραση στο επίπεδο του άμορφου ψελλίσματος: έτσι ο Αριστοτέλης
συμβουλεύει τον Εμπεδοκλή να «ακολουθήσει την διάνοια μάλλον παρά την κατά γράμμα έκφραση, που οδηγεί σε ψελλίσματα» (Μετ., Α, 4 985a
4)· τότε μόνο θα μπορέσουμε να διακρίνουμε στην Φιλία και το Μίσος ένα
προαίσθημα την τελικής αιτίας. Αλλά υπάρχει επίσης και κάτι σαν κατάρα
της αλήθειας, που αναγκάζει τους φιλοσόφους να λένε συχνά το αντίθετο
από αυτό που θα ήθελαν να πουν: όπως και αυτοί οι μηχανικοί, που θέλουν
να ερμηνεύσουν την τάξη του κόσμου μέσα από μιαν ευτυχή σύμπτωση ατάκτων
κινήσεων και «οδηγούνται έτσι να λένε το ακριβώς αντίθετο από αυτό που
θέλουν, δηλαδή ότι η αταξία είναι φυσική και η τάξη και η οργάνωση είναι
παρά φύσιν»· υποστηρίζουν, σχολιάζει ο Simplicius, μια θεωρία, «που είναι αντίθετη και ως προς την αλήθεια και ως προς την ίδια την βούλησή τους» (Τουναντίον και προς την αλήθειαν και προς την εαυτῶν βούλησιν):
διαπίστωση διπλά αξιόλογη, διότι καταδεικνύει ταυτόχρονα την σύμπτωση
της βούλησης του φιλοσόφου με την αλήθεια, καθώς και την μη
συνειδητοποίηση της ίδιας του της αλήθειας. Πίσω από το σύστημα, ο
Αριστοτέλης αναζητά την πρόθεση, και πίσω από την εμπειρική πρόθεση, την
νοητή θέληση· με αυτή την τελευταία διάκριση εγκαινιάζει ένα είδος
ιστορίας της φιλοσοφίας, το οποίο αντιπαραθέτει, θα μπορούσαμε να πούμε,
την ψυχολογική αυτοσυνειδησία των φιλοσόφων, στην απόλυτη
αυτοσυνειδησία τους. Το ότι η πρώτη αποτελεί συχνά μια μυστικοπαθή
εκδοχή της δεύτερης δεν εκπλήσσει καθόλου τον Αριστοτέλη: η απειρία και η
νεότητα αρκούν για να ερμηνεύσουν γενικά το γεγονός, ότι τα
«ψελλίσματα» δεν απηχούν το ύψος της καλής θελήσεως ή ακόμη και των
προθέσεων (Μετ., Α, 10, 993a
15)· όπως όμως ο ώριμος άνθρωπος μεταλλάσσει τις εκλάμψεις της νεότητάς
του, έτσι και η φιλοσοφία, πλησιάζοντας την εκπλήρωσή της, δικαιώνει το
δικό της παρελθόν: η αλήθεια του τέλους αναγνωρίζεται ακριβώς στις
αρχές της.
Πρόοδος και υποχώρηση
Αλλά
η κίνηση της ιστορίας δεν εκτυλίσσεται σαν μια απόλυτα προοδευτική
αποκάλυψη. Διότι δεν συμμετέχουν όλοι οι φιλόσοφοι με την ίδια συνέπεια
στην κοινή αναζήτηση της αλήθειας: υπάρχουν μερικοί, των οποίων η
εμπειρική θέληση δεν αποτελεί μόνο διαστρέβλωση, αλλά απλή και καθαρή
άρνηση της πρόθεσης της αλήθειας. Τέτοιοι είναι οι σοφιστές, ή
τουλάχιστον αυτοί ανάμεσά τους που μιλούν όχι για να λύσουν κάποια
προβλήματα αλλά απλώς για να μιλούν (Μετ., Γ, 5, 1009a
20). Όσο γι’ αυτούς που, σαν τον Ηράκλειτο ή τον Πρωταγόρα,
παρασύρθηκαν από θεωρίες των σοφιστών εξετάζοντας βιαστικά τα πραγματικά
δύσκολα θέματα, δεν θα πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά ό, τι λένε: διότι
«αυτά που λένε δεν είναι πάντα βέβαιο ότι τα σκέφτονται κιόλας» (Μετ., Γ, 3, 1005b
25). Διότι αυτός που αρνείται με τους λόγους την αρχή της αντίφασης,
δεν μπορεί να την αρνηθεί με το πνεύμα και την αλήθεια. Εδώ το γράμμα
δεν τοποθετείται εκτός του πνεύματος: ο λόγος ξεπερνά την σκέψη, και αν
την προδίδει, τούτο συμβαίνει από υπερβολή και όχι από έλλειψη. Δεν
χρειάζεται πλέον ο ερμηνευτής να διακρίνει την πρόθεση πίσω από το
σύστημα, διότι αυτό δεν αντιπροσωπεύει τόσο την ερμηνεία, αν και
αποσπασματική, όσο το όριο, δηλαδή την άρνηση. Αυτό που χρειάζεται είναι
να καταδειχθεί το βιωθέν δόγμα (διάνοια) αυτών των φιλοσόφων και κυρίως σε αντιπαράθεση με τις προφανείς δηλώσεις τους (λόγος). Δεν είναι εξ άλλου τόσο ενδιαφέρον να
γνωρίσουμε τί σκέφτονται αυτοί οι φιλόσοφοι, διότι κατά βάθος
σκέφτονται όπως όλος ο κόσμος, όσο το να καταλάβουμε γιατί είπαν κάτι
που λογικά δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν, και να εξηγήσουμε αυτή την
αντίφαση. Αλλά ποια είναι τελικά η συνεισφορά αυτών των φιλοσόφων στην
ιστορία της αλήθειας, αφού το γράμμα του συστήματός τους είναι
τουλάχιστον αδιανόητο, ενώ η πραγματική τους σκέψη – όπως τουλάχιστον ο
Αριστοτέλης προσπαθεί να καταδείξει – δεν διαφέρει από την κοινοτοπία
της καθημερινότητας;
Είναι
σαφές ότι εδώ ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα, όπως θα
φανεί αν συγκρίνουμε τον θριαμβευτικό τόνο της ιστορικής μελέτης του στο
βιβλίο Α, κατά την οποία κάθε φιλόσοφος δικαιώνεται δια της αναδρομικής
πορείας της τελικής αλήθειας, με την πικρόχολη συζήτηση του βιβλίου Γ,
στην οποία απαλλάσσεται από αντιπάλους που θέτουν εμπόδια σε βάρος κάθε
πραγματικής έρευνας της αλήθειας. Ο Αριστοτέλης δεν κρύβει εδώ την
αποθάρρυνση στην οποία μια τέτοια συνθήκη οδηγεί τον ερευνητή: «Εάν
αυτοί που αποκάλυψαν για μας όλη την δυνατή αλήθεια με κάθε σαφήνεια (
και αυτοί είναι ακριβώς οι άνθρωποι που την αναζήτησαν και την αγάπησαν
με το μεγαλύτερο πάθος), εάν λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι εκφράζουν
παρόμοιες απόψεις και διαδίδουν τέτοιες θεωρίες για την αλήθεια, πώς δεν
θα αποθαρρυνθούν δικαιολογημένα όσοι προσεγγίζουν τα φιλοσοφικά
προβλήματα; Η αναζήτηση της αλήθειας θα μοιάζει τότε με την καταδίωξη
πουλιών εν πτήσει» (Γ, 5,1009b
33). Ξαναβρίσκουμε εδώ, εμπνευσμένη πιθανότατα και πάλι από τον
Θεαίτητο, μια συγγενή μεταφορά με αυτήν που παρατηρήσαμε στο βιβλίο α·
από το ένα στο άλλο όμως απόσπασμα το νόημα έχει αλλάξει οριστικά:
σύμφωνα με το βιβλίο α θα ήταν παράξενο να χάσουμε το στόχο· εδώ το
παράξενο είναι να πετύχουμε τον στόχο. Εκεί, κάθε άποψη παρέπεμπε σε
κάποιον ορίζοντα αληθείας· εδώ, η ανακάλυψη της αλήθειας επαφίεται σε
μιαν ευτυχή σύμπτωση. Χωρίς αμφιβολία, δεν θα πρέπει να πάρουμε κατά
γράμμα αυτές τις γεμάτες απογοήτευση σκέψεις του Αριστοτέλη.
Αποδεικνύουν όμως τουλάχιστον ότι η παρουσία του σοφιστικού κινήματος
σκέψης – στο οποίο εντάσσει αυθαίρετα και άλλους φιλοσόφους, όπως τον
Ηράκλειτο – αποδυναμώνει στα μάτια του την πίστη σε μια γραμμική πρόοδο
της σκέψης, που φαίνεται να κυριαρχεί στο βιβλίο Α. Το έργο του ίδιου
του Αριστοτέλη, το οποίο όπως θα δούμε οφείλει πολλά στους σοφιστές, θα
αρκούσε για να αποδείξει ότι η κριτική του σοφιστικού πνεύματος οδήγησε
την φιλοσοφία σε νέους ορίζοντες. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο
Σταγειρίτης δεν παραχωρεί στους σοφιστές τον ρόλο που στο βιβλίο Α
αποδίδει στους φυσικούς: ένα ρόλο προοδευτικής προετοιμασίας της δικής
του θεωρίας. Για να το πετύχει αυτό θα έπρεπε να είχε αναγνωρίσει την
θετική αξία της κριτικής και την δύναμη της άρνησης.
*
* *
Νοητή και πραγματική ιστορία
Ο
Αριστοτέλης αναγνωρίζει σε αρκετές περιπτώσεις, ότι η πραγματική
ιστορία δεν συμπίπτει πάντοτε με την νοητή πρόοδο της αλήθειας, η οποία
υπόκειται σε πτώσεις και πισωγυρίσματα. Αλλά αντί να τα ερμηνεύσει,
προτιμά να τα αγνοήσει, ή μάλλον να μην τα λάβει καθόλου υπόψη: σημασία
δεν έχει η καθαυτό διαδοχή των θεωριών, αλλά η τάξη
τους σε σχέση με την αλήθεια. Μόνο που ο Αριστοτέλης τοποθετεί αυτή την
τάξη μέσα στον χρόνο, θέτοντας επί του πραγματικού χρόνου έναν χρόνο
νοητό, στον οποίο εκτυλίσσεται απρόσκοπτα η μη αναστρέψιμη κίνηση της
αλήθειας. Εάν το βιβλίο Α των Μεταφυσικών μας προσφέρει μια τόσο αρμονική σύζευξη της χρονολογικής με την λογική τάξη, εάν μας πείθει ότι de facto όπως και de jure η υλική αιτία θα έπρεπε να έχει ανακαλυφθεί πριν από την τελεσιουργό αιτία, η τελεσιουργός αιτία πριν από την οριστική, και η οριστική πριν
από την ρητή, είναι επειδή ο Αριστοτέλης, πολύ συνειδητά, παίρνει
αποστάσεις από την ιστορία. Έτσι ερμηνεύεται και το απόσπασμα στο οποίο ο
Αναξαγόρας εμφανίζεται ως «πρότερος του Εμπεδοκλή κατά την ηλικία, ύστερος δε κατά τα έργα» (Μετ., Α, 983a 12). Ο Αλέξανδρος οδηγείται εδώ σε παρανόηση, όταν ερμηνεύει το μεταγενέστερος ως υποδεέστερος: η λέξη ύστερος υπονοεί σαφώς τον χρόνο· αλλά υπάρχουν δύο είδη χρόνου: ο χρόνος της ηλικίας (τῇ ηλικίᾳ) και ο χρόνος των έργων (τοῖς ἔργοις), ο εμπειρικός χρόνος και ο νοητός χρόνος, που δεν συμπίπτουν πάντοτε.
Η
ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται και από άλλα κείμενα. Ο Αναξαγόρας, για
παράδειγμα, εμφανίζεται ως ‘μεταγενέστερος’ του Εμπεδοκλή κατά το πνεύμα
και την αλήθεια, σε ένα απόσπασμα όπου είναι προφανές ότι ο Αριστοτέλης
αναφέρεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό από μια πραγματική διαδοχή: «Αν
ακολουθούσαμε τον συλλογισμό του Αναξαγόρα, ερμηνεύοντας παράλληλα αυτά
που θέλει να πει, η σκέψη του θα φάνταζε πιο σύγχρονη (καινοπρεπεστέρως) [από του Εμπεδοκλή]» (Μετ., Α, 8, 989b 6). Την ίδια ιδέα συναντάμε στο Περί Ουρανού, σχεδόν
με τους ίδιους όρους, σε ό,τι αφορά στην σχέση των Ατομιστών με τον
Πλάτωνα: «Παρότι ανήκουν σε προγενέστερη εποχή, οι απόψεις τους για το
ζήτημα που μας ενδιαφέρει είναι πιο σύγχρονες (καινοτέρως) [του Πλάτωνα]» (Περί Ουρανού. IV, 2, 308b 30). Αυτή η τελευταία παρατήρηση έχει ενδιαφέρον, διότι στο βιβλίο Α των Μεταφυσικών οι Πλατωνικοί κατατάσσονται ακριβώς μετά
του Ατομιστές, τόσο χρονολογικά όσο και λογικά: ο χρόνος λοιπόν είναι
διαφορετικός για κάθε πρόβλημα, και έτσι κάποιος που είναι σύγχρονος από
μιαν άποψη, μπορεί να είναι παλαιός από κάποιες άλλες.
Πού
βρίσκεται λοιπόν αυτή η κατακερματισμένη και αναστηλωμένη πραγματική
ιστορία; Επιμένοντας να διακρίνει στους προκατόχους του μια αδιάλειπτη
προετοιμασία των δικών του θεωριών, ο Αριστοτέλης υποχρεώνεται να
ανασυστήσει την ιστορία με ένα δικό του τρόπο: ο χρόνος καταλήγει να
αντιπροσωπεύει έναν χώρο προβολών νοητικής διαδοχής. Αλλά η απόδειξη
χάνει έτσι την ισχύ της: εάν η χρονολογική τάξη εκτρέπεται σε όφελος της
λογικής τάξης, ή ακόμη αφομοιώνεται απ’ αυτήν, η καθαυτό γένεση γίνεται
γένεση ιδεατή και η καθαυτό αιτιότητα των ιδεών αποκτά εικονικό
χαρακτήρα. Η ιστορία κέρδιζε έτσι μιαν αναδρομική ενότητα και συνέχεια,
υπό τον όρο να θυσιαστεί η πραγματική της κίνηση. Η αναδρομική κατανόηση,
με την προβολή στο παρελθόν μιας αναγκαιότητας, η οποία ελλείψει μιας
αναγκαίας τελικής αιτίας παρέμενε υποθετική, δεν θα μπορούσε να
αποτελέσει μια πραγματική ερμηνεία.
Μένει να αναζητήσουμε εάν ο Αριστοτέλης μας διαφωτίζει μερικές φορές,
ακόμη και με αποσπασματικές ενδείξεις, για το ποια είναι η πραγματική
κίνηση της αλήθειας και πώς πραγματικά γεννώνται τα φιλοσοφικά
συστήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου