ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η «ΖΗΤΟΥΜΕΝΗ» ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Κεφάλαιο ΙΙ
Ε Ι Ν Α Ι Κ Α Ι Λ Ο Γ Ο Σ
2. Η πολλαπλότητα των νοημάτων του όντος: το πρόβλημα
Το συμβεβηκός
Η
αναίρεση των σοφιστικών παραλογισμών οδήγησε τον Αριστοτέλη να
αποδεχθεί, ως θεμέλιο της μεταξύ των ανθρώπων επικοινωνίας, την ύπαρξη
νοημάτων που υπάγονται σε αντικειμενικές ενότητες, τις οποίες και
αποκαλεί ουσίες. Αν αντίθετα ακολουθούσαμε τον τρόπο σκέψης των
σοφιστών, θα έπρεπε να αποδεχθούμε ότι δεν υπάρχουν ουσίες και ότι τα
πάντα είναι συμβαίνοντα (Γ, 4, 1007a
22, 33). Ή ακόμη: εάν η θεωρία του νοήματος οδηγεί σε μιαν οντολογία
της ουσίας, η θεωρία – ή μάλλον η πρακτική – της αμφιβολίας οδηγεί σε
κάτι, που εκ πρώτης όψεως εμφανίζεται ως οντολογία του συμβεβηκότος,
αλλά αποδεικνύεται άμεσα ως η ίδια η άρνηση κάθε οντολογίας. Έτσι το
αδιανόητο μιας οντολογίας που θα περιόριζε το είναι σε ένα συμβεβηκός,
θα επιβεβαιώσει εκ του αντιθέτου το αποτέλεσμα των αναλύσεων του νοήματος.
Τί θα συνέβαινε πράγματι εάν ένα όνομα μπορούσε να έχει πολλαπλές σημασίες (σχέση που θα ονομάσουμε προσωρινά αμφιβολία
ή αμφισημία); Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να αποδώσουμε αυτό το όνομα σε
ένα πράγμα: έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Σωκράτης είναι άνθρωπος·
αλλά η λέξη άνθρωπος, εφόσον
έχει καθ’ υπόθεση πολλές σημασίες, δεν θα σήμαινε μόνο την ουσία του
ανθρώπου αλλά και την ουσία του μη-ανθρώπου, ή μάλλον την μη-ουσία του
ανθρώπου. Το να πούμε λοιπόν ότι ο Σωκράτης είναι άνθρωπος θα σήμαινε
ότι ο Σωκράτης είναι άνθρωπος και μη-άνθρωπος. Εδώ δεν διακρίνουμε
κάποια αντίφαση: «Τίποτε όντως δεν εμποδίζει τον ίδιο άνθρωπο να είναι
και άνθρωπος και λευκός και πλήθος άλλα πράγματα» (Γ, 4, 1007a 10). Δεν αποφεύγουμε όμως την αντίφαση, παρά μόνο αν αναγνωρίσουμε στο ανθρώπινο μιαν από τις ιδιότητες (γνωρίσματα) του Σωκράτη και όχι τον προσδιορισμό της ουσίας του. Στα πλαίσια της αμφισημίας, η έννοια άνθρωπος
δεν μπορεί να εκφράσει την ουσία του ανθρώπου (διότι η ουσία είναι μία
και επομένως και η σημασία της θα ήταν μία), αλλά σημαίνει μόνο κάτι από
τον Σωκράτη. Η σοφιστική πρακτική του λόγου εμποδίζει όμως την
πρωτοκαθεδρία οποιασδήποτε ιδιότητας: δεν μπορούμε να αποδώσουμε σε
καμιά απ’ αυτές την ουσία του πράγματος, διότι η ουσία είναι μοναδική
και η απόδοση αυτή θα ήταν αντί αυτής (αυθαίρετη).
Διακρίνουμε εδώ την διαφορά ανάμεσα σε μιαν ορολογία απόδοσης
γνωρισμάτων, δηλαδή δευτερευόντων και υπαινικτικών ιδιοτήτων, και έναν
λόγο σημαίνοντα: στο επίπεδο της απόδοσης είναι θεμιτό να πούμε ότι ένα
πράγμα είναι αυτό και όχι αυτό· αλλά στο επίπεδο του νοήματος θα υπήρχε
αντίφαση. «Η νοηματοδότηση της ουσίας ενός πράγματος σημαίνει ότι τίποτε
άλλο δεν είναι ουσία αυτού του ίδιου πράγματος». Η ενότητα του νοήματος
εκφράζει και προϋποθέτει την ασυμβατότητα των ουσιών. Αντίθετα, στην
προοπτική της αμφισημίας δεν υφίστανται παρά μόνο γνωρίσματα ή, όπως
λέει εδώ ο Αριστοτέλης, συμβαίνοντα (συμβεβηκότα), δηλαδή
γνωρίσματα που μπορεί να ανήκουν σε ένα πράγμα, αλλά και να μην του
ανήκουν, και που επομένως είναι απροσδιόριστου αριθμού.
Στο
επίπεδο αυτό ο Αριστοτέλης εξομοιώνει το συμβεβηκός με το κατηγόρημα,
αποδεικνύοντας εμφανώς τον παραλογισμό μιας θεωρίας, της οποίας το
ανομολόγητο αξίωμα θα ήταν «τα πάντα είναι συμπτωματικά»: «Εάν
υποθέσουμε ότι τα πάντα είναι συμβεβηκότα, τότε δεν θα υπάρχει κανένα
πρωταρχικό συμβεβηκός, εάν είναι αλήθεια ότι το συμβεβηκός σημαίνει
πάντοτε την κατηγορία ενός υποκειμένου (καθ’ ὑποκειμένου τινός σημαίνει τήν κατηγορίαν). Και επομένως η απόδοση κατηγορήματος γίνεται αναπόφευκτα μια πορεία προς το άπειρον» (Γ, 4, 1007a
33). Κατά τον ίδιο τρόπο που η κίνηση προϋποθέτει μιαν ακίνητη
κινητήρια δύναμη ή η απόδειξη μια πρώτη πρόταση μη συμπερασματική, το
κατηγόρημα προϋποθέτει ένα πρώτο υποκείμενο μη κατηγορούμενο, κάτι που
αποτελεί και έναν από τους ορισμούς της ουσίας. Θα μπορούσαμε μήπως να
πούμε ότι τα κατηγορήματα μπορεί να αποδίδονται το ένα στο άλλο, σύμφωνα
με ένα είδος αμοιβαίας απόδοσης κατηγορημάτων στο άπειρον; «Αλλά αυτό
είναι αδύνατον, λέει ο Αριστοτέλης, διότι δεν υπάρχουν ποτέ περισσότερα
από δύο συμβεβηκότα σε σύνδεση μεταξύ τους: …ένα συμβάν μπορεί να είναι
συμβαίνον του συμβαίνοντος, μόνον αν και τα δύο είναι συμβάντα του ιδίου
υποκειμένου: λέω για παράδειγμα ότι ο λευκός είναι μουσικός και ότι ο
μουσικός είναι λευκός, μόνον επειδή πρόκειται για συμβαίνοντα του
ανθρώπου» (Γ, 4, 1007b
1). Επιπλέον εδώ πρόκειται για ένα κατηγόρημα που στην πραγματικότητα
δεν έχει θέση εάν δεν αναφερθεί σε κάτι άλλο ουσιαστικότερο: το
κατηγόρημα που συνδέει το συμβεβηκός λευκός ή το συμβεβηκός μουσικός
με το υποκείμενο Σωκράτης. Και στις δύο περιπτώσεις η ουσία είναι
απαραίτητη, είτε ως κοινό υπόβαθρο των δύο συμβεβηκότων και προϋπόθεση
της απόδοσης του ενός στο άλλο, είτε ως το άμεσο υποκείμενο της απόδοσης
του κατηγορήματος. Οι σοφιστές δεν θα όριζαν ποτέ τον Σωκράτη λέγοντας
ότι είναι αυτό και όχι αυτό, αφήνοντας ανοιχτό τον δρόμο σε μιαν απειρία
πιθανών συμβεβηκότων του Σωκράτη: «Διότι μια τέτοια συλλογή ιδιοτήτων
δεν επιτρέπει σε ένα όν να είναι ένα». Όχι μόνον δεν μπορούν να υπάρξουν
συμβεβηκότα χωρίς την ουσία, αλλά επιπλέον η ουσία δεν περιορίζεται από
το σύνολο των κατηγορημάτων της.
Το
λάθος των σοφιστών είναι επομένως ότι κινούνται αποκλειστικά στον χώρο
του συμβεβηκότος, ή μάλλον ότι δεν διακρίνουν πως το συμβεβηκός υπάρχει
λόγω της περιστασιακής εξάρτησης από το υποκείμενό του, δηλαδή μιαν
ουσία: «Αυτοί που καθιστούν τις ιδιότητες [μοναδικό] αντικείμενο της
μελέτης τους σφάλλουν, όχι επειδή ερευνούν αντικείμενα ξένα προς την
φιλοσοφία, αλλά επειδή ξεχνούν ότι η ουσία, για την οποία δεν έχουν μια
συγκεκριμένη ιδέα, προηγείται των ιδιοτήτων της» (Γ, 2, 1004b
8). Έτσι ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η αποκατάσταση των επιχειρημάτων των
σοφιστών επιτυγχάνεται όχι τόσο με την αποκλειστική θεώρηση της ουσίας,
όσο με την διάκριση ανάμεσα στην ουσία και τα συμβεβηκότα. Το περίφημο
σοφιστικό πρόβλημα το οποίο κατά τον Αριστοτέλη είναι καθήκον του
φιλοσόφου να λύσει, είναι γνωστό τόσο από τα γραπτά του ίδιου του
Σταγειρίτη όσο και από τον Ευθύδημο
του Πλάτωνα: Ταυτίζεται ο Σωκράτης με τον καθιστό Σωκράτη; Ή ακόμη: Ο
Κορίσκος ταυτίζεται με τον μουσικό Κορίσκο; Το να μορφώσεις τον Κλεινία
ισοδυναμεί με το να τον σκοτώσεις, διότι εξαλείφοντας τον αμαθή Κλεινία,
εξαλείφεις επίσης και τον Κλεινία. Παρόμοια επιχειρήματα μοιάζουν
ατελέσφορα, διότι εάν το όν καθορίζεται από την πληθώρα των συμβεβηκότων
του, εξαλείφοντας κάποιο απ’ αυτά εξαλείφεται και το ίδιο το όν.
Αντίθετα η διάκριση της ουσίας από το συμβεβηκός μάς
επιτρέπει να ερμηνεύσουμε την διατήρηση της ύπαρξης του Σωκράτη ως
υποκείμενο με ιδιότητες, μέσα από μια διαδοχή ιδιοτήτων που τον
προσδιορίζουν. Και εδώ το σφάλμα των σοφιστών ήταν ότι περιόρισαν το
νόημα στην ιδιότητα, ή τουλάχιστον ότι δεν αναγνώρισαν άλλη μορφή
νοήματος από το νόημα του γνωρίσματος (σημαίνειν καθ’ ἑνός): μια μορφή νοήματος που δικαιώνεται καθ’ αυτήν, αλλά δεν μπορεί να παραστήσει κάτι που δεν είναι, δηλαδή ένα ουσιαστικό νόημα (σημαίνειν ἕν).
Δεν μπορούμε να ταυτίσουμε τις δύο εκφράσεις: δίνω νόημα σε ένα
υποκείμενο και δίνω νόημα σε κάποιο πράγμα ενός συγκεκριμένου
υποκειμένου· διότι έτσι ο μουσικός και ο λευκός και ο άνθρωπος σημαίνουν
επίσης το ίδιο πράγμα, και επομένως όλα τα όντα θα ήταν ένα όν, διότι
θα ήταν συνώνυμα» (Γ,4, 1006b
15). Εάν θεωρήσουμε ότι κάθε συμπτωματική κατηγορία σημαίνει την ουσία
(και αυτό ακριβώς είναι που επιχειρούν οι σοφιστές, για τους οποίους ο
λόγος περιορίζεται σε συμβαίνουσες κατηγορίες), θα πρέπει να
παραδεχτούμε ότι η ουσία έχει πολλά ονόματα, ή καλύτερα ότι έχει
απεριόριστα ονόματα: τόσα ονόματα όσα συμβεβηκότα μπορεί να έχει ένα όν.
Αντίστροφα, όλα τα ονόματα θα προσδιορίζουν το ίδιο όν, για τον απλό
λόγο ότι θα μπορούν να του αποδοθούν ανά πάσα στιγμή. Η θέση: Δεν υπάρχουν παρά μόνον συμβεβηκότα καταλήγει λοιπόν παραδόξως σε αυτή την άλλη θέση: Όλα είναι ένα. Είναι σαν να λέμε: Δεν υπάρχουν ουσίες και Δεν υπάρχει παρά μόνο μια ουσία,
διότι αν υπήρχε μόνο μια ουσία, θα έπρεπε να είναι η απροσδιόριστη,
διότι πάντοτε ημιτελής συλλογή των απεριορίστων πιθανών συμβάντων. Μια
τέτοια απειρία είναι όπως είδαμε αδύνατη, και ούτε μπορούμε να την
συλλάβουμε.
Συμβεβηκός και μη-όν
Επομένως
η σοφιστική θεωρία και η πρακτική του λόγου δεν βασίζονται μόνον σε μια
λανθασμένη οντολογία: καθιστούν κάθε οντολογία αδύνατη. Αυτό διέκρινε
ακριβώς ο Πλάτων, ο οποίος, όπως μας υπενθυμίζει ο Αριστοτέλης, «δεν
είχε άδικο να τοποθετήσει την σοφιστική στην κατηγορία του μη όντος (περί το μη ὂν)» (Ε, 2, 1026b 14 και Σοφιστής, 254a).
Σε αυτήν ακριβώς την παρατήρηση του Πλάτωνα ο Αριστοτέλης θα δώσει ένα
συγκεκριμένο περιεχόμενο: η σοφιστική έχει περιεχόμενό της το μη-όν,
διότι «τα επιχειρήματα των σοφιστών αναφέρονται κυρίως στο συμβεβηκός,
το οποίο είναι ένα «σχεδόν μη-όν», ένα όν που η ύπαρξή του βεβαιώνεται
μόνον κατ’ όνομα: ὁνόματι μόνον το συμβεβηκός ἐστί. Το νόημα αυτής της τελευταίας φράσης φωτίζεται από ένα απόσπασμα των Κατηγοριών, όπου διακρίνονται δύο είδη κατηγορήσεων: η κατά τοὒνομα και η κατά τον λόγον. Όταν αποδίδω στον άνθρωπο το κατηγόρημα λευκός, του αποδίδω στην πράξη το όνομα «λευκός» και όχι τον ορισμό (λόγος)
του λευκού, και επιπλέον αυτό το κατ’ όνομα γνώρισμα οφείλει ακριβώς
την ύπαρξή του στην τυχαία συνύπαρξη του ανθρώπου με την ιδιότητα του
λευκού: «Σε ό,τι αφορά στα γνωρίσματα που συνοδεύουν ένα υποκείμενο,
συνήθως ούτε το όνομά τους ούτε ο ορισμός τους δεν αποδίδονται στο
υποκείμενο. Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως που το όνομα μπορεί να
αποδοθεί στο υποκείμενο, είναι αδύνατον να αποδοθεί και στον ορισμό: για
παράδειγμα, το λευκός μπορεί να έχει ως υποκείμενο το σώμα (διότι ένα
σώμα μπορεί να είναι λευκό), αλλά ο ορισμός του λευκού δεν μπορεί ποτέ
να αποδοθεί στο σώμα» (Κατ., 5, 2a 27). Με άλλους λόγους, το γεγονός ότι ένα σώμα είναι λευκό ή μελαμψό δεν σημαίνει ότι είναι
η λευκότητα ή η μελαμψότητα, αλλά μόνο ότι μπορούμε να του αποδώσουμε
αυτή την ιδιότητα. Φυσικά ο άνθρωπος-λευκός είναι μια συγκεκριμένη
πραγματικότητα. Αλλά αυτό που έχει μια μόνο κατ’ όνομα ύπαρξη είναι ό,τι
μόνο κατά συμβεβηκός ανήκει στο υποκείμενο: διότι το λευκός θα ήταν ένα
μη-όν εάν ο λόγος δεν το ανέσυρε «κατά περίπτωση» από την ανυπαρξία του
για να το αποδώσει εδώ και τώρα, δηλαδή χάρη σε μιαν απρόβλεπτη και
παροδική σύμπτωση – ενδεχόμενη θα πεί ο Αριστοτέλης – σε έναν
συγκεκριμένο άνθρωπο με σάρκα και οστά. Το συμβεβηκός καθαυτό έχει μόνο
την ύπαρξη που του αποδίδει ο κατηγορηματικός λόγος (διότι αυτό που
υπάρχει στην φύση δεν είναι οι ουσίες με τα συμβεβηκότα τους, αλλά
συγκεκριμένες ολότητες)· μόλις το κατηγόρημα εξαλειφθεί, το συμβεβηκός
επιστρέφει στην ανυπαρξία.
Γι’
αυτό και δεν υπάρχει επιστήμη του συμβεβηκότος. Για παράδειγμα η
επιστήμη του αρχιτέκτονα «δεν ασχολείται καθόλου με το τί θα συμβεί σ’
αυτούς που θα κατοικήσουν στο σπίτι, αν για παράδειγμα θα έχουν ή όχι
μια δύσκολη ζωή» (Κ, 8, 1064b
19). Τούτο δεν οφείλεται στην αδιαφορία του αρχιτέκτονα αλλά στο
γεγονός ότι σε σχέση με την ουσία του σπιτιού ο τρόπος ζωής των κατοίκων
του θα είναι εκτός πραγματικότητος, εφ’ όσον κάποιο κατηγόρημα, που
αυτή την στιγμή δεν μπορεί να προβλεφθεί, δεν θα έχει δημιουργήσει μιαν
εξωτερική σχέση ανάμεσα σ’ αυτό το συμβεβηκός και την ουσία του σπιτιού.
Εδώ συναντάμε πάλι, από άλλο δρόμο, την άποψη ότι η σοφιστική δεν είναι
επιστήμη, αλλά το πρόσχημα μιας επιστήμης: το συμβεβηκός, ή τουλάχιστον
το συμβεβηκός που παριστάνει το όν, είναι ακριβώς το συνακόλουθο του
σοφιστικού προσχήματος.
*
* *
Συμβεβηκός και όν
Οι
αναλύσεις αυτές μοιάζουν να απωθούν το συμβεβηκός εκτός του όντος: εάν
το όν περιοριστεί στην ουσία, το συμβεβηκός απωθείται στο μη-όν. Η
κριτική της σοφιστικής αμφισημίας θα μπορούσε να οδηγήσει τον Αριστοτέλη
σε μια θεωρία της μονοσημίας του όντος: ως όν νοείται μόνο η ουσία.
Αλλά η πρωτοτυπία του Αριστοτέλη έγκειται στο ότι αποφεύγει εξίσου αυτή
την εξέλιξη όσο και την προηγούμενη. Μια νέα έρευνα του λόγου και
ιδιαίτερα του κατηγορήματος θα αποτρέψει τον Αριστοτέλη από την
αντιπαράθεση ανάμεσα στην απολυτότητα της ουσίας και τον ερασιτεχνισμό
του συμβεβηκότος. Διότι εάν το συμβεβηκός δεν είναι η ουσία, και η πλέον
στοιχειώδης πρακτική του λόγου μάς διδάσκει ότι η ουσία είναι
το συμβεβηκός: παρότι το λευκόν δεν είναι ουσία του ανθρώπου, αυτός ο
άνθρωπος είναι λευκός. Ίσως ο Κορίσκος να μην είναι ακριβώς με τον ίδιο
τρόπο άνθρωπος και καλυμμένος, αλλά στο ίδιο ακριβώς ρήμα είναι
καταφεύγουμε και στις δύο περιπτώσεις για να νοηματοδοτήσουμε την ουσία
και το συμβεβηκός. Μήπως το όν δεν σημαίνει αποκλειστικά την ουσία; Και
μήπως το όν κατά συμβεβηκός είναι με τον τρόπο του ένα όν;
Στο απόσπασμα του βιβλίου Γ που αναφέραμε, ο Αριστοτέλης διακρίνει ανάμεσα στο νόημα του γνωρίσματος (καθ’ ἑνός) και το ουσιαστικό νόημα (σημαίνειν ἕν).
Στην πραγματικότητα και αυτό το δεύτερο, όπως και το πρώτο, εκφράζεται
με την μορφή κατηγορήματος: έτσι, όταν λέμε ότι ο Κορίσκος είναι ένας
άνθρωπος, εκφράζουμε μεν την ουσία του Κορίσκου, αλλά και πάλι με την
μορφή κατηγορήματος. Επομένως ο διαχωρισμός ανάμεσα στην εμφάνιση της
ουσίας και αυτήν του συμβεβηκότος θα πρέπει να τοποθετηθεί όχι μεταξύ
του νοήματος και του κατηγορήματος, αλλά μέσα στο ίδιο το κατηγόρημα (το
οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό του νοήματος). Στην αρχή ο Αριστοτέλης
είχε την τάση να αφομοιώσει την ουσία στο υποκείμενο και το συμβεβηκός
στο κατηγόρημα· αλλά η άμεση πρακτική του λόγου μάς υποδεικνύει ότι και η
ίδια η ουσία (ή ένα συγκεκριμένο μέρος της) μπορεί να αποδοθεί ως
κατηγόρημα. Πρέπει επομένως να παραδεχτούμε ότι υπάρχουν «κατηγορήματα
που σημαίνουν την ουσία» και άλλα που σημαίνουν το συμβεβηκός. Η θεώρηση
του λόγου δεν μπορεί εδώ να προσφέρει καμιά βοήθεια, διότι η μορφή του
νοήματος και του κατηγορήματος είναι ίδια και στις δύο περιπτώσεις. Για
να ξεχωρίσουμε το κατά συμβεβηκός νόημα από το ουσιαστικό νόημα, θα
πρέπει να ανατρέξουμε σε μια μελέτη των διαφορετικών νοημάτων που
αποδίδει κάθε φορά η πρόθεσή μας στο συνδετικό είναι. Πολύ διευκρινιστικές είναι οι υποδείξεις που μας προσφέρει ένα απόσπασμα από τα Αναλυτικά ύστερα: «Τα κατηγορήματα που σημαίνουν την ουσία υποδεικνύουν ότι το υποκείμενο στο οποίο αποδίδονται δεν είναι
τίποτε άλλο από το ίδιο το κατηγόρημα ή κάποιο από τα είδη του.
Αντίθετα, αυτά που δεν σημαίνουν την ουσία, αλλά αποδίδονται σε κάποιο
διαφορετικό από αυτά υποκείμενο, το οποίο δεν είναι
ούτε αυτό το ίδιο το κατηγόρημα, ούτε κάποιο από τα είδη του, είναι
συμβεβηκότα: για παράδειγμα, το λευκός είναι ένα συμβεβηκός του
ανθρώπου, διότι ο άνθρωπος δεν είναι ούτε η ουσία του λευκός ούτε η ουσία λευκού τινός, ενώ μπορούμε να πούμε ότι είναι ζώο, αφού ο άνθρωπος είναι ουσιαστικά ένα είδος ζώου» (Ι, 22, 83a 24). Εάν συγκεντρωθούμε στο σταθερό νόημα του ρήματος είναι
στο απόσπασμα αυτό, θα παρατηρήσουμε ότι, για να διευκρινίσει το νόημα
του κατά συμβεβηκός κατηγορήματος, ο Αριστοτέλης ανατρέχει σε μια χρήση
κυριολεκτική θα μπορούσαμε να πούμε του ρήματος είναι,
δηλαδή του συνδετικού σε μιαν αναλυτική πρόταση: ο Αριστοτέλης θέλει να
πεί ότι ο άνθρωπος δεν είναι το λευκό, ότι δεν υπάρχει ταυτότητα
ανάμεσα στις έννοιες άνθρωπος και λευκός, και ότι μ’ αυτή την έννοια το
λευκός δεν μπορεί να είναι ποτέ οτιδήποτε άλλο από ένα συμβεβηκός του
ανθρώπου. Αλλά παρότι ο άνθρωπος δεν είναι το λευκό, εξακολουθούμε να
λέμε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι λευκός, ανατρέχοντας και πάλι στο ρήμα είναι
προκειμένου να εκφράσουμε την συμβαίνουσα σχέση. Αυτό που ο Αριστοτέλης
αναγνωρίζει σ’ αυτήν την ανάλυση είναι ότι το συμβεβηκός δεν αφήνεται
τόσο εύκολα να αφανιστεί στον χώρο του μη-όντος, αφού εκφράζεται από το
ίδιο το λεξιλόγιο του Είναι (όντος). Το συμβεβηκός δεν είναι μη-όν παρά
μόνο για έναν τρόπο σκέψης που δεν αναγνωρίζει στο όν άλλο νόημα από
αυτό της ουσίας: η τάση αυτή – που όπως θα δούμε, σύμφωνα με τον
Αριστοτέλη απέβη μοιραία για πολλούς προγενέστερούς του και μερικούς
συγχρόνους του – δεν απουσιάζει, όπως είδαμε, από την αριστοτελική πολεμική κατά των σοφιστών. Το γεγονός όμως ότι ανατρέξαμε στο ρήμα είναι
για να σηματοδοτήσουμε, όχι μόνον την σχέση ταυτότητας ανάμεσα στο όν
και την ουσία του, αλλά επίσης την σύνθετη σχέση ανάμεσα στο όν και τα
συμβεβηκότα του, δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στον πειρασμό της
μονοσημίας, αλλά να αναγνωρίσουμε ότι το όν μπορεί να έχει διαφορετικές
σημασίες, ή τουλάχιστον δύο: του ουσιαστικού όντος, ή κατά τον
Αριστοτέλη του Είναι καθ’ αὐτό, και του Είναι κατά συμβεβηκός.
Το καθ’ αυτό και το κατά συμβεβηκός Είναι
Είναι
αλήθεια ότι δύσκολα κατανοεί κανείς το Είναι αυτού του κατά συμβεβηκός
όντος. Διότι είναι ασταθές και στερείται αιτίας: υπάρχουν πολλοί τρόποι
αναγνώρισης τού ότι «το συμβεβηκός επέρχεται και υπάρχει όχι καθαυτό αλλά ως κάτι άλλο (οὐχ ᾗ αὐτό, ἀλλ’ ᾗ ἕτερον)» (Δ, 30, 1025a 14,24 και 28). Το κατά συμβεβηκός όν είναι λοιπόν όν- ἕτερον:
«Τα κατηγορήματα που δεν σημαίνουν την ουσία θα πρέπει να αποδοθούν σε
κάποιο υποκείμενο, καθότι δεν υπάρχει τίποτε λευκό που να είναι λευκό
και να μην μπορεί να είναι και κάτι άλλο από λευκό» (Αν. ύστ., Ι, 22, 83a
31). Το κατά συμβεβηκός όν επομένως δεν είναι ένα όν που αρκείται στον
εαυτό του· προϋποθέτει «το άλλο γένος του όντος» (Ε, 4, 1028A 1). Όσο όμως προσωρινό και ατελές και αν είναι όταν το συγκρίνουμε με το «καθαυτό» (κυρίως)
όν, το κατά συμβεβηκός όν δεν παύει να είναι όν. Θα ήταν μάταιο, μας
λέει ο Αριστοτέλης, προκειμένου να ερμηνεύσουμε αυτό το παράδοξο ενός
όντος που δεν είναι παρά
μόνο ως κάτι έτερον, να καταφύγουμε στο τέχνασμα του Πλάτωνα, που
υποχρεώθηκε γι’ αυτόν το λόγο να εισάγει το μη-όν μέσα στο όν (Ν, 2,
1089a 5 και Φυσικά, Ι, 3, 187a 1).
Μας
εκπλήσσει αυτή η επιμονή του Αριστοτέλη να εμφανίζει το συμβεβηκός ως
όν, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα αποτελέσματα της πολεμικής του
κατά των σοφιστών. Δεν θα έπρεπε, για να καταστεί δυνατός ο διάλογος
μεταξύ των ανθρώπων, οι λέξεις – και κυρίως η καθολικότερη όλων, η λέξη
όν – να έχουν νόημα, δηλαδή ένα μόνο νόημα;
Κατά τον ίδιο τρόπο όμως που, κάτω από την πίεση των προβλημάτων, ο
Αριστοτέλης υποχρεώθηκε να καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα, μια
διαφορετική κατηγορία προβλημάτων θα τον υποχρεώσει να αναγνωρίσει στην
λέξη όν διαφορετικά νοήματα.
Αν όμως μια οντολογία του συμβεβηκότος, όπως προοιώνιζε η θεωρία των
σοφιστών, αναδεικνύεται παράλογη, μια οντολογία της ουσίας δεν θα
καταλήξει κι αυτή σε νέες δυσκολίες; Τον αποκλεισμό δηλαδή ενός
σημαντικού μέρους του λόγου (του κατηγορηματικού λόγου) και μιας
ολόκληρης πλευράς (όψης) της πραγματικότητας (της συνθήκης την οποία το
κατηγόρημα κατά συμβεβηκός εκφράζει στο επίπεδο του λόγου); Εάν η
αμφισημία των σοφιστών μάς προτείνει το είδωλο ενός κόσμου στον οποίον
δεν υπάρχουν παρά συμβεβηκότα των συμβεβηκότων, η μονοσημία δεν
διατρέχει αντιστρόφως τον κίνδυνο να περιγράψει έναν κόσμο χωρίς κίνηση
και χωρίς σχέσεις, με μόνη την παρουσία περίκλειστων ουσιών, και ακόμη
χειρότερα έναν κόσμο που δεν ανέχεται ούτε κάν την πολλαπλότητα των
ουσιών και μέσα στην ενότητα του οποίου δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει η
διακριτική και συνθετική εξουσία του λόγου;
Οι
υποθέσεις αυτές δεν είναι χωρίς συνέπειες, και η ιστορία της φιλοσοφίας
που προηγείται του Αριστοτέλη θα του προσφέρει την πνευματική εμπειρία
που απορρέει απ’ αυτήν. Όπως το παράδειγμα των σοφιστών αποκαλύπτει ότι
μια άσκηση του λόγου που αγνοεί την σημαίνουσα λειτουργία του οδηγεί
αναπόφευκτα στην ανυπαρξία κάθε οντολογίας, αντιστρόφως το παράδειγμα
των Ελεατών και των οπαδών τους Μεγαρέων θα αποδείξει στον Αριστοτέλη
ότι μια εξαιρετικά απαιτητική οντολογία κινδυνεύει να καταλήξει στην
ανυπαρξία κάθε λόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου