Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

PIERRE A U B E N Q U E : ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (1) Δοκίμιο για την αριστοτελική προβληματική

 

«Η συνηθέστερη παραποίηση της θεωρητικής σκέψης είναι αυτή που την καθιστά μονομερή, δηλαδή η αναγνώριση μιας μόνο εκδοχής από αυτές που την αποτελούν».

                                                                (ΧΕΓΚΕΛ, Επιστήμη της λογικής,

                                                                 tr. S. JANKELEVITCH, t. I, sel., 83)
                

                                                 Π Ρ Ο Ο Ι Μ Ι Ο

                                   Σ Τ Η Ν  Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η  Ε Κ Δ Ο Σ Η


    Η εύνοια του κοινού και η προθυμία του εκδότη μάς επέτρεψαν τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση αυτού του έργου, να παρουσιάσουμε στον αναγνώστη μια δεύτερη έκδοση. Στο μεταξύ, πολλοί κριτικοί, τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Γαλλία,  ευαρεστήθηκαν να παρουσιάσουν, με αναλύσεις  ή άρθρα, συνήθως ευνοϊκά, τις απόψεις τους για την μέθοδο και τα αποτελέσματα της εργασίας μας. Η ανάγνωσή τους μας πρόσθεσε πολλές γνώσεις  και μας έθεσε το ερώτημα αν   με κάποιες κατάλληλες διορθώσει ή προσθήκες  θα έπρεπε να καταστήσουμε τον αναγνώστη αυτής της δεύτερης έκδοσης, μέτοχο των παρατηρήσεών τους. Θεωρήσαμε τελικά προτιμότερο να αναπαραγάγουμε, με κάποιες μικρές διορθώσεις, το κείμενο τής έκδοσης του 1962, με την ίδια σελιδοποίηση. Θα μπορούσαμε σε ορισμένα σημεία να μετριάσουμε μια βεβαιότητα, να παραλλάξουμε κάποια ανάλυση. Η πορεία της εργασίας μας θα οδηγείτο σε κάποιες παρακάμψεις, χωρίς να αλλάξει η κατάληξή της.

     Είχαμε εξ άλλου στο μεταξύ την ευκαιρία (με σχετικό άρθρο) να εξηγήσουμε την μέθοδο αυτής της εργασίας: να αναζητήσουμε την πραγματική δομή του έργου, που δεν είναι απαραίτητα και η προφανής δομή του, αλλά συνιστά την ενυπάρχουσα ενότητα 
( που δεν ταυτίζεται με την συνειδητή) που συνδέει μεταξύ τους τα πορίσματα του συγγραφέα. Επιμείναμε, όπως φαίνεται κυρίως από τα λεγόμενά μας, να αναδείξουμε μια διαλεκτική δομή και κατά κάποιο τρόπο ημιτελή, στην μεταφυσική τού Αριστοτέλη. Στο δεύτερο μέρος της παρουσίασης τού έργου μας γινόμαστε σαφέστεροι: η μεταφυσική τού Αριστοτέλη είναι, με την αριστοτελική έννοια, «διαλεκτική» και κατά συνέπεια ανίσχυρη σε επαγωγική κατάληξη, επειδή είναι μια μεταφυσική τής κινήσεως, δηλαδή της διάσπασης (ρήξης). Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε δια της φιλοσοφικής οδού το ημιτελές, που ελάχιστοι μελετητές τού σήμερα αρνούνται, δεν πιστεύουμε ότι συνεισφέραμε σε κάποιου είδους παράλογη απολογητική τής αποτυχίας, αλλά, αντίθετα, ότι εξασφαλίζουμε στα μεταφυσικά γραπτά τού Αριστοτέλη την ευρύτερη δυνατή σαφήνεια που είναι συμβατή με την απορητική δομή που αναδεικνύουν.


                                           Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

                                                                                             Sine Tomas mutus esset

                                                                                                                   Aristoteles.

                                                                                                   (Pic de La Mirandole)
                                                                                                                       

     Ο Μπρεντάνο, στην αρχή της επίσημης Πραγματείας του το 1862 για Το πολλαπλό  νόημα του είναι στον Αριστοτέλη, υπογράμμιζε πόσο τολμηρό φαίνεται, μετά από είκοσι αιώνες συνεχών αναλύσεων και αρκετών δεκαετιών φιλολογικής ερμηνείας, να ισχυρίζεται κανείς ότι μπορεί να προσθέσει κάτι για τον Αριστοτέλη, και ζητούσε να συγχωρεθεί η νεανική τόλμη τών λεγομένων του. Πώς κάτι που ίσχυε το 1862 δεν θα παρέμενε αληθινό περίπου εκατό χρόνια μετά; Ο αιώνας που μας χωρίζει από τον Μπρεντάνο δεν υπήρξε λιγότερο παραγωγικός σε αριστοτελικές μελέτες από τους προηγούμενους. Στην Γαλλία, όπου ένας λανθάνων καρτεσιανισμός απέστρεψε για μεγάλο διάστημα την φιλοσοφία από την μελέτη τού Αριστοτέλη, η ανανέωση τής μελέτης τής αρχαίας φιλοσοφίας που εγκαινίασε ο Victor Cousin είχε ήδη οδηγήσει στο διάσημο Δοκίμιο του Ravaisson περί της Μεταφυσικής του Αριστοτέλη, το οποίο επικυρώθηκε από μια πλειάδα κλασσικών συγγραφέων, μεταξύ των οποίων οι Hamelin, Rodier, Robin, de Rivaud, de Brehier. Την ίδια εποχή, η αναγέννηση του νέο-θωμισμού εισέρχεται ταχύτατα στην οδό της ιστορικής αναζήτησης και παράγει , κυρίως στο Βέλγιο, τα σημαντικά έργα του Mgr Μansion και των μαθητών του. Στην Αγγλία, η διάσημη φιλολογική παράδοση του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης απέδωσε πολύ σύντομα στον αριστοτελισμό, το προτέρημα της ακρίβειας στην ανάλυση και της κομψότητας στην έκφραση που ανέδειξαν οι μελέτες της στον Πλάτωνα: ο σερ. David Ross υπήρξε ο βασικότερος αντιπρόσωπος της αναγέννησης του Αριστοτέλη στην Οξφόρδη. Στην Γερμανία, όπου παρά τον Λούθηρο και χάρη στον Λάιμπνιτς, δεν διαταράχτηκε ποτέ ουσιαστικά η συνέχεια την φιλοσοφικής παράδοσης τού αριστοτελισμού, οι γονιμότερες ωθήσεις στην αριστοτελική έρευνα προήλθαν από την ιστορία, με την συνδρομή της φιλολογίας· από την άποψη αυτή ο Brentano παρέτεινε την παράδοση που εκπροσωπούσε ήδη ο Trelenburg και ο Bonitz, η οποία στα επόμενα χρόνια κατέληξε στην ολοκλήρωση της μνημειώδους εκδόσεως του Αριστοτέλη της Ακαδημίας του Βερολίνου, την οποία ακολούθησε η ακόμη πιο σημαντική μελέτη των Ελλήνων σχολιαστών· η φιλολογία ήταν και πάλι αυτή, με τα αποφασιστικής σημασίας έργα του W. Jaeger περί της εξέλιξης του Αριστοτέλη, που υποχρέωσε τους φιλοσόφους να αναθεωρήσουν ριζικά τις ερμηνείες τους. Μπορούμε να πούμε ότι από το 1923, το σύνολο της αριστοτελικής φιλολογίας αποτελεί απάντηση στον Jaeger.

     Σχετικά με την μεταφυσική, που αποτελεί και το αντικείμενο της εργασίας μας, οι υπάρχουσες μελέτες, κυρίως στην Γαλλία, είναι λιγότερες σε σχέση με άλλα πεδία της αριστοτελικής φιλοσοφίας, όπως η φυσική ή η λογική. Αλλά το πρόβλημα του Είναι έδωσε ιδιαίτερη λαβή σε δύο τουλάχιστον μελέτες, των οποίων το αντικείμενο είναι παρεμφερές με το δικό μας: αυτή του Μπρεντάνο, που ήδη αναφέραμε, και μία πιο σύγχρονη, του P. Owens περί  του Δόγματος τού είναι στην μεταφυσική του Αριστοτέλη· αυτή η τελευταία, που βασίζεται σε βιβλιογραφία 527 τίτλων, μοιάζει να καθιστά αδύνατη κάθε περεταίρω έρευνα πάνω στο θέμα.

     Είναι επομένως απαραίτητο να δικαιολογήσουμε την αναγκαιότητα του εγχειρήματός μας και να προσδιορίσουμε, σε σχέση με το σύνολο του σχολιασμού και της ερμηνείας, την πρωτοτυπία των προθέσεων και της μεθόδου μας. Η φιλοδοξία μας είναι καθαρή και συνοψίζεται σε λίγες λέξεις: δεν προτιθέμεθα να καινοτομήσουμε σε ό,τι αφορά τον Αριστοτέλη, αλλά αντίθετα να αποδομήσουμε ό,τι η παράδοση έχει προσθέσει στον αρχικό αριστοτελισμό. Η πρόθεση αυτή μπορεί να προκαλέσει μειδιάματα ή την εντύπωση ότι πρόκειται για την υποκριτική μετριοφροσύνη του κάθε ερμηνευτή, που επείγεται να βεβαιώσει ότι θα παραχωρήσει τον λόγο στον συγγραφέα του. Αλλά, σε ό,τι αφορά στον Αριστοτέλη, η προσπάθεια απογύμνωσης και επιστροφής στις πηγές αποκτά συγκεκριμένο νόημα. Σκοπός μας δεν είναι να αναφερθούμε στις προϋποθέσεις – που η σύγχρονη διανόηση αναδεικνύει συνεχώς  –  υπό τις  οποίες το έργο του Αριστοτέλη παραδόθηκε στους μεταγενέστερους. Ενδιαφέρον όμως είναι ακόμη και κυρίως για την φιλοσοφική κατανόηση, να έχουμε σαφή αντίληψη των ιδιαίτερων συνθηκών αυτής της παράδοσης: ο Αριστοτέλης που γνωρίζουμε δεν είναι αυτός που έζησε τον 4ο αιώνα π. Χ., φιλόσοφος φιλοσοφών ανάμεσα στους συγχρόνους του, αλλά ένα λίγο ως πολύ ανώνυμο Corpus, που εκδόθηκε τον 1ο αιώνα π. Χ. Δεν υπάρχει άλλο παράδειγμα φιλοσόφου στην ιστορία, που να έχει τόσο πολύ ‘αφαιρεθεί’ από την φιλοσοφία του. Ό,τι συνηθίσαμε να αποδίδουμε στο όνομα Αριστοτέλης δεν αφορά στον επονομαζόμενο φιλόσοφο, ούτε καν στην πραγματική φιλοσοφική του πορεία, αλλά σε ένα φιλοσόφημα, στα τελευταία υπολείμματα μιας φιλοσοφίας που εύκολα ξεχάσαμε ότι ανήκει σε ένα υπαρκτό πρόσωπο. «Φανταζόμαστε τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, έλεγε ο Πασκάλ, με την μακρυά τήβεννο των ψευδοσοφών». Σε ό,τι αφορά στον Πλάτωνα, η πρόοδος των ερευνών υπερκέρασε προ πολλού αυτές τις φαντασιώσεις. Αλλά σε σχέση με τον Αριστοτέλη, μας εκπλήσσει ακόμη και σήμερα όταν διαβάζουμε ότι ήταν «ένας απλός άνθρωπος, σαν όλους τους άλλους, που διασκέδαζε με τους φίλους του» και ότι υπέφερε από κάποια αρρώστια στο στομάχι.

     Η αποκατάσταση του ζωντανού Αριστοτέλη θα είχε δευτερεύουσα σημασία αν η ανωνυμία, στην οποία οι συμπτώσεις διάδοσής του ενταφίασαν το έργο του, δεν είχε επηρεάσει αποφασιστικά την ερμηνεία της φιλοσοφίας του. Ας υποθέσουμε προς στιγμήν ότι ανακαλύπτουμε σήμερα, σε μιαν αποθήκη του Κένιγκσμπεργκ, το σύνολο των χειρόγραφων έργων ενός φιλοσόφου με το όνομα Καντ, ο οποίος ήταν ως τότε γνωστός από τα ποιήματά του, τις ακαδημαϊκές εισηγήσεις του, μια ή δύο μελέτες στη γεωγραφία και από την ακαθόριστη μνήμη του διδακτικού έργου του· η υπερβολή αυτής της υπόθεσης, που προϋποθέτει ότι δεν θα είχε υπάρξει μετα-καντιανισμός ή νεο-καντιανισμός, δεν μας επιτρέπει να τη συνεχίσουμε. Μας αρκεί όμως για να αναδείξουμε το αυθαίρετο, ακόμη και παράλογο που συνόδεψε το έργο των σχολιαστών, οι οποίοι μετά την έκδοση του Ανδρόνικου της Ρόδου, βάλθηκαν να ξεκαθαρίσουν και να ερμηνεύσουν τα κείμενα του Αριστοτέλη χωρίς να γνωρίζουν ούτε την πραγματική σειρά της συγγραφής τους, ούτε τη σειρά που ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχε επιλέξει, και ακόμη λιγότερο τα αίτια και τους στόχους της διαδικασίας, τα κίνητρα και τις ευκαιρίες της συγγραφής, τις αντιδράσεις που ενδέχεται να είχε προκαλέσει και τις απαντήσεις του Αριστοτέλη, κ.τ.λ. Ας υποθέσουμε επίσης ότι από τον Καντ παραλάβαμε ένα συνοθύλευμα από την Διατριβή του 1770, τις δύο εκδόσεις της Κριτικής του καθαρού λόγου και το Opus postumum· ας υποθέσουμε κυρίως ότι αγνοώντας τη χρονολογία τους αποφασίσαμε να τα θεωρήσουμε σύγχρονα μεταξύ τους και ότι αναλάβαμε να αναδείξουμε ένα κοινό δόγμα: είναι αυτονόητο ότι το νόημα του φιλοσοφικού έργου του Καντ θα είχε σημαντικά αλλοιωθεί και ενδεχομένως υποβιβαστεί. Ένα πρώτο συμπέρασμα που αντιστρατεύεται μια ευρείας διάδοσης  λανθασμένη αντίληψη είναι το εξής: οι σχολιαστές, ακόμη και οι παλαιότεροι, ακόμη και αν είχαν στην κατοχή τους κείμενα που χάθηκαν έκτοτε, δεν διαθέτουν κανένα ιστορικό πλεονέκτημα απέναντι σ’ εμάς. Σχολιάζοντας τον Αριστοτέλη, περισσότερο από τέσσερις αιώνες μετά τον θάνατό του, χωρίς μια συνεχή παράδοση στο διάστημα που μεσολαβεί, αλλά με μιαν απόλυτη αντίθετα έκλειψη της καθεαυτό φιλοσοφικής του επιρροής, δεν βρίσκονταν σε ευνοϊκότερη θέση από μας ως προς την κατανόησή του. Μια διαφορετική κατανόηση του Αριστοτέλη από αυτήν των σχολιαστών του, ακόμη και των Ελλήνων, δεν συνεπάγεται αναγκαία τον εκμοντερνισμό του, αλλά ίσως μια μεγαλύτερη εγγύτητα με το ιστορικό πρόσωπο του φιλοσόφου.

     Επομένως, ο αριστοτελισμός που γνωρίζουμε – αυτός, για παράδειγμα, που περιλαμβάνει τις μεγάλες, στερεότυπες αντιθέσεις της πράξης και της δύναμης, της ύλης και της μορφής, του ουσιώδους και του τυχαίου – δεν είναι τόσο ο αριστοτελισμός του Αριστοτέλη όσο αυτός των Ελλήνων σχολιαστών του. Εδώ παρεμβαίνει μια δεύτερη ιστορική συνθήκη, που επέτεινε τις συνέπειες της πρώτης: η ημιτελής (ανολοκλήρωτη) μορφή στην οποία τα γραπτά του Αριστοτέλη, που επανέρχονται στο φως τον 1ο αιώνα π. Χ., διαδίδονται από τον Ανδρόνικο της Ρόδου, την οποία καθιστούν εμφανέστερη για τον αμύητο αναγνώστη το υπαινικτικό συχνά ύφος των κειμένων του Αριστοτέλη, ο ξεκάρφωτος χαρακτήρας της περιγραφής του, το γεγονός ότι μάταια αναζητείται σε όλο το έργο του η πραγμάτωση ενός συγκριμένου αναγγελθέντος σχεδίου ή η λύση ενός επίσημα διατυπωμένου προβλήματος. Το ημιτελές των γνωστών κειμένων του Αριστοτέλη, προστιθέμενο στη διασπορά τους, υπαγόρεψε στους σχολιαστές έναν διπλό στόχο: την ενοποίηση και τη συμπλήρωση. Μια απαίτηση που έμοιαζε προφανής, πλην όμως προϋπέθετε μια φιλοσοφική επιλογή που χρειάστηκαν αιώνες για την απάλειψή της. Η επιδίωξη ενοποίησης και συμπλήρωσης του έργου του Αριστοτέλη σήμαινε ότι η σκέψη του προσφερόταν σ’ αυτές τις διαδικασίες·  σήμαινε τον αποχωρισμό του de jure αριστοτελισμού από τον de facto Αριστοτέλη, σαν να είχε παραμείνει ο ιστορικός Αριστοτέλης εκτός της ίδιας της θεωρίας του· σαν μόνο κάποιοι εξωτερικοί λόγοι, και ουσιαστικά ένας πρόωρος θάνατος ή μια προϊούσα απώλεια ενδιαφέροντος για τη φιλοσοφική έρευνα, να είχε εμποδίσει τον Αριστοτέλη από τη μέριμνα της ενότητας και της ολοκλήρωσης του συστήματός του. Η εκδοχή αυτή δεν είναι εντελώς αστήρικτη· επεκράτησε  διότι  ενσωματώθηκε στην ουσία του σχολιασμού. Αντιμέτωπος με ένα σύνολο κειμένων, και μόνο μ’ αυτά, μη γνωρίζοντας ακόμη από τις προθέσεις του συγγραφέα παρά μόνον αυτές που διατύπωσε με σαφήνεια, και από τα επιτεύγματά του όσα άπτονται της πραγματικότητας, ο σχολιαστής έχει την τάση να βασίζεται περισσότερο σε ό,τι ο συγγραφέας είπε παρά σε ό,τι δεν είπε· ασχολούμενος κυρίως με τις δηλώσεις του και όχι με τις σιωπές του, προσεγγίζει περισσότερο τα επιτεύγματά του παρά τις αποτυχίες του. Αγνοεί τις αντιφάσεις του, ή επιδίδεται στην ερμηνεία τους καταλήγοντας στην άρνησή τους. Μη γνωρίζοντας από τον φιλόσοφο παρά το απόσταγμα της διδασκαλίας του, θυσιάζει την αλήθεια στη συνοχή και την αληθοφανή λογική  στην ιστορική λογική. Ενώ ανακαλύπτει στον Αριστοτέλη μονάχα το προσχέδιο ενός συστήματος, αφήνεται να παρασυρθεί από την ιδέα ενός συστήματος απόλυτου. Εκτός από το αυθαίρετο των προϋποθέσεων της πρέπει να υπογραμμίσουμε εδώ τους κινδύνους αυτής της μεθόδου· αν για παράδειγμα δεν υπάρχει η σύνθεση μέσα στα κείμενα, θα πρέπει να υπάρξει η ιδέας της σύνθεσης στο πνεύμα του σχολιαστή. Και έτσι βλέπουμε ότι δεν υπάρχει σχολιαστής του Αριστοτέλη που να μην τον συστηματοποιεί στη βάση μιας προκατειλημμένης αντίληψης: οι Έλληνες σχολιαστές στη βάση του νεοπλατωνισμού, οι σχολαστικοί στη βάση μιας ιδέας περί του Θεού της Βίβλου και της σχέσης με τον κόσμο. Όσο βαθύτερη είναι η σιωπή του Αριστοτέλη, τόσο πληθωρικότερος γίνεται ο λόγος του σχολιαστή· δεν σχολιάζει τη σιωπή αλλά την υποκαθιστά· δεν σχολιάζει το ημιτελές αλλά το ολοκληρώνει· δεν σχολιάζει το πρόβλημα, αλλά το λύνει, ή πιστεύει ότι το λύνει, και το λύνει ίσως πράγματι, αλλά σε μιαν άλλη φιλοσοφία.

     Η επιρροή αυτής της συγκεχυμένης ερμηνευτικής πήρε τέτοια έκταση, ώστε μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα κανείς απολύτως, παρά την εμφανή αντίθεση του περιεχομένου των κειμένων, να μη θέσει σε αμφιβολία τον συστηματικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη. Η συστηματοποιητική ερμηνεία, που γνώρισε όπως φαίνεται τις πρώτες αμφισβητήσεις της με τον Suarez, άρχισε απλώς να εμφανίζεται όλο και περισσότερο ανήσυχη, όλο και λιγότερο ικανοποιημένη, κατευθύνοντας τη δυσαρέσκειά της κατά του ίδιου του Αριστοτέλη. Μετά τη θαυμαστή σύνθεση του Ravaisson, στην οποία ο Πλωτίνος και ο Σέλλινγκ, είναι αλήθεια, κατελάμβαναν μεγαλύτερη θέση από τον ίδιο τον Αριστοτέλη, ερευνητές που αναζήτησαν την ιστορική αλήθεια, άρχισαν να θέτουν σε αμφισβήτηση την ίδια τη συνοχή της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Αλλά προκειμένου να μην αμφισβητηθεί ο συστηματικός χαρακτήρας της σκέψης του, προτίμησαν να υποστηρίξουν ότι το σύστημά του υπήρξε ασυνάρτητο. Σύμφωνα με τον Rodier, ο Αριστοτέλης δεν κατόρθωσε να επιλέξει ανάμεσα στην άποψη της αντίληψης και της επέκτασης· σύμφωνα με τον Robin, η ασυνέπεια γεννήθηκε από την αμφιταλάντευση ανάμεσα στην αναλυτική και τη συνθετική αντίληψη της αιτιότητας· κατά τον Boutroux, η αντίφαση βρίσκεται ανάμεσα σε μια θεωρία του Είναι, στην οποία το μόνο πραγματικό είναι το άτομο, και μια θεωρία της γνώσης, στην οποία η μοναδική επιστήμη είναι το γενικό. Ο Brunschvicg, που ισχυρίστηκε  στη λατινική πραγματεία του ότι ο Αριστοτέλης αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα σε μια μαθηματική και σε μια βιολογική αντίληψη του συλλογισμού, συνοψίζει αργότερα αυτή την αντίθεση σε έναν «νατουραλισμό της ενύπαρξης» και μιαν «αυθαιρεσία της υπέρβασης», ανάμεσα στις οποίες ο Αριστοτέλης δεν κατόρθωσε να επιλέξει. Την ίδια εποχή ο Théodor Gomperz περιέγραφε την αντίφαση με ψυχολογικούς όρους: ο Αριστοτέλης κατοικείτο από δύο πρόσωπα, τον Πλάτωνα και τον Ασκληπιό, τον λογοκρατούμενο ιδεαλιστή, δηλαδή τον «ορθολογιστή», και τον εμπειριστή που τρέφεται από την ιατρική επιστήμη και παθιάζεται με τις συγκεκριμένες παρατηρήσεις· ενώ ο Taylor κατήγγειλε τον Αριστοτέλη ως έναν Πλατωνικό που «έχασε την ψυχή του», αποφεύγοντας να ολοκληρώσει την αποστασία του. Σε γενικές γραμμές η αντίθεση τοποθετήθηκε ανάμεσα σε μια θεωρία της γνώσης, πλατωνικής έμπνευσης, και μια θεωρία του Είναι που αποκαθιστούσε την ευαισθησία, το ατομικό, την ύλη, ή ακόμη σαφέστερα μια νοητική αντίληψη του συμπαντικού, αναφερόμενη σε μιαν ιδεατή κοσμολογία και μιαν κοσμολογία του ενδεχόμενου που επικαλείται μιαν εμπειρική νοητική. Απαλλαγμένη από τη θωμιστική και μετα-θωμιστική σύνθεση, που παρέταξε γύρω από την έννοια της αναλογίας τις διαφορετικές πλευρές του αποκαλούμενου αριστοτελικού «συστήματος», η σύγχρονη ερμηνευτική αναζήτησε στον πλατωνισμό, τον οποίον συχνά ερμήνευε υπό το φως του κριτικού ιδεαλισμού, έναν κανόνα, βάσει του οποίου όμως ο αριστοτελισμός εμφανίσθηκε σαν ένας εξασθενημένος ή «περιορισμένος» και οπωσδήποτε ασυνεπής πλατωνισμός, ενώ στον ίδιον το φιλόσοφο αποδόθηκε ενίοτε και διπλοπροσωπία. Η συστηματοποιητική ερμηνεία εκδικείτο τον Αριστοτέλη για τις αποτυχίες της.

     Και τότε έκανε την εμφάνισή της, στο έδαφος που είχαν, είναι αλήθεια, προετοιμάσει οι παρατηρήσεις του Bonitz και η ήδη αποφασιστικής σημασίας παρουσίαση του Natorp, η πραγματεία του Jaeger, η άποψη του οποίου για πολλούς θεωρήθηκε επαναστατική, και μόνο από το γεγονός ότι αποκαθιστούσε, ενάντια  στη μέχρι τότε παράδοση, την απλή λογική. Τα κείμενα του Αριστοτέλη, όπως τα παραλάβαμε, ενέχουν αντιφάσεις, αλλά επειδή ένας φιλόσοφος που υπερασπίζεται την ιδιότητά του, δεν μπορεί να υποστηρίζει ταυτόχρονα αντιφατικές απόψεις, το μόνο συμπέρασμα που προέκυπτε είναι ότι επρόκειτο για διαφορετικές στιγμές μιας εξέλιξης. Και η κοινή λογική, συνεπικουρούμενη εξ άλλου από το περιεχόμενο των έργων των αποκαλουμένων της «νεότητάς» του, των οποίων σώζονται αποσπάσματα, η οποία υποδείκνυε ότι ο Αριστοτέλης απομακρύνθηκε σταδιακά από τον πλατωνισμό, μας αποκάλυψε εν τέλει τη γενική αρχή που επέτρεπε την ανασυγκρότηση της εξελικτικής του πορείας: από τις δύο αντικρουόμενες θέσεις, η πλησιέστερη στον Πλάτωνα θα έπρεπε να θεωρηθεί αρχαιότερη, και μαζί της όλο το έργο, η τουλάχιστον το κεφάλαιο ή το απόσπασμα στο οποίο περιλαμβανόταν. Η εφαρμογή αυτής της μεθόδου προέτρεψε τον Jaeger να προτείνει μια χρονολόγηση των έργων του Αριστοτέλη, η οποία υπήρξε έκτοτε αντικείμενο  κριτικής και αναθεωρήσεων που σχεδόν την ανέτρεψαν, χωρίς όμως να αμφισβητηθεί πλήρως η αρχή στην οποία βασίστηκε.

(συνεχίζεται)

Είναι η σημαντικότερη εργασία τού αιώνος μας στόν Αριστοτέλη. Μιά αναγέννηση τού Αριστοτέλη. Ελπίζοντας νά "πιάσει" καί στόν τόπο μας.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου