Ο Ντμίτρι Νεχλιούντοφ, γαιοκτήμονας αριστοκρατικής καταγωγής και παλαίμαχος του ρώσικου στρατού διάγει έναν πολυτελή βίο, τυπικό της τάξης του, έχει απαρνηθεί τις ρομαντικές ιδέες των φοιτητικών του χρόνων περί αναδιανομής της γης στους αγρότες που ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας και εξαθλίωσης, και ετοιμάζεται να παντρευτεί από κοινωνικούς μονάχα λόγους την πριγκίπισσα Μίσσυ Κορτσάγκινα, μια γυναίκα που δεν τον συγκινεί. Εθελοτυφλώντας για τη κοινωνική αδικία γύρω του και για τις πρώτες επαναστατικές φωνές που καταστέλλονται βίαια, ο ήρωας καλείται να παραστεί ως ένορκος σε μια ποινική υπόθεση φόνου.
Κατηγορούμενη στη δίκη η Κατερίνα Μάσλοβα, μια γοητευτική πόρνη, που προκαλεί τους άντρες του δικαστηρίου με την έκδηλη διαφθορά της. Ο Νεχλιούντοφ αναγνωρίζει στο πρόσωπο της την γυναίκα που είχε αγαπήσει στα εφηβικά του χρόνια, την ψυχοκόρη στο σπίτι των θείων του που μεταγενέστερα είχε βιάσει και αφήσει έγκυο, για να την εγκαταλείψει αμέσως μετά. Η θέα της αλλοτριωμένης πόρνης φέρνει τον άντρα μπροστά στη συνειδητοποίηση της ευθύνης του απέναντι στην κατάπτωση της, και αποφασίζει να συμβάλλει στην ελευθέρωση της. Λόγω κακοδικίας και ελλιπούς δικαστικής εκπροσώπησης εξαιτίας της οικονομικής της δυσχέρειας , η Μάσλοβα καταδικάζεται για τέσσερα χρόνια σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία.
Ο Νεχλιούντοφ, αντιμέτωπος για πρώτη φορά με την αυθαιρεσία και τη σκληρότητα της εξουσίας, αποφασίζει να λυτρωθεί από τις ενοχές του ταυτίζοντας τη μοίρα του με τη δική της. Η απόφαση αυτή, που γεννιέται ως προϊόν τύψεων για να αναδειχθεί σε μια καθολική αφύπνιση της συνείδησης, επιτάσσει κλιμακούμενες ενέργειες: αρχικά, ο νεαρός αριστοκράτης κυνηγάει με νομικά μέσα την έφεση κατά της αποφάσεως και προσπαθεί να βελτιώσει τις συνθήκες κράτησης της παλιάς ερωμένης του με τα χρήματα και την θέση του, στη συνέχεια όμως, και καθώς οι προσπάθειες του δεν ευδοκιμούν, προχωρά σε μέτρα αληθινής ουσίας, δεσμεύεται να παντρευτεί την Κατιούσα , αποκηρύττει την αστική ζωή του, και την ακολουθεί μέχρι τη Σιβηρία. Εντέλει, η γυναίκα δεν δέχεται την θυσία του, αναγνωρίζει μεν με συγκίνηση την προσφορά του, αλλά αποφασίζει να δέσει τη ζωή της με έναν πολιτικό κρατούμενο, τον επαναστάτη Σίμονσον.
Μέσα από το ταξίδι του Νεχλιούντοφ προς την Ανάσταση του, ο Τολστόι θίγει τα ζωτικότερα προβλήματα της εποχής του με τρόπο ανθρώπινο και με παντελή απουσία διδακτισμού. Ο ήρωας, κατά την υλοποίηση της απόφασης του να ακολουθήσει την Κατιούσα, έρχεται σε επαφή με τις συνθήκες αποκτήνωσης που κυριαρχούν στις ρώσικες φυλακές, συγκρούεται με ένα άτεγκτο σύστημα απονομής δικαιοσύνης προορισμένο μόνο να τιμωρεί εξιλαστήρια θύματα, αντιλαμβάνεται την υποκρισία και το κίβδηλο ανθρωπιστικό ενδιαφέρον της τάξης του που τον στιγματίζει για να την απόφαση του να παντρευτεί μια πόρνη, εντρυφά στη ζωή των αγροτών που τελούν υπό καθεστώς μιας οικονομικής δουλοπαροικίας, σκιαγραφεί το φρόνημα και τη νοοτροπία των πρώιμων επαναστατών, σοσιαλιστών και αναρχικών, που αξιώνουν ένα πιο δίκαιο όραμα και καταγγέλλει θεσμούς όπως η εκκλησία, ο στρατός και το κράτος.
Το βίωμα όλων αυτών των φαινομένων ξυπνά τον νεαρό άντρα από την λήθη της τάξης του, τον κάνει να αντικρίσει την κοινωνία ως έχει: “Ο λαός σβήνει, συνήθισε να αργοπεθαίνει, γύρω του διαμορφώθηκαν τρόποι ζωής που ταιριάζουν σ’ αυτό τον αργό αφανισμό- ο θάνατος των παιδιών, η εξαντλητική δουλειά των γυναικών, η έλλειψη τροφής για όλους και πιο πολύ για τους ηλικιωμένους. Και έφθασε έτσι σιγά-σιγά ο λαός στην κατάντια αυτή που ούτε ο ίδιος δεν καταλαβαίνει τη φρικτή του ζωή και ούτε παραπονιέται για το χάλι του. Μα και εμείς οι ίδιοι πιστεύουμε πως αυτή η κατάσταση είναι φυσική και πως έτσι πρέπει να είναι πάντα». Στην διατήρηση αυτής της καταβαράθρωσης της λαϊκής τάξης συντείνει ο δικαστικός μηχανισμός της χώρας, όπως επισημαίνει ο Νεχλιούντοφ απαντώντας στην ερώτηση περί της αποστολής των δικαστηρίων «Η διατήρηση των συμφερόντων των κοινωνικών τάξεων. Το δικαστήριο, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα διοικητικό όργανο που επιβάλλει τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων, σύμφωνα με τα συμφέροντα της δικής μας τάξης». Ο ήρωας, γνωρίζοντας μέσω της Κατιούσας στη φυλακή καταδικασμένους ανθρώπους στην ουσία τους αθώους και πολύ ανώτερους των δικαστών τους, φτάνει να αντιλαμβάνεται την σύνδεση του εγκλήματος και της συστηματικής ταξικής εκμετάλλευσης που χαρακτηρίζει την ρώσικη τσαρική κοινωνία: « Ο κλέφτης γνωρίζει ότι η κυβέρνηση τον ληστεύει, γνωρίζει ότι εμείς οι γαιοκτήμονες τον έχουμε από παλιά ληστέψει, όταν του αρπάξαμε τη γη, που θα ΄πρέπε να ΄ναι κοινό κτήμα όλων.» καθώς και «Η κοινωνία του λέει: μην κλέβεις. Εκείνος όμως γνωρίζει καλά πως οι εργοστασιάρχες κλέβουν την εργασία του, αρπάζοντας του ένα μέρος από το μισθό του, πως η κυβέρνηση με τη στρατιά των υπαλλήλων της δεν σταματάει να τον ληστεύει με την φορολογία της».
Η Ανάσταση αποτελεί πέρα από μια ζωντανή καταγγελία και ένα βαθύ ψυχογράφημα. Ο Νεχλιούντοφ και η Κατιούσα, οι δυο βασικοί ήρωες, που πλαισιώνονται από μια σειρά πολύ ενδιαφερόντων δευτερευόντων προσώπων, όπως οι γυναίκες στη φυλακή, οι τυπικές οικογένειες της αριστοκρατίας, οι επιφυλακτικοί μουζίκοι, οι πολιτικοί κρατούμενοι, ξεδιπλώνουν τις αξίες, τα ανθρώπινα πάθη, τις σκέψεις τους, τα ηθικά διλήμματα τους και εντέλει το μεγαλείο της ψυχής τους μέσω της αριστοτεχνικής, διεισδυτικής αφήγησης του Τολστόι. Ο Νεχλιούντοφ στο τέλος δεν παντρεύεται την Κατιούσα. Μέσα από την διαδικασία της διεκδίκησης της, όμως, πραγματώνει αυτό που ο συγγραφέας συνοψίζει σε λίγες γραμμές για την ιδεατή λειτουργία του κόσμου «Κι αλλιώς δεν μπορεί να είναι, γιατί η αμοιβαία αγάπη των ανθρώπων είναι ο βασικός νόμος της ανθρώπινης ζωής», προσεγγίζοντας τον τύπο ενός θρησκευτικού, ηθικού ανθρώπου, το πρότυπο που και ο Τολστόι πάσχισε να ακολουθήσει σε όλη του τη ζωή.
• Η Ανάσταση κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γκοβόστη( 2010) σε μετάφραση Γεράσιμου Κυριακάτου και από τον Κέδρο (2015) σε μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου