Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

PIERRE A U B E N Q U E: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (4) Δοκίμιο για την αριστοτελική προβληματική


                                                   
  ΕΙΣΑΓΩΓΗ
                                      ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ
                                             Κεφάλαιο πρώτο:  
                                      Μ Ε Τ Α    Τ Α   Φ Υ Σ Ι Κ Α    (συνέχεια)
     Το πρόβλημα της ονομασίας
Η ερμηνεία αυτή δεν υπήρξε όμως η επικρατέστερη στους πρώτους σχολιαστές του Αριστοτέλη, οι οποίοι επιλέγοντας την προφανή σημασία του μετά προσκολλήθηκαν στην χρονολογική σχέση: η μεταφυσική αποκαλείται έτσι διότι ακολουθεί – έρχεται μετά – την φυσική στην τάξη της γνώσης. Κατ’ αυτούς, η πρόθεση μετά δεν καθορίζει την τάξη της ιεραρχίας του αντικειμένου αλλά μία τάξη διαδοχής της γνώσης. Οι διαπιστώσεις αυτές ερμηνεύτηκαν ως ενδείξεις της συμπτωματικής προέλευσης της ονομασίας Μεταφυσική, την οποία προσπάθησαν αδέξια να δικαιολογήσουν. Αν όμως ερευνήσουμε τα κείμενα των σχολιαστών θα αντιληφθούμε ότι η αιτιολόγηση αυτή, και η τάξη στην οποία αναφέρεται, δεν είναι καθόλου αυθαίρετη. Η πρώτη αναφορά σ’ αυτή την ερμηνεία συναντάται στον Αλέξανδρο Αφροδισέα, κατά τον οποίον η «σοφία» ή  «θεολογία» τοποθετούνται «μετά την φυσική», διότι την ακολουθούν ως προς την τάξη για εμάς (τῇ τάξει … πρός ημᾶς). Όπως παρατηρεί o M.H. Reiner, «μια τάξις προς ημᾶς είναι τελείως διαφορετική από την καθαρά εξωγενή τάξη ενός καταλόγου». Παρομοίως ο Ασκληπιός, ο οποίος αποδίδει την ονομασία Μεταφυσική στην τάξη (διά την τάξιν), προσδίδει σ’ αυτή την τάξη φιλοσοφικό νόημα: «Ο Αριστοτέλης μελέτησε πρώτα τα φυσικά πράγματα, διότι αν και αυτά έπονται εκ φύσεως (τῇ φύσει), προηγούνται για μας (ημίν).» Η ερμηνεία αυτή του όρου Μεταφυσική συνδέεται από τους σχολιαστές με την αυθεντικά αριστοτελική διάκριση ανάμεσα στο καθ’ εαυτό ή κατά την φύση προγενέστερο και το προγενέστερο καθ’ ημάς: το αντικείμενο αυτής της επιστήμης είναι καθ’ εαυτό προγενέστερο της φυσικής, αλλά μεταγενέστερο καθ’ ημάς, γεγονός που εξηγεί ταυτόχρονα τον χαρακτηρισμό της ως πρώτη φιλοσοφία και ως μετα-φυσική.
     Οποιοδήποτε σύστημα ερμηνείας και αν υιοθετήθηκε, γεγονός παραμένει ότι οι σχολιαστές πασχίζουν με κάθε τρόπο να αποδείξουν την εγκυρότητα των δύο ονομασιών που παρέλαβαν καθώς και να τις συμβιβάσουν. Δεν αμφιβάλλουν για το γεγονός ότι η  μεταφυσική υποδείκνυε την πρώτη φιλοσοφία και είχε σαν αντικείμενο το όντως Είναι, το οποίο εξάλλου ταυτίζουν με το θείο Είναι. Δεν αναρωτήθηκαν όμως ούτε αυτοί, ούτε οι σύγχρονοι ερμηνευτές, για ποιον λόγο οι πρώτοι εκδότες της Μεταφυσικής υποχρεώθηκαν να επινοήσουν αυτή την ονομασία, ενώ ο Αριστοτέλης τους είχε ήδη προσφέρει μιαν άλλη. Η αλήθεια είναι ότι οι σχολιαστές απάντησαν στο ερώτημα αποδίδοντας και τις δύο ονομασίες στον Αριστοτέλη: επειδή δεν μπορούσαν να του καταλογίσουν ασυνέπεια, θεώρησαν τις δύο ονομασίες – την μεταφυσική και την φιλοσοφία πρώτη – συνώνυμες. Αν όμως αναγνωρίσουμε ότι από αυτούς τους δύο τίτλους μόνον ο δεύτερος είναι καθαρά αριστοτελικός, θα πρέπει να αναζητήσουμε, όχι μόνο το νόημα του πρώτου, αλλά επίσης και την αναγκαιότητα στην οποία απαντούσε η επινόησή του.
Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία σήμερα, ότι τα κείμενα που περιελάμβανε υπό τον τίτλο Μεταφυσική το αριστοτελικό Corpus παρουσίαζαν δυσκολίες ως προς την ερμηνεία τους. Η αμηχανία που προκαλούσε στους εκδότες το περιεχόμενο μιας φιλοσοφικής επιστήμης που υπερέβαινε τα καθιερωμένα πλαίσια της φιλοσοφίας και η ανάγκη να προσδιορίσουν το άγνωστο αναφερόμενοι στο γνωστό, και την πρώτη φιλοσοφία με αναφορά στην φυσική, εξηγεί το ‘γράμμα’ της επιλογής του όρου Μεταφυσική, αλλά όχι και την αναγκαιότητά της. Διότι η ευκολότερη λύση θα ήταν να αναπαράγουν, στην ανάγκη χωρίς να την κατανοούν, μιαν ονομασία την οποίαν ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχε αναγάγει σε τίτλο: σε ένα απόσπασμα του έργου του Περί ζώων κινήσεως, το οποίο θεωρείται σήμερα αυθεντικό, παραπέμπει σε μια πραγματεία για τα περί της πρώτης φιλοσοφίας. Εκτός όμως από τον Αριστοτέλη και ο Θεόφραστος προσφέρει έναν τίτλο: στις πρώτες γραμμές ενός κειμένου που οι εκδότες αποκάλεσαν, κατ’ αναλογία με τον Αριστοτέλη, Μεταφυσική αναφέρεται η υπέρ των πρώτων θεωρία, σαν να επρόκειτο για τον προσδιορισμό, σε αντίθεση με την μελέτη της φύσεως, ενός καθαρά προσδιοριζόμενου είδους θεωρητικής ενασχόλησης.
     Φαίνεται λοιπόν ότι η δυσκολία των πρώτων εκδοτών ήταν διαφορετικής φύσεως από αυτήν που τους αποδίδεται· η πρωτοβουλία τους να επινοήσουν μια ονομασία οφείλεται κυρίως στην άρνησή τους να αποδεχτούν αυτήν ή αυτές που η αριστοτελική παράδοση τους υποδείκνυε. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο τίτλος Περί της πρώτης φιλοσοφίας δεν ανταποκρινόταν απολύτως στο σύνολο των κειμένων που τους παραδόθηκαν.
     Τα μέρη της φιλοσοφίας
Τί προσδιορίζει λοιπόν ακριβώς στα κείμενα του Αριστοτέλη ο όρος φιλοσοφία πρώτη; Ο προσδιορισμός της ως «πρώτη», ανεξάρτητα από το νόημα, οφείλεται στην ανάγκη να διακριθούν τα διαφορετικά μέρη τής εν γένει φιλοσοφίας. Στο ερώτημα που τίθεται στο βιβλίο Β: «Εάν υπάρχει μια μοναδική επιστήμη όλων των ουσιών, ή πολλές», ο Αριστοτέλης απαντά με σαφήνεια στο βιβλίο Γ: «Υπάρχουν τόσα μέρη στη φιλοσοφία όσες και ουσίες», και προσθέτει: «Είναι λοιπόν αναγκαίο να διακρίνουμε σε αυτά τα μέρη της φιλοσοφίας μία φιλοσοφία πρώτη και μια φιλοσοφία δεύτερη· επειδή πράγματι το Είναι και το Ένα διαιρούνται άμεσα σε γένη, γι’ αυτό και οι επιστήμες αντιστοιχούν σε αυτά τα διαφορετικά γένη· συμβαίνει στον φιλόσοφο ό,τι και στον μαθηματικό· διότι και τα μαθηματικά αποτελούνται από μέρη: υπάρχει μια πρώτη επιστήμη, μια δεύτερη επιστήμη και άλλες επιστήμες που ακολουθούν». Η φιλοσοφία πρώτη λοιπόν είναι, ως προς την φιλοσοφία εν γένει, ό, τι και η αριθμητική ως προς τα μαθηματικά εν γένει: ως μέρος μιας γενικότερης επιστήμης, αφορά ένα μέρος του αντικειμένου της, διότι, σύμφωνα με μιαν αρχή που επικαλείται συχνά ο Αριστοτέλης, «σε κάθε διαφορετικό γένος αντιστοιχεί μια διαφορετική επιστήμη» και σε κάθε μέρος του γένους ένα μέρος της επιστήμης.
      Ποια είναι όμως η επιστήμη του όντως Είναι; Στην αρχή του βιβλίου Γ ορίζεται ως το ακριβώς αντίθετο «των λεγομένων μερικών επιστημών (των εν μέρει λεγομένων): «Διότι καμμία από αυτές τις επιστήμες δεν ερευνά γενικώς το όντως Είναι, αλλά αποκόπτοντας κάποιο μέρος (μέρος τι) απ’ αυτό, ερευνά τις ιδιότητές του». Μερικοί συγγραφείς εσφαλμένα διέκριναν μιαν αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτό το απόσπασμα και τον προαναφερθέντα ορισμό της φιλοσοφίας εν γένει, κρίνοντας αναγκαίο να το εξαλείψουν ως άσχετο προς την θεωρία του βιβλίου Γ. Αλλά αντίφαση δεν υπάρχει παρά μόνον αν ταυτίσουμε την  φιλοσοφία πρώτη με την επιστήμη του όντως Είναι, ορίζοντας μια και μόνη επιστήμη ταυτόχρονα ως επιστήμη καθολική και ως επιστήμη ενός ιδιαίτερου γένους του Είναι. Εάν όμως παραμείνουμε πιστοί στο κείμενο του Αριστοτέλη, η σχέση των δύο όρων γίνεται σαφής: χωρίς να συγχέεται με αυτήν, η φιλοσοφία πρώτη εμφανίζεται ως μέρος της επιστήμης του όντως Είναι.
     Η σχέση αυτή του μέρους με το όλον επιβεβαιώνεται από την αριστοτελική κατάταξη των θεωρητικών επιστημών, στις οποίες η φιλοσοφία πρώτη, επονομαζόμενη στο εξής θεολογία, παρατίθεται, ως προς την εν γένει φιλοσοφία, σε μια φιλοσοφία δεύτερη που  είναι η φυσική, ενώ τα μαθηματικά καταλαμβάνουν, όχι ακριβώς την τρίτη, αλλά μια ενδιάμεση θέση. Σε κάθε μια από αυτές τις επιστήμες αποδίδεται ένα ιδιαίτερο γένος του Είναι: στην φυσική το γένος των χωριστών αλλά κινητών όντων· στα μαθηματικά των ακίνητων και μη χωριστών· τέλος στην θεολογία, η οποία ακριβώς ταυτίζεται εδώ με την φιλοσοφία πρώτη, το γένος των χωριστών και ακινήτων όντων: αποκαλούμε αυτή την επιστήμη θεολογία, διευκρινίζει ο Αριστοτέλης, διότι «εάν είναι παρόν σε κάτι το θείο, δεν αμφιβάλλουμε ότι θα είναι παρόν σ’ αυτήν την ακίνητη και χωριστή φύση». Και η θεολογία αποκαλείται φιλοσοφία πρώτη διότι « η τιμιωτάτη των επιστημών θα πρέπει να έχει αντικείμενό της το τιμιώτατον γένος· επομένως οι θεωρητικές επιστήμες έχουν μεγαλύτερη αξία από τις υπόλοιπες επιστήμες (αιρετώτεραι), και η θεολογία μεγαλύτερη αξία από τις υπόλοιπες θεωρητικές επιστήμες» (Βιβλ. Ε, 1, 1026 α 21). Διατηρεί λοιπόν η θεολογία  μια διπλής φύσεως σχέση, παράθεσης και προτεραιότητας, με τις υπόλοιπες επιστήμες· είναι η πρώτη στην σειρά, χωρίς να είναι – τουλάχιστον προς το παρόν –  επιστήμη της σειράς, έτσι ώστε η αντίθεση με την επιστήμη του όντως Είναι να παραμένει: στην αρχή του βιβλίου Ε ο Αριστοτέλης αντιπαραθέτει εκ νέου σε μιαν επιστήμη, η οποία παραμένει δίχως όνομα, τις επιστήμες οι οποίες «επικεντρώνοντας την αναζήτησή τους σε ένα καθορισμένο αντικείμενο, σε ένα καθορισμένο γένος, ασχολούνται με αυτό το αντικείμενο και όχι με το απόλυτο Είναι, ούτε το όντως Είναι» (Βιβλ. Ε, 1, 1025 b 8): επιστήμες που αγνοούν το υπόβαθρό τους διότι, αναδεικνύοντας τα γνωρίσματα μιας ουσίας αλλά όχι την ίδια την ουσία, του προσδίδουν κατ’ αρχήν τουλάχιστον τον χαρακτήρα μιας απλής υπόθεσης. Εγκατεστημένη στην ουσία του θείου, της οποίας προϋποθέτει την ύπαρξη, η θεολογία ή φιλοσοφία πρώτη, δεν φαίνεται να διαφεύγει της συνθήκης των μερικών επιστημών· διότι και αυτή μοιάζει να υπόκειται στην δικαιοδοσία μιας ανώτερης επιστήμης, η οποία για την πρώτη φιλοσοφία θα ήταν ό,τι και η μαθηματική επιστήμη γενικώς για τα πρώτα μαθηματικά.
      Η ερμηνεία της πρώτης φιλοσοφίας ως θεολογίας φαίνεται να επιβεβαιώνεται σε όλα τα σημεία όπου ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην φιλοσοφία πρώτη. Ακόμη και στα αποσπάσματα στα οποία δεν ταυτίζεται απόλυτα με την θεολογία, αντιπαρατίθεται στην φυσική που θεωρείται δεύτερη φιλοσοφία (ενώ η επιστήμη του όντως Είναι ορίζεται πάντοτε σε αντίθεση, όχι με την φυσική, αλλά με τις καθ’ εαυτό μερικές επιστήμες). Στα έργα που έχουν αντικείμενό τους την φυσική, η φιλοσοφία πρώτη περιγράφεται συνήθως ως επιστήμη της μορφής, την στιγμή που η φυσική μελετά μόνο τις μορφές που περιέχονται στην ύλη· η καθαρή μορφή, δηλαδή η μορφή που είναι κεχωρισμένη, με το διπλό νόημα που αποδίδει ο Αριστοτέλης σ’ αυτή την έννοια, συναντάται μόνο στο πεδίο των θείων πραγμάτων, και η ύπαρξη ενός τέτοιου πεδίου είναι που επιτρέπει την ύπαρξη μιας φιλοσοφίας διαφορετικής από την φυσική: εάν το θείο δεν υπήρχε η φυσική θα αντιπροσώπευε ολόκληρη την φιλοσοφία, ή τουλάχιστον σε αυτήν θα ανήκε η ονομασία της πρώτης φιλοσοφίας. Η μάχη για το πρωτείο διεξάγεται επομένως ανάμεσα στην φυσική και την θεολογία, ενώ η επιστήμη του όντως Είναι δεν συμμετέχει άμεσα σ’ αυτήν: εάν δεν υπάρχουν ουσίες πέραν του αισθητού, τότε δεν μπορεί να υπάρξει θεολογία και η προτεραιότητα θα αποδοθεί στην φυσική, αλλά ακόμη και αν το περιεχόμενό της επηρεασθεί, η επιστήμη του όντως Είναι δεν θα πάψει να υπάρχει. Η μελέτη « του καθαυτό Είναι και όχι του Είναι ως αριθμοί, γραμμές ή πυρ» (Βιβλ. Γ, 2,1004 b 6) είναι δυνατή ανεξάρτητα από την ύπαρξη του θείου. Είναι σαφές όμως ότι  η φιλοσοφία πρώτη προϋποθέτει την ύπαρξή του. Επομένως η επιστήμη του όντως Είναι δεν εξαρτάται από την πρώτη φιλοσοφία. Όχι μόνο η πρόσβαση σ’ αυτές επιτυγχάνεται από τελείως διαφορετικούς δρόμους, αλλά επιπλέον, μετά τον προσδιορισμό του αντικειμένου τους, ο προορισμός τους διαφέρει ριζικά.
      Η θεολογία είναι επομένως η φιλοσοφία πρώτη και όχι η επιστήμη του όντως Είναι. Και όντως στα δύο αποσπάσματα του αριστοτελικού Corpus όπου ο όρος φιλοσοφία πρώτη χρησιμοποιείται ως τίτλος αναφοράς, αυτός παραπέμπει χωρίς αμφιβολία στην καθαρά θεολογική πραγματεία του Βιβλίου Λ, όπου διευκρινίζεται η ουσία του Πρώτου Κινούντος. Στο έργο του Περί ουρανού, αφού αποδείξει την μοναδικότητα του Ουρανού με επιχειρήματα από την φυσική επιστήμη, ο Αριστοτέλης προσθέτει ότι το ίδιο αποτέλεσμα θα επιτυγχάνετο με «επιχειρήματα από την πρώτη φιλοσοφία» (δια των εκ της πρώτης φιλοσοφίας λόγων): όπως παρατηρεί ο Simplicius, υπάρχει μια ανάλογη απόδειξη στο Βιβλίο Λ της Μεταφυσικής, όπου η μοναδικότητα του Πρώτου Κινούντος συμπεραίνεται από την αιωνιότητα της κίνησης. Στην πραγματεία του Περί ζώων κινήσεως, αφού υπενθυμίσει ότι «όλα τα ανόργανα σώματα κινούνται μέσω κάποιων άλλων σωμάτων», ο Αριστοτέλης προσθέτει: «Ο τρόπος κατά τον οποίο κινείται το πρωταρχικά και αιωνίως κινούμενο Είναι, και με τον οποίο το κινεί το Πρώτο Κινούν, καθορίστηκε προηγουμένως στα κείμενά μας περί της πρώτης φιλοσοφίας (εν των περί της πρώτης φιλοσοφίας)»: δήλωση που παραπέμπει και πάλι στο Βιβλίο Λ, στο οποίο ο Αριστοτέλης δείχνει ότι η σχέση του Πρώτου Κινούντος προς το Πρώτο Κινούμενο είναι εκείνη του επιθυμητού προς τον επιθυμούντα. Δεν μπορούμε λοιπόν να αμφισβητήσουμε ότι ο Αριστοτέλης με τον όρο πρώτη φιλοσοφία προσδιόρισε την μελέτη των πρώτων υπάρξεων και πιο συγκεκριμένα του Πρώτου Κινούντος: με άλλα λόγια την θεολογία.
      Η εξαίρεση του Βιβλίου Κ.
Αυτή φαίνεται να είναι η τρέχουσα χρήση των όρων στο αριστοτελικό Corpus.
Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το Βιβλίο Κ της Μεταφυσικής. Εδώ, σε τρείς περιπτώσεις η έκφραση φιλοσοφία πρώτη ή ανάλογες ονομασίες (η προκείμενη φιλοσοφία, η πρώτη επιστήμη) χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της επιστήμης του όντως Είναι. Και εδώ ο σκοπός είναι να ξεχωρίσει η πρωταρχική επιστήμη από τις επόμενες, που είναι τα μαθηματικά και η φυσική· αυτό που τις ξεχωρίζει όμως δεν είναι πλέον η οριοθέτηση του αντίστοιχου πεδίου τους εντός του καθολικού πεδίου του Είναι: η φυσική και τα μαθηματικά εξακολουθούν να θεωρούνται μέρη της σοφίας, αλλά η πρώτη φιλοσοφία παύει να είναι και αυτή ένα μέρος, έστω πρωταρχικό,  και τείνει να συγχέεται με την εν γένει φιλοσοφία. Έτσι, ενώ «η φυσική θεωρεί τα συμβεβηκότα και τις αρχές των όντων ως κινούμενα και όχι ως όντα», η πρώτη επιστήμη μελετά αυτά τα ίδια υποκείμενα «ως όντα και όχι ως κάτι άλλο (καθ’ όσον όντα τα υποκείμενα εστίν, αλλ’ ουχ ᾗ έτερόν τι)» (Βιβλ. Κ 1061 b 28). Κατά τον ίδιο τρόπο η επιστήμη των μαθηματικών μελετά τις αρχές τους καθ’ όσον είναι κοινές σ’ αυτά. Στην πρώτη φιλοσοφία όμως ανήκει η έρευνα του ερωτήματος σχετικά με την ύπαρξη των μαθηματικών όντων: διότι αυτή η έρευνα δεν ανήκει στην μαθηματική επιστήμη, η οποία, όπως όλες οι μερικές επιστήμες, προϋποθέτει την ύπαρξη του αντικειμένου της, ούτε στην φυσική επιστήμη, που δεν αναγνωρίζει άλλα όντα από «αυτά που διαθέτουν καθ’ εαυτά την αρχή της κίνησής τους και της στάσης», ούτε στην «επιστήμη της αποδείξεως, διότι δεν αναγνωρίζει  το περιεχόμενο της αποδείξεως» (Βιβλ. Κ, Ι, 1059b 14-21). Τόσο η θέσπιση κοινών αρχών για όλες τις επιστήμες όσο και ο ορισμός της κάθε επιστήμης με την διασάφηση του καθεαυτό αντικειμένου της, ανήκουν, όπως θα δούμε, κατά τον Αριστοτέλη στην επιστήμη του όντως Είναι. Το ότι εδώ αποδίδεται αυτός ο ρόλος στην πρώτη φιλοσοφία δεν συμπίπτει με το περιεχόμενο που της αποδίδεται συνήθως.
     Ο ασυνήθιστος χαρακτήρας της ορολογίας του Βιβλίου Κ θέτει εκ νέου το ερώτημα της αυθεντικότητάς του, η οποία αμφισβητήθηκε τον 19ο αιώνα κυρίως από τους Spengel και  Christ, εξ αιτίας των ‘στιλιστικών’ του ιδιαιτεροτήτων. Η ασυνήθης εξομοίωση της εν γένει φιλοσοφίας με την πρώτη φιλοσοφία και αυτής με την επιστήμη του όντως Είναι, παρόλο που δεν απασχόλησε τους σχολιαστές, λαμβανομένης υπόψη της αμφισβήτησης της αυθεντικότητας του Βιβλίου, θέτει ένα άλυτο μέχρι τις μέρες μας πρόβλημα. Έχει προ πολλού παρατηρηθεί ότι στα κεφάλαια 1-8 του βιβλίου Κ επαναλαμβάνονται, σε μιαν πιο ‘απλοϊκή’  μορφή, προβλήματα που αναφέρονται στα βιβλία Β, Γ και Ε. Παρόλο που η έκφραση πρώτη φιλοσοφία δεν εμφανίζεται στο πρώτο από αυτά τα βιβλία, στο δεύτερο και στο τρίτο αναφέρεται  στην θεολογία. Πώς να εξηγήσουμε το ότι, σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο, το βιβλίο Κ βρίσκεται σε απόλυτη ασυμφωνία με κείμενα των οποίων αποτελεί την σύνοψη ή το προσχέδιο; Μήπως θα ήταν σωστότερο να αποδώσουμε τον προσδιορισμό της επιστήμης του όντως Είναι ως πρώτης επιστήμης σε κάποιον αδέξιο μαθητή που ερμήνευσε βιαστικά κάποια κείμενα, δυσνόητα βέβαια, του βιβλίου Ε, στο οποίο οι δύο επιστήμες, αν και διακρίνονται, εμφανίζονται ως συμβατές; Θα πρέπει να αναφέρουμε εξ άλλου ότι το κεφάλαιο 7 του βιβλίου Κ, που επαναλαμβάνει την κατάταξη των θεωρητικών επιστημών του βιβλίου Ε, δεν χρησιμοποιεί πλέον την έκφραση πρώτη φιλοσοφία για να προσδιορίσει την θεολογία: διότι, αφού μόλις προσδιόρισε την πρώτη φιλοσοφία ως επιστήμη του όντως Είναι, θα ήταν δύσκολο στον υποτιθέμενο συγγραφέα να την ταυτίσει με την επιστήμη ενός συγκεκριμένου γένους του Είναι, στην προκειμένη περίπτωση του θείου Είναι. Και όμως φαίνεται πως αυτός ο ίδιος συγγραφέας βρίσκει κατά κάποιο τρόπο μια πιθανή διέξοδο, εξομοιώνοντας λαθραία το όντως Είναι με το χωριστό Είναι, δηλαδή το θείο Είναι: «Εάν υπάρχει μια επιστήμη του όντως Είναι και όντως χωριστού (του όντος ᾗ όν και χωριστόν) χρειάζεται να ερευνήσουμε αν θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι αυτή η επιστήμη είναι ίδια με την φυσική ή αν δεν είναι μάλλον διαφορετική» (Βιβλ. Κ, 7, 1064a 28). Η εξομοίωση αυτή του όντως Είναι με το χωριστό Είναι υιοθετήθηκε από τους σχολιαστές, και επιτρέποντας την ταύτιση της επιστήμης του όντως Είναι με την πρώτη επιστήμη, οδήγησε σε μιαν ενιαία ερμηνεία της Μεταφυσικής, που διατηρήθηκε ως τις μέρες μας. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι η ερμηνεία αυτή βασίζεται σε ένα και μοναδικό κείμενο του αριστοτελικού Corpus, που δύσκολα συμβιβάζεται με τις περισσότερες αριστοτελικές αναλύσεις, και επιπλέον ανήκει σε ένα αμφισβητούμενο απόσπασμα, του οποίου η έλλειψη συνοχής αποτελεί μιαν επιπλέον απόδειξη της μη αυθεντικότητας του περιεχομένου του.
     Τίτλος και περιεχόμενο
Ακόμη και αν δεχτούμε ότι το βιβλίο Κ είχε ήδη συμπεριληφθεί στο έργο για το οποίο οι εκδότες αναζητούσαν έναν συνολικό τίτλο, η γενική εντύπωση θα ήταν ότι ο όρος πρώτη φιλοσοφία αναφέρεται στην θεολογία: η πρώτη φιλοσοφία δεν οριζόταν ως επιστήμη του όντως Είναι, παρά μόνο στον βαθμό που το όντως Είναι θεωρήθηκε ως ένα «χωριστό» Είναι, δηλαδή ως θείο Είναι. Οι εκδότες επομένως βρέθηκαν μπροστά σε έναν τίτλο – της πρώτης Φιλοσοφίας – στον οποίο τα ίδια τα κείμενα του Αριστοτέλη (ή τουλάχιστον όσα έφεραν το όνομά του) απέδιδαν ένα μονοσήμαντο νόημα, και σε ένα σύνολο κειμένων στα οποία θα έπρεπε λογικά να ανταποκρίνεται αυτή η ονομασία. Τί συνάντησαν όμως στην πραγματικότητα; Αναλύσεις οι οποίες στην πλειοψηφία τους δεν αφορούσαν το ακίνητο και χωριστό θείο Είναι, αλλά το εν κινήσει Είναι του υποσελήνιου κόσμου: στο βιβλίο Α μια ιστορική περιγραφή της ανακάλυψης των αιτίων του υποκειμένου σε αλλαγή και εξαρτωμένου από την ύλη Είναι· στο βιβλίο α μια απόδειξη της αδυναμίας αναγωγής των κατηγοριών των αιτίων στο άπειρο· στο βιβλίο Β μια συλλογή αποριών που στην πλειοψηφία τους αφορούν στην σχέση των όντων και των διαβλητών αρχών με τα όντα και τις αδιάβλητες αρχές· στο βιβλίο Γ μια διαλεκτική απόδειξη της αρχής της αντινομίας ως κοινής αρχής σε όλες τις επιστήμες· στο βιβλίο Δ ένα λεξικό φιλοσοφικών όρων που σχετίζονται κυρίως με την φυσική· στο βιβλίο Ε μια ταξινόμηση των επιστημών  και μια απαρίθμηση των διαφορετικών εννοιών του Είναι· στα βιβλία Ζ και Η μια έρευνα του ενιαίου της ουσίας των αισθητών όντων· στο βιβλίο Θ μια διασάφηση των εννοιών πράξη και δύναμη σε ό,τι αφορά κυρίως στην σχέση τους με την κίνηση· στο βιβλίο Ι μια ανάλυση της έννοιας της ενότητας· στο βιβλίο Κ μια σύνοψη των βιβλίων Α, Γ, Ε, και στο δεύτερο μέρος του μια συρραφή της Φυσικής· στο πρώτο μέρος του βιβλίου Λ (κεφ. 1-5) μια νέα έρευνα για τα διαφορετικά είδη της ουσίας και τις κοινές σε όλα τα όντα αρχές· και τέλος στα βιβλία Μ και Ν μια κριτική μελέτη αφιερωμένη κυρίως στην πλατωνική θεωρία των Αριθμών. Αν εξαιρέσουμε μερικές αναφορές, προγραμματικού τύπου, στην θεολογία, στην αρχή του βιβλίου Α και στα βιβλία Ε και Κ, και την αναφορά της επ’ ευκαιρία της κατάταξης των επιστημών, σε ολόκληρο το έργο της Μεταφυσικής, μόνο το δεύτερο μέρος του βιβλίου Λ είναι αφιερωμένο σε θεολογικά ζητήματα, υπό την μορφή μιας ερμηνείας  της ουσίας του Πρώτου Κινούντος (του οποίου η αναγκαιότητα αποδεικνύεται εκτενέστερα στο βιβλίο VIII της Φυσικής). Και οι αναφορές του Αριστοτέλη στην πρώτη Φιλοσοφία ανάγονται ακριβώς σε αυτό το τμήμα του βιβλίου Λ. Αντιλαμβανόμαστε τώρα γιατί οι εκδότες, όποιοι κι αν ήταν αυτοί, απέφυγαν να επεκτείνουν τον τίτλο αυτό στο σύνολο των κειμένων που τους εμπιστεύθηκε η παράδοση. Αν η πρώτη φιλοσοφία είναι η θεολογία ( και αυτή ακριβώς είναι η άποψη του Αριστοτέλη), πώς να αποδώσουν στην πρώτη φιλοσοφία μιαν έρευνα που αφορά κυρίως στην συνθήκη των αισθητών όντων; Θα μπορούσαμε άραγες να πούμε ότι μια τέτοια έρευνα, αν δεν αφορά στην πρώτη φιλοσοφία, αφορά ίσως στην επιστήμη του όντως Είναι; Είδαμε όμως ότι σύμφωνα με μιαν ερμηνεία, της οποίας ο πρώτος μάρτυρας είναι ο συγγραφέας του βιβλίου Κ, το όντως Είναι ταυτίστηκε από την αρχή με το χωριστό Είναι, και η θεολογία με την οντολογία.
     Αρνούμενοι τον τίτλο πρώτη φιλοσοφία, οι εκδότες αναγνώριζαν την απουσία θεολογικών αναζητήσεων στο μεγαλύτερο μέρος των «μεταφυσικών» κειμένων. Αδυνατώντας να συλλάβουν μια φιλοσοφική επιστήμη η οποία διακρίνεται από την φυσική (ή τα μαθηματικά), όπως και από την λογική και την ηθική, και δεν είναι θεολογία, όπως επίσης και να αναγνωρίσουν την πρωτοτυπία και την ιδιαιτερότητα μιας επιστήμης του όντως Είναι, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μιαν έρευνα που δεν αντιστοιχούσε ούτε στην παραδοσιακή κατάταξη της φιλοσοφίας (λογική, φυσική, ηθική), ούτε ακόμη στα αριστοτελικά πλαίσια της γνώσης (μαθηματικά, φυσική, θεολογία). Αυτή την επιστήμη χωρίς όνομα και τόπο, που δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν ως θεολογία, παρότι καθαρά γι’ αυτούς θεολογική,  απέδωσαν  στους επόμενους αιώνες ως μεταφυσική. Μετά τα φυσικά: ο τίτλος αυτός είχε κατ’ αρχήν αναμφισβήτητα περιγραφική αξία· περιέγραφε τον μετα-φυσικό χαρακτήρα μιας έρευνας η οποία, όχι μόνο στις αναλύσεις των βιβλίων Ζ, Η, Θ, για το αισθητό Είναι, αλλά και στο καθαυτό θεολογικό απόσπασμα του βιβλίου Λ, επεξέτεινε σε ένα ανώτερο, αφηρημένο επίπεδο, την δια της φυσικής αναζήτηση των αρχών. Και ταυτόχρονα διατηρούσε την θεολογική ερμηνεία της επιστήμης του όντως Είναι, αν και μέσα από μια χωρίς αμφιβολία ασυνείδητη αμφισημία: η μετα-φυσική έρευνα ήταν ταυτόχρονα επιστήμη του υπερ-φυσικού. Επιστήμη ή έρευνα του θείου, η οποία μέσα από επίπονες διαδρομές της ανθρώπινης γνώσης επιχειρεί να ανυψωθεί μέχρι το όντως Είναι, η μεταφυσική θα μπορούσε να είναι και τα δύο ταυτόχρονα, ενώ η έκφραση πρώτη φιλοσοφία δύσκολα θα μπορούσε να καλύψει την δεύτερη διάσταση.
   Αποδίδοντας όμως στο μετά της μεταφυσικής δύο διαφορετικές ερμηνείες, οι εκδότες ξαναβρέθηκαν μπροστά στην διτότητα που η ονομασία αυτή επιχειρούσε να συγκαλύψει: οι μεν επέμεναν στην υπερβατικότητα του αντικειμένου της, οι δε στην υστεροχρονία της έρευνας. Εκ πρώτης όψεως, οι δύο αυτές ερμηνείες δεν ήταν αντιφατικές, και επέτρεψαν έτσι κατ’ αρχήν στους σχολιαστές να επινοήσουν αποδείξεις της συμβατότητάς τους. όπως θα δούμε όμως στο επόμενο κεφάλαιο, παρότι το υπερβατικό αντικείμενο κατέκτησε τον τίτλο της αρχής, δηλαδή του σημείου εκκίνησης της γνώσης, η ανάγκη επιλογής ανάμεσα στις δύο ερμηνείες δεν αποφεύχθηκε. Προς το παρόν όμως η προοπτική μιας ενιαίας ερμηνείας, σύμφωνα με την οποία η Μεταφυσική αποτελεί μια και μόνη επιστήμη – την «ζητουμένην» κατά τον Αριστοτέλη – ή τουλάχιστον μια μοναδική κατανόηση αυτής της επιστήμης, μας οδηγεί στο ακόλουθο συμπέρασμα: εάν η «ζητουμένη επιστήμη» είναι η θεολογία, αυτή κατέχει ένα όνομα και έναν τόπο στο οικοδόμημα της γνώσης, απουσιάζει όμως από την πλειοψηφία των αποκαλουμένων «μεταφυσικών» κειμένων· εάν η ζητούμενη επιστήμη δεν είναι η θεολογία, κατανοούμε την απουσία θεολογικού χαρακτήρα από αυτά τα κείμενα, αλλά μια τέτοια επιστήμη παραμένει χωρίς όνομα και χρειάζεται να κατακτήσει τον λόγο ύπαρξης και την θέση της στο πεδίο της φιλοσοφίας. Από την μια πλευρά λοιπόν μια γνωστή αλλά άφαντη επιστήμη· από την άλλη μια επιστήμη χωρίς όνομα και χωρίς υπόσταση, που εμφανίζεται όμως σ’ εμάς υπό την εξωτερική μορφή μιας πραγματικής αναζήτησης. Οι σχολιαστές επέλεξαν να δώσουν όνομα σε μια δυσεύρετη επιστήμη. Μήπως, για να μείνουμε πιστοί στην διαδρομή του Αριστοτέλη, θα πρέπει να αποδώσουμε στην «ζητουμένη επιστήμη» τον προσωρινό και αβέβαιο χαρακτήρα που μαρτυρεί η εκ προελεύσεως ανωνυμία της;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου