ΜΕΓΑΛΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ – Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Πορτραίτο από τον Βασίλι Περόφ, 1872
Ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι
(Fyodor Mikhailovich Dostoevsky, ρωσ. Фёдор Михайлович Достоевский)
υπήρξε κορυφαία μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ρωσικής καταγωγής.
Γεννήθηκε το 1821 στη Μόσχα. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικών
της Αγίας Πετρούπολης. Υπηρέτησε στο στρατό για ένα μικρό χρονικό
διάστημα αλλά τον εγκατέλειψε γρήγορα γιά να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία.
Μελέτησε την κοινωνία και τον κόσμο όχι θεωρητικά αλλά στην πράξη. Θέμα
των έργων του, η ίδια η ζωή. Είδε από κοντά τις υποβαθμισμένες
συνοικίες, γνώρισε τη φτώχεια, τον πόνο, την εξαθλίωση των ταπεινών
ανθρώπων και στη συνέχεια μετέφερε τις εικόνες αυτές στα μυθιστορήματα
του. Ασχολήθηκε με τον άνθρωπο και την κοινωνία και υπήρξε αγωνιστής και
επαναστάτης.
Εναντιώθηκε στην πολιτική του Τσάρου Νικολάου του Α’.
Αυτή του η στάση είχε αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για συνωμοσία και να
καταδικαστεί σε τετραετή φυλάκιση. Τα χρόνια του εγκλεισμού του στις
φυλακές του Όμσκ υπέφερε τρομερά βασανιστήρια και εξευτελισμούς. Το 1859
επέστρεψε στην Πετρούπολη και εξέδωσε μαζί με τον αδελφό του δύο
περιοδικά τα οποία, όμως, δεν σημείωσαν επιτυχία με αποτέλεσμα ο
Ντοστογιέφσκι να βρεθεί καταχρεωμένος. Ο μόνος τρόπος γιά να
συγκεντρώσει χρήματα και να ξεπληρώσει τα χρέη του ήταν η συγγραφή.
Άρχισε λοιπόν να γράφει συνέχεια και ακούραστα με αποτέλεσμα να
καταφέρει να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχετικά άνετα. Σε
αυτό το διάστημα έγραψε τα καλύτερα του έργα: Ο παίκτης, Οι αδερφοί Καραμαζώφ, Έγκλημα και Τιμωρία, Ο Ηλίθιος, Οι δαιμονισμένοι.
Όταν κατάφερε πλέον να ανασάνει από το βάρος των χρεών ανέλαβε τη
διεύθυνση του περιοδικού Πολίτης και λίγα χρόνια αργότερα εξέδωσε το
δικό του περιοδικό, Το Ημερολόγιο Ενός Συγγραφέα, που σε αντίθεση με τις
προηγούμενες εκδοτικές εμπειρίες σημείωσε τεράστια επιτυχία. Πέθανε το
1881 στην Πετρούπολη σε ηλικία 60 ετών.
Άλλα έργα του είναι τα μυθιστορήματα: Ο φτωχόκοσμος, Λευκές νύχτες, Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι, Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, Το υπόγειο. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών
και η προσφορά του στην παγκόσμια λογοτεχνία είναι διεθνώς
αναγνωρισμένη. Θεωρείται ως ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος όλων των
εποχών και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του
κόσμου. Στην Ελλάδα το έργο του Ντοστογιέφσκι όχι μόνο αγαπήθηκε και
διαβάστηκε πολύ αλλά και επηρέασε αρκετούς Έλληνες λογοτέχνες. Πολλά από
τα έργα του έχουν διασκευαστεί και παιχτεί στο ελληνικό θέατρο.
………………………….
……”Ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς
Ντοστογιέφσκι είναι ένας από τους πυλώνες τις παγκόσμιας
λογοτεχνίας.Είναι όμως ταυτόχρονα από τους λίγους τόσο σημαντικούς
συγγραφείς που κάποια στιγμή ένιωσαν την ανάγκη να επικοινωνήσει με το
κοινό υπό μια άλλη ιδιότητα: αυτή του επιφυλλιδογράφου και του σχολιαστή
της σύγχρονης επικαιρότητας. Κάτι όχι τυχαίο. Ο συγγραφέας υπήρξε
ανέκαθεν ένα βαθύτατα «πολιτικό ζώο» και πίστευε ότι ο λογοτέχνης πρέπει
να λαμβάνει θέση και να την καταθέτει δημόσια.
Φανατικός αναγνώστης του τύπου, αποδελτίωνε ειδήσεις της εποχής τις οποίες συχνά χρησιμοποιούσε ως πρώτη ύλη για τα λογοτεχνικά του έργα. Ταυτόχρονα συνεργαζόταν και με πολλά λογοτεχνία μηνιαία περιοδικά. Από την αποψη αυτή ήταν εξαιρετικά μοντέρνος, ένας δημιουργός που δεν ήταν κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους, αλλά αφουγκραζόταν άμεσα τον σφυγμό της εποχής του και συνδιαλεγόταν με την επικαιρότητα. Πληθωρικός, με υπερχειλίζουσα ενέργεια, επεδίωκε την συγκεκριμένη αρθρογραφία, γιατί όπως έλεγε ο ίδιος δεν «προλάβαινε να τα σχολιάζει όλα στα βιβλία του». Αυτό το «αχόρταγο» στοιχείο μοιραία θα εξέβαλλε και σε άλλες μορφές επικοινωνίας. Αν ζούσε σήμερα, ο Ντοστογιέφσκι ίσως ήταν και μπλόγκερ…
Με αυτή του τη δραστηριότητα ωστόσο, ο συγγραφέας δεν θεωρούσε ότι δημιουργεί ένα «νέο λογοτεχνικό είδος», μια και η επιφυλλίδα, κατά τα ήθη του 19ου αιώνα, ήταν σχεδόν απαραίτητο συστατικό στοιχείο της συγγραφικής δραστηριότητας στη Ρωσία, αλλά και στην Ευρώπη.
Με τον παρόντα τόμο των εκδόσεων Αρμός, τον πρώτο από τους συνολικούς τρεις που θα κυκλοφορήσουν, ο έλληνας αναγνώστης έχει την ευκαιρία μετά από 130 χρόνια να έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με τη «δημοσιογραφική» ιδιότητα του συγγραφέα. Για τους μελετητές, αλλά και όσους έχουν σκύψει στο έργο του μεγάλου Ρώσου, αυτές οι επιφυλλίδες, τα μικρά διηγήματα, οι ομιλίες και οι παρεμβάσεις, αποτελούν ένα ύψιστης σημασίας υλικό, μια και αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο ο Ντοστογιέφσκι παρατηρούσε και αξιολογούσε τον κόσμο που εξελισσόταν γύρω του. Στη Ρωσία, την εποχή του συγγραφέα, υπήρχαν μείζονα κοινωνικοπολιτικά και πολιτιστικά θέματα, όπως η παιδεία, οι σχέσεις Ρωσίας Ευρώπης, η διαμάχη των Σλαβόφιλων και των Δυτικιζόντων. Τα συγκεκριμένα κείμενα αντανακλούν τις θέσεις του, ευθέως, δίχως την κάλυψη του μυθοπλαστικού μανδύα.
Στα έργα του ο συγγραφέας χρησιμοποιούσε συχνά τους ήρωες του ως φορείς των προσωπικών του απόψεων, εδώ ωστόσο, στο «Ημερολόγιο του συγγραφέα» δεν υπάρχει περσόνα, δεν υπάρχει επινόηση. Ο Ντοστογιέφσκι «μιλάει» με την υπογραφή του, καταθέτοντας άμεσα τις απόψεις του και «ενοχλώντας» τους πάσης φύσεως αντιπάλους του, οι οποίοι παρεμπιπτόντως, δεν ήταν και λίγοι.
Ένα πρώτο ενδιαφέρον ερώτημα που θα έχει κάποιος
μελετητής η τακτικός αναγνώστης του Ντοστογιέφσκι είναι ποιες – αν
υπάρχουν – στιλιστικές διαφορές προκύπτουν ανάμεσα στον συγγραφέα και
τον «δημοσιογράφο». Εδώ παρατηρούμε κάτι πολύ ενδιαφέρον. Είναι γνωστό
ότι ο Ντοστογιέφσκι κατηγορήθηκε ότι έγραφε ασθματικά, βιαστικά, ακόμα
και σε «κακά ρωσικά». Ο τρόπος ζωής του, τα οικονομικά του προβλήματα,
τα χρέη, οι υποχρεώσεις προς του συγγενείς του και το καζίνο, τον
υποχρέωναν σε ιλιγγιώδεις ρυθμούς συγγραφής, (θυμηθείτε, έγραψε τον
«Παίκτη» σε… 26 μέρες), με αποτέλεσμα συνήθως να μην ρίχνει ούτε δεύτερη
ματιά στα γραπτά του. Η διαφορά είναι ότι στα δημοσιογραφικά του
κείμενα, παρόλο που διατηρείται αυτή η αίσθηση του «επείγοντος», το
στιλ, λόγω θέματος, μπορεί να αλλάζει από σελίδα σε σελίδα.Φανατικός αναγνώστης του τύπου, αποδελτίωνε ειδήσεις της εποχής τις οποίες συχνά χρησιμοποιούσε ως πρώτη ύλη για τα λογοτεχνικά του έργα. Ταυτόχρονα συνεργαζόταν και με πολλά λογοτεχνία μηνιαία περιοδικά. Από την αποψη αυτή ήταν εξαιρετικά μοντέρνος, ένας δημιουργός που δεν ήταν κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους, αλλά αφουγκραζόταν άμεσα τον σφυγμό της εποχής του και συνδιαλεγόταν με την επικαιρότητα. Πληθωρικός, με υπερχειλίζουσα ενέργεια, επεδίωκε την συγκεκριμένη αρθρογραφία, γιατί όπως έλεγε ο ίδιος δεν «προλάβαινε να τα σχολιάζει όλα στα βιβλία του». Αυτό το «αχόρταγο» στοιχείο μοιραία θα εξέβαλλε και σε άλλες μορφές επικοινωνίας. Αν ζούσε σήμερα, ο Ντοστογιέφσκι ίσως ήταν και μπλόγκερ…
Με αυτή του τη δραστηριότητα ωστόσο, ο συγγραφέας δεν θεωρούσε ότι δημιουργεί ένα «νέο λογοτεχνικό είδος», μια και η επιφυλλίδα, κατά τα ήθη του 19ου αιώνα, ήταν σχεδόν απαραίτητο συστατικό στοιχείο της συγγραφικής δραστηριότητας στη Ρωσία, αλλά και στην Ευρώπη.
Με τον παρόντα τόμο των εκδόσεων Αρμός, τον πρώτο από τους συνολικούς τρεις που θα κυκλοφορήσουν, ο έλληνας αναγνώστης έχει την ευκαιρία μετά από 130 χρόνια να έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με τη «δημοσιογραφική» ιδιότητα του συγγραφέα. Για τους μελετητές, αλλά και όσους έχουν σκύψει στο έργο του μεγάλου Ρώσου, αυτές οι επιφυλλίδες, τα μικρά διηγήματα, οι ομιλίες και οι παρεμβάσεις, αποτελούν ένα ύψιστης σημασίας υλικό, μια και αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο ο Ντοστογιέφσκι παρατηρούσε και αξιολογούσε τον κόσμο που εξελισσόταν γύρω του. Στη Ρωσία, την εποχή του συγγραφέα, υπήρχαν μείζονα κοινωνικοπολιτικά και πολιτιστικά θέματα, όπως η παιδεία, οι σχέσεις Ρωσίας Ευρώπης, η διαμάχη των Σλαβόφιλων και των Δυτικιζόντων. Τα συγκεκριμένα κείμενα αντανακλούν τις θέσεις του, ευθέως, δίχως την κάλυψη του μυθοπλαστικού μανδύα.
Στα έργα του ο συγγραφέας χρησιμοποιούσε συχνά τους ήρωες του ως φορείς των προσωπικών του απόψεων, εδώ ωστόσο, στο «Ημερολόγιο του συγγραφέα» δεν υπάρχει περσόνα, δεν υπάρχει επινόηση. Ο Ντοστογιέφσκι «μιλάει» με την υπογραφή του, καταθέτοντας άμεσα τις απόψεις του και «ενοχλώντας» τους πάσης φύσεως αντιπάλους του, οι οποίοι παρεμπιπτόντως, δεν ήταν και λίγοι.
Μια άλλη «χρήση» των κειμένων αυτών, ήταν εκείνη του «αμυντικού μηχανισμού». Ο Ντοστογιέφσκι έβρισκε εδώ την ευκαιρία να απαντά σε αρνητικές κριτικές για το λογοτεχνικό του έργο του. Είναι γνωστό ότι ο συγγραφέας αντιδρούσε πολύ έντονα στην κριτική, αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος που ήρθε σε ρήξη με τον μεγάλο ρώσο κριτικό της λογοτεχνίας Μπελίνσκι, αλλά και πολλούς άλλος ομότεχνούς του. Υποφέροντας από ένα αίσθημα μειονεξίας, λόγω εμφάνισης, ασθένειας, ταπεινής καταγωγής και οικονομικής ανέχειας, θεωρούσε συχνά πως διάφοροι «κύκλοι» συνωμοτούσαν με σκοπό να τον «εξοντώσουν» λογοτεχνικά. «Το Ημερολόγιο του συγγραφέα», αλλά και οι προηγούμενες συνεργασίες του με περιοδικά, του προσέφεραν ένα δημόσιο βήμα υπεράσπισης των έργων και των απόψεών του. Ως γνωστό ο συγγραφέας. μετά την επιστροφή του από την εξορία προσχώρησε στο συντηρητικό πολιτικό στρατόπεδο ερχόμενος σε ρήξη με το σύνολο σχεδόν των εκπροσώπων της ρωσικής προοδευτικής διανόησης του 19ου αιώνα (Τουργκιένιεφ, Χέρτσεν, Τσερνισέφσκι κ.α).
Ο παρόν τόμος περιλαμβάνει κείμενα που αρχικά δημοσιεύτηκαν ως ξεχωριστά κεφάλαια στο περιοδικό «Πολίτης», του οποίου εκείνη την εποχή ο συγγραφέας ήταν διευθυντής σύνταξης, ενός είδους «περιοδικού μέσα στο περιοδικό». Το 1874, μετά από συνεχείς διώξεις της επιτροπής Λογοκρισίας ο Ντοστογιέφσκι αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του. Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει τις πρώτες καταγραφές από «Ημερολόγιο του συγγραφέα», το οποίο υπήρξε ένα αυτόνομο προσωπικό του βήμα ώστε ο Ντοστογιέφσκι να είναι σε θέση να συνδιαλέγεται ελεύθερα με τον αναγνώστη για μια πληθώρα θεμάτων. Πρόκειται για ένα είδος «τετραδίου του συγγραφέα», ένα «δημιουργικό εργαστήριο», το οποίο ο συγγραφέας θα χρησιμοποιούσε εν είδη δοκιμαστικού σωλήνα, πειραματιζόμενος με τις ιδέες που θα αποτελούσαν πρώτη ύλη για τα μελλοντικά του μυθιστορήματα…..”.
Δημοσιεύτηκε
στο τεύχος Φεβρουαρίου 2007 του περιοδικού “Διαβάζω” και αφορά την
έκδοση της μεταφρασμένης στα Ελληνικά έκδοσης του έργου “ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΕΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ”, από τον Δημήτρη Β.Τριανταφυλλίδη
Βιβλιογραφία
Μυθιστορήματα
- Ο φτωχόκοσμος (1846)
- Νιετόσκα Νιεζβάνοβα (1849)
- Το όνειρο του θείου μου (1859)
- Το χωριό Στεπαντσίκοβο και οι κάτοικοί του (1859)
- Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων (1860-1862)
- Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι (1861)
- Ο παίκτης (1866)
- Έγκλημα και τιμωρία (1866)
- Ο αιώνιος σύζυγος (1870)
- Οι δαιμονισμένοι (1871-1872)
- Ο ηλίθιος (1868)
- Ο έφηβος (1875)
- Αδελφοί Καραμάζωβ (1879-1880)
Διηγήματα
- Ο σωσίας (1846)
- Ο κύριος Προχάρτσιν (1846)
- Μυθιστόρημα σε εννέα γράμματα (1847)
- Η σπιτονοικοκυρά (1847)
- Η γυναίκα ενός άλλου και ο άντρας κάτω απ’το κρεβάτι (1848)
- Το χριστουγεννιάτικο δέντρο και ο γάμος (1848)
- Λευκές νύχτες (1848)
- Πολζούνκωβ (1848)
- Μια αδύναμη καρδιά (1848)
- Ένας τίμιος κλέφτης (1848)
- Ο μικρός ήρωας (γραμμένο το 1849 και δημοσιευμένο το 1857)
- Μια αξιοθρήνητη ιστορία (1862)
- Το υπόγειο (1864)
- Ο κροκόδειλος (1865)
- Μπόμποκ* (1873)
- Μικρές εικόνες*(1873)
- Το παιδί στο δένδρο του Χριστού* (1876)
- Μια γλυκιά γυναίκα* (1876)
- Ο χωρικός Μάρεϊ* (1876)
- Η αιωνόβια* (1876)
- Το όνειρο ενός γελοίου* (1877)
- Ο λόγος για τον Πούσκιν (1880)
*Σημ. Δημοσιεύτηκαν μέσα από «Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα»
Δοκίμια
- Χειμερινές σημειώσεις σε καλοκαιρινές εντυπώσεις (1863)
- Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα (1873-1877, 1880)
Φ. Ντοστογιέφσκι
…………….
Κατά τις έξι, βρέθηκε στην πλατφόρμα της σιδηροδρομικής γραμμής για το Τσάρσκογε Σελό. Η μοναξιά τού έγινε γρήγορα αφόρητη. Μια καινούργια λαχτάρα πλημμύρισε ζεστά την καρδιά του και για μια στιγμή φώτισε μ’ ένα λαμπρό φως το σκοτάδι όπου παράδερνε η ψυχή του. Πήρε ένα εισιτήριο για το Παυλόβσκ και δεν έβλεπε την ώρα να φύγει. Μα, φυσικά, κάτι τον παραμόνευε κι αυτό ήταν κάτι πραγματικό κι όχι μια φαντασία, όπως ίσως είχε την τάση να νομίζει. Τη στιγμή σχεδόν που ανέβαινε στο βαγόνι, πέταξε ξαφνικά το εισιτήριο που μόλις είχε πάρει και ξαναβγήκε απ’ το σταθμό, σαστισμένος και σκεφτικός. Λίγο αργότερα, στο δρόμο, σαν κάτι να θυμήθηκε ξαφνικά, σαν κάτι να κατάλαβε αναπάντεχα, κάτι πολύ παράξενο, κάτι που τον ανησυχούσε από καιρό. Του ‘τυχε ξάφνου να συλλάβει συνειδητά τον εαυτό του σε μιαν ασχολία που συνεχιζόταν από ώρα τώρα κι όμως δεν την είχε προσέξει ακόμα ως αυτή τη στιγμή: ήταν κιόλας κάμποσες ώρες, από τότε ακόμα που ήταν στη Ζυγαριά πού ‘χε αρχίσει ξαφνικά να ψάχνει για κάτι γύρω του. Το ξέχναγε, για πολλήν ώρα μάλιστα, για ολάκερη μισή ώρα καμιά φορά, και ξαφνικά, ξαναγύριζε και κοίταζε μ’ ανησυχία γύρω του σα να ‘ψαχνε για κάτι.
Μόλις όμως πρόσεξε πως κάνει αυτή τη νοσηρή, κι ως τα τότε εντελώς ασυναίσθητη κίνηση που από τόσην ώρα κιόλας τον είχε κυριέψει, θυμήθηκε ξάφνου και κάτι άλλο ακόμα που του προκάλεσε πολύ ενδιαφέρον. Θυμήθηκε ότι τη στιγμή που πρόσεξε πως όλο και για κάτι ψάχνει γύρω του, στεκόταν στο πεζοδρόμιο, μπροστά σε μια βιτρίνα και περιεργαζόταν με μεγάλη περιέργεια τα εμπορεύματα. Ήθελε τώρα το δίχως άλλο να εξακριβώσει το εξής: είχε πράγματι σταθεί εδώ και πέντε λεπτά μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιού ή μήπως του φάνηκε μονάχα; Μήπως είχε μπερδέψει τίποτα; Υπάρχει πραγματικά αυτό το μαγαζί και κείνο το εμπόρευμα; Γιατί είναι γεγονός πως νιώθει σήμερα τον εαυτό του αρκετά άρρωστο, νιώθει σχεδόν όπως ένιωθε παλιότερα, όταν άρχιζαν οι κρίσεις της παλιάς του αρρώστιας. Ήξερε πως αυτές τις προεπιληπτικές στιγμές γίνεται ασυνήθιστα αφηρημένος και συχνά μπερδεύει πράγματα και πρόσωπα – εκτός αν εντείνει ιδιαίτερα την προσοχή του όταν τα κοιτάζει. Μα υπήρχε κι ένας ιδιαίτερος λόγος που ήθελε τόσο πολύ να εξακριβώσει αν είχε πράγματι σταθεί λίγο πριν μπροστά στο μαγαζί. Ανάμεσα στα πράγματα που ήταν εκτεθειμένα στη βιτρίνα του μαγαζιού, υπήρχε κι ένα αντικείμενο που το κοίταξε ιδιαίτερα και το ‘χε εκτιμήσει μάλιστα, λέγοντας μέσα του πως θ’ άξιζε εξήντα ασημένια καπίκια – αυτό το θυμόταν, παρ’ όλη την αφηρημάδα και την ταραχή του. Κατά συνέπεια, αν αυτό το μαγαζί υπάρχει, σημαίνει πως είχε σταματήσει κυρίως για κείνο το αντικείμενο. Θα πει λοιπόν πως το αντικείμενο εκείνο είχε τόσο ενδιαφέρον ώστε τράβηξε την προσοχή του ακόμα και την ώρα που βρισκόταν σε μια τόσο καταθλιπτική σύγχυση, μόλις έχοντας βγει απ’ το σιδηροδρομικό σταθμό. Προχωρούσε κοιτάζοντας με θλίψη σχεδόν προς τα δεξιά κι η καρδιά του χτυπούσε ανήσυχα κι ανυπόμονα. Μα να το αυτό το μαγαζί επιτέλους! Είχε ξεμακρύνει κιόλας πεντακόσια βήματα από κει όταν του πέρασε η σκέψη να γυρίσει. Να και κείνο το αντικείμενο που έκανε εξήντα καπίκια: «και βέβαια εξήντα καπίκια, δεν αξίζει παραπάνω!» ξανασκέφτηκε τώρα και γέλασε. Γέλασε όμως υστερικά. Ένιωσε τρομερό βάρος στην ψυχή. Θυμήθηκε ολοκάθαρα τώρα πως εδώ ακριβώς, όταν στεκόταν μπροστά σ’ αυτή τη βιτρίνα, είχε γυρίσει ξάφνου κι είχε κοιτάξει πίσω του, ακριβώς όπως και λίγες ώρες πριν, τότε που έπιασε καρφωμένη πάνω του τη ματιά του Ραγκόζιν. Σαν βεβαιώθηκε πως δεν είχε κάνει λάθος (εδώ που τα λέμε, και πριν απ’ αυτή την εξακρίβωση δεν είχε καμιά αμφιβολία), παράτησε το μαγαζί και βιάστηκε να φύγει από κει. Όλα αυτά πρέπει να τα σκεφτεί το γρηγορότερο, το δίχως άλλο. Τώρα ήταν φανερό πως δεν ήταν φαντασία του κείνο που ένιωσε στο σταθμό. Ήταν φανερό πως του ‘χε συμβεί κάτι πραγματικό, κάτι που το δίχως άλλο είχε σχέση με την προηγούμενη ανησυχία του. Όμως, κατανίκησε και πάλι κάποια εσωτερική αηδία που δεν μπορούσε να της αντισταθεί: δε θέλησε να σκεφτεί και να εξετάσει τίποτα, δεν έκατσε να σκεφτεί τίποτα. Άρχισε να σκέφτεται εντελώς άλλα πράγματα.
Ανάμεσα στ’ άλλα, άρχισε και σκεφτόταν πως στις επιληπτικές του κρίσεις, υπήρχε μια στιγμή, λίγο, ελάχιστα πριν απ’ το ξέσπασμά της (αν η κρίση τού ερχόταν την ώρα που ήταν ξύπνιος), οπόταν ξαφνικά, μέσα στη θλίψη, μέσα στο ψυχικό σκοτάδι, την ώρα που κάτι τον πλάκωνε, ένιωθε στιγμές-στιγμές το μυαλό του να φλογίζεται κι όλες τις δυνάμεις του να εντείνονται, όλες μαζί, μονομιάς, στο έπακρο. Η αίσθηση της ζωής, η αυτοσυνείδηση, σχεδόν δεκαπλασιαζόταν κείνες τις στιγμές που κρατούσαν όσο και μια αστραπή. Το μυαλό κι η καρδιά φωτίζονταν μ’ ένα ασυνήθιστο φως. Όλες οι αμφιβολίες του, κάθε ταραχή, λες και καταπραΰνονταν μονομιάς και μεταβάλλονταν σε μιαν ανώτερη ηρεμία, γεμάτη διάφανη, αρμονική χαρά κι ελπίδα, γεμάτη λογική και ξεκαθαρισμένες τελικές αιτίες. Όμως, οι στιγμές αυτές, αυτές οι διαλείψεις, δεν ήταν παρά μια προαίσθηση μονάχα του αποφασιστικού εκείνου δευτερολέπτου (ποτέ δεν κράταγε παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο) που μ’ αυτό άρχιζε η καθαυτό κρίση. Αυτό το δευτερόλεπτο ήταν φυσικά ανυπόφορο. Όταν σκεφτόταν αργότερα αυτή τη στιγμή, σαν είχε γίνει πια καλά, έλεγε συχνά μέσα του: «Όλες αυτές οι αστραπές κι οι διαλείψεις της ανώτερης αυτοαίσθησης και αυτοσυνείδησης και κατά συνέπεια της ¨ύψιστης ύπαρξης¨, δεν είναι άλλο παρά αρρώστια, δεν είναι παρά μια διασάλευση της φυσιολογικής κατάστασης κι αν είναι έτσι, δεν πρόκειται καθόλου για ύψιστη ύπαρξη μα απεναντίας θα πρέπει να λογιστεί σαν μια απ’ τις κατώτερες». Κι ωστόσο, είχε φτάσει τελικά σ’ ένα συμπέρασμα που θα φαινόταν σχεδόν σαν παραδοξολογία: «και τι σημασία έχει που όλ’ αυτά είναι αρρώστια; – κατέληξε. – Τι σχέση έχει που αυτή η υπερένταση δεν είναι φυσιολογική, αφού το ίδιο το αποτέλεσμα, αυτή η στιγμή που νιώθω έτσι, όταν τη θυμάμαι και τη διερευνώ σε κατάσταση υγείας πια, αποδείχνεται πως έχει μιαν αρμονία φτασμένη στο ανώτατο σημείο της, είναι η ίδια η ομορφιά, αφού μου δίνει μια αίσθηση πληρότητας που ούτε ξανάκουσα ούτε μπορούσα ποτέ μου να φανταστώ ως τα τότε, μια αίσθηση πληρότητας, μέτρου, ειρήνευσης και παλλόμενης θρησκευτικής ταύτισης με την πεμπτουσία της ζωής;» Αυτές οι ομιχλώδεις εκφράσεις τού φαίνονταν αυτού του ίδιου πολύ κατανοητές, αν και πολύ κατώτερες απ’ την πραγματικότητα. Πάντως δεν μπορούσε ν’ αμφιβάλλει καθόλου πως πρόκειται πραγματικά για μια «ομορφιά και θρησκευτική ταύτιση», πως ήταν πραγματικά «η πεμπτουσία της ζωής» – α, όχι, ούτε την παραμικρότερη αμφιβολία δεν μπορούσε να παραδεχτεί για όλ’ αυτά. Γιατί δεν ονειρευόταν τίποτα οράματα κείνη τη στιγμή, όπως γίνεται σαν πιει κανείς χασίς, όπιο ή κρασί, που εξασθενούν τις νοητικές ικανότητες και διαστρεβλώνουν την ψυχή, δεν έβλεπε πράγματα αφύσικα μήτε φανταστικά. Για όλ’ αυτά μπορούσε να κρίνει λογικά σαν πέρναγε η κρίση. Οι στιγμές εκείνες ήταν αυτό και μόνο ίσα-ίσα – μια ασυνήθιστη ισχυροποίηση της αυτοσυνείδησης (αν χρειαζόταν να ορίσει κανείς αυτές τις στιγμές με μια μονάχα λέξη) και ταυτόχρονα της αυτοαίσθησης, στο έπακρο άμεσης. Αφού εκείνο το δευτερόλεπτο, δηλαδή την τελευταία συνειδητή στιγμή πριν απ’ την κρίση, του τύχαινε να προφτάσει να πει καθαρά και συνειδητά στον εαυτό του: «Ναι, για’ αυτή τη στιγμή μπορεί να δώσει κανείς όλη του τη ζωή!» σημαίνει φυσικά πως αυτή η στιγμή από μόνη της άξιζε μιαν ολάκερη ζωή. Εδώ που τα λέμε, δεν επέμενε για το διαλεκτικό μέρος του συμπεράσματός του: η αποβλάκωση, το ψυχικό σκοτάδι, η ηλιθιότητα, στέκονταν μπροστά του ξεκάθαρες συνέπειες αυτών των «ανώτερων στιγμών». Εννοείται πως δε θα καθόταν να συζητήσει σοβαρά το πράγμα. Στο συμπέρασμα, δηλαδή στην εκτίμησή του κείνης της στιγμής, υπήρχε χωρίς αμφιβολία κάποιο λάθος, η ρεαλιστικότητα ωστόσο της αίσθησης που δοκίμαζε, τον έφερνε σε αμηχανία. Γιατί αλήθεια πώς μπορεί να παραγνωρίσει τη ρεαλιστικότητα αυτή; Αφού αυτό του ‘χε συμβεί, αφού αυτός ο ίδιος πρόφταινε να πει μέσα του το ίδιο κείνο δευτερόλεπτο πως αυτό το δευτερόλεπτο, με την απέραντη ευτυχία που τη γευόταν τότε ολοκληρωτικά αξίζει ίσως μια ολάκερη ζωή. «Τις τέτοιες στιγμές» – όπως έλεγε μια φορά στο Ραγκόζιν, στη Μόσχα, τότε που συναντιόνταν κει πέρα – «τις τέτοιες στιγμές, δεν ξέρω πώς, μα καταλαβαίνω κείνο τον παράξενο λόγο ότι χρόνος ουκέτι έσται. Πιθανόν, πρόσθεσε χαμογελώντας, να’ ναι η ίδια εκείνη στιγμή που πριν ακόμα προφτάσει να χυθεί το νερό απ’ την αναποδογυρισμένη στάμνα του επιληπτικού Μωάμεθ, αυτός είχε προφτάσει μέσα στο ίδιο εκείνο δευτερόλεπτο να περιέλθει όλα τα ενδιαιτήματα του Αλλάχ».
Κατά τις έξι, βρέθηκε στην πλατφόρμα της σιδηροδρομικής γραμμής για το Τσάρσκογε Σελό. Η μοναξιά τού έγινε γρήγορα αφόρητη. Μια καινούργια λαχτάρα πλημμύρισε ζεστά την καρδιά του και για μια στιγμή φώτισε μ’ ένα λαμπρό φως το σκοτάδι όπου παράδερνε η ψυχή του. Πήρε ένα εισιτήριο για το Παυλόβσκ και δεν έβλεπε την ώρα να φύγει. Μα, φυσικά, κάτι τον παραμόνευε κι αυτό ήταν κάτι πραγματικό κι όχι μια φαντασία, όπως ίσως είχε την τάση να νομίζει. Τη στιγμή σχεδόν που ανέβαινε στο βαγόνι, πέταξε ξαφνικά το εισιτήριο που μόλις είχε πάρει και ξαναβγήκε απ’ το σταθμό, σαστισμένος και σκεφτικός. Λίγο αργότερα, στο δρόμο, σαν κάτι να θυμήθηκε ξαφνικά, σαν κάτι να κατάλαβε αναπάντεχα, κάτι πολύ παράξενο, κάτι που τον ανησυχούσε από καιρό. Του ‘τυχε ξάφνου να συλλάβει συνειδητά τον εαυτό του σε μιαν ασχολία που συνεχιζόταν από ώρα τώρα κι όμως δεν την είχε προσέξει ακόμα ως αυτή τη στιγμή: ήταν κιόλας κάμποσες ώρες, από τότε ακόμα που ήταν στη Ζυγαριά πού ‘χε αρχίσει ξαφνικά να ψάχνει για κάτι γύρω του. Το ξέχναγε, για πολλήν ώρα μάλιστα, για ολάκερη μισή ώρα καμιά φορά, και ξαφνικά, ξαναγύριζε και κοίταζε μ’ ανησυχία γύρω του σα να ‘ψαχνε για κάτι.
Μόλις όμως πρόσεξε πως κάνει αυτή τη νοσηρή, κι ως τα τότε εντελώς ασυναίσθητη κίνηση που από τόσην ώρα κιόλας τον είχε κυριέψει, θυμήθηκε ξάφνου και κάτι άλλο ακόμα που του προκάλεσε πολύ ενδιαφέρον. Θυμήθηκε ότι τη στιγμή που πρόσεξε πως όλο και για κάτι ψάχνει γύρω του, στεκόταν στο πεζοδρόμιο, μπροστά σε μια βιτρίνα και περιεργαζόταν με μεγάλη περιέργεια τα εμπορεύματα. Ήθελε τώρα το δίχως άλλο να εξακριβώσει το εξής: είχε πράγματι σταθεί εδώ και πέντε λεπτά μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιού ή μήπως του φάνηκε μονάχα; Μήπως είχε μπερδέψει τίποτα; Υπάρχει πραγματικά αυτό το μαγαζί και κείνο το εμπόρευμα; Γιατί είναι γεγονός πως νιώθει σήμερα τον εαυτό του αρκετά άρρωστο, νιώθει σχεδόν όπως ένιωθε παλιότερα, όταν άρχιζαν οι κρίσεις της παλιάς του αρρώστιας. Ήξερε πως αυτές τις προεπιληπτικές στιγμές γίνεται ασυνήθιστα αφηρημένος και συχνά μπερδεύει πράγματα και πρόσωπα – εκτός αν εντείνει ιδιαίτερα την προσοχή του όταν τα κοιτάζει. Μα υπήρχε κι ένας ιδιαίτερος λόγος που ήθελε τόσο πολύ να εξακριβώσει αν είχε πράγματι σταθεί λίγο πριν μπροστά στο μαγαζί. Ανάμεσα στα πράγματα που ήταν εκτεθειμένα στη βιτρίνα του μαγαζιού, υπήρχε κι ένα αντικείμενο που το κοίταξε ιδιαίτερα και το ‘χε εκτιμήσει μάλιστα, λέγοντας μέσα του πως θ’ άξιζε εξήντα ασημένια καπίκια – αυτό το θυμόταν, παρ’ όλη την αφηρημάδα και την ταραχή του. Κατά συνέπεια, αν αυτό το μαγαζί υπάρχει, σημαίνει πως είχε σταματήσει κυρίως για κείνο το αντικείμενο. Θα πει λοιπόν πως το αντικείμενο εκείνο είχε τόσο ενδιαφέρον ώστε τράβηξε την προσοχή του ακόμα και την ώρα που βρισκόταν σε μια τόσο καταθλιπτική σύγχυση, μόλις έχοντας βγει απ’ το σιδηροδρομικό σταθμό. Προχωρούσε κοιτάζοντας με θλίψη σχεδόν προς τα δεξιά κι η καρδιά του χτυπούσε ανήσυχα κι ανυπόμονα. Μα να το αυτό το μαγαζί επιτέλους! Είχε ξεμακρύνει κιόλας πεντακόσια βήματα από κει όταν του πέρασε η σκέψη να γυρίσει. Να και κείνο το αντικείμενο που έκανε εξήντα καπίκια: «και βέβαια εξήντα καπίκια, δεν αξίζει παραπάνω!» ξανασκέφτηκε τώρα και γέλασε. Γέλασε όμως υστερικά. Ένιωσε τρομερό βάρος στην ψυχή. Θυμήθηκε ολοκάθαρα τώρα πως εδώ ακριβώς, όταν στεκόταν μπροστά σ’ αυτή τη βιτρίνα, είχε γυρίσει ξάφνου κι είχε κοιτάξει πίσω του, ακριβώς όπως και λίγες ώρες πριν, τότε που έπιασε καρφωμένη πάνω του τη ματιά του Ραγκόζιν. Σαν βεβαιώθηκε πως δεν είχε κάνει λάθος (εδώ που τα λέμε, και πριν απ’ αυτή την εξακρίβωση δεν είχε καμιά αμφιβολία), παράτησε το μαγαζί και βιάστηκε να φύγει από κει. Όλα αυτά πρέπει να τα σκεφτεί το γρηγορότερο, το δίχως άλλο. Τώρα ήταν φανερό πως δεν ήταν φαντασία του κείνο που ένιωσε στο σταθμό. Ήταν φανερό πως του ‘χε συμβεί κάτι πραγματικό, κάτι που το δίχως άλλο είχε σχέση με την προηγούμενη ανησυχία του. Όμως, κατανίκησε και πάλι κάποια εσωτερική αηδία που δεν μπορούσε να της αντισταθεί: δε θέλησε να σκεφτεί και να εξετάσει τίποτα, δεν έκατσε να σκεφτεί τίποτα. Άρχισε να σκέφτεται εντελώς άλλα πράγματα.
Ανάμεσα στ’ άλλα, άρχισε και σκεφτόταν πως στις επιληπτικές του κρίσεις, υπήρχε μια στιγμή, λίγο, ελάχιστα πριν απ’ το ξέσπασμά της (αν η κρίση τού ερχόταν την ώρα που ήταν ξύπνιος), οπόταν ξαφνικά, μέσα στη θλίψη, μέσα στο ψυχικό σκοτάδι, την ώρα που κάτι τον πλάκωνε, ένιωθε στιγμές-στιγμές το μυαλό του να φλογίζεται κι όλες τις δυνάμεις του να εντείνονται, όλες μαζί, μονομιάς, στο έπακρο. Η αίσθηση της ζωής, η αυτοσυνείδηση, σχεδόν δεκαπλασιαζόταν κείνες τις στιγμές που κρατούσαν όσο και μια αστραπή. Το μυαλό κι η καρδιά φωτίζονταν μ’ ένα ασυνήθιστο φως. Όλες οι αμφιβολίες του, κάθε ταραχή, λες και καταπραΰνονταν μονομιάς και μεταβάλλονταν σε μιαν ανώτερη ηρεμία, γεμάτη διάφανη, αρμονική χαρά κι ελπίδα, γεμάτη λογική και ξεκαθαρισμένες τελικές αιτίες. Όμως, οι στιγμές αυτές, αυτές οι διαλείψεις, δεν ήταν παρά μια προαίσθηση μονάχα του αποφασιστικού εκείνου δευτερολέπτου (ποτέ δεν κράταγε παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο) που μ’ αυτό άρχιζε η καθαυτό κρίση. Αυτό το δευτερόλεπτο ήταν φυσικά ανυπόφορο. Όταν σκεφτόταν αργότερα αυτή τη στιγμή, σαν είχε γίνει πια καλά, έλεγε συχνά μέσα του: «Όλες αυτές οι αστραπές κι οι διαλείψεις της ανώτερης αυτοαίσθησης και αυτοσυνείδησης και κατά συνέπεια της ¨ύψιστης ύπαρξης¨, δεν είναι άλλο παρά αρρώστια, δεν είναι παρά μια διασάλευση της φυσιολογικής κατάστασης κι αν είναι έτσι, δεν πρόκειται καθόλου για ύψιστη ύπαρξη μα απεναντίας θα πρέπει να λογιστεί σαν μια απ’ τις κατώτερες». Κι ωστόσο, είχε φτάσει τελικά σ’ ένα συμπέρασμα που θα φαινόταν σχεδόν σαν παραδοξολογία: «και τι σημασία έχει που όλ’ αυτά είναι αρρώστια; – κατέληξε. – Τι σχέση έχει που αυτή η υπερένταση δεν είναι φυσιολογική, αφού το ίδιο το αποτέλεσμα, αυτή η στιγμή που νιώθω έτσι, όταν τη θυμάμαι και τη διερευνώ σε κατάσταση υγείας πια, αποδείχνεται πως έχει μιαν αρμονία φτασμένη στο ανώτατο σημείο της, είναι η ίδια η ομορφιά, αφού μου δίνει μια αίσθηση πληρότητας που ούτε ξανάκουσα ούτε μπορούσα ποτέ μου να φανταστώ ως τα τότε, μια αίσθηση πληρότητας, μέτρου, ειρήνευσης και παλλόμενης θρησκευτικής ταύτισης με την πεμπτουσία της ζωής;» Αυτές οι ομιχλώδεις εκφράσεις τού φαίνονταν αυτού του ίδιου πολύ κατανοητές, αν και πολύ κατώτερες απ’ την πραγματικότητα. Πάντως δεν μπορούσε ν’ αμφιβάλλει καθόλου πως πρόκειται πραγματικά για μια «ομορφιά και θρησκευτική ταύτιση», πως ήταν πραγματικά «η πεμπτουσία της ζωής» – α, όχι, ούτε την παραμικρότερη αμφιβολία δεν μπορούσε να παραδεχτεί για όλ’ αυτά. Γιατί δεν ονειρευόταν τίποτα οράματα κείνη τη στιγμή, όπως γίνεται σαν πιει κανείς χασίς, όπιο ή κρασί, που εξασθενούν τις νοητικές ικανότητες και διαστρεβλώνουν την ψυχή, δεν έβλεπε πράγματα αφύσικα μήτε φανταστικά. Για όλ’ αυτά μπορούσε να κρίνει λογικά σαν πέρναγε η κρίση. Οι στιγμές εκείνες ήταν αυτό και μόνο ίσα-ίσα – μια ασυνήθιστη ισχυροποίηση της αυτοσυνείδησης (αν χρειαζόταν να ορίσει κανείς αυτές τις στιγμές με μια μονάχα λέξη) και ταυτόχρονα της αυτοαίσθησης, στο έπακρο άμεσης. Αφού εκείνο το δευτερόλεπτο, δηλαδή την τελευταία συνειδητή στιγμή πριν απ’ την κρίση, του τύχαινε να προφτάσει να πει καθαρά και συνειδητά στον εαυτό του: «Ναι, για’ αυτή τη στιγμή μπορεί να δώσει κανείς όλη του τη ζωή!» σημαίνει φυσικά πως αυτή η στιγμή από μόνη της άξιζε μιαν ολάκερη ζωή. Εδώ που τα λέμε, δεν επέμενε για το διαλεκτικό μέρος του συμπεράσματός του: η αποβλάκωση, το ψυχικό σκοτάδι, η ηλιθιότητα, στέκονταν μπροστά του ξεκάθαρες συνέπειες αυτών των «ανώτερων στιγμών». Εννοείται πως δε θα καθόταν να συζητήσει σοβαρά το πράγμα. Στο συμπέρασμα, δηλαδή στην εκτίμησή του κείνης της στιγμής, υπήρχε χωρίς αμφιβολία κάποιο λάθος, η ρεαλιστικότητα ωστόσο της αίσθησης που δοκίμαζε, τον έφερνε σε αμηχανία. Γιατί αλήθεια πώς μπορεί να παραγνωρίσει τη ρεαλιστικότητα αυτή; Αφού αυτό του ‘χε συμβεί, αφού αυτός ο ίδιος πρόφταινε να πει μέσα του το ίδιο κείνο δευτερόλεπτο πως αυτό το δευτερόλεπτο, με την απέραντη ευτυχία που τη γευόταν τότε ολοκληρωτικά αξίζει ίσως μια ολάκερη ζωή. «Τις τέτοιες στιγμές» – όπως έλεγε μια φορά στο Ραγκόζιν, στη Μόσχα, τότε που συναντιόνταν κει πέρα – «τις τέτοιες στιγμές, δεν ξέρω πώς, μα καταλαβαίνω κείνο τον παράξενο λόγο ότι χρόνος ουκέτι έσται. Πιθανόν, πρόσθεσε χαμογελώντας, να’ ναι η ίδια εκείνη στιγμή που πριν ακόμα προφτάσει να χυθεί το νερό απ’ την αναποδογυρισμένη στάμνα του επιληπτικού Μωάμεθ, αυτός είχε προφτάσει μέσα στο ίδιο εκείνο δευτερόλεπτο να περιέλθει όλα τα ενδιαιτήματα του Αλλάχ».
ΠΗΓΕΣ: wikipediaorg / angelfire.com / alexistamatis2.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου