Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Η απόρριψη της επαναστατικής ιδέας

Η απόρριψη της επαναστατικής ιδέας

Συγγραφέας: 
Καραμπελιάς Γιώργος
Ο Ρήγας δεν υπήρξε ένας ήρωας κοινής αποδοχής στην εποχή του. Η ίδια η πολλαπλότητα των αναφορών, των πηγών, των δραστηριοτήτων, προκάλεσαν έχθρες, αντιθέσεις και αμφισβητήσεις. Και μόνον η λαϊκή παράδοση και το μαρτύριό του θα τον επιβάλουν στην κοινή συνείδηση ως αδιαμφισβήτητο πρόδρομο της επανάστασης και θα υποχρεώσουν τις επικρίσεις εναντίον του να σιγήσουν σταδιακώς, ή να μεταστραφούν σε απόπειρες αλλοίωσης της φυσιογνωμίας και της δράσης του.
Η φυσιογνωμία και το έργο του Ρήγα, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια μετά τον θάνατό του, θα προκαλέσουν μεγάλες διαμάχες και αντιθέσεις, στον βαθμό μάλιστα που η δημοκρατική και φιλογαλλική ιδεολογία του τον είχε οδηγήσει σε αντίθεση με ένα μεγάλο μέρος της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, που εκείνη την περίοδο, ακολουθώντας τη ρωσική πολιτική και την Αικατερίνη, στρέφεται εναντίον των Γάλλων και των οπαδών των.
Ένα ανέφικτο και ακραίο εγχείρημα;
Οι πλέον ήπιες αντιρρήσεις εκκινούν από εκείνους που, όπως ο Φιλήμων, θεωρούσαν τα σχέδιά του εξωπραγματικά και φτάνουν στις ανοικτές καταγγελίες και επικρίσεις όπως εκείνες του Πατριαρχείου, του Αθανασίου Παρίου και του Κύριλλου Λαυριώτη. Γράφει ο Φιλήμων:
Ὁ Ῥή­γας Φε­ραῖ­ος συλ­λαμ­βά­νει εἰς τὴν ἐ­πο­χὴν αὐ­τὴν τὴν με­γά­λην ἰ­δέ­αν πε­ρὶ τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας, ἐν­δί­δων ὡ­σε­πι­το­πλεῖ­στον εἰς τάς σπερ­μο­λο­γί­ας τῶν δι­ε­σπαρ­μέ­νων Ἀ­πο­στό­λων τοῦ Να­πο­λέ­ον­τος. Με­γα­λό­φρων καὶ ἐ­πι­χει­ρη­μα­τί­ας, ἀλλ΄ ὄ­χι τό­σον σκε­πτι­κὸς καὶ κρυ­ψί­νους· κά­το­χος γνώ­σε­ων πολ­λῶν καὶ ζω­η­ρὸς εἰς τὸ πνεῦ­μα, ἀλ­λ’ ἐ­πι­πό­λαι­ος ἐ­ξε­τα­στὴς τῶν πραγ­μά­των καὶ μᾶλ­λον τῆς κα­τα­στά­σε­ως τοῦ Ἔ­θνους του: ὁ Ῥή­γας φαί­νε­ται μᾶλ­λον ὁ Ἄν­θρω­πος καὶ ὄ­χι ὁ Ἀρ­χη­γὸς1. [ ]
Η επιφυλακτική αυτή στάση του Φιλήμονος, ο οποίος ανήκε μάλλον στο φιλορωσικό κόμμα, στηρίζεται τόσο στις αμφιβολίες του για οποιαδήποτε πιθανή ενέργεια του Ναπολέοντος, η οποία εξάλλου θα συναντούσε την αντίδραση της Ρωσίας και της Αγγλίας, όσο και, κυρίως, στο απαράσκευο των Ελλήνων: «Κρί­νον­ται ἀμ­φί­βο­λα πο­λὺ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἀ­μέ­σου με­τα­βά­σε­ως τοῦ Ῥή­γα εἰς τὴν Ἑλ­λά­δα». Επιπλέον, και αυτό είναι χαρακτηριστικό για την εικόνα του Ρήγα που είχε επιβληθεί,  και όχι μόνο στο ευρύτερο κοινό, «ποίαν ἐδύνατο να ἐπιτύχει πρόοδον ὁ Ρήγας κεκηρυγμένος κατὰ τοῦ Ἱερατείου καὶ τῶν Προεστώτων: τὰ δύο ἐλαστικώτερα ὄργανα καὶ τὰ σημαντικώτερα στοιχεῖα τοῦ ἔθνους;»2 Έτσι ο Ρήγας είχε να αντιμετωπίσει τη φήμη που τον χαρακτήριζε άθεο και υπέρ το δέον ριζοσπαστικό, ταυτίζοντας ex post τις απόψεις του με εκείνες του Ανώνυμου της Ελληνικής Νομαρχίας.
Όμως ο Φιλήμων γράφει εκ του ιστορικού ασφαλούς, με απόσταση δεκαετιών, ενώ αντίθετα, όπως δείχνουν όλα τα δεδομένα της εποχής, μια γαλλική ενέργεια εναντίον της Τουρκίας δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί, ιδιαίτερα αφού αυτή θα οδηγηθεί σε συμμαχία με τους Ρώσους και τους Άγγλους, μετά την εκστρατεία του Ναπολέοντα προς την Αίγυπτο και τις κινήσεις του για κατάληψη της Συρίας. Ο Βοναπάρτης, εξάλλου, στις αναμνήσεις του από την Αγία Ελένη, θα γράψει το 1816:
Η Ελλάδα περιμένει έναν ελευθερωτή. Θα ήταν ένα ωραίο στεφάνι δόξας! Θα έγραφε το όνομά του εσαεί μαζί με εκείνα του Ομήρου, του Πλάτωνα, του Επαμεινώνδα! Πιθανώς δεν βρέθηκα πολύ μακριά από κάτι τέτοιο. Όταν, κατά την εκστρατεία μου στην Ιταλία, έφτασα στις ακτές τις Αδριατικής, έγραψα στο Διευθυντήριο πως είχα μπροστά στα μάτια μου το βασίλειο του Αλεξάνδρου… 3
Το 1798, το Γαλλικό Διευθυντήριο συγκροτεί μια ειδική υπηρεσία επιφορτισμένη να διευθύνει ή να κατοπτεύει μια πιθανή εξέγερση στην Ελλάδα και την εγκαθιστά στην Αγκόνα, στην οποία συμμετέχει και ο Κώστας Σταμάτης, ο οποίος είχε χρηματίσει μυστικός πράκτορας της Δημοκρατίας και Γενικός Πρόξενος της Γαλλίας στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, και ο οποίος προσπαθεί με κάθε τρόπο να πείσει το Διευθυντήριο για την ανάγκη μιας γαλλικής επέμβασης στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, μέσα στις συνθήκες της εποχής, δεν έμοιαζε εντελώς απίθανη μια γαλλική κίνηση.
Όσο δε για τις κατά της θρησκείας και των προεστών αντιλήψεις του, αυτές δεν συνάγονται από κάποια πραγματικά δεδομένα, αλλά ανταποκρίνονται μάλλον σε όσα αστήρικτα κυκλοφορούσαν για τον Ρήγα, καθώς και ως συμπεράσματα από τις απόψεις οπαδών του, όπως του Ανωνύμου της Νομαρχίας. Ο Δημήτριος Καραμπερόπουλος, που έχει διερευνήσει ενδελεχώς το σχετικό ζήτημα, αναφέρει για τη στάση του απέναντι στην Ορθοδοξία:
1.     Στον πρόλογο του λογοτεχνικού του βιβλίου, Σχολείον των ντελικάτων εραστών, Βιέννη 1790, [ ] ο Ρήγας γράφει ότι ο γάμος είναι «μυστήριον», όπως πιστεύει η Ορθόδοξη Εκκλησία.
2.     Στο βιβλίο του Φυσικής απάνθισμα, Βιέννη 1790, [ ] μνημονεύει τη Θεία Γραφή και χρησιμοποιεί τον όρο «ο μέγας δημιουργός» (σελ. 29, 55). [ ] «Κατά την Θείαν Γραφήν το νερόν, ήτοι η θάλασσα, εκτίσθη πρώτον, και δεν επιδέχεται αμφιβολίαν πως την αλάτισεν ευθύς ο μέγας δημιουργός, καθώς είναι έως τώρα». [ ]  Στο έκτο κεφάλαιο «Περί Ηλίου»: «πλην απ’ αυτά όλα δεν ιξεύρομεν τίποτες δια αληθινόν, εις τον μέγαν δημιουργόν τα πάντα είναι εύκολα, και οι άνθρωποι δεν αμαρτάνουν αν ερευνούν το αποτέλεσμα και τον λόγον του, ο οποίος είναι πολλά μακρυά από την περιωρισμένην διάνοιάν τους» (σελ. 40). Επίσης, σε άλλα σημεία, [ ] γράφει, «Ημείς ιξεύρομεν πως η Θεία πρόνοια δεν έκαμε πράγμα περιττόν εις τον κόσμον» (σελ. 158), «εις το πλάγι της μήτρας παρατηρούν οι ανατόμοι ένα μικρόν σακουλάκι (=ωοθήκη) μέσα εις το οποίον ο δημιουργός του παντός έβαλεν ένα κάποιον αριθμόν μικρών αυγών (=ωαρίων)» (σελ. 146). [  ] Ακόμη χαρακτηριστικά παρατηρεί για τη σοφία του Δημιουργού «Οθεν ας φωνάξωμεν όλοι ομού, Κύριε τα έργα σου είναι μεγάλα και πολλά, πάντα εν σοφία εποίησας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί» (σελ. 107).
3.  [ ] Β). Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο των πεποιθήσεων του Ρήγα αποτελεί το γεγονός ότι στην Επαναστατική του Προκήρυξη δεν μεταφράζει τον όρο «Suprême Être» «Υπέρτατο Ον» του γαλλικού κειμένου, όρο τον οποίο ο Ρήγας γνώριζε, διότι στη μετάφραση του βιβλίου του Νέος Ανάχαρσις, Βιέννη 1797, σελ. 268, τον αναγράφει. Αν ήταν αντίθετος στην ορθόδοξη πίστη μάλλον τον όρο αυτόν θα τον ανέγραφε και ίσως θα τον είχε ιδιαίτερα τονίσει στην Επαναστατική του Προκήρυξη. Γ). Επίσης στην Επαναστατική Προκήρυξη ο Ρήγας καταχωρίζει μία πολύ σημαντική φράση, η οποία δείχνει τη φιλοσοφική του θέση [  ] τα «φυσικά δίκαια» του ανθρώπου, σύμφωνα με τη φυσιοκρατική αντίληψη, έχουν πηγή τη Φύση, ενώ αντίθετα ο Ρήγας σημειώνει ότι «θεόθεν», από τον Θεό έχουν την αρχή τους. Συγκεκριμένα γράφει για «τα ιερά και άμωμα δίκαια, οπού θεόθεν τω εχαρίσθησαν διά να ζήση ησύχως επάνω εις την γην». [  ] Δ). [  ] Στο Παράρτημα της Νέας Πολιτικής Διοικήσεως ο Ρήγας γράφει: «Η σημαία οπού βάνεται εις μπαϊράκια και παντιέρες της Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι εν ρόπαλο του Ηρακλέους με τρεις σταυρούς επάνω...»
4. Ο Ρήγας, στον επαναστατικό παιάνα Θούριος συχνά γράφει για τον Σταυρό, όπως στον στιχ. 22 «να κάμωμεν τον όρκο επάνω στον Σταυρόν», τονίζοντας εδώ ότι ο όρκος στον Θούριο δίνεται από τους επαναστατημένους ραγιάδες φανερά, δημόσια, κι όχι κρυφά, όπως στις τεκτονικές και άλλες μυστικές εταιρείες. [ ]   Επίσης στον στιχ. 109 γράφει «ψηλά στα μπαϊράκια σηκώστε τον Σταυρόν», ενώ στον στιχ. 123 αναφωνεί ότι πρέπει «να λάμψη ο Σταυρός».
5.  Στην άλλη του ποιητική σύνθεση, τον Ύμνο Πατριωτικό, στη στροφή 14 τονίζει ότι απαραίτητο στοιχείο για τη νίκη των σκλαβωμένων είναι ο Σταυρός, η πίστη, η αγωνιστικότητα και τα πολεμοφόδια, συνοψίζοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο τους παράγοντες της νίκης:
«Σταυρός, η πίστις και καρδιά,/δουφέκια και καλά σπαθιά,
γκρεμίζουν Τυραννίαν /τιμούν Ελευθερίαν
οπ’ έδωκεν ο Πλάστης /στο δουνιά, μπρε παιδιά».
Ομοίως, στη στροφή 40, ο Ρήγας αναφωνεί για τον Σταυρό: «Να λάμψη πάλιν ο Σταυρός».
Ακόμη, στη στροφή 13 του Ύμνου Πατριωτικού, χρησιμοποιεί τον όρο «ορθόδοξος χριστιανός» [ ]:
«Όποιος λοιπόν είναι καλός / κι ορθόδοξος χριστιανός
με τ’ άρματα στο χέρι / ας δράμει σαν ξεφτέρι
το Γένος του να σώση / με χαρά μπρε παιδιά».
6.  Ενδιαφέρον επίσης έχει να δούμε τρία χαρακτηριστικά σημεία από τα ανακριτικά έγγραφα περί Ρήγα και των συντρόφων του [  ].
Ο Ρήγας, στην κατάθεσή του κατά την ανάκριση, μιλάει για τη σωτηρία της ψυχής του, αντίληψη καθαρά χριστιανική. Συγκεκριμένα σημειώνεται ότι «ο Ρήγας ομολογεί ότι πάντοτε επεθύμει την απελευθέρωση της Ελλάδος από του τουρκικού ζυγού και δη ότι μετά την σωτηρίαν της ψυχής του τούτο έχει ως πρώτον πόθον να ίδη εκδιωκόμενους τους Τούρκους από της Ελλάδος» (Αιμ. Λεγράνδ, 2000, σελ. 650).
Μία άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη του αυτοτραυματισμού του Ρήγα, όταν είχε συλληφθεί και κρατούνταν στην Τεργέστη πριν από τη μεταφορά του στη Βιέννη. Τότε του παρασχέθηκε η ιατρική βοήθεια, αλλά επιπλέον ζήτησε και είχε την πνευματική βοήθεια και παραμυθία από τον Έλληνα εφημέριο της Εκκλησίας της Τεργέστης, ο οποίος τον επισκέφθηκε στην κρίσιμη κατάσταση της υγείας του (Κ. Αμάντου, σελ. 83, 135 και 141).
Ακόμη σημειώνουμε ότι στα πράγματα που καταγράφηκαν κατά τη σύλληψη του Ρήγα στην Τεργέστη, τον Δεκέμβριο του 1797, εκτός των άλλων ο Ρήγας είχε και «δέκα ελληνικά αντίτυπα της Καινής Διαθήκης» (Κ. Αμάντου, σελ. 145-149).
Σε ό,τι αφορά δε στην περί «προεστώτων» αναφορά του Φιλήμονα, αυτή δεν εδράζεται κυριολεκτικώς πουθενά, δοθέντος ότι ο Ρήγας ήταν ο ίδιος γαιοκτήμονας και αρκετά εύπορος, παρά μόνο ίσως στις επαναστατικές διακηρύξεις περί ισονομίας, ισότητας και δημοκρατίας των επαναστατικών κειμένων του. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από τις ίδιες ακριβώς αρχές διέπονταν τα πρώτα επαναστατικά Συντάγματα του ’21 και ότι οι προεστοί γενικά δεν καλόβλεπαν το δημοκρατικό πνεύμα της Φιλικής Εταιρείας. Εξάλλου η Εταιρεία του 1814 διέφερε πολύ από την μετά το 1818, όταν θα έχει αρχίσει η μαζική συμμετοχή και των «προεστώτων» σε αυτή. Κατά συνέπεια η συμμετοχή ή όχι των προυχόντων σε οποιοδήποτε επαναστατικό εγχείρημα θα κρινόταν σε βάθος χρόνου, εάν το επαναστατικό εγχείρημα του Ρήγα είχε αρχίσει να υλοποιείται, όπως ακριβώς συνέβη και με τη Φιλική Εταιρεία. Πάντως ο Ρήγας στον Θούριό του θα συμπεριλάβει και τους «προεστώτες», και μάλιστα τους ανώτερους, τους Φαναριώτες, σε εκείνους που υπέφεραν από την αυθαιρεσία των τυράννων, και έχασαν το ίδιο τους το κεφάλι, παρότι τους είχαν υπηρετήσει πιστά, όπως είχε συμβεί με τον Νικόλαο Μαυρογένη, τον οποίο ο ίδιος ο Ρήγας αποκαλεί «έκτρωμα της φύσης και ανάξιο ηγεμόνα της Βλαχίας», σε χειρόγραφη σημείωσή του στη Φυσική, βεβαίως πριν την εκτέλεση του Μαυρογένη.
Βεζύρης, δραγουμάνος, ἀφέντης κι᾿ ἂν σταθῇς
ὁ τύραννος ἀδίκως σὲ κάμνει νὰ χαθῇς.
Δουλεύεις ὅλ᾿ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι᾿ ἂν σὲ πῇ,
κι᾿ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῇ.
Ὁ Σοῦτζος, κι᾿ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβῆς
Γκίκας καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν᾿ νὰ ἰδῇς.
Εξάλλου, μεταξύ 1720 και 1821, από τους πενήντα εννέα Φαναριώτες που κατέλαβαν κάποια ανώτατη θέση στην οθωμανική ιεραρχία, οι είκοσι γνώρισαν φρικτό θάνατο, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των υπολοίπων καθαιρέθηκε, εξορίστηκε, διώχθηκε, έχασε την περιουσία του. Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ του 1701 και 1821, από τους είκοσι τέσσερις διερμηνείς του στόλου, οι δέκα θανατώθηκαν και οι τρεις εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν, ενώ, από τους είκοσι εννέα ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας, οκτώ θανατώθηκαν και σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι καταδιώχθηκαν με κάποιο τρόπο4. Ανάλογη ήταν η τύχη πολλών εκκλησιαστικών αξιωματούχων και προπαντός των πατριαρχών.
Ο Αθανάσιος Πάριος
και ο Κύριλλος Λαυριώτης
Το εγχείρημα του Ρήγα, καθώς και οι δραστηριότητες των οπαδών της Γαλλικής Επανάστασης, θα προκαλέσουν τις έντονες αντιδράσεις των οπαδών της Ρωσίας και της Εκκλησίας, που εκείνη την εποχή βρισκόταν κάτω από τη ρωσική επιρροή. Ο ελληνισμός και ιδιαίτερα τα ανώτερα στρώματα θα γνωρίσουν έναν διχασμό χωρίς καμία σύγκριση με το παρελθόν ή και τη μετέπειτα εποχή. Πρόκειται για τη στιγμή του παροξυσμού της αντιπαράθεσης μεταξύ διαφωτιστών/γαλλόφιλων και παραδοσιακών και/ ή ρωσόφιλων. Τότε, λίγο πριν τη δολοφονία του Ρήγα και των συντρόφων του, θα δημοσιευθεί η Πατρική Διδασκαλία, και σε απάντησή της η Αδελφική Διδασκαλία του Κοραή, ενώ θα λάβει χώρα η περίφημη «μάχη των φυλλαδίων» που εκτοξεύονται από τη μια και την άλλη πλευρά5. Σε αυτή τη σύγκρουση, που θα έχει ως πρωταγωνιστές τον Αθανάσιο Πάριο, από  τη μία πλευρά, και τον Αδαμάντιο Κοραή, από την άλλη, θα εμπλακεί ακόμα και η… σουλτανική Πύλη καθώς και το Πατριαρχείο και ο Γρηγόριος Ε΄.
Ο πρέσβυς της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη είχε μια σατανική κυριολεκτικά έμπνευση, για να απεκδυθεί η Αυστρία της ευθύνης για τη δολοφονία των Ελλήνων αγωνιστών: προτείνει να απαγορευτεί η εξέταση των αιχμαλώτων από τον πασά του Βελιγραδίου και να παραδοθούν στα χέρια του Πατριαρχείου και έτσι να καταστήσει τους Έλληνες άμεσα υπεύθυνους για τον αναπόφευκτο θάνατό τους. Το στρατήγημα δεν θα ευοδωθεί, αλλά είχε ήδη σταλεί το μήνυμα στο Πατριαρχείο πως το ζήτημα του Ρήγα και των «γαλλικών ιδεών» αποτελούσε ένα θέμα-φωτιά για τον ελληνισμό.
Το καλοκαίρι του 1798, την ίδια ακριβώς περίοδο που τα στρατεύματα του Ναπολέοντα φθάνουν στην Κέρκυρα, και ένα μήνα μετά τον στραγγαλισμό του Ρήγα και των συντρόφων του, ο σουλτάνος καλεί εγγράφως τον νέο πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ να επαγρυπνεί για την «εὐ­τα­ξί­α τοῦ μι­λε­τί­ου» του, και να αποκαλύπτει όσους αντιστρατεύονται την Υψηλή Πύλη για να τιμωρηθούν: «νὰ μᾶς δη­λο­ποι­ῇς πε­ρὶ τῆς παι­δεί­ας [τιμωρίας] των», και μάλιστα τονίζει απειλητικά πως πρέπει να «σπεύδῃ» να τους αποκαλύπτει:
Σὺ ὁ πα­τριά­ρχης τῶν Ρω­μαί­ων Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως […], δή­λου ὄν­τος ὅ­τι, κα­θὸ πα­τριά­ρχης, ἔ­χεις ἐν­τε­λῆ πρό­νοι­αν καὶ προ­στα­σί­αν εἰς ὅ­λους τοῦ γέ­νους σου, νὰ ἐ­πι­με­λῆ­σαι ἄ­κρως καὶ νὰ φρον­τί­ζῃς ἀ­δι­α­λεί­πτως εἰς τὸ νὰ συ­νά­γῃς μέ­σα πε­ρι­ποι­η­τι­κά τῆς εὐ­τα­ξί­ας τοῦ μι­λε­τί­ου σου καὶ νὰ μὴ λεί­πῃς μὲ συμ­βου­λὰς καὶ πα­ραι­νέ­σεις νὰ δι­δά­σκῃς πάν­τας τοὺς βα­σι­λι­κοὺς ρα­γιά­δες τὰ τῆς ὑ­πα­κο­ῆς των χρέ­η· καὶ τοὺς μὲν κα­τὰ τὰς συμ­βου­λὰς σου δι­ά­γον­τας νὰ θε­ρα­πεύ­ῃς, διὰ δὲ τοὺς τῇ ὑ­ψη­λῇ θε­λή­σει ἐ­ναν­τία πράτ­τον­τας νὰ μᾶς δη­λο­ποι­ῇς πε­ρὶ τῆς παι­δεί­ας των˙ καὶ ὅ­σα ἤ­θε­λον κά­μει χρεί­α δη­λώ­σε­ως, νὰ σπεύ­δῃς εἰς τὴν πε­ρὶ τού­του δή­λω­σιν6.
Ο πατριάρχης, αμέσως μετά, θα αποστείλει μία πατριαρχική εγκύκλιο στην οποία θα τονίζει  την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η «γαλλική λύμη»:
Οὐκ ἐπαυσάμεθά ποτὲ, ἐξ ὅτου διεσπάρη ἡ γαλλικὴ ἐκείνη λύμη ἀπὸ τοῦ να γράφωμεν καὶ να συμβουλεύωμεν... ὁποῦ να μὴν τύχῃ τις τῶν πιστῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν ἀπατηθῇ... καὶ δελεασθῇ μὲ τὸ σατανικὸν ἐκεῖνο δελέασμα... ἡ τοιαύτη λύμη εἶναι, μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἐλευθερίας, ἀνταρσία καὶ εἰς αὐτὸν τὸν Θεὸν καὶ προφανὴς ἀθεΐα7.
Τέλος, μερικούς μήνες μετά τον στραγγαλισμό του Ρήγα Βελεστινλή και των ομοϊδεατών του στο Βελιγράδι, ο Πατριάρχης, σε επιστολή του, την 1η  Δεκεμβρίου 1798, προς τον Μητροπολίτη Σμύρνης Άνθιμο, καταδικάζει το Σύνταγμα του Ρήγα:
Διὰ τῆς πα­ρού­σης ἡ­με­τέ­ρας πα­τρι­αρ­χι­κὴς ἐ­πι­στο­λῆς δη­λο­ποι­οῦ­μεν τῇ ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νῃ σου, ὅ­τι συ­νέ­πε­σεν εἰς χεῖ­ρας ἠ­μῶν ἕν σύν­ταγ­μα εἰς μί­αν κόλ­λαν χαρ­τὶ ὁ­λό­κλη­ρον, με­γά­λην, εἰς ἁ­πλὴν φρά­σιν ῥω­μα­ϊ­κήν, ἐ­πι­γρα­φό­με­νον “νέ­α πο­λι­τι­κὴ δι­οί­κη­σις τῶν κα­τοί­κων τῆς Ῥού­με­λης τῶν μι­κρῶν ἐν τῇ με­σο­γεί­ῳ νή­σων καὶ τῆς Βλα­χομ­πο­γδα­νί­ας” καὶ ἀ­νε­μνή­σθη­μεν τοῦ ποι­μαν­τι­κοὺ χρέ­ους. Καὶ διὰ τοῦ­το γρά­φο­μεν τῇ ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νῃ σου να ἐ­πα­να­γρυ­πνῆς, εἰς ὅ­λα τὰ μέ­ρη τῆς ἐ­παρ­χί­ας σου μὲ ἀ­κρι­βεῖς ἐ­ρεύ­νας καὶ ἐ­ξε­τά­σεις, ὅ­ταν ἐμ­φα­νι­σθῆ τοι­οῦ­τον σύν­ταγ­μα, ὡς ἄ­νω­θεν, εἰς τύ­πον ἢ χει­ρό­γρα­φον, να συ­νά­ξῃς πάν­τα τὰ δι­α­σπει­ρό­με­να, καὶ να τὰ ἐ­ξα­πο­στέλ­λῃς εἰς ἡ­μᾶς ἐν τά­χει, μὴ ἐ­πι­μέ­νων τὰ πλεί­ο­να, ἀλ­λ’ ἀ­μέ­σως ὅ­σα ἂν ἐμ­πί­πτω­σι κα­τὰ μι­κρὸν να ἐ­ξα­πο­στέλ­λῃς. [  ]
Ὅ­θεν ἐν­τελ­λό­με­θα σοὶ σφο­δρῶς να ἐ­γρη­γο­ρῆς ὅ­λαις δυ­νά­με­σιν, ἐν πᾶ­σι τοῖς μέ­ρε­σι τῆς ἐ­παρ­χί­ας σου, καὶ κώ­μαις καὶ χω­ρί­οις πα­ρα­λί­οις καὶ με­σο­γεί­οις, να μὴν πα­ραμ­πέ­σῃ τοι­οῦ­τον σύν­ταγ­μα εἰς ἀ­νά­γνω­σιν τῷ χρι­στι­α­νι­κῷ ἐμ­πι­στευ­θέν­τι σοι λα­ῷ, ὅ­περ να μὴν ἐμ­φα­νι­σθῇ πρῶ­τον τῇ ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νη σου, ὅ­τι πλῆ­ρες ὑ­πάρ­χει σα­θρό­τη­τος ἐκ τῶν θο­λε­ρῶν αὐ­τοῦ ἐν­νοι­ῶν, τοῖς δόγ­μα­σι τῆς ὀρ­θο­δό­ξου ἡ­μῶν πί­στε­ως ἐ­ναν­τι­ού­με­νον8.
Πάντως είναι χαρακτηριστικό πως η πατριαρχική επιστολή δεν αναφέρεται στον συγγραφέα του και τον τραγικό του θάνατο, ένδειξη τουλάχιστον μιας προσπάθειας να αποφύγει να πάρει θέση για τα γεγονότα που οδήγησαν στον θάνατό του.
Αντίθετα, ο Αθανάσιος Πάριος, στον λίβελο Νέος Ραψάκης, τον οποίον έγραψε ως απάντηση στην Αδελφική Διδασκαλία του Κοραή, όχι μόνο καταγγέλλει την «ἀν­τί­θε­ον σκευ­ω­ρί­α» του Ρήγα και των συντρόφων του και χαιρετίζει την παράδοση «εἰς τὸ πῦρ» των επαναστατικών κειμένων, αλλά επιχαίρει διότι  «μά­χαι­ραν εὗ­ρον μι­σθὸν τοῦ πα­ρα­λό­γου ζή­λου αὐ­τῶν», καταδεικνύοντας πως η αντιδραστική μετεξέλιξη ενός μέρους της Εκκλησίας και των παραδοσιοκεντρικών, σε μια στιγμή όξυνσης της αντιπαράθεσής τους με το διαφωτιστικό στρατόπεδο, οδηγούσε σε ανοικτή εθελοδουλία και προσχώρηση στο στρατόπεδο του τυράννου:
Δὲν ἠμ­πο­ρεῖ τι­νὰς νὰ ἀρ­νη­θῇ, ὅ­τι τὰ πά­θη καὶ αἱ θλί­ψεις καὶ τὰ βά­σα­να, ὁ­ποὺ πά­σχουν οἱ ἀ­δελ­φοί μας χρι­στια­νοὶ ὑ­πο­κά­τω εἰς τὸν ζυ­γὸν τῶν νῦν κρα­τούν­των, εἶ­ναι καὶ πολ­λὰ καὶ πι­κρά, καὶ δει­νὰ καὶ ὑ­πέρ­δει­να. Εἶ­ναι τοῦ­το ὁ­μο­λο­γού­με­νον, καὶ συμ­πά­σχο­μεν τοῖς πά­σχου­σι καὶ συ­στε­νά­ζο­μεν τοῖς στε­νά­ζου­σι, κα­τὰ τὸν θεῖ­ον Παῦ­λον, ὁ­ποὺ προ­στά­ζει λέ­γων «χαί­ρειν με­τὰ χαι­ρόν­των καὶ κλαί­ειν με­τὰ κλαι­όν­των» καὶ πά­λιν «εἴ­τε πά­σχει ἓν μέ­λος, συμ­πά­σχει πάν­τα τὰ μέ­λη».
Ταῦ­τα ἴ­σως δι­α­νο­ού­με­νοι κά­ποι­οι ἀ­πὸ τοὺς ἐ­δι­κούς μας ὁ­μο­γε­νεῖς, καί, τρό­πον τι­νά, ζή­λῳ δι­α­πύ­ρῳ κι­νού­με­νοι ὑ­πὲρ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ Γέ­νους, φι­λό­σο­φοι μᾶλ­λον ὄν­τες ἢ φι­λό­χρι­στοι, καὶ φι­λά­δελ­φοι μᾶλ­λον ἢ φι­λό­θε­οι, καὶ μᾶλ­λον γη­ϊ­νό­φρο­νες ἢ οὐ­ρα­νό­φρο­νες, τρό­πον ἐ­ξεῦ­ρον τῆς τῶν ὅ­λων ἐ­λευ­θε­ρί­ας, ὄ­χι τί­μιον καὶ χρι­στι­α­νι­κὸν καὶ χρι­στια­νοῖς πρέ­πον­τα, ἀλ­λὰ βαρ­βα­ρι­κὸν τῳ­όν­τι καὶ βαρ­βά­ροις πρέ­πον­τα. Τίς καὶ ποῖ­ος οὗ­τος; Βι­βλιά­ριον ἐ­ξέ­δω­καν, Ρό­πα­λον τοῦ Ἡ­ρα­κλέ­ους αὐ­τὸ ὀ­νο­μά­σαν­τες, οἱ ἑλ­λη­νό­φρο­νες· βι­βλί­ον δη­λα­δὴ διεγερ­τι­κόν, ἐ­ρε­θι­στι­κόν, πα­ρα­κι­νη­τι­κόν, ὥ­στε πάν­τες οἱ ἁ­παν­τα­χοῦ χρι­στια­νοί, ἐν ρη­τῇ ἡ­μέ­ρᾳ, νὰ δεί­ξουν τοῦ Ἠ­ρα­κλέ­ους τὴν ἀλ­κὴν ἐ­ναν­τί­ον τῶν τυρ­ρα­νούν­των αὐ­τούς, καὶ τὰ ἑ­ξῆς· ὁ­ νο­ῶν νο­εί­τω. Ἡ θεί­α Πρό­νοι­α ἠ­λέ­η­σε τὸ γέ­νος τῶν χρι­στια­νῶν, καί, προ­τοῦ νὰ δι­α­δο­θοῦν εἰς τὸν κό­σμον ἐ­κεῖ­να τὰ κακέμ­φα­τα ρό­πα­λα, ἔ­κα­με καὶ ἐ­φα­νε­ρώ­θη ἡ ἀν­τί­θε­ος αὕ­τη σκευ­ω­ρί­α, καὶ πα­ρε­δό­θη­σαν εἰς τὸ πῦρ˙ καὶ οἱ κα­τὰ τῶν ἰ­δί­ων δε­σπο­τῶν τὴν κοι­νὴν καὶ και­νὴν εὐ­τρεπί­σαν­τες μά­χαι­ραν, μά­χαι­ραν εὗ­ρον μι­σθὸν τοῦ πα­ρα­λό­γου ζή­λου αὐ­τῶν.
Ἡ ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σία, ταῦ­τα μα­θοῦ­σα, καὶ φρί­ξα­σα ἐ­πὶ τῷ και­νῷ καὶ ὀ­λε­θρί­ῳ τού­τῳ ἀ­κού­σμα­τι, ἔ­τι δὲ καὶ ἐ­πι­τα­γὴν λα­βοῦ­σα, ἐ­ξέ­δω­κεν εἰς τὸ κοι­νόν, διὰ τί­νος ἀ­δελ­φοῦ, ὡ­σὰν ἕ­να σω­τή­ριον ἀν­τί­δο­τον πρὸς τὴν ὀ­λέ­θριον ἐ­κεί­νην προ­τρο­πήν, μί­αν πα­τρι­κὴν καὶ ἀ­δελ­φι­κὴν πα­ραί­νε­σιν, εἰς τοὺς ἁ­παν­τα­χοῦ χρι­στια­νούς, κη­ρύτ­του­σαν τοῖς πά­σι καὶ λέ­γου­σαν: ἀ­δελ­φοί, στῶ­μεν κα­λῶς˙ ὅ­τι, πρῶ­τον μέν, μί­α τοια­ύτη πρᾶ­ξις εἶ­ναι ἀ­πὸ μιᾶς ἀ­πη­γο­ρεύ­με­νη ἀ­πὸ τοὺς θεί­ους νό­μους εἰς τοὺς μα­θη­τᾶς τοῦ Χρι­στοῦ˙ δεύ­τε­ρον δέ, ὅ­τι καὶ σφό­δρα ἐ­πι­κίν­δυ­νον ἦ­τον καὶ εἶ­ναι εἰς ὅ­λον τὸ γέ­νος τῶν Χρι­στια­νῶν, ὅ­σοι ζοῦν ὑ­πο­κά­τω εἰς τού­την τὴν ἐ­πι­κρά­τειαν, ἕ­να τοι­οῦ­τον τόλ­μη­μα· καὶ πρέ­πει νὰ τὸ ὁ­μο­λο­γή­σῃ, ὅ­ποι­ος δὲν εἶ­ναι στε­ρη­μέ­νος παν­τα­πά­σιν ἀ­πὸ συλ­λο­γι­στι­κὴν δύ­να­μιν9.
Το κείμενο του Παρίου, που γράφτηκε στα 1805, είναι αξιοπρόσεκτο για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς έχει γραφτεί σε μία περίοδο κατά την οποία έχει χαλαρώσει η αντίθεση με τη Γαλλική Επανάσταση, δεδομένου ότι η Γαλλία πλέον κυβερνάται από αυτοκράτορα, γι’ αυτό και απουσιάζουν σχεδόν παντελώς οι αναφορές στη Γαλλία και τις «γαλλικές ιδέες».
Το κείμενο αποτελεί μια καθυστερημένη και κατόπιν εορτής απάντηση στην Αδελφική Διδασκαλία και τον Αδαμάντιο Κοραή. Κατόπιν εορτής, διότι ο Πάριος και οι απόψεις του ηττώνται σε όλα τα μέτωπα. Η ίδια η επίσημη Εκκλησία και το Πατριαρχείο βρίσκονται κάτω από την πνευματική καθοδήγηση του αρχιεπισκόπου Εφέσσου Διονύσιου Καλλιάρχη και του Δημητρίου Μουρούζη, γνωστών φίλων των διαφωτιστών, ο Βενιαμίν Λέσβιος θα έχει κερδίσει τη μάχη ενάντια στον Πάριο και τον Βουλησμά, ο Δωρόθεος Πρώιος, ο αντίπαλός του από τη Σχολή της Χίου, θα έχει οριστεί σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους Σχολής ήδη από το 1804. Η εποχή του θριάμβου του Παρίου, συνδεδεμένη σχεδόν αποκλειστικά με την περίοδο της αντιπαράθεσης της Εκκλησίας και της Ρωσίας με τη Γαλλική Επανάσταση (1792-1802/1803), το κύκνειο άσμα της οποίας υπήρξε ο λίβελος εναντίον των «φιλοσόφων», που εξέδωσε κατά το  180210, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, ενώ η νεωτερίζουσα Σχολή των Κυδωνιών, με επικεφαλής τον μισητό Βενιαμίν, θα υποσκελίσει τη Σχολή της Χίου, την οποία ο Πάριος συνέχιζε να σχολαρχεί παρά τα 84 χρόνια του11.
Η αλλαγή του κλίματος γίνεται αισθητή ακόμα και από τον εξαιρετικά ισχυρογνώμονα Πάριο, ο οποίος αρχίζει τον λίβελό του αναγνωρίζοντας ότι «τὰ πά­θη καὶ αἱ θλί­ψεις καὶ τὰ βά­σα­να» των Ελλήνων κάτω από τον τουρκικό ζυγό: «εἶ­ναι καὶ πολ­λὰ καὶ πι­κρά, καὶ δει­νὰ καὶ ὑ­πέρ­δει­να». Εν συνεχεία, αναγνωρίζει τις καλές προθέσεις των πατριωτών, «κά­ποι­οι…. ὁ­μο­γε­νεῖς, καί, τρό­πον τι­νά, ζή­λῳ δι­α­πύ­ρῳ κι­νού­με­νοι ὑ­πὲρ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ Γέ­νους». Ωστόσο έσφαλαν, «ὄν­τες φι­λό­σο­φοι μᾶλ­λον ἢ φι­λό­χρι­στοι, καὶ φι­λά­δελ­φοι μᾶλ­λον ἢ φι­λό­θε­οι, καὶ μᾶλ­λον γη­ϊ­νό­φρο­νες ἢ οὐ­ρα­νό­φρο­νες». Πρόκειται για την πλέον σαφή ιδεολογική διάκριση μεταξύ των επαναστατών «διαφωτιστών» και «ουμανιστών» –του Ρήγα και των συντρόφων του– και των παραδοσιοκεντρικών –του Παρίου και των «κολλυβάδων»–, που συναντούμε σε κείμενο της εποχής, και  όχι μόνο στους λίβελους. Μέσα σε μία φράση οριοθετεί με ακρίβεια και ευστοχία τα στρατόπεδα: «Φιλόσοφοι» εναντίον «φιλοχρίστων», «φιλάδελφοι» εναντίον «φιλοθέων», «γηϊνόφρονες» εναντίον «ουρανοφρόνων». Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για διακρίσεις που θα συναντήσουμε και πάλι στον Ντοστογιέφσκι. Ο Πάριος δεν αρνείται στον αντίπαλό του, τον Ρήγα/Κοραή12, τη φιλοπατρία, τη φιλοσοφία, τη φιλάδελφο αλληλεγγύη και τη διάθεση του αγώνα, για ευτυχία επί της γης, αλλά, τις αξίες αυτές  καθ’ εαυτές. Και προτάσσει ένα ανταγωνιστικό σύστημα αξιών: τη «φιλοθεΐα» και την περιφρόνηση για τα εγκόσμια, απέναντι στον «ουμανισμό». Και τῳ όντι, αυτή η «ουμανιστική» επιλογή καταλήγει σε επιλογή «τρόπου ἐλευθερίας» βαρβαρικού «και βαρ­βά­ροις πρέ­πον­τα». Οι «ελ­λη­νό­φρο­νες», τους οποίους ο Πάριος αποδοκιμάζει, «ἐ­ξέ­δω­καν βι­βλιά­ριον, Ρό­πα­λον τοῦ Ἡ­ρα­κλέ­ους αὐ­τὸ ὀ­νο­μά­σαν­τες», –αναφερόμενος στα έργα του Ρήγα που είχαν ως σήμα της Ελληνικής Δημοκρατίας το ρόπαλο του Ηρακλέους– και καλούν τους Έλληνες «νὰ δεί­ξουν τοῦ Ἠ­ρα­κλέ­ους τὴν ἀλ­κὴν ἐ­ναν­τί­ον τῶν τυρ­ρα­νούν­των αὐ­τοὺς». Στο εξής ο συγγραφέας αποκαλύπτει ένα αντιδραστικό μένος εναντίον του Ρήγα και των επαναστατών: «Ἡ θεί­α Πρό­νοι­α ἠ­λέ­η­σε τὸ γέ­νος τῶν χρι­στια­νῶν, [ ] ἔ­κα­με καὶ ἐ­φα­νε­ρώ­θη ἡ ἀν­τί­θε­ος αὕ­τη σκευ­ω­ρί­α, καὶ πα­ρε­δό­θη­σαν εἰς τὸ πῦρ· καὶ οἱ κα­τὰ τῶν ἰ­δί­ων δε­σπο­τῶν τὴν κοι­νὴν καὶ και­νὴν εὐ­τρεπί­σαν­τες μά­χαι­ραν, μά­χαι­ραν εὗ­ρον μι­σθὸν τοῦ πα­ρα­λό­γου ζή­λου αὐ­τῶν.»
Όπως ήδη τονίσαμε, αναφερόμενοι στην ιδεολογία του Παρίου και των κολλυβάδων, αυτή είναι η βαθύτατη αντίφαση της κολλυβαδικής ιδεολογίας, ότι, στο μένος της εναντίον της διαφωτιστικής ιδεολογίας και της ευρωπαϊκής επανάστασης, οδηγείται όχι απλώς στη δικαιολόγηση της κοινωνικής ευταξίας και των «χριστιανικών αξιών» απέναντι στις κοσμικές αξίες, αλλά και στην απολογία της οθωμανικής εξουσίας και των εγκλημάτων της. Αυτή είναι ίσως και η κυριότερη αιτία για την ιδεολογική απαξίωση αυτού του ρεύματος και την αδυναμία του να παίξει έναν σημαντικό ιδεολογικό ρόλο ή και να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην κάποτε άκρατη δυτικολατρία ενός μέρους των διαφωτιστών.
Χαρακτηριστική περίπτωση ενός αντιπάλου των διαφωτιστών, του Ρήγα και της Γαλλικής Επανάστασης, που όμως επικροτεί την Επανάσταση του ’21 και μισεί τους Οθωμανούς, είναι εκείνη του μοναχού Κύριλλου Λαυριώτη, του Πατρέα.
Ο Κύριλλος  γνώρισε τον Ρήγα μια και έζησε στο Βουκουρέστι από το 1780/81 ως τον θάνατό του, στα 1829. Ερ­γαζόταν ως οικοδιδάσκαλος στα σπίτια των βογιάρων και έγραψε μια τερατώδη σε μέγεθος Ερμηνεία στην Αποκάλυψη, 5.256 χειρόγραφες σελίδες, δεμένες σε οχτώ τόμους, την οποία έχουν σχολιάσει ο Δυοβουνιώτης, ο Κορδάτος, ο Βρανούσης, ο Δημαράς κ. ά. και με την οποία ασχολήθηκε εκτενώς ο Αστέριος Αργυρίου, από το  έργο του οποίου  και οι περισσότερες πληροφορίες13. Παρότι έχει υποβάλει σε καταιγιστική κριτική το εγχείρημα του Ρήγα, όμως το όνομά του αναφέρεται ανάμεσα στα είκοσι ένα ονόματα που η αυστριακή ανάκριση θεώρησε μέλη της «συνωμοτικής εταιρείας του» εκτός Βιέννης, διότι βρέθηκε σε ιδιόχειρο κατάλογο του Ρήγα («αρχιμανδρίτης Κύριλλος ο Πατρεύς, Βουκουρέστι»), γεγονός που επιβεβαιώνει πως ο Ρήγας διατηρούσε κάποια σχέση μαζί του και οπωσδήποτε τον γνώριζε14.
Ο Κύριλλος τον επέκρινε για τρεις κυρίως λόγους: πρώτον διότι εξέδωσε μιαν «αφύσικον Φυσικήν», δηλαδή για το «διαφωτιστικό» του έργο. Κατά δεύτερον, διότι επεδίωκε την απελευθέρωση της Ελλάδας δίχως τη συνδρομή της θρησκείας και του «Χριστού», τρίτον διότι έδωσε βάση στις υποσχέσεις των ξένων και βιάστηκε («ἑσπούδασεν»), «ἀκαίρως καὶ ἀφρόνως»:
Ὁ­ρᾶ­τε κα­λῶς, προ­σέ­χε­τε ἀ­κρι­βῶς, λά­βε­τε πρό­νοι­αν ἐν ἐ­αυ­τοίς, μή πλά­νη πα­ραρ­ρύ­η­τε Ἐ­νε­τῶν ἤ Ἰ­σπα­νῶν ἤ Γερ­μα­νῶν ἤ Γάλ­λων ἤ Ἀγ­γλων ἤ καί αὐ­τῶν τῶν ὁ­μο­γε­νῶν ὑ­μίν Ρώσ­σων ἐ­παγ­γε­λί­αις τήν ἀρ­χαί­ων ὑ­μῶν βα­σι­λεί­αν ὄ­πλοις ἀ­να­κτή­σα­σθαι.­.. Μή τοί­νυν κλα­πῆ­τε τὰς φρέ­νας τοῖς λό­γοις αὐ­τῶν. Ἀ­να­τρέ­πον­ται ἄ­ρα πολ­λοί ἠ­μῶν ὄν­τες ἐ­λα­φροί καί ὀρ­νε­ώ­δεις, ἐ­φ’ ὄ­πλοις καί πλή­θε­σι στρα­τι­ω­τι­κῶν σω­μά­των καί ἱπ­πι­κή δυ­νά­μει τήν τόν Θη­ρός (Τούρ­κων) κα­τα­στρο­φήν γε­νή­σε­σθαι προσ­δο­κῶν­τες καί κα­τ’ αὐ­τοῦ ὑ­πα­λεί­φον­τες τούς κεί­με­νους ἡ­μᾶς, μᾶλ­λον δέ πα­ρο­ξύ­νον­τες· οἱ ἀ­πα­ξι­οῦν­ται ἡμᾶς, εὑ­ρί­σκον­τες ἀν­δρά­πο­δα αὐ­τοῦ κάλ­λι­στα, καί πί­ο­να ποί­μνια προ­σα­γο­ρεύ­ου­σιν ὡς αὐ­ταίς ταίς ἐ­μαυ­τοῦ ἀ­κο­αίς ἄ­κου­σας ἐκ πε­ρι­ου­σί­ας, ἠ­λε­ή­σαι τήν ἑ­αυ­τῶν πα­ρά­νοι­αν καί­τοι ἐ­πι­στα­μέ­νων ἄ­γαν ἀ­ψευ­δεῖς. Ὅ πε­πόν­θα­σιν ὁ δι­ε­φθαρ­μέ­νος τήν φρέ­να Ρή­γας καί οἱ πε­ρί αὐ­τόν ἀ­καί­ρως καί ἀ­φρό­νως σπου­δά­σαν­τες. Καί πρό γέ τού­των ἄλ­λοι συ­χνοί ἐ­πι­χει­ρή­σαν­τες μη­δέν μέ­γα ἤ μι­κρόν κα­τορ­θώ­σαν­τες, ἀλ­λά πρός τό κα­κῶς δρα­μείν, καί σφᾶς αὐ­τούς πα­ρέ­δω­σαν θα­νά­τω ἀ­σχή­μο­νι, τούς ὁ­μο­γε­νεῖς δέ πι­στούς με­γά­λοις πει­ρα­σμοίς καί ζημίαις ἐμβαλόντες15.
Και μάλιστα ο Ρήγας έδωσε βάση στον χειρότερο από τους ξένους, που δεν ήταν άλλος παρά ο «μέγας άθεος και πλάνος και τύραν­νος Ναπολέων, ο και Μποναπάρτης ονο­μαζόμενος». Πάντως, ο Κύριλλος καλεί τους αναγνώστες του να μη δίνουν βάση σε καμία ξένη δύναμη ούτε και σε αυτούς τους «ομογενείς Ρώσους». Αντίθετα, ο Κύριλλος θα υποστηρίξει χωρίς δισταγμούς την Επανάσταση του ’21 και το έργο της Φιλικής Εταιρείας:
Σε πολλά σημεία της «Ερμηνείας» του, ο Κύριλλος επαινεί και χειροκροτεί τους Ίβηρες (Γεωρ­γιανούς) που αγωνίζονται για να επανακτήσουν την ανεξαρτησία τους, ύστερα από την προσάρ­τηση της χώρας τους και της Εκκλησίας τους στη ρωσική αυτοκρατορία. Επαινεί και χειροκροτεί τους Σέρβους, που από μόνοι τους, χωρίς ξένη βοήθεια, αποφάσισαν να αγωνιστούν για να απαλ­λαγούν από τον τουρκικό ζυγό. Κι όταν στα 1821 ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, ο γέρος πια κα­λόγερος δεν βρίσκει λόγια για να επαινέσει τους συμπατριώτες του, τους άξιους αυτούς απογό­νους των αρχαίων Ελλήνων. Η καρδιά του ξεχείλιζε από χαρά, από θαυμασμό κι από περηφάνια για τα κατορθώματα τους. «Ὀ­λί­γαι χι­λιά­δες ὀρ­θο­δό­ξων», γρά­φει, «Ἑλ­λή­νων ἀ­πό­γο­νοι, ἄ­ο­πλοι, ἄ­νι­πτοι, πε­νέ­στα­τοι, κα­τε­σκλη­κό­τες ἐκ τῆς πε­νί­ας καί τῆς τυ­ραν­νι­κῆς δου­λεί­ας, ἀ­γύ­μνα­στοι τά πο­λε­μι­κὰ, γυ­μνη­τεύ­ον­τες, ἀ­νυ­πό­δυ­τοι, ἀ­νε­πι­στή­μο­νες, πάν­τη ἀ­γράμ­μα­τοι, ἄ­κρως χυ­δαί­οι, οὐ­δε­μί­αν κα­τα­φυ­γήν, οὐ­δέ ἀν­θρω­πί­νην βο­ή­θειαν ἔ­χον­τες, ἐ­γερ­θέν­τες τοῦ πο­λυ­χρο­νί­ου πτώ­μα­τος (τῆς δου­λεί­ας), τῇ τοῦ Χρι­στοῦ δυ­νά­μει ἀν­τι­στή­σον­ται καί τόν ἄ­καμ­πτον αὐ­τοῖν (των Τούρ­κων) και τυ­ραν­νι­κόν τρά­χη­λον κα­τα­πα­τή­σουν». Εκείνο επομένως που ο Κύριλλος κα­τηγορεί στον Ρήγα είναι ότι παραγνώρισε τη θεία βοήθεια και πίστεψε στη βοήθεια του άθεου Ναπολέοντα. Και με μια τέτοια πίστη κι ελπίδα ε­πιχείρησε το επαναστατικό του κίνημα και θέλησε να πα­ρασύρει και τον λαό16.
Ο Κύριλλος είχε γεννηθεί στην Πάτρα το 1741, ενώ το 1761 εισήλθε στη Μονή της Αγίας Λαύρας, όπου και τον συνέλαβαν οι Αλβανοί που λεηλατούσαν την Πελοπόννησο μετά τα Ορλωφικά, το 1770, και τον φυλάκισαν στο Ναύπλιο, από όπου απελευθερώθηκε μόλις το 1778-1779. Μετά, μέσω Κωνσταντινουπόλεως, βρέθηκε στο Βουκουρέστι όπου έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα, ως ιερομόναχος αρχικώς και αρχιμανδρίτης στη συνέχεια. Η σκληρή και απάνθρωπη αιχμαλωσία του, συνέπεια των Ορλωφικών, τον έκανε προφανώς να απορρίψει τελεσίδικα κάθε ιδέα επανάστασης υπό την καθοδήγηση των ξένων και να διαμορφώσει την άποψη πως οι ορθόδοξοι ραγιάδες μόνοι τους θα έπρεπε να απελευθερωθούν. Στο Βουκουρέστι θα ζει, όπως το περιγράφει ο ίδιος, σε άθλιες συνθήκες για μισό αιώνα σχεδόν, ως οικοδιδάσκαλος των γόνων των τοπικών βογιάρων, ενώ μοιάζει να μισεί βαθύτατα τόσο τους λογίους, που τον περιφρονούν, όσο και τους εμπόρους, τους Φαναριώτες, τους βογιάρους. Συνεπώς, απέναντι στον Ρήγα και την «τρυφηλή» ζωή του τρέφει ένα σχεδόν ταξικό μίσος, που τον τυφλώνει ακόμα περισσότερο στις κρίσεις απέναντί του.
Στην Ερμηνεία του στην Αποκάλυψη καταφέρεται εναντίον όλων σχεδόν των λογίων που γνώρισε. [ ] Τους κατηγορεί βέβαια γιατί τον περιφρονούν, αυτόν και τις ιδέες του, και γιατί ασπάζονται την άθεη επιστήμη των δυτικών. Τους κατηγορεί επίσης και κυρίως γιατί συχνά­ζουν στα παλάτια των ευγενών, Ελλήνων και Ρουμάνων. Και ο Κύριλλος επιτίθεται με μια αφάνταστη δριμύτητα εναντίον όλων αυτών των ευγενών, Φαναριωτών και βογιάρων, καθώς επίσης και εναντίον όλων των εμπόρων και των πλουσίων. Πιστεύει πως όλη αυτή η άρχουσα τάξη (οι έμπο­ροι, οι ηγεμόνες, οι διερμηνείς, οι μπογιάρηδες, οι σερδάροι, οι στόλνικοι, οι ποστέλνικοι κ.λπ.) ο­φείλει τη δύναμή της, τον πλούτο της και την ευγένειά της στη συνεργασία της με το οθωμανικό θη­ρίο. Και πως οι άνθρωποι αυτοί δεν επιθυμούν επ’ ουδενί λόγω μια οποιαδήποτε αλλαγή των πραγ­μάτων και πολύ περισσότερο την πτώση του Τούρκου τυράννου, που είναι ο προστάτης τους και ο ευεργέτης τους.
Ο Κύριλλος γνώριζε τον Ρήγα, [ ] ήξερε επίσης ότι ο Ρήγας εργαζόταν ως γραμματικός των αρχόντων του Βουκουρεστίου και πως ο ίδιος κατείχε αξιόλογη κτηματική περιουσία. Χωρίς αμφιβολία, για τον ρακένδυτο μοναχό, ο Βελεστινλής, γραμματικός και γαιοκτήμονας, ανήκε όχι μόνο στην κατηγορία των άθεων λογάδων, αλλά ακόμα στην κάστα των ε­θελόδουλων προυχόντων. Επομένως δεν μπορούσε να εξηγήσει την εθνεγερτική του δράση στη Βιέννη παρά ως παραπλάνηση. Ο Ρήγας είχε απατηθεί από τον πλάνο Βοναπάρτη. Κι από την εκδούλευσή του στους εθελόδουλους ορθόδοξους προύχοντες είχε περάσει στην υπηρεσία του άθε­ου τυράννου των Γάλλων17.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου