Οι ταινίες της εβδομάδας: Ερωτικά μυστήρια και ξαναζεσταμένα τέρατα
Κυριαρχεί στις αίθουσες η ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ «Προμηθέας»
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 07/06/2012 07:26
Η Ρέιτσελ Βάιζ σε μεγάλη φόρμα πρωταγωνιστεί στον ρόλο μιας καταθλιπτικής γυναίκας στο «Βαθύ μπλε του έρωτα»
3 φωτογραφίες
Αξιολόγηση: 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, _ :χωρίς άποψη
Κυριαρχία στις αίθουσες της ταινίας του Ρίντλεϊ Σκοτ «Προμηθέας» την οποία ήδη παρουσιάσαμε από την Τρίτη 5 Ιουνίου όταν βγήκε μόνον σε αίθουσες 3D. Η ποιότητα ωστόσο καθώς και η ουσιαστική ψυχαγωγία είναι υπόθεση των ταινιών «Το βαθύ μπλε του έρωτα» και «Ο έρωτας κρατά τρία χρόνια» .
Ο Τέρενς Ντέιβις είναι ένα μεγάλο και υποτιμημένο
ταλέντο του βρετανικού κινηματογράφου των τελευταίων 30 χρόνων. Με
ταινίες όπως οι «Μακρινές φωνές, ασάλευτες ζωές» και «Η μεγάλη μέρα
τελειώνει», ακολουθεί μια μοναχική, εκτός συστήματος πορεία, ένας
γνήσιος καλλιτέχνης της ανεξάρτητης σκηνής, συνεπής στο σινεμά του,
παντελώς άσχετος με έννοιες όπως η show business, λάτρης του σικ ρετρό
και της κομψότητας, σχολαστικός μελετητής των πτυχών της πολυσύνθετης
ανθρώπινης φύσης.
Ο Ντέιβις είναι επίσης ο δημιουργός του σπουδαίου ντοκιμαντέρ «Of
time and city», μιας τρυφερής (και καθόλου τουριστικής) αναπόλησης στη
γενέτειρά του, το Λίβερπουλ και μιας ταινίας η οποία δεν προβλήθηκε ποτέ
στην Ελλάδα πέρα από το φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το οποίο
πριν από μερικά χρόνια οργάνωσε ένα μεγάλο αφιέρωμα στον σκηνοθέτη.
Κατ' αρχάς, στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται μια καταθλιπτική
γυναίκα που αδυνατεί να επιλέξει ανάμεσα στον έρωτα και στη σύμβαση,
ένας ρόλος που θα ήθελε να παίξει κάθε ηθοποιός που αγαπά τη δουλειά
της. Δεύτερον, το σκηνικό φόντο είναι το μεταπολεμικό Λονδίνο, άρα το
παρελθόν και μάλιστα σε μια βαριά στιγμή της Ιστορίας της Βρετανίας -
στοιχεία που δίνουν χώρο στον Ντέιβις να παίξει σε ένα τερέν που
γνωρίζει πολύ καλά. Ενα ακόμα στοιχείο που συνοδεύει τα παραπάνω είναι
εκείνο της μουσικής της εποχής, ιδιαίτερα αγαπητής και αυτή στον
Ντέιβις. Και πράγματι, οι σκηνές όπου παρέες στις παμπ τραγουδούν
επιτυχίες της δεκαετίας του 1940, από το «We'll meet again» της Βέρα Λιν ως το «You belong to me» της Τζο Στάφορντ είναι από τις συναρπαστικότερες της ταινίας αναδίδοντας έναν γλυκό αέρα νοσταλγίας που σε κάνει ν' ανατριχιάζεις.
Αν και μελό, το έργο αποδίδεται με απέραντη τρυφερότητα και αγάπη
απέναντι στους ήρωές του, σε σημείο που ποτέ να μην παγιδευτεί στο
δόκανο του λαϊκισμού. Αντιθέτως, ακόμα και στις σιωπές διακρίνεις μια
πνευματώδη σκηνοθετική προσέγγιση από τον Ντέιβις αφού ποτέ δεν
ακούγεται λέξη παραπάνω άπαξ και δεν κρίνεται απαραίτητη. Στο όμορφο
σύνολο συνδράμει τα μέγιστα η «μουντή» φωτογραφία του Γερμανού Φλόριαν
Χοφμάιστερ αλλά και οι ερμηνείες των Ρέιτσελ Βάιζ (η ψυχικώς ταλαιπωρημένη γυναίκα), Τομ Χίντλεστον (ο ακαλλιέργητος αλλά έντιμος εραστής) και Σάιμον Ράσελ Μπιλ (ο υπερόπτης αλλά και ευάλωτος σύζυγος).
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ΣΙΝΕ ΨΥΡΡΗ - ΦΛΟΙΣΒΟΣ - ΜΠΟΜΠΟΝΙΕΡΑ - ΦΙΛΟΘΕΗ
Αναζητώντας την διάρκεια του έρωτα
Οταν μια ταινία του 2012 αρχίζει με απόσπασμα συνέντευξης του αιρετικού συγγραφέα Τσαρλς Μπουκόφσκι
(1920-1994), ο οποίος μάλιστα απαντά σε ερωτήσεις περί… έρωτος, δεν
μπορεί παρά να προκαλέσει τουλάχιστον την περιέργεια. Και αυτό ακριβώς
ήταν το συναίσθημα που μου προκάλεσε με την εισαγωγή της η ταινία «Ο
έρωτας κρατά τρία χρόνια» («L'amour dure trois ans», Γαλλία, 2012) του Φρεντερίκ Μπεϊγκμπεντέρ, ένα δροσερό ερωτικό γαϊτανάκι που παρακολουθεί την εξέλιξη μιας πολύ παράξενης, αλλοπρόσαλλης ερωτικής σχέσης.
Ο τίτλος της ταινίας είναι ο τίτλος του βιβλίου που ο τύπος
αποφασίζει να γράψει έχοντας πικρά πείρα από τη χλαπάτσα της
προηγούμενης σχέσης του. Ο έρωτας διαρκεί μόλις τρία χρόνια. Για
διάφορους λόγους αποφασίζει να μην το υπογράψει με το όνομά του
(χρησιμοποιεί το όνομα του ρώσου ήρωα μιας ταινίας γυρισμένης επί
Σοβιετικής Ενωσης) και τα χάνει όταν το απλοϊκό πόνημά του απρόβλεπτα
γίνεται μπεστ σέλερ.
Αγχωμένος θα προσπαθήσει να κρύψει το γεγονός ότι το έγραψε ακριβώς
για να μη χαλάσει την εικόνα του προς εκείνη, με την οποία τελικά
συνθέτει ένα σούπερ ανορθόδοξο ζευγάρι σε αυτή την άκρως χαριτωμένη
ταινία, βασικό προσόν της οποίας είναι οι καλογραμμένες ατάκες αλλά και
το αμυδρό αλληθώρισμα προς τη μεριά του Φρανσουά Τριφό και τη
«σειρά» των αισθηματικών κομεντί με ήρωα το alter ego του, τον Αντουάν
Ντουανέλ («Κλεμμένα φιλιά», «Η αγάπη το βάζει στα πόδια» κ.ά.). Θα
αρέσει σε όσους άρεσε το ύφος της επίσης γαλλικής ταινίας «Πες μου τ'
όνομά σου» με τον Ζακ Γκαμπλέν και τη Σάρα Φορεστιέρ, η οποία είχε κάνει θραύση στα θερινά το καλοκαίρι του 2010.
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ΑΙΓΛΗ ΖΑΠΠΕΙΟΥ - ΡΙΒΙΕΡΑ - ΕΛΛΗΝΙΣ - ΣΙΝΕ ΨΥΧΙΚΟ - ΧΛΟΗ
ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ
Το ριμέικ, καλύτερο από το πρωτότυπο!
To 1934 και ενώ βρισκόταν ακόμη στην Αγγλία, o Aλφρεντ Χίτσκοκ σκηνοθέτησε
τον «Ανθρωπο που ήξερε πολλά», την πρώτη παγκόσμια επιτυχία του.
Εικοσιδύο χρόνια αργότερα, καταξιωμένος πλέον σκηνοθέτης στην Αμερική,
επανήλθε στον «Ανθρωπο που ήξερε πολλά» και τον σκηνοθέτησε ξανά. Αυτή
την φορά έγχρωμο και για λογαριασμό ενός μεγάλου στούντιο του Χόλιγουντ,
της Paramount. Πρόκειται για την μοναδική ταινία του Χίτσκοκ που
γυρίστηκε για δεύτερη φορά από τον ίδιο.
Στην δεύτερη εκδοχή του «Ανθρώπου που ήξερε πολλά» ο Χίτσκοκ αν και
διατήρησε το μοτίβο της πρωτότυπης έκανε κάποιες επεμβάσεις στο
σενάριο, άλλαξε την τοποθεσία όπου λαμβάνει χώρα ο φόνος και επέλεξε
αμερικανούς ηθοποιούς για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Συνεπώς, το
θέρετρο του Σεντ Μόριτς της Ελβετίας δίνει την θέση του στο εξωτικό,
ηλιόλουστο Μαρόκο ,το παιδί των τουριστών που απάγεται είναι αγόρι
(Κρίστοφερ Ολσεν) και οι γονείς διάσημοι αμερικανοί σταρ, ο Τζέιμς
Στιούαρτ -στην τρίτη από τις τέσσερις συνεργασίες του με τον Χίτσκοκ-
και η Ντόρις Ντέι στην μοναδική συνεργασία της μαζί του. Στην Ντέι
άλλωστε ανήκει μια από τις πιο αξιομνημόνευτες σεκάνς της ταινίας όταν
τραγουδά το «Whatever Will Be, Will Be (Que Sera, Sera)» στο κοντσέρτο
στο του Albert Hall όπου πρόκειται να γίνει μια δολοφονία (το τραγούδι
απέσπασε το Οσκαρ).
Δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο σκηνοθέτες να επανέρχονται σε μια
παλιά επιτυχία τους και να την γυρίζουν ξανά. Ανάμεσά τους ο Σεσίλ Μπ.
Ντε Μίλ με τις «10 εντολές» και ο Αμπέλ Γκανς με τον «Ναπολέοντα». Πολύ
σπάνια όμως η δεύτερη ταινία είναι ανώτερη της πρώτης και ο «Ανθρωπος
που ήξερε πολλά» ανήκει σε αυτές τις εξαιρέσεις κάτι που παραδέχθηκε ο
ίδιος ο Χίτσκοκ στις συνεντεύξεις που έδωσε στον Φρανσουά Τριφό. «Ας πούμε ότι η πρώτη εκδοχή ήταν το έργο ενός ταλαντούχου ερασιτέχνη ενώ η δεύτερη ενός επαγγελματία» (Χίτσκοκ/ Φρανσουά Τριφό, Εκδόσεις Υψιλον).
Βαθμολογία: 4
Αίθουσες: ΘΗΣΕΙΟ - ΑΒΑΝΑ
ΠΡΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου