Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

ΑΝΟΙΧΤΗ ΚΕΡΚΟΠΟΡΤΑ Η ΑΓΑΠΗ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ (αφόρητος πόθος το απραγματοποίητο):


Εφαρμόζω κανόνες συνεχώς. Οι εξαιρέσεις καταγραμμένες όλες γνωστές αναλλοίωτες σαν τις γεύσεις. Η σοκολάτα γλυκιά. Το σφύζω με Υ πάντα. Όλα τα παζλ στο μυαλό μου φτιαγμένα ευθυγραμμισμένα απόλυτα εφαρμόσιμα. Και ξαφνικά  αρχίζω να κόβω κομμάτια ίσια κομμάτια λοξά δεν μπορώ τους κύκλους που είναι  η αρχή ποιο θα είναι το τέλος κλείστηκα μέσα. Ο λαβύρινθος ικάρια φτερά ο Αστέριος αυτόχειρας πέλματα γυμνά οι παλάμες άδειες. Τα αγκάθια γλιστρούν, δεν καρφώνονται. Ρίξε τη σκάλα σου. Κρατήσου στα μαλλιά μου. Βυθοσκόπηση βλέμματος. Έχασα το ρολόι. Δεν θα γυρίσω. Με είπανε Αλίκη Ενώ ήμουν η Μήδεια!  [ΑΝΤΙΠΟΙΗΣΗ από τη συλλογή της Άννας Αφεντουλίδου ΕΛΛΕΙΠΟΝ ΣΗΜΕΙΟ, όπου η ποιήτρια στην τελευταία ενότητα μιας… «Οικογενειακής Αυτοβιογραφίας…» εξομολογείται: Η Ποίηση είναι η αυτοτιμωρία μου. Φόβος μήπως ειπωθούν όσα δεν πρέπει. Ο πανικός της επιλογής –μπροστά του σκορπίζουν οι λέξεις… Το παιδί-λυδία λίθος σε κάνει να λες τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Κλείνεις την πόρτα. Κλειδώνεις έξω τα τέρατα. Ανάβεις το φως. Όλα γνώριμα ζεστά και φωτεινά. Ένα ποτήρι γάλα. Το νερό βράζει στην κατσαρόλα. Στεναγμός. Ας κοιμηθούμε τώρα. Καληνυχτα!.. Κι άλλες επιλογές ποιημάτων από την ίδια συλλογή με ΚΛΙΚ στην εικόνα των στίχων της] 

ΔΥΣΗ
Ορίζοντας ροκανίζει τον ήλιο
Ποντίκι
στα σαγόνια φιδιού
Σώμα
στη βάρκα του Αχέροντα
Δωσ’  μου
ένα νόμισμα
Να κλείσω
το στόμα του
ΑΛΩΣΗ
Νύχτες
επιδρομές Σαρακηνών
βιαστικές
σιωπηλές
ύπουλες
Χωρίς δύναμη
ν’ αντισταθείς
Χωρίς νόημα
ν’ αντιδράσεις.
Μαχόμενη
το τέρας της σιωπής
πολεμώ
την αγρύπνια μου
Εκχυμώσεις
κι εκδορές παντού
Το πρωί βάζω
το make-up
του πόνου μου
-ωραίο ροδαλό
το χρώμα του-
Φορώ χαμόγελο
πούδρας
και λιμάρω
το χρόνο σου.
ΑΝΑΤΕΛΛΟΥΣΑ
Ρίχνω κοττάβους
χύνοντας κώνιο
Παγώνουν τα άκρα
σπασμοί πανικού
παράκρουση πόνου
Υπολείμματα ρήξης
δαγκώνουν τις νύχτες μου
Ακροβατώντας στην κόψη
επιτέλους
πέλεκυς πάθους
παζλ εκδίκησης
(Στίχοι-βρόγχοι απαγόρευσης
πέταξαν πάλι μακριά
Νυχτερίδες
που στοιχειώνουν τις ώρες μου)
Ζάρια ηδονής
παίζω στη μνήμη σου
Αναζητώντας τη νάρκη
που θα ακυρώσει
τον οίστρο μου
ΑΝΤΙ-ΣΤΑΣΙΣ
Ουρλιαχτό σιωπής
ξηλώνει τα αυτιά μου
Μαδώντας το χρόνο
σέρνει κλωστές
στην άβυσσο
Ξεφτίζει το αύριο
λωρίδες σκοτάδι
Πες μου τι είδες
Άκου τι ένιωσα
Φάσμα φωτός
σημάδεψε το σώμα μου
Μην κοιτάζεις!
Γυναίκα
Όχι πια
ψυχή  αναλώσιμη
ΑΔΡΑΣΤΟΣ
Ανάγκη επικοινωνίας
φριχτή
κι αναπόδραστη
Μια γουλιά κίτρινο
η σιωπή
Κλείνει τις πόρτες
σφραγίζει τα παράθυρα
κόβει τις γέφυρες
Κι εγώ περιμένω
κάτι που
δε θα ’ρθει ποτέ.
Κι εκεί
ο ίλιγγος του θανάτου
ξανά
με παγώνει το φως του
με έλκει η ανάσα του
Κι εκεί
η διέγερση του τέλους
θλιβερό νυχτέρι
θα κάνω
στήνοντας παγίδα
ν’ αδράξει
τον πόθο μου
Λευκή ανθρωποθυσία
και πάλι
ΕΛΞΗ
Είδες απόψε το φεγγάρι;
Οι κρατήρες του βαθαίνουν, βαθαίνουν
καλούν γητεύοντας
μαύρες τρύπες
ρουφούν τα πάντα
στο άγγιγμά τους
μαγνητίζουν τις λέξεις
σκορπίζουν τα γράμματα
Μη!..
Πάρε με μακριά σου

Δεν θέλω
να σε θέλω
τόσο πολύ
ΜΗ ΛΗΘΗ
Μνήμης απόηχοι
σε ωθούν μπροστά
σε προσπερνούν
Η γεύση παγωμένη
έχασε το φάρμακο
Ο αέρας τρύπωσε παντού
κι ερήμωσε
Σχισμένο χαρτί ο πόθος
Έβαλες
Έπαιξες
Έχασες
Η  ποίηση είναι κάτι αδιανόητο
Σα ν’ ακούς ένα άρωμα ή ν’ αγγίζεις τον ήχο
Ο έρωτας είναι κάτι αδιανόητο
Σα να γεύεσαι αίμα
Σαν να παίζεις το θάνατο
Πήζει ο πόνος
Παγώνει η πληγή
Πάντα παρούσα η σκορπισμένη ομορφιά των πραγμάτων.
Γεννάς για να σκοτώνεις
ΟΥΤΙΣ
Γράμματα ποτισμένα δηλητήριο
Αγάπη δαγκωμένη από μίσος
Οκτώ φορές κανιβάλισαν τα άκρα μου
Κι αυτά γεννιούνται
πάλι
Ποιο φόρο πληρώνω
κι οφείλω να έρπομαι
ξανά
και ξανά
στα ίδια οράματα
Τι σου χρωστώ;
Δεν έχω με τι
να ξεχρεώσω.
Δεν είμαι
βασίλισσα
Δεν είμαι θυγατέρα
Δεν ήμουν
-προ πάντων-
ποτέ άγγελος
Μόνο ένα πλοκάμι βεντούζες
Οι σάρκες μου
στα βράχια ξεσκίζονται
Και δεν μπορώ καν να πεθάνω
Οι θεοί των ποταμών σας
Δεν υπάρχουν πια
Η Λευκοθέα παντρεύτηκε
Και εγώ
όλα τα μαντήλια
τα έχω
από χρόνια
χαρισμένα
Λυπήσου με
Και δωσ’ μου
την
χαριστική
βολή
ΓΥΜΝΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΠΑΝΤΑ ΓΥΜΝΑ. ΓΥΜΝΕΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΟΥ, ΤΩΡΑ ΓΥΜΝΕΣ (θα πνιγώ ξανά στα υγρά των εικόνων σου)
Τα θυσιάζει όλα
άλλη μια φορά
το νόστο
το ταξίδι
την ποίηση
Μιας ώρα παγερή αγκαλιά
ένα μαχαίρωμα ακόμα
Το σχεδίασε
το χάραξε
το έπαιξε ξανά και ξανά
Δροσερό ύφασμα
γλιστράει η σάρκα
Χαμηλό βλέμμα η ενοχή
η απαραίτητη συστολή
η κούραση
Φευγαλέο άρωμα
Δέρμα υγρό από τον πόθο
Κορμί δυνατό από την άσκηση
Χειροκρότημα ο οργασμός
Ανάψτε φώτα
Η κουρτίνα τραβήχτηκε
Τον νανουρίζει απαλά
τον τυλίγει μαλακά
με τα ζεστά της ψέματα
Χύνει σταγόνα σταγόνα
στ’ αυτί μελωδικές τις λέξεις
Βαθύς ο ύπνος
Γυμνή και αμέριμνη
λιμνάζει η προδοσία
Όρθιο το μαχαίρι
στρίβει ουρλιάζοντας
τη σιωπή της εκδίκησης
Χείλη σκληρά
δόντια αξεδίψαστα
Γεννάει ποιήματα
και τον σκοτώνει.


Λευκά αφράτα όνειρα, κομμένο φιλμ μπλοκαρισμένο στη μηχανή –δείχνει ασπρίζει χάνεται, δείχνει μαυρίζει πέφτει. Η ουρά στη στάση του λεωφορείου, μου άνοιξες την πόρτα, έλα μέσα, είπες, μπες πίσω, αλλά εκεί ήταν το αγόρι, ξανθό, όμορφο, πάντα ξανθά τα όμορφα αγόρια. Δεν πειράζει, έλεγες, θα δούμε. Και βλέπαμε βλέπαμε τα σύννεφα περνούσαν κι ο δρόμος έφευγε, κυλούσαν τα καλώδια, οι πέτρες, τα σπίτια. Βλέπαμε το χρόνο να σβήνει τους ήχους. Χάλασε το μεγάφωνο, δεν ακούγεται πια, χάλασε. Τι να κάνεις τον ήχο σπασμένο. Και στο γραφείο χάθηκες. Φίλησα τ’ αγόρι στα μαλλιά. Αγάπη μου, είπα, ένα μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά του να στρίβει να αιμάσσει να πνίγεται, ο πόνος μου ζωγραφισμένος κι αόρατος παντού, Κρατήθηκα στο μπράτσο του σκληρό και κρύο, αλλά παρόν πάντα παρόν. Ομιχλώδης παχύρευστη μάζα η προσδοκία, ο πόθος δεν μπόρεσε κι εγώ βουτούσα τα χέρια μου στο αίμα του τα βουτούσα κι εγώ…
 [ΜΗΔΕΙΑΣ ΣΧΟΛΙΟΝ και ΜΗΔΕΙΑΣ ΑΠΟΛΟΓΟΣ από τη συλλογή της Άννας Αφεντουλίδου ΕΛΛΕΙΠΟΝ ΣΗΜΕΙΟ εκδόσεις Πανδώρα]

ΜΟΙΡΑΖΕΙ ΤΗ ΣΑΡΚΑ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑ ΣΕ ΚΟΣΜΟ ΧΟΡΤΟΦΑΓΩΝ:  Κρυμμένο στην πτυχή της νύχτας το όνειρο ψυχορραγεί. Φοίνικας αναγεννάται στον πόθο της. Μαχαίρι καρφωμένο σε μήτρα. Σαρκοβόρο θηρίο που βύζαξε το αίμα της… Έτσι,  δώρο σου κάνω μια βόλτα στων ποιητών την πόλη… Να ξεγελάσω τη νύχτα πως με νοιάστηκες!.. Τα τύμπανα ηχούν. Οι άγριοι ξύπνησαν. Στο χορό της φωτιάς καίω τα πέπλα μου. Ενδοφλέβια χτυπούν οι βελόνες των λέξεων    [ΑΝΑΙΜΑΚΤΟΝ, ΑΥΤΑΠΑΤΗ και ΝΟΣΤΟΣ Άννας Αφεντουλίδου από το ΕΛΛΕΙΠΟΝ ΣΗΜΕΙΟ της]

Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου